Σονάτα και Συμφωνία

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας,wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 31 Δεκεμβρίου 2019

 

Aφορμή για τούτο το άρθρο στάθηκαν τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Beethoven, που αφιέρωμα 250 σύγχρονων έργων σ΄ αυτόν εκδίδεται από την Ελληνική Musica Ferrum.

Ήχος είναι η αίσθηση που προκαλείται λόγω της διέγερσης των οργάνων της ακοής από ταλαντώσεις του αέρα σε συχνότητα 15 – 15000/δευτερόλεπτο περίπου. Πιο χαμηλή συχνότητα γίνεται αισθητή ως δόνηση με την αφή. Υψηλότερη συχνότητα (υπέρηχοι) δεν γίνεται αισθητή.

Οι πρόγονοί μας περιφρονούσαν τη χειρονακτική εργασία, μολονότι από αυτήν τρέφονταν. Περιφρονούσαν μαζί και το πείραμα. Από τους κατεξοχήν ιδεαλιστές, ο Πυθαγόρας απαξιούσε την εμπειρία. Λέγεται όμως πως κάποτε περνούσε μπροστά από ένα σιδηρουργείο κι άκουσε να κοπανούν 4 σφυριά. Του έκανε εντύπωση ότι ο ήχος των τριών ήταν αρμονικός, ενώ του 4ου παράφωνος. Ζύγισε τα σφυριά κι έκπληκτος διαπίστωσε ότι τα βάρη των 3 σύμφωνων σφυριών είχαν σχέση 3:4:5, απλή αριθμητική, ενώ του 4ου δεν είχε απλή σχέση με τα υπόλοιπα. Πήρε λοιπόν μια τεντωμένη χορδή, την έκρουσε να παράγει ήχο, τη χώρισε σε μέρη πιέζοντάς την σε ποικίλα σημεία και παρατήρησε την αρμονική σχέση των ήχων όταν τη χώριζε σε 2 ή 3 ή 4 ίσα μέρη. Και τότε σχημάτισε την πρώτη μουσική κλίμακά που δεν διέφερε σημαντικά από τη σύγχρονη μείζονα κλίμακα. Για κάποιον, όχι σαφή λόγο, το σύγχρονο άκουσμα ήχων με απλή αριθμητική σχέση των συχνοτήτων τους προκαλεί χαλάρωση, ενώ όταν η σχέση δεν είναι απλή, το αποτέλεσμα είναι μια ανήσυχη διέγερση. Ακόμη πιο δυσεξήγητο είναι γιατί συγκεκριμένες παραφωνίες, που προξενούν μια ανήσυχη διάθεση, προδιαθέτουν για συγκεκριμένες συμφωνίες ήχων που χαλαρώνουν ευχάριστα. Έτσι, τέσσερις σύγχρονες νότες με συχνότητες που οι σχέσεις τους είναι 36:45:54:64 (σολ, σι, ρε, φα), αρκετά παράφωνες, προκαλούν διέγερση που χαλαρώνει αν η επόμενη συγχορδία έχει σχέσεις συχνοτήτων 3:4:5 (σολ, μι, ντο), μείζονα συγχορδία. Αν ακολουθήσει άλλη συμφωνία ήχων, η διάθεση παραμένει μετέωρη προσδοκώντας την τελική, σαν κάθαρση, συνήχηση.

Όλοι οι σύγχρονοι μουσικοί στηρίζονται στις παρατηρήσεις του Πυθαγόρα. Κύρια μουσικά έργα είναι σονάτες και συμφωνίες. Μια σονάτα παίζεται από 1, 2 ή περισσότερα διαφορετικά όργανα (σόλο, ντουέτο, τρίο, κουαρτέτο, κουϊντέτο κλπ). Μελωδία είναι μια διαδοχή ήχων που δημιουργεί συγκίνηση. Αρμονία είναι το άκουσμα σύγχρονων ήχων που δημιουργεί συγκίνηση. Στη σονάτα υπάρχουν και μελωδία και αρμονία. Ανώτερο μουσικό είδος είναι η συμφωνία. Στη συμφωνία υπάρχει αρμονική σύζευξη ποικίλων ήχων, που όμως καθένας τους παράγεται από περισσότερα του ενός ίδια όργανα. Τι σημαίνει αυτό;

Κανένα βιολί δεν παράγει ήχο ακριβώς ίδιο με ένα άλλο. Κάθε νότα έχει συγκεκριμένη συχνότητα ήχου. Η νότα λα π.χ. έχει συχνότητα 440/δευτερόλεπτο. Οι μουσικοί ήχοι είναι ημιτονοειδείς (αρμονικές) ταλαντώσεις. Όμως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αμιγής ημιτονοειδής ταλάντωση. Ακόμη και ο ήχος του διαπασών (νότα λα) έχει προσμίξεις. Τέτοιες επιτρέπουν να καταλαβαίνουμε αν ένας μουσικός τόνος παράγεται από ένα βιολί, έναν αυλό ή την ανθρώπινη φωνή. Οι προσμίξεις σε κάθε παραγόμενο ήχο είναι διαφορετικές. Αν λοιπόν βάλουμε περισσότερα από ένα ίδια όργανα (π.χ. βιολιά) να παίξουν την ίδια νότα, προστίθενται οι ήχοι που αποτελούν τη συχνότητα αυτής της νότας, ενώ οι προσμίξεις, καθώς δεν είναι ίδιες σε όλα τα όργανα, δεν προστίθενται ή και αλληλεξουδετερώνονται. Το αποτέλεσμα είναι ένας ισχυρός μουσικός ήχος που πλησιάζει πάρα πολύ την ιδανική ημιτονοειδή ταλάντωση. Αυτή είναι η κύρια φυσική υπεροχή της συμφωνίας συγκριτικά με τη σονάτα. Στη σονάτα έχομε ένα σύνολο μελωδικών και αρμονικών ήχων, στη συμφωνία ένα σύνολο μελωδικών και αρμονικών ήχων που καθένας τους πλησιάζει πολύ την ιδανική ημιτονοειδή (αρμονική) ταλάντωση. Η μουσική διαφέρει από τις άλλες τέχνες, διότι επηρεάζει τα συναισθήματά μας απευθείας και όχι μέσω ιδεών (Schopenhauer). Γι΄ αυτό η μουσική είναι διεθνές μέσο επικοινωνίας, μαζί με τα μαθηματικά, διότι δεν προϋποθέτει γνώση κάποιας γλώσσας που είναι διαφορετική από τον ένα λαό στον άλλο. Η μουσική επικοινωνία είναι συναισθηματική, ενώ η μαθηματική έλλογη.

Δεν είναι περίεργο που με όλα αυτά τα στοιχεία της μουσικής, αυτή θαυμάστηκε από τους αρχαίους σοφούς σαν πρότυπο μιας κοινωνίας. Με τη διαφορετική συμβολή κάθε οργάνου στη δημιουργία ενός αρμονικού συνόλου που προκαλεί εναλλαγές διέγερσης και χαλάρωσης θυμίζει έντονα τη λειτουργία και δομή της κοινωνίας, όπου κάθε μέλος ή ομάδα μελών της επιτελεί διαφορετικό έργο και όλες μαζί εξυπηρετούν με την εξέλιξή τους κοινό σκοπό. Η πορεία προς αυτό το σκοπό ταλαντώνεται όπως στην κοινωνία μεταξύ νηστείας (λιτότητας με αγώνα και ανάπτυξη) και θυσίας (κατανάλωσης με χαλάρωση) καταλήγοντας σε κάποιου είδους κάθαρση, ευδαιμονία, για να ξαναρχίσει νέο επεισόδιο.

Όπως κάθε βιολί στη συμφωνία παράγει διαφορετικό ήχο, αλλά όλα μαζί παράγουν μια κοινή για όλα νότα, έτσι σε ομάδες πληθυσμού, π.χ. αγρότες, ναυτικοί, τεχνίτες, επιστήμονες κλπ έχει καθένας διαφορετική βούληση, αλλά όλοι μαζί στην ομάδα έχουν κάποια κοινή προέχουσα για όλους βούληση, τα αιτήματα της επαγγελματικής τάξης τους και του συνδικαλισμού τους. Και όπως η παράλληλη ήχηση ποικίλων οργάνων που καθένα παίζει διαφορετική μελωδία, αλλά όλα μαζί συντελούν σε ένα αισθητικό ενιαίο σύνολο, έτσι και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες επιτελούν διαφορετικό έργο καθεμιά, αλλά συμπληρωματικό μεταξύ τους, έτσι που να εξυπηρετείται καλύτερα ο κοινωνικός σκοπός. Και όπως στο μουσικό έργο υπάρχει ταλάντωση μεταξύ σύμφωνων και παράφωνων φάσεων, έτσι και στην κοινωνία υπάρχει ταλάντωση πολιτική και κοινωνική. Αν αυτή η ταλάντωση γίνεται απρογραμμάτιστα, μπορεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο, γίνεται θόρυβος και έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Αν όμως γίνεται προγραμματισμένα, π.χ, με περιοδική ανανέωση των αρχόντων (κυβέρνησης, βουλής, δικαστών), ο προγραμματισμός προλαβαίνει τις ανεξέλεγκτες κρίσεις. Κρίση υπάρχει όταν η κατάσταση έχει περιπέσει σε θετική ανάδραση, φαύλο κύκλο πέρα από τα όρια που έχει προδιαγράψει ο προγραμματισμός της κοινωνίας.

Όπως κάθε μορφή τέχνης, η μουσική απεικονίζει φωτογραφικά τα συναισθήματα της εποχής της. Ο 20ός αιώνας, με δικτατορίες, παγκόσμιους πολέμους και παρακμή των ολιγαρχιών που κυβερνούν, συνδέθηκε με ανασκευή των κανόνων μελωδίας και αρμονίας στις μουσικές συνθέσεις. Οι εναλλαγές στην ένταση και οι απότομες παύσεις αντικατέστησαν τη διαδοχή σύμφωνων και διάφωνων ακολουθιών. Η μουσική σήμερα συνδέεται συχνά με εκκωφαντικούς κρότους από θηριώδη μεγάφωνα, ενώ εισδύει δωρεάν στο σπίτι μας, ακόμη και παρά τη βούλησή μας, όπως όταν διακόπτει μια εκπομπή για διαφημιστικούς λόγους. Αποδίδει το πνεύμα της εποχής. Συμβάλλει στη, και απεικονίζει τη, συναισθηματική ενότητα (ή χασμωδία) της σύγχρονης κοινωνίας. Η οικογένεια είναι σονάτα· συμφωνία είναι η κοινωνία.

 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΚΑΙ ΛΙΤΑΝΕΙΑ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 25 Δεκεμβρίου 2019

«Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε· κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν.». Μέσα μας υπάρχει ένα άπειρο, που είναι η ψυχή. Έξω μας υπάρχει ένα άλλο άπειρο, που είναι ο Θεός. Η ένωση των δύο απείρων είναι η προσευχή. Κάπως έτσι ορίζει ποιητικά ο V.Hugo την προσευχή. Η λαϊκή μας παράδοση θέλει η προσευχή να είναι το αίτημα προς το Θεό άλλοτε για ένα θαύμα κι άλλοτε για ένα δόξα τω Θεώ. Ο Θεός άλλοτε εισακούει την προσευχή μας και κάνει το θαύμα Του και άλλοτε όχι. Ανάλογα με την πίστη που έχομε, λέμε. Στις κρίσιμες στιγμές που όλοι κάποτε ζούμε, επικαλούμαστε το Θεό. Αν σωθούμε, Τον δοξάζομε. Στατιστικά δεν ξέρω αν έχει αποδειχθεί ποτέ η ισχύς της προσευχής. Η κοινή άποψη, εξάλλου, είναι συζητήσιμη. Αν σε μια μαζική καταστροφή σωθεί κάποιος, που, βέβαια, προσευχήθηκε, αυτό είναι ένα θαύμα. Το θαύμα όμως δεν έγινε για όλους τους άλλους που χάθηκαν. Κι ας προσευχήθηκαν κι αυτοί. Έτσι κι αλλιώς, όταν γίνεται το θαύμα, αυτό συντελείται διαμέσου φυσικών δυνάμεων που, πιστεύομε, αντισταθμίζονται μεροληπτικά, χάρη στην προσευχή, προς όφελός μας. Ο Θεός δεν παραβιάζει τους φυσικούς νόμους, που αυτοί είναι η βούλησή Του.

