Abstract
The aim of this study was to evaluate in adults at lease 12-year education the difficulty in reading and understanding a text written in phonetic writing, as well as the number of spelling errors on dictation. Material and method. Ten Greeks 31–81 year old were used for this study. Four had secondary (12 year) education and six higher education. Two texts (A and B) were given to them from newspapers with 452 (A) and 552 (B) words. Each text was written with the current historical spelling, as published and in phonetic writing. By phonetic writing is meant a system in Greek characters at which each phoneme corresponded to one letter and each letter to one phoneme. The 10 subjects had to read the texts for as long as they needed to understand them. The reading time was recorded. Afterwards they were given four or five multiple choice questions with four choices each, in order to estimate the degree of text understanding. Finally, a 236 word political text from a newspaper was dictated and the spelling errors were counted. The mean time ± standard deviation was 52.32±24.02 s / 100 words for phonetic writing vs 36.66±11.01s /100 words for the historical writing (statistically significant difference at p<0.02). The degree of understanding did not differ significantly between the two styles of spelling (right answers: 36/45, 80% for the phonetic text and 37/45, 82% for the text with the historical spelling, χ2=0.6). The number of spelling errors ranged from 1 to 20. None of the 10 subjects wrote with any error at dictation. The mean number of errors was 7.40 ± 6.98 per subject. Conclusion: The vast majority of Greeks cannot write without spelling errors. The official introduction of the phonetic writing could solve the problem of misspelling. The phonetic reading delays reading, at least in educated adults, but does not affect the text understanding.
Εισαγωγή
Στον 19ο αιώνα, κάποιοι συγγραφείς, όπως ο Βηλαράς, ο Φιλήντας και άλλοι, πρότειναν τη φωνητική γραφή, δηλαδή μια ευρεία απλοποίηση της ορθογραφίας, χρησιμοποιώντας όσο γίνεται λιγότερα στοιχεία για να αποτυπωθεί γραπτά ο προφορικός λόγος. Με τον όρο φωνητική γραφή σε αυτή την εργασία δηλώνουμε έναν τρόπο γραφής κατά τον οποίο χρησιμοποιείται ένα γράφημα ή συνδυασμός γραφημάτων για να αποδοθεί κάθε προφερόμενος φθόγγος. Όπως είναι γνωστό, τα πέντε φωνήεντα που έχουμε στη γλώσσα μας, τα [a], [e], [i], [o], [u], είχαμε 15 τρόπους να τα παραστήσουμε γραπτά με βάση την ιστορική ορθογραφία: Α, Αι, Ε, ΑΙ, Η, Ηι, Ι, Υ, ΕΙ, ΟΙ, ΥΙ, Ο, Ω, Ωι, ΟΥ. Εξάλλου, μόνο για τον φθόγγο [a] είχαμε τα: α, ᾳ, ά, ὰ, ᾶ, ἀ, ἁ, ἂ, ἃ, ἄ, ἅ, ἆ, ἇ, ᾀ, ᾁ ᾂ, ᾃ ᾄ, ᾄ, ᾅ, ᾆ, ᾇ. Από όλα ατά όμως απαραίτητα είναι μόνο δύο, τα α και ά. Τελικά σήμερα έχουν επιβιώσει μόνο αυτά τα τελευταία δύο σύμβολα, το α και το ά.
Δ. Α. ΣΙΔΕΡΉΣ & Π. ΤΣΟΥΝΑ
[ 640 ]
Σχετικά πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο (Σιδερής, 2011), στο οποίο, μεταξύ πολλών άλλων απόψεων, προτείνεται η χρήση της φωνητικής γραφής. Παράλληλα και ανεξάρτητα από το παραπάνω βιβλίο, ένας Κύπριος ευρωβουλευτής, ο Μάριος Ματσάκης, πρότεινε στον Υπουργό Παιδείας την απλοποίηση της ελληνικής γραφής, πρόταση που έγινε γνωστή στην Ελλάδα (Ακρίτα 2011· βλ. και μήνυμα αγνώστου στο διαδίκτυο, που ζητά να προωθηθεί σε όσους γίνεται περισσότερους “Έλληνες”, για να το δούμε “μήπως και ξυπνήσουμε”). Προφανώς υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα τόσο υπέρ όσο και κατά της φωνητικής γραφής. Μια ανταπόκριση των αναγνωστών του βιβλίου που αναφέρθηκε (Σιδερής 2011) στη χρήση της φωνητικής γραφής ήταν ότι δυσχεραίνει την ανάγνωση.
