Δημ. Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας
Διάλεξη στην Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία, Αθήνα, 7 Ιουνίου 2018
Κατά τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, Υγεία είναι μια κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι απλώς η απουσία νόσου ή αναπηρίας1. Η ιατρική εξυπηρετεί τους σκοπούς της Υγείας. Καθώς η Υγεία έχει τρεις όψεις, τη σωματική, ψυχική και κοινωνική, θα προσπαθήσω να αναλύσω αυτές τις τρεις συνιστώσες της ύπαρξής μας, τη γέννηση και το θάνατό τους και τη θέση της Ιατρικής απέναντί τους με τα ηθικά προβλήματα που προκύπτουν. Θα συζητηθούν τρόποι που μπορούν να αντιμετωπισθούν τα διλήμματα.
Ύπαρξη.
Η ζωή και ο θάνατος συνδέονται άμεσα με την έννοια της ύπαρξης. Όταν λέω ότι υπάρχει μια οντότητα εννοώ, τουλάχιστον για τις ανάγκες αυτής της πραγματείας, ότι διαφέρει από ό,τι αυτή δεν είναι. Μιλάμε δηλαδή για το θεμελιώδη νόμο της ταυτότητας, όπου το Α είναι Α και διαφέρει αναγκαστικά από το μη-Α. Η απουσία οποιασδήποτε διαφοράς από το περιβάλλον μιας οντότητας, είναι συνώνυμη με τη μη ύπαρξή της. Δεν είναι νοητός ένας πάλλευκος λεκές πάνω σε ένα πάλλευκο σεντόνι. Μ΄ αυτή την έννοια το Μηδέν δεν είναι συνώνυμο με το Μη-Είναι, αλλά με την ανυπαρξία διαφοράς μεταξύ Είναι και Μη-Είναι.
Κάθε τι που δημιουργήθηκε και υπάρχει, αναγκαστικά κάποτε θα πάψει να υπάρχει, καθώς ορίζει ο νόμος της Εντροπίας. Μια οντότητα παύει να υπάρχει με δύο κύριους τρόπους. Μπορεί να αφανίζεται από ένα εχθρικό περιβάλλον. Έτσι, μια σταγόνα νερού που αιωρείται στον ξηρό, θερμό αέρα μπορεί να εξατμισθεί και τότε παύει να υπάρχει. Ο άλλος τρόπος είναι να πάψει να διαφέρει από το (φιλικό;) περιβάλλον της. Για παράδειγμα, μια σταγόνα νερού παύει να υπάρχει όταν πέσει στον ωκεανό – σταγόνα στον ωκεανό.
Γέννηση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οι άνθρωποι αρχίζομε να υπάρχουμε τη στιγμή της σύλληψης, όταν εισδύει ένα πατρικό σπερματοζωάριο σε ένα μητρικό ωάριο. Εκείνη τη στιγμή δημιουργείται μια νέα οντότητα που έχει χαρακτηριστικά διαφορετικά από καθένα από τα συνιστώντα κύτταρα και, προπάντων, διαφορετικά από τη μητέρα που την φιλοξενεί. Το γονιμοποιημένο ωάριο αρχίζει να πολλαπλασιάζεται, ο αριθμός των κυττάρων της νέας οντότητας αυξάνεται με γεωμετρικό τρόπο και κάθε νέο κύτταρο τοποθετείται σε πρoσχεδιασμένη θέση σε σχέση με τα άλλα και επιτελεί έργο που έχει ήδη προγραμματισθεί. Ο προγραμματισμός αυτός εμπεριέχεται στο γονιμοποιημένο ωάριο. Η μητέρα προσφέρει στο έμβρυο ενέργεια και ασφάλεια, αλλά δεν μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο της ανάπτυξής του ούτε τον τρόπο της λειτουργίας του. Με τη σύλληψη δημιουργείται ένα νέο ον, που είναι αισθητό από όλους, το αισθητό Εγώ. Η μητέρα νοιώθει τις ποικίλες μεταβολές στο σώμα της τις οποίες συνεπάγεται η παρουσία του, βλέπει την κοιλιά της να μεγαλώνει και αισθάνεται τα σκιρτήματά του. Η μαμή το ψηλαφά. Ο γιατρός το βλέπει με ένα υπερηχογράφημα. Με ειδικές εξετάσεις μπορεί οποιοσδήποτε τρίτος να διαπιστώσει την παρουσία του, ακόμη και όταν έχει μέγεθος ελάχιστων κυττάρων.
Την ύπαρξη του εμβρύου την αντιλαμβάνονται όλοι, εκτός από το ίδιο το έμβρυο. Οι φυσικοχημικές ιδιότητες στο εσωτερικό του εμβρύου διατηρούνται σταθερές, χάρη στους ισχυρούς ομοιοστατικούς, αρνητικούς αναδραστικούς, μηχανισμούς του. Οι αντίστοιχες ιδιότητες στο περιβάλλον του εμβρύου διατηρούνται επίσης σταθερές, χάρη στους ομοιοστατικούς μηχανισμούς της μητέρας. Και αυτές οι σταθερές ιδιότητες είναι ακριβώς ίδιες μέσα και έξω από το έμβρυο, χωρίς να υπάρχει μηχανισμός αλληλεπηρεασμού τους. Στην επιφάνεια του εμβρύου υπάρχουν διάσπαρτοι ποικίλοι αισθητήρες που δέχονται από μέσα και απέξω από το έμβρυο τα ίδια ακριβώς ερεθίσματα: ίδια πίεση, υγρασία, οξύτητα, ωσμωτική πίεση, χημική σύσταση, ίδια τα πάντα. Έτσι, ακόμη και αν το τελειόμηνο έμβρυο έχει επαρκώς αναπτυγμένο εγκέφαλο, αδυνατεί να αντιληφθεί οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ του εαυτού του και του περιβάλλοντός του, διότι τέτοια διαφορά δεν υφίσταται. Τη στιγμή της γέννησης, όλα ανατρέπονται. Το νεογνό εξακολουθεί να διατηρεί τη σταθερότητα των εσωτερικών ιδιοτήτων του, όπως ήταν και στην ενδομήτρια ζωή του. Από τον έξω κόσμο όμως, η επιφάνεια του εμβρύου κατακλύζεται από ένα καταιγισμό ερεθισμάτων που είναι διαφορετικά από το εσωτερικό του και μεταβάλλονται συνεχώς, απρόβλεπτα. Ένα νέο πρόσωπο λοιπόν γεννιέται, το νοητό Εγώ, που ξεχωρίζει τον εαυτό του από το περιβάλλον του. Οι άλλοι από το περιβάλλον του ενώ αντιλαμβάνονται άμεσα με τις αισθήσεις τους το αισθητό Εγώ, μόνο νοούν, συμπεραίνουν από τη συμπεριφορά του. το νοητό Εγώ.
Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ζώο. Μετά τη γέννησή του θα εισαχθεί στην κοινωνία. Με μια κοινωνική διαδικασία ή τελετή, με την παρουσία του παιδιού, των γονιών του, ενός μέλους της κοινωνίας ειδικά εντεταλμένου γι΄ αυτό το σκοπό (ιερέα, ληξιάρχου κλπ) και ενός τουλάχιστον μάρτυρα από την κοινωνία, του αναδόχου , γίνεται η εισαγωγή του νέου στην κοινωνία. Ένα νέο κοινωνικό Εγώ γεννάται. Τέτοιες κοινωνικές διαδικασίες υπάρχουν από τότε που οι άνθρωποι οργανώθηκαν σε κοινωνίες, όπως ήταν τα αρχαία Αμφιδρόμια, η Χριστιανική βάπτιση, η Ιουδαϊκή και Μουσουλμανική περιτομή, η εγγραφή στα ληξιαρχεία κλπ.
Θάνατος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Όπως η γέννηση, έτσι και ο θάνατος των τριών υποστάσεων του Εγώ συμβαίνει σε διαφορετικό χρόνο για την καθεμιά. Το αισθητό Εγώ πεθαίνει τη στιγμή που χάνει την αυτορρύθμισή του και αρχίζει να εξομοιώνεται έτσι με το περιβάλλον του. Από τη στιγμή που θα σταματήσει οριστικά να λειτουργεί ο εγκέφαλος, που συντονίζει την αυτορρύθμιση του οργανισμού, αρχίζει το αισθητό Εγώ να αποκτά ίδια θερμοκρασία, ίδια χημεία, ίδια τα πάντα με το περιβάλλον του. «Χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει». Πριν από το θάνατο του αισθητού Εγώ επέρχεται ο θάνατος του νοητού Εγώ. Συμβαίνει κανονικά όταν πάψει οριστικά το συγκεκριμένο πρόσωπο να ξεχωρίζει τον εαυτό του από το περιβάλλον του. Αυτό συμβαίνει συνήθως λίγα λεπτά πριν από το θάνατο του αισθητού Εγώ, αλλά σε βαριά κώματα μπορεί να προηγείται ακόμη και έτη προηγουμένως. Στον ύπνο, τακτικά κάθε μέρα, καθένας χάνει την αντίληψη της διαφοράς του από το περιβάλλον του, αν και στη φάση των ονείρων του διατηρεί την αυτοαίσθηση της ταυτότητάς του. Ο θάνατος του κοινωνικού Εγώ θα επέλθει μετά το θάνατο του αισθητού Εγώ, με μια τελετή, όπως έγινε και η γέννησή του. Τέτοια τελετή είναι η κηδεία, η διαγραφή από τα ληξιαρχικά βιβλία κλπ. Θα πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η σωματική και λειτουργική μορφή του θανόντος διατηρείται σαν σε εκμαγείο στο κοινωνικό περιβάλλον του ατόμου που έχει πεθάνει, στη μνήμη δηλαδή όσων είχε γνωρίσει, είχε επηρεάσει κατά κάποιον άμεσο ή έμμεσο τρόπο τη ζωή τους και που είχαν επηρεάσει αντίστοιχα τη ζωή εκείνου. Τα μνημόσυνα, ονοματοδοσίες δρόμων και πλατειών, φωτογραφίες, βίντεο κλπ συμβάλλουν στη διατήρηση της ύπαρξης του θανόντος στη μνήμη της κοινωνίας. Ακόμη ο αισθητά και νοητά πεθαμένος μπορεί να ενεργεί στην κοινωνία, με αφύσικο τρόπο βέβαια, όπως να παίρνει σύνταξη, να φορολογείται, να ψηφίζει, να δικαιοπραττεί, ακόμη και να ηγείται και να νικά σε μια μάχη, όπως ο θρυλικός Ελ Σιντ. Μ΄ αυτή την έννοια, το κοινωνικό Εγώ εξακολουθεί να ζει στο κοινωνικό εκμαγείο του για όσο χρόνο το θυμάται η κοινωνία. Η ευχή «Αιωνία η μνήμη» γίνεται έτσι συνώνυμη με την Πλατωνική «Αθανασία της ψυχής» και το κοινωνικό Εγώ του θανόντος εξακολουθεί να υπάρχει ένθα «ουκ έστι πόνος, ου θλίψη ου στεναγμός, αλλά», στη μνήμη της κοινωνίας, «ζωή ατελεύτητος».