Η λιτανεία είναι ένα είδος μαζικής προσευχής για κοινωνικά, όχι προσωπικά, θέματα. Με μεγάλη δόση διαδικασιών που θυμίζουν ειδωλολατρία. Μια εικόνα ή το λείψανο ενός Αγίου περιφέρονται με όλους τους πιστούς που ακολουθούν. Η υπονοούμενη ιδέα είναι πως όπως οι γήινοι άρχοντες μπορούν να επηρεασθούν από τη μαζική βούληση του λαού, π.χ., από ένα συλλαλητήριο, έτσι κι ο Θεός μπορεί να εισακούσει καλύτερα την προσευχή του πλήθους παρά ενός μεμονωμένου ατόμου. Οι ανώτατοι άρχοντες, όπως και ο Επουράνιος Βασιλεύς, επηρεάζονται με ένα μέσο: «Και σε μεσίτριαν έχω… ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου… Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ…». Φανταζόμαστε πως «ως επί της γης και εν ουρανώ».

Επιστημονική απόδειξη δεν υπάρχει, αλλά η διαίσθησή μου είναι ότι τόσο η προσευχή όσο και μια λιτανεία μπορούν να έχουν, έστω σπάνια, ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα. Ποια είναι όμως η εξήγηση αυτής της, έστω σπάνιας, αποτελεσματικότητας τέτοιων μεταφυσικών ενεργειών;

Έχω ένα δύσκολο πρόβλημα. Προσεύχομαι. Με την προσευχή ξεχνιέμαι. Παραβλέπω το περιβάλλον μου και συγκεντρώνω την προσοχή μου αποκλειστικά στο πρόβλημά μου. Η ένταση της συγκέντρωσής μου ενδέχεται να επιτρέψει να προκύψει μέσα από το υποσυνείδητό μου, σαν από το πουθενά ή από το Άπειρο, η λύση, η καλύτερη τέλος πάντων, λύση. Υπάρχει ανομβρία. Οι αγρότες είναι απελπισμένοι. Οι καλλιέργειές τους πεθαίνουν από την ξηρασία. Κάνουν μια λιτανεία. Μπορεί, τυχαία, να βρέξει μετά ή, το πιθανότερο, και να μη βρέξει. (Κάποτε πάντως θα ανοίξουν οι ουρανοί). Κι έτσι κι αλλιώς όμως η λιτανεία σημαίνει να συγκεντρωθούν σε έναν τόπο πολλοί άνθρωποι που έχουν ένα κοινό πρόβλημα. Είναι οι ιδανικές συνθήκες για να το συζητήσουν, να προβληθούν ποικίλες λύσεις, οι περισσότερες ανόητες ή ανεφάρμοστες, αλλά δεν αποκλείεται να προκύψει από τη συζήτηση και μια ρεαλιστική λύση. Brain storming, εγκεφαλική καταιγίδα, το λένε οι Αγλοσάξονες. Η μέθοδος περιγράφεται από τον Ηρόδοτο στα ανάκτορα του Κύρου, βασιλιά των Περσών. Στο κάτω κάτω υπάρχουν και άλλοι τρόποι να ποτισθεί ένας τόπος εκτός από τη  βροχή. Μήπως να μεταφέρουν νερό από αλλού; Μήπως να σκάψουν στη ρεματιά μπας βρουν στο πηγάδι νερό; Όποια λύση κι αν βρεθεί, αν βρεθεί, θα κάνει το θαύμα, τα χωράφια θα ποτισθούν, και θα είναι το αποτέλεσμα της λιτανείας.

Προσευχή ή λιτανεία ή όποιου άλλου είδους μαζική παράκληση δεν σημαίνει παραίτηση από κάθε δραστηριότητα. Ακριβώς το αντίθετο. Σημαίνει στροφή της προσοχής στο πρόβλημα, συζήτηση, αναζήτηση λύσης και λήψη αποφάσεων. «Συν Αθηνά και χείρα κίνει!», έλεγαν οι πρόγονοί μας. «Έλα Χριστέ και Παναγιά. Κούνα και συ το χέρι σου», έλεγαν οι πιο πρόσφατοι παππούδες μας. Προσευχή και λιτανεία σημαίνει, οφείλει να σημαίνει, απαρχή μιας δράσης. Το αίτημα μπορεί εξάλλου να μη στρέφεται προς μια υπερφυσική δύναμη, αλλά προς την ανθρώπινη εξουσία. Η επιμονή με πίστη στο αίτημά μου μπορεί να κάμψει την αντίθεση του άρχοντα. Και η ομαδική αίτηση γίνεται ακόμη πιο ισχυρή για να μας κάνει ο γήινος αφέντης τη χάρη. Σε μια πραγματικά ελεύθερη δημοκρατία («Ἓν μὲν τὸ ἐν μέρει ἂρχειν καὶ ἂρχεσθαι…», όπως έλεγε ο Αριστοτέλης) ο άρχοντας σήμερα άρχει και αύριο θα είναι αρχόμενος με εξουσία αυτούς που τώρα τον παρακαλούν. Το ξέρει και είναι υποχρεωμένος να απαντήσει έτσι «δίκαια», ώστε, όταν γίνει αρχόμενος, να υπάρχει το δεδικασμένο προηγούμενο μιας δίκαιης, δικής του, απόφασης.

Πέρα από την ανθρωποκεντρική εξήγηση που δίνω παραπάνω, οι άνθρωποι έχομε απόλυτους περιορισμούς στο να κατανοήσουμε τον κόσμο. Και μέσα μας, πέρα από τη λογική και την αντίστοιχη αιτιοκρατία, έχομε άλλου είδους νοητικές δυνάμεις, όπως είναι η πίστη και η ελπίδα. Η ελπίδα είναι, λέγεται, το τελευταίο συναίσθημα που εγκαταλείπει τον άνθρωπο, όταν κάθε λογική διέξοδος είναι αποκλεισμένη. Η πίστη είναι μερικές φορές δίκοπο μαχαίρι. Βρίσκεται στη γειτονιά της μισαλλοδοξίας. Και η μισαλλοδοξία έχει υπάρξει επανειλημμένα στο παρελθόν αιτία ανήκουστων εγκλημάτων. Από την άλλη, η πίστη είναι ικανή και «όρη μεθιστάνειν». Η πίστη είναι το κίνητρο για εμμονή σε ένα σκοπό και η χρονική διάρκεια μιας προσπάθειας μπορεί να αντισταθμίσει μια ισχυρή αντίξοη δύναμη. Εντάξει, τώρα απέτυχα, αλλά πιστεύω και γι΄ αυτό επιμένω. Κάποτε θα νικήσω. Πώς μπορεί όμως να εξασφαλισθεί πως η πίστη θα είναι για καλό και όχι για κακό;

Την απάντηση σ΄ αυτό το ερώτημα μας τη δίνει ο Παύλος σε ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα που έχουν ποτέ γραφεί στην ανθρωπότητα,: «Ἐὰν  ταῖς  γλώσσαις  τῶν  ἀνθρώπων  λαλῶ  καὶ  τῶν  ἀγγέλων,  ἀγάπην  δἐ  μὴ  ἒχω,  γέγονα χαλκὸς  ὴχῶν  καὶ  κύμβαλον  ἀλαλάζον…νυνὶ  δἐ  μένει  πίστις,  ἐλπίς,  ἀγάπη,  τὰ  τρία

ταῦτα·  μείζων  δἐ  τούτων  ἡ  ἀγάπη

Να προσεύχεστε. Μόνοι και μαζί με άλλους. Μην ξεχνάτε πως “ό,τι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει”, λέει ο νόμος Murphy, αλλά ισχύει και το αντίστροφο. Η προσευχή με πίστη βοηθάει να συνεχίζετε τις προσπάθειες ακόμη και αν οι εύλογες πιθανότητες έχουν εξαντληθεί. Κι αν οι ελπίδες σας δεν ευοδωθούν, κι αν οι φόβοι σας δεν πραγματοποιηθούν, μην παραιτηθείτε. Πάντα υπάρχει κάποια επόμενη φορά. Κι αν δεν ελπίζετε κι αν δεν φοβάστε, μη σας νοιάζει· σημαίνει, λέει ο Καζαντζάκης, πως είστε ελεύθεροι.

 

Λάθε Βιώσας

Η πολιτική είναι κι αυτή ένα άθλημα. Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών επιδιώκουν…στη χυδαιότερη περίπτωση για να γίνουν πλούσιοι – και ο πλούτος διαρκεί περισσότερο από το αξίωμά τους

7. Λάθε βιώσαςPRESSUREUA VIA GETTY IMAGES

Τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς. Ελληνική παροιμία, άγνωστο ποιος την πρωτοείπε. Πόσο αληθινή είναι άραγε;

Το Εγώ μας έχει τρεις υποστάσεις. Είναι το αισθητό Εγώ, ό,τι από εμένα μπορεί να παρατηρηθεί από το φυσικό περιβάλλον μου. Είναι το κοινωνικό Εγώ, η εικόνα που έχει για μένα το έλλογο περιβάλλον μου, η κοινωνία μέσα στην οποία ζω. Είναι και το νοητό Εγώ, άμεσα αντιληπτό μόνον από το ίδιο, ενώ οι άλλοι μπορούν μόνο έμμεσα να το νοούν, να το συμπεραίνουν από τη συμπεριφορά του αισθητού Εγώ ή από την ομολογία του ίδιου. Στο αισθητό Εγώ περιλαμβάνονται όλες οι σωματικές ανάγκες, η ανάγκη για τροφή, πόση, ούρηση, έρωτα, ύπνο κλπ. Τα αγελαία ζώα μόλις αρχίσουν να νοιώθουν τέτοια ανάγκη μεριμνούν, συχνά με κόπο, με κίνδυνο, για να την ικανοποιήσουν. Αντίθετα, τα κοινωνικά ζώα, όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια κλπ, σχηματίζουν αποθήκες αγαθών για να αντιμετωπίζουν άμεσα τις ανάγκες τους όποτε προκύψουν. Οι άνθρωποι έχομε το προνόμιο (ή την κατάρα) να μπορούμε να επιλέγουμε πόσο αγελαία και πόσο κοινωνικά θέλομε να ζούμε, είμαστε πολιτικά ζώα. Ο θησαυρισμός αγαθών είναι λοιπόν στη φύση μας, αλλά με επιλογές.