Σκοπός
Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να τεκμηριώσει με μεθοδολογία θετικών επιστημών (με τη χρήση στατιστικής) τη δυσχέρεια της ανάγνωσης και κατανόησης της φωνητικής γραφής, καθώς και το μέγεθος της ανάγκης για απλοποίηση της γραφής, καθώς η εμπειρία υπαινίσσεται ότι είναι αξιόλογος ο αριθμός εκείνων που δεν μπορούν να γράψουν σωστά με την τρέχουσα ιστορική ορθογραφία. Δευτερεύοντες σκοποί ήταν να ελεγχθεί αν η ηλικία παίζει κάποιον ρόλο στις μετρήσεις που έγιναν, αν η κατανόηση των κειμένων συσχετίζεται με τον χρόνο της ανάγνωσης και αν τα ορθογραφικά λάθη συσχετίζονται με τον χρόνο της ανάγνωσης των κειμένων.
Υλικό και μέθοδος
Δέκα Έλληνες, ενήλικες, ηλικίας 31–81 ετών έλαβαν μέρος στην πειραματική έρευνα. Όλοι ήταν απόφοιτοι τουλάχιστον του Λυκείου (του Γυμνασίου οι παλαιότεροι) και 6 είχαν πτυχίο ΑΕΙ. Τους δόθηκαν δύο κείμενα πολιτικού λόγου (Α και Β), με έκταση περί τις 500 λέξεις (452 το Α και 552 το Β), κύρια άρθρα από δύο έγκυρες εφημερίδες, αντίστοιχα (Ψυχάρης 2011· Παπαχελάς 2011). Καθένα από αυτά τους παρουσιάστηκε γραμμένο με την τρέχουσα ιστορική ορθογραφία, όπως είναι δημοσιευμένο, και σε φωνητική γραφή. Οι μισοί από τους μετέχοντες στην έρευνα πήραν το κείμενο Α σε ιστορική ορθογραφία και το κείμενο Β σε φωνητική γραφή. Οι άλλοι μισοί πήραν το κείμενο Α σε φωνητική γραφή και το Β σε ιστορική ορθογραφία. Στη συνέχεια, δόθηκε στον καθένα ένα ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, για να ελεγχθεί αν κατανόησαν καλά τα κείμενα που διάβασαν. Σε μια τρίτη φάση τους υπαγορεύθηκε για να γράψουν με την καθιερωμένη ιστορική ορθογραφία ένα άλλο κείμενο 236 λέ-
Φωνητική γραφή
[ 641 ]
ξεων, απόσπασμα άλλου άρθρου από εφημερίδα (Γιανναράς 2012), και μετρήθηκε ο αριθμός ορθογραφικών λαθών. Για τους χρόνους σε δευτερόλεπτα που χρειάστηκαν για την ανάγνωση των δύο κειμένων έγινε αναγωγή στις 100 λέξεις, καθώς τα δύο κείμενα, Α και Β, δεν ήταν ίσα σε μέγεθος. Υπολογίστηκαν οι μέσες τιμές ± σταθερή απόκλιση για τα κείμενα σε φωνητική και σε ιστορική γραφή, σε απόλυτους χρόνους και σε χρόνους ανηγμένους σε 100 λέξεις. Υπολογίστηκε επίσης η μέση διαφορά χρόνων της ανάγνωσης ανά 100 λέξεις μεταξύ φωνητικής και παραδοσιακής γραφής. Με τη δοκιμασία t κατά ζεύγη (paired t test) υπολογίστηκε η στατιστική σημασία αυτής της διαφοράς. Οι ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής (με τέσσερις επιλογές) ήταν πέντε για το κείμενο Α και τέσσερις για το κείμενο Β με σύνολο 55 ερωτήσεων για τα δέκα άτομα που ελέγχθηκαν. Ο αριθμός των ορθών απαντήσεων από τις 55 ερωτήσεις στα κείμενα με τη φωνητική γραφή συγκρίθηκε με τη δοκιμασία χ2, προς εκείνον με την παραδοσιακή γραφή, για να βρεθεί αν ήταν στατιστικά σημαντική η διαφορά που παρατηρήθηκε. Ο αριθμός των ορθογραφικών λαθών στις 236 λέξεις υπολογίστηκε ως μέση τιμή ± σταθερή απόκλιση.
