ΠΑΙΓΝΙΑ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 28 Φεβρουαρίου 2020.

Παίζω στον υπολογιστή. Έχω ξαναγράψει για το παιχνίδι (dimitrissideris.wordpress.com). Υποστήριξα τότε ότι το παιχνίδι είναι ο κυριότερος βιολογικός τρόπος για να ασκηθεί διασκεδάζοντας και ακίνδυνα ένα ζώο, και, όμοια, ο άνθρωπος, για να αντιμετωπίζει τα πραγματικά προβλήματά του. Είναι προτύπωση των αγώνων της ζωής.

Τα παιχνίδια λοιπόν διέπονται από κανόνες πώς να παίζεις και κανόνες πώς να κερδίζεις. Αν δεν τηρείς τους πρώτους, αποβάλλεσαι. Οι κανόνες όμως πώς να κερδίζεις είναι προαιρετικοί. Έχουν μεγάλη ποικιλία. Τους μαθαίνεις μόνον παίζοντας. Αυτή ακριβώς είναι η προσφορά του παιχνιδιού. Μαθαίνεις διασκεδάζοντας. Μ΄ αυτούς τους κανόνες αντιμετωπίζει κανένας αφενός την τύχη (σε κάποια παιχνίδια) και αφετέρου τη λογική ή τεχνική προσπάθεια κάποιου(ων) αντιπάλου(ων). Ο αγώνας μπορεί να είναι ανταγωνιστικός ή με άμιλλα, ενδεχομένως και με συμμαχίες. Στα ανταγωνιστικά παιχνίδια νίκη του ενός είναι η ήττα του άλλου. Να σημειώσω πως παίζοντας σκάκι εναντίον του υπολογιστή, νιώθω αγωνία, όταν χάνω. Θέλω να πω πως με την ήττα δεν ντρέπομαι απέναντι στους άλλους, αφού δεν υπάρχει ανθρώπινος αντίπαλος, αλλά έναντι του εαυτού μου, που δεν τα έβγαλα πέρα με την προγραμματισμένη λογική του υπολογιστή. Η αγωνία μου είναι μικρότερη παίζοντας τυχερά παιχνίδια. Αν χάσω, δεν φταίω, απλώς ήμουν άτυχος. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, αν κερδίσω, χαίρομαι.

Παίζοντας με έναν άνθρωπο, μπορώ να «κλέψω», να κάνω μια μη επιτρεπόμενη κίνηση. Αν τη δει, αποβάλλομαι. Αν όμως δεν με τσακώσει, εγώ κερδίζω! Στον υπολογιστή η μη επιτρεπτή κίνηση είναι αδύνατη. Όπως στις κοινωνίες των εντόμων, όπου τα μέλη τους ενεργούν υποχρεωτικά προς όφελος της κοινωνίας τους, χάρη σε κατάλληλα αντανακλαστικά. Θα μπορούσε άραγε μια ανθρώπινη κοινωνία να οργανωθεί έτσι, που να αποκλείει τις μη-επιτρεπτές κινήσεις; Και, αν γίνεται, θα ήταν επιθυμητό; Οι νόμοι της ανθρώπινης κοινωνίας (πολιτείας) αποφασίζονται και επιβάλλονται από τους ίδιους τους ανθρώπους, από τους «άρχοντές» τους. Έργο των κοινωνικών επιστημών θα ήταν η αναζήτηση τέτοιων νόμων που να αποκλείουν (ή να μειώνουν στο ελάχιστο) την παραβατική δυνατότητα. Για παράδειγμα, η διαφθορά στηρίζεται στην ύπαρξη «μέσου» κυρίως στις μοναρχίες, όπου ο άρχοντας ευνοεί, λόγω του μέσου, κάποιον ή στην πελατειακή σχέση των αρχόντων στις ολιγαρχίες, όπου οι εκλεγόμενοι αγοράζουν ψήφους πουλώντας εξυπηρέτηση. Όταν όμως οι άρχοντες κληρώνονται, όπως στη δημοκρατία, οι δυνατότητες διαφθοράς περιορίζονται στο ελάχιστο. Επιθυμούμε όμως μια κοινωνία χωρίς δυνατότητα διαφθοράς, ένα παράδεισο χωρίς το δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού; Θα διαφέραμε τότε από τις κοινωνίες των εντόμων; Υπάρχει διαφορά. Η ανθρώπινη ύπαρξη έχει τρεις υποστάσεις, μια αισθητή από όλους, μια νοητή, άμεσα αντιληπτή μόνον από το ίδιο το υποκείμενο, ενώ οι άλλοι μόνο έμμεσα μπορούν να τη νοούν, να τη συμπεραίνουν από την αισθητή συμπεριφορά του και μια κοινωνική. Αντίστοιχα κατανέμεται ο χρόνος καθενός. Στην ενήλικη ζωή η κοινωνική συμπεριφορά (επαγγελματικός και πολιτικός χρόνος) καταλαμβάνει το τρίτο περίπου του χρόνου καθενός. Ένα άλλο τρίτο αφιερώνεται στην αισθητή ύπαρξη για ικανοποίηση των σωματικών αναγκών (π.χ. ύπνος) και άλλο ένα τρίτο στην πραγμάτωση των ιδιαίτερων σκοπών και επιθυμιών του καθενός. Η πολιτεία αποτελείται από ρόλους που τους υποδύονται κυρίως ενήλικες, επαγγελματίες. Μόνον γι΄ αυτούς επομένως, στο κοινωνικό τους ωράριο, οφείλουν να ισχύουν οι υποχρεωτικοί νόμοι, έτσι που ακόμη και αν κάποιος είναι διεφθαρμένος χαρακτήρας, να μη του δίνεται η δυνατότητα να παραβιάσει τους νόμους. Η εκτροπή τον θέτει εκτός κοινωνίας. Στη δημοκρατία αποχή δεν υπάρχει, εφόσον κάποιος είναι πολίτης, οπότε το όνομά του είναι γραμμένο στην κληρωτίδα για να κληρωθεί άρχοντας (βουλευτής, δικαστής) για ορισμένη θητεία. Σε όλη την ιστορία, περισσότερο σήμερα παρά στην αρχαιότητα, η τρίτη (εκτελεστική) εξουσία (πρωθυπουργός/υπουργοί) απαιτεί εξειδικευμένες γνώσεις που απαιτούν εκλογή, όπως στην αρχαιότητα οι «στρατηγοί». Σ΄ αυτούς δεν αποκλείεται η δυνατότητα διαφθοράς. Ωστόσο, κάτω από τον έλεγχο της εντελώς ανεξάρτητης κληρωμένης βουλής και δικαιοσύνης, οι δυνατότητές τους είναι σημαντικά περιορισμένες.

Τέτοιες σκέψεις αποκόμισα παίζοντας στον υπολογιστή.

Δεν έχω ιδέα αν αυτές οι αρχές για τα παίγνια που αναφέρω, έχουν σχέση με την επιστημονική θεωρία των παιγνίων. Ωστόσο, μου φαίνεται πως το 2015 παραβιάσαμε θεμελιώδεις κανόνες από τους παραπάνω. Ένας ήταν οι κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που είναι υποχρεωτικοί. Αν τους παραβείς, αποβάλλεσαι, GREXIT. Δεν είμαστε εντελώς παράλογοι. Στις αμιγείς κοινωνίες, όπως είναι των μυρμηγκιών και των μελισσών, οι κοινωνίες στηρίζονται σε υποχρεωτικούς κανόνες, που, είναι υποχρεωμένα τα μέλη τους να τους τηρούν. Ο άνθρωπος όμως είναι πολιτικό ζώο (Αριστοτέλης). Κι αυτό σημαίνει ότι τα μέλη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι μεν υποχρεωμένα να εφαρμόζουν κάποιους κανόνες, αλλά τους κανόνες τους έχουν επιβάλλει οι ίδιοι οι άνθρωποι. Όποιος δεν τους τηρεί αποβάλλεται από την κοινωνία του, με περιφρόνηση, απομόνωση, ανάθεμα, εξορία, φυλακή, εκτέλεση. Οι κανόνες της Ε.Ε. είναι κι αυτοί ανθρώπινοι. Άρα μπορούν να αλλάξουν. Αυτή την αλλαγή, ενδεχομένως απαραίτητη για να μη διαλυθεί η Ένωση, αλλά εξαιρετικά δύσκολη, επιδιώξαμε αδέξια το 2015. Ο άλλος κανόνας που παραβιάσαμε είναι ο προαιρετικός, σαν της πρέφας: Δεν εξασφαλίσαμε συμμαχίες. Ενώ είχαμε δυνητικούς φυσικούς συμμάχους που συνέπασχαν μαζί μας, (π.χ. Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος), έστω και με διαφορετικές επιμέρους λεπτομέρειες, βρεθήκαμε στην αναπάντεχη θέση να τους έχουμε αντικριστά αντίπαλούς μας. Θυμίζω πως μια ευφυής πολιτική συμμαχιών με τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου σε μιαν άλλη εποχή, έφεραν τα «Μεσογειακά Προγράμματα» που ενίσχυσαν, έστω πρόσκαιρα, τις οικονομίες των αντίστοιχων χωρών. Μα χωρίς συμμαχίες, είναι δυνατό να αναλάβεις ένα τόσο μεγάλο αγώνα να ανατρέψεις τους κανόνες της κυρίαρχης δύναμης όπως είναι η Ε.Ε.;

Την ώρα που παίζω στον υπολογιστή μου, τα τρέχοντα προβλήματά μας διελαύνουν προβαλλόμενα στην οθόνη της συνείδησής μου και αναρωτιέμαι αν η στρατηγική που εφαρμόζω στο παιχνίδι θα μπορούσε να ισχύσει στον αγώνα της ζωής.

Οι ζωντανοί αγώνες έχουν στοιχεία και πέρα από λογικούς κανόνες, ψυχολογικά. Το υπαινίχθηκα παραπάνω. Οι ψυχολογικοί παράγοντες ταλαντώνονται. Περιοδικά, πεινάμε, διψάμε, κάνομε έρωτα και, αντίστοιχα, στην υγιή κοινωνία, περιοδικά εναλλάσσομε μια φάση ανάπτυξης, δηλαδή ενός είδους νηστείας σχηματίζοντας αποθήκες, όπως όλα τα κοινωνικά ζώα, με μιαν άλλη, κατανάλωσης, ενός είδους πασχαλιάς. Ακόμη έχουν αγωγιμότητα, έτσι που οι στάσεις του ενός μεταφέρονται στον άλλο και η πτώχευση μιας τράπεζας στις ΗΠΑ μπορεί να πυροδοτήσει παγκόσμια κρίση. Τέτοιοι κανόνες διέπονται από την Τύχη, αλλά και από περιοδικότητά, Θα επέτρεπε, επομένως, να πιθανολογούνται από τους ειδήμονες των παιγνίων στην πολιτική.

ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 27 Φεβρουαρίου 2020

Είμαι ελεύθερος. Αποφάσισα να πάω σε μια συναυλία. Στο δρόμο συνάντησα ένα φίλο. Μου πρότεινε να πάμε μαζί στο ποδόσφαιρο. Ολυμπιακός Παναθηναϊκός! Είμαι ελεύθερος να αποφασίσω. Συναυλία ή ποδόσφαιρο; Ισχυρίζομαι: Ελεύθερος σημαίνει να κάνω αυτό που μου υπαγορεύει ο σκοπός που σχημάτισα μόνος μου μέσα μου και όχι η εξυπηρέτηση του σκοπού ενός άλλου. Πόση ελευθερία έχω λοιπόν;

Η ελευθερία μου εξαρτάται από τις δυνατότητές και τη βούλησή μου. Η βούλησή είναι δύο ειδών (Αριστοτέλης): Προαίρεση, που κατευθύνεται από τη σκέψη, το λογικό στοιχείο του νοητού Εγώ μου· και όρεξη, που λειτουργεί με αυτονομία, “φύσει” – και από κει κι έπειτα σταματά κάθε συζήτηση. Αυτό το “φύσει” προσπάθησαν να διερευνήσουν νεότεροι διανοητές. Μπορεί να είναι μια ακαθόριστη φυσική ζωτική ορμή, σαν αυτή που υποστήριξε ο H.L.Bergson. Ή να είναι πιο συγκεκριμένη, η απωθημένη ερωτική επιθυμία (S.Freud. H.Markuse). Ξεκινώντας από τον Αριστοτέλη, κατέληξαν οι  G.W.F.Hegel και K.Marx να δουν την περιοδικότητα που υπάρχει στις ιστορικές αλλαγές. Και ο VanDerPol πριν από ένα αιώνα είδε αυτή την περιοδικότητα σα μια ασύμμετρη ταλάντωση (ταλάντωση χάλασης), που βοηθά να κατανοηθούν φυσικά, βιολογικά, ψυχολογικά και κοινωνικά φαινόμενα. Η όρεξη ακολουθεί τους νόμους των ταλαντωτών χάλασης. Έχει αυτονομία, όπως κάθε ταλαντωτής, όπως το ρολόι του τοίχου, αλλά και ανταποκρίνεται σε ερεθίσματα, επιτρέποντας να κατευθύνεται από το Λόγο μας. Πότε είμαστε λοιπόν ελεύθεροι; Όταν οδηγούμαστε από την όρεξη που πηγάζει από μέσα μας ή από την προαίρεσή που διαμορφώνεται από το περιβάλλον μας; Συνεχίζοντας την πορεία μου προς τη συναυλία ή ακολουθώντας το φίλο μου στο γήπεδο;

Αλλοτρίωση σημαίνει ότι υποτάσσω εκούσια τη βούλησή μου στη βούληση κάποιου άλλου. Πώς γίνεται αυτό;

Τόσο η ταλαντούμενη όρεξη όσο και ο Λόγος δέχονται επιδράσεις από το περιβάλλον. Η όρεξη δεν καταστέλλεται.  Περιοδικά πεινάω, διψάω, αφοδεύω, κοιμάμαι, κάνω έρωτα. Η ερωτική διάθεση δεν εξαφανίζεται, θα ικανοποιηθεί με σύντροφο, αυτοϊκανοποίηση ή ονείρωξη. Άλλες ψυχολογικές ταλαντώσεις, αν δεν ικανοποιηθούν οδηγούν στο θάνατο. Ωστόσο, ελέγχονται, ως ένα βαθμό από το Λόγο. Ο λόγος δεν αφανίζει ούτε δημιουργεί· βάζει τάξη σε χρόνο και χώρο. Το 24ωρό μας διαιρείται σε τρία ωράρια, το αισθητό για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών μας, κυρίως στο σπίτι μας, το κοινωνικό, για την ικανοποίηση των κοινωνικών υποχρεώσεών μας στον τόπο της εργασίας μας και το νοητό, για την ικανοποίηση των προσωπικών σκοπών μας, με ουσιαστική συνιστώσα τη φαντασία, οπουδήποτε. Υπάρχουν όμως και παθολογικές ταλαντώσεις της βούλησης που σχηματίζονται με την ανάπτυξη εξαρτημένων αντανακλαστικών. Είναι οι χημικές εξαρτήσεις σαν της ηρωίνης και οι ψυχολογικές εξαρτήσεις σαν του τζόγου. Όλες σχετίζονται με την έκκριση των ορμονών της υπερδιέγερσης (στρες). Αν και η μη ικανοποίησή τους δεν οδηγεί στο θάνατο, ο έλεγχός τους από το Λόγο είναι εξαιρετικά δύσκολος. Από τη σκοπιά της όρεξης, λοιπόν, ελεύθερος δεν είμαι, όταν έχω αναπτύξει παθολογικές ταλαντώσεις, αλλά και όταν υπάρχει καταστολή των φυσιολογικών ταλαντώσεων, όταν μου απαγορεύεται η ικανοποίησή τους. Η όρεξη δεν επιδέχεται αφανισμό.

Το γνωστικό στοιχείο του ανθρώπου είναι εκείνο που τον κάνει να διαφέρει από τα ζώα. Χάρη στην ικανότητά του να αναπτύσσει, μόνος αυτός, δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, στα πλαίσια μιας κοινωνίας, επικοινωνεί με τα λοιπά μέλη όχι μόνο συναισθηματικά, όπως τα άλλα ζώα, αλλά και λογικά, με λόγια. Αυτή η επικοινωνία οδηγεί στο σχηματισμό του νοητού Λόγου, που είναι σχεδόν κοινός για όλα τα μέλη της κοινωνίας. Λόγος δεν σχηματίζεται εκτός κοινωνίας. Η προαίρεση επομένως έχει έντονη κοινωνική συνιστώσα. Χάρη στα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, προσφέρει ευρείες επιλογές. Η διαμόρφωση του “θέλω” μας από την προαίρεση, αν υπερβαίνει τις αντοχές του αυτοματισμού των ταλαντώσεων της βούλησής μας μάς υποδουλώνει. Αν με κάποιο τρόπο στερηθώ το νερό, θα κάνω ό,τι μου ζητηθεί από άλλον για να πιω και να ξεδιψάσω. Είμαι υποχρεωμένος να ενεργώ στα πλαίσια που μου ορίζει ο κοινωνικός περίγυρός μου.

Η ένταξή μου σε μια κοινωνία μου στερεί επομένως ελευθερία. Από την άλλη, αν δεν ενταχθώ σε κοινωνία, δεν επιβιώνω, σαν άνθρωπος τουλάχιστον· είμαι θεός ή θηρίο (Αριστοτέλης). Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, είμαι αλλοτριωμένος στο επαγγελματικό ωράριό μου. Κάνω τότε όχι ό,τι θέλω, αλλά ό,τι θέλει κάποιος άλλος, που μπορεί να είναι και απρόσωπος. Ισχύει ακόμη και στο “ελεύθερο” επάγγελμα, οπότε ενεργώ όπως απαιτεί ο πελάτης. Σε εξαρτημένη εργασία επιπλέον, οι δραστηριότητές μου δεν είναι αρτιωμένες. Δεν εκτελώ ένα ακέραιο έργο, αλλά μέρος του, έτσι που δεν μπορώ να ξεκινήσω κάτι από την αρχή και να το δω τελειωμένο. Κάνω υποχρεωτικά μέρος μόνο της δουλειάς, στο οποίο έχω εξειδικευθεί, έτσι που το εκτελώ αυτοματικά και αποδοτικά. Άλλος κάνει άλλο, άλλος άλλο μέρος και τελικά, προϊόν είναι το ολοκληρωμένο έργο. Κανένας δεν εκτελεί ολόκληρη τη διαδικασία. Αυτό σε αντίθεση με τον ερασιτεχνισμό, όπου, από το σχηματισμό του νοητού σκοπού ως την αξιολόγηση του τελικού έργου γίνονται τα πάντα από εμένα τον ίδιο και μου προσφέρουν την ικανοποίηση της ευδαιμονίας. Αλλά η ερασιτεχνική εργασία γίνεται στο νοητό, όχι στο επαγγελματικό ωράριο. Στο επαγγελματικό ωράριό μας είμαστε αλλοτριωμένοι. Έτσι προοδεύει η κοινωνία. Χάρη σ΄ αυτή την αλλοτρίωση, μπορεί καθένας να ικανοποιεί τις ανάγκες της αισθητής και της νοητής όψης της ύπαρξής του.

Πρόβλεπε ο Αριστοτέλης ότι η δουλεία θα καταργηθεί όταν αρχίσουν οι δουλειές να γίνονται αυτόματα. Σήμερα βαδίζομε προς αυτή την κατεύθυνση. Ο δούλος ήταν ισόβια αλλοτριωμένος διαρκώς. Στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης ο εργαζόμενος ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται αλλοτριωμένα (επαγγελματικό ωράριο) για >14 ώρες. Ήδη εργαζόμαστε αδρά για 4-6 ώρες το 24ωρο. Επιπλέον, σκληροί αγώνες των εργαζομένων επέβαλαν στους εργοδότες πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας κι αυτοί είδαν ότι τέτοιες συνθήκες αύξαιναν την απόδοση της δουλειάς. Βαδίζομε τις τελευταίες δεκαετίες καλπάζοντας σε επέκταση του αυτοματισμού. Μπορώ να φαντασθώ στο εγγύς μέλλον 1 ώρα εργασίας στο 24ωρο. Με τέτοιες συνθήκες όμως, οι αγώνες των εργαζομένων γίνονται ανίσχυροι. Δεν πιέζεται ο εργοδότης αν ο εργαζόμενος δε δουλέψει τη 1 ώρα μόνο που κανονικά εργάζεται. Τέτοια προοπτική οδηγεί σε αλλοτρίωση πια και του ελεύθερου ωραρίου του καθενός. Διότι η ικανοποίησή του εξαρτάται από την απόδοση του επαγγελματικού ωραρίου. Η πολιτική θα μπορούσε να δώσει λύση, με εκπεριτροπής εναλλαγή όλων των πολιτών στους κοινωνικούς ρόλους των αρχόντων, που αποφασίζουν τα “πρέπει” και επιβάλλουν ποινές σε όσους τα παραβαίνουν.

 

 

 

 

 

 

 

22. ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Είμαι ελεύθερος. Αποφάσισα να πάω σε μια συναυλία. Στο δρόμο συνάντησα ένα φίλο. Μου πρότεινε να πάμε μαζί στο ποδόσφαιρο. Ολυμπιακός Παναθηναϊκός! Είμαι ελεύθερος να αποφασίσω. Συναυλία ή ποδόσφαιρο; Ισχυρίζομαι: Ελεύθερος σημαίνει να κάνω αυτό που μου υπαγορεύει ο σκοπός που σχημάτισα μόνος μου μέσα μου και όχι η εξυπηρέτηση του σκοπού ενός άλλου. Πόση ελευθερία έχω λοιπόν;

Η ελευθερία μου εξαρτάται από τις δυνατότητές και τη βούλησή μου. Η βούλησή είναι δύο ειδών (Αριστοτέλης): Προαίρεση, που κατευθύνεται από τη σκέψη, το λογικό στοιχείο του νοητού Εγώ μου· και όρεξη, που λειτουργεί με αυτονομία, “φύσει” – και από κει κι έπειτα σταματά κάθε συζήτηση. Αυτό το “φύσει” προσπάθησαν να διερευνήσουν νεότεροι διανοητές. Μπορεί να είναι μια ακαθόριστη φυσική ζωτική ορμή, σαν αυτή που υποστήριξε ο H.L.Bergson. Ή να είναι πιο συγκεκριμένη, η απωθημένη ερωτική επιθυμία (S.Freud. H.Markuse). Ξεκινώντας από τον Αριστοτέλη, κατέληξαν οι  G.W.F.Hegel και K.Marx να δουν την περιοδικότητα που υπάρχει στις ιστορικές αλλαγές. Και ο VanDerPol πριν από ένα αιώνα είδε αυτή την περιοδικότητα σα μια ασύμμετρη ταλάντωση (ταλάντωση χάλασης), που βοηθά να κατανοηθούν φυσικά, βιολογικά, ψυχολογικά και κοινωνικά φαινόμενα. Η όρεξη ακολουθεί τους νόμους των ταλαντωτών χάλασης. Έχει αυτονομία, όπως κάθε ταλαντωτής, όπως το ρολόι του τοίχου, αλλά και ανταποκρίνεται σε ερεθίσματα, επιτρέποντας να κατευθύνεται από το Λόγο μας. Πότε είμαστε λοιπόν ελεύθεροι; Όταν οδηγούμαστε από την όρεξη που πηγάζει από μέσα μας ή από την προαίρεσή που διαμορφώνεται από το περιβάλλον μας; Συνεχίζοντας την πορεία μου προς τη συναυλία ή ακολουθώντας το φίλο μου στο γήπεδο;

