ΛΟΙΜΩΞΙΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΔΗΜΙΟΛΟΓΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 28 Μαΐου, 2021

Λοίμωξη  συμβαίνει όταν παθογόνοι μικροοργανισμοί εισέρχονται στο σώμα ενός ζωντανού οργανισμού, ή του ανθρώπινου οργανισμού, πολλαπλασιάζονται, παράγουν τοξίνες και μολύνοντας τα κύτταρά του, του προκαλούν ασθένειες. Έτσι, μια μεταδοτική πάθηση, γνωστή και ως μεταδοτική ασθένεια, προκαλείται ως αποτέλεσμα της λοίμωξης. Από την άλλη, ως επιδημία ή λοιμός χαρακτηρίζονται οι εξάρσεις ασθενειών που εμφανίζονται σε έναν ανθρώπινο πληθυσμό σε δεδομένη χρονική περίοδο, σε βαθμό μεγαλύτερο του αναμενόμενου. Επομένως, λοίμωξη και επιδημία δεν είναι ταυτόσημα. Η λοίμωξη αφορά άτομα, ενώ η επιδημία πληθυσμούς. Εξάλλου, καθώς η λοίμωξη είναι μεταδοτική πάθηση, μπορεί να συμβάλλει στη γένεση μιας επιδημίας, αλλά μια επιδημία μπορεί να μην είναι αποτέλεσμα μεταδοτικής νόσου. Για παράδειγμα, η πολύ γνωστή και επικίνδυνη πανδημία (επιδημία που αφορά σε ευρύ πληθυσμό, συνήθως ευρύτερο από ένα κράτος ή μια ήπειρο) των καρδιαγγειακών παθήσεων δεν οφείλεται σε μεταδοτική νόσο. Ή, η επίδραση της μεταδοτικότητας είναι σχετικά μικρή, όπως π.χ. η θέαση κάποιου καπνιστή είναι κίνητρο για να καπνίζουμε και εμείς  προδιαθέτοντας στην επέκταση της καρδιαγγειακής επιδημίας.  Αυτά όλα σημαίνουν ότι άλλα είναι τα μέσα για την αντιμετώπιση της λοίμωξης και άλλα για τη διακοπή της επιδημίας.

Οι επιδημίες έχουν κυκλικό χαρακτήρα σαν ταλαντώσεις. Αρχίζουν με μια εκθετική τάση, ένας πάσχων μεταδίδει τη νόσο σε κάποιους από το περιβάλλον του, καθένας τους σε κάποιους άλλους κοκ. Αυτό προϋποθέτει ότι το περιβάλλον είναι ευάλωτο. Όσοι όμως αρρώστησαν και επέζησαν από μια λοίμωξη έχουν αναπτύξει κάποιου βαθμού ανοσία. Αυτή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των ταλαντωτών χάλασης, που αμέσως μετά από μια κρίση είναι ανερέθιστοι. Όταν λοιπόν έχει αναπτυχθεί ανοσία σε αξιόλογο ποσοστό του πληθυσμού, η ύπαρξη ευάλωτων ατόμων στο περιβάλλον ενός φορέα μεταδότη της νόσου μειώνεται σημαντικά. Στο μεταξύ, το αίτιο της λοίμωξης δε ζει έξω από ζωντανούς οργανισμούς, είτε είναι κάποιοι άνθρωποι είτε κάποιος διάμεσος ξενιστής, όπως οι αρουραίοι στην πανώλη, ποικίλα έντομα, κουνούπια, ψύλλοι, ψείρες για διάφορες λοιμώξεις. Έτσι, όταν επιτευχθεί ένα κρίσιμο ποσοστό άνοσων ατόμων, οι λοιμογόνοι παράγοντες μη βρίσκοντας ξενιστή να εγκατασταθούν εκεί, πεθαίνουν και η επιδημία σταματά.

Έργο των λοιμωξιολόγων είναι να αντιμετωπίζουν τη νόσο στα άτομα, π.χ. με αντιμικροβιακά, αντιιικά φάρμακα και με ενίσχυση της ζωής των πασχόντων ώσπου να καταπολεμηθεί η νόσος τους, ενώ των επιδημιολόγων να εμποδίζουν την εξάπλωση της επιδημίας στην κοινωνία. Και τώρα έρχεται η ευθύνη των πολιτικών, που πρέπει να υπολογίσουν, μαζί με όλα τα άλλα και το κόστος για καθεμιά αντιμετώπιση, κόστος για φάρμακα, εμβόλια, νοσοκομεία, ΜΕΘ, υγειονομικό προσωπικό κλπ, αλλά και κόστος για υγιεινή διάθεση των τροφίμων, νερού, καταπολέμηση των διάμεσων ξενιστών κλπ. Διότι, ποιο το όφελος να επιζήσω από μια επιδημία, αν το τίμημα είναι να μην έχω να φάω ή να στεγαστώ. Για παράδειγμα, το μέτρο της άρσης της πατέντας για την παραγωγή των εμβολίων, σαν αυτό που πρότεινε πρόσφατα η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ώστε να μπορούν να ωφεληθούν όλοι, ανεξάρτητα από την οικονομική δυνατότητά τους είναι καθαρά πολιτικό. Να σημειωθεί ότι η καταπολέμηση μιας επιδημίας είναι υπόθεση όλων, αφού η νόσηση ενός φτωχού είναι κίνδυνος και για τον πλούσιο. Από την άλλη, η άρση της πατέντας μειώνει το κίνητρο των πλουσίων να επενδύσουν στην ταχεία παραγωγή εμβολίων και αυτό θα βλάψει όχι μόνο τους επενδυτές, αλλά και όλους τους πολίτες.

Όλα αυτά, φάρμακα, εμβόλια, ΜΕΘ, οικονομικοί περιορισμοί κλπ, μαζί με τις οικονομικές συνέπειές τους, είναι επιμέρους μέτρα που μπορούν να λειτουργήσουν για συγκεκριμένες επιδημίες. Ο κίνδυνος των επιδημιών όμως γενικά δεν εκλείπει. Η συγκεκριμένη, θα υποχωρήσει έτσι κι αλλιώς, αφήνοντας πίσω της κάποιους νεκρούς. Άλλη όμως θα ακολουθήσει, είτε λόγω μεταλλάξεων του ένοχου ιού – και αυτό το βλέπομε ήδη – είτε από τελείως διαφορετική αιτία. Κι όμως υπάρχει μια μοναδικά κύρια αιτία όλων των επιδημιών, ο συγχρωτισμός των ανθρώπων. Το βλέπομε στα ζώα. Λοιμώξεις παθαίνουν, όπως κι οι άνθρωποι, όλα τα ζώα. Επιζωοτίες όμως δεν υπάρχουν στη φύση, παρά μόνο σε όσα ζώα εκτρέφονται από τους ανθρώπους. Η αύξηση της παραγωγής χρειάζεται συγχρωτισμό των ζώων ή φυτών, έτσι που να αυξάνονται οι ευκαιρίες για αναπαραγωγική μείξη τους. Και αυτό μας οδηγεί στο γενικό κανόνα που απαιτείται για την απαλλαγή από τον εφιάλτη των επιδημιών.

Ο γενικός κανόνας είναι αφενός ο περιορισμός του υπερπληθυσμού στη γη και αφετέρου η ανακατανομή του πληθυσμού, ώστε να αποφεύγεται η συγκέντρωσή των ανθρώπων σε περιορισμένους χώρους. Οι Ινδίες αυτή τη στιγμή στενάζουν από τον κορωνοϊό, καθώς ο πληθυσμός τους πλησιάζει εκείνο της Κίνας, ενώ οι Ινδοί ολοένα εγκαταλείπου τα χωριά τους για να μαζευτούν όλοι μαζί στις μεγαλουπόλεις. Στην πατρίδα μας, η Αττική με 300 000 κατοίκους στην αρχαιότητα έπαθε το λοιμό όταν αναγκάστηκαν να μαζευτούν όλοι, λόγω του πολέμου, γύρω από την Ακρόπολη. Σήμερα, στην ίδια έκταση, έχομε πάνω από 4 000 000 κατοίκους. Είναι απορίας άξιο πώς δεν έχομε πιο συχνές επιδημίες. Οι άνθρωποι, όπως και όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, δεν ζουν εκεί που τους αρέσει, από “αστυφιλία” για την οποία κατηγορούνται ότι ευθύνονται οι ίδιοι, αλλά εκεί όπου ευδοκιμεί η οικονομία. Με τη σύγχρονη τεχνολογία, πολλά από όσα γίνονταν μόνο με άμεση επαφή, μπορούν να συντελούνται σήμερα με τηλεεργασία, ενώ τα μέσα συγκοινωνίας, στεριανά και θαλάσσια, έχουν βελτιωθεί. Τα επενδυτικά κεφάλαια θα πρέπει να προσανατολισθούν φυγόκεντρα, αντίθετα από την κεντρομόλο τάση τους στους 2 αιώνες της ελεύθερης ζωής μας. Κι αυτό πρέπει να γίνει σύντομα. Φυσικά, απαιτείται γενναία πολιτική βούληση. Θα χρειασθούν και υποχρεωτικά μέτρα και οικονομικά. Υποχρεωτική διαβίωση υπάρχει σε δύο ευκαιρίες, στην εκπαίδευσή των νέων για συγκεκριμένα χρόνια και σε μια εθνική θητεία. Αυτή η τελευταία πρέπει να αλλάξει προσανατολισμό. Όχι μόνο για να σκοτώνει εχθρούς όποτε χρειασθεί, αλλά και για να μετέχει σε δημιουργικά έργα, όπως αποξήρανση ελών, κατασκευή αειφόρου ανάπτυξης από τους ανέμους, τον ήλιο, τα κύματα, δημιουργία αναγκαίων κατασκευών για θαλασσοκαλλιέργειες κλπ. Από τη στιγμή που θα δημιουργηθεί η υποδομή με αυτό τον υποχρεωτικό, όχι ενδεχομένως πολύ αποδοτικό, τρόπο, θα ενδιαφερθούν και οι ιδιώτες επενδυτές και οι άνεργοι που ζουν στις πόλεις, να εργασθούν εκεί. Η ηθική αντιστάθμιση μιας  υποχρεωτικής φάσης στη ζωή όλων, όπου καθένας επιτελεί ασυζητητί ό,τι τον διατάσσει κάποιος αρμόδιος, γίνεται αν κάθε πολίτης μετέχει με κλήρο εκπεριτροπής στην εξουσία, όπου διαμορφώνονται οι κανόνες που κάποιοι άλλοι υποχρεωτικά υπακούν.

ΑΝΩΡΙΜΟΤΗΤΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com.

