ΦΟΡΟΙ, ΜΙΣΘΟΙ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθ. καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Ηπειρωτικός Αγών, 29 Νοεμβρίου, 2019

 

Τώρα, τι δουλειά έχω εγώ, ένας συνταξιούχος καθηγητής καρδιολογίας, να συζητώ πάνω σε καθαρά οικονομικά θέματα; Από τις πρώτες τάξεις του σχολείου μάθαμε να λύνουμε ένα απλό πρόβλημα: Ένας έμπορος πουλάει 10€ το κομμάτι και κερδίζει 1000€ το μήνα. Πόσα θα κερδίζει αν πουλάει 12€ το κομμάτι; Απλή απάντηση: θα κερδίζει 1200€. Έλα όμως που η πράξη αποδεικνύει άλλα! Ο έμπορος κερδίζει περισσότερα αν κάνει εκπτώσεις και πουλάει 8€ το κομμάτι. Διότι έτσι πουλάει πολύ περισσότερα. Να και παρόμοια παραδείγματα.

Ένα κράτος έχει έσοδα 10 δισεκατομμύρια € το χρόνο από φόρους. Αν αυξήσει τους φόρους, με τη λογική του σχολείου, θα έχει, λέμε, πάνω από 10 δις € έσοδα, Κι όμως δεν είναι έτσι. Αν αυξήσει τους φόρους, θα αυξηθούν οι φοροφυγάδες, εκείνοι που αποφεύγουν ή δεν μπορούν να τους πληρώσουν! Και μη μου πείτε πως θα τους πιάσουμε αυτούς τους κλεφταράδες και θα τους κλείσουμε στη φυλακή ώσπου να πληρώσουν, αν είναι μερικά εκατομμύρια άνθρωποι. Κι αν, για να μη γίνονται τροχαίες παραβάσεις, αυξηθούν υπερβολικά τα πρόστιμα, ούτε  οι παραβάσεις θα μειωθούν ούτε τα έσοδα από τα πρόστιμα θα αυξηθούν· θα πληθύνουν οι δωροδοκίες των οδηγών προς τους τροχαίους για να μην τους γράψουν, θα μεγαλώσει δηλαδή η διαφθορά.

Φυσικά, ούτε κι η δεύτερη σκέψη, η αύξηση των εσόδων με μείωση της τιμής των προϊόντων ή των φόρων ισχύει πέρα από ένα όριο. Αν π.χ. ο έμπορος πουλάει κάτω από το κόστος, τέλειωσε. Προφανώς υπάρχει μια άριστη Αριστοτελική μεσότητα. Και υπάρχουν ένα σωρό άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν αυτό το άριστο.

Μείωση των εξόδων είναι η εναλλακτική λύση. Ο έμπορος απολύει υπαλλήλους, αναζητεί και βρίσκει φθηνότερες αγορές χονδρικής πώλησης, ενώ το κράτος απολύει υπαλλήλους ή μειώνει τις αποδοχές τους. Φυσικά κι εδώ υπάρχει ένα όριο. Η αύξηση της ανεργίας και η μείωση των μισθών σημαίνει πάλι μείωση της δυνατότητας να πληρώνονται φόροι, να αγοράζονται προϊόντα με συνέπεια μείωση των εσόδων, απολύσεις εργαζομένων, μείωση ή υποβάθμιση της παραγωγής κοκ. Οι φαύλοι κύκλοι καραδοκούν σε κάθε μέτρο που λαμβάνεται για την οικονομία.

Κάπου, κάποτε στην Αμερική, λέει, ένας έμπορος πούλησε κάτι και πληρώθηκε με μια επιταγή. Μ΄ αυτήν αγόρασε άλλα πράγματα από άλλον έμπορο. Ο νέος έμπορος αγόρασε με την επιταγή κάτι άλλο, ώσπου ο εικοστός στη σειρά πήγε στην Τράπεζα να εξαργυρώσει την επιταγή. Στο μεταξύ είχαν περάσει μήνες από την έκδοσή της και εκείνος που την είχε υπογράψει σήκωσε τα λεφτά του από την Τράπεζα και έφυγε στο εξωτερικό. Ο καϋμένος ο εικοστός έπρεπε να πληρώσει τη ζημιά. Βρήκε λοιπόν όλους τους υπολοίπους που προηγήθηκαν, τους κάλεσε σε γεύμα και τους θύμισε πως κάθε φορά που η επιταγή άλλαζε χέρια, ο αντίστοιχος έμπορος κέρδιζε σημαντικό ποσό. Θα ήταν επομένως άδικο να πληρώσει αυτός μόνος του την τελική ζημιά. Οι υπόλοιποι θεώρησαν σωστή την άποψή του. Όχι μόνο μοιράστηκαν τη ζημιά, αλλά και ευγνωμονούσαν αυτόν τον εκδότη της επιταγής, διότι έτσι βοήθησε να έχουν όλοι κέρδος. Αυτό σημαίνει πως όταν ένα κράτος εκδίδει χαρτονόμισμα, κινείται γρηγορότερα η αγορά και όλοι έχουν κέρδος. Μ΄ αυτή τη μέθοδο έληξε η τρομακτική οικονομική κρίση στο μεσοπόλεμο με το Φραγκλίνο Ρούσβελτ. Με την ίδια λύση, μάλλον δειλά εφαρμοζόμενη, ξεπέρασε την κρίση η Αμερική του Ομπάμα. Αυτή τη λύση αρνείται η Ευρώπη. Φυσικά, όταν γίνει υπερβολική έκδοση νομίσματος, η πελατειακή σχέση που υπάρχει παντού μεταξύ κυβερνώντων και λαού οδηγεί σε υπέρμετρες αυξήσεις αποδοχών και επιδοτήσεων, αύξηση τιμών των αγαθών, ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, έναν άλλο φαύλο κύκλο.