Αλλοτρίωση σημαίνει ότι υποτάσσω εκούσια τη βούλησή μου στη βούληση κάποιου άλλου. Πώς γίνεται αυτό;

Τόσο η ταλαντούμενη όρεξη όσο και ο Λόγος δέχονται επιδράσεις από το περιβάλλον. Η όρεξη δεν καταστέλλεται.  Περιοδικά πεινάω, διψάω, αφοδεύω, κοιμάμαι, κάνω έρωτα. Η ερωτική διάθεση δεν εξαφανίζεται, θα ικανοποιηθεί με σύντροφο, αυτοϊκανοποίηση ή ονείρωξη. Άλλες ψυχολογικές ταλαντώσεις, αν δεν ικανοποιηθούν οδηγούν στο θάνατο. Ωστόσο, ελέγχονται, ως ένα βαθμό από το Λόγο. Ο λόγος δεν αφανίζει ούτε δημιουργεί· βάζει τάξη σε χρόνο και χώρο. Το 24ωρό μας διαιρείται σε τρία ωράρια, το αισθητό για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών μας, κυρίως στο σπίτι μας, το κοινωνικό, για την ικανοποίηση των κοινωνικών υποχρεώσεών μας στον τόπο της εργασίας μας και το νοητό, για την ικανοποίηση των προσωπικών σκοπών μας, με ουσιαστική συνιστώσα τη φαντασία, οπουδήποτε. Υπάρχουν όμως και παθολογικές ταλαντώσεις της βούλησης που σχηματίζονται με την ανάπτυξη εξαρτημένων αντανακλαστικών. Είναι οι χημικές εξαρτήσεις σαν της ηρωίνης και οι ψυχολογικές εξαρτήσεις σαν του τζόγου. Όλες σχετίζονται με την έκκριση των ορμονών της υπερδιέγερσης (στρες). Αν και η μη ικανοποίησή τους δεν οδηγεί στο θάνατο, ο έλεγχός τους από το Λόγο είναι εξαιρετικά δύσκολος. Από τη σκοπιά της όρεξης, λοιπόν, ελεύθερος δεν είμαι, όταν έχω αναπτύξει παθολογικές ταλαντώσεις, αλλά και όταν υπάρχει καταστολή των φυσιολογικών ταλαντώσεων, όταν μου απαγορεύεται η ικανοποίησή τους. Η όρεξη δεν επιδέχεται αφανισμό.

Το γνωστικό στοιχείο του ανθρώπου είναι εκείνο που τον κάνει να διαφέρει από τα ζώα. Χάρη στην ικανότητά του να αναπτύσσει, μόνος αυτός, δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, στα πλαίσια μιας κοινωνίας, επικοινωνεί με τα λοιπά μέλη όχι μόνο συναισθηματικά, όπως τα άλλα ζώα, αλλά και λογικά, με λόγια. Αυτή η επικοινωνία οδηγεί στο σχηματισμό του νοητού Λόγου, που είναι σχεδόν κοινός για όλα τα μέλη της κοινωνίας. Λόγος δεν σχηματίζεται εκτός κοινωνίας. Η προαίρεση επομένως έχει έντονη κοινωνική συνιστώσα. Χάρη στα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, προσφέρει ευρείες επιλογές. Η διαμόρφωση του “θέλω” μας από την προαίρεση, αν υπερβαίνει τις αντοχές του αυτοματισμού των ταλαντώσεων της βούλησής μας μάς υποδουλώνει. Αν με κάποιο τρόπο στερηθώ το νερό, θα κάνω ό,τι μου ζητηθεί από άλλον για να πιω και να ξεδιψάσω. Είμαι υποχρεωμένος να ενεργώ στα πλαίσια που μου ορίζει ο κοινωνικός περίγυρός μου.

Η ένταξή μου σε μια κοινωνία μου στερεί επομένως ελευθερία. Από την άλλη, αν δεν ενταχθώ σε κοινωνία, δεν επιβιώνω, σαν άνθρωπος τουλάχιστον· είμαι θεός ή θηρίο (Αριστοτέλης). Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, είμαι αλλοτριωμένος στο επαγγελματικό ωράριό μου. Κάνω τότε όχι ό,τι θέλω, αλλά ό,τι θέλει κάποιος άλλος, που μπορεί να είναι και απρόσωπος. Ισχύει ακόμη και στο “ελεύθερο” επάγγελμα, οπότε ενεργώ όπως απαιτεί ο πελάτης. Σε εξαρτημένη εργασία επιπλέον, οι δραστηριότητές μου δεν είναι αρτιωμένες. Δεν εκτελώ ένα ακέραιο έργο, αλλά μέρος του, έτσι που δεν μπορώ να ξεκινήσω κάτι από την αρχή και να το δω τελειωμένο. Κάνω υποχρεωτικά μέρος μόνο της δουλειάς, στο οποίο έχω εξειδικευθεί, έτσι που το εκτελώ αυτοματικά και αποδοτικά. Άλλος κάνει άλλο, άλλος άλλο μέρος και τελικά, προϊόν είναι το ολοκληρωμένο έργο. Κανένας δεν εκτελεί ολόκληρη τη διαδικασία. Αυτό σε αντίθεση με τον ερασιτεχνισμό, όπου, από το σχηματισμό του νοητού σκοπού ως την αξιολόγηση του τελικού έργου γίνονται τα πάντα από εμένα τον ίδιο και μου προσφέρουν την ικανοποίηση της ευδαιμονίας. Αλλά η ερασιτεχνική εργασία γίνεται στο νοητό, όχι στο επαγγελματικό ωράριο. Στο επαγγελματικό ωράριό μας είμαστε αλλοτριωμένοι. Έτσι προοδεύει η κοινωνία. Χάρη σ΄ αυτή την αλλοτρίωση, μπορεί καθένας να ικανοποιεί τις ανάγκες της αισθητής και της νοητής όψης της ύπαρξής του.

Πρόβλεπε ο Αριστοτέλης ότι η δουλεία θα καταργηθεί όταν αρχίσουν οι δουλειές να γίνονται αυτόματα. Σήμερα βαδίζομε προς αυτή την κατεύθυνση. Ο δούλος ήταν ισόβια αλλοτριωμένος διαρκώς. Στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης ο εργαζόμενος ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται αλλοτριωμένα (επαγγελματικό ωράριο) για >14 ώρες. Ήδη εργαζόμαστε αδρά για 4-6 ώρες το 24ωρο. Επιπλέον, σκληροί αγώνες των εργαζομένων επέβαλαν στους εργοδότες πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας κι αυτοί είδαν ότι τέτοιες συνθήκες αύξαιναν την απόδοση της δουλειάς. Βαδίζομε τις τελευταίες δεκαετίες καλπάζοντας σε επέκταση του αυτοματισμού. Μπορώ να φαντασθώ στο εγγύς μέλλον 1 ώρα εργασίας στο 24ωρο. Με τέτοιες συνθήκες όμως, οι αγώνες των εργαζομένων γίνονται ανίσχυροι. Δεν πιέζεται ο εργοδότης αν ο εργαζόμενος δε δουλέψει τη 1 ώρα μόνο που κανονικά εργάζεται. Τέτοια προοπτική οδηγεί σε αλλοτρίωση πια και του ελεύθερου ωραρίου του καθενός. Διότι η ικανοποίησή του εξαρτάται από την απόδοση του επαγγελματικού ωραρίου. Η πολιτική θα μπορούσε να δώσει λύση, με εκπεριτροπής εναλλαγή όλων των πολιτών στους κοινωνικούς ρόλους των αρχόντων, που αποφασίζουν τα “πρέπει” και επιβάλλουν ποινές σε όσους τα παραβαίνουν.

 

Είδη Ελευθερίας

  • Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
  • Κοινή Γνώμη, 25 Φεβρουαρίου 2020

“Είμαι ελεύθερος” σημαίνει μπορώ να κάνω ό.τι θέλω. Όσο περισσότερα μπορώ κι όσο λιγότερα θέλω, τόσο πιο ελεύθερος είμαι. Η ύπαρξή μας είναι τρισυπόστατη. Είναι: το αισθητό (υλικό, σωματικό) Εγώ αντιληπτό από τους αισθητήρες του έμβιου και άβιου κόσμου· το κοινωνικό Εγώ αντιληπτό από το έλλογο περιβάλλον του· και το νοητό (πνευματικό) Εγώ, άμεσα αντιληπτό μόνον από τον εαυτό του.

Το αισθητό Εγώ δεν είναι εντελώς ελεύθερο. Περιορίζεται από τους φυσικούς νόμους. Αν και απαράβατοι, μπορούν, ως ένα βαθμό, να αντιρροπηθούν χάρη στην ανάπτυξη της επιστήμης. Το κρύο αντισταθμίστηκε με τη φωτιά, η τριβή με τον τροχό, η βαρύτητα με αερόστατα, αεροπλάνα πυραύλους, η νόσος με την ιατρική κλπ. Χάρη στην ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, ζούμε σήμερα την πιο ευτυχισμένη περίοδο της ιστορίας, με παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης, δραστική μείωση σε όλο τον πλανήτη των λιμών και λοιμών, του αναλφαβητισμού κλπ.

Η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών υλοποιείται χάρη στην τεχνολογία. Αυτή απαιτεί ολοένα μεγαλύτερη εξειδίκευση, δηλαδή καθένας μπορεί να κάνει καλύτερα από τους άλλους ένα έργο, αλλά, έξω από αυτό, άλλοι κάνουν καλύτερα από αυτόν τα έργα που αυτός έχει ανάγκη. Προκύπτει ολοένα μεγαλύτερη εξάρτηση καθενός από τους άλλους. Η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών διεύρυνε την ελευθερία του αισθητού Εγώ, αλλά συρρίκνωσε την ελευθερία του κοινωνικού Εγώ. Οι φυσικές επιστήμες αναπτύχθηκαν υπερτροφικά συγκριτικά με τις κοινωνικές. Αποστολή των τελευταίων είναι να μελετούν τους κοινωνικούς νόμους. “Τεχνολογία” των κοινωνικών επιστημών είναι η πολιτική. Το πολίτευμα που οδηγεί στη μεγαλύτερη κοινωνική ελευθερία είναι εκείνο που αντικαθιστά τους περιορισμούς που θέτει καθένας σε καθέναν, με τους περιορισμούς που θέτει το απρόσωπο ολοκλήρωμα της βούλησης όλων, η κοινωνία, στον καθένα. Περιορίζομαι όχι από ό,τι θέλει ο οποιοσδήποτε γύρω μου, αλλά από ό,τι επιβάλλει ο νόμος. Καθώς αχώριστο στοιχείο με την πολιτική είναι η οικονομία, το πιο δίκαιο πολίτευμα στηρίζεται στην κοινοκτημοσύνη. Υποστηρίχτηκε από τον Πλάτωνα, εφαρμόσθηκε από τους πρώτους Χριστιανούς και εξακολουθεί να ισχύει σε μοναστήρια, δοκιμάσθηκε πολιτικά και τελικά κατέρρευσε στη Σοβιετική Ένωση, αλλά εξακολουθεί να επιβιώνει σε χώρες όπως η Κίνα, η Κούβα, η Βόρεια Κορέα. Είναι το καθεστώς με τη μικρότερη επιθετικότητα. Οι χώρες αυτές δεν διαθέτουν στρατό έξω από την επικράτειά τους. Η κοινωνία όμως λειτουργεί με απαγορεύσεις (νόμους). Η κοινωνική απαγόρευση, το ολοκλήρωμα των “θέλω” όλων των μελών της κοινωνίας, εσωτερικεύεται αποτελώντας το “πρέπει” του καθενός, που αντιτίθεται στο “θέλω” του νοητού Εγώ, περιορίζοντας την ελευθερία του.