Ευρήματα
Τα ευρήματα συνοψίζονται στον Πίνακα. Στα μισά άτομα δόθηκε το κείμενο Α σε φωνητική γραφή και το κείμενο Β σε ιστορική γραφή. Στους άλλους μισούς δόθηκε το κείμενο Α σε ιστορική γραφή και το κείμενο Β σε φωνητική. Οκτώ από τα δέκα άτομα διάβασαν το κείμενο της φωνητικής γραφής σε χρόνο μακρότερο από εκείνον που διάβασαν το κείμενο της ιστορικής γραφής. Η μέση διάρκεια ανάγνωσης σε φωνητική γραφή των κειμένων Α (452 λέξεις) και Β (552 λέξεις) ήταν 265,9 ± 136,9 s (μέσος όρος ± σταθερή απόκλιση), ενώ των ίδιων κειμένων σε ιστορική γραφή ήταν 184,0 ± 60,82 sec. Καθώς το μήκος (αριθμός λέξεων) των δύο κειμένων δεν ήταν ίδιο, έγινε αναγωγή των χρόνων ανά 100 λέξεις. Όλα ανεξαιρέτως τα άτομα διάβασαν το κείμενο της φωνητικής γραφής (μετά την αναγωγή στις 100 λέξεις) σε μακρότερο χρόνο (52,31 ± 24,02 s/100 λέξεις) από το κείμενο της ιστορικής γραφής (36,66 ± 11,01 s/100 λέξεις). Η μέση διαφορά στη διάρκεια της ανάγνωσης μεταξύ φωνητικής και παραδοσιακής γραφής ήταν 15,65 ± 16,77 s/100 λέξεις. Η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική (p<0,02). Σε σύνολο 45 ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής ορθές απαντήσεις δόθηκαν στις 36 (80%) που αφορούσαν στο κείμενο που διαβάστηκε σε φωνητική γραφή και 37 (82,2%) που αφορούσαν στο κείμενο που διαβάστηκε στην ιστορική γραφή. Η διαφορά ήταν στατιστικά ασήμαντη (χ2=0,60). Κανένα από τα δέκα άτομα που έγραψαν με υπαγόρευση δεν μπόρεσε να γράψει χωρίς κανένα ορθογραφικό λάθος στο κείμενο των 236 λέξεων. Ο αριθμός των λαθών κυμάνθηκε από 1 ως 20 με μέσο όρο λαθών 7,40 ± 6,98 κατ’ άτομο.
Δ. Α. ΣΙΔΕΡΉΣ & Π. ΤΣΟΥΝΑ
[ 642 ]

Στο μικρό δείγμα ατόμων που εξετάστηκε, η ηλικία δεν είχε επίδραση ούτε στον αριθμό των λαθών κατά την υπαγόρευση ούτε στον χρόνο ανάγνωσης των δύο τύπων γραφής ούτε και στον αριθμό των λαθών στις απαντήσεις πολλαπλής επιλογής, ως ενδεικτικών της κατανόησης των κειμένων.Επίσης, ο αριθμός των λαθών που έκαναν στην υπαγόρευση δεν συσχετιζόταν με τη διαφορά χρόνου στην ανάγνωση μεταξύ φωνητικής και ιστορικής γραφής.
Συζήτηση
Αυτή η μικρή μελέτη έδειξε ότι η ανάγνωση κειμένων γραμμένων με τη φωνητική γραφή παρατείνεται σημαντικά έναντι της ανάγνωσης κειμένων με την ιστορική γραφή. Η διαφορά στον χρόνο ανάγνωσης δεν είναι μόνο στατιστικά, αλλά και ουσιαστικά σημαντική, καθώς αφορούσε στο 1/3 του χρόνου ανάγνωσης περίπου (διαφορά 15,65 δευτερολέπτων σε διάρκεια ανάγνωσης του φωνητικά γραμμένου κειμένου 52,31 δευτερολέπτων). Ωστόσο, η κατανόηση των κειμένων δεν φάνηκε να επηρεάζεται από το είδος της γραφής. Εξάλλου κανένα από τα άτομα που εξετάστηκαν δεν μπόρεσε να γράψει ένα κείμενο χωρίς ορθογραφικά λάθη κατά την υπαγόρευση. Τα επιμέρους ερωτήματα, όπως η επίδραση της ηλικίας στις επιδόσεις διάρκειας ανάγνωσης και κατανόησης του κειμένου καθώς και στον αριθμό των λαθών δεν ανέδειξαν σημαντικά ευρήματα, πιθανώς λόγω μικρού δείγματος.