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 27 Μαΐου 2021

Έχω ξαναγράψει στο παρελθόν (Ωριμότητα. wordpress.com), αλλά το θέμα δεν εξαντλείται. Ωριμότητα σημαίνει αρχικά “στην ώρα του”. Στην ώρα του όμως να κάνει τι; Πρώτο είναι να αυτοσυντηρείται το ον, βρίσκοντας μόνο του την αναγκαία τροφή χωρίς να εξαρτάται από τη μητέρα του, και να υπερασπίζεται τον εαυτό του έναντι επικίνδυνων θηρευτών. Δεύτερο είναι να αυτοπολλαπλασιάζεται είτε ζώο είναι ή φυτό, να παράγει απογόνους. Ο πρώτος σκοπός είναι αντιληπτός ήδη από την αρχή της ζωής και το βρέφος κλαίει όταν πεινάει. Ο δεύτερος αναπτύσσεται αργότερα, στους ανθρώπους σε ηλικία περίπου 10-14 ετών, προγραμματισμένα. Αυτά από βιολογική σκοπιά. Ο άνθρωπος όμως είναι τρισυπόστατος, με αισθητό (σωματικό, βιολογικό) εγώ, νοητό και κοινωνικό. Η ωρίμανση του αισθητού Εγώ γίνεται αισθητή όταν αρχίσουν να κυκλοφορούν κατάλληλες ορμόνες. Στο κορίτσι γίνεται αντιληπτή με την εμφάνιση της περιόδου και στο αγόρι με την έναρξη των νυκτερινών εκσπερματώσεων με ονειρώξεις. Αυτά αρκούν για τα αγελαία ζώα, όχι όμως για τον άνθρωπο που ζει σε μια μοναδική, πολύπλοκη κοινωνία. Πολύπλοκη, διότι δεν είναι υποχρεωτική, όπως σε κάποια έντομα, αλλά εκούσια· είναι πολιτεία. Το νοητό Εγώ εκπαιδεύεται και ωριμάζει κάτω από την επίδραση των φυσικών, αισθητών, περιορισμών και των κοινωνικών. Πότε όμως αρχίζει η πολιτική ωριμότητα των ατόμων; Αυτή δεν αρχίζει με τη σαφήνεια της βιολογική ωριμότητας. Στο διάστημα όμως από τη βιολογική ως την πολιτική ωρίμανση το άτομο είναι πολιτικά ανώριμο. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μια αρχαία λέξη που τη χρησιμοποιεί ο Θουκυδίδης, ο Πλούταρχος και δεν ξέρω ποιος άλλος, είναι η συχνότερα χρησιμοποιούμενη λέξη μεταξύ των νέων και η σπανιότερα εμφανιζόμενη λέξη στο σύγχρονο γραπτό λόγο. Σημαίνει την αυτοϊκανοποίηση, δηλαδή την ικανοποίηση χωρίς μέλλον, χωρίς προοπτική. Η αίσθηση της ηδονής βιολογικά ικανοποιείται συνήθως μεταξύ δύο ετεροφύλων με ενδεχόμενη συνέπεια τη δημιουργία νέου όντος. Η αυτοϊκανοποίηση αποκλείει τη μελλοντική πιθανή συνέπεια. Και ακριβώς αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ανωριμότητας.

Συμπεριφερόμαστε υπείκοντας αφενός σε ταλαντώσεις της βούλησής μας, περιοδική πείνα, δίψα, έπειξη, ερωτικό ίμερο κλπ και αφετέρου αντιδρώντας σε εξωγενή φυσικά και κοινωνικά ερεθίσματα. Οι άνθρωποι όμως δεν ενεργούμε μόνο χάρη σε αυτούς τους φυσικούς και κοινωνικούς παράγοντες, αλλά και σε βουλήσεις που γεννιόνται μέσα μας, δηλαδή σε σκοπούς. Και αυτό είναι ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης, πολιτικής, ωρίμανσης. Ο ανώριμος ανταποκρίνεται μόνο στα εξωγενή ερεθίσματα, που είναι άμεσα και οι συνέπειες ακολουθούν αμέσως, αντανακλαστικά. Ο ώριμος ανταποκρίνεται σε σκοπούς, σε ερεθίσματα που αφορούν το αόρατο μέλλον, όπως το έχει φανταστεί με βάση τη φαντασία και τη λογική του. 

Και τώρα μπορούμε να παρατηρήσουμε την ανωριμότητα ατόμων και λαών. Ο ανώριμος ανταποκρίνεται σε άμεσες επιθυμίες. Επιζητεί να χορτάσει την πείνα του και την ανάγκη του για γενετήσια ηδονή. Ο ώριμος σκέφτεται τις μελλοντικές συνέπειες που τον καθοδηγούν. Το μέλλον είναι βέβαια άδηλο, ενώ το παρόν είναι άμεσα αντιληπτό. Όμως η σημασία του μέλλοντος μπορεί να είναι πολύ πιο σημαντική. Θέλω άμεσα να έρχομαι σε επαφή με άλλους ανθρώπους, να ευχαριστιέμαι με τη συνάφειά τους. Όμως, υπάρχει μια επιδημία. Και πρέπει να αποφύγω το συγχρωτισμό, να φοράω μάσκα, να κάνω εμβόλιο. Η στέρηση της επαφής με άλλους είναι άμεσα αντιληπτή και δυσάρεστη, ενώ στο μέλλον το πιθανότερο είναι να μην αρρωστήσω. Ο ώριμος προτιμά την προφύλαξη με την αβέβαιη ωφέλεια και τη σπάνια ανεπιθύμητη ενέργεια, ο ανώριμος προτιμά την άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών του. Ο ώριμος προτιμά την αμυντική θωράκιση της πατρίδας του, ο ανώριμος προτιμά το κόστος της να μετατραπεί σε ατομικές καταναλωτικές απολαύσεις. Ο ώριμος πολιτικός σχεδιάζει με την προοπτική τουλάχιστον μιας γενιάς, νοιαζόμενος για την παιδεία, που οι δυνητικοί καρποί της φαίνονται μετά από 2 δεκαετίες τουλάχιστον, ο ανώριμος πολιτικός σχεδιάζει με την προοπτική το πολύ μιας 4ετίας, ως τις επόμενες εκλογές. Τότε θα εκλεγεί αν ικανοποίησε επιθυμίες του κόμματος και των ψηφοφόρων του, αλλά όχι αν πήρε μέτρα για την παιδεία, που το κόστος τους θα είναι άμεσο, ενώ η ωφέλεια που θα προκύψει είναι μελλοντική και αβέβαιη. Και ένα πολιτικό σύστημα που ευνοεί μια τέτοια κατάσταση μεριμνά για να παραμένουν οι πολιτικοί, ταγοί της κοινωνίας ανώριμοι, διότι έτσι εξασφαλίζει την αυτοσυντήρηση και αυτοϊκανοποίησή του, όχι όμως τη δημιουργική πορεία της πατρίδας του. Μια μοναρχία κυβερνά με τρόπο που να μην επιτρέψει την ωρίμανση των πολιτών της, διότι τότε θα απαιτήσουν να μετέχουν στην εξουσία. Ο μονάρχης πάλι δικαιολογείται ότι δεν παραδίδει την εξουσία στο λαό διότι είναι ανώριμος (αυτός έχει φροντίσει γι΄ αυτό). Πρόκειται για λάθος συλλογισμού καλοπροαίρετων διανοητών, όπως ήταν ο Κοραής, που θεωρούσε πως οι Έλληνες έπρεπε πρώτα να ωριμάσουν αποκτώντας παιδεία, κι έπειτα να επιδιώξουν τη χειραφέτησή τους από τους Οθωμανούς. Μια ολιγαρχία επίσης κατευθύνει την παιδεία προς την ανάπτυξη ικανοτήτων για άμεση χρηστική ικανοποίηση επιθυμιών μάλλον π.χ. προάγοντας την αποστήθιση, παρά την άσκηση της λογικής μαζί με φαντασία για λύση προβλημάτων που η προοπτική τους είναι μελλοντική. Μόνο η δημοκρατία μεριμνά για την ωρίμανση των πολιτών της. Κι αυτή είναι επίμοχθη υπόθεση, με σοβαρούς κινδύνους. Οι υπεύθυνοι πρέπει να εκθέσουν σε μόχθο και σε κάποιο κίνδυνο τους παιδευόμενους για να ωριμάσουν. Για να μεταβούν από το ακίνδυνο παιχνίδι στην έκθεσή τους σε πραγματικό κίνδυνο με την εποπτεία των εμπείρων. Η ωρίμανση έχει ρίσκο. Οι φόβοι του Κοραή ήταν βάσιμοι. Αποδείχθηκαν, καθώς, ανώριμοι οι αγωνιστές επιδόθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο και αμέσως μετά με τη δολοφονία του ώριμου κυβερνήτη τους, του Καποδίστρια. Όμως και χωρίς το ρίσκο, τώρα θα ήμασταν ακόμη δούλοι των Οθωμανών (και δεν θα φοβόμαστε τώρα, δούλοι, τις απειλές τους!).

Στον αντίποδα των παραπάνω είναι η υπερωριμότητα. Ο ηλικιωμένος, άνθρωπος, όπως και λαός σκέφτονται κυρίως το άγνωστο και επίφοβο μέλλον και αυτό τους καθηλώνει αδρανείς μπροστά στο τρέχον παρόν. Αλλά και οι δυνάμεις τους και οι επιθυμίες τους έχουν κατευνασθεί. Παραδίδονται στην αδράνεια, στην ακινησία, καλύτερα να μη σκέφτονται τι θα συμβεί. Έτσι κι αλλιώς το μοιραίο θα έλθει, δεν αργεί, γιατί να στενοχωριόνται; Μένοντας αδρανείς εξασθενούν ακόμη περισσότερο. Εξασθενούν και το σώμα και το πνεύμα τους. Παύουν να αποκτούν καινούργιες γνώσεις, και διότι έχει μειωθεί βιολογικά αυτή τους η ικανότητα, αλλά και διότι είναι κουραστική, δεν την αντέχουν, απαιτεί πνευματική άσκηση. Και βέβαια τη βούληση να μην παραιτηθούν.

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 25 Μαΐου 2021

Μπορεί να έχουν πολλά κοινά και διαφορές οι δυο μεγάλοι πρόγονοί μας. Εδώ τους αναφέρω για τη χρήση μιας λέξης σε δυο διαφορετικές προτάσεις: «Φιλοκαλοῦμεν μετ΄ εὐτελείας και φιλοσοφοῦμεν ἂνευ μαλακίας» (Θουκυδίδης) και «Τὸ  δανείζεσθαι  τῆς  ἀφροσύνης  ἐστὶ  καὶ  τῆς  μαλακίας» (Πλούταρχος). Η κοινή λέξη στις δύο προτάσεις δεν ξέρω αν απαντάται σε άλλα αρχαία κείμενα, οπωσδήποτε σπανίζει στα σύγχρονα γραπτά, αλλά (μαζί με τα παράγωγά της) είναι η πιο συνηθισμένη που ανταλλάσσουν στον προφορικό τους λόγο οι έφηβοί μας. Ορισμός σε τρία λεξικά:1. Αυνανισμός/ Χαύνωση από αυνανισμό/ βλακώδης λόγος, ενέργεια ή παράλειψη. 2. Aπαλότης/ μαλθακότης/ αδυναμία/ ατονία/ ασθενικότης/ γαλήνη/ νηνεμία. 3. Βικιλεξικό: Ίδιο με το 1. Δηλαδή η λέξη μεταφέρει μια κυριολεκτική και μια μεταφορική έννοια. Για την κυριολεξία δεν ξέρω αν οι πρόγονοί μας διέθεταν άλλη λέξη. Η σύγχρονη δεν είναι βέβαια Ελληνική, αλλά ανάγεται στο βιβλικό ήρωα Αυνάν. Η μεταφορική έννοια όμως μοιάζει να είναι ίδια στη σύγχρονη και στην αρχαία γλώσσα. Αυτό υπονοεί και ο λόγος τουλάχιστον του Πλουτάρχου. Και αναρωτιέμαι, γιατί αποφεύγομε να γράφουμε μια λέξη που τόσο συχνά λέγεται στον προφορικό λόγο, τουλάχιστον από μια μερίδα ανθρώπων, των νέων. Προφανώς διότι περιβάλλεται από μια άλω χυδαιότητας τόσο έντονη, που ακόμα κι εγώ που γράφω τώρα γι΄ αυτήν αποφεύγω να τη χρησιμοποιήσω. Μα δεν υπάρχουν χυδαίες λέξεις, χυδαίες σκέψεις υπάρχουν. Τι όμως πραγματικά εννοούμε με τη συνήθως χρησιμοποιούμενη μεταφορική έννοια;

Η πράξη που εννοείται με τη λέξη σημαίνει την αυτοϊκανοποίηση χωρίς κοινωνική συνέπεια. Κανονικά η γενετήσια ηδονή αποτελεί την προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας νέας ζωής. Με την αυτοϊκανοποίηση δεν υπάρχει τέτοιο ενδεχόμενο. Η υποχώρηση της συνήθειας σηματοδοτεί τη βιολογική ωρίμανση του ατόμου. Κύριο χαρακτηριστικό της ωρίμανσης είναι ότι ήλθε η ώρα για τη διαιώνιση του είδους. Ο καρπός είναι ώριμος όταν έχει συμπληρώσει τη διαδικασία για να παραγάγει το σπόρο που πέφτοντας στη γη θα εξελιχθεί σε νέο φυτό. Και ο άνθρωπος έχει ωριμάσει βιολογικά όταν είναι πια ικανός να δημιουργήσει οικογένεια. Αυτή είναι δυνατή μόνο με αμοιβαία συμπληρωματική ετεροϊκανοποίηση. Αντίστοιχα, κοινωνικά και πνευματικά, το άτομο έχει ωριμάσει όταν ικανοποιείται δημιουργικά. Που σημαίνει, μπορεί να παράγει κοινωνικά ωφέλιμο έργο, είτε αυτό είναι υλικό αγαθό είτε είναι μια κοινωνικά σημαντική υπηρεσία είτε ένα αισθητικά ωραίο έργο κλπ. Καθένας, στο στάδιο που ακόμη είναι ανώριμος, παίζει. Το παιχνίδι είναι ο κύριος φυσιολογικός τρόπος για να μαθαίνει ένα νέο ον· έτσι ωριμάζει.