Το “μπορώ” καθενός εξαρτάται βέβαια από την κληρονομική κατασκευή του, αλλά αυξάνεται με την παιδεία του. Η επιβολή ελεγχόμενων εμποδίων, “γυμνασμάτων”, σωματικών και πνευματικών, αναγκάζει να αναπτυχθούν ικανότητες που τα υπερνικούν. Σωματικές είναι η ισχύς (ταχύτητα επί τη δύναμη). Οι πνευματικές αυξάνουν την απόδοση της φυσικής ισχύος που έχει στη διάθεσή του καθένας. Με την παιδεία του αυξάνεται το “μπορώ” καθενός στα πλαίσια των περιορισμών της φύσης και της κοινωνίας. Τι γίνεται όμως με το “θέλω” εκάστου;

Η βούληση του νοητού είναι (Αριστοτέλης) αφενός συνέπεια των γνώσεων, (προαίρεση), υποκείμενη στη δεσποτική εξουσία πάνω της του γνωστικού στοιχείου, και αφετέρου αυτόνομη (όρεξη). Οι ανάγκες μας διαρκώς αυξάνονται, μας κάνουν να δυσανασχετούμε συναισθηματικά, να διαμορφώνεται η δυσανασχέτηση σε βούληση, “θέλω να”, αυτή οδηγεί σε σωματική πράξη που ικανοποιεί ευχάριστα τις ανάγκες, ακολουθεί η ανερέθιστη περίοδος (“θέλω να μη”), που μεταπίπτει βαθμιαία στη σχετική ανερέθιστη περίοδο (“δεν θέλω να”), για να καταλήξει τελικά με την πάροδο του χρόνου, στο “θέλω να”. Στη φάση “θέλω να μη” κανένα ερέθισμα δεν μπορεί να διεγείρει την αντίστοιχη βούληση, ενώ στη φάση “δεν θέλω να” ένα ερέθισμα επισπεύδει τη φάση “θέλω να”. Η ταλάντωση δεν σταματά με τίποτα. Ή ικανοποιείται ή οδηγεί στο θάνατο. Αν δεν φάω, δεν πιω κλπ πεθαίνω. Στην ενήλικη ζωή θα κάνω έρωτα οπωσδήποτε είτε με σύντροφο ή με αυτοϊκανοποίηση ή και απλά με ονείρωξη. Καθώς όμως μια φάση αυτής της ταλάντωσης υπόκειται σε δυνατότητα διέγερσης, μπορούν να τιθασευτούν οι φυσιολογικές ταλαντώσεις. Παράλληλα, υπάρχουν και τεχνητές ταλαντώσεις της βούλησης. Κάποιες ουσίες δρουν όπως οι ενδορφίνες, φυσιολογικές ορμόνες που μειώνουν τον πόνο. Ελαττώνοντας την αίσθηση του πόνου προξενούν ευφορία. Όμως, η παρουσία τους μειώνει την έκκριση των ενδορφινών. Αν τις στερηθεί όποιος τις έχει συνηθίσει, αισθάνεται πόνο, ακόμη και χωρίς σημαντικά ερεθίσματα. Έτσι δημιουργείται παθολογική ταλάντωση που ελέγχεται εξαιρετικά δύσκολα από το γνωστικό στοιχείο της νόησης. Σε παρόμοιο μηχανισμό στηρίζονται όλοι οι περιοδικοί εθισμοί, όπως για ποικίλες ουσίες, τον τζόγο κλπ. Πλήρης έλεγχος του “θέλω”, σημαίνει ένα είδος ελευθερίας, τη μακαριότητα (νιρβάνα). Πρόβλημα των ανθρωπιστικών επιστημών είναι να ανακαλύψουν τους νόμους με τους οποίους μπορεί καλύτερα να αναπτυχθεί το “μπορώ” αφενός και ο έλεγχος των “θέλω” αφετέρου. Σκοπός είναι καλύτερη απόδοση των επιτευγμάτων των φυσικών επιστημών και διέξοδος στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των κοινωνικών επιστημών.

Δεν είναι πια ουτοπία να φαντασθώ δραστική μελλοντική συρρίκνωση του κοινωνικού, επαγγελματικού, ωραρίου προς όφελος του νοητού. Πριν από ένα αιώνα οι εργαζόμενοι έπρεπε να δουλεύουν >14 ώρες το 24ωρο. Ήδη ο Μωυσής είχε βάλει κάποιο φρένο, να εργάζονται οι άνθρωποι 6 μέρες την εβδομάδα. Σήμερα στην Ευρώπη δουλεύομε κατά μέσον όρο 3,7-5,6 ώρες ημερησίως. (1363 ώρες ετησίως Γερμανία, ως 2035 ώρες Ελλάδα). Μπορώ να φαντασθώ με τον αυτοματισμό που αναπτύσσει η τεχνολογία, συρρίκνωση του ωραρίου εργασίας π.χ. στη 1 ώρα ημερησίως, ενώ η παραγωγικότητα θα μένει ίδια ή και μεγαλύτερη. Ο σκοπός της τεχνολογίας ορίζεται από τους άρχοντες. Και τι θα κάνει στο ελεύθερο ωράριό του ο εργαζόμενος; Απαντά ήδη ο Πλάτων (Νόμοι): Θα παίζει, θα πανηγυρίζει, θα τραγουδά, θα χορεύει! “Τὶς οὒν ὀρθότης; παίζοντὰ ἐστιν διαβιωτέον τινὰς δὴ παιδιάς, θύοντα καὶ ἂδοντα καὶ ὀρχούμενον“. Είναι δυνατό; Μια ανώνυμη κοινωνική βούληση στα χέρια της τεχνολογίας μπορεί να ελέγχεται από ένα ελάχιστο αριθμό αρχόντων. Έσχατη υποδούλωση, αφού οι ελάχιστοι θα καθορίζουν το σκοπό της. Απεργία διαμαρτυρίας εργαζομένων, που δουλεύουν 1 ώρα, δεν θίγει τους εργοδότες. Οι ανισότητες που δημιουργεί η δραστηριότητα στο κοινωνικό ωράριο, εσωτερικεύονται επηρεάζοντας τη συμπεριφορά όλων και στο νοητό ωράριό τους. Ο πλούσιος μπορεί να πετυχαίνει το σκοπό του ευκολότερα από το φτωχό. Εναλλακτικά, το “θέλω” του συνόλου των πολιτών ελέγχει τους νόμους με βάση τη δημοκρατική αρχή: Στη δημοκρατία οι άρχοντες κληρώνονται, στην ολιγαρχία εκλέγονται (Αριστοτέλης). Ύψιστη ελευθερία.

 

 

ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Η ιδέα του υπερανθρώπου ξεπήδησε από τον C.Darwin κυρίως, ενισχύθηκε από ερευνητές, όπως ο A.Carrel, φιλοσόφους, όπως ο Nietzsche, και πολιτικούς, που προσπάθησαν να την εφαρμόσουν, όπως ο A.Hitler και ο B.Moussolini. Όπως η φύση εξελίχθηκε από το χάος στην ύλη, τελικά στη ζωή και η ζωή εξελίχθηκε από τα πιο πρωτόγονα κύτταρα ως την κορυφαία δημιουργία της, τον άνθρωπο, έτσι και ο άνθρωπος θα εξελιχθεί σε ένα ανώτερο είδος. Οι μέθοδοι εκτροφής ποικίλων ειδών, με διαρκή επιλογή και κατάλληλη διατροφή έδωσαν ένα υπαινιγμό για το πώς μπορεί να επιτευχθεί. Οι πολιτικοί με την εξουσία τους, προχώρησαν σε αποτελεσματικά μέτρα, όπως ήταν ο αφανισμός των “κατώτερων” ανθρώπων. Τέτοιοι θεωρήθηκαν οι εγκληματίες, οι σχιζοφρενείς, οι Εβραίοι, οι κομμουνιστές, οι Ρομά κλπ. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι, ιδίως ο δεύτερος, έδειξαν τον ασύλληπτο όλεθρο στον οποίον οδηγεί μια τέτοια ιδέα. Εναλλακτική ιδέα είναι βέβαια όχι να βελτιωθεί το είδος “άνθρωπος”, αλλά να προχωρήσει σε μια υπερανθρώπινη οργάνωση, την κοινωνία. Αυτή η ιδέα όμως αντιστρατεύεται τη βασική ιδεοληψία των κρατούντων, που θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι πολύ κοντά στον Υπεράνθρωπο, ενώ η εξέλιξη της κοινωνίας απαιτεί τη δημιουργία συνθηκών που ευνοούν το σύνολο της ανθρωπότητας.

Πέρα από τις παραπάνω σκέψεις όμως, αναρωτήθηκα χωρίς απάντηση. Μήπως, χωρίς ειδική προσπάθεια, το όνειρό τους μοιάζει να ευοδώνεται; Τι σημαίνει αυτό; Βασικά, ονειρεύονταν ανθρώπους με περισσότερη δύναμη. Και σήμερα βλέπω τους νέους της γενιάς μετά από εμένα και μου φαίνονται να περνούν ένα κεφάλι εκείνους της γενιάς πριν από εμένα. Πιο συγκεκριμένα, οι άντρες στην Ελλάδα το 1914 είχαν μέσο ανάστημα περί τα 1,62 μέτρα, ενώ σήμερα κατά μέσο όρο είναι 1,77. Πολύ εντυπωσιακά είναι τα αποτελέσματα της μελέτης και για τις Ελληνίδες, οι οποίες από τα 1,50 μέτρα που ήταν κατά μέσο όρο το 1914 έφθασαν πλέον στα 1,65. Και ακόμη, παρακολουθώντας τους Ολυμπιακούς αγώνες βλέπομε κάθε φορά να καταρρίπτονται πολλά ρεκόρ των προηγούμενων Ολυμπιάδων. Από τους σκελετούς, φαίνεται ότι ως το 1800 η αύξηση του αναστήματος των ανθρώπων δεν άλλαζε σημαντικά από προϊστορικούς χρόνους. Ο άνθρωπος “βελτιώνεται”. Πώς έγινε αυτό το θαύμα; Και τι συνέπειες έχει;

Από άποψη υγείας, δεν φαίνεται να υπάρχουν ουσιαστικά πλεονεκτήματα με το να είναι οι άνθρωποι ψηλοί. Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι άτομα μικρού μεγέθους είναι πιθανότερο να έχουν χαμηλότερη αρτηριακή πίεση και είναι λιγότερο πιθανό να αποκτήσουν καρκίνο. Οι κοντύτεροι άνθρωποι θεωρούνται ότι έχουν κάποιο πλεονέκτημα σε ορισμένα αθλήματα (π.χ. ξιφασκία, οδήγηση αυτοκινήτων κτλ.), ενώ οι ψηλότεροι άνθρωποι σε κάποια άλλα αθλήματα (μπάσκετ) έχουν σημαντικό πλεονέκτημα. Από άποψη μακροζωίας τα δεδομένα είναι αβέβαια. Το υπερβολικό ύψος σε ασυνήθιστα άτομα παρουσιάζει προβλήματα. Η καρδιά πρέπει να κάνει υπερβολική προσπάθεια για να στείλει το αίμα τόσο ψηλά στο κεφάλι, ενώ ο χρόνος μετάδοσης των ερεθισμάτων από τα πόδια στον εγκέφαλο επιμηκύνεται κάποια κλάσματα του δευτερολέπτου, που ενδέχεται να είναι κρίσιμα. Πνευματικά δεν έχει δειχθεί να έχει κάποια πλεονεκτήματα το ανάστημα. Βέβαια, στις προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών, ο ψηλότερος υποψήφιος κέρδισε 22 από τις 25 φορές τον 20ό αιώνα. Αυτό δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι οι ψηλοί υποψήφιοι ήταν ευφυέστεροι ή το παρουσιαστικό τους ήταν πιο πειστικό, Εξάλλου, αρκετοί ισχυροί ηγέτες του κόσμου του 20ου αιώνα, όπως οι Ле́нин, Moussolini, Ceaușescu και Ста́лин ήταν κάτω από το μέσο ύψος.