Η τριπλή υπόσταση της ύπαρξής μας δεν είναι νέα αντίληψη. Ψυχολόγοι και Φιλόσοφοι την έχουν περιγράψει. Ο ψυχολόγος W. James περιγράφει το Αισθητό Εγώ ως Material Me, το Νοητό Εγώ ως Spiritual Me και το Κοινωνικό Εγώ ως Social Me2. Ορίζει το τελευταίο ως την αναγνώριση που λαμβάνει ο καθένας μας από την κοινωνία. Ο ψυχαναλυτής S. Freud αναγνωρίζει το Id, το Ego και το Super-Ego3. Αντίστοιχα, ο M. Heiddeger αναφέρεται στο Αισθητό Εγώ ως In-Der-Welt-Sein, στο νοητό ως Dasein και στο Κοινωνικό ως Mitsein, όλα με κάποιες μικροδιαφορές. Έχει γίνει εκτεταμένη ανάλυση σε καθεμιά από τις τρεις υποστάσεις της ύπαρξης του Εγώ μας, αλλά δεν έχει τονισθεί επαρκώς ο διαφορετικός χρόνος της γέννησης και του θανάτου τους. Μια άλλη σημαντική διαφορά της παρούσας αντίληψης από εκείνες των υπαρξιστών φιλοσόφων είναι ότι εκείνοι αντιπαραθέτουν στο Είναι το Μηδέν, ενώ εδώ στο Είναι αντιπαρατίθεται το Μη-Είναι που δεν είναι συνώνυμο με το Μηδέν. Έτσι, J. P. Sartre μιλάει για το «L Être et le Néant» και ο Μ. Heiddeger αναρωτιέται «γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε»; Σύμφωνα με την παρούσα άποψη, η ενδομήτρια Ανυπαρξία, δηλαδή το Μηδέν, με τη γέννηση σχάζεται σε Είναι και Μη-Είναι, που είναι το περιβάλλον του Είναι. Αν αυτή η άποψη είναι ορθή, θα πρέπει να ισχύει και η ανάστροφή της. Όταν δηλαδή συναντηθούν το Είναι με το Μη-Είναι να προκύπτει το Μηδέν. Στα μαθηματικά αυτό είναι κοινός τόπος, αφού (+x)+(-x)=0. Αλλά και στη Φυσική, όταν συναντηθούν ένα στοιχειώδες υλικό σωμάτιο αρνητικά φορτισμένο (ηλεκτρόνιο) με ένα άλλο στοιχειώδες υλικό σωμάτιο θετικά φορτισμένο (ποζιτρόνιο), δεν προκύπτουν δύο υλικά σωμάτια, αλλά Μηδεν, καθώς αλληλεξουδετερώνονται. Ταυτόχρονα παράγεται Ενέργεια. Ασφαλώς, αφού, εμφανίζεται ενέργεια, δεν πρόκειται για μηδενισμό των σωματίων. Αλλά και στην ενδομήτρια Ανυπαρξία, αυτή δεν είναι παρά μόνον υποκειμενική, αφού εδράζεται στο Αισθητό Εγώ. Προφανώς ο νόμος της αφθαρσίας Ύλης και Ενέργειας δεν παραβιάζεται. Εξακολουθεί να ισχύει, όπως διατυπώθηκε από το Δημόκριτο: «Μηδέν ἐκ τοῦ μὴ ὂντος γίγνεται, μηδὲ εἰς τὸ μὴ ὂν φθείρεται».
Οι τρεις υποστάσεις του Εγώ έχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ τους, πέρα από το ότι γεννιόνται και πεθαίνουν σε διαφορετικό χρόνο και με διαφορετικό τρόπο καθεμιά. Το αισθητό Εγώ μπορεί να είναι ακρωτηριασμένο, αλλά το νοητό και το κοινωνικό Εγώ είναι ακέραια, άτμητα. Το αισθητό και το νοητό Εγώ είναι μοναδικά. Κανένας δεν έχει δακτυλικά αποτυπώματα ή DNA ίδιο με το δικό μου ούτε σκέψεις, συναισθήματα, βουλήσεις ίδιες με τις δικές μου. Τα κοινωνικά Εγώ όμως, τουλάχιστον τη στιγμή της γέννησής τους, είναι ίδια και ίσα μεταξύ τους, απλώς μέλη της ίδιας κοινωνίας. Το αισθητό Εγώ ζει στον αντικειμενικό χώρο και χρόνο, το νοητό σε ένα σημείο (εδώ) και μια στιγμή (τώρα) όποτε κι όπου βρίσκεται. Το κοινωνικό Εγώ μπορεί να επιβιώνει στη μνήμη της κοινωνίας που είναι ένα είδος κοινωνικού εκμαγείου του, εσαεί και να είναι πανταχού παρόν.
Οι παραπάνω διαφορές, ιδίως οι διαφορετικοί χρόνοι γέννησης και θανάτου, προσδίδουν σημαντική ανεξαρτησία στις τρεις υποστάσεις του Εγώ, που επιτρέπει να κατανοηθούν δύσκολες έννοιες οι οποίες έχουν διαφορετική εικόνα σε καθεμιά από τις υποστάσεις. Τέτοιες είναι π.χ. η Υγεία, η Αλήθεια, η Ελευθερία, η Ισότητα κλπ. Θα αναφερθώ εδώ μόνο στη γέννηση και το θάνατο των τριών υποστάσεων σε συνάρτηση με την Υγεία και την Ιατρική, που μπορεί να παρέμβει στη γέννηση και στο θάνατο.
Υγεία και Ιατρική.
Μεταξύ ζωής και θανάτου παρεμβάλλονται η Υγεία και η Νόσος, που μπορεί να επισπεύσει την έλευση του θανάτου. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας όρισε ως υγεία, «την κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικές ευεξίας και όχι απλώς την απουσία νόσου ή αναπηρίας»1. Μ΄ άλλα λόγια η Υγεία αφορά ξεχωριστά και τις τρεις υποστάσεις του Εγώ.
Όπως είναι φυσικό, και η Ιατρική, που ασχολείται με την προάσπιση και την αποκατάσταση της χαμένης υγείας, αφορά και τις τρεις υποστάσεις της ύπαρξης. Από την άποψη του αισθητού Εγώ, νόσος είναι μια κατάσταση που απειλεί να τερματίσει τη ζωή και η ιατρική διαπιστώνει την ύπαρξη νόσου με βάση την αντικειμενική εξέταση του ασθενή, όπως την πρωτοπαρουσίασε ο Ιπποκράτης. Τη συμπληρώνει μεγεθύνοντας με την τεχνολογία την οξύτητα των αισθήσεων του ιατρού, με τις ποικίλες εξετάσεις, βιοχημικές, μικροβιολογικές, εξεικονιστικές κλπ. Σκοπός της ιατρικής από αυτή τη σκοπιά είναι να αναβάλει όσο είναι δυνατό το θάνατο του αισθητού Εγώ. Ένα από τα κυριότερα επιτεύγματα του τελευταίου αιώνα υπήρξε η θεαματική επιμήκυνση του προσδόκιμου της επιβίωσης, χάρη κυρίως στην ιατρική πρόοδο. Από την άποψη του νοητού Εγώ, νόσος είναι μια κατάσταση που επηρεάζει την ποιότητα της ζωής και η διάγνωση τίθεται στη βάση του ιστορικού, δηλαδή των συμπτωμάτων, του ασθενή και στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του αρρώστου. Από την άποψη του κοινωνικού Εγώ, η διάγνωση στηρίζεται στο ψυχοκοινωνικό ιστορικό, δηλαδή στη διαπίστωση του πόσο περιορίζονται από τη νόσο οι κοινωνικές δραστηριότητες του αρρώστου προς την οικογένεια, τους φίλους, το επάγγελμα, την κοινωνία γενικότερα. Σκοπός της ιατρικής είναι από αυτή τη σκοπιά η αποκατάσταση των κοινωνικών σχέσεων του ατόμου.
