Αγώνες

Αγώνες

30.08.2016

Οι πρόσφατοι Ολυμπιακοί Αγώνες μου γέννησαν σκέψεις. Ποιο ήταν το πνεύμα τους στην κλασική εποχή και ποιο σήμερα;

Κύριο στοιχείο ήταν – και εξακολουθεί να είναι – η αριστεία. Διακρίνονταν δύο κύρια είδη αριστείας: η άμιλλα στο στίβο και ο ανταγωνισμός στην παλαίστρα. Πολύ σημαντική η διαφορά τους. Στον ανταγωνισμό αγωνίζονται αναγκαστικά δύο κάθε φορά. Νίκη του ενός είναι η ήττα του άλλου. Στην άμιλλα αγωνίζονται οποιοσδήποτε αριθμός – ακόμη και ένας μόνος του. Νίκη του ενός είναι η πρωτιά, όχι η ήττα του άλλου. Ηττημένοι είναι εκείνοι που δεν πέτυχαν καθένας το δικό του στόχο, ο Μαραθωνοδρόμος που δεν μπόρεσε να τερματίσει, ο άλτης που δεν μπόρεσε να πηδήσει πάνω από το δικό του πήχη κλπ. Οι άλλοι, δεύτερος, τρίτος, ως κι ο τελευταίος, δεν έχουν ηττηθεί, αφού πέτυχαν το στόχο τους. Δεν είναι νικητές, απλά δεν είναι οι πρώτοι. Υπήρχαν και μικτοί αγώνες, όπως η σκυταλοδρομία, που ενίσχυε τη συνεργασία. Αντίστοιχο άθλημα είναι το ποδόσφαιρο, συνδυασμένο όμως με ανταγωνισμό, αντίθετα από τη σκυταλοδρομία, που συνδυαζόταν με άμιλλα. Ο Ολυμπιονίκης ήταν τιμώμενο πρόσωπο, χωρίς υλική αμοιβή. Έφθανε ένα στεφάνι ελιάς. Η αίγλη ήταν μεγάλη. Εκπροσωπούσε την πόλη του, το κράτος του ο ολυμπιονίκης. Γκρέμιζαν μέρος από τα τείχη για την είσοδό του– δεν χρειάζονταν τείχη μια πόλη που είχε τέτοια παλικάρια να την προστατέψουν. Δεν ξέρω αν αμειβόταν ανεπίσημα για τη νίκη του ο νικητής. Στη σύγχρονη εποχή, αυτός που έπιανε το Σταυρό βουτώντας στα παγωμένα νερά τα Θεοφάνεια, γύριζε, θυμάμαι παιδί, το έπαθλό του, το Σταυρό, στις γειτονιές και εισέπραττε το υλικό μέρος της αμοιβής του ανάλογα με την πίστη καθενός. Αυτή ήταν η μία όψη των Ολυμπιακών Αγώνων.

Η άλλη όψη τους ήταν η γενικότερη, η πιο σημαντική, απήχησή τους. Στους αγώνες λάβαιναν μέρος αποκλειστικά ελεύθεροι Έλληνες, όχι δούλοι. Σημαντική διαφορά από τις βάρβαρες Ρωμαϊκές μονομαχίες, όπου οι μονομάχοι δεν ήταν ελεύθεροι πολίτες. Δεν τους επιτρεπόταν να κάνουν ο,τιδήποτε άλλο, πλην του να μονομαχούν ως, υποχρεωτικά, το φόνο του ηττημένου. Η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες ήταν επομένως απόδειξη ότι, με την κρίση κάποιων αμερόληπτων κριτών, των ελλανοδικών, οι αγωνιζόμενοι ήταν  Έλληνες και όχι δούλοι. Αξιόλογο είναι ότι, κατά τον Ηρόδοτο, έγινε δεκτός στους αγώνες ο Αλέξανδρος, γιος του Περδίκκα της Μακεδονίας, που σημαίνει πως στη διάχυτη Ελληνική γνώμη οι Μακεδόνες θεωρούνταν Έλληνες, παρά την αμφισβήτηση που υπήρχε. Θυμίζω ότι παιδιά κι εγγόνια του Έλληνα ήταν οι Δώρος, Αίολος, Αχαιός και Ίων, προπάτορες των παραδοσιακών Ελληνικών φυλών. Ο Μακεδόνας ήταν γιος της Θυίας, αδελφής του Έλληνα, επομένως δεν ανήκε αυστηρά στο γένος των Ελλήνων. Όλοι όμως ήταν απόγονοι του Προμηθέα, που μας κληροδότησε τη Γνώση και την Τέχνη, το κοινό μας ήθος (έθος). Δηλαδή όλοι, Έλληνες και Μακεδόνες και άλλοι, ανήκαν στο ίδιο έθνος. Το τρίτο στοιχείο των Ολυμπιακών αγώνων ήταν ότι στη διάρκειά τους γινόταν εκεχειρία στους πολέμους μεταξύ Ελλήνων. Ο ανταγωνισμός στους αγώνες έτσι δεν εκφυλιζόταν σε εχθρότητα μεταξύ των αγωνιζομένων. Καμιά από αυτές τις αρχές δεν ισχύει στους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες. Οι πόλεμοι δεν σταματούν, η πολιτική υπεισέρχεται (π.χ. ναζιστική προπαγάνδα στους αγώνες του Μονάχου, αποχή των Αμερικανών ή των Ρώσων από κάποιους αγώνες για λόγους πολιτικούς). Υπάρχει και η διαρκής υποψία για διαφθορά. Οι μεγάλες δαπάνες για τη διεξαγωγή των αγώνων υποσκελίζουν την αίγλη της διεξαγωγής τους. Το κυνήγι της νίκης μάλλον παρά του αγώνα οδηγεί στο ντοπάρισμα. Τα οικονομικά συμφέροντα που συνοδεύουν τόσο μεγάλες δαπάνες και τόση αίγλη εγείρουν εύλογα ερωτηματικά.

Θα μπορούσαν άραγε να διεξάγονται σήμερα Ολυμπιακοί αγώνες με τη λιτότητα, την αντικειμενικότητα, το κύρος και τη συμβολική σημασία των αρχαίων; Αυτή η προσπάθεια θα απαιτούσε όχι αύξηση, αλλά μείωση των δαπανών για τη διεξαγωγή τους, και η μείωση των δαπανών δεν συνάδει με τις σύγχρονες αντιλήψεις. Σήμερα η παγκοσμιοποιημένη οικονομία απαιτεί να εμποδίζεται η ωρίμανση του λαού. Κι αυτό σημαίνει να μετατρέπεται μια δημόσια εκδήλωση, όπως είναι το θέατρο και οι αγώνες, σε θέαμα, σαν τις μονομαχίες των Ρωμαίων, αποστασιοποιημένο από τους συμβολισμούς που το συνοδεύουν, χωρίς πνευματική ταύτιση του θεατή με τους αγωνιζομένους. Μπορούν να μειωθούν οι δαπάνες; Το πιο απλό που έρχεται στο νου είναι η διεξαγωγή των αγώνων, όπως στην αρχαιότητα, στον ίδιο τόπο πάντοτε. Αλλιώς, κάθε κράτος που αναλαμβάνει την οργάνωσή τους πρέπει να χτίζει πολυδάπανες εγκαταστάσεις που, κατά κανόνα, μένουν αχρησιμοποίητες και άχρηστες μετά το πέρας των αγώνων. Καταναλωτισμός! Οι Ελλανοδίκες δεν χρειάζεται να είναι, όπως στην αρχαιότητα, από τον τόπο της διεξαγωγής των αγώνων, αλλιώς θα έχουν τον πειρασμό να μεροληπτούν υπέρ των συμπατριωτών τους. Αυτοί οι Ελλανοδίκες θα πρέπει να απαιτούν από τις μετέχουσες χώρες να σταματούν τους (μη αμυντικούς τουλάχιστον) πολέμους για όσο διαρκούν οι αγώνες, αντί κάποιες χώρες να μποϋκοτάρουν τους αγώνες επειδή η οργανώτρια χώρα βρίσκεται σε πόλεμο εναντίον συμμάχου των διαμαρτυρόμενων χωρών. Το παράδειγμα θα το δίνει πρώτιστα η οργανώτρια χώρα. Για το ντοπάρισμα, η υποχρεωτική προπόνηση στον τόπο διεξαγωγής επί ένα μήνα πριν από τους αγώνες, υπό τον έλεγχο των ελλανοδικών, όπως κλασικά, θα ήταν η απλή λύση. Διέθεταν μαστίγιο για παραβάτες, αθλητές και προπονητές. Αντίθετα από τους θερινούς και τους χειμερινούς αγώνες, που μπορούν να αλλάζουν τόπο διεξαγωγής τους ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, οι γενικοί δεν χρειάζονται ειδικό κλίμα. Η απαγόρευση κάθε εμπορικής δραστηριότητας σε συνάφεια με τους αγώνες, όπως γίνεται στα πανηγύρια, επίσης θα ανέπτυσσε το κύρος της διεθνούς αυτής ανεπίσημης εκδήλωσης.

Ασφαλώς ούτε οι αρχαίοι Ολυμπιακοί αγώνες συνοδεύονταν πάντοτε από αγιότητα. Ο Κύλων, αθηναίος αριστοκράτης ολυμπιονίκης, ξεκίνησε στην Αθήνα αγώνα ενάντια στην τάξη του, συνοδευόμενο από άφθονο λαϊκισμό. Έφθασε να συμμαχήσει με εχθρούς της πόλης. Η κρατούσα τάξη νίκησε. Οι ηττημένοι συγκεντρώθηκαν γύρω από το βωμό στην Ακρόπολη, για ιερή προστασία. Παραδόθηκαν όταν πήραν την υπόσχεση ότι θα τους χάριζαν τη ζωή οι νικητές. Δεν τηρήθηκε η ιερή υπόσχεση. Οι παραδομένοι σφάχτηκαν ανελέητα. Οι θεοί τιμώρησαν αυστηρά την πόλη, με κοινωνική αναστάτωση και με επιδημίες, που συνοδεύουν κάθε ρήξη της κοινωνικής ηρεμίας. Το Κυλώνειο άγος έμεινε στη μνήμη της ιστορίας, ως την κάθαρση με το Σόλωνα και τον Κλεισθένη. Η ανάμειξη της πολιτικής με τους Ολυμπιακούς αγώνες, είτε από τους αγωνιστές είτε από την πολιτεία, μπορεί να οδηγεί ως το άγος.

Σύνδρομο Κασσάνδρας

Δεν ξέρω αν υπάρχει τέτοιο σύνδρομο στην Ψυχιατρική. Αν δεν υπάρχει όμως, πρέπει να δημιουργηθεί. Η Κασσάνδρα ήταν κόρη του Πριάμου και της Εκάβης στην Τροία. Την ερωτεύθηκε ο Απόλλωνας και της χάρισε την ικανότητα

Σύνδρομο Κασσάνδρας

να προβλέπει το μέλλον,ιδίως το ζοφερό μέλλον. Εκείνη όμως απέκρουσε τον έρωτά του κι αυτός την καταράστηκε: να μη γίνεται πιστευτή σε ό,τι ορθά προφήτευε. Πρόβλεψε την καταστροφή που θα έφερνε στην πατρίδα της ο Πάρις, καθώς και το λάθος της εισαγωγής του δούρειου ίππου στην πόλη της. Μετά την άλωση της Τροίας, την πήρε μαζί του ο Αγαμέμνονας, γύρισε νικητής τροπαιοφόρος στην πατρίδα του τις Μυκήνες, όπου τον περίμεναν η γυναίκα του η Κλυταιμνήστρα μαζί με τον εραστή της, τον Αίγισθο, και τον δολοφόνησαν μαζί και την Κασσάνδρα.

Όταν λέω σύνδρομο Κασσάνδρας εννοώ την εσωτερική αντίφαση που υπάρχει. Κάποιος μπορεί να δει τη συμφορά που έρχεται όχι από κάποια υπερφυσική ικανότητα του Απόλλωνα, αλλά επειδή μπορεί να αξιολογεί ορθά ό,τι παρατηρεί. Δεν πείθει. Οι άλλοι δεν αλλάζουν συμπεριφορά. Και η συμφορά έρχεται. Και τότε η Κασσάνδρα υποφέρει διπλά και περίεργα. Από τη μια θλίβεται βαθύτατα από τη συμφορά που βρήκε αυτήν και τους ανθρώπους της. Από την άλλη, θριαμβολογεί που βγήκε σωστή: «Εγώ τάλεγα!» Και νιώθει ταυτόχρονα την πιο βαθιά θλίψη από τις ενοχές που στο μέσο της συμφοράς βρίσκει χώρο να αισθάνεται τη δευτεροβάθμια χαρά ότι βγήκε αληθινή στην πρόβλεψή της. Δεν αντέχεται.

Μπροστά στην καταστροφή που έρχεται βλέπω πολλές Κασσάνδρες. Μια κατηγορία είναι εκείνοι που σήμερα θριαμβολογούν, γιατί πρόβλεπαν την οικονομική – και όχι μόνο – κρίση που βιώνομε. Και κανένας δεν τους άκουγε.