Βιολογικά, η ανεπαρκής πρόσληψη τροφής οδηγεί αναγκαστικά σε νόσηση και θάνατο. Αλλά και η υπερβολική πρόσληψη τροφής οδηγεί σε παχυσαρκία με νόσο και πρόωρο θάνατο. Το ίδιο ισχύει για την κτήση αγαθών. Η ανεπάρκειά τους, η πενία, οδηγεί σε νοσηρές καταστάσεις και δυστυχία. Η περίσσειά τους, ο πλούτος, ονομάζεται ευτυχία, δεν σημαίνει όμως ευδαιμονία. Η απόκτηση των αναγκαίων χρειάζεται κόπο (Ἀγαθὰ κόποις κτῶνται, Επίχαρμος), μεγάλη προσπάθεια, αλλά και η διατήρηση των αγαθών είναι ακόμη δυσκολότερη (τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι, Δημοσθένης). Η ανάγκη για θησαυρισμό είναι ακόρεστη. Στη φύση μας είναι, είπαμε, να διατηρούμε μια αποθήκη αγαθών για τις ώρες ένδειας. Αλλά τόσο η δημιουργία της, που έχει περίπου σταθερές δυσκολίες, όσο και η φύλαξή της, που οι δυσκολίες αυξάνοντα ανάλογα με το μέγεθός της, είναι μεγάλος μόχθος. Διαρκώς ενεδρεύει ο κίνδυνος να τη χάσουμε, από κάποιον που τη βλέπει και την επιβουλεύεται ή και από τυχαία συμβάμματα. Και τότε τι γίνεται; Ο πλούσιος είναι ευτυχής που έχει τον πλούτο, αλλά κάθε άλλο παρά ευδαίμονας, ζώντας διαρκώς με το φόβο, με φύλακες της περιουσίας ή και της ίδιας της ζωής του. Όμως, η επιθυμία για θησαυρισμό είναι ακόρεστη. Όπως και η βουλιμία, όσο παχύσαρκος και αν είναι κάποιος.

Πάμε τώρα στη δόξαΑυτή αφορά βέβαια το κοινωνικό μας Εγώ. Γενικά, τα κίνητρα του κοινωνικού Εγώ είναι ανώτερα από εκείνα του αισθητού. Δηλαδή, αν μπορώ να επιλέξω, προτιμώ να ικανοποιήσω τις ανάγκες του κοινωνικού Εγώ μου παρά του αισθητού, με την προϋπόθεση βέβαια ότι αυτές ικανοποιούνται τουλάχιστον στοιχειωδώς. Με τον όρον ότι δεν πεθαίνω της πείνας, προτιμώ να θεωρούμαι έντιμος παρά να γίνω κλέφτης. Η δόξα είναι ανάλογη με το εύρος της κοινωνίας που με θαυμάζει, αλλά και ανάλογα με το μέγεθος της πράξης για την οποίαν εκτιμώμαι. Ο άνθρωπος είναι, λέει ο Αριστοτέλης, πολιτικό ζώο, δεν μπορεί να ζήσει έξω από την κοινωνία του, εκτός αν είναι θεός ή θηρίο. Χωρίς μια στοιχειώδη δόξα, λοιπόν, κοινωνική αναγνώριση, είναι αδύνατο να ζούμε. Δόξα αποφέρουν οι ηρωικές πράξεις, ο πλούτος, η ομορφιά, η ευφυΐα, κάθε επιτυχία, ό,τι κάνει να ξεχωρίζει το άτομο από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας του. Το ερώτημα είναι λοιπόν, εντάξει, η δόξα είναι αναγκαία· μπορεί όμως να είναι υπερβολική; Όπως και ο πλούτος, ναι, και αυτή μπορεί να είναι υπερβολική. Κινεί τη ζήλεια κι αυτό δεν είναι κακό. Οι άλλοι θλίβονται που αυτοί δεν δοξάζονται και προσπαθούν να μιμηθούν το δοξασμένο. Όμως κινεί και το φθόνο. Οι άλλοι τον μισούν επειδή έχει δόξα. Και επιθυμούν, επιδιώκουν ή έστω εύχονται τον αφανισμό του. Όντας δοξασμένος, νοιώθω ευχάριστα να με ζηλεύουν, όχι όμως να με φθονούν.

Άραγε, υπάρχει κάτι παραπάνω από τον πλούτο και τη δόξα, κάτι που να μην έχει όρια πάνω από τα οποία να παύω να είμαι ευδαίμονας; Ο αθλητής στο στίβο το έχει νοιώσει αυτό. Μπορεί να νίκησε, να έφθασε πρώτος στο τέρμα ή να πήδηξε μακρύτερα ή ψηλότερα από τους άλλους. Και αποσπά τα χειροκροτήματα, τις επευφημίες του πλήθους, τη δόξα. Εκτός από αυτό όμως μπορεί να έχει και μια εντελώς προσωπική ικανοποίηση. Είτε πρώτευσε είτε όχι, μπορεί να πέτυχε μια επίδοση που μεγαλύτερή της δεν είχε παλιότερα. Αυτή είναι μια προσωπική ικανοποίηση ανεξάρτητη από τις επευφημίες του κόσμου. Οφείλεται σε έναν αυτοπροσδιορισμό από τον ίδιο τον αθλητή και όχι στον ετεροπροσδιορισμό από τους άλλους. Είναι μια ικανοποίηση της αυτοπραγμάτωσης, ανεξάρτητα από κάθε άλλη επιδίωξη.

Ο Επίκουρος το θέτει καλύτερα από εμένα. Λάθε βιώσας, λέει.Η προτροπή του έχει παρεξηγηθεί, όπως και ολόκληρη η φιλοσοφία του μεγάλου σοφού. Προέτρεπε την επιδίωξη της ευδαιμονίας και αυτή στρεβλώθηκε σε επιδίωξη της ηδονής, που, με την επικράτηση του Χριστιανισμού, θεωρήθηκε αμαρτία. Καταστράφηκαν τα βιβλία του και μόνο από τις αναφορές που του γίνονται από άλλους, κάτι ξέρομε σχετικά. Απαράδεκτη λογοκρισία. Πιο συχνά λέμε τη ρήση του παραποιημένη: ”λάθρα βιώσας”. Το τελευταίο σημαίνει να ζούμε στο σκοτάδι, να κρυβόμαστε από τους άλλους, σα να ντρεπόμαστε για ό,τι κάνομε ή για ό,τι είμαστε. Το ”λάθε βιώσας” όμως σημαίνει ότι επιλέγομε να αδιαφορούμε για το τι λένε οι άλλοι για μας και να επικεντρωνόμαστε στο τι λέμε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας. Είναι πολύ δύσκολη επιλογή. Δεν μας σταματά από το να μοχθούμε για τους άλλους, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός μας. Η πολιτική είναι κι αυτή ένα άθλημα. Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτικών επιδιώκουν να γίνουν πρωθυπουργοί, υπουργοί, βουλευτές, στη χυδαιότερη περίπτωση για να γίνουν πλούσιοι – και ο πλούτος διαρκεί περισσότερο από το αξίωμά τους – ή στην καλύτερη περίπτωση για τη δόξα, τις τιμές, που τους αποδίδει ο κόσμος. Και όσοι κατέλαβαν τέτοια αξιώματα αποδεικνύουν αυτόματα ότι είχαν την ικανότητα να τα καταλάβουν. Ωστόσο, ο πραγματικός ηγέτης, ενδιαφέρεται όχι τόσο για το πώς θα αναλάβει την ηγεσία (δόξα), προϋπόθεση για τα υπόλοιπα, όσο για το τι θα κάνει όταν γίνει αρχηγός (βίωση). Πόσους ηγέτες γνωρίζετε με όραμα, που το διαμορφώνουν σε εφικτό σκοπό και προγραμματισμό για το πώς να επιτευχθεί;

 

 

ΠΙΣΤΗ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 28 Δεκεμβρίου 2019.

Η πίστη σε ένα Θεό δεν επιδέχεται λογική απόδειξη. Είναι φυτεμένη μέσα μας με άγνωστο τρόπο. Ούτε η ανυπαρξία Θεού επιδέχεται λογική απόδειξη. Ο αγνωστικισμός είναι η τρίτη στάση: Αδυνατώ να φθάσω σε συμπέρασμα για την ύπαρξή Του, επομένως δεν ασχολούμαι. Η λογική για το Θεό οδηγεί σε αδιέξοδα. Η πίστη σε Θεό είναι ίσως το πιο καθολικό φαινόμενο της ανθρωπότητας διαχρονικά.  Όμως καθένας που πιστεύει σε ένα Θεό Του αποδίδει ιδιότητες που ταιριάζουν σ΄ αυτό τον ίδιο, τον πιστό, έστω κι αν οι ποικίλες θρησκείες προσπαθούν να επιβάλουν στους πιστούς τους την πίστη σε κάποιες ιδιότητες του Θεού και διαμέσου τους να τους επηρεάζουν. Θα προσπαθήσω να εξετάσω εδώ τη φύση του θείου, όπως τη βλέπουν συνήθως οι άνθρωποι.

Η Μία θεότητα στη Χριστιανική θρησκεία πιστεύεται τρισυπόστατη. Ο Πατήρ είναι πρόσωπο, με νόηση, συναίσθημα και βούληση, όπως θεωρούσαν τους δικούς τους θεούς οι δικοί μας πρόγονοι.  Όμως, πνεύμα ο Θεός και ουδείς πώποτε Θεόν εώρακε. Είναι απροσπέλαστος στις ανθρώπινες δυνάμεις, αμέθεκτος. Αντιστοιχεί στο νοητό Εγώ της δικής μας τρισυπόστατης Ύπαρξης. Ευτυχώς, ο Υιός Του έγινε αισθητός. Με τη γέννησή του από άνθρωπο, ο Λόγος που ήταν, πνεύμα, παρά τω Θεώ, εγένετο σαρξ κι έτσι μπορέσαμε εμείς οι άνθρωποι να τον βλέπουμε, να τον ακούμε, να τον αγγίζουμε, να τον αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Αντιστοιχεί στο αισθητό Εγώ μας. Και είναι το Άγιον Πνεύμα, με το οποίο η βούληση του Θεού μεταφέρεται στους πιστούς του, αντιστοιχώντας στο κοινωνικό Εγώ της δικής μας ύπαρξης, που εκφράζει το θέλω μας απέναντι στην κοινωνία.

Το θείον ταυτίζεται από πολλούς με την ίδια τη Φύση. Θεός είναι το Σύμπαν, που μάλιστα, στην Ελληνική γλώσσα, αφότου ανακαλύψαμε την αρμονία με την οποία λειτουργεί, έγινε κόσμημα, δηλαδή Κόσμος. Ήδη ο Παρμενίδης έλεγε “Έν το παν”. Να σημειώσω εδώ το μονοθεϊσμό των “ειδωλολατρών” προγόνων μας. Ο Πλάτων μιλάει διαρκώς για το θείον (“δαιμόνιον”) στον ενικό. Από τους υλιστές, ο Εμπεδοκλής βλέπει το Θεό χωρίς ανθρώπινη μορφή, σα σφαίρα που κινείται παντού, ενώ ο Ηράκλειτος γράφει: “Τρέφονται γὰρ πὰντες οἱ ἀνθρώπειοι νόμοι ὑπὸ ἑνὸς, τοῦ θείου. Ο Πανθεϊσμός αυτός παίρνει διάφορες μορφές. Ο Σπινόζα για παράδειγμα, Εβραίος αφορεσμένος από τους Εβραίους και διωγμένος από τους Χριστιανούς, θεωρεί ότι ο Θεός είναι το εγγενές και όχι το εξωτερικό αίτιο όλων των πραγμάτων, πιστεύει πως όλα είναι εν Θεώ, όλα ζουν και κινούνται μέσα στο θεό, προσεγγίζοντας τον Παύλο που λέει ότι “ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν “. Αντίθετα, η απλοϊκή πανθεϊστική άποψη είναι πως το σύνολο του αισθητού Σύμπαντος, αυτό είναι ο Θεός. Αν όμως ζούμε και κινούμαστε και είμαστε μέσα στο Θεό, μετέχομε στο θείο, δεν είμαστε αμέθεκτοι.

