ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΜΟΝΙΜΟΤΗΤΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 31 Ιουλίου 2020

 Όταν αναγγέλθηκε στον Ανδρέα Λασκαράτο ότι αφορίσθηκε, ρώτησε τι σημαίνει αυτό. “Δεν θα λιώσεις!”, του είπαν. “Ευχαριστώ τον επίσκοπο για τον αφορισμό, αλλά θα τον παρακαλούσα να αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου για να μη λιώνουν οι σόλες τους και υποβάλλομαι σε έξοδα!”, απάντησε.

Το όνειρο όλων μας είναι η αιωνιότητα. Να μείνουν αιώνια τα παπούτσια μας και μεις οι ίδιοι. Μα, γίνεται αυτό; Λυπάμαι, αλλά ΟΧΙ! Ό,τι είναι αισθητό, γεννιέται, αλλάζει, πεθαίνει. Ο νοητός κόσμος μας μπορεί – ή νομίζομε πως μπορεί – να είναι αθάνατος, αναλλοίωτος, άφθαρτος. Μόνη μονιμότητά μας είναι η διαρκής αλλαγή. Κάποια πράγματα μπορεί να είναι πιο μακρόβια από άλλα. “Οὐκ ἄν δίς τὸν αὐτὸν ποταμὸν μβαίης“, “Τὰ πάντα ρεῖ” (Ηράκλειτος). Όμως ο Αχελώος που τα νερά που τον αποτελούν διαρκώς αλλάζουν, με το αναλλοίωτο όνομά του, παραμένει ο ίδιος, στην ίδια κοίτη όπως πριν από χιλιάδες χρόνια. Δηλαδή σχεδόν στην ίδια, διότι κι αυτή αλλάζει ελάχιστα κάθε στιγμή. Μόνο το όνομά του μένει το ίδιο. Δηλαδή, σχεδόν. ‘Οταν έλθουν κάποιοι κατακτητές θα του δώσουν άλλο όνομα. Κι εμείς όμως Ασπροπόταμο τον λέμε. Κι αν προσπαθήσουμε να εμποδίσουμε την αλλαγή, τα αποτελέσματα είναι τρομακτικά. Αν βάλουμε ένα φράγμα στον Αχελώο, για να μη ρέουν τα νερά του, θα πλημμυρίσει καταστροφικά. Όσο στερεό κι αν είναι, με το χρόνο φθείρεται, οι κλιματικές συνθήκες είναι απρόβλεπτα μεγάλες, κάποτε, άγνωστο πότε, θα το παρασύρουν. Εκτός και αν το ανανεώνουμε και συντηρούμε εσαεί. Κι αν πετύχαινε ο Λασκαράτος να μείνουν άλιωτα τα παπούτσια των παιδιών του, σε λίγο θα τα πετούσε, έτσι, άλιωτα, διότι τα πόδια των παιδιών του στο μεταξύ μεγάλωναν. Η Γη μας, η Μάνα Γη, το πιο στέρεο ον που γνωρίζομε άμεσα, γυρίζει γύρω από τον ήλιο και, αλλάζοντας διαρκώς θέση, μένει σταθερή. Αν, ό μη γένοιτο, κάποιος κομήτης συγκρουόταν με τη γη και, χωρίς να την καταστρέψει, ανέκοπτε την πορεία της γύρω από τον ήλιο, θα έπαυε η φυγόκεντρη δύναμη που τη διατηρεί σε προδιαγεγραμμένη απόσταση από τον Πατέρα Ήλιο, και θα βάδιζε με ιλιγγιώδη ταχύτητα να ενωθεί και αφομοιωθεί με τον Πατέρα. ‘Η θα ξέφευγε στο Διάστημα.

Το Σύμπαν είναι αιώνιο. Το περιεχόμενό του, τα αστέρια που ενοικούν μέσα του και όλα όσα τα αποτελούν αλλάζουν, αλλά το Σύμπαν μένει αναλλοίωτο. Πώς το ξέρομε; Όχι, κανένας δεν το ξέρει. Μένει ο Θεός. Αλλά, “Θεόν  οὐδεὶς  ἑώρακε  πώποτε… Πνεῦμα ὁ Θεός” (Ιωάννης). Εξάλλου, όλοι όσοι πιστεύουν στον ίδιο Θεό, που δημιούργησε τον Κόσμο, Εβραίοι, Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, καθόλου δεν συμφωνούν μεταξύ τους γι΄ Αυτόν, τον ίδιο το Θεό, που διατείνονται ότι πιστεύουν. Και πολεμούν άγρια μεταξύ τους στο όνομά Του. Στο όνομά Του, όλοι είναι κακοί, Σταυροφόροι, Τζιχαντιστές, Σιωνιστές, το ίδιο όλοι. Έστω κι αν μερικές φορές διατυμπανίζουν την αγάπη, ακόμη και των εχθρών.

Η διαρκής αλλαγή είναι η εγγύηση της σταθερότητας και ο θάνατος είναι που εξασφαλίζει την αθανασία! Μόνο ό,τι είναι νεκρό δεν αλλάζει. Σαν τη λατινική γλώσσα, που μένει αναλλοίωτη εδώ και αιώνες, από τότε που πέθανε, χωρίς ποτέ κανείς να τη μιλάει, αντίθετα από την Ελληνική που δεν έπαψε να μιλιέται από τους Έλληνες, διαρκώς αλλάζοντας και διαρκώς μεταδιδόμενη από μάνα σε παιδί κι από παιδί σε εγγόνι. Η διαρκής αλλαγή των αισθητών και η φθορά και θάνατός τους είναι που εγγυώνται τη μονιμότητα και την αθανασία του νοητού περιέκτη τους.

Το συμπέρασμά μου ως τώρα είναι σαφές: Τα πάντα αλλάζουν διαρκώς. Οι περιέκτες τους, νοητοί ή και αισθητοί, αλλάζουν κι αυτοί, αλλά με βραδύτερο ρυθμό. Η προσπάθεια για παρεμπόδιση της αλλαγής γίνεται καταστροφική. Κι όμως έχομε την ευλογία (ή κατάρα), μόνον εμείς οι άνθρωποι από όλα τα ζώα, όχι μόνο να προσαρμοζόμαστε στο περιβάλλον, αλλά και να προσπαθούμε να το μεταβάλλουμε σύμφωνα με τις ανάγκες μας. Των άλλων ζώων οι σχετικές ικανότητες είναι πολύ περιορισμένες, να φτιάξουν φωλιά, να οικοδομήσουν κυψέλες κλπ. Στην προσπάθειά μας αυτή δομούμε καταστάσεις που ικανοποιούν μακροπρόθεσμες, δυστυχώς όχι εσαεί, ανάγκες μας, να χτίσουμε σπίτια, πολιτείες. Κι ακόμη να αποφασίσουμε νόμους αιώνιους σαν τους Ηθικούς που φύτεψε μέσα μας ο ίδιος ο Θεός. Αυτός ο ίδιος για όλους και τόσο διαφορετικός για τον καθένα, που οι νόμοι Του προσλαμβάνονται από τον καθένα διαφορετικά και εξελισσόμενα.

Παρά την τελολογική φθοροποιό πορεία της η ιστορία του κόσμου οδεύει προς τη δημιουργία. Δημιουργεί είδη, τάξεις, γένη, οικογένειες. Δημιουργεί σημαίνει πρώτιστα ταξινομεί. Και κάθε μια τέτοια δημιουργία διαθέτει – εντάξει, όχι αθανασία – αλλά πάντως μακροχρόνια ζωή. Πώς γίνεται; Η Φύση διαθέτει ποικίλους τρόπους. Ένας κύριος τρόπος είναι η ταλάντωση. Κάθε φαινόμενο ταλαντώνεται, επαναλαμβάνεται σχεδόν το ίδιο, κατά περίπου τακτά διαστήματα. Πεινάμε και τρώμε κάθε λίγες ώρες. Πολιτικές κρίσεις έχομε κάθε λίγα χρόνια. Σεισμοί γίνονται στο ίδιο μέρος κάθε λίγες δεκαετίες. Κλιματικές αλλαγές κάθε λίγες χιλιετίες. Βασισμένοι σ΄ αυτό το δημιουργικό νόμο, μπορούμε να τιθασσεύσουμε τη φύση σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα. Οι νόμοι των ταλαντώσεων αυτού του είδους έχουν διατυπωθεί μαθηματικά. Η ταλάντωση είναι ασύμμετρη. Υπάρχει μια βραδεία περίπου σταθερή εξέλιξη με αρνητική ανάδραση που εναλλάσσεται με μια ταχεία πορεία με θετική ανάδραση (φαύλο κύκλο). Οι ποιοτικές αυτές αλλαγές γίνονται τη στιγμή που η πορεία αγγίζει ένα προδιαγεγραμμένο ουδό (κατώφλι), οπότε η ποσοτική μεταβολή γίνεται ποιοτική. Αυτή είναι η διαλεκτική εξέλιξη που πρωτοδιατυπώθηκε από τον Αριστοτέλη και τελειοποιήθηκε από τον Hegel σε νοητό επίπεδο και τον Marx σε αισθητό. Στη λήξη της θετικής ανάδρασης εγκαθίσταται μια ανερέθιστη περίοδος, στην οποία τίποτε δεν μπορεί να επηρεάσει την ταλάντωση. Ακολουθεί η διεγέρσιμη φάση στην οποίαν μπορούμε να επέμβουμε με ποικίλα μέσα για να επισπεύσουμε μια αλλαγή, που αφιέμενη μόνη της είναι ανεξέλεγκτη, καταστροφική, με την επέμβασή μας όμως γίνεται ελεγχόμενη. Οι πολιτικές κρίσεις προλαμβάνονται, αν πριν από την αναμενόμενη κρίση γίνει πολιτική αλλαγή, π.χ. εκλογές. Οι οικονομικές κρίσεις προλαμβάνονται αν, πριν από την εκρηκτική αύξηση της οικονομικής ανισότητας, ληφθούν μέτρα για αποκατάσταση της ισορροπίας. Το Σύνταγμα μένει σταθερό, αν όλα του τα άρθρα αναθεωρούνται έγκαιρα, πριν από το πραξικόπημα (ή επανάσταση), άλλα σε συντομότερο διάστημα, άλλα σε μακρότερο, πάντως όλα προγραμματισμένα. Και τα παιδιά του Λασκαράτου φορούν άλιωτα παπούτσια, όχι με τον αφορισμό, αλλά αν τους αγοράζει καινούργια πριν λιώσουν.

ΔΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΧΑΣΜΟΣ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 30 Ιουλίου 2020

Πριν από 200 χρόνια σύσσωμος ο Ελληνισμός “σα μια γροθιά” ξεσηκώθηκε να ελευθερωθεί από τον πανίσχυρο Οθωμανικό ζυγό. Όλα πήγαιναν καλά. Και ξαφνικά, έγιναν δύο πράγματα. Οι Έλληνες διχάστηκαν σε δύο ασθενέστερα αντιμαχόμενα μισά, ενώ οι Οθωμανοί ισχυροποιήθηκαν διπλασιαζόμενοι, καθώς ενώθηκαν με άλλο ένα ισχυρό κράτος, την Αίγυπτο. Το αποτέλεσμα ήταν να κατασταλεί σε μέγιστο βαθμό η Επανάσταση και, αν δεν είχαμε τότε τη σωτήρια διεθνή επέμβαση, το αποτέλεσμα θα ήταν η τελική καταστροφή του Ελληνισμού. Παρεμπιπτόντως οι Έλληνες ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την τελική ύπαρξή μας την οφείλομε, εκτός από εμάς τους ίδιους, τους ήρωες προγόνους μας, και στα τρία κράτη που έσπευσαν να μας σώσουν. Ανεξάρτητα από το πώς μας συμπεριφέρθηκαν έκτοτε – και η συμπεριφορά τους δεν ήταν πάντοτε αυτή που θα προσδοκούσαμε, ή ήταν και αντίθετη προς αυτήν – ποτέ δεν πρέπει να ξεχάσουμε την ευγνωμοσύνη που οφείλομε στην Αγγλία, στη Γαλλία και στη Ρωσία.