Διαβάζω για παράδειγμα τι έλεγαν κάποιοι πριν από 3 δεκαετίες μεταξύ των άλλων: «Αντί να ενθαρρύνομε το κέρδος, ώστε να περισσεύουν λεφτά για νέες επενδύσεις και καλύτερες αμοιβές των εργαζομένων, το εμποδίζομε με κάθε τρόπο, με αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των προβληματικών επιχειρήσεων και την απειλή των μαζικών απολύσεων, αφού οι βιομηχανικές μας επιχειρήσεις δεν μπορούν πια να επιβιώσουν…» Και να τώρα πού φθάσαμε! Βγήκαν σωστοί οι προφήτες. Υπήρχαν κι άλλοι βέβαια που επίσης πρόβλεπαν την καταστροφή που έρχεται. Έλεγαν πως όταν οι επιδοτήσεις που παίρνουν οι επενδυτές, αντί να γίνονται επενδύσεις, γίνονται βίλες με πισίνες, κότερα και κομποδέματα σε φορολογικούς εξωχώριους παραδείσους και σεντούκια, τι περιμένεις; Κι αυτοί προφήτευαν την καταστροφή που έρχεται. Κανένας δεν τους άκουγε. Και τους μεν και τους δε. Μόνο που η συνταγή για να αποφευχθεί ο όλεθρος φαίνεται διαμετρικά αντίθετη μεταξύ τους. Κι ακόμη πιο πρόσφατα άκουγα κάποιους να λένε: «Θα χαρώ να κερδίσει τις εκλογές η αριστερή κυβέρνηση, για να κυβερνήσει και, όπως είναι βέβαιο, να αποτύχει. Έτσι θα καταρρεύσει ο μύθος της καλής και αποτελεσματικής αριστεράς!». Σ΄ όλες αυτές τις περιπτώσεις οι Κασσάνδρες προβλέπουν την καταστροφή που είναι προ των πυλών. Και, παραδόξως, μαζί με τη θλίψη τους, χαίρονται που ήλθε η πτώση κι έτσι επιβεβαιώθηκαν οι προφητείες τους. Σε πιο ακραίες περιπτώσεις (που, παραδόξως, δεν είναι σπάνιες) επιδιώκουν την έλευση της καταστροφής. Έτσι θα επιβεβαιωθεί η πρόβλεψή τους. Το βλέπομε στην πολιτική.

Ένας πολιτικός ηγέτης πρόβλεπε πως, αν νικήσει ο αντίπαλος, θα έλθει το φρικτό χάος. Έχασε ο ηγέτης, εκλέχθηκε ο αντίπαλος, το χάος είναι προ των πυλών και τον ηγέτη τον κλώτσησε το ίδιο το κόμμα του. Ένας άλλος υποσχέθηκε τη νίκη απέναντι στους εταίρους αντιπάλους και τον παράδεισο για όλους εμάς που μας κυβερνά. Συνάσπισε έτσι όλη την Ευρώπη εναντίον του(μας) και έφερε σε μας την κόλαση. Άλλος ηγέτης ζήτησε από τους δικούς του να τον κάνουν αρχηγό, όχι διότι είναι ο καταλληλότερος να αντιμετωπίσει τη δεινή κατάσταση που βρισκόμαστε, αλλά διότι είναι ο καταλληλότερος να πάρει αυτός τη θέση του ηγέτη που έφερε την κόλαση, προς την οποίαν πορευόμαστε ήδη από πριν. Όλοι αυτοί προβλέπουν και διακηρύσσουν την καταστροφή που έρχεται αν επικρατήσει ο αντίπαλος. Άλλοτε δεν πείθουν σαν Κασσάνδρες και άλλοτε μπορεί να πείθουν. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως κανένας τους δεν καταφέρνει να προδιαγράψει ένα σχέδιο για να δραπετεύσουμε από την κόλαση και να πορευθούμε πάνω στη γη, έστω και όχι στον παράδεισο.

Η δραπέτευσή μας απαιτεί θυσίες και ρίσκο. Προπάντων απαιτεί σχέδιο. Κι αυτό δε φαίνεται να το έχουν. Μα είναι τόσο ανίκανοι; Το έχω ξαναγράψει. Εντάξει, δεν προσδοκώ πολιτικές ηγετικές μεγαλοφυΐες. Πόσοι είναι αυτή τη στιγμή σ΄ όλο τον κόσμο μεγάλοι ηγέτες; Ωστόσο, κανένας τους δεν είναι για πέταμα. Τότε, αν δεν φταίνε αυτοί, ποιος φταίει; Ο λαός; Μα ο λαός είναι δεδομένος, οι ηγέτες του είναι οι ταγοί του. Τι μένει; Φταίει το σύστημα, ισχυρίζομαι. Ένα σύστημα που ωθεί τους πολιτικούς και τους πολίτες στο φαύλο κύκλο, στην παγίδα, μιας πελατειακής σχέσης, από την οποία μοιάζει σχεδόν αδύνατο να δραπετεύσουμε. Η αποκατάσταση ενός συστήματος που στηρίζεται στην παράδοσή μας, στην παράδοση των προγόνων μας που το επινόησαν μπορεί να είναι η μόνη ελπίδα μας, αν δεν είναι ήδη αργά. Οπωσδήποτε μας βγάζει από τον πελατειακό φαύλο κύκλο.

Η αμοιβαία αυτοκαταστροφική στάση μας μαζί με τις αφόρητες πιέσεις των εταίρων μας που εύλογα την εκμεταλλεύονται προς όφελός τους, οδήγησε στην κρίση που βιώνομε εδώ και αρκετά χρόνια. Σ΄ αυτήν προστέθηκε σχεδόν απρόβλεπτα η προσφυγική κρίση: Χάος. Υπάρχει διέξοδος;

Υπάρχουν κάποιες σταθερές, όπως είναι η γεωγραφία μας, η ποικιλία του εδάφους μας και η θέση μας στο τρίστρατο μεταξύ των τριών παλαιών Ηπείρων. Έχω τονίσει την ανάγκη για το σχεδιασμό μιας ταλάντωσης από μια φάση λιτότητας με ανάπτυξη σε μια φάση κατανάλωσης με ύφεση και πάλι εξαρχής. Αντίθετα, ο συνδυασμός λιτότητας με ύφεση, που μας έχει επιβληθεί, είναι κατεξοχήν τοξικός. Έχω προτείνει εστίαση της ανάπτυξής μας εκεί όπου διασταυρώνονται οι ανάγκες, οι πόροι και η τεχνογνωσία μας. Όλα αυτά προϋποθέτουν αποφασιστικότητα και ετοιμότητα για πρωτοφανείς θυσίες. Προϋποθέτουν ακόμη αλλαγή συστήματος έτσι που να μη μας αυτοπαγιδεύει.

Μήπως προβλέπω και εγώ καταστροφή, όπως όλοι οι άλλοι, και θα χαίρομαι όταν θα έλθει, επειδή δεν με άκουσαν; «Εγώ τάλεγα!». Πάσχω λοιπόν από σύνδρομο Κασσάνδρας; Διαφέρω από τους άλλους καταστροφολόγους, ότι προτείνω λύση. Η θέση μου δεν είναι μόνο άρνηση, τι να μην κάνουμε, αλλά και θέση, τι να κάνουμε. Έστω και μετά την έλευση του (ό μη γένοιτο) ολέθρου.

Koinignomi Σύνδρομο Κασσάνδρας 23 08 2016

ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΓΡΑΦΗ

Δημήτρης Α. Σιδερής και Παρασκευή Τσούνα

Ανάρτηση σε πόστερ στην 37ης Ετήσια Συνάντηση Τμήματος Γλωσσολογίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 14.05.2016

Εισαγωγή

Στο 19ο αιώνα, κάποιοι συγγραφείς, όπως ο Βηλαράς, ο Φιλήντας και άλλοι, πρότειναν τη φωνητική γραφή, δηλαδή μια ευρεία απλοποίηση της ορθογραφίας, χρησιμοποιώντας όσο γίνεται λιγότερα στοιχεία για να αποτυπωθεί γραπτά ο προφορικός λόγος. Ο όρος «φωνητική γραφή» χρησιμοποιείται σ΄ αυτή την εργασία για να δηλώσει έναν τρόπο γραφής (γράμμα ή συνδυασμό γραμμάτων) για να γραφεί κάθε προφερόμενος φθόγγος και έναν τρόπο προφοράς κάθε γράμματος (ή συνδυασμού γραμμάτων). Όπως είναι γνωστό, τα 5 φωνήεντα που έχομε στη γλώσσα μας, τα Α, Ε, Ι, Ο, ΟΥ, είχαμε 15 τρόπους να τα παραστήσουμε γραπτά: Α, Αι, Ε, ΑΙ, Η, Ηι, Ι, Υ, ΕΙ, ΟΙ, ΥΙ, Ο, Ω, Ωι, ΟΥ. Εξάλλου, μόνο για το φθόγγο «Α», είχαμε τα: α, ᾳ, ά, ὰ, ᾶ, ἀ, ἁ, ἂ, ἃ, ἄ, ἅ, ἆ, ἇ, ᾀ, ᾁ ᾂ, ᾃ ᾄ, ᾄ, ᾅ, ᾆ, ᾇ. Από όλα αυτά όμως απαραίτητα είναι μόνο δύο: τα α και ά. Τελικά, σήμερα έχουν επιβιώσει μόνο αυτά τα τελευταία 2 σύμβολα, το α και το ά. Σχετικά πρόσφατα, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο (Σιδερής, 2011), στο οποίο, μεταξύ πολλών άλλων απόψεων, προτείνεται η χρήση της φωνητικής γραφής. Παράλληλα και ανεξάρτητα από το παραπάνω βιβλίο, ένας κύπριος Ευρωβουλευτής, ο Μάριος Ματσάκης, πρότεινε στον Υπουργό Παιδείας την απλοποίηση της Ελληνικής γραφής. Η πρότασή του έγινε ευρέως γνωστή στην Ελλάδα από ένα άρθρο της Έλενας Ακρίτα και στη συνέχεια από ένα μήνυμα αγνώστου στο Διαδίκτυο, που ζητά να προωθηθεί σε όσους γίνεται περισσότερους «Έλληνες», για να το δούμε «μήπως και ξυπνήσουμε». Προφανώς υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα τόσο υπέρ όσο και κατά της φωνητικής γραφής. Μια ανταπόκριση των αναγνωστών του βιβλίου που αναφέρθηκε (Σιδερής, 2011) στη χρήση της φωνητικής γραφής ήταν ότι δυσχεραίνει την ανάγνωση.

Σκοπός

Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να τεκμηριώσει με μεθοδολογία θετικών επιστημών (με τη χρήση στατιστικής) τη δυσχέρεια της ανάγνωσης και κατανόησης της φωνητικής γραφής, καθώς και το μέγεθος της ανάγκης για απλοποίηση της γραφής, καθώς η εμπειρία υπαινίσσεται ότι είναι αξιόλογος ο αριθμός εκείνων που δεν μπορούν να γράψουν σωστά με την τρέχουσα ιστορική ορθογραφία. Δευτερεύοντες σκοποί ήταν να ελεγχθεί αν η ηλικία παίζει κάποιο ρόλο στις μετρήσεις που έγιναν, αν η κατανόηση των κειμένων συσχετίζεται με το χρόνο της ανάγνωσης και αν τα ορθογραφικά λάθη συσχετίζονται με το χρόνο της ανάγνωσης των κειμένων.

Υλικό και μέθοδος.

Δέκα Έλληνες, ενήλικες, ηλικίας 31-81 ετών έλαβαν μέρος στην πειραματική έρευνα. Όλοι ήταν απόφοιτοι τουλάχιστον του λυκείου (του γυμνασίου οι παλιότεροι) και 6 είχαν πτυχίο ΑΕΙ. Τους δόθηκαν δύο κείμενα πολιτικού λόγου (Α και Β), με έκταση περί τις 500 λέξεις (452 το Α και 552 το Β), κύρια άρθρα από 2 έγκυρες εφημερίδες, αντίστοιχα (Ψυχάρης, 2011. Παπαχελάς, 2011). Καθένα από αυτά τους παρουσιάσθηκε γραμμένο με την τρέχουσα ιστορική ορθογραφία, όπως είναι δημοσιευμένο, και σε φωνητική γραφή. Οι μισοί από τους μετέχοντες στην έρευνα πήραν το κείμενο Α σε ιστορική ορθογραφία και το κείμενο Β σε φωνητική γραφή. Οι άλλοι μισοί πήραν το κείμενο Α σε φωνητική γραφή και το Β σε ιστορική ορθογραφία. Στη συνέχεια, δόθηκε στον καθένα ένα ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής, για να ελεγχθεί αν κατανόησαν καλά τα κείμενα που διάβασαν. Σε μια τρίτη φάση τους υπαγορεύθηκε για να γράψουν με την καθιερωμένη ιστορική ορθογραφία ένα άλλο κείμενο 236 λέξεων, απόσπασμα άλλου άρθρου από εφημερίδα (Γιανναράς, 2012) , και μετρήθηκε ο αριθμός ορθογραφικών λαθών.

Για τους χρόνους σε δευτερόλεπτα που χρειάσθηκαν για την ανάγνωση των δύο κειμένων έγινε αναγωγή στις 100 λέξεις, καθώς τα δύο κείμενα, Α και Β, δεν ήταν ίσα σε μέγεθος. Υπολογίσθηκαν οι μέσες τιμές ± σταθερή απόκλιση για τα κείμενα σε φωνητική και σε ιστορική γραφή, σε απόλυτους χρόνους και σε χρόνους ανηγμένους σε 100 λέξεις. Υπολογίσθηκε επίσης η μέση διαφορά χρόνων της ανάγνωσης ανά 100 λέξεις μεταξύ φωνητικής και παραδοσιακής γραφής. Με τη δοκιμασία t κατά ζεύγη (paired t test) υπολογίσθηκε η στατιστική σημασία αυτής της διαφοράς.