Χαρακτηριστικό στοιχείο τόσο των αρχαίων, όσο και των Βυζαντινών προγόνων μας ήταν ότι η ικανοποίησή τους, το “παιχνίδι” τους, οι εικαστικές και μουσικές εκδηλώσεις της τέχνης τους είχαν έντονο κοινωνικό χαρακτήρα. Οι γιορτές, ευκαιρίες για απόλαυση, συνδέονταν με κοινωνική ιερότητα. Η εποχή που κατεξοχήν ξεφαντώνομε, είναι οι αποκριές, μια κινητή εορτή, και ακολουθούν την ιερότητα του Πάσχα. Στην αρχαιότητα υπήρχαν οι αντίστοιχες γιορτές του Διονύσου, στη Ρωμαϊκή εποχή ήταν τα Σατουρνάλια (Saturnus ήταν ο Ελληνικός Κρόνος) και από τη Χριστιανική εποχή ο εορτασμός συνδεόταν με Ευαγγέλια όπως του Ασώτου και του Τελώνου και Φαρισαίου, αλλά και, μαζί με τον εορτασμό των ζωντανών, με τη θύμηση των νεκρών με τα Ψυχοσάββατα. Η Ελληνική κοινωνία δεν ήταν ποτέ μόνον οι ζωντανοί, αλλά και οι πεθαμένοι. Οι Σαλαμινομάχοι μάχονταν υπερασπίζοντας και θήκας προγόνων και αυτό δεν άλλαξε με την αλλαγή θρησκείας. Δεν είναι παντού ούτε ήταν πάντα έτσι. Ήδη στη Ρωμαϊκή εποχή, όταν, αντί δημοκρατίας υπήρχε η res publica ή η αυτοκρατορία, και για το λαό αποφάσιζαν ο ένας ή οι αιρετοί, αλλά προεκλεγμένοι, αντιπρόσωποί του, αντί η εκκλησία του δήμου ή οι κληρωμένοι άρχοντές του, οι εορτασμοί γίνονταν με επιδείξεις ισχύος. Από τις πιο διαδεδομένες ήταν οι θηριομαχίες και οι μονομαχίες που κατέληγαν υποχρεωτικά με τη δημόσια θανάτωση του ηττημένου. Πολύ απείχε αυτό το θέαμα από το Ελληνικό θέατρο, όπου η συμβολική σύγκρουση ανάμεσα στον ήρωα, για τον οποίον αισθανόταν το κοινό συμπάθεια, έλεο, και τις υπερανθρώπινες, θεϊκές ή κοινωνικές δυνάμεις, τις οποίες ο λαός σεβόταν, φοβόταν, λυνόταν με το συμβολικό τρόπο της κάθαρσης και όλα αυτά με μουσική και ηδυσμένο λόγο. Αυτό ήταν παραδοσιακά το παιχνίδι του ώριμου πολίτη, ιερό. Ο ερασιτέχνης ικανοποιείται με την πράξη που κάνει, ενώ ο επαγγελματίας με την αμοιβή που θα πάρει, από την πράξη του προς την κοινωνία. Αυτό δεν σημαίνει πως το έργο του ερασιτέχνη δεν έχει κοινωνικό αποδέκτη, αλλά η σχέση του μ΄ αυτόν δεν είναι εξάρτηση. Εξακολουθεί να κάνει ό,τι του αρέσει είτε πληρωθεί από τον πελάτη (ή το αφεντικό του), είτε όχι. Το έργο που κάνει το έχει επιλέξει και το εκτελεί αβίαστα, αυτό είναι που τον ικανοποιεί. Ερασιτέχνες ήταν όλοι οι μεγάλοι που ίδρυσαν επιστήμες, από τον Θαλή το Μιλήσιο ως τον L. Pasteur και τον E. Schliemann. Όπως παρατηρεί στο ενδιαφέρον βιβλίο του ο Γ. Α. Μούρτος “Η Γεωπολιτική της Ελληνικής Γλώσσας”, αυτή η αντίληψη είναι που διέπει τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με την Ελληνική παράδοση και την Ορθοδοξία και απευθύνεται κυρίως στην ικανοποίηση του νοητού Εγώ. Αντίθετα, στη Νοτιοδυτική Ευρώπη, όπου επικρατεί ακόμη η Ρωμαϊκή, Καθολική, παράδοση, οι εορτασμοί τονίζουν το δίκαιο του ισχυροτέρου, όπως στις παλιές μονομαχίες και τις σύγχρονες ταυρομαχίες. Αντιστοιχούν έτσι οι εορτασμοί στην ικανοποίηση του κοινωνικού κυρίως Εγώ. Στη βόρεια, Προτεσταντική, Γερμανική, Ευρώπη, επικρατεί ο ατομισμός, όπου αγαθό είναι ό,τι ωφελεί το άτομο αδιαφορώντας για τους άλλους, και αντιστοιχεί στην ικανοποίηση του μοναδικού αισθητού Εγώ.

Η τελευταία αντίληψη έχει επικρατήσει, και διέπει την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς έχει αποδώσει τεχνολογικά και οικονομικά. Σ΄ αυτή την τελευταία αντίληψη προσπαθεί να ενταχθεί ο νεότερος Έλληνας, από τότε που, αποτινάσσοντας τον Οθωμανικό ζυγό, υποτάχθηκε στους προστάτες του. Και παραπαίει. Η παράδοσή του τον κρατά στην ιερότητα του παρελθόντος, στη γλώσσα, στη θρησκεία, στις λαϊκές παραδόσεις με τις αθροίσεις σε μικρές ομάδες, σαν την ενορία, στον εορτασμό των πεθαμένων αγίων, όπως στην αρχαιότητα των πολιούχων θεών, μάλλον παρά στην ημερομηνία της γέννησής του κλπ. Και το γεγονός ότι παραπαίει σημαίνει έλλειψη ωριμότητας. Δεν γεννάμε μια δική μας βούληση, τι θέλομε να κάνουμε, αλλά περιμένομε τι θα πουν οι προστάτες μας από τους οποίους εξαρτιόμαστε. Άραγε θα ωριμάσουμε κάποτε, να φιλοκαλούμε χωρίς πολυτέλεια, να φιλοσοφούμε χωρίς μαλακία, και, με φρόνηση, να μη δανειζόμαστε αποφεύγοντας τη μαλακία;  

ΓΕΝΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθ. καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 22 Μαΐου, 2021

«Για τα παιδιά μας πασχίζομε και νοιαζόμαστε». Ακούω συχνά πολλούς να το επαναλαμβάνουν. Πόση επίγνωση έχουν για ό,τι λένε;

Συχνά προσπαθούμε να εξασφαλίσουμε μια περιουσία ν΄ αφήσουμε στα παιδιά μας, μια οικονομική «αποθήκη», ένα κεφάλαιο, που να μπορεί μάλιστα, να αναπαράγεται. Ένα χωραφάκι, ένα μαγαζάκι, ένα διαμερισματάκι, μια πελατεία, ό,τι μπορούμε τέλος πάντων.  Είναι όμως αυτός ο τρόπος ο καταλληλότερος για εξασφάλιση της ερχόμενης γενιάς;

Ο φόβος του υπερπληθυσμού, ότι η γη δεν θα μπορέσει να τρέφει τον αυξανόμενο πληθυσμό έχει διατυπωθεί από τη Ρωμαϊκή εποχή. Σήμερα ο πληθυσμός είναι πολλαπλάσιος, αλλά οι θάνατοι από λιμό ποτέ άλλοτε δεν ήταν λιγότεροι. Η πρόοδος της επιστήμης και τεχνολογίας πέτυχε το θαύμα. Αν εργασθούμε προς αυτή την κατεύθυνση, δουλεύομε για τα παιδιά μας. Είναι όμως έτσι;

Για να χτίσω το διαμερισματάκι ή να στήσω την επιχειρησούλα που θα αφήσω στα παιδιά μου, αναγκάζομαι να δανεισθώ. Ποιος θα αποπληρώσει αυτό το δάνειο που είναι μακροπρόθεσμο μερικών δεκαετιών. Μήπως φορτώνω τα παιδιά μου με υποχρεώσεις που ούτε τις ζήτησαν ούτε τις αντέχουν;

Η τεχνολογική πρόοδος έχοντας εξασφαλίσει πρωτοφανή μακροζωία, κυρίως καταπολεμώντας την πείνα και την αρρώστια, συνδέεται με συνεχή παραγωγή απορριμμάτων που δηλητηριάζουν την επιφάνεια της γης. Σήμερα ο υπερπληθυσμός είναι πρόβλημα, όχι τόσο διότι δεν μπορεί να τον θρέψει η γη, όσο διότι τα παραγόμενα απόβλητα από την ανάπτυξη δεν προλαβαίνουν να ανακυκλωθούν. Σε κάθε κρυολογηματάκι του παιδιού μου απαιτώ από το γιατρό να του δώσει ένα αντιβιοτικούλι (αλλιώς, υπάρχουν κι άλλοι γιατροί). Και ήδη τα περισσότερα αντιβιοτικά έχουν προκαλέσει την ανάδυση ανθεκτικών μικροβίων. Κι όταν πραγματικά θα έχει ανάγκη από αντιβιοτικό το παιδί μου, αυτό θα είναι άχρηστο. Το πρόβλημα αντιμετωπιζόταν μέχρι πρότινος με ανακάλυψη όλο και νεότερων βιοθεραπευτικών. Πάνε όμως πάνω από 3 δεκαετίες που δεν έχει εμφανισθεί νέο αντιβιοτικό. Απαιτείται πολυδάπανη έρευνα για ένα φάρμακο που θα πάρει ο άρρωστος λίγες μέρες. Δεν είναι πιο επικερδές να παρασκευάζουν οι φαρμακοβιομηχανίες φάρμακα που θα τα παίρνουν οι πολύ περισσότεροι υγιείς ισόβια, (αντιυπερτασικά, αντιχοληστερινικά, εμβόλια κλπ);