Φωνητική γραφή
[ 643 ]
Κυριότερη ένσταση στα ευρήματα είναι ο μικρός αριθμός των ατόμων που εξετάστηκαν. Ωστόσο τα ευρήματα στα κύρια ερωτήματα δεν ήταν απλά στατιστικά σημαντικά αλλά αφορούσαν το σύνολο των ατόμων που εξετάστηκαν: Όλα τα άτομα καθυστέρησαν περισσότερο στην ανάγνωση της φωνητικής γραφής και όλα τα άτομα έκαναν ορθογραφικά λάθη σε ένα κείμενο όχι πολύ μεγάλου μεγέθους (236 λέξεων). Επίσης η κατανόηση των κειμένων φωνητικής και ιστορικής γραφής έδωσε τόσο παρόμοια αριθμητικά αποτελέσματα, που είναι εξαιρετικά απίθανο να αναδεικνύονταν στατιστικά σημαντικές διαφορές, αν το δείγμα ήταν πολύ μεγαλύτερο.
Συχνό είναι το επιχείρημα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας ότι η φωνητική γραφή μπορεί να επιφέρει σύγχυση, αφού υπάρχουν ομόηχες λέξεις με διαφορετικό νόημα και γραφή. Το αφτί στη φωνητική γραφή, π.χ. αντιστοιχεί τόσο στο αφτί όλο και στα αυτή και αυτοί. Οι λέξεις όμως μεταφέρουν έννοιες, όχι νόημα, που μεταφέρεται από πλήρεις προτάσεις. Για παράδειγμα σε προτάσεις όπως «αφτί πονάι», «αφτί πονούν», «πονάι το αφτί μου» δεν μένει καμιά αμφιβολία για το τι σημαίνει η λέξη «αφτί» γραμμένη με φωνητική γραφή. Εξάλλου, υπάρχουν περιπτώσεις που με ίδια ιστορική ορθογραφία, αλλά διαφορετική εκφώνηση (και φωνητική γραφή) σαφέστερη είναι η δεύτερη. Π.χ. δεν είναι σαφές τι κάνει μια γυναίκα όταν «βιάζεται»: τρέχει να προλάβει ή καλεί σε βοήθεια; Τέτοιο πρόβλημα δεν έχει η φωνητική γραφή, αφού είναι σαφές ότι «μια γινέκα που βγιάζετε τρέχι να προλάβι, ενό μια γινέκα που βιάζετε καλί σε βοίθια».
Μια άλλη επιφύλαξη αφορά την επιλογή των ατόμων. Όλα τα άτομα ήταν απόφοιτοι/ες τουλάχιστον 12ετούς μέσης εκπαίδευσης και τα 6 ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης. Κανένα από τα άτομα αυτά δεν ήταν φιλόλογος, που θα αναμενόταν να κάνει λιγότερα ορθογραφικά λάθη, αλλά δεν περιλήφθηκε και κανένα άτομο με εκπαίδευση μικρότερη των 12 ετών. Έτσι, τα βασικά ευρήματα πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν ικανοποιητική αντιπροσωπευτικότητα για τον γενικό πληθυσμό των ‘μορφωμένων’ ενήλικων Ελλήνων. Μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα, π.χ. περιλαμβάνοντας αναλογικά άτομα με μικρότερη μόρφωση, αλλά και επαγγελματίες της γλώσσας δεν αναμένεται να ανέτρεπε τέτοια αποτελέσματα. Αναλογικά, στον γενικό πληθυσμό, ο αριθμός των ατόμων με μόρφωση μικρότερη από 12 έτη είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον με επαγγελματική ενασχόληση με τη γλώσσα. Αντίθετα, για τα επιμέρους ερωτήματα, όπως την επίδραση της ηλικίας στα αποτελέσματα και τη συσχέτιση της καθυστέρησης στην ανάγνωση με τον αριθμό των λαθών, το μέγεθος του δείγματος είναι καταφανώς πολύ μικρό, για να δώσει βάσιμες απαντήσεις.