Η άλλη λύση βρίσκεται όχι στα χρήματα, που είναι σύμβολα, αλλά στην πραγματική οικονομία. Σχεδιάζει δηλαδή η κυβέρνηση ανάπτυξη εκεί όπου συναντιόνται οι υπάρχουσες ανάγκες, πόροι και τεχνογνωσία. Ίσως αυτή να είναι η πιο υγιής αντιμετώπιση της οικονομίας. Αν υπάρχουν ανάγκες, τα προϊόντα θα ζητηθούν. Αν υπάρχουν οι πόροι, πρώτες ύλες κυρίως, η παραγωγή θα έχει μικρό κόστος, τα προϊόντα θα είναι φθηνά, ανταγωνιστικά, θα τα προτιμήσουν οι αγοραστές αντί άλλων. Κι αν υπάρχει τεχνογνωσία, θα γίνει σωστά, οικονομικά η ανάπτυξη, καθώς οι πρώτες ύλες σήμερα πουλιόνται επεξεργασμένες και η επεξεργασία απαιτεί γνώση.

Η πολιτική λύση αφορά σε εφαρμογή πολιτικού συστήματος που μειώνει στο ελάχιστο τη δυνατότητα πελατειακής σχέσης κυβερνώντων με κυβερνωμένους. Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν ένα τέτοιο σύστημα.

Στην πατρίδα μας έχουν σωρευθεί όλοι οι φαύλοι κύκλοι. Με τη συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχομε χάσει τη δυνατότητα να εκδώσουμε χαρτονόμισμα με ελεγχόμενο πληθωρισμό. Η διαφθορά, ενισχυόμενη με πολλαπλούς τρόπους, θριαμβεύει. Η πελατειακή σχέση βουλευτών με τους ψηφοφόρους τους είναι αναγκαστική – αλλιώς δεν εκλέγονται· και με την κυβέρνηση επίσης αναγκαστική – αλλιώς η κυβέρνηση πέφτει.

Μένει επομένως η στροφή προς την πραγματική οικονομία. Οι ανάγκες μας προσδιορίζονται κυρίως από τη δημογραφία μας. Η περίσσεια πληθυσμού, με υπεροχή πολυδάπανων και άχρηστων γέρων, διαρκώς μειούμενο αριθμό νέων που μπορούν να εργασθούν, και μειούμενο αριθμό γεννήσεων που επιτείνει το φαινόμενο δημιουργώντας φαύλο κύκλο, είναι δυσοίωνα στοιχεία. Απαιτείται αυστηρός επιστημονικός σχεδιασμός για το ποια είναι η επιθυμητή δημογραφική εικόνα και κατάλληλα μέτρα για να επιτευχθεί σε μερικές δεκαετίες. Οι πόροι μας είναι χαμηλής απόδοσης, αλλά ανεξάντλητοι και ελάχιστα ρυπογόνοι. Είναι η γη μας, ο ήλιος, οι άνεμοι, τα κύματα, οι υδατοπτώσεις μας. Ως προς την τεχνογνωσία μας, υπάρχει πλήθος πτυχιούχων, που αυτή τη στιγμή εγκαταλείπουν μαζικά την Ελλάδα, καθώς δεν υπάρχει ο κατάλληλος οικονομικός σχεδιασμός. Η φθηνή εργασία μπορεί να επιτευχθεί με κατάλληλη υποδοχή των μετοίκων που εισρέουν και εγκλωβίζονται στη χώρα μας μαζικά. Η ανάπτυξη, προς όφελος όλων πρέπει να γίνει κάτω από αυστηρούς όρους, που σημαίνει ότι πρέπει να ταιριάζει με το περιβάλλον, αλλιώς καταστρέφει τους ίδιους τους πόρους μας.

Πού καταλήγω;  Ότι το θέμα δεν είναι μόνο φόροι, μισθοί και δάνεια. Δεν είναι μόνο τι «ασημικά», μέσα παραγωγής, πολύτιμους πόρους, μπορούμε να πουλήσουμε. Το κύριο θέμα είναι να σχεδιάσουμε εμείς πρώτα ένα πρόγραμμα ανάπτυξης με τους πόρους που διαθέτομε, τις ανάγκες που υπάρχουν και την τεχνογνωσία που έχομε. Αυτό το σχέδιο προγράμματος περιμένω να ακούσω από τους πολιτικούς μας εδώ και πάνω από 10 χρόνια. Αντ΄ αυτού, ακούω ποιος είναι πιο κατάλληλος να νικήσει τον αρχηγό του αντίπαλου κόμματος. Ακόμα κι αν ο αρχηγός αυτός προσπαθούσε (μπράβο του!) να μην παρασυρθεί από λαϊκισμούς και διαφθορά.

 

 

 

 

 

 

ΠΟΙΟΣ ΠΛΗΡΩΝΕΙ;

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθ. Καρδιολογίας dimitris.sideris@gmail.com

Πρωινός Λόγος,  Τρίκαλα, 28 Νοεμβρίου 2019

Έχω πολύ περισσότερα από όσα καταναλώνω. Είμαι μεγάλος θηρευτής. Έχω επινοήσει το τόξο και σκοτώνω τα θύματα που χρειάζομαι, καθώς τα βέλη μου τρέχουν πιο γρήγορα κι απ΄ τα γοργότερα θηράματα· σκοτώνουν σαρκοβόρα θηρία από μακριά, ενώ αυτά μόνον εξεπαφής μαζί μου, με νύχια και με δόντια. Τώρα, έχω γίνει τόσο καλός, που τα θηράματα μου περισσεύουν. Δεν μπορώ να τα συντηρήσω, φθείρονται με το χρόνο. Βέβαια, δεν τα έχω όλα όσα χρειάζομαι. Και τα προϊόντα του κόπου μου δεν διατηρούνται επάπειρον. Φροντίζω λοιπόν να τα ανταλλάσσω με άλλα, με άλλους. Πουλάω γιδοπρόβατα για να αγοράζω δημητριακά, όσπρια, φρούτα. Να μια εύλογη ανταλλαγή. Προσφέρω ό,τι έχω περίσσεια ανταλλάσσοντάς το με ό,τι έχω ανάγκη από άλλον που χρειάζεται ό,τι έχω και του περισσεύει ό,τι πουλάει.

