Του ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΣΙΔΕΡΗ*,
e-mail:dimitris.sideris@gmail.com
Ηπειρωτικός Αγών, 28 Απριλίου 2017
Η ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ είναι συνώνυμη με τον θάνατο στα πρωτόζωα. Ή, αλλιώς, στα πρωτόζωα δεν υπάρχει θάνατος. Ο Θάνατος δεν είναι παγκόσμιο φαινόμενο! Εξηγούμαι. Οι μονοκύτταροι οργανισμοί, όπως τα μικρόβια και τα πρωτόζωα, όταν έρθει η ώρα τους χωρίζονται στα δύο. Καθένα από τα δύο μισά είναι ίδιο κι απαράλλαχτο με το αρχικό κύτταρο, μόνο είναι πιο μικρά. Τρέφονται από κει και πέρα, μεγαλώνουν. Καθώς μεγεθύνονται, ο όγκος τους μεγαλώνει με τον κύβο της ακτίνας (θεωρώντας το σχήμα τους περίπου σφαιρικό), ενώ η επιφάνειά τους μεγαλώνει με το τετράγωνο της ακτίνας. Δηλαδή, με τη μεγέθυνση, λιγοστεύει η επιφάνεια συγκριτικά με τον όγκο του κυττάρου. Καθώς αυτό τρέφεται διαμέσου της επιφάνειάς του, ο αυξανόμενος όγκος του χρειάζεται ολοένα περισσότερες θρεπτικές ουσίες που δεν μπορεί να τις προμηθευθεί από την επιφάνεια που μεγαλώνει σχετικά λιγότερο. Αυτή είναι μια υπεραπλουστευμένη γεωμετρική εξήγηση για το τι αναγκάζει τα κύτταρα κάποια στιγμή να διαιρούνται κι έτσι να πολλαπλασιάζονται.
Στο παραπάνω παράδειγμα δεν υπάρχει θάνατος όπως τον ξέρουμε. Το αρχικό κύτταρο παύει να υπάρχει, πεθαίνει δηλαδή, αλλά δε μένει πτώμα. Όλο το σώμα του αρχικού κυττάρου έχει μεταβιβασθεί στα θυγατρικά του. Κι όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Στη διάρκεια της ζωής του το αρχικό κύτταρο έχει «μάθει» μερικά πράγματα. Αν δηλαδή στο διάλυμα που είναι τοποθετημένο ένα πρωτόζωο έχουμε διαλύσει κόκκους από μια ουδέτερη χρωστική, που δεν έχει θρεπτική αξία, στην αρχή αυτό προσλαμβάνει ορισμένη ποσότητα τέτοιων κόκκων σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Με την πάροδο του χρόνου, λιγοστεύει η ποσότητα των κόκκων που προσλαμβάνει το πρωτόζωο, τείνοντας προς το μηδέν, σαν να έχει «μάθει» το κύτταρο πως οι κόκκοι του είναι άχρηστοι και δεν τους προσλαμβάνει. Όταν διαιρεθεί, τα δυο θυγατρικά δε διατηρούν την «ανάμνηση» της γνώσης που είχε αποκτήσει στη ζωή του το μητρικό κύτταρο κι αρχίζουν να προσλαμβάνουν σχεδόν την ίδια ποσότητα κόκκων, όπως το μητρικό τους όταν πρωτοήλθε σε επαφή με τους κόκκους. Μ’ άλλα λόγια, υπάρχει σωματική αθανασία των κυττάρων, καθώς, με τον θάνατό τους, όλο τους το σώμα μεταβιβάζεται στους απογόνους του. Η σωματική αυτή (δυναμική λέγεται) αθανασία όμως δε συνοδεύεται από «ψυχική» αθανασία, μνήμη του παρελθόντος δηλαδή. Η φυσιογνωμία, οι συνήθειες, που απέκτησε το κύτταρο όσο ζούσε δε διατηρούνται με τη διαίρεσή του σε θυγατρικά κύτταρα. Και πάλι όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Τα θυγατρικά κύτταρα ξαναρχίζουν να προσλαμβάνουν αδρανείς κόκκους, αλλά όχι τόσους όσους το μητρικό κύτταρο. Ένα ίχνος της επίκτητης μνήμης, «προσωπικότητας» του μητρικού κυττάρου, διατηρείται στην επόμενη γενιά. Είναι όπως κάποια από τα μικρόβια που εκτίθενται σε αντιβιοτικά επιβιώνουν έχοντας αναπτύξει ειδική αντοχή, χάρη στην παραγωγή κατάλληλων ουσιών (πλασμιδίων). Αυτά τα πλασμίδια τα μεταφέρουν στους απογόνους τους, έτσι που σχηματίζεται νέα γενιά μικροβίων ανθεκτικών στο συγκεκριμένο μικροβιοκτόνο φάρμακο.
Η δυναμική αθανασία των πρωτοζώων δε διατηρείται στους πολυκύτταρους οργανισμούς, παρά μόνο στα γεννητικά τους κύτταρα. Οι πολυκύτταροι οργανισμοί πεθαίνουν σωματικά, αφήνουν πτώμα δηλαδή, εκτός από κάποια ελάχιστα γεννητικά τους κύτταρα που έχουν προλάβει να δημιουργήσουν καινούριους οργανισμούς.