Ο διχασμός έχει ποικίλες αιτίες, και μια πολύ σημαντική από αυτές είναι η ταξική. Σε όλο τον κόσμο αντιμάχονται δύο τάξεις που κανονικά οφείλουν να συνεργάζονται συμπληρωματικά, οι εργοδότες με τους εργαζομένους. Κατανοητό. Σήμερα όμως θα με απασχολήσει περισσότερο ο εθνικός διχασμός.

Ο ορισμός του έθνους ποικίλλει. Τον πλήρη ορισμό του μας έδωσε ο προδότης Δημάρατος, κατά τον Ηρόδοτο: “μόηθες, μόθρησκον, μαιμον, μόγλωσσον“. Ποτέ αυτός ο ορισμός δεν ίσχυσε ούτε στον τόπο μας ούτε αλλού. Ήδη στην αρχαιότητα, ως Έλληνες ορίζονταν οι απόγονοι του Έλληνα, γιου του Δευκαλίωνα, απόγονου του ξενόφερτου Ιαπετού. Ήταν οι Δωριείς, Αχαιοί, Αιολείς, Ίωνες. Ωστόσο, οι διάσημες Ελληνικές οικογένειες δεν ήταν τίποτε από όλα αυτά. Ο Πέλοπας, πρόγονος του Αγαμέμνονα και του Μενελάου, ήταν Καυκάσιος. Ο Κάδμος, ιδρυτής της Θήβας ήταν Φοίνικας (Σύρος). Ο Λυγκέας, βασιλιάς του Άργους ήταν Αιγύπτιος κοκ. Το όμαιμο επομένως δεν ίσχυε ούτε στην αρχαιότητα, ούτε πολύ περισσότερο μεταξύ ημών των σύγχρονων Ελλήνων και των αρχαίων προγόνων μας. Οι πάνω από 100 γενιές που έχουν μεσολαβήσει ήταν μίξεις με Αλβανούς, Ρωμαίους, Γαλάτες, Σλάβους, Βίκιγκς, Βλάχους, Φράγκους, Τούρκους και δεν ξέρω ποιους άλλους. Το πολύ που μπορούμε να αποδείξουμε πια είναι μια κληρονομική ομοιότητα μεταξύ των ντόπιων σύγχρονων Ελλήνων και κατοίκων γειτονικών χωρών, στις οποίες είχαν ενοικήσει, λέμε ιστορικά, Έλληνες για χιλιετίες. Για το ομόθρησκο δεν συζητάμε. Κανένας πια δεν πιστεύει στο δωδεκάθεο. Άλλοι εκόντες, άλλοι άκοντες, ασπασθήκαμε στη συντριπτική πλειονότητά μας το Χριστιανισμό. Ως προς το ομόγλωσσο, προσπάθησαν να το επιβάλλουν επιφανείς λόγιοι, δημιουργώντας μια γλώσσα τεχνητή που ποτέ δεν μιλήθηκε από κανένα, δεν ήταν ίδια ούτε με την αρχαία ούτε με την ομιλούμενη γλώσσα: την καθαρεύουσα. Ευτυχώς, το επιστημονικό έργο του Ν. Γ. Πολίτη έδειξε ότι η αβίαστα παραδομένη γλώσσα στα δημοτικά μας τραγούδια είχε μια αδιάσπαστη συνέχεια, διαρκώς μεταβαλλόμενη, με την αρχαία γλώσσα (που κι αυτή βέβαια δεν ήταν ενιαία). Μένει το ομόηθες. Ήδη ο Ισοκράτης διαπίστωσε πως αυτή είναι η ουσία του έθνους: “Τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκε μηκέτι τοῦ γένους ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι καὶ μᾶλλον Ἓλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἤ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας“. Το δύσκολο είναι ότι τα έθιμα δεν μετριόνται ούτε καν ορίζονται εύκολα. Οπωσδήποτε αυτά είναι τα σημαντικά. Προπάντων ισχύει ποια θεωρεί καθένας ότι είναι η εθνότητά του και πώς αφιερώνει σ΄ αυτήν την ύπαρξή του.

Σήμερα εξακολουθούμε να έχουμε δύο διαφορετικές αντιλήψεις. Η μία κόπτεται υπέρ της καθαρότητας της Ελληνικής φυλής. Μα είναι δυνατό, λένε, να υπάρχει έγχρωμος Έλληνας, όσο κι αν έχει γεννηθεί και ανατραφεί στην Ελλάδα, όσο και αν διατυμπανίζει την Ελληνικότητά του, μη διστάζοντας, όπως όλοι οι άλλοι συνέλληνές του να στενοχωριέται με την ανεπάρκεια των Ελληνικών καθεστώτων και ο οποίος δοξάζει τα Ελληνικά σύμβολα παγκοσμίως; Με την ίδια ευήθη ιδιωτία διχάζουν τους Έλληνες προσπαθώντας να αποκόψουν και απορρίψουν ό,τι θεωρούν αυτοί επιπρόσθετο ξένο είτε αυτό είναι Αντετοκούνμπο είτε είναι Σλαβόφωνος ή Βλαχόφωνος ή Αλβανόφωνος είτε είναι Χριστιανός Ορθόδοξος ή Καθολικός ή Προτεστάντης ή Ισραηλίτης ή Μουσουλμάνος είτε είναι δεξιός (φασίστας, γερμανοτσολιάς!) ή αριστερός (κατσαπλιάς, εθνοπροδότης!), αν αυτός πιστεύει πως είναι Έλληνας και αφιερώνει τις δραστηριότητες και τη ζωή του ολόκληρη στην πατρίδα του, πατρίδα μας; Ακόμη και αν επιχειρώντας να βελτιώσει τον Ελληνισμό καταφέρεται κατά της κρατούσας κατάστασης όπως όλοι κάνομε;

Η άλλη αντίληψη είναι ακριβώς η αντίθετη. Είναι αυτή που διέτρεξε την ιστορία μας για χιλιετίες. Είναι αυτή που θεώρησε τους Ρωμαίους της Κωνσταντινούπολής και της Αγια-Σοφιάς Έλληνες, Ρωμιούς, τόσο όσο και εκείνους του Παρθενώνα και που διατήρησε την Ελληνικότητα αδιάσπαστη για πολλές χιλιάδες χρόνια. Μια Ελληνικότητα, διαρκώς μεταβαλλόμενη, με διαρκείς προσμίξεις και αφομοιώσεις, με ένα κεντρικό “ήθος” την πίστη στην Ελληνικότητα. Η αβίαστη συνέχεια της γλώσσας μας είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα.

Η κατάστασή μας είναι σήμερα κρίσιμη όσο λίγες φορές στο παρελθόν. Κάθε είδους διχασμός, προσπάθεια για να μείνουμε “καθαροί” είναι ολέθρια. Είναι σα να προσπαθούμε να βρούμε την ουσία, τον καθαρό πυρήνα του κρομμυδιού, αποβάλλοντας το φλοιό του. Κάθε φλούδα που αφαιρούμε αποκαλύπτει μιαν άλλη φλούδα που πρέπει να την απορρίψουμε και αυτήν ώσπου δεν έχει απομείνει τίποτε, παρά μόνο τα δάκρυα που θα έχουμε χύσει “καθαρίζοντάς” το. Αυτή τη στιγμή η εθνική προσπάθεια είναι να υποδεχθούμε ως Έλληνα καθένα που επιθυμεί να είναι Έλληνας συμβάλλοντας με τη βούληση, το συναίσθημα και τη συμπεριφορά του, με τη ζωή του με άλλα λόγια, στον κοινό σκοπό που ως Έλληνες όλοι μαζί διαμορφώνομε. Αν αντιμετωπίζουμε τους Πομάκους ως Τούρκους, ενώ οι τελευταίοι τους δέχονται σαν Τούρκους, φυσικά, σε ελάχιστες γενιές, οι Πομάκοι θα είναι Τούρκοι! Το ίδιο ισχύει για κάθε εθνική, θρησκευτική, ταξική μειονότητα ή κομματική διαφορά. Έχομε ανάγκη από διπλασιασμό, όχι διχασμό, του Ελληνισμού. Αλλιώς δεν επιβιώνομε. Ένας βασιλιάς έχασε το θρόνο του, διότι χαρακτήρισε σημαντικό ποσοστό των Ελλήνων ως “μιάσματα”. Και έχασε το βασίλειό του όχι από τα “μιάσματα” που φοβόταν, αλλά από τους αντιπάλους τους!

Ο λαός διψά για ενότητα και αρτίωση, ο όχλος διψά για διχασμό. Χρειαζόμαστε παιδεία, όχι εκπαίδευση που θέτει στην υπηρεσία σκοπιμοτήτων τις γνώσεις που μας προσφέρει (καλύτερα επιβάλλει). Περισσότερο από κρατική υποχρέωση, αυτή η παιδεία είναι αποστολή των Ελλήνων διανοητών. Χρειαζόμαστε παιδεία, που να εμποδίζει την “πλύση εγκεφάλου” που συστηματικά εισβάλλει στο σαλόνι μας.

ΣΠΕΥΔΕ ΒΡΑΔΕΩΣ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 28 Ιουλίου 2020

Έχομε συνηθίσει να εμπιστευόμαστε τη λαϊκή σοφία. Για να επιβιώνει μεταδιδόμενη από γενιά σε γενιά για μακρό χρόνο, κάποια αλήθεια θα κρύβει μέσα της. Οι παροιμίες ή αποφθέγματα που κάποτε τα είπε κάποιος συνοψίζοντας μια σκέψη και έμειναν να επαναλαμβάνονται σε κάθε ευκαιρία, είναι “σοφίες” χωρίς επιστημονική απόδειξη. Μερικές φορές όμως μοιάζει αντιφατική η λαϊκή σοφία. “Το γοργόν και χάριν έχει”. “Όποιος βιάζεται σκοντάφτει”. “Η καλή δουλειά αργεί.” “Σπεύδε βραδέως!” Επιτέλους, να τρέχω ή να πηγαίνω με το πάσο μου για να κάνω τη δουλειά μου; Και υπεισέρχεται η καταλυτική σημασία του χρόνου, της ταχύτητας, αλλά και της τάξης.