Δεν είναι όμως πάντοτε έτσι. Διψάω στην έρημο. Πληρώνω όσο όσο για ένα ποτήρι νερό. Πεινάω, κρυώνω, πληρώνω όσο νάναι για φαγητό ή ένδυση. Πληρώνω οσοδήποτε για να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου. Και η πληρωμή μπορεί να γίνει με χρήματα ή και απλά με προσωπική, πνευματική και/ή σωματική προσπάθεια. Ή και πουλώντας τον εαυτό μου, τις δραστηριότητές μου, γινόμενος δούλος. Καλύτερα δούλος παρά πεθαμένος. Περιέργως όμως μπορεί να γίνεται το αντίστροφο. Μετά ιδίως από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο βιώσαμε μια περίοδο ευημερίας. Τώρα υπάρχει, τουλάχιστον σε κάποιες χώρες, περίσσεια αγαθών. Οι άνθρωποι πληρώνουν όχι τόσο για ν΄ αγοράσουν τροφή να ικανοποιήσουν την πείνα τους, αλλά διαιτολόγους για να χάσουν βάρος. Η παχυσαρκία τους σκοτώνει. Οι επιχειρήσεις πληρώνουν για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους, αντί να τα αναζητεί ο αγοραστής τους. Η προσπάθεια δεν είναι τόσο να βρει ο αγοραστής ό,τι χρειάζεται, αλλά να βρει ο πωλητής αγοραστές. Μπορείτε να προμηθευθείτε δωρεάν εφημερίδες με αγγελίες. Τα έξοδα της έκδοσης γίνονται από τον πωλητή, όχι τον αγοραστή. Κάτι σημαντικό έχει αλλάξει. Οι πλούσιες ισχυρές χώρες, εξακολουθούν βέβαια να προσπαθούν να κατακτήσουν άλλες που έχουν πρωτογενή πλούτο, π.χ. πετρέλαια, αλλά και, προπάντων, να ελέγχουν χώρες που γίνονται αγορές των προϊόντων που παράγουν. Η προσπάθεια για να βρεθούν αγοραστές των παραγόμενων προϊόντων σημαίνει συχνά προσπάθεια για να δημιουργηθούν (ψευδο)ανάγκες. Είναι ανάγκη να μη μυρίζουν οι μασχάλες μας, είμαστε απαράδεκτοι να μη φοράμε γραβάτα, δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούμε με ένα Φιατάκι, όταν ο γείτονας οδηγεί Μερσεντές και, φυσικά, ποια είναι η φετινή μόδα στα μαγιό; Η διαφήμιση, αντί να μας πληροφορεί ταξινομημένα πού θα βρούμε ό,τι έχομε ανάγκη, μας κόβει τη θέα στο δρόμο με γιγαντοαφίσες και εισβάλλει στο σπίτι μας χωρίς την άδειά μας με την τηλεόραση. Επιπλέον, αυτή η διαφήμιση γίνεται ο χορηγός για άλλες εκδηλώσεις που έχομε ανάγκη – ή απλά επιθυμία. Δεν μπορείς να ακούσεις μια συναυλία αν δεν μάθεις ποιος πουλάει κάτι συνήθως άσχετο. Κάποτε καθόμαστε στην ουρά για να αγοράσουμε μισή οκά φασόλια – αν προλαβαίναμε πριν εξαντληθούν. Σήμερα προσφέρονται προκλητικά συσκευασμένα ψάχνοντας να βρουν αγοραστές. Κοινωνία της αφθονίας!

Γι΄ αυτή την αφθονία προφανώς κάποιος πληρώνει. Ποιος; Πώς;

Αν κάθε αγαθό (περιλαμβάνοντας και τις υπηρεσίες) που υπάρχει πάνω στη γη συμβολίζεται με χρήμα, τόσο τα αγαθά όσο και το χρήμα που κυκλοφορούν θα μένουν ποσοτικά σταθερά διαρκώς. Οι άνθρωποι όμως σκέπτονται και υλοποιούν τη σκέψη τους, αναπτύσσοντας διαρκώς τρόπους να ικανοποιούν τις ανάγκες τους καλύτερα. Νέα αγαθά απαιτούν περισσότερο χρήμα. Η δημιουργία τους απαιτεί εργασία, που χρειάζεται χρήμα για να συντελεσθεί, πριν ακόμη ετοιμασθούν τα αγαθά. Οι παραγωγοί και εργαζόμενοι πρέπει να ζήσουν ώσπου να υπάρξουν τα νέα αγαθά που θα πουληθούν. Επομένως, πρέπει να υπάρξει χρήμα πριν ακόμη υπάρξει η παραγωγή. Αυτό το χρήμα είναι περισσότερο από όσο αντιστοιχεί στα υπάρχοντα αγαθά. Η κατάσταση ονομάζεται πληθωρισμός που είναι απαραίτητος για την πρόοδο στην ανθρωπότητα. Το πληθωριστικό αυτό χρήμα εκδίδεται από τις αρμόδιες αρχές και θα αποπληρωθεί στο μέλλον όταν θα κυκλοφορήσει το προϊόν. Ο παραγωγός θα το βρει είτε κάνοντας ζωτικές οικονομίες είτε κλέβοντας, που σημαίνουν αμφότερα διακύβευση της ζωής του, είτε δανειζόμενος από κάποιο δανειστή ή από τον εκδότη του χρήματος. Ο πληθωρισμός δηλαδή είναι ένα είδος δανείου. Και τα δύο αποπληρώνονται στο μέλλον. Στο μέλλον όμως θα έχουν την υποχρέωση είτε οι ίδιοι σε μεγάλη ηλικία, ανήμποροι ενδεχομένως πια να εργασθούν, είτε τα παιδιά τους, οι επόμενες γενιές. Εξάλλου, η προσπάθεια για τη δημιουργία νέου προϊόντος είναι μελλοντική και μπορεί να αποτύχει. Ωστόσο, το ρίσκο αξίζει τον κόπο. Έτσι η ανθρωπότητα προοδεύει. Γέροι πια ή τα παιδιά μας θα απολαύσουν τα νέα αγαθά που εμείς παραγάγαμε.