Το ανάστημα και, γενικά ο σωματότυπος κάθε ανθρώπου εξαρτάται αφενός από την κληρονομικότητα (υψηλοί γονείς κάνουν ψηλά παιδιά) και αφετέρου από περιβαλλοντικούς παράγοντες, ιδίως το είδος της διατροφής. Τα παιδιά μου τρώνε κρέας τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας. Όταν ήμουν παιδί τρώγαμε κρέας μια φορά την εβδομάδα και την εποχή των παππούδων μου έσφαζαν το αρνί το Πάσχα και το χοίρο τα Χριστούγεννα ή την Αποκριά. Άντε και κάνα δυο φορές επιπλέον το χρόνο σε μια γιορτή. Γενικά, τα έθνη που καταναλώνουν περισσότερη πρωτεΐνη με τη μορφή κρέατος, γαλακτοκομικών προϊόντων, αβγών και ψαριών τείνουν να έχουν μεγαλύτερο μέσο ύψος, ενώ εκείνα που καταναλώνουν περισσότερη πρωτεΐνη από δημητριακά τείνουν να έχουν χαμηλότερο. Μετανάστες από φτωχές χώρες με κοντούς ανθρώπους σε πλούσιες χώρες αναπτύσσουν σαφώς μεγαλύτερο ανάστημα από τους ομοεθνείς τους που άφησαν πίσω. Η σημασία του τρόπου διατροφής για την ανάπτυξη δεν αμφισβητείται. Είναι όμως μόνο αυτό; Αναρωτιέμαι, κάποτε οι αγελάδες έβοσκαν στο λιβάδι κι όταν έτρωγαν όλη τη βοσκή, περπατούσαν για να βρουν αλλού να φάνε. Σήμερα το κρέας μας προέρχεται από μοσχάρια που ζουν ακίνητα στο στάβλο, τρέφονται με άφθονη τροφή χωρίς να την καταναλώνουν περπατώντας, ενώ, με τη χρήση αυξητικών ορμονών, μεγαλώνουν περισσότερο και ταχύτερα, έτσι που το κρέας που παράγουν αντισταθμίζει την αγορά ζωοτροφής που παλιά παρεχόταν δωρεάν στο βοσκότοπο. Δεν ξέρω και δεν βρήκα στοιχεία (ομολογουμένως δεν έψαξα και πολύ), όταν τρώμε μοσχαράκι, καταπίνομε και υπολείμματα από τις αυξητικές ορμόνες με τις οποίες είχε ποτισθεί; Κι οπωσδήποτε, λαβαίνομε, μαζί με το κρέας, και αρκετά, άγνωστο πόσα, αντιβιοτικά. Η δημιουργία ανθεκτικών μικροβίων οφείλεται ίσως περισσότερο στη μάλλον ανεξέλεγκτη χρήση αντιβιοτικών στα ζώα παρά στους ανθρώπους, όπου ελέγχεται κάπως καλύτερα. Αναρωτιέμαι μήπως, αντί να δημιουργούμε με τον τρόπο ζωής μας υπερανθρώπους, δημιουργούμε υπερμικρόβια.

Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι, τι εννοούμε Υπεράνθρωπος; Και τι επιδιώκουν οι ευγονιστές, πέρα από το να αποφευχθούν καταστροφικά κληρονομικά νοσήματα, όπως η αιμορροφιλία και μερικά άλλα; Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που μπορεί να επιλέγει πόσο αγελαία και πόσο κοινωνικά επιθυμεί να ζει. Δεν είναι ούτε μονήρες ούτε αγελαίο ούτε κοινωνικό, αλλά πολιτικό ζώο. Και η ανάπτυξη της πολιτείας απαιτεί τη μεγαλύτερη δυνατή ποικιλία ατόμων που την αποτελούν. Από την αρμονική συμβίωση τόσο μεγάλης ποικιλίας, με όρους μιμητικούς, συμπληρωματικούς και ανταγωνιστικούς θα εξαρτηθεί η εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας που μπορεί να εξασφαλίζει στα μέλη της τις συνθήκες που ευνοούν την ευδαιμονία τους. Τα μέλη μιας πολιτείας δεν είναι ίσα, με την έννοια της ισοπέδωσης, αλλά ούτε και άνισα, έτσι που να επιτρέπεται στον ένα να διατάζει, ενώ ο άλλος υποχρεώνεται να υπακούει. Η διαφορά σε καταγωγή, σε πλούτο, αλλά ακόμη και σε μυϊκή ισχύ, ευφυΐα, ωραιότητα, καλή προαίρεση κλπ δεν επιτρέπεται να μεταφράζεται σε πολιτική ανισότητα. Καθένας μπορεί να είναι ανώτερος από τους άλλους για συγκεκριμένο πολιτειακό ή επαγγελματικό ρόλο, αλλά σε άλλο ρόλο είναι άλλος. Όλοι εξίσου απαραίτητοι.

 

 

 

 

Ελευθερία

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 19 Φεβρουαρίου, 2020.

Είμαι ελεύθερος σημαίνει, πολύ αδρά, μπορώ να κάνω ό,τι θέλω. Μαθηματικά εκφράζεται αυτό με την ισότητα: Ελευθερία = Μπορώ – Θέλω. Όσα περισσότερα μπορώ και όσα λιγότερα θέλω, τόσο πιο ελεύθερος είμαι. Ο ορισμός του Αριστοτέλη περιλαμβάνει το παραπάνω, αλλά προσθέτει και πολιτική ισότητα: “Ἓν μὲν τὸ ἐν μέρει ἂρχειν καὶ ἂρχεσθαι…ἓν δὲ  τὸ  ζῆν  ὡς βούλεταἱ  τις“. Και ο Kant διευκρινίζει ότι, για να είμαι ελεύθερος, δεν αρκεί να μην κάνω ό,τι μου επιβάλλουν οι άλλοι, αλλά και να κάνω ό,τι εγώ θέλω, θετική ελευθερία. Όλοι πάντως ξέρομε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλομε. Αντιμετωπίζομε ποικίλους περιορισμούς. Ποιοι είναι αυτοί;

Η ύπαρξή μας είναι τρισυπόστατη. Εγώ είμαι το αισθητό, το νοητό και το κοινωνικό Εγώ. Καθεμιά υπόστασή μου γεννήθηκε και θα πεθάνει σε διαφορετικό χρόνο από τις άλλες. Διαθέτουν, επομένως, ικανή αυτονομία η καθεμιά. Το αισθητό Εγώ αφορά τη σχέση μου με το φυσικό περιβάλλον. Είναι περίπου το σώμα μου, η ανατομία και η λειτουργία του. Προφανώς περιορίζεται από τους φυσικούς νόμους. Δεν μπορώ να απαλλαγώ από το σιδερένιο σφίξιμό τους. Κι όμως, οι άνθρωποι, έχοντας αναπτύξει την Επιστήμη, την κοινωνική γνώση μας, μπορούμε, όχι βέβαια να καταργούμε, αλλά να αντισταθμίζουμε σε σημαντικό βαθμό τους φυσικούς περιορισμούς μας. Αντισταθμίσαμε το κρύο με τη φωτιά, την τριβή με τον τροχό, τη βαρύτητα με αερόστατα, αεροπλάνα, πυραύλους, τις αρρώστιες με την ιατρική. Το κοινωνικό Εγώ αφορά τη σχέση μου με το έλλογο, κοινωνικό, περιβάλλον μου. Είμαι ένα ακέραιο άτομο (σε αντιδιαστολή προς το αισθητό Εγώ μου που μπορεί να είναι ακρωτηριασμένο), μέλος, όπως όλα τα άλλα, μιας κοινωνίας. Η κοινωνία έχει νόμους, όπως της φυσικής, που περιορίζουν την ελευθερία μου, το θέλω μου. Οι κοινωνικοί νόμοι εκφράζονται και επιβάλλονται από τους άρχοντες. Και εδώ είναι που έχει δίκιο ο Αριστοτέλης. Ενμέρει άρχοντες και ενμέρει αρχόμενοι. Ακόμη και αν η ρήση του σημαίνει εκπεριτροπής άρχοντες και αρχόμενοι, στη φάση των αρχομένων η ελευθερία μας είναι εξορισμού μικρότερη από των αρχόντων.

Έμεινε το νοητό Εγώ. Είναι άμεσα αντιληπτό μόνο από το ίδιο. Οι άλλοι απλώς το νοούν, το συμπεραίνουν, από τη φυσική και κοινωνική συμπεριφορά του. Έτσι άβατο από τους άλλους, έχει τη δυνατότητα να είναι απέραντα ελεύθερο. Και διαθέτει γι΄ αυτό το σκοπό, το κατάλληλο όπλο, τη φαντασία. Αχαλίνωτη, εκφράζεται πλήρως στα όνειρά μας, στον ύπνο. Πόσο ελεύθερο είναι πραγματικά το νοητό Εγώ;

Έχει το νοητό Εγώ τρία στοιχεία, το γνωστικό (είσοδο), το συναισθηματικό (συνδετικό) και το βουλητικό (έξοδο) στοιχείο. Η βούληση, μαζί με το συναίσθημα, διεγείρονται διττά, αφενός από τη γνώση, δηλαδή το οργανωμένο ολοκλήρωμα των ερεθισμάτων που δεχόμαστε από τον έξω κόσμο και αφετέρου αφεαυτών, με μια ταλάντωση σαν του ρολογιού που δείχνει την ώρα χωρίς να δέχεται από πουθενά ερεθίσματα. Θέλομε να απαλλαγούμε από ένα επώδυνο ερέθισμα, ένα αγκάθι που μας αγκυλώνει, αλλά και θέλομε να φάμε είτε διότι βλέπομε ένα ορεκτικό έδεσμα είτε επειδή απλώς πέρασε η ώρα και περιοδικά, αυτόματα, πεινάμε, όπως περιοδικά διψάμε, θέλομε να κάνουμε έρωτα κλπ. Πότε θα λέγαμε πως η βούλησή μας είναι ελεύθερη; Όταν διεγείρεται από εξωτερικές αιτίες ή όταν αυτοδιεγείρεται; Οι άνθρωποι εκτός από πρωτοβάθμια νόηση, που την έχουν και όλα τα άλλα ζώα που διαθέτουν εγκέφαλο, έχομε και δευτεροβάθμια νόηση. Ξέρομε τι γνωρίζομε (ή αγνοούμε), τι θέλομε (ή δεν θέλομε), αν νοιώθουμε ευχάριστα ή δυσάρεστα. Αντίστοιχα, θέλομε να θέλουμε, και να μη θέλουμε κάτι, αισθανόμαστε ευχάριστα αν ευχαριστιόμαστε ή αν δυσαρεστιόμαστε. Φαίνονται περίεργες αυτές οι αντιφάσεις, αλλά έτσι λειτουργούμε. Ο Σωκράτης ήξερε πως δεν ξέρει τίποτε. Ο ηρωινομανής θέλει να μη θέλει να πάρει τη δόση του. Και ο μάντης χαίρεται υποφέροντας που η ολέθρια πρόγνωσή του επαληθεύθηκε. Η δευτεροβάθμια γνώση μας αντιστοιχεί στη δύσκολα οριζόμενη συνείδηση ή αυτογνωσία, στο Λόγο, που μόνον οι άνθρωποι διαθέτομε. Και το δευτεροβάθμιο συναίσθημα και βούληση αντιστοιχούν στο σκοτεινό υποσυνείδητο της ψυχανάλυσης που παρακάμπτει τη συνείδηση. Δευτεροβάθμια, μοναδικά ανθρώπινη βούληση, είναι ο Σκοπός, που ελέγχεται από τη συνείδηση. Δεχόμενος αυτές τις αντιφάσεις, θεωρώ ότι ελεύθερος είμαι όταν άρχει πάνω στην υπόλοιπη νόησή μου η συνείδηση. Αυτό σημαίνει πως δεν είμαι ελεύθερος όταν ισχυρά ερεθίσματα διεγείρουν το γνωστικό στοιχείο μου που κατευθύνει τη δευτεροβάθμια γνώση μου. Όταν ο αφέντης με υποχρεώνει με το βούρδουλα ή με ένα πιστόλι στον κρόταφό μου, να κάνω ό,τι αυτός θέλει, προφανώς δεν είμαι ελεύθερος. Και δεν είμαι ελεύθερος, όταν η συναισθηματική/βουλητική ταλάντωσή μου είναι τόσο ισχυρή, που είναι αδύνατο να τη χαλιναγωγήσει η συνείδησή μου. Όταν πεινώ ή διψώ αφόρητα ή όταν, εθισμένος στην ηρωίνη, έλθει η ώρα της δόσης μου, δεν είμαι ελεύθερος.