Σαν παράδειγμα των παραπάνω, η καρδιακή ανεπάρκεια ορίζεται ποικιλοτρόπως. Από την άποψη του αισθητού Εγώ σημαίνει την παρουσία ρόγχων στους πνεύμονες και οιδημάτων στα κάτω άκρα, επηρεασμό ποικίλων εξετάσεων, όπως είναι του κλάσματος εξώθησης στο υπερηχοκαρδιογράφημα, του νατριουρητικού πεπτιδίου στο αίμα κλπ. Από την άποψη του νοητού Εγώ, καρδιακή ανεπάρκεια είναι η παρουσία δύσπνοιας, ορθόπνοιας, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Και από την άποψη του κοινωνικού Εγώ είναι ο βαθμός περιορισμού των κοινωνικών δραστηριοτήτων του ατόμου, όπως γίνεται η επικρατούσα ταξινόμηση της καρδιακής ανεπάρκειας από την Καρδιολογική Εταιρεία της Νέας Υόρκης.
Η ίαση συνεπάγεται την αποκατάσταση της υγείας σε όλες τις υποστάσεις της ύπαρξης. Όμως ενδέχεται η βελτίωση μιας όψης να επιδεινώνει τις λοιπές. Για παράδειγμα, τα μέσα για να παραταθεί η ζωή είναι συχνά ενοχλητικά ως και ανυπόφορα. Οι ποικίλες δίαιτες, η λήψη φαρμάκων για τη χοληστερόλη και την υπέρταση, η αλλαγή τρόπου ζωής, όπως διακοπή του καπνίσματος, οι χημειοθεραπείες, δεν είναι καθόλου ευχάριστες ιατρικές παρεμβάσεις. Εξάλλου η συμπτωματική αγωγή για τη βελτίωση της νόσου του νοητού Εγώ όχι σπάνια μπορεί να βλάπτει τους σκοπούς της ιατρικής για το αισθητό Εγώ. Η λήψη κάποιων αναλγητικών για τον πόνο μπορεί να προκαλέσει νόσο του αίματος και θάνατο σε ορισμένες περιπτώσεις. Μετά από έμφραγμα η παρουσία κάποιων αρρυθμιών ενοχλεί τον άρρωστο και είναι ένας δείκτης απειλούμενου θανάτου. Η χορήγηση ορισμένων αντιαρρυθμικών ελαττώνει τις αρρυθμίες, ανακουφίζει τον άρρωστο, αλλά επισπεύδει το θάνατο, αντί να παρατείνει, τη ζωή. Εξάλλου, δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η καταφυγή στη νόσο είναι μια διέξοδος από κοινωνικά αδιέξοδα, όπως σε ποικίλες νευρώσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η νόσος, οι «βάρβαροι», είναι μια κάποια λύσις. Από κοινωνική σκοπιά, υπάρχει ένα παράδοξο. Ο ασθενής εμποδίζεται, λόγω της νόσου του, να εργάζεται και να κερδίζει χρήματα. Και σ΄ αυτήν ακριβώς τη φάση αναγκάζεται να δαπανήσει χρήματα για να αποκαταστήσει την ικανότητα να κερδίζει χρήματα, έτσι που μπορεί να επιδεινώνονται σοβαρά άλλες όψεις της ατομικής ευεξίας.
Ιατρική στην αρχή της ζωής.
Καθώς η ιατρική μπορεί να επηρεάσει τόσο την αρχή όσο και το τέλος της ζωής, εγείρονται πολλαπλά ηθικά προβλήματα τόσο για το γιατρό όσο και για την κοινωνία. Ως προς την αρχή της ζωής, ένα σοβαρό κοινωνικό δίλημμα είναι εκείνο της πρόληψης και της διακοπής της κύησης.
Η αντισύλληψη, καταδικάζεται συνήθως από θρησκευτική πλευρά, αλλά τα επιχειρήματα εναντίον της δεν είναι πολύ ισχυρά. Η ιατρική επέμβαση συντελείται πριν από τη δημιουργία νέου όντος, ενώ η ίδια η αντισύλληψη είναι θέμα που αφορά ένα συγκεκριμένο άτομο είτε γυναίκα είναι είτε άνδρας.
Η κοινωνία δεν έχει αποφασίσει με τρόπο αμετάκλητο αν η έκτρωση είναι φόνος ή όχι. Το δίλημμα γίνεται δυσκολότερο, καθώς το κύημα είναι προϊόν όχι ενός μόνον, αλλά δύο ατόμων. Γενικότερα, η κοινωνία δεν έχει αποφασίσει τι ακριβώς είναι η ανθρωποκτονία, διότι ο ορισμός της προϋποθέτει ότι έχει γίνει αποδεκτή η ιεραρχική προτεραιότητα της μιας από τις τρεις υποστάσεις του Εγώ πάνω στις άλλες.
Αν δεχθούμε ότι το αισθητό Εγώ είναι ιεραρχικά ανώτερο από τις άλλες δύο υποστάσεις, τότε, η έκτρωση είναι ανθρωποκτονία, καθώς σημαίνει το φόνο της επικρατούσας αισθητής όψης μιας οντότητας έστω και αν δεν έχει νοητή ή κοινωνική, υπόσταση. Εξάλλου, χωρίς να έχει δημιουργηθεί το αισθητό Εγώ, είναι αδύνατο να υπάρξουν το νοητό και το κοινωνικό Εγώ. Αν δεχθούμε ότι η νοητή ύπαρξη είναι ιεραρχικά ανώτερη από την αισθητή και την κοινωνική, τότε η έκτρωση δεν αποτελεί ανθρωποκτονία, διότι το αγέννητο έμβρυο δεν είναι ακόμη πλήρης άνθρωπος, δεν έχει ακόμη ούτε νοητή ούτε κοινωνική υπόσταση. Πώς να σκοτωθεί ένας άνθρωπος που δεν έχει γεννηθεί; Αν, τέλος, δεχθούμε ότι η κοινωνική διάσταση του Εγώ μας είναι ιεραρχικά ανώτερη, τότε ο φόνος ενός βρέφους πριν εισαχθεί στην κοινωνία δεν είναι ανθρωποκτονία και ο βρεφοκτόνος πρέπει να αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τον ανθρωποκτόνο.