Όπως οι μέλισσες αθροίζουν μέλι, έτσι που να μπορούν να αντιμετωπίσουν μια μελλοντική ένδεια έτσι και η ανθρώπινη κοινωνία αθροίζει κεφάλαιο που εντέλει είναι ο πληθωρισμός, το δάνειο από το μέλλον που λέγαμε. Κι αυτό το απόθεμα μπορεί να αντιμετωπίσει την απρόβλεπτη ένδεια. Να μια άλλη χρησιμότητα του δανείου.

Όμως οι άνθρωποι, όπως όλα τα ζώα, έχομε και επιθυμίες. Δεν μας αρκεί να φάμε για να χορτάσουμε με θρεπτική τροφή, τη θέλομε να είναι και απολαυστική – κι αυτό κοστίζει. Η φασολάδα με λίγο ψωμοτύρι έχει ίδια θρεπτική αξία όπως το χαβιάρι, που κοστίζει πολύ περισσότερο. Και μια κάπα από μαλλί προστατεύει από το κρύο το ίδιο όπως μια πολυτελής γούνα που έχει πολλαπλάσια τιμή. Πώς αγοράζονται όλα αυτά; Μα ο απλούστερος τρόπος είναι με κάποιο δάνειο ή με πληθωρισμό που το αντίκρισμά του δεν είναι παραγωγή, ανάγκη, αλλά επιθυμία. Κι αυτός, ο καταναλωτικός, πληθωρισμός όμως θα αποπληρωθεί στο μέλλον, από τους γέρους και τα παιδιά τους. Δύσκολο. Μπορεί κανείς να ισχυρισθεί πως αξίζει το ρίσκο; Γι΄ αυτό το είδος του δανεισμού προφανώς μιλούσε ο Πλούταρχος όταν έλεγε: «Τὸ δανείζεσθαι τῆς ἀφροσύνης ἐστὶ καὶ τῆς μαλακίας».

Το συμπέρασμά μου είναι σαφές, νομίζω. Τόσο ο πληθωρισμός όσο και ο δανεισμός αποπληρώνονται στο μέλλον, κυρίως δηλαδή από τα παιδιά μας. Επομένως φρόνιμο είναι να χρησιμοποιούνται αυστηρά είτε για κάλυψη απρόβλεπτων επειγουσών αναγκών είτε για ανάπτυξη που προσδοκάται να παραγάγει προϊόντα που θα κάνουν την αποπληρωμή. Η καταναλωτική χρήση του δανεισμού και του πληθωρισμού είναι πολύ ευχάριστη, αλλά αποτελεί το δόλωμα, καθώς δεν θα μπορέσει να αποπληρωθεί στο μέλλον και θα οδηγήσει αναγκαστικά στην υποδούλωση. Υποδούλωση σημαίνει υποταγή της βούλησής μας στη βούληση κάποιου άλλου, επομένως την έσχατη ανθρώπινη τιμωρία που υπάρχει.

 

 

 

 

ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Δημ. Α, Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Κοινή Γνώμη, 26 Νοεμβρίου 2019.

Υπάρχει ένα πρόβλημα που απασχολεί όλους. Έστυψα το μυαλό μου και βρήκα τη λύση. Την παρέχω δωρεάν. Ωραία. Και πώς θα μάθουν οι άλλοι ότι εγώ έχω την εκπληκτική αυτή λύση, που με αφιλοκέρδια την παρέχω δωρεάν; Ως τώρα κανένας δεν μου τη ζήτησε. Προφανώς, αφού κανένας δεν ξέρει ότι εγώ έχω την απάντηση στο πρόβλημά του. Μπορώ βέβαια να βγω στην πλατεία και να αρχίσω να φωνάζω με ένα χωνί τι διαθέτω για όποιον επιθυμεί. Ποιος θα σταθεί; Γιατί να με ακούσει και να χάνει τον καιρό του; Όμως προχώρησε ο κόσμος. Εδώ και σχεδόν 3000 χρόνια έχομε τη γραφή. Να γράψω λοιπόν τη σκέψη μου σε ένα βιβλίο. Ναι, αλλά πώς θα ξέρει ο καθένας πως υπάρχει τέτοιο κείμενο που περιγράφει τη λύση στο μεγάλο πρόβλημά του; Πήγα σε ένα βιβλιοπωλείο και τους πρόσφερα το βιβλίο μου. Αρνήθηκαν να το βγάλουν στην προθήκη τους. Ούτε καν στον πάγκο με τα βιβλία ή στα ράφια τους. Δεν έχουν χώρο. Καθώς από κει αγόραζα βιβλία και με ήξεραν, καταδέχθηκαν να πάρουν το βιβλίο μου και να το έχουν στην αποθήκη τους για όποιον το ζητήσει. Γιατί να το ζητήσει; Να το παρουσιάσω στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο. Μα δεν δέχονται. Τα προγράμματά τους είναι υπερπλήρη, δεν μπορούν να σπαταλούν χρόνο για να παρουσιάσουν τις όποιες ανοησίες ενός τυχαίου άγνωστου ερευνητή. Έστειλα την ειδοποίηση στον ημερήσιο τύπο, αλλά δεν πήρα καν απάντηση ότι την έλαβαν. Ευτυχώς υπάρχει το διαδίκτυο. Μα και κει πώς θα αναζητήσει το μήνυμά μου κάποιος που δεν γνωρίζει την ύπαρξή του;