Να στήσω ένα σπιτάκι (όχι για μένα, για τα παιδιά μου). Βρίσκω ένα οικοπεδάκι φτηνό, εκτός σχεδίου, στη ρεματιά, το οικοδομώ αυθαίρετα (πληρώνοντας μίζες) κι ύστερα ποιος τολμά να μου το γκρεμίσει, εμένα του φτωχού μεροκαματιάρη (ή εμένα του μεγιστάνα που έφτιαξα την κιτς βιλάρα με την πισίνα); Θα έλθει η ώρα να νομιμοποιηθεί. Αν δεν μου το κάνει ο βουλευτής, δεν τον ξαναψηφίζω ούτε κι όσοι τους επηρεάζω. Δεν έγινε βουλευτής με κλήρο, όπως στη δημοκρατία, αλλά με την ψήφο μου. Τσάμπα θα του τη δώσω; Και βέβαια όταν βρέξει λίγο περισσότερο, θα πλημμυρίσουμε (πού είναι επιτέλους το κράτος;). Με την πίεσή μας, θα κλείσουν τα ρέματα, δημιουργώντας μεγαλύτερες καταστροφές όπου αλλού στραφούν τα νερά. Στα τέως ανατολικά καθεστώτα, οι άνθρωποι έμεναν σε σπίτια πιο κακοφτιαγμένα και από τα αυθαίρετα δικά μας. Πλήρωναν ασήμαντο ενοίκιο, ενώ δεν είχαν δώσει ούτε καπίκι για να χτιστούν. Άστεγοι δεν υπήρχαν. Εγώ το έφτιαξα το διαμέρισμά μου μόνος μου. Καμαρώνω! Ή μπορεί και να πήρα κάποιο μακροπρόθεσμο δάνειο (που θα το ξεπληρώσουν τα παιδιά μου). Όμως, το σπίτι είναι δικό μου. Κανένας δεν μπορεί να με βγάλει από μέσα. Τότε όμως γιατί πληρώνω ΕΝΦΙΑ; Κι αν δεν έχω να αποπληρώσω τη δόση του δανείου ή τον ΕΝΦΙΑ; Πόσο δικό μου είναι;

Ο λιμός είναι σήμερα απίθανος. Οι μεγάλες ηλικίες θυμούνται τους τουμπανιασμένους από την πείνα στην κατοχή. Κι ούτε μας λείπουν τα καταναλωτικά αγαθά, όμορφα ρούχα, απορρυπαντικά, ηλεκτρονικές συσκευές και τόσα άλλα. Βγαίνω από τη σουπερμάρκετ φορτωμένος με πλαστικές σακούλες ξέχειλες. Κι ύστερα, τις χρησιμοποιώ για να πετάξω τα άφθονα σκουπίδια μου (που δεν είναι εντελώς άχρηστα, αφού βλέπω κόσμο, καλοντυμένο μερικές φορές, να ψάχνει στους κάδους). Κι οι πλαστικές σακούλες τι γίνονται; Σε σκουπιδότοπους προσφέρονται για αυτοανάφλεξη και πυρπόληση του γειτονικού δάσους, που τις περισσότερες φορές δεν το έκαψαν ασυνείδητοι εμπρηστές (που άντε να τους βρεις), αλλά η αμεριμνησία μας. Ή οδηγούνται στη θάλασσα (που δεν είναι πια απέραντη) ρυπαίνοντάς την για πολλούς αιώνες.

Μετά την αστική Γαλλική επανάσταση, άρχισαν να διαφοροποιούνται τα εμβλήματά της. Η Ελευθερία έγινε ελευθερία της αγοράς που δημιουργεί ανισότητες και απ΄ αυτές ανελευθερία των μη εχόντων. Επιτεύχθηκε συγκρουσιακά με κάθε είδους βία, επαναστατική, δικτατορική, με πόλεμο. Τη στήριξε η «φιλελεύθερη» παράταξη και, τελευταία, η «νεοφιλελεύθερη», παγκοσμιοποιημένη παράταξη που αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική από κάθε άλλη για την ανάπτυξη. Και πιο αποτελεσματική από κάθε άλλη για ρύπανση. Η Ισότητα, εξίσου συγκρουσιακή, αναπτύχθηκε στον πάλαι ποτέ υπαρκτό σοσιαλισμό. Οδήγησε στο να είναι «όλοι ίσοι, αλλά κάποιοι πιο ίσοι από τους άλλους». Και βέβαια κατάργησε όχι μόνο την ελευθερία της αγοράς, αλλά και την ατομική. Τελικά κατέρρευσε. Από το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης, παρέμεινε η Αδελφοσύνη, ασαφής, καταγόμενη πιθανώς από το ότι είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου Πατέρα. Ξεχάστηκε για πολύ, ίσως λόγω της ασάφειάς της. Τα τελευταία χρόνια μεταφράσθηκε σε αλληλεγγύη. Κι αυτή ερμηνεύθηκε από τη Γερμανική αυθεντία ως «δίνεις και παίρνεις». (Μα αν μπορούσα να δίνω, τι τη θέλω την αλληλεγγύη;).

Από τη Γαλλική Επανάσταση αναπτύχθηκαν ως πρόσφατα δύο βασικές παρατάξεις, και οι δύο συγκρουσιακές. Οι «δεξιές, φιλελεύθερες» και οι «αριστερές, εξισωτικές». Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες άρχισε να εμφανίζεται δειλά μια τρίτη, μη συγκρουσιακή, παράταξη, των οικολόγων. Οι σύγχρονοι οικολόγοι δεν την έχουν μελετήσει επαρκώς και παραπαίει σε ακρότητες. Θα όφειλε να προσδιορισθεί καλύτερα ως μέριμνα για την επόμενη γενιά. Αντ΄ αυτού, συνηθέστερα εμφανίζεται με την αρνητική μορφή της. Όχι στην αυθαίρετη δόμηση, στις πλαστικές σακούλες, στην ανάπτυξη. Έχει όμως ληφθεί προηγουμένως μέριμνα για στέγαση του λαού, για δίχτυα για .ψώνια, όπως όταν εγώ ήμουν παιδί, και για σωστή αποκομιδή των σκουπιδιών; Η ταλάντωση από την ανάπτυξη με λιτότητα (νηστεία) στην κατανάλωση (θυσία, πασχαλιά) με ανακύκλωση των ρύπων επιτρέπει ανάπτυξη χωρίς ρύπανση. Και βέβαια αλληλεγγύη σημαίνει, όπως στους τρεις Σωματοφύλακες «όλοι για έναν και ένας για όλους». Ο δανεισμός, εξωτερικός και εσωτερικός, όπως και η έκδοση νομίσματος, οδηγούν σε πληθωρισμό που είναι ευλογία, αν προϋπάρχει λεπτομερές σχέδιο οικολογικών επενδύσεων που θα τον απορροφήσουν και το προϊόν τους θα αποπληρώσει το (δημιουργικό) πληθωρισμό. Χωρίς σχέδιο ανάπτυξης, είναι μια από τις μεγαλύτερες οικονομικές κατάρες, έστω κι αν τα χρέη μας κουρευτούν.

ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 20 Μαΐου 2021

Ο κόσμος αποτελείται από ύλη και ενέργεια. Όταν ένα ζώο άρχισε να έχει έναρθρο λόγο, έδωσε ονόματα σε ό,τι υπάρχει στη φύση. Τα ονόματα που έδωσε στα υλικά σώματα τα είπε ουσιαστικά. Αυτά που έδωσε στις διάφορες μορφές ενέργειας τα είπε ρήματα. Αυτό το μοναδικό ζώο άρχισε να νοεί. Είχε σκέψεις, συναισθήματα, βουλήσεις μοναδικά για τον καθένα, απροσπέλαστα για κάθε άλλον. Χάρη στην ικανότητά του να μιλάει όμως, μπορούσε να μετατρέπει το νοητό κόσμο του σε αισθητό, ακουστή γλώσσα και, αργότερα, ορατή γραφή. Οι νοερές κατασκευές του αποτελούνταν από έννοιες κατάλληλα δομημένες σε νοήματα. Οι έννοιες συμβολίσθηκαν στη γλώσσα ως λέξεις, τα νοήματα ως προτάσεις. Η επικοινωνία γινόταν με τα νοήματα. Η χρήση μεμονωμένων λέξεων είναι ασυνήθιστη, προοριζόμενη για πολύ ειδικές περιπτώσεις, όπως στα λεξικά. Η ανταλλαγή νοημάτων διαμέσου της γλώσσας μεταξύ διαφορετικών προσώπων επέτρεψε να δημιουργηθεί στον καθένα ένα λογικό σύστημα που ήταν σχεδόν ίδιο για όλους, η λογική.

Η επιστήμη που ασχολείται με τις λέξεις λέγεται γραμματική, με τις προτάσεις, συντακτικό. Οι δυο επιστήμες δεν είναι ταυτόσημες, ούτε αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές. Συμβαίνει στις επιστήμες. Για την ανατομική, χέρι είναι το τελικό όργανο του άνω άκρου. Για τη φυσιολογία χέρι είναι το κύριο συλληπτήριο όργανο. Για διδακτικούς λόγους, επειδή το γνωστικό πεδίο είναι τεράστιο, διδάσκονται οι δυο επιστήμες, ανατομική και φυσιολογία, χωριστά. Αλλά μόνο όταν συλλάβουμε και τη μορφή και τη λειτουργία ενός οργάνου και πώς επηρεάζουν η μία την άλλη, έχομε ικανοποιητική αντίληψη για τη φύση του. Όμοια, όταν σε ένα μεταβατικό ρήμα το συντακτικό μετατρέπει το αντικείμενο σε υποκείμενο, για να εκφράσει λίγο διαφορετικό νόημα, τότε και η γραμματική προσαρμόζεται και την ενεργητική φωνή την κάνει παθητική. Έτσι, όταν στην πρόταση “εγώ (υποκείμενο) δένω (ρήμα) μια κλωστή (αντικείμενο)” το αντικείμενο γίνει υποκείμενο (συντακτικό), αλλάζει και η φωνή του ρήματος (γραμματική): “Η κλωστή (υποκείμενο) δένεται (ρήμα). Η παθητική φωνή είναι συνήθως πιο δύσχρηστη στην καθημερινή ομιλία μας, αλλά πολλές φορές μας βολεύει, όταν θέλουμε να αποσιωπήσουμε τον αίτιο της πράξης. Για παράδειγμα, “με την πολλή κουβέντα κάηκε το φαγητό”. Όχι δεν το έκαψα εγώ, μόνο του κάηκε! Συνηθίζεται η παθητική φωνή στα επιστημονικά κείμενα όπου τονίζεται ότι τα αποτελέσματα π.χ. ενός πειράματος είναι ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο πειραματιστής. Έτσι, “χρησιμοποιήθηκαν 20 πειραματόζωα”, αντί “χρησιμοποίησα 20 πειραματόζωα”. Όπως η ενέργεια είναι δύο ειδών, κίνηση και έργο, δηλαδή δυνατότητα για να μετατραπεί σε κίνηση, έτσι και ένα ρήμα μπορεί να εννοεί ως αντικείμενο το υποκείμενό του. Αυτή είναι η διάθεση του ρήματος. Π.χ. “κάθε πρωί σηκώνομαι…” σημαίνει “σηκώνω τον εαυτό μου” ή μπορεί να μην εκδηλώνει καμιά κίνηση, συμβολίζοντας ένα αποθηκευμένο έργο, όπως στην ουδέτερη διάθεση (π.χ. “κάθομαι”).   