Γιατί καθυστερεί η ανάγνωση με τη φωνητική ορθογραφία; Όταν το παιδί πρωτομαθαίνει ανάγνωση, γνωρίζει ήδη να επικοινωνεί γλωσσικά, έχει επομένως συνηθίσει να μετατρέπει αντανακλαστικά των ήχο των λέξεων σε αντίστοιχες έννοιες. Μαθαίνοντας ανάγνωση, διαβάζει στην αρχή μεγαλόφωνα το κείμενο και συνδέει τον ήχο των λέξεων που προφέρει και ακούει με την εικόνα των γραπτών λέξεων που βλέπει. Με τις επαναλήψεις της διαδικασίας δημιουργεί εξαρτημένα αντανακλαστικά που τον κάνουν
Δ. Α. ΣΙΔΕΡΉΣ & Π. ΤΣΟΥΝΑ
[ 644 ]
να μετατρέπει την εικόνα των γραπτών λέξεων σε έννοιες, χωρίς την παρεμβολή των ήχων αυτών των λέξεων: μαθαίνει δηλαδή να ‘διαβάζει από μέσα του’. Η αντανακλαστική μετατροπή των εικόνων των λέξεων σε έννοιες είναι νοητική διαδικασία σαφώς συντομότερη από εκείνη που διαμεσολαβείται με τον ήχο των λέξεων που προφέρονται από τον ίδιο τον αναγνώστη. Ο ενήλικος που γνωρίζει άριστα ανάγνωση, όταν βρεθεί μπροστά σε ένα κείμενο με φωνητική γραφή, δεν το αναγνωρίζει αμέσως, η μετατροπή του σε νόημα καθυστερεί, μπορεί να χρειαστεί και να το διαβάσει μεγαλόφωνα για να το κατανοήσει, σαν να υποστρέφεται ηλικιακά στην Α΄ τάξη του Δημοτικού.
Ως προς τα ορθογραφικά λάθη σε ένα κείμενο μέτριου μεγέθους, όπως αυτό που χρησιμοποιήθηκε, είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Μετά από 12ετή τουλάχιστον εκπαίδευση στη γραφή της γλώσσας μας, ούτε ένας στους δέκα που εξετάστηκαν δεν μπόρεσε να γράψει χωρίς ένα τουλάχιστον λάθος. Φυσικά, υπάρχουν άτομα στον πληθυσμό μας που μπορούν να γράψουν ορθά, αλλά αυτά φαίνεται να είναι μια ασήμαντη μειοψηφία κυρίως μεταξύ επαγγελματιών λογίων. Η αναλογία 10 σε δείγμα των 10 ατόμων (100%) αντιστοιχεί σε μια αναλογία >76% στο σύνολο του πληθυσμού με πιθανότητες 95%. Είναι αμφίβολο αν σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο υπάρχει τόσο υψηλό ποσοστό πολιτών που με τόσο μακρά εκπαίδευση να μην μπορούν να γράψουν ένα κείμενο στη μητρική τους γλώσσα χωρίς ορθογραφικό λάθος. Τα ποσοστά αναμένονται βέβαια σχεδόν μηδαμινά σε χώρες όπου η γραφή είναι (περίπου) φωνητική, όπως είναι η Ιταλία, Ισπανία και άλλες. Είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτή την ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Μια λύση θα μπορούσε να είναι η καθιέρωση της φωνητικής ορθογραφίας.