Τον Πατέρα τον νοούμε ως Πνεύμα, πρόσωπο που έχει νόηση, συναίσθημα και βούληση. Τον δεχόμαστε Παντογνώστη. Επομένως γνωρίζει τα πάντα, παρελθόντα, παρόντα και μέλλοντα. Αν όμως τα γνωρίζει ήδη, μηδενίζεται η ελευθερία της βούλησής μας, καταλήγοντας στη μοιρολατρία. Ως προς τη βούληση, “άγνωστοι αι βουλαί του Κυρίου”. Αν όμως κάποιος θέλει κάτι, αυτό σημαίνει πως του λείπει. Ο Θεός όμως είναι τέλειο Ον, επομένως τίποτε δεν του λείπει και τίποτε δεν θέλει. Αλλά ρητά, ο Θεός έχει θέληση. “Γεννηθήτω τ θέλημά Σου, ς ν οραν και επ τς γς“. Λογικό αδιέξοδο. ΄Η ο Θεός δεν έχει βούληση ή δεν είναι τέλειος. Βλάσφημα λόγια, αλλά βλάσφημη είναι η προσπέλαση του Θεού διαμέσου της λογικής.

Οι βουλές του Κυρίου εκφράζουν τα συναισθήματά Του, που είναι άλλοτε η πραότητα και η καλοσύνη, άλλοτε η οργή. Την οργή του εξέφρασε ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη, καταστρέφοντας την ανθρωπότητα με κατακλυσμό, σε άλλες περιπτώσεις, καταστρέφοντας τα Σόδομα και τα Γόμορρα ή καταργώντας την επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους στον Πύργο της Βαβέλ. Πιο γήινα, ο Θεός ταυτίζεται με το σύνολο της κοινωνίας, του Λαού. Έτσι, “φωνή λαού, οργή Θεού”. Στη συνείδηση του κόσμου, το σύνολο του Λαού, όταν επιτύχει να γίνει ενιαίο, δεν είναι άλλο παρά ο Θεός. Η βούληση του Λαού τότε είναι το θέλημα του Θεού και η φωνή του Λαού είναι η οργή του Θεού. Αυτή είναι μια δημοκρατική αντίληψη της έννοιας του Θεού, πολύ διαφορετική από την εικόνα που Του δίνει συνήθως η επίσημη εκκλησία, που σε σημαντικό βαθμό έχει εκκοσμικευθεί και Του προσδίδει ιδιότητες όπως εκείνες του κοσμικού μονοκράτορα, βασιλιά ή αυτοκράτορα. Και στις δυο περιπτώσεις η προσπέλαση γίνεται με μέσον. “Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου· και σε μεσίτριαν έχω· πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ”.

Η Πίστη είναι η ισχυρότερη δύναμη που διαθέτει ο άνθρωπος. Ισχυρότερη και από το Λόγο. Διότι περιλαμβάνει γνωστικό, συναισθηματικό και βουλητικό στοιχείο. Χάρη στην πίστη, όρη μετακινούνται. Ακόμη και η επιστήμη, στηριγμένη στη διασταύρωση αίσθησης και νόησης, στηρίζεται τελικά σε αρχές “αυτονόητες”, που δηλαδή τις πιστεύομε χωρίς απόδειξη. Η πίστη όμως έχει ένα σοβαρό μειονέκτημα. Καθώς δεν στηρίζεται στην εμπειρία, δεν επιδέχεται απόδειξη άλλη, από την προέλευσή της από μια αυθεντία. Η απόλυτη αυθεντία όμως, ο Θεός, δεν είναι αισθητή. Την υποκαθιστούν οι εκπρόσωποί του επί της γης, οι ιερείς. Και αυτοί κανένας δεν είναι βέβαιος πως μεταφέρουν τη θεία βούληση και όχι τη δική τους. Από τη στιγμή που θα αρχίσει να κλονίζεται, η πίστη γίνεται επικίνδυνη, διότι μοναδική απόδειξή της τότε είναι ότι πείθει και άλλους για την ορθότητά της. Έτσι αρχίζει η βία καθοδηγούμενη από την πίστη. Ως πιστός έχω ανάγκη να πείσω και άλλους. Ή τους πείθω ή τους αφανίζω, ώστε να μην υπάρχει άπιστος. Το γνώρισε και το γνωρίζει η ιστορία. Θυμίζω τις σταυροφορίες Χριστιανών εναντίον μουσουλμάνων, την επιθετικότητα των τζιχαντιστών, αλλά και τη βία εναντίον “αιρετικών” ομοδόξων, όπως τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, την εικονομαχία, τις αντιπαλότητες μεταξύ σουνιτών και σιιτών κλπ. Ο Ιησούς εντελλόταν να αγαπάμε ακόμη και τους εχθρούς μας, έλεγε “ουαί” στους Γραμματείς και Φαρισαίους και υποκριτές και έπαιρνε το φραγγέλιο για να διώξει τους εμπόρους από το ναό, αλλά δεν κυνηγούσε τους αμαρτωλούς και άνοιγε την πύλη της βασιλείας των ουρανών στο ληστή. Έγινε όμως έμβλημα για τερατώδη εγκλήματα. Μπορεί να πιστεύω ότι υπάρχει Θεός ή ότι δεν υπάρχει ή να μην απαντώ. Δεν μου επιτρέπεται όμως να μη σέβομαι την πίστη του άλλου.

ΜΠΑΧΑΛΑΚΗΔΕΣ Ή ΜΠΑΤΣΟΙ;

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 24 Δεκεμβρίου 2019

Capture271a. Μπαχαλάκηδες

271β, Μπαχαλάκηδες

Εξάρχεια, πανεπιστημιακό άσυλο, εγκαταλειμμένα κτήρια κλπ. Άντρα ναρκωτικών και μολότoφ. Η κατάσταση είναι απαράδεκτη. Επιτέλους, κάτι πρέπει να κάνει η πολιτεία. Άσε τους δρόμους που κάθε λίγο και λιγάκι είναι κλειστοί, και οι οδικές αρτηρίες και τα λιμάνια. Υποφέρουν οι απλοί πολίτες. Κι αυτά σε μια φάση που έχομε απόλυτη ανάγκη από ανάπτυξη, ενώ οι απειλές κατά τις εθνικής ακεραιότητάς μας διαρκώς αναβαθμίζονται. Κι αυτά από λίγους, ίσως ντοπαρισμένους μπαχαλάκηδες. Καλά, η αστυνομία τι κάνει;

Η αστυνομία; Ξεγυμνώνει και χτυπά με το γκλοπμ τους διαδηλωτές, άλλοτε χτυπούν αυτοί “μόνοι τους” σε μια ζαρντινιέρα κι άλλοτε πιέζεται η σκανδάλη του όπλου και σκοτώνεται ένας δεκαπεντάχρονος Γρηγορόπουλος. Έχει βέβαια και μάνικες με ορμητικό νερό και δακρυγόνα η αστυνομία. Αυτά δεν ενοχλούν τους απλούς πολίτες; Μπάτσοι! Δολοφόνοι!

Ένα πελώριο καζάνι βράζει. Είναι η πάλη ανάμεσα στους προαιώνιους θυμωμένους γίγαντες, τη φωτιά και το νερό. Κοχλάζει, αρχίζει να τρέμει ολόκληρο. Ο τόπος έχει γεμίσει από καυτούς ατμούς. Τι κάνομε; Απλά σφραγίζομε το καζάνι. Οι ατμοί και ο κλονισμός εξαφανίζονται ως δια μαγείας. Ούτε γάτα ούτε ζημιά. Και ξαφνικά γίνεται βέβαια η μεγάλη έκρηξη. Καλά, να ανεχθούμε το καζάνι να βράζει; Καλά, δεν υπάρχει διέξοδος; Κι όμως, μπορεί ο ατμός να διοχετευθεί σε μια μηχανή που κινεί μια ατμάμαξα ή ένα ατμόπλοιο.

Άλλοτε μετατίθεται το πρόβλημα στον Πρύτανη. Καλά, αυτός τι κάνει; Υπάρχει – ή υπήρχε – το Πανεπιστημιακό άσυλο. Προστάτευε το Πνευματικό Ίδρυμα από τις παρεμβάσεις του κράτους, ώστε, ελεύθερο να διαδίδει και να παράγει γνώση. Και το φρούριο έχει καταληφθεί. Τι να κάνει σε τέτοια προβλήματα ο Πρύτανης, ο υπεύθυνος για την παραγωγή και διάδοση της γνώσης;

Καλά, από ένα άτακτο οργισμένο σύνολο μπορεί κάποιος να αναμένει ασυνήθιστες παρεκτροπές. Απόλυτα καταδικαστέες βέβαια. Αλλά και από ένα τακτικό, εκπαιδευμένο επιτούτου, σώμα, επιτρέπονται παρεκτροπές ίσου ή και μεγαλύτερου μεγέθους; Κι ωστόσο, εμείς τραβάμε έξω την ουρά μας. Αυτό το σώμα έχομε εξουσιοδοτήσει να κάνει τη βρώμικη δουλειά, να μας απαλλάσσει από τους μπαχαλάκηδες με οποιονδήποτε τρόπο κι ύστερα να τους κατηγορούμε για “γουρούνια, δολοφόνους”.

Υπάρχει λύση; Υπάρχει τρόπος όλη αυτή η ζέουσα πίεση να διοχετευθεί, όπως ο ατμός. για να κινήσει δημιουργικά την πελώρια ατμομηχανή που είναι το κράτος μας;

Η βούληση είναι ο νοητός προάγγελος της πράξης. Κινητοποιείται διττά. Αφενός από τη γνώση (προαίρεση το λέει ο Αριστοτέλης) και αφετέρου αφεαυτής με ένα μηχανισμό ταλάντωσης (όρεξη το λέει ο Αριστοτέλης). Ο αυτοματισμός της βούλησης δεν είναι δυνατό να κατασταλεί. Μπορεί, ωστόσο, να χαλιναγωγείται από το Λόγο, το γνωστικό μέρος της νόησής μας. Σε μια πολιτεία η καταστολή γίνεται με την αστυνομία. Η χαλιναγώγηση όμως είναι δυνατή;

Η βούληση του κόσμου θα εκδηλωθεί οπωσδήποτε. Αν κατασταλεί βίαια, θα αναβληθεί η εκδήλωσή της, αλλά θα είναι εκρηκτική. Φανταστείτε όμως το θορυβοποιό των δρόμων να έχει κληρωθεί ως βουλευτής ή ένορκος ή δημοτικός ή περιφερειακός σύμβουλος, ή σε ένα συνδικαλιστικό όργανο, μαζί με άλλους, επίσης κληρωμένους, πολίτες. Με την κλήρωση, έχει πολλές πιθανότητες, όπως και κάθε άλλος, να βρεθεί και αυτός, για κάποιο διάστημα σε τέτοιες υπεύθυνες θέσεις. Με τόση εξουσία όση δικαιούται, καθόλου λιγότερη, καθόλου περισσότερη από όση του αναλογεί. Μόνος, ανάμεσα σε τόσους άλλους, που έχουν όλοι ίση με αυτόν δυνατότητα να μιλούν και ίση υποχρέωση να ακούν. Μόνος, χωρίς τους συμπαχαλάκηδές του. Θα μεταφέρει τις δικαιολογημένες ή αδικαιολόγητες απαιτήσεις του και το σύνολο θα τον ακούσει και θα αποφασίσει. Έχει το αναφαίρετο, δημοκρατικό, δικαίωμα να μετέχει σε ένα τέτοιο σώμα (ισοπολιτεία), να εκφράζεται όπως όλοι οι άλλοι (ισηγορία) και να κρίνει και κρίνεται όπως οι άλλοι (ισονομία). Επώνυμος, έχει προσωπικά την ευθύνη για ό,τι εισηγηθεί, επισύροντας πάνω του την ευγνωμοσύνη ή την κατακραυγή του συνόλου. Κατά τα άλλα, δεν είναι άνισος, αλλά έχει το δικαίωμα να είναι διαφορετικός από όλους τους άλλους. Και έτσι υπάρχει η δυνατότητα να διοχετεύεται η δυσφορία ή και οργή του κοινού σε λήψη δημιουργικών αποφάσεων που δεν αγνοούν το πρόβλημα, αλλά το εντάσσουν σε ένα ευρύτερο, που περιλαμβάνει και τα προβλήματα όλων των άλλων. Και σ΄ αυτό το ευρύτερο πρόβλημα πιέζεται να λάβει θέση κι αυτός, ο διαφορετικός από τους άλλους. Που ωστόσο θα αντιμετωπίσει αναγκαστικά και τα προβλήματα των άλλων.