Οι ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής (με 4 επιλογές) ήταν 5 για το κείμενο Α και 4 για το κείμενο Β με σύνολο 55 ερωτήσεων για τα 10 άτομα που ελέγχθηκαν. Ο αριθμός των ορθών απαντήσεων από τις 55 ερωτήσεις στα κείμενα με τη φωνητική γραφή συγκρίθηκε με τη δοκιμασία χ2, προς εκείνον με την παραδοσιακή γραφή, για να βρεθεί αν ήταν στατιστικά σημαντική η διαφορά που παρατηρήθηκε.

Ο αριθμός των ορθογραφικών λαθών στις 236 λέξεις υπολογίσθηκε ως μέση τιμή ± σταθερή απόκλιση.

Ευρήματα.

Τα ευρήματα συνοψίζονται στον Πίνακα. Στα μισά άτομα δόθηκε το κείμενο Α σε φωνητική γραφή και το κείμενο Β σε ιστορική γραφή. Στους άλλους μισούς δόθηκε το κείμενο Α σε ιστορική γραφή και το κείμενο Β σε φωνητική. Οκτώ από τα 10 άτομα διάβασαν το κείμενο της φωνητικής γραφής σε χρόνο μακρότερο από εκείνον που διάβασαν το κείμενο της ιστορικής γραφής. Η μέση διάρκεια ανάγνωσης σε φωνητική γραφή των κειμένων Α (452 λέξεις) και Β (552 λέξεις) ήταν 265,9 ± 136,9 s (μέσος όρος ± σταθερή απόκλιση), ενώ των ίδιων κειμένων σε ιστορική γραφή ήταν 184,0 ± 60,82 sec. Καθώς το μήκος (αριθμός λέξεων) των δύο κειμένων δεν ήταν ίδιο, έγινε αναγωγή των χρόνων ανά 100 λέξεις. Όλα ανεξαιρέτως τα άτομα διάβασαν το κείμενο της φωνητικής γραφής (μετά την αναγωγή στις 100 λέξεις) σε μακρότερο χρόνο (52,31 ± 24,02 s/100 λέξεις) από το κείμενο της ιστορικής γραφής (36,66 ± 11,01 s/100 λέξεις). Η μέση διαφορά στη διάρκεια της ανάγνωσης μεταξύ φωνητικής και παραδοσιακής γραφής ήταν 15,65 ± 16,77 s/100 λέξεις. Η διαφορά ήταν στατιστικά σημαντική (P<0,02).

Σε σύνολο 45 ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής ορθές απαντήσεις δόθηκαν στις 36 (80%) που αφορούσαν στο κείμενο που διαβάστηκε σε φωνητική γραφή και 37 (82,2%) που αφορούσαν στο κείμενο που διαβάστηκε στην ιστορική γραφή. Η διαφορά ήταν στατιστικά ασήμαντη (χ2 = 0,60).

Κανένα από τα 10 άτομα που έγραψαν με υπαγόρευση δεν μπόρεσε να γράψει χωρίς κανένα ορθογραφικό λάθος στο κείμενο των 236 λέξεων. Ο αριθμός των λαθών κυμάνθηκε από 1 ως 20 με μέσο όρο λαθών 7,40 ± 6,98 κατ΄ άτομο.

Στο μικρό δείγμα ατόμων που εξετάσθηκε, η ηλικία δεν είχε επίδραση ούτε στον αριθμό των λαθών κατά την υπαγόρευση ούτε στο χρόνο ανάγνωσης των δύο τύπων γραφής ούτε και στον αριθμό των λαθών στις απαντήσεις πολλαπλής επιλογής, ως ενδεικτικών της κατανόησης των κειμένων.

Επίσης, ο αριθμός των λαθών που έκαναν στην υπαγόρευση δεν συσχετιζόταν με τη διαφορά χρόνου στην ανάγνωση μεταξύ φωνητικής και ιστορικής γραφής.

 

Συζήτηση.

Αυτή η μικρή μελέτη έδειξε ότι η ανάγνωση κειμένων γραμμένων με τη φωνητική γραφή παρατείνεται σημαντικά έναντι της ανάγνωσης κειμένων με την ιστορική γραφή. Η διαφορά στο χρόνο ανάγνωσης δεν είναι μόνο στατιστικά, αλλά και ουσιαστικά σημαντική, καθώς αφορούσε στο 1/3 του χρόνου ανάγνωσης περίπου (διαφορά 15,65 δευτερολέπτων σε διάρκεια ανάγνωσης του φωνητικά γραμμένου κειμένου 52,31 δευτερολέπτων). Ωστόσο, η κατανόηση των κειμένων δεν φάνηκε να επηρεάζεται από το είδος της γραφής. Εξάλλου κανένα από τα άτομα που εξετάσθηκαν δεν μπόρεσε να γράψει ένα κείμενο χωρίς ορθογραφικά λάθη κατά την υπαγόρευση. Τα επιμέρους ερωτήματα, όπως η επίδραση της ηλικίας στις επιδόσεις διάρκειας ανάγνωσης, και κατανόησης του κειμένου και στον αριθμό των λαθών δεν ανέδειξαν σημαντικά ευρήματα, πιθανώς λόγω μικρού δείγματος.

Κυριότερη ένσταση στα ευρήματα είναι ο μικρός αριθμός των ατόμων που εξετάσθηκαν. Ωστόσο τα ευρήματα στα κύρια ερωτήματα δεν ήταν απλά στατιστικά σημαντικά αλλά αφορούσαν στο σύνολο των ατόμων που εξετάσθηκαν: Όλα τα άτομα καθυστέρησαν περισσότερο στην ανάγνωση της φωνητικής γραφής και όλα τα άτομα έκαναν ορθογραφικά λάθη σε ένα κείμενο όχι πολύ μεγάλου μεγέθους (236 λέξεων). Επίσης η κατανόηση των κειμένων φωνητικής και ιστορικής γραφής έδωσε τόσο παρόμοια αριθμητικά αποτελέσματα, που είναι εξαιρετικά απίθανο να αναδεικνύονταν στατιστικά σημαντικές διαφορές, αν το δείγμα ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Συχνό είναι το επιχείρημα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας ότι η φωνητική γραφή μπορεί να επιφέρει σύγχυση, αφού υπάρχουν ομόηχες λέξεις με διαφορετικό νόημα και γραφή, Η λέξη «αφτί» π.χ. δεν είναι σαφές αν εννοεί το «ους» ή τη θηλυκή αντωνυμία «αυτή» ή τον πληθυντικό «αυτοί». Οι λέξεις όμως μεταφέρουν έννοιες, όχι νόημα, που μεταφέρεται από πλήρεις προτάσεις. Για παράδειγμα σε προτάσεις όπως «αφτί πονάι», «αφτί πονούν», «πονάι το αφτί μου» δεν μένει καμιά αμφιβολία για το τι σημαίνει η λέξη «αφτί» γραμμένη με φωνητική γραφή. Εξάλλου, υπάρχουν περιπτώσεις που με ίδια ιστορική ορθογραφία, αλλά διαφορετική εκφώνηση (και φωνητική γραφή) σαφέστερη είναι η δεύτερη. Π.χ. δεν είναι σαφές τι κάνει μια γυναίκα όταν «βιάζεται»: τρέχει να προλάβει ή καλεί σε βοήθεια; Τέτοιο πρόβλημα δεν έχει η φωνητική γραφή, αφού είναι σαφές ότι «μια γινέκα που βγιάζετε τρέχι να προλάβι, ενό μια γινέκα που βιάζετε καλί σε βοίθια».

Μια άλλη επιφύλαξη αφορά στην επιλογή των ατόμων. Όλα τα άτομα ήταν απόφοιτα τουλάχιστον 12ετούς μέσης εκπαίδευσης και τα 6 ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης. Κανένα από τα άτομα αυτά δεν ήταν φιλόλογος, που θα αναμενόταν να κάνει λιγότερα ορθογραφικά λάθη, αλλά δεν περιλήφθηκε και κανένα άτομο με εκπαίδευση μικρότερη των 12 ετών. Έτσι, τα βασικά ευρήματα πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν ικανοποιητική αντιπροσωπευτικότητα για το γενικό πληθυσμό των «μορφωμένων» ενήλικων Ελλήνων. Μεγαλύτερη αντιπροσωπευτικότητα, π.χ. περιλαμβάνοντας αναλογικά άτομα με μικρότερη μόρφωση, αλλά και επαγγελματίες της γλώσσας δεν αναμένεται να ανέτρεπε τέτοια αποτελέσματα. Αναλογικά, στο γενικό πληθυσμό, ο αριθμός των ατόμων με μόρφωση μικρότερη από 12 έτη είναι πολύ μεγαλύτερος από εκείνον με επαγγελματική ενασχόληση με τη γλώσσα. Αντίθετα, για τα επιμέρους ερωτήματα, όπως π.χ. την επίδραση της ηλικίας στα αποτελέσματα και τη συσχέτιση της καθυστέρησης στην ανάγνωση με τον αριθμό των λαθών, το μέγεθος του δείγματος είναι καταφανώς πολύ μικρό, για να δώσει βάσιμες απαντήσεις.

Γιατί καθυστερεί η ανάγνωση με τη φωνητική ορθογραφία; Όταν το παιδί πρωτομαθαίνει ανάγνωση, γνωρίζει ήδη να επικοινωνεί γλωσσικά, έχει επομένως συνηθίσει να μετατρέπει αντανακλαστικά τον ήχο των λέξεων σε αντίστοιχες έννοιες. Μαθαίνοντας ανάγνωση, διαβάζει στην αρχή μεγαλόφωνα το κείμενο και συνδέει τον ήχο των λέξεων που προφέρει και ακούει με την εικόνα των γραπτών λέξεων που βλέπει. Με τις επαναλήψεις της διαδικασίας δημιουργεί εξαρτημένα αντανακλαστικά που τον κάνουν να μετατρέπει την εικόνα των γραπτών λέξεων σε έννοιες, χωρίς την παρεμβολή των ήχων αυτών των λέξεων: Μαθαίνει δηλαδή να «διαβάζει από μέσα του». Η αντανακλαστική μετατροπή των εικόνων των λέξεων σε έννοιες είναι νοητική διαδικασία σαφώς συντομότερη από εκείνην που διαμεσολαβείται με τον ήχο των λέξεων που προφέρονται από τον ίδιο τον αναγνώστη. Ο ενήλικος που γνωρίζει άριστα ανάγνωση, όταν βρεθεί μπροστά σε ένα κείμενο με φωνητική γραφή, δεν το αναγνωρίζει αμέσως, η μετατροπή του σε νόημα καθυστερεί, μπορεί να χρειασθεί και να το διαβάσει μεγαλόφωνα για να το κατανοήσει, σα να υποστρέφεται ηλικιακά στην 1η τάξη του δημοτικού σχολείου.

Ως προς τα ορθογραφικά λάθη σε ένα κείμενο μέτριου μεγέθους όπως αυτό που χρησιμοποιήθηκε είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό. Μετά από 12ετή τουλάχιστον εκπαίδευση στη γραφή της γλώσσας μας, ούτε ένας στους 10 που εξετάσθηκαν δεν μπόρεσε να γράψει χωρίς ένα τουλάχιστον λάθος. Φυσικά, υπάρχουν άτομα στον πληθυσμό μας που μπορούν να γράψουν ορθά, αλλά αυτά φαίνεται να είναι μια ασήμαντη μειοψηφία κυρίως μεταξύ επαγγελματιών λογίων. Η αναλογία 10 σε δείγμα των 10 ατόμων (100%) αντιστοιχεί σε μια αναλογία >76% στο σύνολο του πληθυσμού με πιθανότητες 95%. Είναι αμφίβολο αν σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο υπάρχει τόσο υψηλό ποσοστό πολιτών που με τόσο μακρά εκπαίδευση να μην μπορούν να γράψουν ένα κείμενο στη μητρική τους γλώσσα χωρίς ορθογραφικό λάθος. Τα ποσοστά αναμένονται βέβαια σχεδόν μηδαμινά σε χώρες όπου η γραφή είναι (περίπου) φωνητική, όπως είναι η Ιταλία, Ισπανία και άλλες. Είναι προφανές ότι κάτι πρέπει να γίνει γι΄ αυτή την ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Μια λύση θα μπορούσε να είναι η καθιέρωση της φωνητικής ορθογραφίας.