Τα παραπάνω ανάγονται αναλογικά στην κοινωνική οργάνωση. Όταν ένας ξένος στρατός είναι πάνω στη χώρα μου ή όταν βρίσκεται δίπλα μου μια ένοπλη οργάνωση, που δεν την ελέγχω, ενώ εγώ είμαι άοπλος, δεν είμαι ελεύθερος. Προφανές είναι επίσης ότι, όταν πάμφτωχος δεν έχω φαγητό να φάω, ρούχα να ντυθώ, στέγη να κοιμηθώ, δεν είμαι ελεύθερος. Δεν είμαι ελεύθερος, όταν δεν έχω πρόσβαση στην εξουσία. Όταν η κοινωνική ελευθερία μου περιορίζεται από τους σκοπούς κάποιου άλλου, δεν είμαι ελεύθερος. Αυτό συμβαίνει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, καθώς και σε συνθήκες κατοχής. Όταν η κοινωνική ελευθερία μου περιορίζεται από τις αυτόματες, ανεξέλεγκτες ταλαντώσεις του θυμικού μου, προφανώς δεν είμαι κοινωνικά ελεύθερος, Αυτό συμβαίνει στην οχλοκρατία, όπου καθένας κάνει ό,τι θέλει, χωρίς κοινωνικό έλεγχο, χωρίς κανόνες, χωρίς νόμους. Κοινωνικά ελεύθερος είμαι μόνον όταν ενεργώ με βάση κανόνες που έχω προαποφασίσει ο ίδιος, μαζί με τους υπόλοιπους συμπολίτες μου. Αυτό ισχύει στο πολίτευμα που ονομάζεται δημοκρατία. Και όταν λέω προαποφασισμένους κανόνες από εμένα τον ίδιο, δεν εννοώ βέβαια διαμέσου πληρεξουσίου στον οποίον έχω υπογράψει λευκή επιταγή.

Στην κοινωνία οι περιοριστικοί κανόνες (νόμοι) αποφασίζονται από τους άρχοντες, που έχουν εξουσία, δηλαδή δυνατότητα να επιβάλλουν τους νόμους ακόμη και με χρήση βίας. Υπάρχουν τρεις ιδανικά ανεξάρτητες εξουσίες: Η εκτελεστική (κυβέρνηση) που εισηγείται νόμους, σκοπούς, για την τεράστια ποικιλία θεμάτων που απασχολούν μια πολιτεία και απαιτεί ειδικές γνώσεις. Η βουλητική (βουλή) που εκφράζει τη βούληση του λαού με τους αυτοματισμούς και τις προαιρέσεις των πολιτών και εγκρίνει τους νόμους. Και η δικανική (δικαιοσύνη) που εξετάζει αν τηρούνται οι νόμοι από τους πολίτες και τις τρεις εξουσίες.

 

 

 

 

Κληρονομικότητα και Περιβάλλον

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 18 Φεβρουαρίου 2020

Τὰ πάντα ρεῖ” (Ηράκλειτος). Μεταβάλλονται διαρκώς τα πάντα, αλλά έχουν κατεύθυνση. Ο μόνος νόμος της Φυσικής που έμεινε αλώβητος μετά την επιστημονική επανάσταση των αρχών του περασμένου αιώνα είναι εκείνος της εντροπίας, που σε μια εκλαϊκευμένη διατύπωση λέει ότι τα πάντα στον κόσμο βαδίζουν μονόδρομα από την τάξη προς την αταξία. Κι όμως, η απλή παρατήρηση του σύμπαντος μας πληροφορεί το αντίθετο. Από το Χάος γεννήθηκαν Γαλαξίες, μέσα τους ηλιακά συστήματα με κεντρικό αστέρι και πλανήτες, σε έναν από αυτούς που γνωρίζομε καλύτερα, ζωή, η ζωή οργανωνόταν διαρκώς από τα ατελέστερα προς τα τελειότερα ζώα, έφθασε στο τελειότερο από όλα, τον άνθρωπο, αυτός οργανώθηκε σε κοινωνίες. Σε όλη αυτή την πορεία, είχαμε διαρκώς δημιουργία τάξης από την αταξία. Ο χρόνος (Κρόνος) με τη ροή (Ρέα) εξέφραζαν την αταξία, ο γιος τους, ο Δίας, την τάξη. Και στη Βίβλο διαβάζομε πως δημιουργήθηκε ο κόσμος από το χάος μέσα σε 6 διαδοχικούς χρονικούς σταθμούς, από τις ατελέστερες προς τις τελειότερες υπάρξεις ως το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο. Η Φυσική το εξηγεί. Σε ένα κλειστό σύστημα είναι δυνατή η μετάπτωση από την αταξία στην τάξη, αλλά με τίμημα μεγαλύτερη αταξία στο περιβάλλον που εμπεριέχει το κλειστό σύστημα. Έτσι κι αλλιώς τα πάντα εξελίσσονται.

Η εξέλιξη είναι αποδεκτή πρακτικά από όλους. Κι όμως οι πιο συντηρητικοί, που τους αρέσει να βλέπουν ότι τίποτε δεν αλλάζει, όπως ήταν παλιά ο Πυθαγόρας και ο Πλάτων, βλέπουν τουλάχιστον ένα πυρήνα που μένει αναλλοίωτος. Και φθάνομε στην εξέλιξη των ειδών και του ανθρώπου. Ο Darwin ήταν εκείνος που απέδειξε με επιστημονικό τρόπο την εξέλιξη των ειδών που και άλλοι, λιγότερο πειστικά, την είχαν παρατηρήσει. Δέχθηκε λυσσασμένες αντιδράσεις από “συντηρητικούς”, θρησκευτικούς κυρίως, κύκλους, που παίρνοντας κατά γράμμα τη Γένεση, θεωρούν ότι η Δημιουργία έγινε σε 6 γήινες μέρες κι από κει τέρμα. Δέχθηκε αντιδράσεις όμως και από “προοδευτικούς” κύκλους για λόγους που θα δούμε στη συνέχεια. Σ΄ αυτή την εξέλιξη των ειδών παίζουν ρόλο κάποιος δεδομένος παράγοντας, που δημιουργεί ποικιλίες, και το περιβάλλον που επιλέγει από τις ποικιλίες εκείνη που είναι καλύτερα προσαρμοσμένη στο περιβάλλον και γι΄ αυτό επιβιώνει, ενώ οι άλλες χάνονται. Έτσι, επιβιώνουν διαρκώς τα καλύτερα προσαρμοσμένα στο περιβάλλον είδη. Δεν μπόρεσε όμως ο μεγάλος αυτός επιστήμονας να διευκρινίσει γιατί δημιουργούνται ποικιλίες. Αυτή η επικράτηση του ισχυροτέρου άρεσε βέβαια στους ισχυρούς. Σύμφωνη με αυτή την άποψη είναι η στάση του Πλάτωνα, του Nietzsche, των φασιστών που θεωρούν τη φυλή τους ανώτερη από των άλλων και των ναζιστών, που φθάνουν στο σημείο να επιδιώκουν την εξόντωση αυτών που νομίζουν κατώτερους, αλλά και του νεοφιλελεθερισμού, όπως τον στέριωσε η θεωρητικός του, η Ayn Rand. Γι΄ αυτούς τους λόγους δεν αρέσει η Δαρβινική επιλογή στους “προοδευτικούς”. Αντίθετα, ο Χριστιανισμός πιστεύει στην ενίσχυση των ασθενών. “Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι“. Ποιος είναι σωστός;

Η σύγχρονη βιολογία προχώρησε στη γνώση της κληρονομικότητας, που είναι ένας σταθερός αναλλοίωτος πυρήνας στην εξέλιξη, με την ανακάλυψη ειδικών αναλλοίωτων μορίων (DNA). Αν θέλουμε να αποκτήσουμε κότες που γεννούν πολλά (ή μεγάλα) αυγά, επισημαίνομε όσες κάνουν έτσι, φυλάμε τα αυγά τους χωρίς να τα κάνουμε ομελέτα και αυτά τα βάζομε να επωάζουν οι κλώσες (ή οι εκκολαπτικές μηχανές). Μετά από μερικές γενιές με συνεχείς επιλογές, ίσως θα επιτύχουμε να κάνουμε κότες που γεννούν περισσότερα ή μεγαλύτερα αυγά από το μέσον όρο. Το ίδιο, αν επιλέγουμε ανθρώπους με τις ιδιότητες που θέλομε (υγιείς, μυώδεις, ωραίους, ευφυείς, θαρραλέους και ό,τι άλλο μας αρέσει) μπορούμε να τους βάζουμε να ζευγαρώνουν με τα αρεστά χαρακτηριστικά για πολλές γενιές και, ακόμη πιο αποτελεσματικά, εξοντώνομε όσους έχουν τα αντίθετα. Θα φτιάξουμε έτσι έναν ιδανικό υπεράνθρωπο.

Από καθαρά βιολογική σκοπιά, όμως, η λογική του Darwin έχει διπλή ανάγνωση. Δεν ασχολείται με την αρχική ποικιλία με την οποίαν ξεκινά η όλη διαδικασία της επιλογής. Το διαρκές ξεδιάλεγμα καταλήγει ιδανικά σε μία, την επιδιωκόμενη μορφή. Με οποιονδήποτε τρόπο και αν δημιουργούνται οι ποικιλίες, αν τις ενισχύσουμε έτσι που να επιβιώνουν όσο γίνεται περισσότερες, έχομε μεγαλύτερη στατιστική πιθανότητα, ανάμεσά τους να συναντήσουμε ένα απρόβλεπτα ανώτερο είδος.