Πάντα θα υπάρχουν οι κακοήθεις (μοχθηρία, το λέει ο Αριστοτέλης). Βρίσκονται στα όρια της τελείως ανεξέλεγκτης σχιζοφρένειας, για την οποία, στην παρόξυνσή της, δεν μπορεί κανένας να κάνει τίποτε άλλο πλην της καταστολής. Τώρα, με τέτοιους όρους, αρχίζομε να συντασσόμαστε με το μέρος των κατασταλτικών δυνάμεων, των μπάτσων. Αυτοί οι κακοήθεις όμως δεν είναι παρά μια ασήμαντη μειοψηφία μέσα στο σύνολο των πολιτών. Αν τύχει να ανήκουν σε μια σημαντική μειονότητα, απλά δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε, ενώ αποτελώντας μέρος μιας οργανωμένης ομάδας, μπορούμε να διοχετεύσουμε την ορμή της σε δημιουργικό, παραγωγικό, έργο. Εδώ, φυσικά, απαραίτητα είναι η φαντασία και ο λόγος της κάθε κυβέρνησης. Κύριο έργο της εκτελεστικής εξουσίας είναι αυτό. Και η ορμή εκφράζεται, εκτονώνεται και διοχετεύεται σε έργο ωφέλιμο για το σύνολο.

Αντί των παραπάνω, πόσο πιο βολικό είναι να καθόμαστε μπροστά στο χαζοκούτι, να γκρινιάζουμε που δεν μπορούμε να κατεβούμε στο κέντρο της πόλης και να τα βάζουμε με τους μπαχαλάκηδες, με του μπάτσους, με τον πρύτανη ή ακόμη και με τον αρμόδιο υπουργό!

Φυσικά, αυτά που γράφω, ακόμη κι όταν φαίνονται λογικά στον αναγνώστη, δεν τον πείθουν να συμφωνήσει. Είναι κι ο ίδιος μέλος, χωρίς να το καταλαβαίνει, του βολικού σχήματος, κάνοντας ζάπινγκ με το τηλεκοντρόλ στον καναπέ του, ή ακόμη και επωφελούμενος από την κατάσταση. Αλλά κι αν, μέσα του, συμφωνήσει, δεν τολμά να αναλογισθεί την αναστάτωση που θα προκληθεί από μια προσπάθεια για εφαρμογή των παραπάνω. Ξαφνικά, παύει να σκέφτεται τη δόξα της Γαλλικής ή της Αμερικανικής ή της Μεξικανικής ή της Σοβιετικής ή των λοιπών επαναστάσεων και αναλογίζεται το αίμα, τις καταστροφές, την εκφύλιση, την Ναπολεόντεια ένδοξη αυτοπαρακμή τους. Κι όμως, χάρη σ΄ αυτές τις αναπότρεπτες αναστατώσεις, με τις παλινωδίες τους, κάνει μπρος-πίσω η ανθρωπότητα, πάντα όμως, με μικρά βήματα, τελικά προχωρεί.

“Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία”, ψάλλει με τη λύρα του ο Ανδρέας Κάλβος. Η αρετή και η τόλμη είναι αποκλειστικά δική μας, του καθενός μας, ευθύνη.

 

ΑΝΟΜΟΙΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας. dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 21 Δεκεμβρίου 2019

Όλα τα κύτταρα του οργανισμού μας έχουν το ίδιο DNA, διαφορετικό από οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου. Τα κύτταρα όμως δεν είναι ίδια. Είναι ομαδοποιημένα σε ιστούς. Όσα ανήκουν σε έναν ιστό επιτελούν το ίδιο έργο, διαφορετικό από των άλλων ιστών. Όταν πεθαίνουν τα κύτταρά ενός ιστού, αποκαθίστανται με ελεγχόμενο πολλαπλασιασμό, εκτός από τα νευρικά. Αυτά δεν πολλαπλασιάζονται. Ζουν όσο και ο άνθρωπος. Όλα τα κύτταρά μας διαβρέχονται από ένα υγρό, το “εσωτερικό περιβάλλον” τους, που διατηρεί σταθερή τη σύστασή του, ίδια για όλα. Κι όμως διαρκώς εμπλουτίζεται από το αίμα με χρήσιμες ουσίες που καταναλώνονται από τα κύτταρα, αλλά και με άχρηστες, τοξικές, που διαρρέουν σ΄ αυτό από τα κύτταρα που τις παράγουν και αποκομίζονται με το αίμα. Όλη αυτή η μηχανή εξυπηρετεί έναν ενιαίο σκοπό, την επιβίωση και τη λειτουργία, σωματική, ψυχική, κοινωνική του ατόμου. Στην πολύ συνοπτική αυτή περιγραφή υπάρχει μεγάλη ποικιλία μορφών και λειτουργιών. Είδατε όμως καμιά ανισότητα;

Μμμμ; Αν ανώτερος ορίζεται όποιος διατάζει ενώ άλλοι υπακούν, ο νευρικός ιστός μας με τον εγκέφαλο μοιάζει ανώτερος από τους άλλους ιστούς. Για σκεφθείτε όμως τι γίνεται αν θυμώσει το έντερό μας και σταματήσει να λειτουργεί, πώς επηρεάζεται η λειτουργία του εγκεφάλου μας και όλου του οργανισμού μας; Τώρα διατάζει προφανώς το όργανο που παράγει το σκωρ! Θα μου πείτε, με την απεργία του δεν διατάζει· διαμαρτύρεται! Θυμίζει πάντως πως εξαρτάται από αυτό ο κ. Εγκέφαλος.

Τα χρώματα της ίριδας. Όλα διαφορετικά. Ποιο είναι ανώτερο; Δεν υπάρχει ανισότητα. Ούτε και ισότητα όμως υπάρχει, αφού δεν είναι όλα ίδια. Ισότητα υπάρχει μόνον ως προς μία ιδιότητα. Ένα κιλό σίδερο είναι ίσο με ένα κιλό μπαμπάκι ως προς το βάρος τους. Ανισότητα υπάρχει όταν ένα στοιχείο εξαρτάται από κάποιο άλλο. Αίρεται όταν υπάρχει αλληλεξάρτηση. Ο αφέντης είναι ανώτερος από το δούλο, ως προς το ποιος αποφασίζει τι θα κάνουν κι οι δυο. Όμως, χωρίς την εργασία του δούλου, κανένας τους δεν επιβιώνει. Άρα ως προς την επιβίωση δεν είναι άνισοι. Και ερχόμαστε στην κοινωνία.

Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει με σαφήνεια. Το λάθος στη δημοκρατία είναι ότι επειδή όλοι είναι ίσοι σε κάτι (π.χ. εξίσου ελεύθεροι) νομίζουν πως είναι ίσοι σε όλα. Το λάθος στην ολιγαρχία είναι ότι επειδή μερικοί είναι άνισοι σε κάποιον τομέα (π.χ. καταγωγή, πλούτο, μόρφωση κλπ) είναι άνισοι σε όλα. Το ερώτημα είναι λοιπόν, ως προς ποια ιδιότητα είναι όλοι ίσοι και ως ποια άνισοι;

Η κοινωνία αποτελείται από ρόλους που τους αναλαμβάνουν άτομα. Δεν υπάρχει άνθρωπος αισθητά ή νοητά ίδιος με άλλον. Οι κοινωνικοί ρόλοι επίσης διαφέρουν. Σ΄ αυτούς μπορεί να υπάρχει ανισότητα. Ο βασιλιάς διατάζει, ο στρατιώτης υπακούει. Ο διευθυντής διατάζει, ο υφιστάμενος υπακούει. Αυτή η ανισότητα ισχύει όμως αποκλειστικά στο κοινωνικό ωράριο του καθενός. Κι αυτό στους ενήλικες είναι αδρά το 1/3 του 24ώρου. Στα παιδιά και στους ηλικιωμένους, είναι σχεδόν μηδενικό, προς όφελος του αισθητού ωραρίου τους στη διάρκεια του οποίου εξυπηρετούνται οι ανάγκες του αισθητού Εγώ, του σώματός μας. Στους ενήλικες, τα άλλα 2/3 του χρόνου τους καταλαμβάνονται από τις ανάγκες του αισθητού και του νοητού Εγώ τους, που μπορεί να είναι ίδιες ή να διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά δεν είναι άνισες.

Η ανισότητα της καταγωγής έχει σήμερα μικρή σημασία. Η ανισότητα πλούτου, μειώθηκε μετά το Β΄ΠΠ, αλλά τελευταία σταθερά μεγεθύνεται. Η ανισότητα στην εκπαίδευση, όσο περνάει ο καιρός μειώνεται. Πριν από ένα αιώνα η πλειονότητα των Ελλήνων ήταν αγράμματοι. Σήμερα, οι περισσότεροι εισάγονται σε τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι γέροι διαμαρτυρόμαστε. “Μα όλοι θα γίνουν γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί;” ‘Η διαμαρτυρόμαστε αλλιώς. “Μα είναι δυνατό να έχει ίση ισχύ η ψήφος του αγράμματου και του επιστήμονα;” Το θέμα είναι: ισότητα ως προς τι;

Η πολιτεία αποτελείται από ανθρώπους, όλους διαφορετικούς μεταξύ τους που, ωστόσο, στο κοινωνικό τους ωράριο εντάσσονται σε ομάδες όπου επιτελούν έργο ίδιο και διαφορετικό από άλλων ομάδων. Όλοι αυτοί συμβάλλουν περίπου εξίσου στην ανάπτυξη αυτάρκειας και ενότητας της πολιτείας, ώστε να προσφέρει αυτοτέλεια, τη δυνατότητα για ευδαιμονία των πολιτών της. Όλοι, ανεξάρτητα από την ομαδοποίησή τους, έχουν περίπου τις ίδιες ανάγκες διατροφής, ένδυσης, στέγασης, υγείας κλπ. Όταν λείπουν τέτοια αγαθά, το άτομο υποφέρει και θέλει να καλύψει την έλλειψη. Εξάλλου, όλοι, ανεξάρτητα από την ομαδοποίησή τους, πλάθουν ο καθένας διαφορετικά όνειρα να πραγματοποιήσουν. Κάποια από αυτά προκύπτουν από τις διαφορετικές γνώσεις καθενός, κάποια άλλα από τη φυσιολογική ταλάντωση των οργάνων τους (περιοδική πείνα, δίψα κλπ) που είναι κοινή και περίπου ισοδύναμη για όλους.