Το πιο συνηθισμένο επιχείρημα εναντίον της φωνητικής ορθογραφίας είναι ότι αυτή η αλλαγή θίγει την εθνική μας ταυτότητα. Η γλώσσα μας είναι ένα από τα πιο σημαντικά τεκμήρια της Ελληνικής ταυτότητάς μας. Βεβαίως αυτή η στάση στηρίζεται σε μια σύγχυση. Η φωνητική απλοποίηση της γραφής δεν αφορά στη γλώσσα μας, αλλά στη γραφή της. Η σύγχυση των όρων είναι τεράστια. Λόγος, γλώσσα, γραφή. Συγχέονται συχνά. Ο λόγος είναι αμιγώς νοητός. Η γλώσσα και η γραφή, αντίθετα, είναι αισθητές, η γλώσσα ακουστή, η γραφή οπτική. Γλώσσα είναι ο ακουστός, νοητός λόγος. Η γραφή μπορεί να εξεικονίζει οπτικά το νοητό λόγο άμεσα, όπως γίνεται με τα ιδεογράμματα. Για παράδειγμα, το γραπτό σύμβολο 4 γίνεται αντιληπτό από όλους ως σύμβολο της τετράδας. Εμείς όμως το προφέρομε «τέσσερα», οι ιταλοί «κουάτρο», οι γάλλοι «κατρ», οι Άγγλοι, «φόορ», οι γερμανοί «φίιρ», οι τούρκοι «ντορτ» κλπ. Μπορεί όμως η γραφή να παριστάνει το λόγο έμμεσα, με σύμβολα που εξεικονίζουν τους φθόγγους της γλώσσας. Είναι προφανές ότι όσο πιο πιστά η γραφή εξεικονίζει τη γλώσσα, τόσο πιο πολύ στηρίζει τη γλώσσα. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας είχαν φωνητική γραφή, ώσπου η ελληνική γλώσσα εξαπλώθηκε στους Ελληνιστικούς χρόνους σε μεγάλο πληθυσμό «βαρβάρων». Η γλώσσα τότε εξελίχθηκε, η γραφή όμως έμεινε στην παράδοση, αποσυνδεμένη από την τρέχουσα κοινή ελληνική. Η σύγχυση των όρων δεν είναι μόνο Ελληνικό φαινόμενο, αλλά και διεθνές. Έτσι ο λόγος στις πρώτες φράσεις του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου: «Εν αρχή ήν ο λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν…» μεταφράσθηκε από τους άλλους λαούς με λέξεις που σημαίνουν τη λέξη ή την ομιλία (verbum, parole, parola, word, Wort, слово κλπ» αλλοιώνοντας έτσι το Ευαγγέλιο θεμελιωδώς, αφού μετατράπηκε η πνευματικότητα του λόγου σε πεζό αισθητό υλισμό. Το επιχείρημα παίρνει μερικές φορές τη μορφή εθνικιστικού φανατισμού. Παρόμοιος φανατισμός είχε παρατηρηθεί στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν έγινε απόπειρα να αποδοθούν τα Ευαγγέλια στη δημοτική. Κατηγορήθηκε τότε η βασίλισσα Όλγα ότι αυτή υποκινούσε την κίνηση της μετάφρασης με σκοπό να εκσλαβίσει τους Έλληνες (Αναστάσιάδη-Συμεωνίδη, 2011). Παρόμοια γλωσσική προκατάληψη οδήγησε στην αντιπαράθεση καθαρεύουσας – δημοτικής, που οδηγούσε στο χαρακτηρισμό κάθε δημοτικιστή ως κομμουνιστή ή συνοδοιπόρο. Τεκμηριωμένα επιχειρήματα βασισμένα στην πιο αντικειμενική μεθοδολογία των θετικών επιστημών συνήθως απουσίαζαν. Οι εξαιρέσεις ήταν λίγες, όπως π.χ. για τη γλώσσα των επιστημονικών κειμένων (Σιδερής, 1976). Αναρωτιέται πραγματικά κανένας πόσο «(αντ;)εθνικός» ήταν ο συγγραφέας του κειμένου της εικόνας.

Ένα πολύ πιο σοβαρό επιχείρημα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας είναι η συνεισφορά της στην αναγνώριση της ετυμολογίας των λέξεων. Η παρούσα μελέτη δεν εξετάζει αυτό το θέμα. Η σημασία της ετυμολογίας είναι γενικά πολύ μεγαλύτερη από όσο οι περισσότεροι νομίζουν. Η μελέτη της είναι εξαιρετικά σοβαρή επιστήμη, αν και είναι συζητήσιμο πόσο σημαντική είναι για το χρήστη της γλώσσας, όπως είναι ο πολύς κόσμος. Εξάλλου, για την ετυμολογία απαραίτητη είναι η γνώση της αρχαίας γλώσσας τουλάχιστον, ενώ η τήρηση της ιστορικής ορθογραφίας από το χρήστη της γραφής είναι συζητήσιμο πόσο σημαντική είναι. Σοβαρά επιχειρήματα υπέρ της ιστορικής ορθογραφίας έχουν παρουσιασθεί από επιστήμονες με διεθνή φήμη (Μπαμπινιώτης, 2008). Οι μελέτες πάνω στις διαφορές μεταξύ προφορικού (γλώσσα) και γραπτού (γραφή) λόγου που να στηρίζονται πάνω στη φυσιολογική λειτουργία των οργάνων του σώματός μας σπανίζουν. Για παράδειγμα για τη γλώσσα αναγκαία είναι η φυσιολογική λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος, ιδιαίτερα των οργάνων του στόματος, για τον πομπό και του οργάνου της ακοής για το δέκτη∙ για τη γραφή, αναγκαία είναι η φυσιολογική λειτουργία του χεριού για τον πομπό και του οργάνου της όρασης για το δέκτη. Και στις δύο περιπτώσεις απαραίτητη είναι η φυσιολογική λειτουργία του εγκεφάλου όπου σχηματίζεται ο λόγος. Η επίδραση της φυσιολογίας στη γλώσσα έχει αναφερθεί (Σιδερής, 1976).

Σολωμός

Φύλο

/ηλικία

Φωνητική γραφή Παραδοσιακή γραφή Διαφορά χρόνου Φων-Παραδ./ 100

λέξεις

Λάθη (236 λέξεις)
Χρόνος ανάγνωσης Ν ορθών απαντ Χρόνος ανάγνωσης Ν ορθών απαν-τήσεων
Κείμε Απόλ (s) Ανά 100 λέξεις Κείμε Απόλ (s) Ανά 100 λέξεις
Θ / 81 Α* 217 48,01 5/5 Β* 200 36,23 2/4 11,78 1
Θ / 56 Α 140 30,97 4/5 Β 105 19,02 4/4 11,95 6
Θ / 59 Α 330 73,01 5/5 Β 315 57,06 4/4 15,95 1
Θ / 31 Α 196 43,36 5/5 Β 220 39,86 4/4 3,5 3
Α / 49 Α 150 33,18 4/5 Β 170 30,80 3/4 2,38 2
Θ / 32 Β 545 98,73 4/4 Α 210 46,46 3/5 52,27 2
Θ / 77 Β 448 81,16 3/4 Α 190 42.04 5/5 39,12 15
A / 35 Β 143 25,90 2/4 Α 110 24,34 2/5 1,56 20
Θ / 45 Β 268 48,55 0/4 Α 180 39,83 5/5 8,72 9
A / 39 B 222 40,22 4/4 A 140 30,97 5/5 9,25 15
Μέσος όρος 265,9 52,31 184 36,66 15,65 7,4
Στ. απόκλ. 136,94 24,02 60,82 11,01 16,77 6,98
Κείμενο Α: 452 λέξεις. Κείμενο Β: 552 λέξεις

ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ

Αθανασία και τριαδική ύπαρξη

«Μηδέν ἐκ τοῦ μὴ ὂντος γίγνεσθαι μηδ’ ἐς τὸ μὴ ὂν φθείρεσθαι» έλεγε ο Δημόκριτος. Η σύγχρονη Φυσική τον επιβεβαίωσε. Ο νόμος της εντροπίας, που επιβίωσε μετά την επιστημονική επανάσταση του περασμένου αιώνα, επικύρωσε τη ρήση του. Κάποια στοιχεία στο Σύμπαν, κινούμενα τυχαία, είναι απίθανο να σχηματίσουν μια οντότητα, αλλά όχι αδύνατο, στα διαθέσιμα11,5 δισεκατομμύρια χρόνια της Δημιουργίας. Τέτοια οντότητα, όπως τυχαία σχηματίστηκε, έτσι και τυχαία θα αποδομηθεί. Η διαχωριστική επιφάνειά της από το περιβάλλον της όμως δημιουργεί αναγκαστικά ένα είδος προστασίας, καθυστερώντας την αποδόμηση, το «θάνατό» της, που μοιραία, θα συμβεί. Στο μεταξύ, μπορεί να ενεργεί η οντότητα σαν καταλύτης, ευνοώντας τη δημιουργία νέων οντοτήτων και εξασφαλίζοντας έτσι την αθανασία της. Διαρκής αγώνας ανάμεσα σε θάνατο και αθανασία! Ούτε η τυχαία ούτε η θεία δημιουργία είναι δυνατόν να αποδειχθούν με ανθρώπινα μέσα. Το «τυχαίο» απαντά σε ερώτηση που αρχίζει με τη λέξη «Πώς;»· η θεία δημιουργία σε ερώτηση που αρχίζει με το «Ποιος;». Αντίθεση επομένως δεν μπορεί να υπάρχει.

Τα πρωτόζωα, στην κατάλληλη στιγμή, διαιρούνται. Από ένα δημιουργούνται δύο, χωρίς να μείνει πτώμα. Ταυτόχρονα, γέννηση και θάνατος, «δυναμική αθανασία». Πειράματα έδειξαν ότι με αυτή τη διαδικασία δεν μεταδίδονται στα θυγατρικά κύτταρα ιδιότητες που απέκτησαν τα πρωτόζωα όσο ζούσαν. Ενώ στην αρχή ενσωμάτωναν ό,τι έβρισκαν γύρω τους, αν βρίσκονταν σε περιβάλλον με άχρηστα στοιχεία, βαθμιαία «μάθαιναν» να μην τα προσλαμβάνουν. Η «μάθηση» δεν μεταδιδόταν στους απογόνους, μολονότι είχαν το ίδιο σώμα με τα μητρικά. Όχι πλήρως όμως. Ένα ίχνος της επίκτητης «γνώσης» παραμένει. Τα μικρόβια αποκτούν αντοχή στα αντιβιοτικά. Ίσως διότι ελάχιστα από αυτά τυχαίνει να έχουν αντίσταση στα αντιβιοτικά. Δεν σκοτώνονται και οι απόγονοί τους δημιουργούν τον πληθυσμό των ανθεκτικών μικροβίων. Αλλιώς, «μαθαίνουν» να αντιστέκονται στα αντιβιοτικά αναπτύσσοντας ουσίες (πλασμίδια) που είναι φορείς αυτής της «γνώσης» και μεταδίδονται όχι μόνο στους απογόνους, αλλά και από το ένα μικρόβιο στο άλλο.

Εμείς αρχίζομε να υπάρχουμε με τη σύντηξη ενός πατρικού σπερματοζωαρίου με ένα μητρικό ωάριο. Μια νέα οντότητα γεννιέται, αισθητή από όλους, το αισθητό Εγώ. Το έμβρυο δέχεται στην επιφάνειά του ερεθίσματα από μέσα του και απέξω του, ακριβώς τα ίδια. Επομένως δεν μπορεί να αντιληφθεί την ύπαρξή του ως τη στιγμή του τοκετού. Ξαφνικά τότε οι αισθητήρες στην επιφάνειά του νεογνού ενώ συνεχίζουν να δέχονται τα ίδια σταθερά ερεθίσματα από μέσα, βομβαρδίζονται από καταιγισμό ποικίλων, απρόβλεπτα μεταβαλλόμενων ερεθισμάτων από το περιβάλλον. Έτσι γεννιέται το νοητό Εγώ, που αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του και είναι άβατο για όλους τους απέξω. Καθώς οι άνθρωποι είμαστε κοινωνικά ζώα, κάποια στιγμή κάθε νέο ανθρώπινο ον εισάγεται στην κοινωνία του με κατάλληλη τελετή.

Κάποτε θα πεθάνουμε. Θα πάψουμε να αυτορρυθμιζόμαστε και θα γίνουμε ένα με το περιβάλλον μας: «Χοῦς εἶ καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει»: θάνατος του αισθητού Εγώ. Πριν συμβεί αυτό, παύομε οριστικά να ξεχωρίζουμε τον εαυτό μας από το περιβάλλον μας: θάνατος του νοητού Εγώ. Θα ακολουθήσει η διαγραφή από την κοινωνία με την κατάλληλη τελετή: θάνατος του κοινωνικού Εγώ. Ο Θάνατος είναι αναπόφευκτος. Κι όμως συνεμφανίζεται η Αθανασία. Ο θάνατος του αισθητού Εγώ δεν αφορά σε όλα τα κύτταρά μας. Γαμετοκύτταρά μας (ωάριο, σπερματοζωάριο) μπορεί να μείνουν «αθάνατα» ανακατασκευάζοντας ένα άλλο ον στη βάση μιας διασωζόμενης πληροφορίας. Και με το πέρασμά μας από τη ζωή αφήνομε σε όσους μας περιέβαλλαν τις γνώσεις, τα συναισθήματα, τις βουλήσεις – ή τη μετάνοια – που αποκτήσαμε όσο ζούσαμε, ως νοητό Εγώ. Όσο για το κοινωνικό Εγώ μας, αυτό επιζεί σαν σε εκμαγείο στη μνήμη (και την προσευχή) της κοινωνίας.

Έτσι, η ύπαρξή μας φαίνεται να είναι τρισυπόστατη (αισθητό, νοητό, κοινωνικό Εγώ) με κάθε υπόσταση να είναι τόσο αυθύπαρκτη, που γεννιέται και πεθαίνει σε διαφορετικό χρόνο η καθεμιά, αλλά αφήνει τη συνέχειά της παραμένοντας αθάνατη. Μολονότι τρισυπόστατη, είναι ενιαία! Μολονότι θνητή, είναι αθάνατη!