Ίσως όμως να μη φταίνε οι παροιμίες, αλλά η ερμηνεία τους. Ένα έργο έχει πολλά στάδια. Αρχίζει σαν ένα όραμα. Υπάρχουν ανάγκες. Περιοδικά, σαν από ταλάντωση καταλαβαίνομε κάποιες. Κάθε λίγο, σχεδόν ρυθμικά, χρειαζόμαστε να παίρνομε αέρα, νερό, φαγητό, να αποβάλλουμε διοξείδιο του άνθρακα, ούρα, κόπρανα, να κάνουμε έρωτα κλπ. Επιπλέον, απρόβλεπτα, τυχαία, το περιβάλλον επιδρά πάνω μας και μας κάνει να υποφέρουμε, κρυώνουμε, ζεσταινόμαστε, τρυπιόμαστε και πληγωνόμαστε κλπ. Κάποια από αυτά τα συμβάματα προκύπτουν τυχαία, αλλά συχνά, σαν τις περιοδικές ανάγκες. Διαθέτομε πόρους και τεχνογνωσία. Αναπτύσσομε έλλογες δραστηριότητες κατάλληλες για να ικανοποιούμε το συναίσθημα και τη βούλησή μας. Συχνά, ως έλλογες, δεν αποτελούν απλή άμεση αντίδραση στην ανάγκη, αλλά μια αλυσίδα δραστηριοτήτων, με μελλοντική εκτέλεση. Το όραμα, με πολλή εστίαση της προσοχής, αρχίζει να διαμορφώνεται σε σκοπό και ακολουθεί ένα πρόγραμμα και τελικά μια αξιολόγηση. Όταν έχει σχηματισθεί μέσα μας αυτός ο επιτελικός σχεδιασμός, αρχίζει η εκτελεστική δραστηριότητά μας, ενεργούμε όπως έχομε προσχεδιάσει. Πολλά από αυτά τα στάδια μπορούν να γίνουν με την εμπειρική, την αισθητή, δραστηριότητα, αλλά και με τη νοητή. Αν σε δύο μήλα βάλω άλλα τρία, πόσα θα είναι όλα; Ένας τρόπος να απαντήσω είναι: τοποθετώ κάπου δύο μήλα, ύστερα άλλα τρία και μετρώ το σύνολο. Αυτός είναι ο εμπειρικός τρόπος. Μπορώ όμως να κάνω το έργο νοερά. Αφαιρώ από το πρόβλημα τα μήλα, λέω 2+3=5, προσθέτω στο αποτέλεσμα τα μήλα και η απάντηση είναι πέντε μήλα. Στο παράδειγμα, η διαφορά προσπάθειας ανάμεσα στην εμπειρική και τη νοητή μέθοδο δεν είναι αξιόλογη. Αν όμως είχα να προσθέσω 126 μήλα με 57 μήλα, τώρα ο νοητός τρόπος είναι σαφώς ταχύτερος και λιγότερο κοπιώδης από τον αισθητό, εμπειρικό, τρόπο. Προπάντων δεν υπόκειται άμεσα σε κοινωνική αξιολόγηση, ώσπου να υλοποιηθεί με μια αισθητή πράξη. Γι΄ αυτό και όλοι επιζητούν μια δουλειά γραφείου μάλλον παρά χειρωνακτική. Ωστόσο, δεν είναι κι αυτός εντελώς χωρίς κόπο. Το νοητό έργο απαιτεί εστίαση της προσοχής κι αυτή, όταν γίνεται εκούσια, κουράζει. Η προσοχή διατηρείται για λίγα δευτερόλεπτα μόνο, με διαλείμματα για λίγες ώρες, αλλά περισσότερο είναι αδύνατο. Η νοητή κόπωση είναι τέτοια που απαιτείται ανάπαυλα, συχνά με ύπνο, για να ξαναρχίσει η συγκέντρωση της προσοχής. Ο πολλαπλασιασμός 7Χ8 μπορεί να προϋπάρχει σε ένα πίνακα πολλαπλασιασμού, όπου βλέπω το αποτέλεσμα. Η προΰπαρξη είναι άχρονη. Αντ΄ αυτής, μπορώ να προσθέσω 7 φορές το 8 με τον εαυτό του και να φθάσω στο αποτέλεσμα. Αν θέλω να πολλαπλασιάσω μεγάλους αριθμούς, πίνακες πολλαπλασιασμού δεν υπάρχουν και με κάποια πιο πολύπλοκη νοερή διαδικασία, χρησιμοποιώντας ενδεχομένως και τους πίνακες για τους μονοψήφιους, φθάνω πολύ ταχύτερα στο γινόμενο, παρά με οποιονδήποτε εμπειρικό τρόπο.

Ένα έργο πρέπει συνήθως να τελειώσει σε συγκεκριμένο χρόνο, σα με μια κλεψύδρα, αλλιώς είναι άχρηστο. Αν δεν χρησιμοποιήσουμε έγκαιρα τα χρήματα με τα οποία μας επιδοτεί η ΕΕ, τα χάνομε! Κι αν δεν έχουμε έτοιμο το επιτελικό σχέδιο κάποιων έργων, τότε ή τα χάνομε ή τα σπαταλάμε ή, αντί της κεφαλαιοποίησης, που αυτοπολλαπλασιάζεται, τα μετατρέπομε σε θησαυρό που δεν αυτοσυντηρείται, αλλά διαρκώς φθείρεται. Από τη στιγμή που αναλάβαμε μόνοι μας ή με ανάθεση, ένα έργο, πρέπει, χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή, να αρχίσουμε το σχεδιασμό του. “Το γοργόν και χάριν έχει!”. Όσο βρισκόμαστε στο επιτελικό στάδιο, μπορούμε να ακυρώσουμε τη σκέψη χωρίς τίμημα. Μη βιάζεστε. Όσο λεπτομερέστερα είναι σχεδιασμένο επιτελικά το έργο, τόσο γρηγορότερα θα εκτελεσθεί. Ο επιτελικός γνωρίζει τι να κάνει· ο εκτελεστής δεν το ξέρει, αλλά γνωρίζει πώς να το κάνει σωστά. Και πρέπει να προϋπολογίσουμε όσο γίνεται περισσότερα από τα τυχαία συμβάματα που ενδέχεται να συναντήσουμε. Συνήθως είναι κωλύματα, αλλά, σπανιότερα, οδώσεις, τυχαία γεγονότα που ενισχύουν την προσπάθειά μας. “Σπεύδε βραδέως!”, λοιπόν. Δύσκολο, διότι, αν η κοινωνία δεν βλέπει να κάνουμε κάτι, μας πιέζει. Και πρέπει να απαντήσουμε: “Όποιος βιάζεται σκοντάφτει” και “η καλή δουλειά αργεί”. Αρκεί να μπορούμε να αποδείξουμε ότι σ΄ αυτό το διάστημα δεν καθεύδομε, αλλά εργαζόμαστε. Νοερά, αλλά εργαζόμαστε. Το νοητό Εγώ μας όμως είναι άβατο σε οποιονδήποτε έξω από εμάς. Έμμεση απόδειξη ωστόσο μπορεί να υπάρχει, αν σ΄ αυτό το διάστημα το περιβάλλον μας δεν μας βλέπει να διαθέτουμε το χρόνο μας σε άσχετες δραστηριότητες (ή απουσία δραστηριότητας) να πίνουμε καφέ ή ουΐσκυ στα μπαράκια, στις ακρογιαλιές ή και στον καναπέ μας, να βλέπουμε θεάματα, ποδόσφαιρο, ταυρομαχίες κοκ.

Η σκέψη σε μια ομάδα ανθρώπων λέγεται διαβούλευση. Για τα κοινωνικά προβλήματα οφείλομε να συσκεπτόμαστε, χωρίς καν να ανακοινώνουμε τι λέμε, όπως σκεφτόμαστε μέσα μας. Όταν τελειώσει το επιτελικό σχέδιό μας, σκοπός, πρόγραμμα αξιολόγηση, το ανοίγομε όσο γίνεται πιο ελεύθερα στο κοινό και αυτό το κρίνει. Ταιριάζει ή όχι με τη δική του βούληση; Αυτό, το ανώνυμο κοινό θα πληρώσει για την εκτέλεση του έργου, θα χαρεί την επιτυχία του ή θα υποφέρει από την αποτυχία του. Και, αν εγκριθεί, τότε αρχίζομε την εκτέλεση του έργου. Χωρίς χρονοτριβή, αρχίζομε να συσκεπτόμαστε. Με άνεση χρόνου αφήνομε να το χωνέψει και το εγκρίνει το κοινό. Με σχολαστική ακρίβεια και συνέπεια φροντίζομε για την εκτέλεσή του είτε αναθέτοντάς το σε κάποιον με γνώση, πείρα και κεφάλαια, επιβλέποντάς το, είτε εκτελώντας το εμείς οι ίδιοι, φορολογώντας το κοινό για να καλύψουμε τη δαπάνη. Πολλές φορές το έργο είναι ετοιμασία, για να προλάβουμε ένα κίνδυνο, σεισμό, εχθρική επίθεση, οικονομική κρίση, επιδημία, ένα κίνδυνο που ακόμη και αν ποτέ δεν προκύψει (αν είναι ανθρωπογενής, η γνώση της προετοιμασίας μας δρα αποτρεπτικά), όταν εμφανισθεί, θα είμαστε πανέτοιμοι να τον αντιμετωπίσουμε ακριβώς στην ώρα του. Είμαστε σε διαρκή ετοιμότητα, αλλά δεν προτρέχομε. Οι κίνδυνοι συχνά παίρνουν χαρακτήρα φαύλου κύκλου και αυτοδιατηρούνται. Σπεύδε βραδέως!

 

ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ, καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 25 Ιουλίου 2020

Ο Αγαμέμνονας, στον πιο ένδοξο πόλεμο, θυσίασε την αθώα κορούλα του, την Ιφιγένεια. Δαφνοστεφανωμένος επέστρεψε, φέρνοντας μάλιστα μαζί του την ερωμένη του. Η γυναίκα του, η Κλυταιμνήστρα, τον υποδέχθηκε κατάλληλα. Δέκα χρόνια χωρισμένοι, και θυμωμένη πάντα για τη θυσία της θυγατέρας τους, τα έφτιαξε με τον Αίγισθο και οι δυο τους δολοφόνησαν τον ένδοξο βασιλιά με τη γκόμενά του. Ο γιος της ο Ορέστης όμως φυγαδεύτηκε και όταν επέστρεψε, ενήλικας πια, σκότωσε τη φόνισσα και τον εραστή της. Η φρικτότερη ενοχή που έχει νοιώσει άνθρωπος. Οι Ερινύες, εγκαταστημένες μέσα του, δεν τον αφήνουν ούτε στιγμή. Πώς θα απαλλαγεί; Απευθύνθηκε στον Άρειο Πάγο με τους ένορκους δικαστές του. Η πιο διάσημη δίκη. Απόφαση με ισοψηφία, αλλά αθώωση με μεροληπτική παρέμβαση της Αθηνάς.

Κανονικά, οι δικαστές κρίνουν αν κάποιος, ενδεχομένως το ίδιο το κράτος, παρέβηκαν ένα νόμο. Οι νόμοι όμως δεν μπορούν να προβλέπουν όλες τις περιπτώσεις. Και τότε, ο άρχοντας-δικαστής είναι κυρίαρχος, στα πλαίσια του νόμου (Αριστοτέλης). Θα μπορούσε άραγε να αντικατασταθεί ο δικαστής από ένα κομπιούτορα που στη μνήμη του είναι φορτωμένοι όλοι οι νόμοι; Η απάντησή μου είναι σαφώς, ΟΧΙ. Γιατί;

Ο άνθρωπος είναι τρισυπόστατος με αισθητό Εγώ, νοητό Εγώ και κοινωνικό Εγώ. Η κοινωνία είναι ένα σύνολο νοητών Εγώ. Η βούλησή της αποτελεί την ηθική, τον άγραφο νόμο, που αδιάκοπα αλλάζει. Επειδή η κοινωνία έχει ανάγκη από ενότητα, αυτήν του την εξασφαλίζουν οι άρχοντες που αποφασίζουν με γραπτούς νόμους το δίκαιο, που έχει σχετική μονιμότητα και αντικειμενικότητα. Δεν αποκλείεται να υπάρχει διάσταση μεταξύ δικαίου και ηθικής. Το δίκαιο επιβάλλεται με ποινές που προβλέπονται από το νόμο. Η ηθική δεν προβλέπεται πώς επιβάλλεται. Η κοινωνία όμως μπορεί να κάνει το βίο αβίωτο στο μέλος της που η ίδια έχει καταδικάσει. Μπορεί και να επιβάλει την έσχατη ποινή χωρίς καν τεκμηρίωση ενοχής (λυντσάρισμα). Συνηθέστερα, απορρίπτει το άτομο που θεωρεί ένοχο καταδικάζοντας το κοινωνικό Εγώ του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει εκτός κοινωνίας, εκτός αν είναι θεός ή θηρίο (Αριστοτέλης). Η αυτοδικία δεν φέρνει κοινωνική ανακούφιση.