Το βασικό επιχείρημα υπέρ της ιεραρχικής ανωτερότητας της αισθητής ύπαρξης είναι ότι χωρίς αυτήν θεωρείται ότι δεν μπορούν να υφίστανται ούτε η νοητή ούτε η κοινωνική ύπαρξή μας. Όμως ποια είναι η αξία της αισθητής ύπαρξης, όταν η νοητή ύπαρξη είναι απαράδεκτη, για ποικίλους λόγους; Η απόλυτη προτεραιότητα της αισθητής ύπαρξης έχει κυριαρχήσει στην ιατρική παραδοσιακά, ιδιαίτερα μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο. Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Χαρακτηριστικός είναι ο μύθος του Τιθωνού στην αρχαιότητα.
Η όμορφη Ηώς, αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης, ερωτεύθηκε ένα ωραίο παλικάρι, τον Τιθωνό. Τόσος ήταν ο έρωτάς της, που παρακάλεσε το Δία να χαρίσει αθανασία στον αγαπημένο της. Για να ζήσουν για πάντα μαζί. Κι ο καλός ο Δίας εισάκουσε την παράκλησή της και τον έκανε αθάνατο. Η Ηώς όμως ξέχασε να ζητήσει από το Δία (πάντα στον προγραμματισμό του μέλλοντος κάτι σημαντικό μας ξεφεύγει!) να χαρίσει στον καλό της και αιώνια νεότητα. Κι έτσι εκείνη έμενε διαρκώς νέα και ωραία, ενώ εκείνος δίπλα της γερνούσε, γερνούσε, ζάρωνε, όλο ζάρωνε κι η φωνή του έγινε τσιριχτή, επαναληπτική. Η Ηώς, για να τον απαλλάξει από το μαρτύριο, τον μεταμόρφωσε σε τζιτζίκι που αρχίζει να τραγουδάει κάθε πρωί μόλις βλέπει την αγαπημένη του να προβάλλει στην ανατολή.
Αλλά και μεταξύ νοητού και κοινωνικού Εγώ υπάρχει μυθολογικό δίλημμα.
Ο Ορέστης σκότωσε τη μητέρα του που του έδωσε, γεννώντας τον, τη νοητή ζωή, για να αποδώσει δικαιοσύνη στη φονέα του πατέρα του που του έδωσε την κοινωνική ζωή, αφού ήταν διάδοχος του θρόνου, επειδή ήταν γιος του Αγαμέμνονα. Οι ένορκοι στον΄Άρειο Πάγο διχάστηκαν, αλλά με τη μεροληπτική επέμβαση της Αθηνάς ο Ορέστης αθωώθηκε. Η δίκη του Ορέστη υπήρξε σταθμός στη μετάβαση από το μητριαρχικό στο πατριαρχικό δίκαιο, ανυψώνοντας το κοινωνικό Εγώ στο επίπεδο του νοητού
Γενικά έχει γίνει ιατρικά παραδεκτό ότι η ζωή της μητέρας, που είναι μια τέλεια αισθητή, νοητή και κοινωνική οντότητα είναι πιο σημαντική από εκείνη του εμβρύου που είναι μόνον αισθητή ύπαρξη. Επομένως, όταν κινδυνεύει η μητέρα από την κύηση, η έκτρωση αποτελεί ιατρική ένδειξη. Ο ιατρός, ορκισμένος να υπηρετεί το συμφέρον του ασθενή του, οφείλει να ενεργήσει σε τέτοιες περιπτώσεις ανάλογα, σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο, έστω και αν το τυπικό δίκαιο, οι νόμοι της χώρας δηλαδή, ορίζουν διαφορετικά. Λιγότερο σαφής, πάντως ισχυρή, είναι η ένδειξη όταν έχει διαγνωσθεί ενδομήτρια κάποια ανωμαλία στο έμβρυο. Τα προβλήματα για τη λήψη απόφασης είναι πιο δύσκολο να επιλυθούν όταν οι ενδείξεις είναι κοινωνικές και όχι ιατρικές. Τέτοιες είναι π.χ. σε κυήσεις που έχουν προκύψει από βιασμό, αιμομιξία, σε ανήλικα και άγαμα κορίτσια κλπ. Σε περιπτώσεις κύησης σε μια έγγαμη ενήλικη γυναίκα, όταν συμφωνούν και οι δύο σύζυγοι μοιάζει το θέμα σχετικά απλό. Όμως γίνεται πολύπλοκο όταν μόνον η μητέρα επιθυμεί τη διακοπή της κύησης, χωρίς ιατρική ένδειξη, ενώ ο σύζυγος δεν συναινεί, καθώς, όπως αναφέρθηκε ήδη, για τη δημιουργία του κυήματος έχουν συμβάλει εξίσου και οι δύο σύζυγοι. Στην άγαμη μητέρα η άποψη του βιολογικού πατέρα μπορεί προφανώς να αγνοηθεί, καθώς μάλιστα ενδέχεται να είναι άγνωστος.
Η νομιμοποίηση της έκτρωσης έχει το πλεονέκτημα ότι εξασφαλίζει ότι η πράξη γίνεται κάτω από τις πιο ασφαλείς συνθήκες. Έχει δειχθεί εξάλλου ότι ο αριθμός των εκτρώσεων δεν επηρεάζεται από την νομική αναγνώριση ή μη του δικαιώματος της έκτρωσης. Η τοποθέτηση της κοινωνίας πάνω στο ζήτημα στηρίζεται σε θρησκευτικούς, ιδεολογικούς ή άλλους λόγους. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι υπερσυντηρητικές πολιτείες στις ΗΠΑ, όπως η Νότια Ντακότα, είναι εκείνες που αφενός επιβάλλουν προσκόμματα στη διενέργεια έκτρωσης, με τη δικαιολογία ότι φονεύεται το πιο ανυπεράσπιστο ανθρώπινο ον, ενώ οι ίδιες υιοθετούν τη διατήρηση της θανατικής καταδίκης μη σεβόμενες, επομένως την ανθρώπινη ζωή. Η κοινωνική απόφαση διευκολύνεται αν η κοινωνία αποφασίσει για την ιεραρχική προτεραιότητα των τριών υποστάσεων του Εγώ.