Το πιο συνηθισμένο επιχείρημα εναντίον της φωνητικής ορθογραφίας είναι ότι αυτή η αλλαγή θίγει την εθνική μας ταυτότητα. Η γλώσσα μας είναι ένα από τα πιο σημαντικά τεκμήρια της ελληνικής ταυτότητάς μας. Βεβαίως αυτή η στάση στηρίζεται σε μια σύγχυση. Η φωνητική απλοποίηση της γραφής δεν αφορά τη γλώσσα μας, αλλά τη γραφή της. Η σύγχυση των όρων είναι τεράστια. Λόγος, γλώσσα, γραφή. Συγχέονται συχνά. Ο λόγος είναι αμιγώς νοητός. Η γλώσσα και η γραφή, αντίθετα, είναι αισθητές, η γλώσσα ακουστή, η γραφή ορατή. Γλώσσα είναι ο ακουστός, νοητός λόγος. Η γραφή μπορεί να εξεικονίζει οπτικά τον νοητό λόγο άμεσα, όπως γίνεται με τα ιδεογράμματα. Για παράδειγμα, το γραπτό σύμβολο 4 γίνεται αντιληπτό από όλους ως σύμβολο της τετράδας. Εμείς όμως το προφέρομε «τέσσερα», οι ιταλοί «quatro», οι γάλλοι «quatre», οι Άγγλοι, «four», οι γερμανοί «vier», οι τούρκοι «dort» κλπ. Μπορεί όμως η γραφή να παριστάνει τον λόγο έμμεσα, με σύμβολα που εξεικονίζουν τους φθόγγους της γλώσσας. Είναι προφανές ότι όσο πιο πιστά η γραφή απεικονίζει τη γλώσσα, τόσο πιο πολύ στηρίζει τη γλώσσα. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν φωνητική γραφή, ώσπου η ελληνική εξαπλώθηκε στους ελληνιστικούς χρόνους σε μεγάλο πληθυσμό ‘βαρβάρων’. Η γλώσσα τότε εξελίχθηκε, η γραφή όμως έμεινε στην παράδοση, αποσυνδεμένη
Φωνητική γραφή
[ 645 ]
από την τρέχουσα κοινή ελληνική. Η σύγχυση των όρων δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά και διεθνές. Έτσι ο λόγος στις πρώτες φράσεις του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: “Εν αρχή ήν ο λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν […]” μεταφράστηκε από τους άλλους λαούς με λέξεις που σημαίνουν τη λέξη ή την ομιλία (verbum, parole, parola, word, Wort, слово κτλ.) αλλοιώνοντας έτσι το Ευαγγέλιο θεμελιωδώς, αφού μετατράπηκε η πνευματικότητα του λόγου σε πεζό αισθητό υλισμό. Το επιχείρημα παίρνει μερικές φορές τη μορφή εθνικιστικού φανατισμού. Παρόμοιος φανατισμός είχε παρατηρηθεί στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν έγινε απόπειρα να αποδοθούν τα Ευαγγέλια στη δημοτική. Κατηγορήθηκε τότε η βασίλισσα Όλγα ότι αυτή υποκινούσε την κίνηση της μετάφρασης με σκοπό να εκσλαβίσει τους Έλληνες (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη 2011). Παρόμοια γλωσσική προκατάληψη οδήγησε στην αντιπαράθεση καθαρεύουσας–δημοτικής, που οδηγούσε στον χαρακτηρισμό κάθε δημοτικιστή ως κομμουνιστή ή συνοδοιπόρου. Τεκμηριωμένα επιχειρήματα βασισμένα στην πιο αντικειμενική μεθοδολογία των θετικών επιστημών συνήθως απουσίαζαν. Οι εξαιρέσεις ήταν λίγες, όπως για τη γλώσσα των επιστημονικών κειμένων (Σιδερής 1976). Αναρωτιέται κανένας πόσο ‘(αντ;)εθνικός’ ήταν ο συγγραφέας του κειμένου της παρακάτω εικόνας.