Μεταφέροντας αυτές τις σκέψεις στην ανατροφή των παιδιών, η ακραία συντηρητική σκέψη είναι να προγραμματίσουμε δύο ειδών εκπαιδεύσεις. Διακρίνομε από νωρίς ποια παιδιά είναι ιδιαίτερα ικανά και σ΄ αυτά επικεντρωνόμαστε εκπαιδευτικά για να δημιουργήσουμε μια κρίσιμη κάστα ανθρώπων με υψηλές προδιαγραφές, σοφούς, που, αν αυτοί κυβερνήσουν μια πολιτεία, αυτή, πιστεύομε, θα πάει καλά. Στα υπόλοιπα παιδιά παρέχομε εκπαίδευση τόση όση χρειάζεται για να πειθαρχούν στα κελεύσματα της πνευματικής αριστοκρατίας που θα έχουμε δημιουργήσει. Καλούς χειρώνακτες (ή και πνευματικούς) εργαζομένους που να μπορούν να αποδίδουν όσο γίνεται καλύτερα. Αυτό όμως μοιάζει με αδικία, ανισότητα. Υπάρχει λοιπόν και η αντίθετη άποψη. Δίνομε σε όλα τα παιδιά την ίδια ακριβώς εκπαίδευση, προσπαθώντας να τα κάνουμε όλα ίσα μεταξύ τους. Στο κάτω κάτω, εκπαίδευση σημαίνει να μάθει ο μαθητής να κάνει κάτι που δεν μπορούσε να το κάνει πριν εκπαιδευθεί. Φοβούμαι ότι και αυτή η λύση είναι εξίσου απαράδεκτη. Σημαίνει ισοπέδωση, ενδεχομένως κατάλληλη για άλλου είδους ολοκληρωτισμούς. Μάλιστα, καθώς ο δάσκαλος θα πρέπει να προσπαθεί να προχωρεί μια τάξη όλη μαζί με τον ίδιο ρυθμό, θα είναι μια ισοπέδωση προς τα κάτω. Φανταστείτε το σχολείο, όπου υπάρχουν Ελληνάκια και αλλοδαπάκια που δεν ξέρουν καν τη γλώσσα. Ο δάσκαλος καθυστερεί ολόκληρη την τάξη για να παρακολουθούν όλα τα παιδιά εξίσου. Υπάρχει άλλη σκέψη;

Δημοκρατική θέση είναι η παραδοχή της ποικιλίας. Δεν ξέρω αν από κληρονομικότητα ή από την οικογενειακή παιδεία σε πολύ μικρή ηλικία, κάθε παιδί έχει ένα ταλεντάκι ή έστω μια ιδιαίτερη προτίμηση. Κανένα δεν είναι καλύτερο από τα άλλα σε όλους τους τομείς. Καθένα, είτε επειδή του αρέσει είτε επειδή έχει ταλέντο, έχει ιδιαίτερα καλές επιδόσεις σε κάποιον τομέα, καλύτερες από το μέσο όρο. Δουλειά του δασκάλου, της παιδείας γενικότερα, πέρα από κάποια ελάχιστα εφόδια, αναγκαία για την απόκτηση ικανοτήτων (π.χ. ανάγνωση, γραφή, μαθηματικά, χρήση υπολογιστών κλπ), να δώσει ιδιαίτερη έμφαση σε κάθε παιδί ανάλογα με την κλίση (και κλήση) του. Με αυτό τον τρόπο προσδοκάται να σχηματισθεί αργότερα στην κοινωνία ένα σύνολο πολιτών με μεγάλη ποικιλία ικανοτήτων, τέτοια που συνδυαζόμενες να μπορούν να συμβάλλουν σε ένα ανώτερο κοινό σκοπό, ωφέλιμο για όλους.

 

 

 

ΑΙΣΘΗΤΟΣ ΚΑΙ ΝΟΗΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 13 Φεβρουαρίου 2020

Είμαι ερμητικά κλεισμένος στον εαυτό μου. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι σκέφτομαι, τι νιώθω, τι θέλω. Ο εσωτερικός κόσμος μου όμως έχει παράθυρα, τις πέντε αισθήσεις μου. Από αυτά εισδύει μέσα μου ο έξω, ο αισθητός, κοινόχρηστος, κόσμος φιλτραρισμένος. Από ό,τι εισάγεται διαμορφώνω το εσωτερικό, το νοητό Εγώ μου. Ο μέσα μου κόσμος είναι αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, που είναι αισθητή από όλους τους άλλους, όσους σκέφτονται όπως εγώ. Διαφέρει αυτό το είδωλο από τον πρότυπο περίγυρό μας;

Ο Πυθαγόρας θεώρησε πως πραγματικός κόσμος είναι ο νοητός. Ό,τι μοιάζει να αλλάζει, όπως η θέση των πλανητών στον ουρανό, οι αριθμοί, οι μελωδίες, απλώς κάνουν κύκλους ή συμμετρικές επαναλαμβανόμενες αρμονικές κινήσεις. Και ο Πλάτων υποστήριξε πως ο νοητός κόσμος είναι αιώνιος, αναλλοίωτος, επομένως αληθινός, ενώ ο αισθητός είναι ένα φθαρτό κακέκτυπό του. Στα άκρα αυτός ο συλλογισμός φθάνει στο στοιχειώδες αίτημα της τυπικής λογικής, την ταυτότητα: Κάθε τι είναι ο εαυτός του και δεν είναι ό,τι αυτό δεν είναι. Η πρόταση μάς φαίνεται τόσο αυτονόητη, που δεν καταλαβαίνομε εύκολα τι λέει. Μοιάζει περιττή. Το σημαντικό στοιχείο της όμως φαίνεται αν δούμε την αντίθετη πρόταση. Ο Ηράκλειτος υποστήριξε τα εντελώς αντίθετα. Τα πάντα ρέουν και δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στον ίδιο ποταμό· τη δεύτερη φορά θα είναι άλλα νερά. Με άλλα λόγια, τίποτε δεν είναι ο εαυτός του! Παράδοξο ακούεται, καθώς είμαστε ποτισμένοι με την, όπως νομίζομε, αυτονόητη θέση της τυπικής λογικής. Και ήλθε η ευρεία αντίληψη του Αριστοτέλη να διαπιστώσει τη διαλεκτική λογική, καταγόμενη ήδη από τον Αναξιμένη.

Σημαντική διαφορά του νοητού από τον αισθητό κόσμο είναι ότι στον πρώτο δεν υπάρχει χρόνος. Η αιτία δεν προηγείται χρονικά από το αποτέλεσμα. Αν ένα σχήμα είναι τρίγωνο (αιτία), το άθροισμα των γωνιών του είναι δύο ορθές γωνίες (αποτέλεσμα). Καθώς όμως δεν υπάρχει χρόνος, ισχύει και ο αντίστροφος συλλογισμός: Αν ένα σχήμα έχει γωνίες που το άθροισμά τους είναι δύο ορθές, αυτό είναι τρίγωνο. Στον αισθητό κόσμο όμως υπάρχει χρόνος. Έτσι, τα πάντα αλλάζουν και η αιτία προηγείται πριν από το αποτέλεσμα. Τελικά φθάνομε στη διαλεκτική λογική που μας επιφυλάσσει εκπλήξεις. Όταν η ποσοτική συσσώρευση ενός πράγματος γίνεται οριακή, συνεπάγεται την ποιοτική μεταβολή του ίδιου πράγματος. Συγχρόνως ισχύει η ενότητα των αντιθέτων. Το καθετί εμπεριέχει δυνάμει την άρνησή του η οποία όμως είναι όρος της ύπαρξής του. Μετά από δυο χιλιάδες χρόνια ο Hegel κατανόησε τη διαλεκτική λογική: Ναι, κινούνται κυκλικά, Πυθαγόρεια, τα φαινόμενα, αλλά και προχωρούν και αλλάζουν Ηρακλειτικά. Προκύπτει ο κοχλίας, η ελικοειδής, αντί της κυκλικής, κίνηση. Κάθε σπείρα κινείται από μια θέση σε μια αντίθεση και προχωρεί στη σύνθεση που είναι νέα θέση για την επόμενη σπείρα. Ο Marx υιοθέτησε το πρότυπο του Hegel, όχι όμως στο νοητό, αλλά στον αντικειμενικό, πραγματικό κόσμο. Πάνω στη διαλεκτική λογική στήριξε τον ιστορικό υλισμό με τον οποίον προσπάθησε να ερμηνεύσει την ιστορία του κόσμου. Σήμερα όλοι, αριστεροί και δεξιοί, είμαστε μαρξιστές. Κατά τον Marx, οι κύριες δυνάμεις που αντιπαλεύουν είναι η δεξιά και η αριστερά. Και όλοι το δεχόμαστε, εντάσσοντας τον εαυτό μας άλλοι στη δεξιά και άλλοι στην αριστερά. Ο Van der Pol, φυσικός αυτός, έκανε το επόμενο πρότυπο, τις ταλαντώσεις χάλασης, που ερμηνεύουν όλα τα φαινόμενα που υποστήριξε ο Marx, και πιο παλιά ο Αριστοτέλης, σε φυσικό, βιολογικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο οργάνωσης και επιπλέον είχε μαθηματική έκφραση. Και φθάνω στο πολιτικό επίπεδο που μας καίει.

Η πολιτεία αποσκοπεί στην ευδαιμονία των πολιτών που την απαρτίζουν, είναι η θέση του Αριστοτέλη. Αυτό απαιτεί μια σταθερή, αστασίαστη, πολιτεία. Ο Πλάτων τη φαντάστηκε με φασιστικά στεγανό διαχωρισμό τριών τάξεων, με κομμουνιστική κοινοκτημοσύνη και με πρωτοφανή για την εποχή του δημοκρατία, χωρίς δούλους και με ισότητα των φύλων. Είχε επίγνωση ότι αυτή είναι μια πολιτεία του νοητού κόσμου, άρα δεν μπορεί να υπάρχει σε κανένα τόπο. Ου-τοπία! Ο πραγματιστής Αριστοτέλης όμως είδε με τη διαλεκτική λογική την πολιτική, όπως την είδε αργότερα και ο Marx: Για να μένει σταθερή, αστασίαστη, μια πολιτεία, πρέπει διαρκώς να αλλάζει!

Υπάρχουν δύο δυνάμεις που διέπουν την πολιτεία: η βούληση του λαού, η ηθική με άλλα λόγια, και οι νόμοι, η βούληση των αρχόντων που είναι απαραίτητο να έχουν εξουσία, ακόμη και με νόμιμη βία, για να μη διαλυθεί η κοινωνία. Η ηθική, η βούληση της “σιωπηλής πλειοψηφίας” έχει το μειονέκτημα πως, επειδή είναι σιωπηλή, δεν είναι σαφώς εκφρασμένη και επομένως επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Αντίθετα, οι νόμοι, που είναι γραπτοί, είναι σαφείς και σε μια σωστή κοινωνία δεν έχουν εσωτερικές αντιφάσεις (ο ένας νόμος να ακυρώνει τον άλλο). Όμως, οι πραγματικές, οι αντικειμενικές συνθήκες, διαρκώς αλλάζουν. Πρώτα, το υλικό της πολιτείας, οι πολίτες της, διαρκώς αλλάζει. Κάποιοι γεννιόνται, κάποιοι πεθαίνουν, κάποιοι έρχονται, κάποιοι φεύγουν. Από τη μεταπολίτευση ως τώρα πέρασαν ήδη δύο γενιές. Έχομε δεχθεί στον τόπο μας ικανό αριθμό μετοίκων με διάφορες ιδιότητες (οικονομικοί μετανάστες, πρόσφυγες κλπ). Οι ήρωες της μεταπολίτευσης είναι πια πεθαμένοι ή παροπλισμένοι. Δεύτερο, αλλάζουν και οι αντικειμενικές συνθήκες. Στις δεκαετίες 1990-2010 είχαμε σημαντική οικονομική άνεση, έκτοτε, ακόμη σήμερα, σφίγγομε επικίνδυνα το ζωνάρι. Από τη μεταπολίτευση ως τώρα, είχαμε τρομακτικές αλλαγές γύρω μας, που στο μισό σχεδόν αιώνα που έχει περάσει, δεν συνειδητοποιούμε πόσο ριζικές είναι. Κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση και ενώθηκαν οι δυο Γερμανίες. Ένα κράτος δίπλα μας (Γιουγκοσλαβία) διαλύθηκε βίαια, ενώ άλλα αναδύθηκαν (Σερβία, Μαυροβούνιο, Βόρεια Μακεδονία κλπ). Ανήκομε στο σκληρό πυρήνα μιας συνομοσπονδίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχοντας ανταλλάξει μέρος της εθνικής κυριαρχίας μας με το δικαίωμα αρνησικυρίας στη συνομοσπονδία.