Ένα έγκλημα αναστατώνει όχι μόνο το θύτη και το θύμα, αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Το νόημα της ποινής είναι να ανακουφίζει τον κατηγορούμενο και ολόκληρη την κοινωνία από την ενοχή, από τις Ερινύες. Με τον όρον ότι οι νόμοι με τους οποίους κρίθηκε είναι σύμφωνοι με την ηθική, τη βούληση της κοινωνίας και το δικαστήριο έκρινε σύμφωνα με τη βούληση της κοινωνίας, που είναι ο τελικός κριτής του τι είναι σωστό και τι είναι λάθος στα ηθικά θέματα.

Ισότητα. Τι σημαίνει; Τα αισθητά Εγώ διαφέρουν. Κανένας δεν έχει δακτυλικά αποτυπώματα σαν και μένα. Τα νοητά Εγώ διαφέρουν. Κανένας δεν έχει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τη βούλησή μου, που μάλιστα δεν είναι καν συγκρίσιμα με των άλλων. Η διαφορά όμως είναι ποικιλία, όχι ανισότητα. Το ζήτημα της ισότητας και ανισότητας προκύπτει μόνο για το κοινωνικό Εγώ. Οι κυριότεροί ρόλοι σε μια κοινωνία είναι βιολογικοί (σύζυγοι, γονείς-τέκνα) και κοινωνικοί-πολιτικοί (άρχοντες, αρχόμενοι). Πέρα από αυτούς υπάρχει ένα τεράστιο δίκτυο επαγγελματικών και λοιπών ρόλων. Αυτοί είναι άνισοι, με την έννοια ότι κάποιοι ασκούν δεσποτική εξουσία πάνω στους υπολοίπους. Η εξουσία μπορεί να είναι από καταγωγή, πλούτο, γνώσεις, πολιτική θέση κλπ. Ισότητα σημαίνει αναγνώριση καταλληλότητας καθενός για κάθε ρόλο με κοινά κριτήρια. Σημαίνει πως έχει τα φυσικά προσόντα εκ γενετής και/ή με παιδεία (αισθητό Εγώ) για το συγκεκριμένο ρόλο, αλλά και τη βούληση (νοητό Εγώ) να τον ασκεί. Δίνομε τους καλύτερους αυλούς (Αριστοτέλης) όχι σε κάποιον από καταγωγή, πλούτο ή μόρφωση, αλλά σε αυτόν που υπερέχει στην επιτέλεση του συγκεκριμένου έργου. Διότι μπορεί η καταγωγή ή ο πλούτος να υπερέχουν έναντι της αυλητικής τέχνης, αλλά η καταγωγή ή ο πλούτος πρέπει να συμβάλλουν στην επιτέλεση του έργου. Αυτό είναι το συμφέρον και αυτών των ίδιων. Μεταξύ πολιτών με ίσα πολιτικά δικαιώματα, η ανισότητα αυτή ισχύει εφόσον ασκούν το ρόλο τους, για το 1/3 περίπου του χρόνου της ενήλικης ζωής τους.

Οι πολιτικές εξουσίες είναι τρεις, εκτελεστική, νομοθετική και δικανική. Τους αναλαμβάνουν οι καταλληλότεροι υποψήφιοι με συγκεκριμένα προσόντα. Αυτό είναι ισότητα. Το ερώτημα είναι λοιπόν για τους ρόλους του κυβερνήτη, του βουλευτή, του δικαστή, ποια είναι τα αναγκαία προσόντα; Ο ρόλος της κυβέρνησης είναι να προτείνει λύσεις (νομοσχέδια) και να υλοποιεί νόμους. Ο ρόλος της βουλής είναι να μετατρέπει νομοσχέδια σε νόμους ανάλογα με τη βούληση του λαού και να ελέγχει την κυβέρνηση. Ο ρόλος της δικαιοσύνης είναι να αξιολογεί αν εφαρμόσθηκαν οι νόμοι. Τα νομοσχέδια μπορούν να τα προτείνουν μόνον όσοι έχουν γνώσεις και εμπειρία σχετική με το θέμα προς επίλυση. Τα μέλη της κυβέρνησης οφείλουν επομένως να έχουν ανάλογη εκπαίδευση και να διορίζουν με δική τους ευθύνη τους εκάστοτε ειδικούς συμβούλους τους. Η βούληση του λαού εκφράζεται γνήσια μόνον από μια κληρωμένη βουλή· η σύγκριση με τη λύση που προτείνει το νομοσχέδιο μπορεί να γίνει μόνον αφού εξηγηθεί στους βουλευτές το θέμα από επαΐοντες (υπέρ και κατά) που δεν ψηφίζουν. Ο έλεγχος αν εφαρμόσθηκαν οι νόμοι απαιτεί αφενός άριστη γνώση τους (αστικά και πολιτικά δικαστήρια με επαγγελματίες δικαστές) ή αφετέρου κοινό νου που κρίνει αν κάποιος επιτέλεσε ή όχι μια εκ των προτέρων τεκμηριωμένα παράνομη πράξη (ένορκοι), αφού ακουστούν τα στοιχεία υπέρ και κατά από τους επαΐοντες νομικούς (πρόεδρο δικαστηρίου, πολιτική αγωγή, υπεράσπιση) που δεν μετέχουν στην απόφαση. Η λήψη απόφασης από προεπιλεγμένα άτομα είναι αναγκαστικά προκατειλημμένη. Αν αρκούσε η γνώση και η εμπειρία, δεν θα υπήρχαν διαφορετικές απόψεις υπέρ και κατά μιας πρότασης είτε νομοθετικής είτε δικαστικής. 

Ένας εισαγγελέας κάνει έλεγχο σε πολιτικά πρόσωπα για διαφθορά. Αλλάζει η κυβέρνηση και ο εισαγγελέας βρίσκεται κατηγορούμενος για…διαφθορά. Με οποιαδήποτε τελική απόφαση της δικαιοσύνης, ποιος θα έχει τελικά πεισθεί αν ο εισαγγελέας είναι ένοχος; Η κυβέρνηση αποτελείται από άτομα που εγκρίνει η βουλή – άρα, η πλειοψηφία της βουλής αδυνατεί να κρίνει την κυβέρνηση. Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει τους επικεφαλής της δικαιοσύνης. Άρα, η δικαιοσύνη αδυνατεί να κρίνει την κυβέρνηση. Πώς είναι δυνατό να υπάρξει κάθαρση χωρίς ανεξαρτησία των εξουσιών;

Οι αποφάσεις του δικαστηρίου προσφέρουν κάθαρση μεταξύ ελέου που αισθανόματε για τον κρινόμενο και φόβου που νιώθομε για το νόμο. Σύμπτωση ηθικής και δικαίου είναι προϋπόθεση για την ευδαιμονία της πολιτείας.

ΤΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 23 Ιουλίου, 2020

Στην ορεινή Νάξο, την εποχή του πατέρα μου, υπήρχε ένας γιατρός, γνωστός αφενός για τις υπηρεσίες του στους αρρώστους μιας πολύ ευρείας περιοχής, αλλά και, ίσως ακόμη περισσότερο, για το χιούμορ του. Θα διηγηθώ δυο ανέκδοτά του. Μια φορά λοιπόν, καλοκαίρι, ανοικτά τα παράθυρα, όλος ο  κόσμος στο χωριό άκουγε το ζευγάρι να τσακώνεται στο σπίτι του. “Αχ, που ήμουν ένα ρόδο και μ΄ έφαγες!” βόγκηξε εκείνη. Κι εκείνος: “Αχ, κι εγώ ήμουν μια σκ…ύλα και…μ΄ έφαγες!” Μια άλλη φορά, κατοχή ήταν, μεγάλη πείνα, το χωριό αποδεκατιζόταν. Ο γιατρός περπατούσε τσακισμένος από την κούραση να πάει από το ένα χωριό στο άλλο να δει ασθενή. Στο δρόμο συνάντησε ένα χωρικό που κρατούσε ένα καλάθι γεμάτο σύκα. Σύκα λιμπιστά, πελώρια. “Καλημέρα!” “Καλημέρα”. Αντάλλαξαν χαιρετισμό. “Τι ωραία σύκα κουβαλάς!” Θαύμασε ο γιατρός. “Μόνο ωραία; δυο-τρία να φας χορταίνεις!” παίνεσε την πραμάτεια του ο χωρικός. “Τι λες μωρέ; Εγώ στην καθισιά μου, τρώω όλο το καλάθι”, αντιλέει ο γιατρός. “Δεν μπορείς, γιατρέ!”, επέμενε ο συκάς. “Αν δεν μπορέσω να τα φάω, να με φτύσεις!”. Ο χωρικός δέχθηκε το στοίχημα. Ο γιατρός με την ησυχία του καθάρισε το πρώτο, το δεύτερο, τα έφαγε, έφθασε στο έκτο, χόρτασε. Ήσυχος γύρισε στο χωρικό. “Νίκησες! φτύσε με!” “Εγώ να σε φτύσω ή εσύ να με φτύσεις για τη βλακεία μου;”

Πολλές φορές θυμάμαι αυτή την ιστορία. Δεν είναι καθόλου σπάνιο να αναρωτιέμαι τι πραγματικά είναι το σημαντικό. Όταν πρέπει να συγκρίνω δυο πράγματα, ποιο είναι πιο βαρύ, το πράγμα είναι εύκολο, τα ζυγίζω. Όταν είναι να συγκρίνω δυο ποσότητες, πάλι είναι εύκολο. Όταν αγοράζω στη σουπερμάρκετ αγαθά, γυρίζω όσες έχω στη γειτονιά μου και αγοράζω το φθηνότερο. Με λίγο παραπάνω κόπο, συγκρίνω, τις ποσότητες και αποφασίζω. Η σύγκριση όμως δεν είναι πάντοτε εύκολη. Αν είμαι κατάκοπος, δεν μπορώ να γυρίζω από το ένα κατάστημα στο άλλο, αγοράζω όσο νάναι στο πιο γειτονικό μου. Πώς να συγκρίνω την κόπωσή μου με τα λεφτά που θα δώσω. Κι ακόμη, αν θέλω να αγοράσω κάτι, πώς να συγκρίνω το πόσο πολύ το θέλω, με τα λεφτά που θα δώσω; Πρέπει να αναλογισθώ, πως αγοράζοντάς το, θα στερηθώ άλλα πράγματα. Ποιά; Κι αν θέλω να συγκρίνω ένα ψυχολογικό, νοητό, ή ένα κοινωνικό αγαθό με ένα σωματικό, αισθητό, αγαθό, πώς να κάνω τη σύγκριση; Για να επιβιώσω εγώ και να ζήσω τα παιδιά μου, πώς να αρνηθώ την εγκατάλειψη κάποιων ηθικών αξιών που απαιτεί η ντροπιαστική δουλειά που μου προσφέρεται. Κι αν πεινάμε εγώ και η οικογένειά μου, πώς να μην κλέψω ένα καρβέλι ψωμί από το φούρνο, όπως έκανε ο Γιάννης Αγιάννης των Αθλίων του Ουγκώ; Κι όταν έρχομαι σε κοινωνικά θέματα ή πολιτικά, τι είναι πιο σημαντικό;