Ιατρική στο τέλος της ζωής.
Ως προς τα τέλη της ζωής, η τρέχουσα αντίληψη θέτει ιεραρχικά το αισθητό Εγώ υπεράνω του νοητού και του κοινωνικού, καθώς αποτελεί την προϋπόθεση για να υπάρχουν τα δύο άλλα. Ωστόσο, το νοητό Εγώ πεθαίνει πριν από το αισθητό, μολονότι ο θάνατος του νοητού δεν είναι η αιτία του θανάτου του αισθητού Εγώ. Εξάλλου, η άποψη αυτή δεν ίσχυε πάντοτε, όπως αναφέρθηκε στη μυθολογία. Οι δυνατότητες της ιατρικής να παρατείνει τη ζωή του αισθητού Εγώ, ακόμη και όταν το νοητό Εγώ είναι οριστικά νεκρό, με τεχνητή διατήρηση των ζωτικών λειτουργιών, έχει αρχίσει να μεταβάλλει τις αντιλήψεις.
Υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η επιβίωση συνοδεύεται από τόσο σοβαρά συμπτώματα που την καθιστούν ανυπόφορη. Έτσι, υπάρχουν χώρες όπου έχει αρχίσει να επιτρέπεται η «υποβοηθούμενη αυτοκτονία» ή κάποιας μορφής ευθανασία. Άλλες χώρες αντιδρούν φοβούμενες τις συνέπειες της κατάχρησης τέτοιων αντιλήψεων, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δυσθανασίες που μετονομάζονται σε ευθανασία, όπως είχε γίνει στη ναζιστική Γερμανία. Εξάλλου, η ανάδειξη της οικονομικής όψης της κοινωνίας τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει στο να θεωρούνται, συνήθως ανομολόγητα, ο γέρος, ο ανάπηρος, ο ανίατα πάσχων, ανεπιθύμητοι, καθώς αφενός δεν προσφέρουν τίποτε στην κοινωνία, αφού δεν εργάζονται, ενώ η συντήρησή τους στη ζωή έχει υψηλό κόστος. Η εκκλησία, χωρίς να εγκρίνει την ευθανασία, εύχεται, ωστόσο, «χριστιανά τα τέλη της ζωής ημών, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά». Και η ιατρική μπορεί να συνεισφέρει στην εκπλήρωση αυτής της ευχής. Το θέμα έχει συζητηθεί εκτεταμένα πρόσφατα από ιατρική, φιλοσοφική, ιστορική και θρησκευτική πλευρά με συντονιστή το Γιάνη Δημολιάτη7.
Η αποδοχή της ιεραρχικής προτεραιότητας του αισθητού Εγώ επιβάλλει στο γιατρό να κάνει τα πάντα για να αναβάλει το θάνατό του με οποιοδήποτε κόστος, έστω και αν είναι για ένα δευτερόλεπτο. Αυτό προβλέπει η δική μας νομοθεσία. Αν όμως γίνει δεκτή η ιεραρχική προτεραιότητα του νοητού Εγώ, τότε η ιατρική οφείλει να σταθμίσει τις ενέργειές της. Η στάθμιση αυτή είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς το νοητό Εγώ είναι, εξορισμού, προσιτό αποκλειστικά και μόνον στον εαυτό του. Τα αισθητά στοιχεία μόνον έμμεσα μπορούν να αποδείξουν την ανυπαρξία του νοητού Εγώ. Τέτοιες ενδείξεις είναι π.χ. η απουσία οποιασδήποτε κίνησης αυτόματης ή αντανακλαστικής του ασθενή για συγκεκριμένο χρόνο και, προπάντων, η απουσία ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου. Τέτοιες ενδείξεις για συγκεκριμένο χρόνο καθιστούν απίθανη την επάνοδο της ζωής του νοητού Εγώ. Αν υπάρχουν τέτοια, στον ιατρικό κόσμο έχει γίνει αποδεκτό ότι η ιατρική δικαιούται να πάψει να ενισχύει την επιβίωση του αισθητού Εγώ με τεχνητή αναπνοή, καρδιακή, νεφρική, ηπατική λειτουργία κλπ. Το δίλημμα γίνεται ακόμη δυσκολότερο, όταν ο ασθενής εξακολουθεί να έχει τις αισθήσεις του, αλλά η ζωή του είναι ανυπόφορη από ανίατα συμπτώματα, όπως πόνους που δεν πειθαρχούν πια στα αναλγητικά ή βαριές διανοητικές διαταραχές και εκφράζει με συνειδητή σαφήνεια την επιθυμία του να πεθάνει. Ως ποιο βαθμό τότε θα θεωρηθεί ότι η επιβίωση είναι αβάσταχτη για τον άρρωστο;
Διεθνείς απόψεις.
Τα επόμενα αποτελούν διεθνείς, ιατρικές κυρίως, συναινετικές συνήθως, αλλά μη τεκμηριωμένες απόψεις.