Το τρισυπόστατο του Είναι μας αναγνώρισαν ψυχολόγοι και φιλόσοφοι. Ο James ξεχωρίζει τις τρεις υποστάσεις του Εγώ, ως material me, spiritual me και social me. Και ο υπαρξιστής Heiddeger αναγνωρίζει με την ίδια αντιστοιχία τις τρεις υποστάσεις ως In-der-Welt-sein, Dasein και Mitsein. Ενώ οι μεγάλοι αυτοί άνδρες αναγνώρισαν και αναλύουν σε βάθος τις ιδιότητες των τριών υποστάσεων, δεν τόνισαν ικανοποιητικά το διαφορετικό χρόνο γέννησης και θανάτου της καθεμιάς.

Το τρισυπόστατο κάθε ύπαρξης όμως έχει και μεταφυσική αναλογία. Τα παρακάτω δεν ερμηνεύουν τα του Θεού. Επιχειρείται όμως, από την αναλογία των ουρανίων με τα επίγεια («ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς»), να ανοίξουν μια πύλη για την υποδοχή των θείων λόγων.«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεός ἦν ὁ Λόγος… Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο… Θεόν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε…Πνεῦμα ὁ Θεός.», γράφει ο Ιωάννης. Και σε αυτές τις φράσεις συνοψίζεται το τρισυπόστατο της Θεότητας. Ο Θεός είναι πνεύμα. Άβατος («αμέθεκτος») για τον ανθρώπινο λογισμό. Κανείς ποτέ δεν Τον έχει δει, είναι Πνεύμα. Και ο Λόγος ἦν προς τον Θεόν. Και έγινε σάρκα, ο Ιησούς. Μην αναζητήσετε διεθνή βιβλιογραφία για επιβεβαίωση. Οι ξένες γλώσσες δεν έχουν λέξη για τον Ελληνικό Λόγο. Έτσι τον μετέφρασαν σε verbum, parole, parola, word,  Wort, слово κλπ. Όλες αυτές οι λέξεις όμως σημαίνουν «λόγια», όχι «Λόγο», είναι αισθητές, ακουστές ή ορατές. Όμως ο Λόγος ήταν προς το Θεό και έγινε σάρκα αισθητή, που έζησε, έπαθε και πέθανε ως σάρκα. Ο Θεός, ως πνεύμα, είναι άβατος, αμέθεκτος, για τον ανθρώπινο λογισμό. Προσπελάζεται μόνο με πίστη, που διαχέεται από τον ένα στον άλλο μέσα στην κοινωνία, με τους κοινωνικούς κώδικες επικοινωνίας. Αυτοί οι κώδικες είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Οι Χριστιανοί διαφωνούμε ως προς το από ποιον εκπορεύεται. Το αντίστοιχο κοινωνικό Εγώ στην αναλογία που αναφέρθηκε, απλώς δεν εκπορεύεται. Το Άγιο Πνεύμα, είναι που διέπει τις Συνόδους και όλο το πλήρωμα των Χριστιανών, αφού μεταδόθηκε πρώτα στους μαθητές του Κυρίου. Και να πώς γίνεται αντιληπτό το μυστήριο της τριαδικής Χριστιανικής Θεότητας, χωρίς να αίρεται ο μονοθεϊσμός: Όπως είναι η ενιαία ύπαρξή μας, με τις τρεις υποστάσεις της, αισθητό, νοητό και κοινωνικό Εγώ. Και να πώς μπορεί να συνδυάζεται ο θάνατος με την αθανασία του αισθητού, νοητού και κοινωνικού Εγώ, όπως ο θάνατος με την αθανασία στο Χριστιανισμό.

Ευχαριστίες οφείλω στον π. Σεραφείμ Ατματζίδη για τις πολύτιμες παρατηρήσεις του.

Δημ. Α. Σιδερής. Koinignomi ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΥΠΑΡΞΗ 17.08.2016

 

ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΥ

«Οὐδὲν ἐν τῇ νοήσει ὃ μὴ πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει», έλεγε ο John Locke. Ξεχώριζε τον αισθητό κόσμο της Φυσικής με τη Χημεία και τη Βιολογία, από το νοητό των μαθηματικών, της Γεωμετρίας, της Λογικής. Ο Kant δέχθηκε πως οι περισσότερες έννοιες, οι a posteriori, σχηματίζονται από αισθήματα που μπήκαν μέσα μας διαμέσου των αισθήσεών μας. Όχι όλες όμως. Προσπαθώντας εδώ να δούμε τη φυσιολογική αντιστοιχία του νοητού κόσμου, με το φυσικό, τείνομε να δεχθούμε, σε πρώτη ματιά, πως ο Kant έχει δίκιο να ξεχωρίζει τις a priori έννοιες από τις a posteriori. Πραγματικά, υπάρχουν έννοιες σαν του χρόνου, του χώρου κλπ, σαν τις «κατηγορίες» του Αριστοτέλη ή τις a priori του Καντ, που μοιάζει να τις αποκτήσαμε χωρίς να έχουν περάσει από τις αισθήσεις μας. Και δεν είναι δυνατό να έχουν περάσει από τις αισθήσεις μας. Αυτές διεγείρονται από ερεθίσματα και ερέθισμα είναι η προσθήκη ή αφαίρεση μικρής ποσότητας ενέργειας, η οποία πυροδοτεί μια αντίδραση. Οι έννοιες που προαναφέρθηκαν δεν είναι μορφές ενέργειας, για να μπορούν να διεγείρουν τα αισθητήριά μας. Είναι πλαίσια μέσα στα οποία αναπτύσσονται και κατατάσσονται οι εμπειρικές, οι a posteriori, έννοιές μας. Πώς λοιπόν σχηματίζονται τέτοιες έννοιες, αφού δεν είναι προϊόντα διέγερσης των αισθητηρίων μας;

Πριν προχωρήσουμε στους δύσκολους λογισμούς μας, καλό είναι να κατανοήσουμε την ίδια την ύπαρξή μας. Η ομοούσια προσωπικότητά μας είναι τρισυπόστατη. Αποτελείται από το αισθητό, το νοητό και το κοινωνικό Εγώ. Το αισθητό (σωματικό) Εγώ γεννιέται τη στιγμή της σύλληψης και πεθαίνει τη στιγμή που παύει η αυτορρύθμιση των στοιχείων που αποτελούν το σώμα μας. Η αυτορρύθμιση αυτή επιτυγχάνεται με αρνητικές αναδράσεις, που διατηρούν σταθερές (ή ελάχιστα κυμαινόμενες) τις φυσικοχημικές και βιολογικές ιδιότητες του σώματός μας, τη θερμοκρασία, υγρασία, οξύτητα, πίεση, αυτοπεριορισμό στην ανάπτυξη των επιμέρους κυττάρων μας κλπ. Το αισθητό Εγώ μας θα πεθάνει, όταν πάψει η αυτορρύθμιση, οπότε το σώμα μας αρχίζει να αποκτά τις φυσικοχημικές ιδιότητες του περιβάλλοντός του. Το νοητό Εγώ γεννιέται τη στιγμή της γέννησης. Ενδομήτρια, τα αισθητήρια στην επιφάνεια του σώματος του εμβρύου δέχονται ερεθίσματα από μέσα από το σώμα και απέξω, που χάρη στην αυτορρύθμιση του εμβρύου και της μητέρας είναι σταθερά και ακριβώς ίδια. Υπάρχει μια οντότητα, μόνο αν διαφέρει από ό,τι αυτή δεν είναι. Το έμβρυο δεν προσλαμβάνει καμιά διαφορά μεταξύ του εαυτού του και του περιβάλλοντός του, αφού τέτοια διαφορά δεν είναι αισθητή. Επομένως, δεν μπορεί να νοήσει την ύπαρξή του. Με τη γέννηση, τα επιφανειακά αισθητήρια του νεογνού εξακολουθούν να δέχονται από μέσα τα ίδια σταθερά ερεθίσματα που δέχονταν ενδομήτρια, αλλά από το περιβάλλον κατακλύζονται από ποικιλία απρόβλεπτων και τυχαία κυμαινόμενων ερεθισμάτων. Θα πεθάνει το νοητό Εγώ, πριν από το θάνατο του αισθητού Εγώ, όταν πάψει οριστικά να αντιλαμβάνεται τη διαφορά του εαυτού του από το περιβάλλον του, όχι διότι τέτοια διαφορά δεν υπάρχει, αλλά διότι το όργανο που την αντιλαμβάνεται, ο εγκέφαλός του, έχει πάψει οριστικά να λειτουργεί. Το κοινωνικό Εγώ γεννιέται με μια τελετή που εισάγει το άτομο στην κοινωνία, όπως είναι η εγγραφή στο ληξιαρχείο ή ποικίλες θρησκευτικές τελετές, π.χ. βάπτιση για τους Χριστιανούς, περιτομή για τους Εβραίους και Μουσουλμάνους κλπ. Θα πεθάνει με μια κοινωνική τελετή, όπως είναι η διαγραφή από το ληξιαρχείο, η κηδεία κλπ.

Το νοητό και το κοινωνικό Εγώ είναι ακέραια, άτμητα, όχι όμως το αισθητό, που μπορεί να είναι ακρωτηριασμένο. Το αισθητό και το νοητό Εγώ είναι μοναδικά και διαφέρουν επομένως το ένα από το άλλο, όχι όμως το κοινωνικό, που τη στιγμή της γέννησής του είναι ίδιο και ίσο με όλα τα άλλα κοινωνικά Εγώ: όλα είναι εξίσου μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας. Μετά τη γέννησή του αρχίζουν οι ανισότητες, ανάλογα με καταγωγή, πλούτο, μόρφωση κλπ. Το αισθητό και το νοητό Εγώ, αφού διαφέρουν το ένα από το άλλο, είναι αναγκαστικά άνισα. Το αισθητό και το κοινωνικό Εγώ περιορίζονται από νόμους, τους φυσικούς και κοινωνικούς αντίστοιχα. Το νοητό Εγώ, αντίθετα, είναι ελεύθερο, διέπεται από τη φαντασία που δεν έχει περιορισμούς. Η εκπαίδευση μπορεί να τροποποιήσει τους βαθμούς ελευθερίας. Οι φυσικές επιστήμες μπορούν να αντισταθμίζουν τους φυσικούς νόμους διευρύνοντας τη φυσική ελευθερία του αισθητού Εγώ. Αντισταθμίζουν π.χ. το κρύο με τη φωτιά, την τριβή με τον τροχό, τη βαρύτητα με τα αερόστατα, τα αεροπλάνα, τους πυραύλους κλπ. Οι φυσικές επιστήμες όμως απαιτούν αυξανόμενη εξειδίκευση και αυτή περιορίζει, δεν αυξάνει, την κοινωνική ελευθερία, αφού απαιτούνται διαρκώς νέες ειδικότητες που δεν προϋπάρχουν, οδηγεί σε ανεργία υποκαθιστώντας την ανθρώπινη εργασία με μηχανές κλπ. Οι κοινωνικές επιστήμες καλούνται να ανακαλύψουν τους κοινωνικούς νόμους που αντισταθμίζουν τους κοινωνικούς περιορισμούς. Η φαντασία του νοητού Εγώ δεν έχει περιορισμούς, μπορεί όμως να καλλιεργείται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες ή να χειραγωγείται και περιορίζεται με πλύση εγκεφάλου. Αυτό σημαίνει ότι, με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που δημιουργούνται, ένα ερέθισμα μπορεί να γεννά πολλαπλές ανταποκρίσεις (επέκταση ελευθερίας, παιδεία), ή, αντιστρόφως, πολλαπλά ερεθίσματα γεννούν μία μόνον ανταπόκριση (περιορισμός ελευθερίας, πλύση εγκεφάλου, προκαταλήψεις κλπ). Τέλος, το Εγώ ζει μέσα σε Χρόνο και Χώρο. Αυτή τη χωροχρονική ύπαρξη θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε παρακάτω, διότι είναι διαφορετική για κάθε μια από τις τρεις υποστάσεις του Εγώ.

Το τρισυπόστατο του Εγώ μας αναγνώρισαν ψυχολόγοι και φιλόσοφοι. Ο W. James ξεχωρίζει τις τρεις υποστάσεις του Εγώ, ως material me, spiritual me και social me. Και ο υπαρξιστής M. Heiddeger αναγνωρίζει με την ίδια αντιστοιχία τις τρεις υποστάσεις ως In-der-Welt-sein, Dasein και Mitsein. Ενώ οι μεγάλοι αυτοί άνδρες αναγνώρισαν και αναλύουν σε βάθος τις ιδιότητες των τριών υποστάσεων, δεν τόνισαν ικανοποιητικά το διαφορετικό χρόνο γέννησης και θανάτου της καθεμιάς ούτε επεξέτειναν τη σκέψη τους για να κατανοηθούν δυσερμήνευτα φαινόμενα.