Οι πολιτικές αποφάσεις στηρίζονται σε πολλαπλά δεδομένα. Είναι οι άμεσες ανάγκες. Ο Τσολάκογλου βρέθηκε στο δίλημμα, να συνεχίσει τον, οπωσδήποτε άπελπι, αγώνα κατά των Γερμανών ή να κάνει μια ανακωχή να περισώσει ό,τι μπορούσε να σωθεί, προδίδοντας ιερές και όσιες παραδόσεις. Ο Λεωνίδας θα στεκόταν στις Θερμοπύλες ως το θάνατο όλων, όπως έκανε κι ο Παπαφλέσας στο Μανιάκι. Πέτυχε ο Τσολάκογλου να μην παρθεί ο στρατός μας αιχμάλωτος στα φρικτά ναζιστικά στρατόπεδα, σε όλα τα άλλα απέτυχε και θεωρήθηκε από την επίσημη ιστορία προδότης. Σε κάθε κρίσιμη φάση είναι ενδεχόμενα τέτοια διλήμματα που ούτε η Ιστορία μπορεί να τους δώσει αξιόπιστη απάντηση. Τέτοιες συνθήκες όμως δεν γίνονται καθημερινά. Θυμάμαι, μου έλεγε ένας φίλος: “Σπάνια στη ζωή σου παρουσιάζονται ευκαιρίες να φερθείς σαν ήρωας. Καθημερινά όμως παρουσιάζονται ευκαιρίες να μη φερθείς μικροπρεπής”. Κι αυτό ισχύει όχι μόνο για τα άτομα, αλλά και για τα έθνη. Στις άμεσες ανάγκες περιλαμβάνονται η γεωγραφία, οι φυσικές καταστροφές, λοιμοί, λιμοί, καταποντισμοί, οι επιθέσεις των άλλων κι ένα σωρό άλλα. Υπάρχουν όμως και οι ιστορικές ανάγκες. Κάθε λαός, πάρα πολύ εμείς, είναι φορτωμένος με μια παιδεία κι αυτή μας δημιουργεί ένα μοναδικά Ελληνικό συναίσθημα, το Φιλότιμο. Πόσο ζυγίζει το φιλότιμο όταν είναι να ανταλλαγεί με άμεσες ανάγκες; Άσε που συχνά αυτή η παιδεία μας είναι παραμορφωμένη, μια πλύση εγκεφάλου, που επιβάλλεται στα παιδιά μας από γενιές ολόκληρες διαδοχικών συμφερόντων και η ανατροπή των εδραιωμένων πεποιθήσεων επισύρει την κατηγορία της εθνικής προδοσίας.

Στις έκτακτες συνθήκες ενός πολέμου, κάθε παράβαση είναι προδοσία. Κι όμως κάθε παράβαση  μπορεί να είναι ρεαλιστική ανάγκη. Τέτοιες έκτακτες συνθήκες όμως είναι οι σπάνιες ευκαιρίες να φερθείς σαν ήρωας. Στις συνηθισμένες καταστάσεις όμως, πώς δεν θα φερθείς μικροπρεπής; Η απάντηση είναι βέβαια η δημοκρατία. Ολόκληρος ο λαός αποφασίζει, τελικά με δημοψήφισμα. Αυτή είναι όμως η εύκολη, όχι η ρεαλιστική, απάντηση. Στις συνηθισμένες συνθήκες προηγείται μακρά περίοδος μυστικών συζητήσεων. Γιατί μυστικών; Διότι, αν είναι ανοικτές, οι φωνακλάδες, οι δημαγωγοί, θα επηρεάσουν το ευέξαπτο πλήθος, τον όχλο, να επιβάλει όχι την πιο έλλογη, αλλά την πιο φανταχτερή, ενδεχομένως επιζήμια, λύση. Μια καλύτερη λύση είναι, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαστικά μυστικών συζητήσεων, να τεθεί το θέμα σε μια περιορισμένη ομάδα, όπου θα συζητηθούν, και τότε μόνο, με εισήγηση αυτής της ομάδας να τεθεί στην κρίση του δήμου. Αμέσως μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Θεμιστοκλής ζήτησε από τους Αθηναίους επειγόντως να ενεργήσει όπως νομίζει, για να τους κάνει ηγέτες όλου του Ελληνισμού, αλλά δεν μπορεί να τους εξηγήσει το σχέδιό του, επειδή, γιανα επιτύχει, δεν πρέπει να μαθευτεί. Η εκκλησία του δήμου δίστασε. Κι αποφάνθηκε: να πει το σχέδιό του ο Θεμιστοκλής στον πολιτικό αντίπαλό του, τον Αριστείδη. Αυτός τους είπε, ότι ο Θεμιστοκλής ήταν σωστός κι αν έκαναν ό,τι τους έλεγε, οι Αθηναίοι θα γίνονταν απόλυτοι ηγέτες όλων των Ελλήνων. Ταυτόχρονα όμως θα ντρέπονταν σε όλες τις επερχόμενες γενιές για τη συμπεριφορά τους. Οι Αθηναίοι δεν δέχθηκαν την πρόταση του Θεμιστοκλή, που διέρρευσε αργότερα. Καθώς ο στόλος όλων των Ελλήνων ήταν συγκεντρωμένος σε μια μεριά κι όλοι πανηγύριζαν για τη νίκη κατά των Περσών, να πάνε και να κάψουν τα Ελληνικά καράβια, πλην των Αθηναϊκών. Αυτή μου φαίνεται η σωστή διαδικασία. Οι μυστικές συνομιλίες είναι απαραίτητες ως την ολοκλήρωσή τους. Η ανοικτή συζήτησή τους από μια μικρή ομάδα, όπως είναι η βουλή ή ένα συμβούλιο αρχηγών οφείλει να ακολουθήσει. Και η βούληση του δήμου να πάρει τότε την απόφασή του.

ΘΕΟΥ ΣΟΦΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ο αλλοπρόσαλλος επανορθωτής του οθωμανισμού ετοιμάζεται να μετατρέψει το ναό της Θεού Σοφίας σε τζαμί. Η Αγιά-Σοφιά είναι η καρδιά του Έλληνα, όπως ο Παρθενώνας είναι ο νους του (Γ.Στείρης). Πώς αντιδρούμε; Γκρινιάζομε και λέμε ένα ανίσχυρο ΟΧΙ; Μήπως πρέπει να αρχίσουμε από την αυτοκριτική;

Κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος θα έλεγε ότι απαιτείται απόλυτος σεβασμός στη μεταφυσική πίστη του άλλου. Οι πρόγονοί μας το είχαν σε σημαντικό βαθμό. Οι Αθηναίοι λάτρευαν την Αθηνά, αλλά δέχονταν και τη λατρεία των λοιπών θεών, ακόμη και του Άγνωστου Θεού. Όχι πάντοτε, ωστόσο. Εκτέλεσαν το δικαιότερο των ανθρώπων με την κατηγορία ότι “καινά δαιμόνια εισάγει”. Και οι Εφέσιοι παρά λίγο να εκτελέσουν το διάσημο συμπολίτη τους, τον Ηράκλειτο, διότι έχτισε ένα βωμό αφιερωμένο: “ΤῼΗΡΑΚΛΕΙΤῼΕΦΕΣΙῼ “. Καλά, θεός ήταν να αφιερώνει βωμούς στον εαυτό του; Αντίθετα από το Σωκράτη όμως που δεν έκανε καμιά προσπάθεια να ζήσει αποσείοντας τις κατηγορίες εναντίον του, ο Ηράκλειτος εξήγησε ότι ο βωμός ήταν αφιερωμένος στον Ηρακλή τον Εφέσιο! Πάντως, οι πρόγονοί μας, αν και σε κρίσιμες περιστάσεις εμπόδιζαν την εξάπλωση ξένων θρησκειών μεταξύ τους, ποτέ δεν εμπόδισαν αλλόθρησκους να ασκούν τις δικές τους λατρείες. Κι έπειτα. Αρχίζει η θλιβερή ιστορία. Η πατρίδα μας ήταν γεμάτη από αριστουργηματικά κτίσματα, ναούς αφιερωμένους στη θρησκεία τους. Και αυτοί γκρεμίστηκαν, κάηκαν, τα υλικά που ήταν κατασκευασμένοι σκορπίστηκαν, ιδιοποιήθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση ναών αφιερωμένων σε άλλες θρησκείες. Πόσο ανατριχιάζομε και πώς αντιδρούμε, μαθαίνοντας τέτοιους βανδαλισμούς; Από τις πιο διάσημες καταστροφές ήταν η πυρπόληση του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Άλλη ήταν η καταστροφή του ναού της Άρτεμης στην Έφεσο, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Οι Χριστιανικές πηγές επαίρονται, αν και χωρίς να συμφωνούν, ποιος ήταν ο υποκινητής του ανοσιουργήματος. Απόκρυφο Ευαγγέλιο ονομάζει τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, άλλες πηγές έναν άλλο Ιωάννη, το Χρυσόστομο. Πάντως επαίρονται γι΄ αυτό το κατόρθωμα. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς στον Παρθενώνα κατασπαράχθηκε. Ποιος οικειοποιήθηκε το χρυσό και το ελεφαντόδοντο; Και ο ναός μεταβλήθηκε σε ναό μιας τελείως διαφορετικής θρησκεία, αφιερώθηκε στην Παρθένο Μαρία. Οι Τούρκοι στη διάρκεια της μακρόχρονης τουρκοκρατίας σεβάστηκαν τους Χριστιανικούς ναούς και μονές. Είχαν βέβαια τους δικούς τους ναούς, τα τζαμιά. Πόσα από αυτά έχουν μείνει αλώβητα μετά την έξωση των Τούρκων με τους απελευθερωτικούς μας αγώνες; Αγανακτήσαμε για την καταστροφή τους ή μήπως, αντίθετα, επαιρόμαστε ή, έστω, απλώς αποσιωπούμε το γεγονός;

Ο Θεός που πιστεύομε, που έπλασε τον Αδάμ τον πρόγονο του Αβραάμ, λατρεύεται από Ιουδαίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Είναι πάνσοφος και στη σοφία Του ήταν αφιερωμένος ο περίφημος ναός στην Κωνσταντινούπολη, τόσο όμορφος, που ο Ιουστινιανός ανέκραξε στην περάτωσή του: “Νενίκηκά σε, Σολομών”. Η κύρια εντολή του Θεού είναι αυτονόητη: “Ἐγὼ  εἰμι Κύριος  ὁ  Θεὸς  σου…” Μόνο που ακολουθείται από το μισαλλόδοξο: “Οὺκ  ἒσονταὶ  σοι  θεοὶ  ἓτεροι  πλὴν  ἐμοῦ.” Κι αυτό, μολονότι η μονοθεϊστική αντίληψη που διδάσκει δεν είναι μονοθεϊστική, αφού εμπεριέχει και άλλους αθανάτους, τον επικατάρατο Σατανά και τις στρατιές των Αγγέλων του Θεού. Αυτή η μισαλλοδοξία μεταφέρθηκε στα κλαδιά της μονοθεϊστικής θρησκείας, στους Ιουδαίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Πολύ, οπωσδήποτε, στους Χριστιανούς. Δεν είναι ανεκτή όχι μόνον η πίστη σε έναν άλλο θεό, αλλά και σε κάποιον διαφορετικό εκφραστή των εντολών του. Οι σταυροφορίες βοούν εναντίον του Χριστιανισμού. Κι αν δεν μπορούσαν να πετύχουν τους στόχους τους, μπορούσαν να πετύχουν εναντίον μιας άλλης Χριστιανικής πολιτείας, λεηλατώντας και καταστρέφοντας την πανέμορφη ξακουστή Κωνσταντινούπολη. Και ακόμη μεταφέρθηκε η μισαλλοδοξία σε ποικίλους εκφραστές του εκφραστή των εντολών του Κυρίου. Καθολικοί εναντίον Ορθοδόξων και αντιστρόφως, σχίσμα. Εικονολάτρες εναντίον εικονοκλαστών και αντιστρόφως μεταξύ των Ορθοδόξων. Καθολικοί εναντίον Ουγενότων στη Δύση. Προτεστάντες εναντίον καθολικών. “Ο μεγάλος αντίπαλος των Μεθοδιστών είναι οι Καθολικοί”, διατείνονται στις ΗΠΑ κοκ. Και μεταξύ των εξίσου μισαλλόδοξων μουσουλμάνων, σιίτες εναντίον σουνιτών και αντιστρόφως. Τα περισσότερα θύματα των μουσουλμάνων εξτρεμιστών δεν είναι ούτε Εβραίοι ούτε Χριστιανοί, αλλά ετερόδοξοι μουσουλμάνοι.