Όπως αναφέρθηκε στις συνηθισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις, ο αμετάκλητος θάνατος έρχεται περί τα 4 λεπτά μετά τη διακοπή της καρδιακής λειτουργίας. Ο χρόνος αυτός μπορεί να παραταθεί με ιατρική επέμβαση, τόσο που να προλάβει να αποκατασταθεί η καρδιακή λειτουργία και ο ασθενής να συνέλθει. Από θρησκευτική άποψη, η ιατρική επέμβαση μπορεί να θεωρηθεί επέμβαση στο έργο του Θεού, του μόνου αρμόδιου να αποφασίζει για ζωή ή θάνατο. Αρχικά υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από θρησκευτικούς και γενικότερα συντηρητικούς κύκλους σ΄ αυτή την προσπάθεια της ιατρικής, αλλά η επιτυχία ήταν τόση, που σίγασαν αυτές οι φωνές. Ωστόσο, αν η παράταση της ζωής του αισθητού Εγώ με ιατρική παρέμβαση γίνει αποδεκτή, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή και η επίσπευση του θανάτου του αισθητού Εγώ; Η Ιπποκρατική ηθική αντιτίθεται σε κάθε μέτρο που βραχύνει τη ζωή. «…ΟΥ ΔΩΣΩ ΔΕ ΟΥΔΕ ΦΑΡΜΑΚΟΝ ΟΥΔΕΝΙ ΑΙΤΗΘΕΙΣ ΘΑΝΑΣΙΜΟΝ, ΟΥΔΕ ΥΦΗΓΗΣΟΜΑΙ ΞΥΜΒΟΥΛΙΗΝ ΤΟΙΗΝΔΕ». Πώς ο ιατρός που σκοπός του είναι να σώζει ζωές θα συμβάλει στη διακοπή της ζωής; Αν γίνει δεκτό όμως ότι σκοπός του ιατρού δεν είναι μόνο να σώζει ζωές, δηλαδή να παρατείνει την ύπαρξη του αισθητού Εγώ, αλλά και να ανακουφίζει, βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής του νοητού Εγώ, τότε δημιουργείται ισχυρό δίλημμα. Προϋπόθεση πάντοτε είναι η συναίνεση του ασθενή ή, αν ο ίδιος αδυνατεί να εκφρασθεί, η συναίνεση των άμεσων συγγενών.
Η εκούσια ευθανασία, με τη συναίνεση του ασθενή που θέλει να πεθάνει, είναι νόμιμη στο Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ολλανδία. Μη εκούσια ευθανασία, όταν το άτομο δεν έχει δηλώσει ότι θέλει να πεθάνει, όπως ένα παιδί, είναι παντού παράνομη, αν και αναγνωρίζονται κάποια ελαφρυντικά στην Ολλανδία. Ακούσια ευθανασία, όταν το άτομο θέλει να μην πεθάνει, είναι παντού παράνομη. Μια λύση στο πρόβλημα έχει δοθεί σε κάποιες περιοχές συνδέοντας την πρακτική της ευθανασίας με κλινικές πόνου. Όταν ο ασθενής υποφέρει ανίατα από πόνους, η χορήγηση αναλγητικών τον ανακουφίζει, αλλά απαιτούνται διαρκώς αυξανόμενες δόσεις π.χ. μορφίνης, ώσπου η δόση γίνεται τοξική, θανατηφόρος. Υπό αυτές τις συνθήκες δεν είναι σαφής η διάκριση μεταξύ ενεργητικής και παθητικής ευθανασίας. Σημειώνω ότι ο Francis Bacon ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο ευθανασία στα τέλη του 16ου αιώνα.
Ο κίνδυνος της κατάχρησης είναι προφανής. Σε κάποιες περιοχές υπάρχει η δυνατότητα να αναγράφεται στο ιστορικό η εντολή Do not resuscitate, μην εφαρμόσετε μεθόδους αναζωογόνησης. Υπήρξαν περιπτώσεις που ασθενείς που δεν πέθαναν στο νοσοκομείο να δουν στο ιστορικό τους την εντολή, χωρίς να τους έχει συζητηθεί το θέμα. Και φυσικά υπάρχουν οι περιπτώσεις της εφαρμογής της μεθόδου από ολοκληρωτικά, αλλά και μη ολοκληρωτικά, καθεστώτα. Για να μην υποφέρει ο θανατοποινίτης σε κάποιες πολιτείες των ΗΠΑ γίνεται νάρκωσή του με ενδοφλέβια ένεση πριν ενεργοποιηθεί η ηλεκτρική καρέκλα. Η ενδοφλέβια ένεση απαιτεί ιατρική επέμβαση, αλλιώς κινδυνεύει το φάρμακο να χυθεί έξω από τη φλέβα, οπότε γίνεται εξαιρετικά επώδυνο ακυρώνοντας την πρόθεση του ανώδυνου θανάτου. Πώς νοείται να συμβάλει η ιατρική στην επίσπευση του θανάτου χωρίς τη συναίνεση του υποκειμένου;
Βέβαια υπάρχει και το αντίστροφο δίλημμα. Ποια οφείλει να είναι η στάση του γιατρού όταν του ζητείται να παρατείνει τη ζωή κάποιου, παρά τη θέλησή του; Όταν η αστυνομία ή ο στρατός ή ο εισαγγελέας ή και συγγενείς του ατόμου ζητούν από το γιατρό να παρατείνει τη ζωή για ποικίλους λόγους, όπως για απόσπαση πληροφοριών, για αντιμετώπιση απεργίας πείνας ή για να αλλάξει τη διαθήκη του, ποια μπορεί να είναι η στάση του γιατρού; Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο ιατρός οφείλει να ενεργεί πάντοτε με τη συναίνεση του αρρώστου του. Μ΄ αυτή την έννοια, θεωρώντας το νοητό Εγώ επικρατέστερο, δεν εφαρμόζει καμιά ιατρική πράξη χωρίς τη συναίνεση του ατόμου, ούτε και τεχνικές παράτασης της ζωής. Εξαιρούνται βέβαια οι περιπτώσεις κατάθλιψης, η οποία είναι νόσος που επηρεάζει τη βούληση, με αυτοκτονικές τάσεις. Ως νόσος, όταν ιαθεί, αποκαθιστά την υγιή βούληση και το άτομο δεν επιθυμεί πια το θάνατό του. Το δίλημμα μετατίθεται, αν κατανοηθεί ότι σκοπός του γιατρού δεν είναι να ενεργεί σύμφωνα με τη βούληση του ασθενή του, αλλά σύμφωνα με το συμφέρον του. Η εκτίμηση του συμφέροντος όμως του αρρώστου δεν είναι υπόθεση μόνο του νοητού και του αισθητού Εγώ, αλλά και του κοινωνικού. Από αυτό το συλλογισμό προκύπτει η ανάγκη να πάρει η κοινωνία, και όχι μόνο τα ιατρικά σώματα, αποφάσεις που είναι κατευθυντήριες γραμμές για το γιατρό, όταν θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα ολοκληρωμένης της προσωπικότητας του τρισυπόστατου Εγώ. Η σύνδεση των ιατρικών διλημμάτων με την έρευνα υπάγει τα προβλήματα στη ρητή πια σήμερα ερευνητική δεοντολογία, προς όφελος της κοινωνίας, αλλά δεν λύνει το πρόβλημα της σχέσης του γιατρού με τον άρρωστό του.