Η Ελληνική γλώσσα, διαθέτοντας πτώσεις με διαφορετικές καταλήξεις, επιτρέπει συντακτική ευελιξία, ενώ άλλες, π.χ. η Αγγλική, είναι υποχρεωμένες να ακολουθούν τη λεγόμενη “φυσική σειρά” τους για να γίνουν κατανοητές. Η “φυσική σειρά” σημαίνει στη σειρά υποκείμενο, (μεταβατικό) ρήμα, αντικείμενο. Ο Έλληνας όμως μπορεί να αλλάζει τη σειρά δίνοντας ένα ελαφρώς διαφορετικό “άρωμα” στην πρόταση, συνήθως συναισθηματικό, πέρα από τη λογική σημασία της πρότασης. Έτσι, οι τρεις προτάσεις: “Ο Γιώργος έδωσε έναν υάκινθο στην Άννα”, “στην Άννα έδωσε έναν υάκινθο ο Γιώργος” και “έναν υάκινθο έδωσε ο Γιώργος στην Άννα” εκφράζουν το ίδιο νόημα. Στην πρώτη περίπτωση όμως, τονίζεται ότι ήταν ο Γιώργος, και όχι άλλος, ο δωρητής, στη δεύτερη ότι ήταν η Άννα και όχι άλλη που πήρε το δώρο και στην τρίτη ότι το δώρο ήταν ένας υάκινθος και όχι άλλο. Οι πιο πολλοί θα έλεγαν πως η Ιλιάδα περιγράφει τον Τρωικό πόλεμο. Όμως, όχι. Η Ιλιάδα τραγουδά τη μάνητα του Αχιλλέα: ” Μῆνιν ἄειδε, θεά…” και παρεμπιπτόντως γράφει και για τον πόλεμο. Και η Οδύσσεια μιλάει για έναν μοναδικό άνδρα: ” νδρα μοι ἔννεπε μοῦσα…”

Η σωστή χρήση του συντακτικού ώστε να εκφράζει όσο γίνεται πιο πιστά τα νοήματα του ομιλητή ή συγγραφέα, για να μεταφέρονται στον ακροατή ή αναγνώστη και η σωστή χρήση της γραμματικής, ώστε να συνάδει με το συντακτικό, υπάρχει στους έμπειρους λογοτέχνες, του πεζού και του ποιητικού λόγου. Αυτοί, αν χρειασθεί, εκτρέπονται από τους ισχύοντες κανόνες, όταν αυτοί δεν αποδίδουν ικανοποιητικά τα νοήματα που θέλουν. Η εκτροπή από τους ισχύοντες κανόνες έγινε κατά κόρον στον 20ό αιώνα όταν π.χ. ο И. Стравинский ξέφυγε από τους “νόμους” της αρμονίας και της μελωδίας με την Ιεροτελεστεία της Άνοιξης, ο A. Breton από τους νόμους της λογικής με το σουρεαλισμό, ο P. Picasso από τους νόμους της κατεστημένης ζωγραφικής με τις Δεσποινίδες της Αβινιόν κλπ. Τέτοια εκτροπή οδηγεί σε ένα χάος, που όμως συναρπάζει ιδίως τους νέους ανθρώπους. Οι επιστήμονες προσπαθούν να βάλουν τάξη στο χάος, μελετούν ποια είναι τα στοιχεία της νέας μορφής που έχουν την ευρύτερη απήχηση τον κόσμο και με βάση αυτά διατυπώνουν νέους νόμους.

Μια πολιτεία έχει ανθρώπους που ζουν και λειτουργούν με κανόνες. Οι κανόνες εκφράζουν ομαδική βούληση. Η βούληση αυτή διατυπώνεται από τους άρχοντες, κυβερνήτες, νομοθέτες, δικαστές, και αποτελεί το δίκαιο με τους νόμους του. Παράλληλα όμως η ομαδική βούληση αποτελεί την ηθική της πολιτείας. Η ηθική διαφέρει από το δίκαιο κατά το ότι εκείνη είναι ασαφής και διαρκώς μεταβαλλόμενη, ενώ αυτό είναι σαφέστερο και με σημαντική μονιμότητα. Η ομαλή λειτουργία της πολιτείας απαιτεί την όσο γίνεται πιστότερη έκφραση της ηθικής με τους κανόνες του δικαίου. Καθώς αυτό είναι σχετικά σταθερό, ενώ εκείνη ευμετάβλητη, συχνά έρχονται σε αντίθεση. Όταν η αντίθεση φθάνει στα όρια της σύγκρουσης, η πολιτεία διαλύεται. Αν επικρατήσει η “ηθική” σε βάρος του δικαίου, οδηγείται στην οχλοκρατία· όταν επικρατήσει το “δίκαιο” σε βάρος της ηθικής, οδηγείται στον ολοκληρωτισμό, με μοναρχία ή ολιγαρχία. Όταν το δίκαιο αναθεωρείται περιοδικά και προγραμματισμένα, ώστε να βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη διαρκώς εξελισσόμενη ηθική, αυτό σημαίνει δημοκρατία. Ή όλη διαδικασία απαιτεί όσο γίνεται καλύτερη επικοινωνία των πολιτών μεταξύ τους. Και αυτή η επικοινωνία, με γνήσια ανταλλαγή νοημάτων, σκέψεων, συναισθημάτων, βούλησης, επιτυγχάνεται καλύτερα με διαρκή αναθεώρηση κατά αραιά διαστήματα (π.χ. ανά 1-3 γενιές) των γλωσσικών κανόνων του συντακτικού και της γραμματικής. Η αναθεώρηση συμπεριλαμβάνει κανόνες που χρησιμεύουν για την τρέχουσα επικοινωνία, χωρίς να παραλείπει παραδοσιακούς, αν δεν είναι αποδεδειγμένα άχρηστοι πια, κατάλληλοι μόνο για μουσεία.

ΠΑΤΕΝΤΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 18 Μαΐου 2021

Τα κίνητρα για εργασία, ιδιαίτερα δημιουργική, είναι πολλά. Μπορεί να αρέσει σε κάποιον αυτό που κάνει. Ευχαριστιέται με αυτό που απασχολείται, του αφιερώνει ατέλειωτες ώρες από τη νοητή και σωματική δραστηριότητά του, διότι αυτό του προκαλεί ευχαρίστηση. Η ερασιτεχνία είναι το ισχυρότερο κίνητρο για εργασία σε προσωπικό επίπεδο, αλλά αφορά πολύ λίγους. Ριζοσπαστικές ανακαλύψεις στην ιστορία, από την αρχαιότητα ως σήμερα και η ίδρυση νέων επιστημών έγιναν από ερασιτέχνες. Άλλο κίνητρο είναι η προσφορά στους άλλους. Εργάζομαι διότι χαίρομαι να βλέπω τη χαρά ή την ανακούφιση που προσφέρω στους συνανθρώπους μου. Δεν είναι πολλοί αυτοί που εργάζονται με το αλτρουϊστικό κίνητρο. Δεν λείπουν ωστόσο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο Albert Schweitzer που αφιέρωσε τη ζωή του στους αρρώστους της Αφρικής. Τρίτο κίνητρο είναι η υποχρέωση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κάποιος αμείβεται για την εργασία που κάνει και, σε πιο ακραίες περιπτώσεις, του επιβάλλεται ποινή αν δεν κάνει ό,τι πρέπει. Είναι από τα πιο συχνά κίνητρα για εργασία των ανθρώπων. Σ΄ αυτή την κατηγορία υπάγονται οι ιδιωτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, οι στρατιώτες, γενικά όλοι με εξαρτημένη εργασία. Είναι κίνητρο για μεγάλο ποσοστό των εργαζομένων, αλλά αυτοί δεν εργάζονται: δουλεύουν. Επειδή δουλεύουν, δηλαδή υπακούοντας, δεν αγαπούν ιδιαίτερα το έργο που επιτελούν, δεν είναι δικό τους και η γενική απόδοση είναι χαμηλή. Το τελευταίο κίνητρο είναι η άμεση αμοιβή για το προϊόν της εργασίας. Είναι ένα πολύ κοινό κίνητρο η κερδοσκοπία, και το πιο αποδοτικό σε κοινωνικό επίπεδο. Οι πολιτικά υπεύθυνοι μπορούν να ενισχύσουν οποιοδήποτε από τα παραπάνω κίνητρα.

Πρόσφατα αντιμετωπίσαμε το εξής πολιτικό δίλημμα. Την πανδημία του κορωνοϊού. Για πρώτη φορά η διεθνής κοινότητα σε πολλές εστίες του πλανήτη κατάφερε να παρασκευάσει εμβόλια σε τόσο βραχύ χρονικό διάστημα. Και ξαφνικά, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ τάχθηκε υπέρ της κατάργησης της πατέντας, της αποκλειστικότητας για την παρασκευή του εμβολίου. Σωστό ή λάθος; Συμφέρει την ανθρωπότητα ή όχι;

Με την άρση της πατέντας τα εμβόλια θα γίνουν πιο φθηνά, προσιτά όχι μόνο στους πλουσίους, αλλά και στους φτωχούς, όχι μόνο στα ευημερούντα κράτη, αλλά και στα υπολειπόμενα. Μοιάζει δίκαιη η πρόταση. Η υγεία δεν μπορεί να είναι προνόμιο καμιάς οικονομικής τάξης. Από την άλλη, αν δεν υπήρχε το κίνητρο του κέρδους για τις φαρμακοβιομηχανίες, είναι απίθανο να είχαν παρασκευασθεί εμβόλια τόσο γρήγορα, τόσα πολλά και σε τόσες ποσότητες. Για σκεφθείτε το. Να καταργηθούν οι πατέντες; Οι Γερμανοί είπαν όχι, το ίδιο και οι Γάλλοι και οι Ιταλοί. Oι Ρώσοι είπαν ναι, η Ursula von der Leyen, Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το συζητά. Υπάρχει επίσης και άλλο ένα επιχείρημα που είναι δύσκολο να σταθμισθεί. Η καταπολέμηση της πανδημίας απαιτεί να έχουμε εμείς αποτελεσματικά εμβόλια όσο γίνεται νωρίτερα. Και αυτός ο στόχος ενισχύεται αν συνδεθεί με κάποιου βαθμού κερδοσκοπία. Ωστόσο, στόχος είναι η καταπολέμηση του κορωνοϊού παγκοσμίως, διότι έτσι μόνο δεν φοβόμαστε πως η πανδημία θα ξανάρθει. Κι αυτός ο σκοπός απαιτεί φθηνά εμβόλια, δηλαδή με κατάργηση της αποκλειστικότητας. Τι θα ψηφίζατε; για το συμφέρον σας;

Προφανώς το δίλημμα δεν απαντάται εύκολα. Το δίπολο υγείας – νόσου είναι το πιο ιερό μετά το δίπολο ζωής – θανάτου. Και λέγοντας πιο ιερό εννοώ ότι γίνεται αποδεκτό αυτόματα από τους περισσοτέρους άμεσα, χωρίς επιχειρήματα, με πίστη μάλλον παρά γνώση. Σε ένα διεθνές συνέδριο πριν από χρόνια, θυμάμαι, για τους παράγοντες κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα, υπήρχαν σχεδόν 1000 επιστημονικές ανακοινώσεις. Κυριότεροι παράγοντες κινδύνου είναι η χοληστερόλη, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης και το κάπνισμα. Σχεδόν το σύνολο των ανακοινώσεων αφορούσε τους τρεις παράγοντες. Για το κάπνισμα υπήρχαν μόνο μονοψήφιος αριθμός ανακοινώσεων, όλες από δημόσια πανεπιστήμια. Κι όμως το κάπνισμα είναι ο πιο σημαντικός από τους παράγοντες κινδύνου, διότι είναι τουλάχιστον εξίσου επικίνδυνο όσο και η χοληστερόλη, η υπέρταση και ο διαβήτης, αλλά, επιπλέον, είναι ο μόνος ιάσιμος, ο μόνος από τον οποίον μπορεί κάποιος να απαλλαγεί πλήρως· οι άλλοι απλώς μειώνονται με φάρμακα και άλλα μέσα. Ο λόγος είναι προφανής. Κανένα οικονομικό συμφέρον δεν ενδιαφέρεται για τη διακοπή του καπνίσματος. Αντίθετα υπάρχουν πολλά συμφέροντα για τη συνέχιση της ολέθριας έξης. Θα μπορούσε κάποιος να ισχυρισθεί ότι είναι μια συνήθεια, για την οποίαν υπεύθυνο είναι το κάθε άτομο, επομένως δεν χρειάζεται να λαμβάνονται κοινωνικά μέτρα. Κι όμως, οι προσωπικές συνήθειες μπορούν να επηρεάζονται με τα κατάλληλα μέτρα, που δεν είναι ανάγκη καν να είναι αστυνομικά του τύπου “απαγορεύεται το κάπνισμα”. Μάλιστα, τέτοιου είδους μέτρα συνεπάγονται κινδύνους μερικές φορές μεγαλύτερους από εκείνον που προσπαθούν να αποτρέψουν. Η διαπίστωση ότι η μέθη συνδέεται με αυξημένη εγκληματικότητα οδήγησε στην ποτοαπαγόρευση κάποτε στις ΗΠΑ. Και τα εγκλήματα πολλαπλασιάσθηκαν, καθώς η απαγόρευση οδήγησε σε παράνομες δραστηριότητες για την υπόγεια διακίνηση των οινοπνευματωδών που συνδέονταν με σκληρό γκαγκστερισμό. Εξάλλου, κάποτε, με υπουργό υγείας το Σπύρο Δοξιάδη, έγινε σοβαρή προσπάθεια για μείωση του καπνίσματος με κατάλληλη ενημέρωση από τα ΜΜΕ, απαγόρευση της διαφήμισης και της εμφάνισης δημοσιογράφων και ομιλητών ενώ κάπνιζαν και υπήρξε σημαντική μείωση του καπνίσματος στον τόπο μας. Στο κάτω κάτω, κανένας δεν αρχίζει να καπνίζει αν δεν δει προηγουμένως κάποιον άλλον να το κάνει.