Με τέτοια μισαλλοδοξία, τι ηθικά εφόδια διαθέτομε για να αντιμετωπίσουμε τη μισαλλοδοξία του νεο-Σουλτάνου; Είναι, βέβαια το αισθητικό επιχείρημα. Ο ναός της Σοφίας του Θεού είναι ένα αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό αριστούργημα. Ο Ταγίπ όμως δεν τον κατεδαφίζει, απλώς θέλει να καλύψει τις εικόνες, υπακούοντας στην άλλη εντολή του Θεού, κατά το Μωυσή: “Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἲδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα“, την οποίαν δεχόμαστε, υποτίθεται, και εμείς. Για το πλήγμα στην αισθητική άποψη, έχουν σαφή λόγο διεθνείς οργανισμοί. Η UNESCO π.χ. θα όφειλε να εφαρμόσει κυρώσεις ενάντια στην αισθητική βεβήλωση, παύοντας να στηρίζει τη διατήρηση Τουρκικών μνημείων. Η δική μας αντίδραση με πράξεις καταστροφής, π.χ. της οικίας όπου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη ο Κεμάλ Αττατούρκ, θα ήταν η χειρότερη πράξη εναντίον της πατρίδας μας. Η μόνη σοβαρή αντιπολίτευση εναντίον του Ερντογάν είναι οι Κεμαλιστές, που έχουν, ακόμη, Ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Με αυτή την πράξη μας, θα τους ωθούσαμε να συμπράξουν με τον Ταγίπ εναντίον μας.

Υπάρχει άραγε πρόταση με κάποιο εύλογο διεθνές κύρος; Η λύση που είχε δοθεί όταν επιτεύχθηκε κάποια συνεννόηση μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών μας, με τη δική μας θέση εξόχως μειονεκτική μετά τη μεγαλύτερη ήττα που έχει υποστεί ο πολυχιλιετής Ελληνισμός, δεν ήταν, κατά την άποψή μου, ικανοποιητική, αλλά ίσως ήταν η μόνη που μπορούσε να επιτευχθεί τότε. Η λύση ήταν ένας ναός λατρείας του Μοναδικού Θεού όλων να μετατραπεί σε μη λατρευτικό, αμιγώς αισθητικό κτίσμα, μουσείο. Η μετατροπή ενός λατρευτικού χώρου σε μουσείο είναι και αυτή κάποιου είδους βεβήλωση, συγχρόνως μια αρνητική λύση. Μια λογικά πιο ευσταθής λύση θα ήταν να ξαναγίνει ο ναός λατρευτικός χώρος για ό,τι είχε οικοδομηθεί, για τη Σοφία του Θεού. Χριστιανοί, Ιουδαίοι και Μουσουλμάνοι λατρεύομε τον ίδιο Θεό, που δημιούργησε τους πρωτοπλάστους, προγόνους του κοινού, κατά την κοινή πίστη μας, θρησκευτικού προγόνου μας, του Αβραάμ. Ο Θεός που όλοι αυτοί πιστεύομε, είναι πάνσοφος. Τι μένει για να ξαναγίνει ναός της Θεού Σοφίας; Θα μπορούσε να λειτουργεί την Παρασκευή ως τζαμί, το Σάββατο συναγωγή και την Κυριακή εκκλησία. Την Παρασκευή θα καλύπτονται άνετα με τη σύγχρονη τεχνολογία οι εικόνες και θα ξανανοίγουν την Κυριακή. Τις υπόλοιπες μέρες θα λειτουργεί ως μουσείο, ικανοποιώντας τις απαιτήσεις της UNESCO ή άλλων συναφών οργανισμών. Το αίτημα “μην κάνετε τούτο” είναι λιγότερο πειστικό από το “κάντε εκείνο”. Τέτοια λύση θα ικανοποιούσε πλείστους, εκτός από τους μισαλλόδοξους.

ΑΝΑΣΤΟΛΗ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 17 Ιουλίου 2020

Κάθομαι στην άκρη της εξεταστικής κλίνης με κρεμασμένα τα πόδια. Ο νευρολόγος χτυπάει με το σφυράκι του το γόνατό μου και το πόδι μου πετάγεται ελαφρά. Έπειτα μου λέει να τραβάω τόνα τάλλο τα δυο χέρια μου και επαναλαμβάνει τη δοκιμασία με το σφυράκι. Τώρα το πόδι μου πετάγεται πιο απότομα. Πώς γίνεται αυτό; Έχομε συνηθίσει να θεωρούμε πως το κέντρο της νόησής μας διατάζει. Ο εγκέφαλός μου δίνει την εντολή και κινούνται οι μύες. Όμως, μια εξίσου σημαντική λειτουργία του εγκεφάλου μας είναι να αναστέλλει, να περιορίζει. Τη στιγμή που τραβώ τα χέρια μου απασχολείται η προσοχή μου σ΄ αυτή την προσπάθεια και απομακρύνεται από το γόνατο. Χωρίς αναστολή τώρα, το αντανακλαστικό γίνεται πολύ πιο ζωηρό. Αυτά είναι καθαρή νευρολογία. Από τη νευρολογία όμως εξαρτάται άμεσα η ψυχολογία.

Στα αντανακλαστικά έχομε μια είσοδο, κάποιο αισθητήριό μας· μια έξοδο, κίνηση ή έκκριση· και έναν εσωτερικό ρυθμιστικό μηχανισμό μεταξύ τους που ελέγχει, με όδωση (ενίσχυση) και αναστολή, την ανταπόκριση να μην είναι ούτε ανεπαρκής ούτε υπέρμετρη. Όμοια στην ψυχική σφαίρα, έχομε μια είσοδο, τη γνώση (ή λόγο), μια έξοδο, τη βούληση (ή επιθυμητικό) και ένα ενδιάμεσο στοιχείο, το συναίσθημα (θυμοειδές). Η βούλησή μας διεγείρεται είτε “διατασσόμενη” από τη γνώση (Αριστοτελική προαίρεση) είτε ταλαντούμενη μαζί με το συναίσθημα (Αριστοτελική όρεξη). Για παράδειγμα, βλέπω ένα εύγευστο έδεσμα (γνώση), αυτό μου δημιουργεί το συναίσθημα της πείνας κι αυτή μου γεννά τη βούληση να φάω. Όμως, και χωρίς να δω το μεζέ, όταν περάσει αρκετή ώρα από το τελευταίο μου γεύμα, πεινάω και θέλω να φάω. Η βούληση είναι το ενεργητικό ψυχολογικό στοιχείο μας, καθώς απ΄ αυτήν ξεκινά η κίνηση και η έκκριση, με τις οποίες επιδρούμε στο περιβάλλον μας.

Σε όλη την παραπάνω διαδικασία, προσέχομε την οδωτική λειτουργία του λόγου και του συναισθήματος. Επιθυμούμε κάτι έντονα είτε διότι διεγερθήκαμε γνωστικά από ένα ισχυρό ερέθισμα είτε διότι το συναίσθημα που μας δημιούργησε είναι πολύ ισχυρό. Τρυπώ με ένα αγκάθι διάφορους ανθρώπους. Άλλος το ανέχεται σχετικά ήρεμα, άλλος ουρλιάζει από τον πόνο. Το ίδιο ερέθισμα προκαλεί διαφορετικής έντασης συναισθήματα ακόμη και στο ίδιο άτομο σε διαφορετικές συνθήκες. Έχει κι αυτό τη δική του φυσιολογική εξήγηση. Κυκλοφορούν μέσα μας ουσίες, οι ενδορφίνες, που, σαν τη μορφίνη, έχουν ισχυρή αναλγητική δράση. Π.χ. αυξάνεται η έκκρισή τους στην υπερένταση (στρες), έτσι που μπορούμε να παλέψουμε ή να τρέξουμε να φύγουμε χωρίς να μας σταματά ο πόνος. Ξεχνάμε όμως συχνά ότι ο λόγος και το συναίσθημα έχουν όχι μόνο οδωτική, αλλά και ανασταλτική λειτουργία. Ίσως μάλιστα, αυτή να είναι η πιο σημαντική λειτουργία του λόγου. Την πρόσεξαν κι αυτήν οι φιλόσοφοι πρόγονοί μας, όπως όταν ο Πλάτων παρομοίωσε το Λόγο σαν τον ηνίοχο, που κρατά το χαλινάρι στα δυο ατίθασα άλογα, το συναίσθημα (θυμό) και τη βούληση (επιθυμητικό). Δουλειά του λογικού μέρους της νόησής μας είναι όχι μόνο να ορίζει το είδος των αντιδράσεών μας, αλλά και να συγκρατεί ή να ενισχύει την έντασή τους.

Η ευτυχία στηρίζεται στην, κατά το δυνατό, ακώλυτη ικανοποίηση της βούλησης, των επιθυμιών μας. Η μακαριότητα στηρίζεται στην κατά το δυνατό μεγαλύτερη καταστολή των συναισθημάτων και, κατά συνέπεια, της βούλησής μας. Αν δεν θέλω τίποτε, δεν υποφέρω που μου λείπει. Η ευδαιμονία, κύρια επιδίωξη του ανθρώπου και της πολιτείας κατά τον Αριστοτέλη, στηρίζεται στην ισόρροπη αναστολή και όδωση που επιβάλλει ο λόγος στο συναίσθημα και τη βούλησή μας.