Αν αναγάγουμε την ανθρώπινη δομή στην κοινωνική, θα πρέπει να δεχθούμε πως τα θέλω κάθε ανθρώπου και κάθε κοινωνικής ομάδας στην οποίαν ανήκει είναι ισοβαρή και μεταφέρονται αξιόπιστα (π.χ. με κληρωμένη βουλή) σε ένα εκτελεστικό κέντρο (την κυβέρνηση). Σε κάθε ομάδα, όπως στους ιστούς, τα άτομα που την αποτελούν θα είναι αναλώσιμα, αντικαθιστάμενα από την ίδια κατά τις ανάγκες. Με προαποφασισμένα κριτήρια, ο Ιατρικός Σύλλογος εγκρίνει γιατρούς, το Τεχνικό Επιμελητήριο μηχανικούς, ο Δικηγορικός Σύλλογος δικηγόρους κλπ. Τηρώντας την αναλογία, η κυβέρνηση θα αποτελείται από εξειδικευμένα άτομα που διατάζουν και είναι ισόβια, όπως είναι τα κύτταρα του νευρικού μας συστήματος. Τότε όμως, η πολιτεία θα πέθαινε με το θάνατο αυτών των εξειδικευμένων αρχόντων. Ονειρευόμαστε όμως την πολιτεία αθάνατη, με θνητούς τους πολίτες της, εξουσία αθάνατη, με αναλώσιμους άρχοντες. Η κυβέρνηση οφείλει να αποτελείται όντως από εξειδικευμένα άτομα με πείρα στην οργάνωση και διοίκηση και ποικίλες, κατά τις ανάγκες ειδικότητες. Η επιλογή τους επομένως απαιτεί προεπιλογή στη βάση προαποφασισμένων κριτηρίων. Σε αυτοεπιλογή από την ίδια την κυβέρνηση, όπως στους επαγγελματικούς συλλόγους, υπάρχει κίνδυνος τόσης αυτονομίας σε ένα σώμα εξουσίας, που να επαναστατούν οι πολίτες και να εκβιάζουν την πολιτεία, όπως εκβιάζει το έντερο με ένα ειλεό. Εναλλακτικά, μεταξύ των προεπιλεγμένων με αντικειμενικά κριτήρια, ο λαός εκλέγει τους κυβερνήτες του. Βουλευτές κληρωμένοι από το σύνολο των πολιτών εγκρίνουν τους νόμους που εισηγείται η κυβέρνηση κι αυτή τους εφαρμόζει, ελεγχόμενη από τρίτη ανεξάρτητη εξουσία, τη δικαιοσύνη, με τεκμηριωμένα ειδικευμένα μέλη (νομικούς), που διαθέτουν και τη συναίνεση του δήμου. Η αστική δικαιοσύνη αποκλειστικά από νομικούς, η ποινική από ένορκους λαϊκούς δικαστές, με εξασφάλιση δικονομίας από νομικούς.

Τώρα, αποσαφηνίζεται κάπως η απάντηση: Αποφασιστική ανισότητα απαιτεί η  εκτελεστική εξουσία, βουλητική ισότητα η νομοθετική εξουσία, μεικτή επιλογή η δικαστική εξουσία.

 

Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΜΑΣ. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος,Τρίκαλα, 20 Δεκεμβρίου 2019

 

Εδώ και ενάμιση αιώνα η χώρα μας είχε αρχίσει να κατακλύζεται από ξένους “σοφούς” για να μας εκπολιτίσουν. Σε μια επιθεώρηση, όταν ένας μορφωμένος  Έλληνας άκουσε πως έρχονται τέτοιοι, φόρεσε φουστανέλα, δανείσθηκε ένα κοπάδι πρόβατα και πήγε να τους προϋπαντήσει. Για να τον ταπεινώσουν, του πέταξαν έμμετρα: «Από πού, κι ως πού, και πώς και πόσα;» Κι αυτός απάντησε αμέσως: «Απ΄ Αθήνας ως Λειβάδι, Θόδωρος και πεντακόσα!».

Διάβασα προ καιρού στο facebook ένα άρθρο του Γιάννη Μπατζάκη (antikleidi.com/2015/11/06/eliniki_nootropia) που αφορούσε τη νοοτροπία μας και τη σχέση μας με τους ξένους. Αξίζει.

Πλήθος προβλημάτων μας αποδίδονται στη νοοτροπία μας. Ταυτόχρονα αυτό- και ετερο-κατηγορούμαστε. Αν αυτή δεν αλλάξει, τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Μα, πρώτ΄ απ΄ όλα, αλλάζει; Η νοοτροπία ενός λαού είναι η μέση στάση των πολιτών του απέναντι στα προβλήματα. Δεν είναι έμφυτη, μεταδιδόμενη βιολογικά με το DNA. Οι πνευματικές και σωματικές ικανότητες όλων των λαών είναι κατά μέσον όρο ίδιες, αλλάζει όμως η νοοτροπία τους, ανάλογα με τις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν βιώσει για μακρά σειρά ετών. Όποτε κάνομε κάτι συναντάμε δυσκολίες τις οποίες προσπαθούμε να υπερνικήσουμε καταναλώνοντας ενέργεια. Είναι όπως, στη φυσική, όταν κινούμαστε συναντάμε δυσκολίες, λόγω τριβών, και χρειάζεται να καταναλωθεί ενέργεια για να υπερνικηθούν. Η νοοτροπία όμως είναι οι δυσκολίες που συναντάμε όποτε θέλουμε να αλλάξουμε τρόπο συμπεριφοράς. Είναι σαν την αδράνεια, που δεν εμποδίζει την κίνηση, αλλά τη μεταβολή της κίνησης. Αν κινούμαστε, δε σταματάμε εύκολα κι αν είμαστε ακίνητοι, δεν ξεκουνιόμαστε χωρίς προσπάθεια. Η ενέργεια που χρειάζεται για να αλλάξει η κίνηση (νοοτροπία μας) αποθηκεύεται και αντιτίθεται σε κάθε νέα προσπάθεια για αλλαγή.

Στην αρχαιότητα υπήρχε η Ελληνικότητα, αλλά και η εντοπιότητα. Ενώνονταν οι Έλληνες εναντίον βαρβάρων (Τρώων, Περσών κλπ), αλλά πατρίδα-κράτος του καθενός ήταν η πόλη του. Στη διαμόρφωση αυτών των νοοτροπιών συνέβαλαν ασφαλώς, η ποικιλία του εδάφους (ψηλά βουνά, δίπλα σε κάμπους, θάλασσες) και η κοινή γλώσσα. Ανάλογα με το έδαφος οι βουνήσιοι γίνονταν βοσκοί ή ληστές, οι καμπίσιοι αγρότες (τσιφλικάδες ή κολλήγοι) οι παραθαλάσσιοι ναυτικοί ή πειρατές και η επαγγελματική αυτή δραστηριότητά τους διαμόρφωνε και τις συνήθειές τους. Η στενή γειτνίασή τους και η κοινή γλώσσα συνεπάγονταν μεγάλες αλληλεπιδράσεις, άλλοτε συγκρουσιακές, άλλοτε συμπληρωματικές (π.χ. εμπόριο) και άλλοτε μιμητικές. Έτσι κι αλλιώς οι στενές αυτές επαφές επεξέτειναν τον πνευματικό ορίζοντα του καθενός σε επαφή με μεγάλη ποικιλία νοοτροπιών, τόσο που οι πρόγονοί μας ήταν πρωτοπόροι σε πνευματικά επιτεύγματα. Αυτή η δομή της Ελλάδας έκανε αυτόνομες μικρές πολιτείες, όπου με την πάροδο του χρόνου τα πολιτεύματα εξελίσσονταν από τη μοναρχία προς την ολιγαρχία, κάποτε έμεναν σ΄ αυτήν, κι άλλοτε προχωρούσαν προς τη δημοκρατία. Εξαίρεση ήταν η μεγάλη πεδιάδα της Μακεδονίας, όπου παρέμεινε η μοναρχία, αλλιώς η μεγάλη έκτασή της θα οδηγούσε σε διάλυση. Η κατάσταση αυτή ανατράπηκε βίαια μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, αν και η δημοκρατία είχε αρχίσει ήδη να φθείρεται ακόμη και στις Αθήνες. Η δημοκρατία παρακμάζει όχι μόνον όταν οπισθοδρομεί, αλλά και όταν μένει στάσιμη. Ισορροπεί όρθια, όπως το ποδήλατο στέκεται μόνον εφόσον τρέχει. Και οι Αθηναίοι δεν προχώρησαν να καταστήσουν πολίτες γυναίκες, μετοίκους και δούλους. Έκτοτε οι Έλληνες ως το 1821 μ.Χ. έπαψαν να αυτοδιαχειρίζονται τους εαυτούς τους. Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Οθωμανοί όριζαν με ποινές τα όρια της αυτοδιαχείρισης.

Στη διάρκεια της σκοτεινής Οθωμανικής περιόδου, η Δύση πήρε και αναβίωσε τις αρχαιοελληνικές αξίες (Αναγέννηση) που εξελίχθηκαν βαθμιαία σε αντικατάσταση της θεϊκής αυθεντίας με τη λογική (Διαφωτισμός). Αναβίωσαν τις αρχαιοελληνικές αξίες με ουσιαστική εξαίρεση μία: τη Δημοκρατία. Όταν, μετά την αιματοβαμμένη Γαλλική Επανάσταση, καταργήθηκαν βαθμιαία οι περισσότερες μοναρχίες, αντικαταστάθηκαν με ολιγαρχίες που ονομάσθηκαν, σωστά, ρεπούμπλικες, όχι δημοκρατίες, από τη Ρωμαϊκή Res Publica, που ήταν ολιγαρχία. Βέβαια συχνά γίνεται σύγχυση στους όρους, διότι τόσο ή ολιγαρχία όσο και η δημοκρατία είναι αντίθετες στη μοναρχία. Στην Ελλάδα μάλιστα, ενώ το διεθνές όνομά μας είναι Hellenic Republic (όχι Hellenic Democracy), εδώ το λέμε Ελληνική Δημοκρατία. Συνεπώς, αν το πολίτευμά μας αποτύχει, αφήνει εναλλακτική λύση τη μοναρχία (βασιλεία, δικτατορία), ενώ θα πρόκειται για αποτυχία της ολιγαρχίας, με εναλλακτική λύση τη δημοκρατία. Η μοναρχία έχει δοκιμασθεί επανειλημμένα στην Ελλάδα συνδυαζόμενη με τις μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές (1897, Μικρασιατική καταστροφή, τραγωδία της Κύπρου κλπ).

Πώς αλλάζει η νοοτροπία μας; Ότι αλλάζει το ξέρομε. Έλληνες που ζουν αρκετά χρόνια σε ξένη χώρα υιοθετούν την εκεί νοοτροπία και ξένοι μόνιμα εγκαταστημένοι στη χώρα μας, μετά από κάποιο διάστημα, συμπεριφέρονται σαν Έλληνες. Ο καθένας μόνος του, είναι μια απάντηση. Καθόλου ικανοποιητική, διότι, για να διατηρηθούμε ως κράτος-έθνος, πρέπει να έχουμε ένα ελάχιστο κοινής νοοτροπίας. Με παιδεία, περιλαμβάνοντας ψυχολογικές παρεμβάσεις, ως την ψυχανάλυση. Καλή, αλλά όχι ικανοποιητική, απάντηση. Ψυχανάλυση σε 11 εκατομμύρια λαό; Και ποια παιδεία είναι εκείνη που θα αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Επιβολή του κράτους είναι μια άλλη απάντηση. Πιο ρεαλιστική μου φαίνεται. Το κράτος, με το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, μπορεί να επιβάλει, με ποινές και ανταμοιβές την επιθυμητή νοοτροπία, ώσπου να γίνει αυτόματη συνήθεια στον καθένα. Το κράτος όμως αποτελείται στο πολιτικό μας σύστημα από τους άρχοντες μιας ολιγαρχίας. Υπενθυμίζω τον Αριστοτελικό ορισμό: Στη δημοκρατία οι άρχοντες (βουλευτές, δικαστές) κληρώνονται, ενώ στην ολιγαρχία εκλέγονται. Αναγκαστική συνέπεια της εκλογής είναι η πελατειακή σχέση. Ο βουλευτής είναι υποχρεωμένος να πουλήσει στον ψηφοφόρο εκδούλευση για να πληρωθεί με ψήφο και στο κόμμα του υπακοή για να είναι πάλι υποψήφιος. Η πελατειακή σχέση δεν είναι δηλαδή νοοτροπία, αλλά αναγκαιότητα, επιβαλλόμενη από το πολίτευμά μας. Ο βουλευτής στην ολιγαρχία είναι εξορισμού ανελεύθερος άνθρωπος. Το αντίθετο ισχύει στη δημοκρατία. Η πειθαρχία στους νόμους, χαρακτηριστικό μιας ευνομούμενης πολιτείας απαιτεί: αστυνόμευση και ποινή για κάθε παράβαση του νόμου. Νόμος είναι η βούληση των αρχόντων, ηθική, η βούληση της κοινωνίας. Για να μην παραβιάζονται οι νόμοι, χωρίς αυστηρή αστυνόμευση και ποινές, πρέπει το δίκαιο να ταιριάζει με την ηθική. Μόνον όμως όταν οι βουλευτές εκφράζουν τη βούληση της κοινωνίας, οι νόμοι που ψηφίζουν συνάδουν ικανοποιητικά με την ηθική. Οι ετερόβουλοι εκλεγμένοι βουλευτές εκφράζουν τη βούληση του κόμματος και των ψηφοφόρων τους, όχι του συνόλου των πολιτών. Κι επιστρέφομε στον καθένα. Θέλομε να είμαστε μια ευνομούμενη χώρα; Ή, με ποικίλες δικαιολογίες, αντιστεκόμαστε με την παγιωμένη νοοτροπία μας σε κάθε σωτήρια ριζική αλλαγή;