Πιστεύω ότι η υγεία είναι, μαζί με την παιδεία, ένα από τα πιο ιερά θέματα στη ζωή μας. Τα οφέλη και από τις δύο είναι πάντοτε απώτερα, έμμεσα. Αν, ως εργοδότης, νοιάζομαι και ξοδεύω για την υγεία των εργαζομένων μου, τους διατηρώ να δουλεύουν υγιείς για μένα περισσότερο και, επομένως, τελικά έχω κέρδος. Έστω και αν αυτό δεν φαίνεται σε πρώτη ματιά, καθώς κανένας δεν ξέρει αν θα είχε αρρωστήσει, αν εγώ δεν είχα ξοδέψει για την υγεία του. Η αβεβαιότητα για το μέλλον είναι ο περισσότερο ανασταλτικός παράγοντας για τις αποφάσεις μας για κάθε πρόληψη, είτε για πρόληψη επιδημιών πρόκειται, είτε ενός πολέμου είτε μιας οικονομικής κρίσης κλπ. Επομένως, η κερδοσκοπία δεν μπορεί να παίζει πρωτεύοντα ρόλο σε θέματα όπως η υγεία. Από την άλλη, η ανάγκη για επείγουσα αντιμετώπιση καταστάσεων, απαιτεί ταχεία δράση, που εξυπηρετείται καλύτερα με βάση τις καπιταλιστικές αρχές. Και εδώ βρίσκεται η μεγάλη ευθύνη της πολιτικής που πρέπει να βαδίζει σώφρονα ανάμεσα σε Συμπληγάδες. Σημαντική βράχυνση του χρόνου ισχύος της πατέντας στο συγκεκριμένο ζήτημα είναι ένα είδος συζητήσιμου συμβιβασμού, ενώ, προφανώς υπάρχουν και άλλα.

ΓΙΑΤΙ ΟΧΙ ΟΙ ΕΚΛΕΚΤΟΙ;

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 14 Μαΐου 2021

Η ποικιλία των ανθρώπων είναι απεριόριστη. Γι΄ αυτό, τους κατηγοριοποιούμε. Το τι είναι ο καθένας, είναι αυτό που νοιώθει ο ίδιος πως είναι (νοητό Εγώ). Οι άλλοι όμως τον ταξινομούμε ανάλογα με το πώς φαίνεται και ενεργεί (αισθητό και κοινωνικό Εγώ). Ωραίος ή άσχημος; Πλούσιος ή φτωχός; Καλός ή κακός; Δίκαιος ή αμαρτωλός; Έξυπνος ή βλάκας; Και πολλές άλλες διαιρέσεις που έχουν σημασία. Όλα αυτά είναι αποτελέσματα αφενός της φτιαξιάς του καθενός, με κυρίως κληρονομική προέλευση, και της παιδείας του, με κυρίως κοινωνική προέλευση· και, φυσικά, του ίδιου του εαυτού του, που μεριμνά να αντισταθμίσει μια ανεπιθύμητη κληρονομικότητα και να επιλέξει την παιδεία του. Ακόμη κι έτσι όμως, η διαίρεση δεν είναι στεγανή. Ο ίδιος άνθρωπος άλλοτε συμπεριφέρεται σα δίκαιος και άλλοτε σαν αμαρτωλός. Ωστόσο, στατιστικά, κάποιοι συνήθως φέρονται σαν καλοί, έξυπνοι κοκ και, σπανιότερα, αντίθετα. Θα μπορούσαμε πάντως να φαντασθούμε ένα δείκτη που να συνδυάζει όλες τις επιθυμητές ιδιότητες του ανθρώπου, να είναι καλός καγαθός, δηλαδή άριστος. Και θα μπορούσαμε να εντάσσουμε στην καλοκάγαθη κατηγορία εκείνους που συνήθως συμπεριφέρονται ανάλογα. Αυτοί λοιπόν είναι οι Άριστοι.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι το καλύτερο πολίτευμα είναι η μοναρχία, με την προϋπόθεση ότι ο μονάρχης έχει θεϊκές ιδιότητες, “σπερ θεν ν νθρώποις εκς εναι τν τοιοτον“. Κι επειδή αυτή η προϋπόθεση είναι αδύνατο να υφίσταται, απορρίπτεται τελικά η μοναρχία ως το βέλτιστο πολίτευμα.

Λογικά, η επόμενη σκέψη είναι ότι το καλύτερο πολίτευμα είναι μια ολιγαρχία των αρίστων, όπως ορίσθηκαν παραπάνω. Θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε ποιες είναι οι επιθυμητές ιδιότητες του “αρίστου”. Εναλλακτικά, αφήνεται καθένας να αποφασίσει μόνος του για τα χαρακτηριστικά του. Πώς θα γίνει λοιπόν η επιλογή εκείνων που εμπίπτουν σ΄ αυτή την κατηγορία; Έχω γύρω μου πάνω από 7 δισεκατομμύρια ανθρώπους, ή, έστω, στο κράτος μου 10 εκατομμύρια. Είναι αδύνατο να τους γνωρίζω, για να επιλέξω μεταξύ τους τούς αρίστους. Χρειάζεται επομένως μια προεπιλογή. Κάποιοι, τους οποίους εμπιστεύομαι, διαλέγουν πολύ λίγους και μας τους παρουσιάζουν σε μια λίστα με ελάχιστες επιλογές. Και καθένας μας αποφασίζει και σταυρώνει όποιον θεωρεί άριστο. Έτσι σχηματίζεται μια ομάδα εκλεκτών. Ε, αυτούς δέχομαι σαν άρχοντες, να έχουν την εξουσία να αποφασίζουν ποια είναι η μέση βούληση όλων και να εφαρμόζουν νόμιμα ακόμη και βία, για να ενεργούν όλοι σύμφωνα με τη μέση βούληση του συνόλου. Ιδανική ολιγαρχία. Στα σύγχρονα χρόνια ονομάζεται ρεπούμπλικα, από τη Ρωμαϊκή res publica. Μπορεί φυσικά να υπάρχει και μια μεσοβέζικη κατάσταση σε συνδυασμό με μοναρχία η οποία περιορίζεται στο να συντονίζει τις εξουσίες, όχι να παίρνει ο μονάρχης τις αποφάσεις. Αυτές είναι οι σύγχρονες μοναρχίες που είναι 6 από τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βέλγιο, Δανία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Ισπανία, Σουηδία).

Το σύστημα που περιγράφεται φαίνεται τέλειο. Έχει την έγκριση των πολιτών, αφού αυτοί ψηφίζουν τους άρχοντές τους και εμπειρικά έχει αποδειχθεί εξαιρετικά αποτελεσματικό, ίσως το πιο αποδοτικό, οικονομικά τουλάχιστον, από όλα τα συστήματα. Με παραλλαγές επικρατεί σε όλο τον κόσμο και παγκόσμια έχει επιτευχθεί παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης, έχουν μειωθεί οι θάνατοι από λιμό, από λοιμούς, ο αναλφαβητισμός και οι παγκόσμιοι πόλεμοι με τον τελευταίο πριν από 80 χρόνια περίπου. Και όμως, οι άνθρωποι δεν φαίνονται να ευδαιμονούν. Κι αυτό διότι η ευδαιμονία είναι προσωπική υπόθεση του καθενός και στηρίζεται στο ότι αυτός μόνος του ορίζει το σκοπό του και τον επιδιώκει, περιοριζόμενος μόνο στο μέτρο που δεν εμποδίζει την επίτευξη του σκοπού άλλων. Και η πολιτεία των εκλεκτών φαίνεται να είναι ασύμβατη με αυτό το στόχο.

 Το σύστημα σημαίνει ότι κάποιοι προεπιλέγουν τους “αρίστους” από τους οποίους εμείς θα ψηφίσουμε τους άρχοντές μας. Αυτοί οι κάποιοι όμως δεν μπορούν να είναι άλλοι από τους συνασπισμένους συγκεκριμένων συμφερόντων, δηλαδή τα κόμματα. Και οι άριστοι, με την προεπιλογή τους, παύουν αυτόματα να είναι άριστοι. Είναι υποχρεωμένοι να ενεργούν όχι όπως τους υπαγορεύει η συνείδηση, ή η παιδεία τους, που τους καθιστά αρίστους, αλλά όπως τους επιβάλλει το κόμμα που τους έχει προεπιλέξει. Αν πάψουν να πειθαρχούν, διαγράφονται από το κόμμα και αποκλείονται από την εξουσία. Έτσι, αριστεία και ολιγαρχία γίνονται ασύμβατες μεταξύ τους. Δεν έχει άδικο ο Αριστοτέλης που χαρακτηρίζει το σύστημα αυτό επικίνδυνο: “χει δ κα περ τν αρεσιν τν ρχόντων τ ξ αρετν αρετούς πικίνδυνον“. Είναι επικίνδυνο όχι μόνο διότι οι προεπιλεγμένοι αιρετοί (ή “εκλεκτοί”) δεν μπορούν να ενεργούν ως άριστοι, αλλά και διότι δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως είναι. Υπάρχει εναλλακτική λύση;