Με τον χρόνο τα πάντα εκφυλίζονται, όπως απαιτεί ο νόμος της εντροπίας. Μετά από μερικές δεκάδες γενεών, τα κύτταρα χάνουν την ικανότητα να διαιρούνται και έτσι να αναπαράγονται και πολλαπλασιάζονται. Και τότε γίνεται κάτι καταπληκτικό. Δυο κύτταρα ενώνονται σε ένα και το ζεύγος που ενοποιήθηκε έχει και πάλι την ικανότητα να συνεχίσει να πολλαπλασιάζεται. Η ανικανότητα των επιμέρους κυττάρων να διαιρεθούν οφείλεται στο ότι με την ανελέητη, τυχαία, φθορά του χρόνου κάποιο σημείο από τη χημική σύνθεση του κυττάρου αλλοιώθηκε. Είναι άκρως απίθανο να έχει αλλοιωθεί το ίδιο ακριβώς σημείο και σε άλλο κύτταρο που επίσης έχει χάσει την ικανότητα να πολλαπλασιάζεται. Με την ένωση των δύο λοιπόν, αποκαθίσταται η αρτιότητα της χημικής σύνθεσής τους και μπορούν ξανά να συνεχίζουν την αναπαραγωγή τους. Αυτή η διαδικασία εξελίχθηκε στους πιο σύνθετους πολυκύτταρους οργανισμούς, που χωρίσθηκαν έτσι σε αρσενικούς και θηλυκούς. Η έναρξη του πολλαπλασιασμού των γεννητικών τους κυττάρων δεν είναι πια δυνατή ώσπου ένα αρσενικό γεννητικό κύτταρο, ένα σπερματοζωάριο, να ενωθεί με ένα θηλυκό ωάριο. Τη διαδικασία αυτή την υποβοηθούν τα υπόλοιπα σωματικά κύτταρα. Κύριοι ρόλοι τους είναι να εξειδικεύονται αφενός για καλύτερη άμυνα του συνολικού πολυκύτταρου οργανισμού και αφετέρου για ευκολότερη εξεύρεση τροφής, που τη μοιράζονται με τα γεννητικά κύτταρα που απ’ αυτή την άποψη «αδιαφορούν». Ρόλος τους είναι όμως και να καθιστούν πιο εύκολη και τη συνένωση ενός αρσενικού με ένα θηλυκό πλάσμα για να συνεχισθεί η αναπαραγωγή. Στα φυτά, η διαδικασία μπορεί να είναι τυχαία. Μπορεί π.χ. ο άνεμος να παίρνει την αρσενική γύρη και να την αποθέτει στον ύπερο, το θηλυκό μέρος του άνθους των φυτών. Άλλοτε όμως είναι λιγότερο τυχαία. Τα άνθη, δηλαδή, που έχουν τη γύρη και τον ύπερο, οπλίζονται με γλυκό νέκταρ και ποικιλία χρωμάτων έτσι που προσκαλούν έντομα, όπως οι μέλισσες ή οι πεταλούδες, που, μαζί με το νέκταρ που πίνουν, γεμίζουν γύρη που τη μεταφέρουν στους ύπερους των επόμενων ανθέων που επισκέπτονται. Έτσι αρχίζει να γίνεται κάποιου είδους επιλογή. Τα άνθη με το περισσότερο νέκταρ και τη μεγαλύτερη πολυχρωμία έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ευνοήσουν τη γονιμοποίηση από τα υπόλοιπα με λιγότερο νέκταρ και πολυχρωμία.Η εκλεκτική γονιμοποίηση στον άνθρωπο λέγεται έρωτας!
Τα ερεθίσματα που συνοδεύουν την έλευση του θανάτου είναι επώδυνα, γενικότερα δυσάρεστα. Μπορεί να είναι ένας πόνος από τραυματισμό ή νόσο ή δύσπνοια ή άλλο δυσάρεστο σύμπτωμα που συνοδεύει κάποια αρρώστια. Σπάνια έρχεται ο θάνατος χωρίς συνοδό δυσάρεστο αίσθημα. Το ερέθισμα που συνοδεύει τον έρωτα είναι διαμετρικά αντίθετο, είναι ηδονικό. Ο πόνος μας προφυλάσσει από τον θάνατο. Η ζωή, ωστόσο, θα ήταν αβάσταχτη, αν δεν αντισταθμιζόταν ο πόνος από το θείο δώρο της ηδονής.
Καρπός της ηδονής μπορεί να είναι ένας απόγονος. Αυτός φέρει την κληρονομικότητα των δύο γονιών του, αλλά και κάποιες από τις επίκτητες ικανότητές τους. Είναι άγνωστο αν κάποιες επίκτητες ικανότητες των ανθρώπων μεταφέρονται στα παιδιά με κληρονομικό τρόπο. Μάλλον όχι. Ωστόσο, μένοντας τα παιδιά κοντά στους γονείς τους σχηματίζουν, αφού γεννηθούν, εξαρτημένα αντανακλαστικά, με βάση τα πιο συνηθισμένα ερεθίσματα που υπάρχουν στην αγκαλιά της οικογένειάς τους.
Ο σωματικός θάνατος των γονιών μοιραία θα επέλθει. Ένα ίχνος αθανασίας της προσωπικότητάς τους όμως θα διατηρηθεί στα παιδιά, χάρη στον έρωτα.
Ο κ. Δημήτριος Α. Σιδερής είναι ομ. καθηγητής Καρδιολογίας__