Εκτός από την ουσία της ύπαρξής μας θα πρέπει να θυμηθούμε λίγα για τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Αυτό που προϋπάρχει όταν γεννιόμαστε, είναι τα φυσικά αντανακλαστικά μας και η ικανότητά μας να σχηματίζουμε εξαρτημένα αντανακλαστικά. Αυτές είναι φυσιολογικές, όχι ψυχολογικές, ικανότητές· αισθητές, όχι νοητές. Έξοδος των αντανακλαστικών είναι ένας μυς ή ένας αδένας, δηλαδή μια κίνηση ή μια έκκριση, αλλά και η (νοητή) παράσταση της κίνησης ή έκκρισης. Όχι μόνο το αίσθημα που προκύπτει από τη διέγερση του αισθητηρίου που διεγέρθηκε, αλλά και το αίσθημα από τη διέγερση του μυ ή αδένα που ανταποκρίθηκε στο ερέθισμα. Με έννοιες δεν γεννιόμαστε. Θα το δούμε παρακάτω.

Για να σχηματισθεί ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό απαιτείται ένα ζεύγος ερεθισμάτων: ένα που αποτελεί την είσοδο, αφετηρία, ενός φυσικού αντανακλαστικού. Και ένα άλλο, που διεγείρει ένα άσχετο αισθητήριο. Μετά από μερικές επαναλήψεις, στις οποίες το άσχετο ερέθισμα ακολουθείται σταθερά από το ερέθισμα-αφετηρία του αντανακλαστικού, σχηματίζεται το εξαρτημένο αντανακλαστικό. Αρκεί πια μόνο το άσχετο ερέθισμα για να εκλυθεί η απάντηση (κίνηση ή έκκριση) του φυσικού αντανακλαστικού, χωρίς να έχει διεγερθεί το αισθητήριο-αφετηρία του. Το καίριο σημείο είναι ότι για να σχηματισθεί το εξαρτημένο αντανακλαστικό, πρέπει να προηγηθεί το άσχετο ερέθισμα και να ακολουθήσει το ερέθισμα-αφετηρία του αντανακλαστικού. Αν το άσχετο ερέθισμα ακολουθεί το ερέθισμα-αφετηρία, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν σχηματίζεται. Ο σχηματισμός εξαρτημένων αντανακλαστικών περιγράφει το μηχανισμό της απόκτησης μιας συνήθειας. Ἓξις δευτέρα φύσις. Με το σχηματισμό εξαρτημένων αντανακλαστικών, ερεθίσματα που δεν θα επηρέαζαν τη συμπεριφορά μας, γίνονται σημαντικά για μας, αφού μας προξενούν μια ανταπόκριση.

Εγώ βρίσκομαι Εδώ. Οπουδήποτε πάνω στη γη ή το σύμπαν κι αν βρίσκομαι Εγώ ο αισθητός, Εγώ ο νοητός βρίσκομαι Εδώ. Το Εδώ έχει μηδενικές διαστάσεις. Κι όμως υπάρχει. Για να υπάρχει κάτι, πρέπει να διαφέρει κατά κάποιον τρόπο από ό,τι αυτό δεν είναι, από το περιβάλλον του. Και το περιβάλλον του Εδώ είναι ο Χώρος. Ακόμη, Εγώ ο νοητός ζω Τώρα. Οποτεδήποτε, οποιοδήποτε έτος, μήνα, ημέρα, ώρα, λεπτό, δευτερόλεπτο κι αν ζω Εγώ ο αισθητός, ζω Τώρα. Το Τώρα έχει μηδενική διάρκεια. Κι όμως είναι υπαρκτό. Βρίσκεται ανάμεσα στο Πριν και στο Μετά. Και το Πριν και το Μετά είναι ο Χρόνος.

Όπως είπαμε, για το σχηματισμό κάθε εξαρτημένου αντανακλαστικού χρειάζονται δύο ερεθίσματα, το ένα διεγείρει ένα φυσικό αντανακλαστικό και το άλλο όχι. Με τη δημιουργία πολλών εξαρτημένων αντανακλαστικών, συνηθίζομε, αν αυτό το άλλο προηγείται από το ερέθισμα-αφετηρία του φυσικού αντανακλαστικού, να σχηματίζεται εξαρτημένο· αν όμως έπεται, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν σχηματίζεται και η διέγερση μόνου αυτού του άλλου δεν συνεπάγεται την ανταπόκριση του αντανακλαστικού. Επομένως: Ο σχηματισμός εξαρτημένων αντανακλαστικών όταν το ανεξάρτητο ερέθισμα προηγείται, μας δημιουργεί την έννοια του Πριν· ο μη σχηματισμός εξαρτημένων αντανακλαστικών, όταν το ανεξάρτητο από ένα ζεύγος ερεθισμάτων έπεται, μας δημιουργεί την έννοια του Μετά. Κι όπως είπαμε το Πριν και το Μετά είναι ο Χρόνος. Το φαινόμενο είναι μονόδρομος, σαν το Χρόνο. Ο Χρόνος περνά και δε γυρίζει πίσω. Αυτή είναι λοιπόν η αισθητή δραστηριότητα που οδηγεί στη δημιουργία της νοητής έννοιας του Χρόνου. Η νοητή έννοια του Χρόνου συμπληρώνεται με την αισθητή και την κοινωνική έννοιά του.

Εγώ ο νοητός ζω Τώρα. Κι αυτό το Τώρα είναι μια στιγμή με μηδενική διάρκεια. Ό,τι δεν είναι Τώρα, το Πριν και το Μετά, είναι ο Χρόνος. Ο νοητός Χρόνος είναι το άπειρο κενό που περιβάλλει το Τώρα και έχει μοναδική κατεύθυνση, από το Πριν προς το Μετά. Είναι ένα «άπειρο κενό» μέσα στο οποίο συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί ο,τιδήποτε. Η έννοια της διάρκειας αποκτάται διαφορετικά. Πολλές φυσιολογικές λειτουργίες μας ταλαντώνονται. Πεινάμε και τρώμε, διψάμε και πίνομε, ουρούμε και αποπατούμε περιοδικά, κάνομε έρωτα περιοδικά, κοιμόμαστε και ξυπνάμε κατά τακτά διαστήματα· κυρίως γεννιόμαστε και πεθαίνομε.  Έτσι, πολλές φυσιολογικές λειτουργίες μας, με τη συνοδό βούλησή μας, ταλαντώνονται. Η ιδιοπερίοδος τέτοιων ταλαντώσεων χρησιμοποιείται μέσα μας ως μονάδα της υποκειμενικής διάρκειας. Τώρα, είναι ώρα να φάμε, να πιούμε κλπ. Σαν κάθε ταλάντωση αυτού του είδους, οι φυσιολογικές ταλαντώσεις διαθέτουν διεγερσιμότητα που διαταράσσει τη ρυθμικότητά τους. Η διάρκεια είναι μέρος του Χρόνου. Αντίθετα από το Χρόνο όμως, που είναι κενός και φιλοξενεί οσαδήποτε γεγονότα, η διάρκεια αποτελείται από συμβαίνοντα, που έχουν αρχή και τέλος.

Υπάρχει και ο κοινωνικός Χρόνος. Φυσικά περιοδικά φαινόμενα, όπως η περιφορά της γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονά της και της σελήνης γύρω από τη γη, αλλά και κοινωνικά περιοδικά φαινόμενα, όπως η εβδομάδα, καθορίζουν τις δραστηριότητές του κοινωνικού Εγώ μας, ιδίως το ρυθμό των εργασιών μας.

Μ΄ άλλα λόγια, η έννοια του Χρόνου σχηματίζεται αποκτώντας τρεις όψεις, που αντιστοιχούν στις τρεις υποστάσεις του Εγώ μας. Η αισθητή έννοια του Χρόνου (διάρκεια) καθορίζεται από τις ταλαντώσεις της βούλησής μας, που κατευθύνεται από περιοδικές φυσιολογικές λειτουργίες μας. Η νοητή έννοια του Χρόνου καθορίζεται από τον τρόπο δημιουργίας των εξαρτημένων αντανακλαστικών μας και συνίσταται στην έννοια του Πριν και του Μετά από Τώρα. Η κοινωνική έννοια του χρόνου, βασίζεται στις ανθρώπινες κοινωνικές δραστηριότητες, που με τη σειρά τους εξαρτώνται από αντικειμενικά, φυσικά ή κοινωνικά, περιοδικά φαινόμενα. Η έννοια του Χρόνου επομένως δεν προϋπάρχει a priori, αλλά σχηματίζεται ως παράπλευρο αποτέλεσμα αφενός του σχηματισμού εξαρτημένων αντανακλαστικών, αφετέρου της αίσθησης της ταλάντωσης της βούλησής μας και εκ τρίτου της περιοδικότητας των κοινωνικών λειτουργιών μας.

Θα πρέπει να σημειώσω ότι αυτές οι τρεις όψεις του φυσιολογικού και ψυχολογικού Χρόνου δεν μας αποκαλύπτουν τη φύση του φυσικού Χρόνου. Ορίσαμε το Χρόνο ως το Πριν και το Μετά. Δεν ξέρομε όμως αν αυτό ισχύει στο Χρόνο της Φυσικής. Για παράδειγμα, δεν ξέρομε αν ο φυσικός Χρόνος είναι μονόδρομος, ούτε αν είναι συνεχής ή κατακερματισμένος σε χρονικά κβάντα. Ούτε αν είναι άπειρος.

Ό,τι είναι για το νοητό Χρόνο η αισθητή Διάρκεια, είναι ο αισθητός Τόπος για το νοητό Χώρο. Εγώ βρίσκομαι Εδώ. Οπουδήποτε πάνω στη γη ή στο σύμπαν κι αν είμαι, εγώ βρίσκομαι Εδώ. Το Εδώ έχει μηδενικές διαστάσεις. Κι όμως υπάρχει. Όπως λέγαμε, για να υπάρχει κάτι, πρέπει να διαφέρει κατά κάποιον τρόπο από ό,τι αυτό δεν είναι, από το περιβάλλον του. Και το περιβάλλον τού Εδώ είναι ο Χώρος.

Την έννοια του Χώρου τη σχηματίζομε με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Μόλις γεννηθεί το νεογνό, αρχίζει να κινεί τα μέλη του αυτόματα προς κάθε κατεύθυνση. Από κάθε σημείο όπου συναντώνται με τις αυτόματες κινήσεις δύο μέλη του, εκπέμπονται πολλαπλά ερεθίσματα. Καθώς είναι ταυτόχρονα, σχηματίζουν εξαρτημένα αντανακλαστικά. Π.χ. με τις τυχαίες, αέναες, κινήσεις που κάνει ένα νεογνό, κάποια στιγμή το χέρι του ακουμπά το γόνατό του. Το σημείο της επαφής τους δίνει τότε παράλληλα ταυτόχρονα ερεθίσματα από την εντωβάθει αίσθηση των μυών του χεριού, καθώς από τη σύσπασή τους εξαρτάται η θέση του χεριού και από την επιφανειακή αφή του γόνατου και του χεριού στο σημείο της επαφής τους. Με τις επαναλήψεις σχηματίζεται το εξαρτημένο αντανακλαστικό έτσι που η διέγερση του σημείου του γόνατου που άγγιξε το χέρι γεννά την παράσταση της σύσπασης του χεριού όταν το ακουμπούσε, χωρίς τώρα να το ακουμπά και αντιστρόφως. Με τις πολλαπλές επαναλήψεις, εμπλουτίζεται η αντίληψη κάθε σημείου του σώματός μας διαμέσου πολλαπλών απτικών (επιπολής και εντωβάθει) αισθημάτων. Πλουτίζεται και με οπτικά ερεθίσματα. Όταν, τυχαία, ακουμπά το χέρι του βρέφους στο γόνατό του και τυχαία στρέφονται τα μάτια του σ΄ αυτό το σημείο, γίνονται ταυτόχρονα τα εξής: Αν τύχει να διασταυρώνονται οι οπτικοί άξονες των ματιών του στο σημείο της επαφής χεριού και γόνατου, τότε, και μόνον τότε, στα μάτια του σχηματίζεται ένα ενιαίο είδωλο του σημείου. Αν δεν διασταυρώνονται στο σημείο αυτό, σχηματίζονται δύο είδωλα διαφορετικά, ανά ένα στον κάθε αμφιβληστροειδή. Το σημείο της επαφής τώρα δύο μελών του σώματός μας, π.χ. χεριού και γόνατου, είναι καλά αφορισμένο, καθώς, με εξαρτημένα αντανακλαστικά, συνδέονται: η αίσθηση από την επιπολής αφή στο δέρμα του γόνατου και του χεριού· από την εντωβάθει αίσθηση της σύσπασης των μυών του χεριού· από την εντωβάθει αίσθηση της σύσπασης των οφθαλμικών μυών όταν στρέφονται έτσι που να σχηματίζεται ένα μόνο είδωλο του σημείου· και από το διαφορετικό είδωλο του σημείου πάνω στον αμφιβληστροειδή, καθώς κάθε μάτι βλέπει το σημείο από διαφορετική γωνία.