Όλα τα παραπάνω, άλλος πληθυσμός και άλλες αντικειμενικές συνθήκες, έχουν αλλάξει τη βούληση της κοινωνίας μας. Στο μεταξύ, ο βασικός νόμος μας, το Σύνταγμά μας, μένει αμετάβλητο. Επιπλέον το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει ότι τα βασικά άρθρα του δεν επιτρέπεται να αλλάξουν ποτέ στον αιώνα τον άπαντα! Μα είναι δυνατό; Η ποιοτική αλλαγή έχει αιτία την οριακή διάσταση μεταξύ νόμου και ηθικής. Αν δεν υπάρξει ειρηνική αλλαγή, είναι αδύνατο να αποφευχθεί η βία. Ο φόβος μπορεί να την καθυστερήσει, όχι να τη σταματήσει. Και η βία, είτε πετύχει αλλαγή του νόμου είτε επιβολή του ενάντια στη λαϊκή βούληση, έχει ολέθρια αποτελέσματα που αλλοιώνουν σημαντικά την πολιτεία για πολλές γενιές.

 

 

 

 

 

Στολή

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 11 Φεβρουαρίου 2020

Θυμάμαι. Μαθητές. Πηλίκιο στο σχολείο, αλλά και έξω από αυτό. Ακάλυπτοι τιμωρούμαστε. Τα κορίτσια φορούσαν μαύρη ποδίτσα με λευκό γιακαδάκι. Ήταν ένα χάρμα να βλέπεις να σχολάει το Γυμνάσιο θηλέων και να ξεχύνονται στους δρόμους εκείνα τα εξαίσια νεαρά πλάσματα. Δυσφορούσαμε όμως. Να επιδεικνύουμε τη μαθητική ιδιότητά μας και μάλιστα με την απειλή ποινής; Καλά, στρατιωτάκια είμαστε; Δεν είμαστε ελεύθεροι να φοράμε ό,τι θέλαμε; Με τη στολή μας γινόμαστε εύκολα αντιληπτοί από τους καθηγητές μας, που έξω από το σχολείο γίνονταν παιδονόμοι. Με ανακούφιση είδα, ενήλικας πια (επέτειος!), να καταργούνται η ποδιά και το πηλίκιο, η αστυνομοκρατία. Βέβαια, υπήρχαν κάποιες (ψευτο;)δικαιολογίες υπέρ της στολής. Με το «ελεύθερο» ντύσιμο, τα παιδιά μπορούσαν να επιδεικνύουν την ταξική διαφορά τους. Τα πλούσια κορίτσια φορούσαν μεταξωτά, ενώ τα φτωχά τσίτι. Αλλά, μήπως και η ποδιά δεν μπορούσε να είναι ραμμένη με ακριβό ή φτηνό ύφασμα; Κάλυπτε την ποιότητά της το ομοιόμορφα μαύρο του υφάσματος;

Τώρα είμαι γέρος! Έχω αθροίσει μέσα μου συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής. Και είναι μοναδικά δικά μου.

Πάω λοιπόν σε καταστήματα. Χρειάζομαι τη βοήθεια υπαλλήλου. Ανακουφίζομαι που τον αναγνωρίζω εύκολα με τη στολή που φοράει. Το ίδιο, στο νοσοκομείο, ξεχωρίζω εύκολα γιατρούς, νοσοκόμες, καθαρίστριες και λοιπό οργανικό προσωπικό από τους λοιπούς εμάς, αρρώστους και επισκέπτες. Και σε μια δημόσια υπηρεσία ή τράπεζα, θάθελα να μπορώ να αναγνωρίζω τον υπάλληλο που, αντί να κάθεται στο γραφείο του για να με εξυπηρετήσει, κόβει βόλτες στο διάδρομο.

Η στολή λοιπόν είναι χρήσιμη. Διευκολύνει ελάχιστα μεν τη ζωή, αλλά μεγάλου πλήθους ανθρώπων. Η στολή, και μάλιστα επώνυμη, είναι το ενδεικτικό στοιχείο του ρόλου καθενός. Θυμίζω πως η κοινωνία αποτελείται από ένα σύνολο ρόλων που συναπαρτίζουν τη λειτουργία της. Το 24ωρο καθενός διαιρείται σε 3 ισοδύναμα ωράρια. Ένα είναι αφιερωμένο στην ικανοποίηση των αναγκών του αισθητού, σωματικού μας Εγώ. Είναι οι ώρες του ύπνου και των λοιπών βιολογικών αναγκών μας. Αναλώνεται κυρίως στο σπίτι μας. Σε ιδιαίτερες συνθήκες, όπως στην αρρώστια, στη νηπιακή ή γεροντική ηλικία, το ωράριο του αισθητού Εγώ μπορεί να επεκτείνεται ως το σύνολο της καθημερινότητάς μας. Ένα δεύτερο μέρος του 24ώρου είναι αφιερωμένο στις ανάγκες του κοινωνικού Εγώ. Είναι το κατεξοχήν επαγγελματικό μας ωράριο. Κάθε εργαζόμενος, δημόσιος ή ιδιώτης, υπηρετεί την κοινωνία, όπως κάνουν τα μυρμήγκια και οι μέλισσες διαρκώς, και αμείβεται για την υπηρεσία του, από την προϊστάμενη δημόσια ή ιδιωτική αρχή, έτσι που να μπορεί να απολαμβάνει τα άλλα δύο ωράριά του. Αναλώνεται στους χώρους εργασίας. Τείνει να μηδενίζεται στην παιδική ηλικία, στην αρρώστια, στα γεράματα. Το τρίτο μέρος του 24ώρου ανήκει στο νοητό Εγώ, στη διάρκεια του οποίου καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει, εφόσον δεν παρεμποδίζει τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλουν όπου θέλουν. Παραδοσιακά ίσχυε το 24ωρο των τριών οκταώρων. Τα τελευταία χρόνια αυτή η συμφωνία έχει καταστρατηγηθεί με το ευφημιστικά λεγόμενο «ελαστικό» ωράριο. Φυσικά, το ωράριο πρέπει να έχει ελαστικότητα, καθοριζόμενη όμως από τις ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες (ηλικία, υγεία, ασφάλεια κλπ) και όχι από τα επιχειρηματικά συμφέροντα του εργοδότη.

Η λειτουργία του κοινωνικού ωραρίου διευκολύνεται, με την ύπαρξη διακριτικών. Αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι στο δημοτικό, κάποια στιγμή, στο διάλειμμα, βλέπω κάποιον άντρα να έρχεται να με πιάνει από τα αυτιά να με σηκώνει ψηλά και να με γεμίζει χαστούκια. Δεν το είπα σε κανένα, ούτε στους δασκάλους ούτε γονείς μου. Ντρεπόμουν! Δεν τον ήξερα, αλλά άκουσα πως ήταν ο πατέρας ενός παιδιού με το οποίο είχαμε τσακωθεί στο παιχνίδι. Εγώ δεν το είπα, αλλά, καθώς έγινε δημόσια, το έμαθαν οι δάσκαλοι. Καλά, πώς βρέθηκε εκείνος μέσα στο σχολείο χωρίς να τον πάρουν είδηση; Μήπως θα ήταν ασφαλέστερα τα πράγματα, αν οι λειτουργοί του σχολείου, οι δάσκαλοι, φύλακες κλπ, είχαν κάποια «στολή» που να τους ξεχωρίζει από τυχόντες επισκέπτες, γονείς παιδιών, ή κακοποιά στοιχεία, διακινητές ναρκωτικών ή εκπορνευτές;

Και τώρα, γέρος, κατέληξα. Ναι, η στολή χρειάζεται στο σχολείο. Τόσο για τους μαθητές, όσο και, προπάντων, τους δασκάλους και καθηγητές τους. Χρειάζεται η στολή στο επαγγελματικό ωράριο του κοινωνικού Εγώ, στο χώρο της εργασίας όλων. Έξω από το χώρο της δουλειάς, οι πολίτες μπορούν να εμφανίζονται όπως νομίζουν και να κάνουν ό,τι θέλουν στο σπίτι τους (αισθητό Εγώ) ή οπουδήποτε αλλού (νοητό Εγώ). Και οι μαθητές αντίστοιχα έξω από τις ώρες του σχολείου μπορούν να εμφανίζονται και να κάνουν ό,τι θέλουν, κάτω από την εποπτεία (και ευθύνη) των γονιών τους. Κάθε εργαζόμενος όμως οφείλει να αναγνωρίζεται εμφανώς ότι εκτελεί το ρόλο του στο επαγγελματικό του ωράριο και χώρο με κάποιον τρόπο, παρουσιαζόμενος όπως θέλει στο λοιπό χρόνο του. Ακόμη κι ο πρωθυπουργός στις επίσημες συσκέψεις οφείλει να έχει τυποποιημένη εμφάνιση (είτε διεθνώς καθιερωμένη είτε και ως τοπική παράδοση). Η περιβολή οφείλει να είναι όπως πρέπει (“αξιο-πρεπής”), ανάλογα με το ρόλο που εκφράζει. Στην παραλία μαγιό, στο χώρο δουλειάς στολή (λευκή μπλούζα για το γιατρό, ράσο για τον ιερέα, κατάλληλη στολή για τον υπάλληλο κλπ), στις ελεύθερες ώρες κατά τις προτιμήσεις του χρήστη τους.

Αντίθετα από τη στολή στο κοινωνικό ωράριο καθενός, η στολή σε άλλες ώρες συμβάλλει στην ισοπεδωτική ομοιομορφία που ταιριάζει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Θυμίζω τις στολές της ναζιστικής, φασιστικής, Μεταξικής νεολαίας, τους “άλκιμους” της επταετίας, τους Χρυσαυγίτες.

Η στολή του στρατιώτη, το ράσο του παπά, η μπλούζα του γιατρού, οι στολές των υπαλλήλων, χρειάζονται, καθώς είναι ενδεικτικές του κοινωνικού ρόλου που επιτελείται. Ο ένστολος είναι εντεταλμένος από την κοινωνία να την υπηρετεί ανάλογα. Αντίθετα, έξω από το κοινωνικό ωράριο του, αποτελεί μη επιτρεπτή διάκριση, είτε υπέρ αυτού είτε εναντίον του. Ο στρατιώτης στη διάρκεια της θητείας του έχει τεθεί απόλυτα στην υπηρεσία του έθνους. Άρα, φοράει τη στολή διαρκώς. Το κοινωνικό ωράριο του μαθητή είναι στο σχολείο του, άρα τότε μόνο πρέπει να φορά το όποιο διακριτικό, με το όνομά του, το ίδιο και οι δάσκαλοί του. Νέος μετεκπαιδευόμουν στην Αγγλία. Φορούσαμε όλοι άσπρη μπλούζα. Ακολουθούσαμε το διευθυντή που έφερε και μια κονκάρδα με το όνομά του. Οι υπόλοιποι δεν φορούσαμε κονκάρδα: «Είμαι ο μόνος άγνωστος στην παρέα και, γι΄ αυτό ο μόνος που χρειάζεται να εμφαίνει το όνομά του», παρατήρησε με το καυστικό, Αγγλικό χιούμορ του. Την επομένη είμαστε όλοι επώνυμοι.