Κατ΄ αρχήν οι τρείς εξουσίες, η εκτελεστική ή κυβέρνηση, η νομοθετική δηλαδή δημοψήφισμα ή βουλή, και η δικανική, μπορούν να διαιρεθούν σε δύο κατηγορίες. Είναι αφενός εκείνες που απαιτούν από τους άρχοντες ειδικές γνώσεις και πείρα. Τέτοιοι είναι οι αστικοί και διοικητικοί δικαστές, που συγκρίνουν μια επίμαχη πράξη με τους ισχύοντες νόμους, τους οποίους πρέπει να γνωρίζουν, και οι κυβερνήτες, πρωθυπουργός, υπουργοί, που πρέπει να έχουν γνώσεις και εμπειρία καθένας στον αντίστοιχο τομέα του και διοικητικές ικανότητες. Είναι αφετέρου, εκείνες για τις οποίες αρκεί εντιμότητα και κοινός νους: οι ποινικοί δικαστές που συγκρίνουν ένα άτομο με μια παράνομη πράξη, αν τη διέπραξε ή όχι· άρα δεν χρειάζεται να έχουν νομικές γνώσεις. Επίσης και οι νομοθέτες που συγκρίνουν μια κυβερνητική πρόταση αν είναι σύμφωνη με τη βούλησή τους που μόνον οι ίδιοι γνωρίζουν. Σε μια μικρή πολιτεία, αυτό γίνεται καλύτερα με την εκκλησία του δήμου (δημοψήφισμα), που αποτελείται από το σύνολο των πολιτών. Για μεγαλύτερες πολιτείες όμως, πιο πρακτική είναι η τυχαία δειγματοληψία των πολιτών, με κλήρωση, όπως γίνεται με τους ενόρκους. Αυτό το σύστημα ονομάζεται δημοκρατία. “Λέγω  δ΄  οἷον  δοκεῖ  δημοκρατικὸν  μὲν  εἶναι  τὸ  κληρωτὰς  εἶναι  τὰς  ἀρχὰς, τὸ  δ΄  αἱρετὰς  ὀλιγαρχικὸν” (Αριστοτέλης). Στατιστικά 5% των πολιτών είναι διαφορετικοί (2,5% άριστοι, 2,5% χείριστοι). Άριστοι λοιπόν θα είναι 2,5% στο κληρωμένο δείγμα της βουλής. Οι χείριστοι στην ολιγαρχία δεν μπορούν να αποβληθούν, διότι είναι εκλεγμένοι, και η βούληση του λαού είναι αμετάκλητη, ενώ στη δημοκρατία μπορούν, αφού είναι κληρωμένοι. Εξάλλου, οι άριστοι στην ολιγαρχία δεν μπορούν να εξακολουθούν να συμπεριφέρονται άριστα αφού η εξουσία τους εξαρτάται από το κόμμα τους. Η δημοκρατία που περιγράφηκε, με την ολιγαρχική δομή κυβέρνησης και ενμέρει δικαιοσύνης μειώνει το ενδεχόμενο εκφύλισης του πολιτεύματος σε ολοκληρωτισμό ή οχλοκρατία, που είναι συχνές εκτροπές σε όλα τα πολιτεύματα.

ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΕΠΙΝΟΗΣΗ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 13 Μαΐου, 2013

Πριν από 70 εκατομμύρια χρόνια περίπου, ένας τεράστιος αστρόλιθος έπεσε στη γη. Τα αποτελέσματα ήταν τρομακτικά για την ιστορία του πλανήτη μας. Στο διάβα του σχεδόν εξαφανίσθηκε η άφθονη χλωρίδα που υπήρχε. Τα δεινά τέρατα, οι δεινόσαυροι, που επικρατούσαν δεν εύρισκαν να φάνε και σε ελάχιστο διάστημα, γύρω στα 1000 χρόνια δηλαδή, εξαφανίσθηκαν. Ο αφανισμός τους επέτρεψε να αναπτυχθούν ταπεινά μικρά ζωάκια, σαν τα μαμούθ, τα λιοντάρια και τα ποντίκια. Απ΄ αυτά προέκυψαν έγχειρα ζώα, σαν τους πιθήκους κι απ΄ αυτά εμείς οι άνθρωποι. Κι όταν δημιουργηθήκαμε, αρχίσαμε σιγά σιγά, μέσα σε 100 χιλιάδες χρόνια δηλαδή, να αναρωτιόμαστε για την προέλευσή μας. Άραγε, πρέπει να φοβόμαστε σαν έσχατο κακό το ενδεχόμενο να ξαναπέσει στη γη μας τέτοιος όλεθρος ή να το ευγνωμονούμε, αφού χωρίς αυτό δεν θα υπήρχαμε; Αστρόλιθοι πέφτουν αναρίθμητοι πάνω στη γη συνεχώς. Καθώς διασχίζουν την ατμόσφαιρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα, πυρακτώνονται και εξαχνώνονται, ενώ εμείς τους βλέπομε, διάττοντες, κάποιες νύχτες να διασχίζουν τον ουρανό και πρέπει να είμαστε έτοιμοι, όσο τρέχουν, να κάνουμε μια ευχή. Μερικές φορές, μπορεί και μία στον αιώνα, να είναι μεγαλύτεροι και να καίνε απέραντες εκτάσεις, όπως έγινε στη Σιβηρία πριν από έναν αιώνα περίπου, αλλά και πριν από λίγα μόλις χρόνια, όταν φάνηκε για λίγα λεπτά ένας δεύτερος ήλιος στην ατμόσφαιρα, που ευτυχώς έπεσε σε έρημο τόπο. Θα μου πείτε, είτε τους καταριόμαστε είτε τους ευγνωμονούμε, τι μπορούμε να κάνουμε; Κι εδώ είναι το θαύμα της δημιουργίας. Έπλασε ένα ον που μπορεί να επεμβαίνει! Ας πούμε, αν δουν οι επιστήμονες έναν αστεροειδή να έρχεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα κατά πάνω μας, θα ρίξουμε πάνω του όλο το οπλοστάσιο των πυρηνικών που διαθέτομε από όλα τα έθνη να τον κάνουμε στάχτη προτού πατήσει πόδι στη γη μας. Επιστημονική φαντασία βέβαια.

Οι άνθρωποι αναρωτιόμαστε, σκεφτόμαστε, αναζητούμε και ανακαλύπτομε ή επινοούμε. Συχνά τα συγχέομε όλα αυτά. Και να η διαφορά για την οποία τσακωνόμαστε. Ο κόσμος είναι μια ακίνητη άφθαρτη αλήθεια, ο κόσμος των ιδεών του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα ή την αλήθεια την κατασκευάζομε μόνοι μας, σαν εκείνη του Πρωταγόρα που έλεγε πως “Πάντων χρημάτων μέτρον ἂνθρωπος“; Ανάλογα με την απάντησή μας στο δίλημμα, διαμορφώνεται και η ευθύνη μας ως ανθρώπων.

Από τα τρία στοιχεία της ύπαρξής μας, το αισθητό (σωματικό) μας Εγώ, το νοητό και το κοινωνικό, το νοητό είναι άμεσα άβατο, προσιτό μόνο στον εαυτό του. Εισάγονται βέβαια σ΄ αυτό στοιχεία από το περιβάλλον μας διαμέσου των αισθήσεών μας, αλλά γίνεται τεράστια επεξεργασία τους για να καταλήξουν στη νόηση. Και εξάγονται από τη βούλησή του στοιχεία στο περιβάλλον διαμέσου των μυών και των αδένων μας, αλλά ό,τι εξάγεται είναι υλικό, αισθητό, πολύ διαφορετικό από την άυλη, αποκλειστικά νοητή, βούλησή μας. Η βούληση είναι, λέμε, ελεύθερη. Υπάρχουν όμως στις ενέργειές μας οι φυσικοί περιορισμοί του αισθητού κόσμου και οι κοινωνικοί του έλλογου περιβάλλοντός μας. Τους φυσικούς περιορισμούς τους μελετούν οι φυσικές επιστήμες. Υπάρχουν, δεν τους επινοούμε. Από τη στιγμή όμως που τους ανακαλύπτομε, μπορούμε να ενεργούμε αντισταθμίζοντάς τους, όπως μπορούμε να κάνουμε στάχτη έναν εξωγήινο ανεπιθύμητο επισκέπτη πριν πατήσει το πόδι του στη γη μας. Έτσι προσπαθούμε τουλάχιστον. Τι γίνεται όμως με τους κοινωνικούς περιορισμούς; Η κοινωνία αποτελείται από εμάς. Διέπεται από νόμους που ορίσθηκαν από εμάς είτε από έναν (μοναρχία) είτε από λίγους (ολιγαρχία) είτε από όλους (δημοκρατία). Όπως και να σχηματίσθηκαν αυτοί οι νόμοι, εμείς, οι άνθρωποι, τους επινοήσαμε. Ή δεν είναι έτσι;

Το θέμα είναι πολύπλοκο. Ένα σύνολο δεν είναι απλώς το άθροισμα των στοιχείων που το αποτελούν. Είναι επιπλέον, ο τρόπος που συνδέονται μεταξύ τους αυτά τα στοιχεία. Με τα ίδια ακριβώς δομικά υλικά μπορώ να οικοδομήσω ένα ναό ή έναν οίκο ανοχής, ένα αριστούργημα ή ένα εξάμβλωμα. Και ό,τι προκύπτει, υπερβαίνει τις δυνατότητες του καθενός μας, έστω και αν όλοι συμβάλαμε σ΄ αυτό. Η κοινωνία, από τη στιγμή που σχηματίσθηκε, όπως και κάθε ύπαρξη από τη στιγμή που γεννήθηκε, αυτονομείται, διαθέτοντας τους δικούς της αμυντικούς μηχανισμούς, που στην κοινωνία λέγονται εξουσία. Χωρίς αυτούς, αυτοστιγμεί παύει να υπάρχει. Μεταξύ των άλλων, η κοινωνία εξελίσσεται όχι μόνο από την αλλαγή των διαθέσεων και της βούλησης των πολιτών της, αλλά και, ερήμην αυτών, από φυσικούς παράγοντες γεωγραφικούς (λιγ΄ ως πολύ μόνιμους) και ιστορικούς (μεταβαλλόμενους). Τα ήθη και τα έθιμα εξελίσσονται, από εμάς, αλλά και παράλληλα ανεξάρτητα από εμάς. Ο ρόλος των επιστημόνων λοιπόν δεν είναι να επιβάλλουν νόμους, αλλά να ανακαλύπτουν τους υπάρχοντες. Από τη στιγμή που τους έφεραν στην επιφάνεια, τους επεξεργάζονται, τους ομαδοποιούν, και συνάγουν την επικρατούσα τάση. Τότε μεταφέρεται η ευθύνη στους πολιτικούς. Αυτοί από τις παρεχόμενες εναλλακτικές δυνατότητες προκρίνουν, επινοούν, εκείνη που συνάδει με των πολιτών, ιδανικά την πλειοψηφία τους, ή των βίαια συχνά θεωρούμενων εκλεκτών ή και τον μοναδικά δεκτό ως ανώτατο άρχοντα. Η κοινωνία από τις δυνατότητες που της παρέχονται από τους φυσικούς νόμους εξελίσσεται στη συνέχεια με βάση τη βούλησή της, που διαμορφώνει νέους κανόνες, υποκείμενους σε νέα ανακάλυψη. Η ανάδραση επιτεύχθηκε. Η αυθαίρετη καταστρατήγηση αυτών των αρχών, η ασυμφωνία των επιβαλλόμενων, επινοημένων νόμων, με τους φυσικούς πρώτιστα και με τους κοινωνικούς έπειτα, οδηγεί σε αποτυχία, ολέθρια διάλυση της κοινωνίας.

Πολλοί έχουν επισημάνει τέτοιες εξελίξεις στο παρελθόν. Ο μόχθος με προσπάθεια λιτότητα και αγώνα οδηγεί σε ευημερία. Η ευημερία οδηγεί σε ευτυχισμένη χαλάρωση. Αυτή με τη σειρά της σε μείωση της αγωνιστικότητας και αναγκαστικά σε παρακμή. Η κοινωνία πεθαίνει. Έτσι πέθαναν πολύχρονες αυτοκρατορίες, Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Οθωμανική, Βρετανική κλπ. Στο μεταξύ όμως, σε όλην αυτή την πορεία, άφησαν τα ίχνη τους σε όρους πολιτισμού. Και αυτός επιβιώνει μετά τη λήξη των αυτοκρατοριών και η ανθρωπότητα έτσι προχωρεί.