Φωτοτυπία κειμένου του Διονυσίου Σολωμού
Ένα πολύ πιο σοβαρό επιχείρημα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας είναι η συνεισφορά της στην αναγνώριση της ετυμολογίας των λέξεων. Η παρούσα μελέτη δεν εξετάζει αυτό το θέμα. Η σημασία της ετυμολογίας είναι γενικά πολύ μεγαλύτερη από όσο οι περισσότεροι νομίζουν. Η μελέτη της είναι εξαιρετικά σοβαρή επιστήμη, αν και είναι συζητήσιμο πόσο σημαντική είναι για τον χρήστη της γλώσσας. Εξάλλου, για την ετυμολογία απαραίτητη είναι η γνώση της αρχαίας γλώσσας τουλάχιστον, ενώ η τήρηση της ιστορικής ορθογραφίας από τον χρήστη της γραφής είναι συζητήσιμο πόσο σημαντική είναι. Σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας έχουν
Δ. Α. ΣΙΔΕΡΉΣ & Π. ΤΣΟΥΝΑ
[ 646 ]
παρουσιαστεί από επιστήμονες με διεθνή φήμη (Μπαμπινιώτης 2008). Οι μελέτες πάνω στις διαφορές μεταξύ προφορικού (γλώσσα) και γραπτού (γραφή) λόγου που να στηρίζονται πάνω στη φυσιολογική λειτουργία των οργάνων του σώματός μας σπανίζουν. Για παράδειγμα για τη γλώσσα αναγκαία είναι η φυσιολογική λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος, ιδιαίτερα των οργάνων του στόματος, για τον πομπό και του οργάνου της ακοής για τον δέκτη∙ για τη γραφή, αναγκαία είναι η φυσιολογική λειτουργία του χεριού για τον πομπό και του οργάνου της όρασης για τον δέκτη. Και στις δύο περιπτώσεις απαραίτητη είναι η φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου όπου σχηματίζεται ο λόγος. Η επίδραση της φυσιολογίας στη γλώσσα έχει αναφερθεί (Σιδερής 1976). Στο βιβλίο που προαναφέρθηκε (Σιδερής 2011) υποστηρίζεται η καθιέρωση της φωνητικής ορθογραφίας ως επίσημου τρόπου γραφής. Τα βιβλία του σχολείου να είναι γραμμένα σε φωνητική γραφή, με εξαίρεση το βιβλίο των ελληνικών, που θα εμφανίζει τα κείμενα όπως έχουν γραφεί, από τον καιρό του Ομήρου ως σήμερα, ενώ τα σχόλιά του θα είναι βέβαια σε φωνητική γραφή, όπως τα βιβλία της Φυσικής, Χημείας, Ιστορίας κτλ. Φαίνεται πιθανό ότι έτσι θα μειωθεί το πρόβλημα της ανορθογραφίας των Ελλήνων, αλλά δεν υπάρχει τεκμηρίωση γι’ αυτό, ενώ δεν έχουν μελετηθεί επαρκώς οι ενδεχόμενες αρνητικές επιπτώσεις τέτοιας αλλαγής. Είναι προφανές ότι πριν ληφθεί οποιαδήποτε πολιτική απόφαση, πρέπει να έχουν συλλεγεί στοιχεία από αντικειμενικά τεκμηριωμένη επιστημονική έρευνα, που να στηρίζεται στη διασταύρωση νοητών υποθέσεων με αισθητές παρατηρήσεις. Για τέτοια θέματα, που στιγματίζουν έναν λαό για αιώνες ή και χιλιετηρίδες, η αντιπαράθεση μόνον απόψεων δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να λυθούν.
Βιβλιογραφία
Ακρίτα, Έ. Μια άλι πρότασι για τιν ελινικί γλόσα. Εφ. Τα Νέα 12.2.2011 [http://www.tanea. gr/opinions/all-opinions/article/4617876/?iid=2]
Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Α. 2011. Ευαγγελικά και Ορεστειακά. Στο Γ. Μπαμπινιώτης (επιμ.), Το Γλωσσικό Ζήτημα: Σύγχρονες Προσεγγίσεις. Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων: Αθήνα.
Γιανναράς, Χ. Μην εξουθενώνουμε το ήθος αυτοσεβασμού (απόσπασμα). Εφ. Η Καθημερινή 12. 02. 2012
Μπαμπινιώτης, Γ. 2008. Χρειάζεται η ιστορική ορθογραφία; Εφ. Το Βήμα 6.1.2008.
Παπαχελάς, Α 2011. Παρένθεση λογικής. Εφ. Η Καθημερινή 4.12.2011.
Σιδερής, Δ. Α. 1976. Μερικές παρατηρήσεις πάνω στη γλώσσα επιστημονικών και άλλων κειμένων. Materia Medica Greca 4, 109–14.
—. 2011. Εγώ και Εμείς. Εκδόσεις Αγγελάκη. Αθήνα.
Ψυχάρης, Σ.Π. 2011. Πού θα πάνε οι κεντρώοι. Εφ. Το Βήμα της Κυριακής 4. 12. 2011.
Λέξεις-κλειδιά: φωνητική γραφή, ιστορική γραφή, διάρκεια ανάγνωσης, ορθογραφικό λάθος,
Δ. Α. ΣΙΔΕΡΉΣ & Π. ΤΣΟΥΝΑ
[ 646 ]
Από τα Πρακτικά της 37ης Συνάντησης Εργασίας του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ. (12-14 Μαΐου 2016). Σιδερής ΔΑ και Τσούνα Π. Φωνητική γραφή. Σελ 640-646.