Μόνος τρόπος μένει να βιάσει ο σπουδαίος σωτήρας της ανθρωπότητας τον αποδέκτη, να τον προκαλέσει, για να του μεταφέρει το μεγάλο μήνυμα χωρίς να το ζητάει εκείνος. Η τέλεια λύση! Εφαρμόζεται. Και ξαφνικά, ως αποδέκτης, κατακλύζομαι από 7 δισεκατομμύρια τέτοια μηνύματα, που καθένα λύνει κάποιο πρόβλημα. Αλλά πώς να βρω ανάμεσα τους ό,τι με ενδιαφέρει; Συνήθως λένε ψέματα, συνειδητά ή και χωρίς να το καταλαβαίνουν. Με ενοχλούν, καθώς αποσπούν τις σκέψεις μου από το να αντιμετωπίσω τα δικά μου προβλήματα. Χρειάζεται λοιπόν ένα σύστημα για να μεταδίδει τα μηνύματα διασπείροντάς τα σε όποιον ενδιαφέρεται γι΄ αυτά και μόνο σ΄ αυτόν. Και να πώς προκύπτει η διαφήμιση.

Βάζω λοιπόν την τηλεόραση για να ακούσω την 9η συμφωνία του Μπετόβεν και μόλις αρχίσει να ακούεται ο ύμνος της χαράς, διακόπτεται το πρόγραμμα για να πληροφορηθώ ότι η μουστάρδα τάδε είναι θεσπέσια και την τρώνε οι πιο διάσημοι φαγάδες. Ύστερα η συμφωνία συνεχίζεται. Φυσικά, από τη στιγμή που υφίσταται το σύστημα που διασπείρει τις πληροφορίες, αρχίζει η διασπορά των μεγάλων ψεμάτων που αυξάνουν τα κέρδη κάποιων που πληρώνουν τους διαφημιστές. Μα μου φαίνεται εξωφρενικό. Για να παράσχω τη λύση που έχω για τα προβλήματα των άλλων, όχι μόνο δεν θα πληρωθώ, αλλά και πρέπει να πληρώσω τους διαφημιστές!

Υπάρχει άλλος τρόπος για να διαδώσω τις σωστές, κατά τη γνώμη μου, απόψεις μου, χωρίς να βιάζω τη βούληση των άλλων; Στη σοφή αρχαιότητα, ο κόσμος στις πολιτείες-πόλεις συγκεντρώνονταν στην αγορά, εκεί όπου αντάλλασσαν τα προϊόντα τους. Κι εκεί, στην εκκλησία του δήμου, αντάλλασσαν και τις ιδέες τους. Καθένας, με κάποιους προδιαπιστωμένους όρους είχε δικαίωμα να μιλήσει. Θα μιλήσω λοιπόν, όταν διαλαλήσει ο κήρυκας: “τις αγορεύειν βούλεται;” σε ένα κοινό που έρχεται προετοιμασμένο να με ακούσει, οποιαδήποτε ανοησία και αν πω. Αυτό το κοινό έχει προαποφασίσει κανόνες. Μπορεί να είναι π.χ. η διάρκεια της ομιλίας με κλεψύδρα. Η ουσία όμως είναι ότι υπάρχει ισηγορία. Οποιοσδήποτε θα πει ό,τι θέλει να πει σε ένα πλήθος που είναι συγκεντρωμένο για να ακούσει οποιονδήποτε, με όρους προαποφασισμένους από αυτό το ίδιο το πλήθος. Αυτό είναι δημοκρατία.

Για να το σκεφθούμε με τις σημερινές συνθήκες. Πώς εγώ που έχω κάποιες ανάγκες θα φθάσω σε αυτόν που μπορεί μα μου τις καλύψει, ενώ δεν ξέρω καν αν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος; Παράδειγμα. Η τηλεόραση, αντί να διακόπτει οποιαδήποτε εκπομπή για να παρουσιάσει διαφημίσεις, έχει προγραμματισμένες ταξινομημένες διαφημίσεις. Στο έντυπο πρόγραμμα που κυκλοφορεί π.χ. διαθέτει συγκεκριμένα λίγα λεπτά ξεχωριστά για διαφημίσεις τροφίμων, επίπλων, ηλεκτρονικών συσκευών, καλλυντικών, αυτοκινήτων κλπ. Αυτό σημαίνει πως εγώ που έχω την ανάγκη, δεν υποχρεώνομαι να βλέπω 24 ώρες το 24ωρο τηλεόραση μήπως και φανεί τυχαία η λύση στο πρόβλημά μου, ενώ ο διαφημιζόμενος βρίσκει ευήκοο ους σε όποιον πραγματικά ενδιαφέρεται, και όχι στον οποιονδήποτε. Φυσικά αυτό δεν αρέσει στους πωλητές αγαθών ή υπηρεσιών. Αυτοί θέλουν να σε βιάσουν. Να πηγαίνεις για να αγοράσεις τυρί και να σου παρουσιάζουν απρόσκλητα καλλυντικά, για να σε προκαλέσουν να αισθανθείς επιθυμία για κάτι που δεν το έχεις ανάγκη. Αλλιώς, χωρίς το αρωματικό για τις μασχάλες, δεν θα μπορείς να βρεις δουλειά!