Προχωρεί προς τα πού; Στην κατάκτηση της φύσης. Και να τώρα η τρομερή ανάδραση. Η φύση επιβιώνει χωρίς τον άνθρωπο, ο άνθρωπος δεν επιβιώνει χωρίς τη φύση. Η κατάκτησή της την υποδουλώνει. Εξαφανίζονται μυριάδες ειδών φυτών και ζώων, χάρη στις ανθρώπινες κατακτήσεις. Εξαφανίζονται ακόμη και κακόβουλοι ιοί και μικρόβια. Αλλά χωρίς αυτά, οι άνθρωποι δεν αποκτούμε την παραδοσιακή υποχρεωτική ανοσία και γινόμαστε ευάλωτοι σε κάποια νεόφερτη επίθεση εξωγήινων ή ενδογήινων ιών, καθώς η φύση είναι ανεξάντλητη, οι νόμοι της απαράβατοι, και μείς θα έχουμε μείνει, από δική μας ευθύνη, αφύλακτοι.

ΛΟΓΙΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com.

Κοινή Γνώμη, 11 Μαΐου 2021

Η γλώσσα που μιλάει ο λαός, ποικίλλει. Ωστόσο, είναι κατανοητή από όλους, κάποτε δύσκολα, πάντως κατανοητή. Μπορεί να δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν ένας Κρητικός με έναν Ηπειρώτη, αλλά μπορούν. Τη γλώσσα τη μαθαίνομε από τη μάνα μας και από το περιβάλλον μας. Το τονίζει ο Δ. Σολωμός στο “Διάλογο”. Στο σχολείο μαθαίνομε γράμματα, να γράφουμε και να διαβάζουμε, ενώ δεν παύομε να εξελίσσομε ισόβια τη γλώσσα μας, προσθέτοντας νέες λέξεις και ξεχνώντας άλλες που δεν χρησιμοποιούνται πια.

Ένα είδος μέσου όρου, οι επικρατέστεροι τύποι, των ποικίλων ντοπιολαλιών αποτελούν το σύστημα της “δημοτικής”, που αντικατέστησε πριν από μερικές δεκαετίες το σύστημα της “καθαρεύουσας”. Ως τη μείζονα αυτή αλλαγή, η δημοτική είχε επικρατήσει στη λογοτεχνία. Από τη στιγμή που επισημοποιήθηκε, επεκτάθηκε σε όλο το φάσμα της γλώσσας μας σε όλα τα είδη του λόγου μας, επιστημονικό, πολιτικό, ιστορικό, πεζό λογοτεχνικό, ποιητικό λόγο κλπ. Υπάρχουν (στατιστικά) σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, όπως και μεταξύ της δημοτικής και της καθαρεύουσας. Τη δημοτική τη μαθαίναμε κυρίως με την προφορική παράδοση, την καθαρεύουσα με τη γραπτή. Αυτό σημαίνει ότι η δημοτική διέπεται από τους περιορισμούς που επιβάλλουν τα φωνητικά μας όργανα, ενώ η καθαρεύουσα, το χέρι. Π.χ. έχει δειχθεί ότι η δημοτική χρησιμοποιεί σημαντικά πιο βραχείες (ολιγοσύλλαβες) λέξεις από την καθαρεύουσα κι αυτό διότι είναι δύσκολο να προφέρουμε πολλές αλλεπάλληλες άτονες συλλαβές. Η ομιλία έχει ρυθμό, που δεν έχει η γραφή. Γι΄ αυτό π.χ. δεν τονίζεται καμιά λέξη πέρα από την προπαραλήγουσα αφήνοντας το πολύ δυο άτονες συλλαβές στο τέλος, ενώ όταν κάποτε προφέρονταν οι μακρές συλλαβές, αν η λήγουσα ήταν μακρά, ο τόνος κατέβαινε από την προπαραλήγουσα στην παραλήγουσα. Εξάλλου, επειδή ένα νόημα πρέπει να εκφρασθεί στη διάρκεια μιας εκπνοής (μιλάμε μόνο στην εκπνοή, όχι στην εισπνοή) η δημοτική χρησιμοποιεί περισσότερες προτάσεις, που σημαίνει για την ίδια σειρά νοημάτων περισσότερα ρήματα παρά η καθαρεύουσα. Στον προφορικό λόγο προτιμάμε την έκφραση “νίκησαν οι Έλληνες”, από τη “νίκη των Ελλήνων”, προσθέτοντας μια πρόταση στο σύνολο του κειμένου. Για τον ίδιο λόγο, λιγόστεψαν οι γενικές πτώσεις (γενική υποκειμενική και γενική αντικειμενική) στη δημοτική. Παλιά μαθαίναμε την εξαίρετη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσης του Α.Τζάρτζανου και απ΄ αυτή συνάγαμε τη γραμματική της καθαρεύουσας, Έτσι τώρα διδάσκονται τα παιδιά την έξοχη Νεοελληνική Γραμματική του Μ.Τριανταφυλλίδη, που, όταν γραφόταν, στηρίχθηκε στην ομιλούμενη γλώσσα.

Ήδη η δημοτική ξαπλώθηκε σε ολόκληρο το φάσμα του λόγου. Και άρχισαν τα προβλήματα. Όταν μια επικράτεια διευρύνεται πρέπει να αφομοιώσει τις περιοχές που κατέλαβε. Αν δεν μπορεί, θα διαιρεθεί σε κομμάτια, όπως η αμοιβάδα διαιρείται όταν μεγαλώσει αρκετά κι έτσι πολλαπλασιάζεται. Από τον καιρό που γράφτηκε η Νεοελληνική Γραμματική, πριν από 8 δεκαετίες έχουν συντελεσθεί σημαντικές εξελίξεις. 1. Παραδοσιακά ανδρικά επαγγέλματα ασκούνται σήμερα εξίσου και από γυναίκες. Πρέπει λοιπόν τα ονόματα των επαγγελμάτων να γίνουν και γυναικεία, ανάγκη που δεν καλυπτόταν από την ιστορική γραμματική ούτε από τη νεοελληνική. 2. Η επέκταση της δημοτικής στον επιστημονικό λόγο, εισήγαγε έννοιες που τα ονόματά τους έχουν λόγια δομή. Αυτή πρέπει να ενσωματωθεί στη γραμματική της δημοτικής. 3. Μετατρεπόμαστε από κράτος-έθνος σε κράτος-μέλος. Πάντα εισάγονταν ξένες λέξεις στη γλώσσα μας που αφομοιώνονταν, αλλά τώρα αυτό γίνεται με ταχύτερο ρυθμό. 4. Έχουν έλθει σημαντικός αριθμός ξένων, προσφύγων και μεταναστών, νόμιμα ή παράνομα, που, αν είναι να ζήσουν εδώ, πρέπει να μάθουν να μιλάνε Ελληνικά. Έχω εκθέσει αλλού κάποιους προβληματισμούς μου. Θα σημειώσω εκείνους από τα αρχαία ρήματα που λήγουν σε -μι. Ευπρόσδεκτη κάθε εναλλακτική πρόταση.

“Δίδωμι”. Αποδίδεται στη νεοελληνική ως “δίνω”, αλλά τα σύνθετά του ως -δίδω. “Εκδίδω, διαδίδω, προδίδω κλπ”. Η νεοελληνική απόδοση δεν παρουσιάζει γραμματικά προβλήματα, καθώς τα ρήματα κλίνονται όπως της 1ης συζυγίας, σαν το δένω.

“Κορέννυμι”. Αποδίδεται ως “κορεννύω” και παρόμοια αποδίδονται άλλα αρχαία ρήματα σε -νυμι. Χωρίς σημαντικά γραμματικά προβλήματα.

“Ίστημι”. Αποδίδεται ως “στήνω”, αλλά τα παράγωγά και σύνθετά του παρουσιάζουν προβλήματα. Λέμε “συστήνω”, αλλά και “συσταίνω” και “συνιστώ”. Συστήνω έναν άνθρωπο σε έναν άλλον. “Παρασταίνω”, αλλά και “παριστάνω” και “παριστώ”. Τα προβλήματα αυξάνονται στην παθητική φωνή. Τα “στήνομαι” και “συστήνομαι” δεν παρουσιάζουν προβλήματα. Αλλά το “συνίσταμαι, πώς κλίνεται, ιδίως στον παρατατικό; Κατά το πρότυπο του “θεωρούμουν, θεωρούσουν, θεωρούνταν κλπ” μπορούμε να πούμε “συνιστάμουν, συνιστάσουν, συνίστανταν κλπ”. Το ίδιο τα “προΐσταμαι” και “υφίσταμαι”. Να σημειώσω εδώ ότι οι παραλλαγές συχνά παίρνουν λίγο διαφορετικό άρωμα, διαφορετική σημασία. “Να συσταθεί” μια επιτροπή και “να τους συστηθεί” να συζητήσουν χωρίς αντεγκλήσεις. Αυτές οι παραλλαγές εμπλουτίζουν την εκφραστικότητα της γλώσσας μας, αλλά πρέπει να δοθούν κατευθύνσεις από τους αρμόδιους φιλολόγους.

“Τίθημι”. Αποδίδεται ως “θέτω” με τα παράγωγά και σύνθετά του “συνθέτω, προσθέτω, αναθέτω κλπ”. Η παθητική φωνή όμως “θέτομαι, συνθέτομαι κλπ” δεν μου ακούεται πολύ εύηχη. Πιο ωραία ακούεται το “τίθεται σε απομόνωση”, το “συντίθεται από τα εξής συστατικά”, “προστίθεται σε κάτι”, “ανατίθεται ο ρόλος” κλπ. Ο παρατατικός τους μπορεί, μου φαίνεται, να ακολουθεί τον παραπάνω κανόνα: “τιθέμουν, τιθέσουν, τίθενταν κλπ”.

“Ίημι”. Δεν χρησιμοποιείται μόνο του, χρησιμοποιούνται όμως τα σύνθετά του, ιδίως στην παθητική φωνή. Το φάρμακο “ενίεται” και ο πυρετός “υφίεται”, με παρατατικό όπως τα παραπάνω. Αν χρειασθεί μπορώ αντίστοιχα να πω ότι “ενίω” ένα φάρμακο κλπ. Να σημειώσω ότι δεν υπάρχουν άλλες λέξεις για να αντικαταστήσουν, μονολεκτικά, τουλάχιστον, τους παραπάνω όρους. Π.χ. “Χορηγώ” το φάρμακο, δεν είναι ταυτόσημο με το “ενίω” που σημαίνει ό,τι χορηγώ το φάρμακο παρακάμπτοντας τη φυσιολογική οδό και εισάγοντάς το κατευθείαν διαπερνώντας το δέρμα.

Από τα παραπάνω παραδείγματα – και υπάρχουν πλήθος άλλα – θέλω να πω πως αν κάποιες επικοινωνιακές ανάγκες δεν καλύπτονται από τους τρόπους που προσφέρει η γραμματική, δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με αγνόησή τους, αλλά με προσαρμογή της γραμματικής. Κι αυτό σημαίνει πως, όπως ένα σύνταγμα πρέπει να αναθεωρείται ανά τακτά διαστήματα, ώστε να μην έρχεται σε σύγκρουση με τη διαρκώς εξελισσόμενη βούληση του δήμου, έτσι και η γραμματική πρέπει να εξελίσσεται και να αναθεωρείται, π.χ. ανά διαστήματα μιας γενιάς (περί τα 25 έτη;). Το συντακτικό είναι κάπως πιο ανθεκτικό στο χρόνο, αλλά και αυτό χρειάζεται αναθεωρήσεις πιο αραιά. Οι λέξεις που ανέφερα, τα υλικά,  υπάρχουν στα λεξικά. Οι ικανοί αρχιτέκτονες/λόγιοι επίσης υπάρχουν. Λείπει όμως το αρχιτεκτονικό σχέδιο, η γραμματική και το συντακτικό, για το γλωσσικό οικοδόμημα, την Αγιά Σοφιά. Αυτό απαιτεί πολιτική βούληση. Και λείπει.