Με ανάλογο τρόπο επισημαίνονται και σημεία του χώρου έξω από το σώμα μας. Αν τύχει μάλιστα τα σημεία αυτά να εκπέμπουν και κάποιον ήχο, όπως μια κουδουνίστρα, το σύστημα των εξαρτημένων αντανακλαστικών εδραιώνεται και με έναν άλλο, ανεξάρτητο, ακουστικό, τρόπο. Καθώς τα δύο αυτιά μας δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο, καθένα δέχεται το ίδιο ηχητικό κύμα σε ελαφρά διαφορετική φάση. Έτσι, από τη διαφορά φάσεων που έχει ο ίδιος ήχος όταν φθάνει στα δύο αυτιά μας, μάς επιτρέπεται να εικάσουμε την κατεύθυνση και την απόσταση του ηχηρού σημείου από εμάς. Τελικά, όταν είναι τόσο μακριά το σημείο από μας, που οι οπτικές και, αν υπάρχουν, ακουστικές ακτίνες του είναι παράλληλες, είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τη θέση και την απόστασή του από εμάς. Έτσι, π.χ. ένας πλανήτης στον ουράνιο θόλο μάς φαίνεται να βρίσκεται στην ίδια απόσταση από εμάς όπως ένας απλανής. Από κει κι έπειτα, η διαφορά στις αποστάσεις τους μπορεί να γίνει αντιληπτή με νοητική επεξεργασία, π.χ. από την παράλλαξη με τη δημιουργία έκλειψης ενός πλανήτη, όταν κρύβεται από ένα δορυφόρο του.

Από κάθε σημείο, του σώματός μας αρχικά, αλλά και του περιβάλλοντός μας στη συνέχεια, εκπέμπονται ταυτόχρονα ερεθίσματα, τα προσλαμβάνομε με την επιπολής και την εντωβάθει αίσθηση, την όραση, την ακοή κλπ, και τα αισθήματα που προκύπτουν συνδέονται με εξαρτημένα αντανακλαστικά μεταξύ τους επειδή είναι ταυτόχρονα. Κάθε σημείο του Χώρου γύρω μας, με οποιαδήποτε αίσθηση και αν το αντιληφθούμε, ανακαλεί μέσα μας αντανακλαστικά το σύνολο των αισθήσεων που μπορούν να εστιάζονται στο σημείο. Αν και το Εδώ είναι αδιάστατο, μια περιοχή του χώρου γύρω του απαρτίζεται από αισθητές οντότητες, από το σώμα μας, αλλά και από ποικίλα άψυχα, ζωντανά, και ανθρώπινα όντα. Αυτός είναι ο Τόπος μας. Είναι, για παράδειγμα, το σπιτικό μας. Επέκταση αυτού του Τόπου είναι η Πατρίδα μας. Για εμάς τους Έλληνες, είναι ο τόπος που έχομε διαμορφώσει με τη Γνώση και την Τέχνη που μας κληροδότησε ο πρόγονός μας, ο Προμηθέας, και με την Αγάπη που μας κληροδότησε ο πνευματικός Ηγέτης μας, ο Εβραίος που θυσιάστηκε για μας. Είναι η περιοχή που επηρεάζομε και μας επηρεάζει πολύ πιο σημαντικά από όσο αλληλεπηρεαζόμαστε με ό,τι υπάρχει πέρα από αυτή. Και υπάρχει μια οριακή γραμμή, τα σύνορα, που την αφορίζουν από ό,τι δεν είναι πατρίδα μας. Είναι όπως μια σταγόνα νερού περιβάλλεται από ένα είδος μεμβράνης, που είναι απλά η επιφανειακή τάση. Είναι τα οριακά μόρια του νερού: Από μέσα υφίστανται τις δυνάμεις των υπόλοιπων μορίων του νερού, αλλά απ΄ έξω τις δυνάμεις των διαφορετικών μορίων του περιβάλλοντος που είναι βέβαια πολύ διαφορετικές. Η επιφανειακή τάση συμπεριφέρεται σα μια μεμβράνη που αντιδρά στο διασκορπισμό  της σταγόνας. Αν εξισωθούν οι δύο δυνάμεις, οι απέξω και οι από μέσα, η σταγόνα παύει να υπάρχει. Έτσι γίνεται όταν η σταγόνα το νερό πέσει μέσα σε νερό: σταγόνα στον ωκεανό. Τα ίδια ισχύουν και για την πατρίδα μας. Ζούμε μέσα σ΄ αυτήν. Αλληλεπηρεαζόμαστε ο ένας με τον άλλον. Αποκτούμε μια στοιχειωδώς κοινή νοοτροπία, που η απόκτησή της βοηθιέται από την κοινή παιδεία στην οποία όλοι μετέχομε. Και ζούμε συμπληρωματικά ο ένας με τον άλλον. Και διαφορετικά από το περιβάλλον μας. Μ΄ άλλα λόγια είναι ο τόπος της κοινωνίας μας.

Υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ των φυσιολογικών εννοιών του Χρόνου και του Χώρου. Ο Χρόνος είναι μονόδρομος και μονοδιάστατος. Κινείται από το Πριν στο Μετά. Ο Χώρος, αντίθετα, είναι αμφίδρομος και τρισδιάστατος. Κινείται από πίσω προς τα εμπρός και αντιστρόφως. Κι αυτό σημαίνει μια «ευκολία» όταν κινούμαστε από το σημείο που βρισκόμαστε (Εδώ) προς όπου βλέπομε συγκριτικά με τη «δυσκολία» όταν κινούμαστε προς όπου δεν βλέπομε. Κινείται από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή από Εδώ προς το σημείο που δυσκολευόμαστε λόγω της βαρύτητας ή προς όπου πέφτουν τα πράγματα, από πάνω προς τα κάτω, χωρίς δική μας προσπάθεια, αν αφεθούν χωρίς στήριγμα. Και κινείται από δεξιά προς τα αριστερά, δηλαδή από την πλευρά που χειριζόμαστε ευκολότερα (για τους δεξιόχειρες) προς την αντίθετή της ή από τη λιγότερο επιδέξια πλευρά προς τη περισσότερο επιδέξια (ή αντιστρόφως για τους αριστερόχειρες). Οι τρεις άξονες του χώρου, το ύψος (πάνω-κάτω), το πλάτος (δεξιά-αριστερά) και το μήκος (μπρός-πίσω) σχηματίζονται μέσα μας επειδή έχουν φυσιολογική σημασία για μας.

Όπως για το Χρόνο, σημειώνω, ότι αυτή είναι η φυσιολογική και ψυχολογική έννοια του Χώρου, που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν έχει σχέση με το φυσικό Χώρο που κανένας δεν ξέρει αν είναι άπειρος, κενός, κβαντωμένος ή πόσες διαστάσεις έχει.

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθ. καρδιολογίας dimitirs.sideris@gmail.com

 

Χώρος Χρόνος

Χώρος χρόνος

Άκουσα τον Ιωσήφ Στεφάνου σε μια διάλεξή στην έπαυλη Τσιροπινά να επισημαίνει τη λεπτή διαφορά μεταξύ χώρου και τόπου. Άρχισα να σκέφτομαι.

Εγώ βρίσκομαι Εδώ. Οπουδήποτε πάνω στη γη ή το σύμπαν κι αν είμαι, εγώ βρίσκομαι Εδώ. Το Εδώ έχει μηδενικές διαστάσεις. Κι όμως υπάρχει. Για να υπάρχει κάτι, πρέπει να διαφέρει κατά κάποιον τρόπο από ό,τι αυτό δεν είναι, από το περιβάλλον του. Και το περιβάλλον του Εδώ είναι ο Χώρος.

Την έννοια του Χώρου τη σχηματίζομε με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Από κάθε σημείο, του σώματός μας αρχικά, αλλά και του περιβάλλοντός μας στη συνέχεια, εκπέμπονται ταυτόχρονα ερεθίσματα, τα προσλαμβάνομε με την επιπολής και την εντωβάθει αίσθηση, την όραση, την ακοή κλπ, και τα αισθήματα που προκύπτουν συνδέονται με εξαρτημένα αντανακλαστικά μεταξύ τους επειδή είναι ταυτόχρονα. Από κει κι έπειτα, οποιοδήποτε από αυτά τα αισθήματα γεννά την παράσταση του συγκεκριμένου σημείου. Αν και το Εδώ είναι αδιάστατο, μια περιοχή του χώρου γύρω του απαρτίζεται από αισθητές οντότητες, από το σώμα μας, αλλά και από ποικίλα άψυχα, ζωντανά, και ανθρώπινα όντα. Αυτός είναι ο Τόπος μας. Είναι, για παράδειγμα, το σπιτικό μας. Επέκταση αυτού του τόπου είναι η πατρίδα μας. Για εμάς τους Έλληνες, είναι ο τόπος που έχομε διαμορφώσει με τη Γνώση και την Τέχνη που μας κληροδότησε ο πρόγονός μας, ο Προμηθέας, και με την Αγάπη που μας κληροδότησε ο πνευματικός Ηγέτης μας, ο Εβραίος που θυσιάστηκε για μας. Είναι η περιοχή που επηρεάζομε και μας επηρεάζει πολύ πιο σημαντικά από όσο αλληλεπηρεαζόμαστε με ό,τι υπάρχει πέρα από αυτή. Και υπάρχει μια οριακή γραμμή, τα σύνορα, που την αφορίζουν από ό,τι δεν είναι πατρίδα μας. Είναι όπως μια σταγόνα νερού περιβάλλεται από ένα είδος μεμβράνης, που είναι απλά η επιφανειακή τάση. Είναι τα οριακά μόρια του νερού: Από μέσα υφίστανται τις δυνάμεις των υπόλοιπων μορίων του νερού, αλλά απ΄ έξω τις δυνάμεις των διαφορετικών μορίων του περιβάλλοντος που είναι βέβαια πολύ διαφορετικές. Η επιφανειακή τάση συμπεριφέρεται σα μια μεμβράνη που αντιδρά στο διασκορπισμό  της σταγόνας. Αν εξισωθούν οι δύο δυνάμεις, οι απέξω και οι από μέσα, η σταγόνα παύει να υπάρχει. Έτσι γίνεται όταν η σταγόνα το νερό πέσει μέσα σε νερό: σταγόνα στον ωκεανό. Τα ίδια ισχύουν και για την πατρίδα μας. Ζούμε μέσα σ΄ αυτήν. Αλληλεπηρεαζόμαστε ο ένας με τον άλλον. Αποκτούμε μια στοιχειωδώς κοινή νοοτροπία, που η απόκτησή της βοηθιέται από την κοινή παιδεία στην οποία όλοι μετέχομε. Και ζούμε συμπληρωματικά ο ένας με τον άλλον. Και διαφορετικά από το περιβάλλον μας. Μ΄ άλλα λόγια είναι ο τόπος μιας κοινωνίας.

Ό,τι είναι για το νοητό Χώρο ο αισθητός Τόπος είναι και η αισθητή Διάρκεια για το νοητό Χρόνο. Ζω Τώρα. Κι αυτό το Τώρα είναι μια στιγμή με μηδενική διάρκεια. Ό,τι δεν είναι Τώρα, το Πριν και το Μετά, είναι ο Χρόνος. Τη στοιχειώδη έννοια του Χρόνου την αποκτούμε σχηματίζοντας εξαρτημένα αντανακλαστικά. Για το σχηματισμό τους απαιτούνται δύο ερεθίσματα που διεγείρουν δύο αισθητήριά μας, εξ ων το ένα αποτελεί την απαρχή ενός φυσιολογικού αντανακλαστικού. Αν το άλλο ερέθισμα επενεργεί τακτικά ταυτόχρονα ή λίγο πριν από εκείνο που είναι απαρχή του φυσιολογικού αντανακλαστικού, αρκεί η διέγερση αυτού του άλλου αισθητηρίου πια για να εκλυθεί η απάντηση του αντανακλαστικού. Αν έπεται, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν δημιουργείται. Κι αυτός είναι ο στοιχειώδης τρόπος για να γεννηθεί μέσα μας η έννοια του Πριν και του Μετά, η έννοια του Χρόνου.

Η έννοια της διάρκειας αποκτάται διαφορετικά. Πολλές φυσιολογικές λειτουργίες ταλαντώνονται. Πεινάμε και τρώμε, διψάμε και πίνομε, ουρούμε και αποπατούμε περιοδικά, κάνομε έρωτα περιοδικά, κοιμόμαστε και ξυπνάμε κατά τακτά διαστήματα· κυρίως γεννιόμαστε και πεθαίνομε.  Έτσι, πολλές φυσιολογικές λειτουργίες μας, με τη συνοδό βούλησή μας, ταλαντώνονται. Η ιδιοπερίοδος τέτοιων ταλαντώσεων είναι η μονάδα της υποκειμενικής διάρκειας. Σαν κάθε ταλάντωση αυτού του είδους, οι φυσιολογικές ταλαντώσεις διαθέτουν διεγερσιμότητα που διαταράσσει τη ρυθμικότητά τους. Η διάρκεια είναι μέρος του Χρόνου. Αντίθετα από τον κενό Χρόνο όμως, που φιλοξενεί οσαδήποτε γεγονότα, η διάρκεια αποτελείται από συμβαίνοντα, που έχουν αρχή και τέλος. Όπως ο τόπος, έχει σύνορα.

Υπάρχει και ο κοινωνικός χρόνος. Φυσικά περιοδικά φαινόμενα, όπως η περιφορά της γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονά της και της σελήνης γύρω από τη γη, αλλά και κοινωνικά περιοδικά φαινόμενα, όπως η εβδομάδα, καθορίζουν τις κοινωνικές δραστηριότητές μας, ιδίως το ρυθμό των εργασιών μας.