Η δημοκρατία είναι το καθεστώς που παρέχει σε όλους, ανεξάρτητα από πλούτο, καταγωγή, μόρφωση, τη δυνατότητα, με κανόνες που έχει ψηφίσει, να διαφημίσει τις σκέψεις και ό,τι άλλο προσφέρει στο σύνολο κοινό. Διευκολύνονται έτσι οι έχοντες λύση να την προσφέρουν σε όσους ενδιαφέρονται και τους τελευταίους να αναζητούν λύση μόνο από εκείνους που ενδέχεται να μπορούν να του την προσφέρουν. Και πολιτικά; Ονειρεύομαι μια ανεξάρτητη εκδοτική Αρχή. Εκδίδει καθημερινά ένα έντυπο (ή ηλεκτρονική έκδοση) που είναι προσιτό δωρεάν σε όλους τους πολίτες και στο οποίο μπορεί να δημοσιεύει ελεύθερα, αλλά με κανόνες, κάθε πολίτης. Οι κανόνες μπορούν να είναι π.χ. όχι παραπάνω από 100 λέξεις (αντίστοιχα με την αρχαία κλεψύδρα) και επώνυμα, ενώ τίθεται στη διάθεση των εκδοτών τηλέφωνο και διεύθυνση του συγγραφέα. Τα μηνύματα ταξινομούνται και φιλτράρονται. Η διαλογή γίνεται από ομάδα εκδοτών που παρουσιάζει τα μηνύματα μέσα σε 24 ώρες, έχοντας απορρίψει εκείνα με ύβρεις, προτροπή για βία ή διάδοση ειδήσεων που εκθέτουν σε κίνδυνο την πίστη, το επάγγελμα ή το μέλλον άλλου, διότι μπορεί να είναι αναληθείς (δυσφήμιση). Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί το μήνυμα να διοχετευθεί στον εισαγγελέα. Γνωρίζοντάς το οι πολίτες μαθαίνουν να αυτοσυγκρατούνται. Η ταξινόμηση επιτρέπει στον κάθε αναγνώστη να γνωρίσει τις απόψεις του ανεπίλεκτου κοινού για θέματα που τον ενδιαφέρουν. Η αβίαστη προβολή απόψεων αντισταθμίζεται με την ελεύθερη ανάγνωση των απόψεων όλων. Η ισηγορία εξασφαλίζεται καλύτερα όταν μπορούν να εκφρασθούν επαρκώς ακόμη και απόφοιτοι της 1ης δημοτικού, αν π.χ. έχει καθιερωθεί φωνητική γραφή.

 

ΑΝΑΤΡΟΠΗ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Ηπειρωτικός Αγών, 22 Νοεμβρίου 2019

Καμιά κατάσταση δεν είναι μόνιμη (Ηράκλειτος). Η αλλαγή παίρνει αρκετά συχνά ανατρεπτικό χαρακτήρα, ιδίως όταν τεχνητά, ακόμη και βίαια, έχει εμποδισθεί για αρκετό διάστημα. Αλλαγή μπορεί να σημαίνει βελτίωση, αλλά μπορεί και επιδείνωση. Βελτίωση σημαίνει καλύτερη οργάνωση, μεγαλύτερη τάξη, χωρίς ένταση, επιδείνωση σημαίνει αταξία, αποδόμηση, σύμφωνη με το φυσικό νόμο της εντροπίας. Σ΄ αυτή τη φυσική πορεία των πραγμάτων οι άνθρωποι, έχοντας Λόγο, επεμβαίνομε. Οι φαύλοι κύκλοι καραδοκούν. Και η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι πολύ επισφαλής. “Θεο μν γρ μελλντων, νθρωποι δ γιγνομένων, σοφο δ προσιόντων ασθάνονται(Φιλόστρατος).

Κάθε νέα κατάσταση που προκύπτει από προηγούμενη, λαβαίνει τα μέτρα της για να μην ανατραπεί. Κάθε νέο καθεστώς, όπως κι αν προέκυψε, θεσπίζει ότι απαγορεύεται να αλλάξει με οποιονδήποτε νόμιμο τρόπο (έτσι λέει π.χ. το άρθρο 110 του δικού μας Συντάγματος). Καθώς όμως οι συνθήκες αναπόδραστα αλλάζουν, και το καθεστώς πρέπει να αλλάζει προσαρμοζόμενο στις νέες καταστάσεις. Αλλιώς έρχεται σε σύγκρουση μ΄ αυτές. Με σαφήνεια ο Αριστοτέλης διατύπωσε τη διαλεκτική αρχή και ο Marx την υλοποίησε. Μια ποσότητα αθροιζόμενη φθάνει σε μια κρίσιμη τιμή και τότε μεταπίπτει σε ποιοτική αλλαγή. Κι αυτήν, όταν είναι πολιτική, εμείς οι άνθρωποι, που είμαστε τα όργανά της, αλλά και οι αιτίες της, πολλές φορές την επισπεύδομε. Έτσι, η ανατροπή γίνεται αναπόφευκτη. Σα φυσικός νόμος. Το πρόβλημα όμως, που δεν το σκεπτόμαστε συνήθως, είναι: τι ακολουθεί;

Μια απόπειρα για ανατροπή έχει άμεση συνέπειά της την αντίδραση της κρατούσας κατάστασης που έχει με το μέρος της την εξουσία, δηλαδή τις δυνάμεις καταστολής και τη νομιμότητα. Ο αγώνας που ακολουθεί είναι άνισος, αλλά όταν το εύρος των ανατρεπτικών δυνάμεων είναι μεγάλο, τότε μπορεί να επιτύχει η ανατροπή. Όταν όμως και η ισχύς των συντηρητικών δυνάμεων είναι ισχυρή, η ανατροπή μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερο ολοκληρωτικό καθεστώς. Πάντοτε υπάρχει κάτι καλύτερο από το “άριστο” και κάτι χειρότερο από το “χείριστο”. Το σημαντικό επομένως είναι οι προσπάθειες αλλαγής που ξεκινούν από ορισμένη αιτία, τη διάσταση μεταξύ ηθικής βούλησης του λαού και νομικής βούλησης των αρχόντων, να συνδέεται με ένα σκοπό, που, έστω αδρά, να δείχνει τον προσανατολισμό της αλλαγής. Όχι δηλαδή να φύγουμε από ένα κολασμένο λιμάνι, αλλά να κατευθυνθούμε προς ένα άλλο, παραδεισένιο, λιμάνι. Ξέροντας πάντα πως υπάρχει χειρότερο από το κολασμένο και καλύτερο από το παραδεισένιο. Σωφροσύνη λοιπόν σε κάθε εξέγερση είναι απαραίτητη. Σκοπός είναι, φυσικά, αυτή η “σωφροσύνη” να οργανώσει καλύτερα, όχι να ανακόψει την εξέγερση. Να κάποια παραδείγματα.