Ο λόγος, χάρη στις ικανότητές του, επιτυγχάνει την κατάταξη, ταξινόμηση και τελικά καθυπόταξη των όσων λαβαίνει γνώση η νόησή μας. Χάρη σ΄ αυτές τις ικανότητές του, δημιουργήθηκαν κοινωνίες, με το να επιβληθούν περιορισμοί στις κύριες διαδικασίες της διατροφής και της αναπαραγωγής μας. Χάρη σ΄ αυτούς τους περιορισμούς μπόρεσε να προοδεύσει ο πολιτισμός, έτσι που σήμερα πια, με σχετικά μικρό μόχθο και λίγες ώρες εργασίας να ικανοποιούμε τις ανάγκες μας. Η ευτυχία έχει επιτευχθεί. Παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης, μείωση των επιδημιών, της πείνας, της παιδικής θνησιμότητας, του αναλφαβητισμού. Πολύ απέχομε όμως, ίσως περισσότερο από παλιά, από την επίτευξη της ευδαιμονίας. Απέχομε από την αυτοπραγμάτωση, να σχηματίζουμε δηλαδή μόνοι μας το σκοπό μας – μοναδικά ανθρώπινη λειτουργία, όπως και ο λόγος –  να τον επιδιώκουμε και να τον πετυχαίνουμε. Η ευτυχία έχει επιτευχθεί με τη μείωση της κοινωνικής ελευθερίας μας, έτσι που να εργαζόμαστε υπηρετώντας τους σκοπούς κάποιου άλλου. Κι αυτός κυριαρχεί πάνω μας. Τα κράτη διοικούν τόσο με αναστολή (π.χ. ποινικό δίκαιο) όσο και με υποχρεωτική επιβολή συμπεριφοράς (π.χ. στρατιωτική θητεία). Διαθέτοντας όμως σύγχρονη τεχνολογία, πετυχαίνουν να ελέγχουν ακόμη και τον επιμηκυμένο ελεύθερο χρόνο μας, του νοητού Εγώ μας, αναστέλλοντας με ποικίλους τρόπους ακόμη και τη φαντασία μας. Όπως ο νευρολόγος στρέφει την προσοχή μας από το γόνατο στα χέρια μας ζητώντας μας να τραβά το ένα το άλλο, έτσι και η σύγχρονη επικοινωνιακή πρακτική αποστρέφει την προσοχή μας από τα ζωτικά πολιτικά προβλήματα σε ποικίλες ευχάριστες ενασχολήσεις. Μ΄ αυτό τον τρόπο απομακρύνει το λαό από το να είναι δήμος και τον στρέφει στο να γίνει όχλος. Όχι μόνο κυριαρχεί πάνω του, αλλά και τον δυσφημεί, στα ίδια του τα μάτια: Ο λαός είναι όχλος, δεν μπορεί να είναι δήμος και να κρατεί (δημοκρατία) τα ηνία της τύχης του. Ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή, οι αυτοκράτορες πρόσφεραν στο λαό “άρτον και θεάματα” μετατρέποντάς τον σε όχλο. Και σήμερα η προσοχή στρέφεται σε δραστηριότητες, όπως το ποδόσφαιρο, κουτσομπολιά για επωνύμους, κάθε μιμητική δραστηριότητα, όπως η μόδα, κλπ. Επιμηκύνθηκε το ελεύθερο ωράριό μας, στο οποίο θα μπορούσαμε να μοχθούμε για τη δική μας ικανοποίηση, παράγοντας πραγματικά πρωτότυπα αποτελέσματα, όπως έκαναν οι ιδρυτές όλων των σύγχρονων επιστημών, και να ασχολούμαστε διαβουλευόμενοι με συνανθρώπους μας για την επίλυση των πολιτικών προβλημάτων μας. Αντ΄ αυτού στρεφόμαστε σε αλλότριους σκοπούς, ενώ οι πρωτοπόροι διώκονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, εκτός αν οι φανταστικές ιδέες τους γίνουν εργαλεία για την επίταση της κυριαρχίας των ισχυρών. Θυμίζω το μεγάλο μαθηματικό και αστρονόμο G.Bruno που κάηκε στην πυρά ως αιρετικός, τον W.Forssmann, απλό γιατρό που απολύθηκε επειδή έκανε (στον εαυτό του) τον πρώτο καρδιακό καθετηριασμό και πλήθος άλλους.  

Οι επικυρίαρχοι πάνω μας κάνουν αυτά. Εμείς χρειαζόμαστε διαρκή εγρήγορση, κρίση, φιλτράρισμα, όδωση και αναστολή των όσων ακούμε και βλέπομε.

ΠΩΣ ΖΥΓΙΖΩ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 16 Ιουλίου 2020

Όταν ζυγίζω, συγκρίνω ποσοτικά δύο πράγματα· το ένα είναι ένα πρότυπο μέγεθος, που έχει συμφωνηθεί από, ιδανικά, όλους, το άλλο το αξιολογούμενο μέγεθος. Πρότυπα μεγέθη είναι π.χ. το μέτρο, το χιλιόγραμμο, το δευτερόλεπτο. Τα πρότυπα μεγέθη, οι μονάδες, προκύπτουν από φυσικά μεγέθη που, είτε είναι αυτόματα παγκοίνως αποδεκτά, π.χ. πόδι, δάχτυλο, μερονύχτιο κλπ ή είναι τέτοια η φύση τους που δεν γίνεται μικρότερη, χωρίς να αλλάξει η ουσία τους.  Το μικρότερο άτομο είναι του υδρογόνου, του ελαφρότερου στοιχείου. Ονομάσαμε λοιπόν 1 τη μάζα του ατόμου του υδρογόνου. Όμως, η σύγκριση με άλλα στοιχεία δεν ήταν εύκολη, καθώς οι ενώσεις με άλλα στοιχεία δεν είναι πολλές. Πιο βολικό είναι το άτομο του οξυγόνου, που οξειδώνει σχεδόν τα πάντα και έχει μάζα 16 φορές μεγαλύτερη από του υδρογόνου. Έτσι, συμφωνήσαμε όλοι ότι μονάδα ατομικού βάρους είναι 1/16 του ατόμου του οξυγόνου. Με τη νέα συμφωνία όμως, το φυσικά πρότυπο άτομο του υδρογόνου έχει ατομική μάζα 1,008 και όχι 1!

Σύγκριση γίνεται μόνο μεταξύ ομοειδών πραγμάτων. Πώς ζυγίζομε όμως μια σύνθετη ολότητα, π.χ. έναν άνθρωπο; Με ποια πρότυπη μονάδα; ως προς ποια ιδιότητά του; Πρότυπο μέγεθος είναι βέβαια ο ίδιος ο άνθρωπος. Μπορούμε να πάρουμε λοιπόν το μέσο όρο των ανθρώπων. Οι άνθρωποι όμως έχομε τρεις υποστάσεις, το αισθητό, το νοητό και το κοινωνικό Εγώ μας. Ποιαν από τις τρεις;

Πρώτα είναι η εμφάνιση, το αισθητό Εγώ. Κάποιος είναι ψηλότερος ή κοντότερος, παχύτερος ή ισχνότερος, ωραιότερος ή ασχημότερος, ισχυρότερος ή ασθενέστερος από κάποιον άλλον κλπ. Για τέτοια αισθητά μεγέθη μπορούμε να χρησιμοποιούμε ως μονάδα το μέσο όρο τους για όλους ανθρώπους και μ΄ αυτό συγκρίνομε τον καθένα. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι μόνον εμφάνιση.

Οι πράξεις των ανθρώπων μετρούν ιδιαίτερα, ιδίως όσον αφορά το κοινωνικό Εγώ. Γι΄ αυτές υπάρχει ένα γενικά παραδεκτό μέτρο: Πόσους και πόσο οι πράξεις κάποιου βοήθησαν και πόσους και πόσο έβλαψαν την κοινωνία; Με πολλές πηγές σφάλματος βέβαια. Ο Hitler πολλαπλασίασε την ευημερία των περίπου 75 εκατομμυρίων συμπολιτών του, ενώ εξόντωσε κάπου 6 εκατομμύρια Εβραίων, Ρομά και Κομμουνιστών. Τελικός απολογισμός; Το κοινωνικό Εγώ μπορεί να κριθεί και με άλλον τρόπο. Όχι ο μέσος όρος των πράξεων, αλλά η πλειοψηφία των γνωμών που έχει η κοινωνία για τον καθένα ή των γνωμών που έχουν κάποιοι τεκμηριωμένα αρμόδιοι. Ο Πρόεδρος Trump εκλέχθηκε από την πλειοψηφία του λαού που ψηφίζει στις ΗΠΑ, άρα τον αξιολογούμε πάνω από κάθε άλλον στον τόπο του. Ο H.A.Kissinger πήρε βραβείο Nobel ειρήνης, άρα τον δεχόμαστε ως έναν από τους πρωτεργάτες της ειρήνης σε όλο τον κόσμο. Το πλεονέκτημα του ζυγίσματος των ανθρώπων με βάση την κοινωνική τους αναγνώριση βρίσκεται στην αντικειμενικότητά του. Μπορεί να κρίνω εγώ κάποιον πολύ ψηλά, αλλά αν σύσσωμη η κοινωνία τον απορρίπτει, μάλλον εγώ σφάλλω παρά η κοινωνία. Τα μειονεκτήματα όμως είναι επίσης αρκετά. Υπάρχουν πάντοτε σφάλματα εκτίμησης, τα τυχαία, που είναι αναπόφευκτα σε οποιαδήποτε κρίση, αλλά και τα συστηματικά, που συνδέονται με τη μεθοδολογία της εκλογής, όπως είναι η άμεση ή έμμεση εξαγορά των κριτών.

Όλα τα παραπάνω όμως αγνοούν, φοβάμαι, την ουσία του ανθρώπου, που είναι το νοητό Εγώ του, οι σκέψεις, τα συναισθήματα, η βούλησή του. Όλα αυτά είναι ερμητικά κλεισμένα στον εαυτό του και κανείς δεν μπορεί να τα εκτιμήσει, αν ο ίδιος δεν ανοίξει τα παράθυρα του νου του στους άλλους. Για όσους πιστεύουν, δεν υπάρχει πρόβλημα. Τον εσωτερικό μας κόσμο τον γνωρίζει ο “ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς Θεός(Ψαλμός).Αλλά και χωρίς την πίστη στο Θεό των Ιουδαίων, υπάρχει κάποια μυστηριώδης δύναμη που βλέπει τον εσωτερικό μας κόσμο και μας κρίνει: “Ἒστι δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾷ ” (Μένανδρος). Είναι η λατινική Αλήθεια, η Veritas, που, κόρη του Κρόνου, καταπίνεται από τον αδηφάγο πατέρα της το Χρόνο, αλλά στο τέλος αυτός πάντοτε την ξερνά. Έστω και μεταφυσικά, αυτές οι κρίσεις γίνονται έξω από εμένα. Υπάρχει όμως και μια κρίση μέσα μου ευμενής ή δυσμενής (π.χ. τύψεις συνείδησης). Αυτή είναι η πιο γνήσια κρίση. Συγκρίνω τον εαυτό μου με τον εαυτό μου! Δεν είναι καινοτόμο αυτό που λέω. Ο Ιησούς ως μονάδα σύγκρισης θεώρησε τον ακέραιο άνθρωπο: “ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν ” (Μάρκος). Και αυτή είναι η μόνη απόλυτη μονάδα σύγκρισης κάθε ανθρώπου, ο εαυτός του, αφού χωρίς αυτήν, δεν υπάρχει.

Το καθαυτό είναι πάντοτε δύσκολο να κατανοηθεί. Η αγάπη είναι ο μοναδικός τρόπος να έλθουν σε επαφή δύο νοητά Εγώ που είναι βασικά άβατα. Στις πρότυπες αγάπες, στα ζευγάρια μητέρας-τέκνου και γυναίκας-άντρα, η ίδια κοινή πράξη συνεπάγεται τα ίδια ηδονικά συναισθήματα και στα δύο μέλη τους. Και η αγάπη επεκτείνεται πέρα από τη βιολογική επαφή, μεταξύ ποικίλων ατόμων. Τώρα όμως προκύπτει ένα άλλο πρόβλημα: η αγάπη μπορεί να γίνει κτητική. Που σημαίνει πως Έχω το αγαπώμενο πρόσωπο ή αντικείμενο και μπορώ να το κάνω ό,τι θέλω, ακόμη και να το καταστρέψω. Αγαπώ το αρνάκι που έχω, το σφάζω και το τρώω. Πάλι γίνεται αφομοίωση δύο υπάρξεων σε μία (αγάπη), αλλά με θυσία της ταυτότητας του ενός από τα δύο μέλη.

Ακόμη κι έτσι, υπάρχει πρόβλημα με τη χρήση του εαυτού μου ως μονάδας μέτρησης στην εκτίμηση των άλλων. Τους ζυγίζω με μονάδα το δικό μου ή το δικό τους εαυτό; Όταν εκτιμώ καθένα με τον εαυτό του, στην ουσία αξιολογώ τη συνέπεια και συνέχειά του. Ενεργεί σύμφωνα με αυτό που είναι. Αν είναι παλιάνθρωπος, συμπεριφέρεται με συνέπεια σαν παλιάνθρωπος. Αν, αντίθετα, τον συγκρίνω με τον εαυτό μου, είναι προφανής η υποκειμενικότητα, η μεροληψία επομένως, της κρίσης μου. Πάντα όμως παραμένει η δυνατότητα της σύγκρισης ενός ακέραιου ανθρώπου με τις πράξεις του. Ο Λεωνίδας, ο Κανάρης ήταν ήρωες. Χρησιμοποίησαν τον εαυτό τους ως εργαλείο της πράξης τους για το καλό της κοινωνίας τους.