Η λήψη τέτοιας απόφασης δεν αρκεί να γίνει με ένα νόμο. Οφείλει να έχει και ηθική βάση, εκφράζοντας τη βούληση της κοινωνίας, του δήμου και όχι μόνο των αρχόντων. Ο Αριστοτέλης χωρίζει τα πολιτεύματα σε μοναρχίες, ολιγαρχίες και δημοκρατίες και είναι πολύ σαφής στους ορισμούς του: Αριστοτέλης (Πολ Δ 1294, 7-9): Λέγω δ΄ οἷον δοκεῖ δημοκρατικὸν μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ΄ αἱρετὰς ὀλιγαρχικὸν». Πέρα από τον τρόπο που επιλέγονται οι άρχοντες (κληρονομικά ή βίαια η μονάρχες, κληρονομικά ή με εκλογή οι ολιγάρχες, με κλήρωση οι δημοκρατικοί), στη Μοναρχία η σχέση αρχόντων με το λαό γίνεται με μέσο. Ακόμη και στην τελειότερη Μοναρχία, του Θεού, επικαλούμαστε το μέσο. «Και σε μεσίτριαν έχω… ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου… πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ…» Η σχέση με την Ολιγαρχία είναι αναγκαστικά πελατειακή. Ο βουλευτής πρέπει να πουλήσει εκδούλευση για να αγοράσει ψήφους και να υπακούσει στο κόμμα του, ενδεχομένως παρά τη συνείδησή του, για να ξαναείναι υποψήφιος. Ο κληρωμένος βουλευτής (ή δικαστής) είναι απροκατάληπτος. Ο Μονάρχης μπορεί να είναι εμπνευσμένος ή μωρός, στους εκλεγμένους βουλευτές συχνά έχουν εκλεγεί οι άριστοι, αλλά και οι χείριστοι, χωρίς να μπορεί το πολίτευμα να απαλλαγεί από τους τελευταίους, διότι η απόφαση του λαού που τους ψήφισε είναι αμετάκλητη. Στη δημοκρατία, μόνο σπάνια, τυχαία, θα έχουν κληρωθεί άριστοι, αλλά αν έχουν κληρωθεί χείριστοι, η αποπομπή τους δεν έχει πρόσκομμα, αφού δεν έχουν εκλεγεί. Τέλος, η διάσταση μεταξύ δικαίου και ηθικής είναι μέγιστη στη Μοναρχία (παράδειγμα η τραγωδία της Αντιγόνης), ελάχιστη στη δημοκρατία (αφού η δημογραφία του νομοθετικού σώματος είναι ίδια με του δήμου) και ενδιάμεση στην Ολιγαρχία.
Τα περισσότερα σύγχρονα πολιτεύματα είναι ολιγαρχίες κατά τον ορισμό του Αριστοτέλη και ονομάζονται ρεπούμπλικες (π.χ. Bundesrepublik Deutschland, République française, Hellenic republic κλπ). Στα Ελληνικά το πολίτευμά μας αποδόθηκε ως Ελληνική δημοκρατία. Αυτό σημαίνει ότι η αποτυχία του πολιτεύματός μας χρεώνεται στη Δημοκρατία, με εναλλακτική λύση τη Μοναρχία (βασιλεία, δικτατορία), ενώ πρόκειται για αποτυχία της Ολιγαρχίας, με εναλλακτική λύση τη Δημοκρατία αφού έχει δοκιμασθεί επανειλημμένα και αποτύχει η μοναρχία.
Κάτω από τέτοιους, δημοκρατικούς, όρους υποστηρίζω ότι πρέπει η κοινωνία μας να αποφασίσει ποια είναι η ιεραρχική προτεραιότητα των τριών όψεων της ύπαρξής μας και κάτω από ποιες συνθήκες. Την τελική απόφαση, με τις κατευθυντήριες γραμμές των ηθικών νόμων καλούνται να αποφασίσουν ο γιατρός από τη μια και ο ασθενής από την άλλη. Ένα απτό παράδειγμα για τον τρόπο που μπορεί να ληφθεί τέτοια δημοκρατική απόφαση έδειξε η Ιρλανδία στις 25 Μαΐου 2018. Μια 100μελής επιτροπή με κληρωμένα μέλη (μόνο ο Πρόεδρος ήταν διορισμένος), αφού άκουσε τους ειδικούς, αποφάσισε και εισηγήθηκε στη Βουλή αλλαγές στο Σύνταγμα που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη θέση ότι η αξία της ζωής του εμβρύου ΔΕΝ είναι ίση με της γεγενημένης ζωής και, επομένως, επιτρέπεται η άμβλωση.
Συμπερασματικά, η αντίληψη για την τριπλή υπόσταση της ύπαρξής μας και τους διαφορετικούς χρόνους της γέννησης και του θανάτου καθεμιάς βοηθάει να κατανοηθούν τα ηθικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ιατρική, ιδίως όταν επεμβαίνει στην αρχή και στο τέλος της ζωής. Η κοινωνία οφείλει να αναλάβει τις ευθύνες της αποφασίζοντας την ιεράρχηση των τριών υποστάσεων του Εγώ.
- World Health Organization.Constitution of the World Health Organization as adopted by the International Health Conference, New York, 19–22 June 1946; signed on 22 July 1946 by the representatives of 61 States (Official Records of the World Health Organization, no. 2, p. 100) and entered into force on 7 April 1948. In Grad, Frank P. (2002). “The Preamble of the Constitution of the World Health Organization”. Bulletin of the World Health Organization. 80(12): 982.
- James W. Psychology. The World Publishing Company. Cleveland and New York, 1948.
- Mannoni, Octave, Freud: The Theory of the Unconscious, London: Verso 2015, p. 49-51, 152-54
- Heidegger M. Sein und Zeit. Neunwehnte Auflage. Max Niemayer, Tübingen, 2006
- Sartre JP: L’ Être et le Néant. Edition Gallimard, 1943
- Heidegger M Εισαγωγή στη Μεταφυσική. Μετ. Χ. Μαλεβίτσης, Δωδώνη, 1990.
- Δημολιάτης Γ. Πότε πρέπει να πεθαίνουμε; Ένα αλλιώτικο Συνέδριο. Ιωάννινα, 24 Απριλίου 2017.