Στην Επανάσταση του 1821 μεγάλοι προοδευτικοί διανοητές, όπως ο Κοραής, ο Καποδίστριας, αλλά και πιο ενεργά, ο Γρηγόριος Ε΄, ήταν αντίθετοι στην επανάσταση. Σαφέστερα, ο Κοραής, βασισμένος πάνω στους παραπάνω συλλογισμούς, υποστήριζε ότι οι Έλληνες πρέπει πρώτα να αποκτήσουν παιδεία και μετά να εξεγερθούν. Το επιχείρημα ακούεται αρκετά σωστό, μόνο που έχει ένα εγγενές σφάλμα. Κανένα καθεστώς δεν επιτρέπει την ανάπτυξη μιας ανατρεπτικής του παιδείας. Οι Έλληνες, αγράμματοι κατά 99% τότε, ποτέ δεν θα αποκτούσαν παιδεία, ικανή να ανατρέψει την Οθωμανική αυτοκρατορία. Ευτυχώς είχαν υπάρξει εκείνο τον καιρό πνευματικές δυνάμεις που το έβλεπαν αλλιώς. Συνέδεαν την προσπάθεια ανατροπής με ένα όραμα. Ο Ρήγας Φεραίος έβλεπε εξέγερση όλων των υποτελών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ώστε στη θέση της, και στη θέση της προηγούμενης, στον ίδιο χώρο, Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) αυτοκρατορίας, να αναπτυχθεί μια Δημοκρατία στα πρότυπα της Γαλλικής Δημοκρατίας. Έστω κι αν αυτή είχε εκφυλισθεί στη Ναπολεόντια αυτοκρατορία που είχε πια κατακρημνισθεί. Η Φιλική Εταιρεία πάλι είχε προχωρήσει σε μια Πανβαλκανική εξέγερση και είχε οργανώσει με αξιόλογη οργανωτική προσπάθεια τέτοιο εγχείρημα. Η Ελληνική Επανάσταση προχώρησε με απρόβλεπτες ήττες και νίκες. Τέθηκε υπό την αιγίδα του θρησκευτικού συντηρητισμού. Διχάστηκε στα πλαίσια ταξικών (και προσωπικών) διαφορών. Τελικά έφθασε να κρέμεται από μια τρίχα, όταν η προετοιμασμένη (χάρη στο δανεισμό) βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων, και πάλι σε σχεδόν απρόβλεπτες συνθήκες, μας έδωσε την ελευθερία από τον Οθωμανικό ζυγό. Παράλληλα μας υποδούλωσε στον Προστατευτισμό των Μεγάλων Δυνάμεων.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε ένα όραμα, τη Μεγάλη Ελλάδα. Το οργάνωσε και το επιδίωξε αδιαφορώντας για όποιες παρενέργειες, όπως ήταν ο Εθνικός Διχασμός. Απαίτησε θυσίες μεγαλύτερες από όσες άντεχε ο Ελληνικός πληθυσμός, που δεν τον υπολόγισε σωστά. Αναγκάσθηκε να κάνει διμέτωπο αγώνα, κατά του συντηρητικού βασιλικού καθεστώτος και κατά της αριστεράς με το “ϊδιώνυμο”, έχασε τις εκλογές, και μαζί με την απουσία της χαρισματικής προσωπικότητας του Βενιζέλου οδηγήθηκε ο Ελληνισμός στη μεγαλύτερη καταστροφή που έχει υπάρξει ποτέ στην υπερτρισχιλιετή ιστορία μας.

Η δικτατορία του 1967 ήταν η αντίδραση στην αποτυχημένη προσπάθεια να εξαλειφθούν τα βαριά κατάλοιπα του εμφύλιου πολέμου. Η δεξιά ολιγαρχία με τον τότε βασιλιά, και η εξίσου ανεπαρκής προοδευτική παράταξη που επιδίωκε μια μετριοπαθή αλλαγή, χωρίς σαφή στόχο, έφερε την κρίση που οδήγησε στη δικτατορία. Στόχος της ήταν να διατηρηθεί η υπάρχουσα κατάσταση με κάθε μέσο και ο τρόπος επιβολής της είχε προγραμματισθεί με επιτυχία κάτω από την επίβλεψη του ΝΑΤΟ. Φυσικά, η λαϊκή αγανάκτηση κάποτε πλημμύρισε και έφθασε στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Μπορεί να υπάρχουν ποικίλες συνωμοσιολογικές θεωρίες, αλλά η μαζική εκδήλωσή του ήταν αυθόρμητη. Απρογραμμάτιστος ήταν και ο στόχος της εξέγερσης. Το “ψωμί, παιδεία, ελευθερία” ήταν συναισθηματικό σύνθημα, όχι ολοκληρωμένος πολιτικός σκοπός. Απέδειξε ότι μια εξέγερση από τον απλό, άοπλο, λαό μπορεί να επιτύχει την ανατροπή ενός κακού καθεστώτος. Ωστόσο, δεν πρόβλεπε το μετά. Εδώ φάνηκε η ανεπάρκεια της πνευματικής ηγεσίας μας, πολιτικής και λοιπής, που καταδίκαζε τη δικτατορία, αλλά δεν είχε ετοιμάσει διάδοχη κατάσταση. Από τους σημαντικούς πολιτικούς της εποχής, ο Μαρκεζίνης είχε συμβιβασθεί σε μια ανεπαρκή, οιονεί μεταρρύθμιση, ο Καραμανλής και ο Α. Παπανδρέου δεν είχαν μπορέσει να οργανώσουν ένα σαφή στόχο και ήταν απροετοίμαστοι για να λάβουν ενεργό μέρος σε μια εξέγερση που έγινε αυθόρμητη από το λαό. Κι έτσι η ανατροπή που έφερε το Πολυτεχνείο ακολουθήθηκε από την καλύτερα προετοιμασμένη χειρότερη εκδοχή της δικτατορίας του Ιωαννίδη, που, όχι μόνο κατέστειλε την τάση για αποκατάσταση της δημοκρατίας αλλά και κατέληξε στην Κυπριακή τραγωδία, τη δεύτερη μεγάλη εθνική καταστροφή μετά το 1922.