 

 

 

Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΜΑΣ. ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος,Τρίκαλα, 20 Δεκεμβρίου 2019

 

Εδώ και ενάμιση αιώνα η χώρα μας είχε αρχίσει να κατακλύζεται από ξένους “σοφούς” για να μας εκπολιτίσουν. Σε μια επιθεώρηση, όταν ένας μορφωμένος  Έλληνας άκουσε πως έρχονται τέτοιοι, φόρεσε φουστανέλα, δανείσθηκε ένα κοπάδι πρόβατα και πήγε να τους προϋπαντήσει. Για να τον ταπεινώσουν, του πέταξαν έμμετρα: «Από πού, κι ως πού, και πώς και πόσα;» Κι αυτός απάντησε αμέσως: «Απ΄ Αθήνας ως Λειβάδι, Θόδωρος και πεντακόσα!».

Διάβασα προ καιρού στο facebook ένα άρθρο του Γιάννη Μπατζάκη (antikleidi.com/2015/11/06/eliniki_nootropia) που αφορούσε τη νοοτροπία μας και τη σχέση μας με τους ξένους. Αξίζει.

Πλήθος προβλημάτων μας αποδίδονται στη νοοτροπία μας. Ταυτόχρονα αυτό- και ετερο-κατηγορούμαστε. Αν αυτή δεν αλλάξει, τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε. Μα, πρώτ΄ απ΄ όλα, αλλάζει; Η νοοτροπία ενός λαού είναι η μέση στάση των πολιτών του απέναντι στα προβλήματα. Δεν είναι έμφυτη, μεταδιδόμενη βιολογικά με το DNA. Οι πνευματικές και σωματικές ικανότητες όλων των λαών είναι κατά μέσον όρο ίδιες, αλλάζει όμως η νοοτροπία τους, ανάλογα με τις συνθήκες υπό τις οποίες έχουν βιώσει για μακρά σειρά ετών. Όποτε κάνομε κάτι συναντάμε δυσκολίες τις οποίες προσπαθούμε να υπερνικήσουμε καταναλώνοντας ενέργεια. Είναι όπως, στη φυσική, όταν κινούμαστε συναντάμε δυσκολίες, λόγω τριβών, και χρειάζεται να καταναλωθεί ενέργεια για να υπερνικηθούν. Η νοοτροπία όμως είναι οι δυσκολίες που συναντάμε όποτε θέλουμε να αλλάξουμε τρόπο συμπεριφοράς. Είναι σαν την αδράνεια, που δεν εμποδίζει την κίνηση, αλλά τη μεταβολή της κίνησης. Αν κινούμαστε, δε σταματάμε εύκολα κι αν είμαστε ακίνητοι, δεν ξεκουνιόμαστε χωρίς προσπάθεια. Η ενέργεια που χρειάζεται για να αλλάξει η κίνηση (νοοτροπία μας) αποθηκεύεται και αντιτίθεται σε κάθε νέα προσπάθεια για αλλαγή.

Στην αρχαιότητα υπήρχε η Ελληνικότητα, αλλά και η εντοπιότητα. Ενώνονταν οι Έλληνες εναντίον βαρβάρων (Τρώων, Περσών κλπ), αλλά πατρίδα-κράτος του καθενός ήταν η πόλη του. Στη διαμόρφωση αυτών των νοοτροπιών συνέβαλαν ασφαλώς, η ποικιλία του εδάφους (ψηλά βουνά, δίπλα σε κάμπους, θάλασσες) και η κοινή γλώσσα. Ανάλογα με το έδαφος οι βουνήσιοι γίνονταν βοσκοί ή ληστές, οι καμπίσιοι αγρότες (τσιφλικάδες ή κολλήγοι) οι παραθαλάσσιοι ναυτικοί ή πειρατές και η επαγγελματική αυτή δραστηριότητά τους διαμόρφωνε και τις συνήθειές τους. Η στενή γειτνίασή τους και η κοινή γλώσσα συνεπάγονταν μεγάλες αλληλεπιδράσεις, άλλοτε συγκρουσιακές, άλλοτε συμπληρωματικές (π.χ. εμπόριο) και άλλοτε μιμητικές. Έτσι κι αλλιώς οι στενές αυτές επαφές επεξέτειναν τον πνευματικό ορίζοντα του καθενός σε επαφή με μεγάλη ποικιλία νοοτροπιών, τόσο που οι πρόγονοί μας ήταν πρωτοπόροι σε πνευματικά επιτεύγματα. Αυτή η δομή της Ελλάδας έκανε αυτόνομες μικρές πολιτείες, όπου με την πάροδο του χρόνου τα πολιτεύματα εξελίσσονταν από τη μοναρχία προς την ολιγαρχία, κάποτε έμεναν σ΄ αυτήν, κι άλλοτε προχωρούσαν προς τη δημοκρατία. Εξαίρεση ήταν η μεγάλη πεδιάδα της Μακεδονίας, όπου παρέμεινε η μοναρχία, αλλιώς η μεγάλη έκτασή της θα οδηγούσε σε διάλυση. Η κατάσταση αυτή ανατράπηκε βίαια μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, αν και η δημοκρατία είχε αρχίσει ήδη να φθείρεται ακόμη και στις Αθήνες. Η δημοκρατία παρακμάζει όχι μόνον όταν οπισθοδρομεί, αλλά και όταν μένει στάσιμη. Ισορροπεί όρθια, όπως το ποδήλατο στέκεται μόνον εφόσον τρέχει. Και οι Αθηναίοι δεν προχώρησαν να καταστήσουν πολίτες γυναίκες, μετοίκους και δούλους. Έκτοτε οι Έλληνες ως το 1821 μ.Χ. έπαψαν να αυτοδιαχειρίζονται τους εαυτούς τους. Μακεδόνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί, Οθωμανοί όριζαν με ποινές τα όρια της αυτοδιαχείρισης.

Στη διάρκεια της σκοτεινής Οθωμανικής περιόδου, η Δύση πήρε και αναβίωσε τις αρχαιοελληνικές αξίες (Αναγέννηση) που εξελίχθηκαν βαθμιαία σε αντικατάσταση της θεϊκής αυθεντίας με τη λογική (Διαφωτισμός). Αναβίωσαν τις αρχαιοελληνικές αξίες με ουσιαστική εξαίρεση μία: τη Δημοκρατία. Όταν, μετά την αιματοβαμμένη Γαλλική Επανάσταση, καταργήθηκαν βαθμιαία οι περισσότερες μοναρχίες, αντικαταστάθηκαν με ολιγαρχίες που ονομάσθηκαν, σωστά, ρεπούμπλικες, όχι δημοκρατίες, από τη Ρωμαϊκή Res Publica, που ήταν ολιγαρχία. Βέβαια συχνά γίνεται σύγχυση στους όρους, διότι τόσο ή ολιγαρχία όσο και η δημοκρατία είναι αντίθετες στη μοναρχία. Στην Ελλάδα μάλιστα, ενώ το διεθνές όνομά μας είναι Hellenic Republic (όχι Hellenic Democracy), εδώ το λέμε Ελληνική Δημοκρατία. Συνεπώς, αν το πολίτευμά μας αποτύχει, αφήνει εναλλακτική λύση τη μοναρχία (βασιλεία, δικτατορία), ενώ θα πρόκειται για αποτυχία της ολιγαρχίας, με εναλλακτική λύση τη δημοκρατία. Η μοναρχία έχει δοκιμασθεί επανειλημμένα στην Ελλάδα συνδυαζόμενη με τις μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές (1897, Μικρασιατική καταστροφή, τραγωδία της Κύπρου κλπ).

Πώς αλλάζει η νοοτροπία μας; Ότι αλλάζει το ξέρομε. Έλληνες που ζουν αρκετά χρόνια σε ξένη χώρα υιοθετούν την εκεί νοοτροπία και ξένοι μόνιμα εγκαταστημένοι στη χώρα μας, μετά από κάποιο διάστημα, συμπεριφέρονται σαν Έλληνες. Ο καθένας μόνος του, είναι μια απάντηση. Καθόλου ικανοποιητική, διότι, για να διατηρηθούμε ως κράτος-έθνος, πρέπει να έχουμε ένα ελάχιστο κοινής νοοτροπίας. Με παιδεία, περιλαμβάνοντας ψυχολογικές παρεμβάσεις, ως την ψυχανάλυση. Καλή, αλλά όχι ικανοποιητική, απάντηση. Ψυχανάλυση σε 11 εκατομμύρια λαό; Και ποια παιδεία είναι εκείνη που θα αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Επιβολή του κράτους είναι μια άλλη απάντηση. Πιο ρεαλιστική μου φαίνεται. Το κράτος, με το μονοπώλιο της νόμιμης βίας, μπορεί να επιβάλει, με ποινές και ανταμοιβές την επιθυμητή νοοτροπία, ώσπου να γίνει αυτόματη συνήθεια στον καθένα. Το κράτος όμως αποτελείται στο πολιτικό μας σύστημα από τους άρχοντες μιας ολιγαρχίας. Υπενθυμίζω τον Αριστοτελικό ορισμό: Στη δημοκρατία οι άρχοντες (βουλευτές, δικαστές) κληρώνονται, ενώ στην ολιγαρχία εκλέγονται. Αναγκαστική συνέπεια της εκλογής είναι η πελατειακή σχέση. Ο βουλευτής είναι υποχρεωμένος να πουλήσει στον ψηφοφόρο εκδούλευση για να πληρωθεί με ψήφο και στο κόμμα του υπακοή για να είναι πάλι υποψήφιος. Η πελατειακή σχέση δεν είναι δηλαδή νοοτροπία, αλλά αναγκαιότητα, επιβαλλόμενη από το πολίτευμά μας. Ο βουλευτής στην ολιγαρχία είναι εξορισμού ανελεύθερος άνθρωπος. Το αντίθετο ισχύει στη δημοκρατία. Η πειθαρχία στους νόμους, χαρακτηριστικό μιας ευνομούμενης πολιτείας απαιτεί: αστυνόμευση και ποινή για κάθε παράβαση του νόμου. Νόμος είναι η βούληση των αρχόντων, ηθική, η βούληση της κοινωνίας. Για να μην παραβιάζονται οι νόμοι, χωρίς αυστηρή αστυνόμευση και ποινές, πρέπει το δίκαιο να ταιριάζει με την ηθική. Μόνον όμως όταν οι βουλευτές εκφράζουν τη βούληση της κοινωνίας, οι νόμοι που ψηφίζουν συνάδουν ικανοποιητικά με την ηθική. Οι ετερόβουλοι εκλεγμένοι βουλευτές εκφράζουν τη βούληση του κόμματος και των ψηφοφόρων τους, όχι του συνόλου των πολιτών. Κι επιστρέφομε στον καθένα. Θέλομε να είμαστε μια ευνομούμενη χώρα; Ή, με ποικίλες δικαιολογίες, αντιστεκόμαστε με την παγιωμένη νοοτροπία μας σε κάθε σωτήρια ριζική αλλαγή;