Ο κόσμος βρίσκεται σήμερα σε πρωτοφανή σύγχυση. Προηγήθηκε ένας αιώνας με εξοντωτικούς πολέμους που έτειναν να αφανίσουν πατρίδες, όπως το ξερό περιβάλλον εξατμίζει τις σταγόνες του νερού. Μετά από ένα αιώνα τρομακτικών αντιπαραθέσεων, για να τις αποφύγει, προχωρεί ο κόσμος σε ενέργειες που αφομοιώνουν, αλλά και αφανίζουν έτσι πατρίδες και τόπους. Σαν τη σταγόνα, που, για να μην αποξηρανθεί, πέφτει και χάνεται στον ωκεανό.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον εμείς καλούμαστε να μην αφήσουμε να αφανισθεί ο τόπος μας, η πατρίδα μας, έτσι όπως την έχομε διαμορφώσει με τη γνώση, την τέχνη και την αγάπη μας. Γι΄ αυτό το σκοπό, υποχρέωσή μας είναι να πάρουμε μια απόφαση για το ποιο είναι το κοινό όραμά μας, που αποτελεί στοιχείο της ταυτότητάς μας. Και να το αναπτύξουμε χωρίς αντιπαράθεση με τις πατρίδες άλλων, αλλά και χωρίς να αφομοιωνόμαστε μιμούμενοι εκείνες. Κι αυτό, διότι, καθώς πολλές άλλες πατρίδες είναι πολύ ισχυρότερες από τη δική μας, η αφομοίωση σημαίνει αφανισμό μας, όπως η αγάπη που έχομε για το αρνάκι καταλήγει στο να το φάμε και να το αφομοιώσουμε τερματίζοντας την ύπαρξή του. Η σχέση μας με τις άλλες πατρίδες οφείλει να είναι κατεξοχήν συμπληρωματική. Να δημιουργούμε ό,τι έχουν ανάγκη οι άλλοι και να το ανταλλάσσουμε με ό,τι δημιουργούν εκείνοι και χρειαζόμαστε εμείς. Έτοιμοι να αποδεχθούμε τις ανταλλαγές, χωρίς τη φοβία ότι θα μας αφελληνίσουν, αλλά και χωρίς να εγκαταλείπουμε τα στοιχεία της ταυτότητάς μας. Το πετυχαίνομε αυτό αναπτύσσοντας κατά το δυνατό τις ιδιαίτερες δυνατότητές της επικοινωνίας μεταξύ μας, δημιουργώντας στη βάση των ιδιαιτεροτήτων της μοναδικής ιστορίας (χρόνου) και μοναδικής γεωγραφίας (χώρου) μας.

Σε πόσες σκέψεις με έβαλε ο Στεφάνου για χώρο και τόπο! Σ΄ ευχαριστώ, Ιωσήφ. Και συγχωρήστε με οι αναγνώστες μου που σας έβαλα κι εγώ με τη σειρά μου σε δυσνόητες σκέψεις.

koinignomi 9 Αυγούστου 2016

 

 

ΙΣΟΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΙΣΟΝΟΜΙΑ, ΙΣΗΓΟΡΙΑ

2 Αυγούστου 2016

Συντάκτης: Κατερίνα Βιδάλη

ισοπολιτεία

Η ισότητα, ελευθερία και αδελφοσύνη αποτέλεσαν το τρίπτυχο της Γαλλικής επανάστασης. Η επιδίωξή τους προέκυψε από το Διαφωτισμό κι αυτός από το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Προφανώς μεταξύ δύο άνισων ατόμων, βασιλιά και στρατιώτη ή πλουσίου και πένητα, ο ένας έχει περισσότερες δυνατότητες και είναι, επομένως, πιο ελεύθερος από τον άλλον. Δεν υπάρχει ελευθερία χωρίς ισότητα ούτε αντιστρόφως. Αντίθετα από το πνεύμα του Διαφωτισμού, ο πολιτικός και κοινωνιολόγος Moynihan έλεγε ότι «η αντιπαλότητα μεταξύ του Προέδρου Wilson και του Lenin ήταν «ο αγώνας μεταξύ του κόμματος της ελευθερίας και της ισότητας», ως εάν ελευθερία και ισότητα να ήταν αντίθετες έννοιες. Είναι;

Η αισθητή (σωματική) όψη του Εγώ μας δεν μπορεί να είναι ίση σε όλους. Ένας είναι πιο ψηλός, πιο ωραίος, πιο ισχυρός κλπ από τον άλλον. Οπωσδήποτε έχει διαφορετικά δακτυλικά αποτυπώματα και DNA. Η νοητή όψη του Εγώ μας είναι αντιληπτή μόνο στο ίδιο το Εγώ και επομένως δεν είναι άμεσα συγκρίσιμη του ενός με του άλλου. Μένει η κοινωνική όψη του Εγώ. Γεννιέται με την εισαγωγή του νέου ατόμου στην κοινωνία με κάποια κοινωνική τελετή, βάπτιση, εγγραφή στα ληξιαρχικά βιβλία κλπ. Τη στιγμή που γεννιέται, το κοινωνικό Εγώ είναι ίσο με όλα τα άλλα: απλώς ένα από τα μέλη της κοινωνίας. Μετά έρχονται οι παράγοντες της ανισότητας, όπως είναι η καταγωγή, ο πλούτος, η εκπαίδευση κλπ.

Η ανισότητα είναι κίνητρο. Τόσο για δημιουργικές όσο και για ολέθριες πράξεις. Έχει δειχθεί ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ανισότητα σε ένα κράτος, τόσο εντονότερα είναι ποικίλα δεινά κοινωνικά και υγείας. Υπάρχει, προφανώς ένα άριστο Αριστοτελικό μέσο στην επιθυμητή ισότητα. Ή, ταλαντώνεται η ισότητα μεταξύ δύο άκρων, που όταν τα υπερβεί, εγκαθίσταται καταστρεπτική θετική ανάδραση. Τα άκρα ορίζονται στο σημείο όπου η αρνητική ανάδραση γίνεται θετική και αντιστρόφως. Έργο της πολιτικής είναι να παρεμβαίνει όποτε προσεγγίζονται τα άκρα. Η υπέρμετρη ισότητα (ισοπέδωση) καταλήγει σε ακινησία με οικονομική βάλτωση, ενώ η υπέρμετρη ανισότητα σε βίαιη πολιτικο-οικονομική αναταραχή και κρίση.

Στη δημοκρατία η ισότητα αφορά σε ισοπολιτεία, ισονομία και ισηγορία. Στη σύγχρονη «δημοκρατία» ισοπολιτεία, ίση συμμετοχή στη λήψη κοινών αποφάσεων, δεν τηρείται. Έχει δειχθεί το βαθύ χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στη σύνθεση της βουλής και στη σύνθεση του λαού. Μια μειοψηφία εκλέγει την πλειοψηφία της βουλής, ενώ μικρές μειοψηφίες αποκλείονται τελείως. Στην Αθηναϊκή δημοκρατία, όπου οι βουλευτές εκλέγονταν με κλήρο, η σύνθεση της βουλής ήταν στατιστικά ίδια με εκείνη των πολιτών. Βεβαίως υπάρχει ανάγκη για ειδήμονες που πρέπει να σχεδιάζουν και να υλοποιούν τις αποφάσεις. Γι΄ αυτό το λόγο, η βουλή εκλέγει μεταξύ ειδημόνων πολιτικών εκείνους που επιθυμεί να γίνουν κυβέρνηση. Η εκτελεστική (κυβέρνηση) και η νομοθετική (βουλή) εξουσία είναι υπεύθυνες για την ισοπολιτεία. Η κλήρωση των βουλευτών επιτρέπει να εξαιρεθούν μετά την κλήρωση ακατάλληλα άτομα για λόγους π.χ. ποινικούς, αστικούς, ψυχιατρικούς κλπ. Τέτοια εξαίρεση δεν είναι δυνατή όταν οι βουλευτές έχουν εκλεγεί, διότι η βούληση του λαού είναι αμετάκλητη.

Η ισονομία, ισότητα απέναντι στο νόμο, εξασφαλίζεται καλύτερα με το θεσμό των ενόρκων, που κληρώνονται από τους πολίτες, τουλάχιστον ως προς τις ποινικές υποθέσεις. Καθώς και πάλι η απόφασή των ενόρκων είναι αμετάκλητη, δευτεροβάθμια δικαιοσύνη μπορεί να απονεμηθεί, μόνον αν δεν τηρήθηκε σωστά η δικονομία, κι αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία εξασφαλίζεται από ειδήμονες νομικούς (επαγγελματίες δικαστές), που, ωστόσο, δεν μετέχουν στη λήψη απόφασης (όπως δεν μετέχουν ούτε ο εισαγγελέας ούτε ο συνήγορος). Στην Ελλάδα τα ένορκα δικαστήρια έχουν γίνει μικτά, η οικονομική ανισότητα των αντιδίκων επηρεάζει την έκβαση και οι επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας διορίζονται από την κυβέρνηση. Ισονομία δεν υπάρχει.

Για την ισηγορία, ισότητα στην έκφραση γνώμης, δεν υπάρχει επίσημη εξουσία. Την ασκεί η «τέταρτη» εξουσία, των ΜΜΕ. Καθώς αυτά ανήκουν συνήθως σε μεγάλες οικονομικές ομάδες ή στο κράτος, εξυπηρετούν προφανώς τα συμφέροντα του κεφαλαίου ή του κυβερνώντος κόμματος και όχι του λαού. Ιδανικά, στα ΜΜΕ θα έπρεπε να έχουν ίση πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες, υποκείμενοι μόνο σε περιορισμούς ψηφισμένους με νόμο από τη βουλή (π.χ. αποκλεισμός εξύβρισης, συκοφαντίας, προτροπής για βία κλπ). Την ισηγορία καλούνται να εξασφαλίσουν και επιβλέψουν ειδήμονες, επαγγελματίες δημοσιογράφοι. Αλλιώς, επιβάλλεται λογοκρισία είτε από το κράτος (κυβέρνηση) είτε από το πανίσχυρο κεφάλαιο. Η αποκάλυψη του σκανδάλου Ουοτεργκέιτ ή της φυλάκισης αθώων από την κυβέρνηση Θάτσερ για συμμετοχή στον IRA είναι παραδείγματα σωστής άσκησης της τέταρτης εξουσίας, όπως λειτουργεί στη βάση ιδιωτικών συμφερόντων. Η περίπτωση Μπερλουσκόνι που κυριαρχεί στα ΜΜΕ ή του τύπου στη Χιλή, όταν έγινε το πραξικόπημα κατά του Αλιέντε, είναι παραδείγματα αντιδημοκρατικών μειονεκτημάτων της ιδιωτικής κυριαρχίας πάνω στα ΜΜΕ. Η λογοκρισία και η ποινική αντιμετώπιση θαρραλέων δημοσιογράφων, όπως σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, φανερά ή και λανθάνοντα (π.χ. σύγχρονη Τουρκία) αποτελούν παραδείγματα ανύπαρκτης ισηγορίας όταν τα ΜΜΕ βρίσκονται κάτω από τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας.

Όχι σπάνια υπάρχει ο ισχυρισμός ότι η απουσία επαρκούς εκπαίδευσης δημιουργεί «φυσική» ανισότητα που δεν επιτρέπει ίση συμμετοχή στις δημοκρατικές εξουσίες. Πρόκειται για σύγχυση μεταξύ βούλησης που πρέπει να είναι ίση μεταξύ όλων των πολιτών στη νομοθετική εξουσία και γνώσης που πρέπει να έχουν οι ειδήμονες στις εκτελεστικές εξουσίες (κυβέρνηση, δικαστές, δημοσιογράφοι κλπ). Η αξία της βούλησης του αγράμματου Κολοκοτρώνη δεν ήταν κατώτερη από του εγγράμματου Μαυροκορδάτου. Η Ελληνική γλώσσα στην αρχαιότητα επικράτησε για πολλούς λόγους, αλλά και διότι μπορούσε να γραφεί από όλους με το ελληνικό αλφάβητο. Μετά τους Ελληνιστικούς χρόνους, ενώ η γλώσσα εξελισσόταν αβίαστα, η γραφή έμενε καθηλωμένη, έτσι που δεν υπάρχει πια αντιστοιχία μεταξύ γραφής και γλώσσας. Παρά το ότι σήμερα οι Έλληνες έχομε υποχρεωτικά 9ετή εκπαίδευση, η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, ακόμη και με τριτοβάθμια εκπαίδευση, αδυνατεί να γράψει ένα κείμενο χωρίς ορθογραφικά λάθη. Το ζήτημα δεν είναι ποσοτικό (έτη υποχρεωτικής παιδείας) αλλά ποιοτικό. Η λύση είναι απλή: να καθιερωθούν, όπως στην αρχαιότητα, η φωνητική γραφή, με τη χρήση του Ελληνικού αλφαβήτου, αλλά και γνώση της γλώσσας από την αρχαιότητα ως σήμερα. Ο σύγχρονος Έλληνας διστάζει να εκφραστεί γραπτά, καθώς η ορθογραφική ανεπάρκειά του τον καθιστά ευάλωτο στην κριτική των αναγνωστών. Η ισηγορία πλήττεται.

Στα πρόθυρα της καταστροφής που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή, απαιτούνται θαρραλέες, ρηξικέλευθες, αποφάσεις. Η υιοθέτηση αρχών, όπως των προγόνων μας, που εξασφαλίζουν, όπως σε εκείνους, ισοπολιτεία, ισονομία και ισηγορία, θα ήταν μια ελπίδα.

Δημήτρης Α. Σιδερής, koinignomi 2 Αυγούστου 2016