Τελικά, χωρίς προδιαγεγραμμένο κριτήριο (π.χ. καταλληλότητα για συγκεκριμένο ρόλο), δεν είναι δυνατό να ζυγίσω αξιόπιστα έναν άνθρωπο. Οπωσδήποτε, η όποια κρίση μου θα γίνει αναγκαστικά με βάση τις πράξεις του, που απηχούν τον εσωτερικό του κόσμο, πόσο κατάλληλες είναι για τον συγκεκριμένο ρόλο και, εφόσον ο ρόλος έχει επιλεγεί ως σκοπός από αυτούς τους ίδιους, πόσο αυτός συνάδει με το συμφέρον του περιβάλλοντός του και τις δικές μου προσωπικές επιθυμίες.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 14 Ιουλίου 2020

Είμαι ανιστόρητος. Στο σχολείο τα βιβλία ιστορίας εξέφραζαν την αντίληψη που είχε η κρατούσα κατάσταση, από αυτά διδασκόμαστε στη διάρκεια του έτους περίπου το 1/4 της ύλης και γι΄ αυτό εξεταζόμαστε για να περάσουμε στην επόμενη τάξη. Πολύ ατελής γνώση μιας ιστορίας που κι αυτή απλώς ενίσχυε τις θέσεις της κρατούσας κατάστασης. Αργότερα ενδιαφέρθηκα και άρχισα να διαβάζω ιστορικά κείμενα κάποιων μαθαίνοντας όμως την ιστορία όχι από ιστορικούς, αλλά από μυθιστοριογράφους, όπως ήταν ο V.Hugo για τη μάχη του Βατερλό ή ο Л.Толсто́й για την εκστρατεία του Ναπολέοντα στη Ρωσία και κάποια Ελληνικά βιβλία που, μεταξύ ιστορικής τεκμηρίωσης και μυθιστοριογραφίας ή βιογραφίας, παρουσίαζαν ιστορικά γεγονότα. Εμπλούτισα τις ιστορικές γνώσεις μου, και τόνωσα τις ιστορικές απορίες μου. Άρχισα να αναζητώ και πιο έγκυρες πηγές, αποσπάσματα από ιστορικούς. Και τότε είδα τις διαφορές μεταξύ τους. Οι επιστήμονες ιστορικοί, έκαναν αυτό που απαιτούσε η επιστήμη τους. Είχαν μια υπόθεση στο νου τους και αναζητούσαν πρωτότυπες πηγές, κυρίως γραπτές περιγραφές από αυτόπτες των γεγονότων, λιγότερο αρχαιολογικά ευρήματα, για να αποδείξουν αν η υπόθεσή τους ήταν έγκυρη ή όχι. Αυτή η θέση όμως έχει εξαρχής τα σπέρματα της προκατάληψης. Έχει τεράστια αξία, διότι φέρνει στην επιφάνεια τις ιστορικές μαρτυρίες, αλλά δεν παύει να στοχεύει στην απόδειξη μιας προκατασκευασμένης υπόθεσης. Επανέρχομαι λοιπόν στον εαυτό μου, είμαι ανιστόρητος και παρακαλώ να μη δεχθείτε ό,τι λέω ως αληθινό, αλλά, το πολύ, σαν αφορμή να ψάξετε από μόνοι σας να μάθετε την ιστορική αλήθεια.

Ο εορτασμός των 200 ετών στρέφει την προσοχή μας στην Ιστορία και μάλιστα της εποχής όταν ελευθερωθήκαμε. Δύσκολες συγκυρίες. Το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης που ανέτρεψε τις βασιλικές δυναστείες κυριάρχησε κι έπειτα αυτοπροδόθηκε, όταν ο Ναπολέων ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας και ηττήθηκε με την πτώση του. Όμως τα σπέρματα της ελευθερίας είχαν σπαρεί. Η Ιερά Συμμαχία, αρχικά Ρωσία, Αυστρία, Πρωσία, στη συνέχεια και Αγγλία και Γαλλία, είχε κύρια μέριμνά της να μην επιτρέψει πουθενά πια εξεγέρσεις κατά της κρατούσας τάξης των βασιλιάδων. Όμως τα σπέρματα της Γαλλικής Επανάστασης είχαν βρει εύφορο έδαφος στους καταδυναστευόμενους λαούς. Στην Ελλάδα ξεπήδησε ο φλογερός επαναστάτης, ο Ρήγας. Η κίνησή του ήταν καθαρά απελευθερωτική από τη δεσποτεία του σουλτάνου. “Ὁ λαὸς, ἀπόγονος τῶν Ἑλλήνων, ὁποῦ κατοικεῖ τὴν Ρούμελην, τὴν Μικράν Ἀσίαν, τὰς Μεσογείους νήσους, τὴν Βλαχομπογδανίαν, καὶ ὃλοι ὃσοι στενάζουν ὑπό τὴν δυσφορωτάτην τυραννίαν τοῦ Οθωμανικοῦ βδελυρωτάτου δεσποτισμοῦ, ἤ ἐβιάσθησαν νὰ φύγουν εἰς ξένα βασίλεια, διὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸν δυσβάστακτον καὶ βαρὺν αὐτοῦ ζυγὸν, ὃλοι, λέγω, Χριστιανοὶ καὶ Τούρκοι, χωρὶς κανένα ξεχωρισμὸν θρησκείας (επειδή ὃλοι πλάσματα Θεοῦ εἶναι καὶ τέκνα τοῦ πρωτοπλάστου), στοχαζόμενοι ὃτι ὁ Τύραννος, ὀνομαζόμενος Σουλτάνος, … ἐλησμόνησε καὶ κατεφρόνησε τὴν ἀνθρωπότητα …“. Η ταξική θέση του, ήταν ασύμβατη με την επικρατούσα Ιερά Συμμαχία. Οι Φιλικοί έγιναν πιο εθνικοθρησκευτικοί ελπίζοντας στη βοήθεια του ομόθρησκου Τσάρου και του Πατριάρχη. Ορκίζονταν στο Θεό και στην Πατρίδα: “Ορκίζομαι ενώπιον του αληθινού Θεού…Τέλος πάντων ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισαθλία Πατρίς!…”  Ο Τσάρος όμως έδιωξε από το στράτευμα τον αξιωματικό Αλ.Υψηλάντη, αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας, και ο Πατριάρχης αφόρεσε όσους είχαν σχέση με την Εταιρεία. Ο σπόρος όμως είχε πέσει και ο Γρηγόριος Ε’  δεν γλίτωσε τον απαγχονισμό. Και τώρα οι επαναστάτες. Καθένας με το δικό του ενθουσιασμό και το δικό του κίνητρο. Όσοι από το λαό είχαν όπλα, αρματολοί (επίσημοι μισθοφόροι των Τούρκων) και κλέφτες (κοινοί κατσαπλιάδες) αγωνίζονταν για να αποκτήσουν στον ήλιο μοίρα. Οι πλούσιοι κοτζαμπάσηδες (=μεγάλοι στρατηγοί) για να παίρνουν αυτοί, όχι οι Τούρκοι, τα οφέλη από το λαό, οι θρησκευτικοί ηγέτες για να είναι αυτοί οι αρχηγοί κι όχι ο ξενόδουλος, όπως τον φαντάζονταν, Οικουμενικός Πατριάρχης, καθένας δηλαδή με δικό του ασαφές ποικίλο κίνητρο, που συχνά δεν το πολυσυνειδητοποιούσε, πάντως όλοι με μέγιστο ενθουσιασμό: Να φύγει ο έλεγχος των Τούρκων και να πάρουν αυτοί, καθένας, τα ηνία στα χέρια τους. Οι πολιτικοί που έσπευσαν και είχαν ικανή γνώση των πραγμάτων, όπως ο Μαυροκορδάτος, γνώριζαν πόσο αντίξοο ήταν το διεθνές περιβάλλον. Έπρεπε με κάθε θυσία να αφαιρεθεί κάθε υπόνοια ταξικής επανάστασης. Η θρησκευτική δεν είχε πολύ μέλλον, διότι θα απέβλεπε στην υποστήριξη της Ορθόδοξης Ρωσίας, που είχε αποποιηθεί την τιμή. Έμενε η εθνική, η αναβίωση των απογόνων των αρχαίων Ελλήνων. Ύστερα από πάνω από 2 χιλιετίες! Ποιος θα το πίστευε! Και μια τέτοια προσπάθεια σήμαινε να πάψουν τα όνειρα για δικαιώματα των κατώτερων τάξεων, σήμαινε τα σπέρματα του εμφύλιου πολέμου που δεν αποφεύχθηκε. Κι όμως, παραδόξως, αυτό το “εθνικό” κίνητρο έπιασε. Ιδίως οι διανοούμενοι στη Δύση, που στέναζαν κι αυτοί κάτω από τη δεσποτεία της Ιεράς Συμμαχίας, ξεσηκώθηκαν ονειρευόμενοι την Αθηναϊκή Δημοκρατία, το Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα. Ευτυχώς! Σχημάτισαν μια ισχυρή κοινή γνώμη στον τόπο τους, ήλθαν πολλοί και αφιέρωσαν τη ζωή τους σε μας, ακόμη με το κύρος τους επηρέασαν τις κυβερνήσεις τους. Δημιούργησαν το κλίμα για το περίφημο δάνειο, που σπαταλήθηκε το περισσότερο σε ενδιάμεσους και στο δικό μας εμφύλιο πόλεμο, αλλά διατήρησε την πολιτική σημασία του. Αφού μας δάνεισαν οι Άγγλοι χρήματα, ενδιαφέρονταν να μην τα χάσουν και, επομένως, έπρεπε να εξασφαλίσουν ένα υποτυπώδες Ελληνικό κράτος. Ναβαρίνο!

Μετά την Επανάσταση διατηρήθηκε αυτή η “εθνική” στάση μας. Οι Βαυαροί, Ελληνολάτρες, διαπίστωναν, πως οι σύγχρονοι Έλληνες δεν ήταν ακριβή αντίγραφά των αρχαίων. Οι Έλληνες εθναμύντορες θεωρούσαν αντίστοιχα, πως εμείς είμαστε κατευθείαν απόγονοι του Σωκράτη, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, έχοντας παρακάμψει τα 2000 χρόνια που μας χώριζαν από εκείνους, υποδουλωμένοι στους Ρωμαίους, στους Βυζαντινούς, στους Οθωμανούς. Γερμανοί, όπως ο J.P.Fallmerayer,  αμφισβήτησαν τη σχέση μας με τους αρχαίους Έλληνες. Τότε ήλθαν μεγάλοι εθνικοί άνδρες. Ο Ιστορικός Κ.Παπαρρηγόπουλος προσπάθησε με σημαντική αξιοπιστία να αποδείξει την αδιάσπαστη ενότητα του Ελληνισμού από τα πανάρχαια χρόνια, διαμέσου της Βυζαντινής περιόδου, ως τις μέρες μας. Ο Ν.Γ.Πολίτης κατέγραψε τα δημοτικά τραγούδια αποδεικνύοντας την εντελώς αβίαστη, απροκατάληπτη, από αγράμματους Έλληνες, συνέχεια της Ελληνικής γλώσσας.

Το όραμα του Ρήγα έμεινε ανεκπλήρωτο ως σήμερα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις υποστήριξαν τις εθνικές επαναστάσεις κατά των Οθωμανών, για να μειώσουν την ισχύ τους, αλλά όχι την ταξική επανάσταση που θα έδινε περισσότερες ελευθερίες στους υπόδουλους λαούς. Πέτυχαν έτσι και τον εθνικιστικό ανταγωνισμό μεταξύ των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διατηρείται ως τις μέρες μας. 24 Ιουνίου. Ο Ρήγας, αδίκαστος, στραγγαλίζεται.