 

 

 

 

 

Δευτεροβάθμια Νόηση

  • Δημ Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
  • Κοινή Γνώμη, 17 Δεκεμβρίου 2019
  •  

 

Από τις τρεις όψεις της ύπαρξής μας, το αισθητό (σωματικό) Εγώ μας δεν είναι ελεύθερο. Περιορίζεται από τους φυσικούς νόμους. Και το κοινωνικό Εγώ μας περιορίζεται από τους κοινωνικούς νόμους. Το νοητό Εγώ μας όμως είναι άβατο. Διαθέτει φαντασία που τα όριά της είναι απέραντα. Κι όμως. Πόσο συχνά βλέπομε ψυχαναγκαστικά άτομα! Μπορεί να έχουν έμμονες ιδέες από τις οποίες δεν μπορούν να απαλλαγούν. Πόσο ελεύθερος είναι ο εξαρτημένος από ναρκωτικά; Και σκεφθείτε όλους αυτούς γύρω μας κι άλλος πολύ, άλλος λίγο, δέχονται ότι η δεξιά είναι επάρατη ή η αριστερά εγκληματική, ότι ο Χριστιανισμός είναι η ανώτερη θρησκεία, ενώ ο Μουσουλμανισμός είναι βάρβαρος (ή αντιστρόφως) ή που χαίρονται όταν νικά ο Παναθηναϊκός ή ο Ολυμπιακός. Όλοι μας σε ένα ή περισσότερους τομείς δεν σκεφτόμαστε ελεύθερα, αλλά καταναγκαστικά. Το ξέρουν άριστα οι χειραγωγοί της λαϊκής βούλησης και έχουν αναπτύξει επιστημονικές τεχνολογίες για την πλύση εγκεφάλου που την καθοδηγούν σύμφωνα με τις δικές τους επιδιώξεις. Ποιος είναι όμως ο μηχανισμός αυτής της διαδικασίας;

Σε κάθε σύστημα με επεξεργασία σημάτων μπορούμε να διακρίνουμε είσοδο, έξοδο και διάμεσο στοιχείο που μετατρέπει τη φύση της εισόδου στη φύση της εξόδου, διατηρώντας περίπου τις σχέσεις της έντασης των εισαγομένων. Η ζυγαριά είναι τέτοιο σύστημα, με είσοδο μια μάζα ή βάρος και έξοδο έναν αριθμό, ενώ το διάμεσο στοιχείο της ισορροπεί τα δύο. Ήδη ο Πλάτων είχε διακρίνει ότι είσοδος, διάμεσο στοιχείο και έξοδος, υπάρχουν και σ΄ αυτό που ονόμαζε ψυχή, με είσοδο τη γνώση (λογιστικό), έξοδο τη βούληση (επιθυμητικό) και διάμεσο στοιχείο το συναίσθημα (θυμητικό). Στα αντανακλαστικά μας είσοδος είναι το αίσθημα, έξοδος μια κίνηση ή έκκριση και το διάμεσο στοιχείο εντοπίζεται στο κεντρικό νευρικό μας σύστημα. Αλλά και στην κοινωνία, η είσοδoς λέγεται επιστήμη, η έξοδος ηθική και το συναίσθημα τέχνη.

Παράλληλα υπάρχουν και οι ταλαντωτές, που έχουν έξοδο και στοιχείο διαμόρφωσής της, χωρίς είσοδο. Αιτία της εξόδου τους είναι μόνον ο χρόνος. Χαρακτηριστικό όργανο είναι το ρολόι. Υπάρχει όμως ένα είδος ταλάντωσης, η ταλάντωση χάλασης, που λειτουργεί μικτά. Αν δεν υπάρχει ερέθισμα, ταλαντώνεται ρυθμικά. Αν υπάρξει όμως κάποιο σήμα πριν από τη στιγμή της αυτόματης ταλάντωσης, αντιδρά σαν τη ζυγαριά. Πλήθος τέτοια συστήματα λειτουργούν μέσα μας. Πεινάμε και τρώμε περιοδικά, αλλά, αν μας παρουσιασθεί πρόωρα ένας ορεκτικός μεζές, μας ανοίγει η όρεξη και τρώμε πρόωρα. Το ίδιο ισχύει με τη δίψα, την επιθυμία για έρωτα κλπ. Οι έξοδοί μας επομένως διεγείρονται διττά είτε από ερεθίσματα που εισάγονται στην είσοδο είτε και χωρίς αυτά, αυτόματα.

Τα θερμόαιμα κυρίως ζώα μπορούν να σχηματίζουν και επίκτητα (εξαρτημένα) αντανακλαστικά, που τα μαθαίνουν αφού γεννηθούν, στη βάση προϋπαρχόντων φυσικών αντανακλαστικών. Ειδικά οι άνθρωποι μπορούμε να σχηματίζουμε και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά στη βάση προσχηματισμένων πρωτοβάθμιων εξαρτημένων αντανακλαστικών. Τρέχουν τα σάλια μας όχι μόνο όταν τοποθετηθεί τροφή στο στόμα μας (φυσικό αντανακλαστικό), αλλά και όταν απλώς προαναγγέλλεται, π.χ. με τη θέα της (εξαρτημένο αντανακλαστικό) ή ακόμη και αν ακούμε να αναφέρεται το όνομα του μεζέ (δευτεροβάθμιο εξαρτημένο αντανακλαστικό). Από τη στιγμή που υπάρχουν δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, αναμενόμενο είναι να υπάρχει και δευτεροβάθμια νόηση, δηλαδή δευτεροβάθμια γνώση, βούληση και συναίσθημα.

Η δευτεροβάθμια νόηση σημαίνει π.χ. ότι ξέρω τι ξέρω και τι δεν ξέρω· ότι θέλω να θέλω κάτι, αλλά και να μη θέλω· και να χαίρομαι που χαίρομαι αλλά και που λυπούμαι. Έτσι δεν απορώ που ο Sartre γράφει ότι “ένα ον είναι αυτό που δεν είναι και δεν είναι αυτό που είναι”, χωρίς, ωστόσο, να το εξηγεί στη βάση της φυσιολογικής δυνατότητας για δευτεροβάθμια νόηση. Αλλά και ο Σωκράτης έλεγε “εν οίδα ότι ουδέν οίδα”. Αφού ξέρει ένα πράγμα, πώς δεν ξέρει τίποτε; Δευτεροβάθμια οίδε, ότι πρωτοβάθμια ουδέν οίδε. Αλλά και στο συναισθηματικό τομέα, η Κασσάνδρα προβλέπει την έλευση του χαμού, κανένας δεν πείθεται, ο χαμός έρχεται, θλίβεται απέραντα η κοπέλα για την καταστροφή, αλλά και από μέσα της κατά κάποιον τρόπο, θριαμβολογεί: “εγώ τάλεγα!”. Πολλοί σύγχρονοι μάντεις κακών έχουν αυτό το σύνδρομο της Κασσάνδρας και μάλιστα, αν είναι κακοήθεις, συμβάλλουν στην έλευσή της καταστροφής. Πού βρίσκεται λοιπόν η ελευθερία; Στην πρωτοβάθμια ή στη δευτεροβάθμια νόηση; Με την ανώτερη, δευτεροβάθμια γνώση ταυτίζομε τη συνείδηση (αυτογνωσία). Το σύμπλεγμα συναισθήματος και βούλησης, όμως, μπορεί να λειτουργεί και αυτόνομα, σαν με ταλάντωση. Παρακάμπτεται τότε η συνείδηση και μπορούμε να σχετίσουμε τη δευτεροβάθμια αυτή λειτουργία που παρακάμπτει τη συνείδηση με το υποσυνείδητο της ψυχανάλυσης.

Το αποτέλεσμα είναι νοσηρό, ανελεύθερο. Η συνήθεια της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών κάνει να θέλει ο χρήστης πρωτοβάθμια να πάρει τη δόση του, μολονότι δευτεροβάθμια, συνειδητά, δεν θέλει. Αλλά και ο άλλος, με τις έμμονες ιδέες, κλείδωσε φεύγοντας την πόρτα του σπιτιού του; Επιστρέφει και δοκιμάζει. Ήταν κλειδωμένη. Όταν όμως δοκίμασε την κλειδαριά, μήπως την ξέχασε ξεκλείδωτη; Επιστρέφει και ξαναδοκιμάζει και ο φαύλος κύκλος δεν έχει τελειωμό. Προφανώς, όταν εγκατασταθούν τέτοιες παθολογικές ταλαντώσεις, το άτομο δεν είναι ελεύθερο. Το νοητό Εγώ του νοσεί.

Στο σχηματισμό τέτοιων ταλαντούμενων και αυτοενισχυόμενων ταλαντώσεων αποσκοπεί η πλύση εγκεφάλου που επιδιώκουν οι δημαγωγοί, με όλες τις σύγχρονες εκφάνσεις τους, τα μέσα ενημέρωσης που ανήκουν σε ένα ολοκληρωτικό κράτος ή σε κερδοσκόπους ιδιώτες. Πείθομαι ότι είναι απόλυτη ανάγκη να μη μυρίζουν οι μασχάλες μου, αλλιώς δεν θα βρίσκω δουλειά, Ή ότι κάποιοι ξένοι (Τούρκοι, Εβραίοι, Φράγκοι, Αμερικανοί, Άγγλοι, Ρώσοι, Βορειομακεδόνες κλπ) απειλούν την ακεραιότητα της χώρας μου. Πάντοτε υπάρχουν κάποια σχετικά στοιχεία, που κατάλληλα προβαλλόμενα, με έντεχνη απόκρυψη των αντίθετων απόψεων, μας πείθουν και από κει κι έπειτα, κάθε νέο στοιχείο που προκύπτει έχομε συνηθίσει να το εντάσσουμε στην αντίστοιχη, προκατειλημμένη θέση ενισχύοντάς την. Μήπως ο ηγέτης των Τούρκων δεν μας απειλεί ανοιχτά; Οι Εβραίοι δεν διευθύνουν τη διεθνή οικονομική ολιγαρχία που μας ελέγχει; Οι Φράγκοι δεν είχαν αλώσει την Πόλη; Οι Αμερικανοί δεν διατηρούν στρατό στη δική μας επικράτεια; Χωρίς τελειωμό. Αντίστοιχες απειλές υπάρχουν από όλους εναντίον των οποίων πειθόμαστε κατά καιρούς να παίρνουμε αρνητική θέση. Κανένας όμως δεν είναι ικανός να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα πολλαπλές απειλές. Και όταν έτσι έντεχνα στρέφεται η προσοχή μας εναντίον κάποιων, ολιγωρούμε εναντίον εκείνου που αποτελεί πραγματική απειλή.

Η κοπιώδης συνείδηση καθενός για το ενδεχόμενο να είμαστε έτσι προκατειλημμένοι είναι η μόνη άμυνα που διαθέτομε στην άλωση της ελευθερίας του νοητού Εγώ μας.