Ήδη βιώνομε ένα οριακά υποφερτό καθεστώς ολιγαρχίας, με την κακή όψη της. Η αντικατάστασή του από δημοκρατία μοιάζει απαραίτητη. Ωστόσο, είναι καλά παγιωμένη η ολιγαρχία. Και μια προσπάθεια αλλαγής (ή ανατροπής) της προϋποθέτει στόχο με σωφροσύνη και οργάνωσή, όχι μόνο ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος.

 

GREEKLISH

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Πρωινός Λόγος Τρικάλων, 21 Νοεμβρίου 2019.

Όταν μια χρόνια κατάσταση δεν ικανοποιεί ανάγκες, προκύπτουν ανωμαλίες που καταλήγουν είτε σε ανατροπή της κατάστασης (π.χ. επανάσταση) είτε σε καταστολή των αναγκών που η μη ικανοποίησή τους οδηγεί σε όλεθρο (π.χ. δικτατορία με τις συνέπειές της). Η προσπάθεια για ανατροπή της κατάστασης μπορεί να είναι ασύντακτη, αυθαίρετη, αποκρουστική, ανεπαρκής, οχλοκρατική. Τότε καταλήγει σε αποτυχία, με συχνά αντίθετα αποτελέσματα. Αυτός ο γενικός κανόνας έχει εφαρμογή σε μεγάλη ποικιλία συνθηκών. Θα συζητήσω σήμερα τα παραπάνω σε σχέση με την επικοινωνία μεταξύ μας.

Οι κλασικοί πρόγονοί μας είχαν ανακαλύψει τον ιδανικό τρόπο επικοινωνίας και αυτό βοήθησε στην εκπληκτική πολιτιστική ανάπτυξή τους. Οι έννοιες του λόγου τους είχαν μεγάλη ποικιλία βάθους και πλάτους, καθώς τη μιλούσαν διαφορετικοί άνθρωποι με κοινή γλώσσα, βουνίσιοι βοσκοί ή ληστές, πεδινοί αγρότες, νησιώτες ψαράδες ή πειρατές κλπ. Παράλληλα είχαν ανακαλύψει τον ιδεώδη τρόπο διατήρησης των λεγομένων τους, μια γραφή που είχε 24 μόλις σύμβολα, που καθένα τους αντιστοιχούσε σε ένα στοιχειώδη φθόγγο της μιλιάς τους, ενώ κάθε φθόγγος συμβολιζόταν με ένα μόνο γραπτό σημείο (γράμμα). Αυτός ο τρόπος ήταν διαδεδομένος στις αρχαίες δημοκρατικές πολιτείες, αποτέλεσμα και προϋπόθεση για να διαβάζουν τις αποφάσεις του συνόλου, υποχρεωτικές για όλους, και να εκφράζουν όλοι γραπτά τη βούλησή τους. Στις ολιγαρχίες γενικά δεν είναι απαραίτητη η γραφή, αρκεί η ανάγνωση. Να διαβάζουν τους νόμους. Και στη μοναδική Μακεδονική μοναρχία ούτε γραφή χρειαζόταν ούτε ανάγνωση. Νόμος ήταν η βούληση του βασιλιά.

Η γλώσσα αλλάζει διαρκώς παρακολουθώντας τις εξελίξεις των κοινωνικών αναγκών. Παύει να αλλάζει, όσο σημαντική και αν είναι, όταν πάψουν να τη μιλούν άνθρωποι. Σαν τη λατινική, αξιοσέβαστη, αναλλοίωτη πια, σαν ιερή μούμια. Η γλώσσα μας είναι μοναδική που, διαρκώς εξελισσόμενη, διατηρείται πάνω από 3 χιλιετίες. Μετά την οριστική κατάλυση της δημοκρατίας (Χαιρώνεια), η γλώσσα συνέχισε να αλλάζει με ταχύ ρυθμό, καθώς μάλιστα έμαθαν να τη μιλούν πλήθος βαρβάρων. Όπως σήμερα η ευρύτερα χρησιμοποιούμενη γλώσσα είναι εκείνη δύο αλληλοδιάδοχων κοσμοκρατοριών, δηλαδή τα κακά Αγγλικά. Η γραφή της γλώσσας όμως, έμεινε αναλλοίωτη. Αποτέλεσμα, έχει πάψει να ικανοποιεί ανάγκες και οδηγεί σε ανωμαλίες. Η διάσταση γλώσσας και γραφής υπάρχει εδώ και 23 αιώνες περίπου, αλλά το πρόβλημα επιδεινώθηκε εδώ και λίγες δεκαετίες. Πρώτο, οι μισοί Έλληνες ζουν έξω από την Ελλάδα και χάνουν μέσα σε 2-3 γενιές την Ελληνική ταυτότητά τους. Πριν από 2 γενιές οι Ελληνοαμερικανοί γιόρταζαν το Πάσχα και εύχονταν, “του χρόνου να γιορτάσουμε στην πατρίδα”. Κάποια στιγμή ο γιος μιας οικογένειας γύρισε από το Βιετνάμ ακίνητος, τυλιγμένος με την Αμερικανική σημαία. Από τότε, ο νόστος για την Ελληνική πατρίδα εξαφανίσθηκε. Αυτοί οι άνθρωποι ξεχνούν τη γλώσσα των παππούδων τους, χωρίς να έχουν την ενίσχυσή της με τον πιστό θεράποντά της, τη γραφή, που είναι απρόσιτη, και χάνουν κάθε ίχνος Ελληνικής ταυτότητας. Η σύγχρονη διαρροή νέων επιστημόνων θα ακολουθήσει μοιραία αυτή την πορεία, αν δεν υπάρξει μέθοδος να σταματήσει. Δεύτερο, πάντοτε υπήρχε το πρόβλημα με αλλόγλωσσους στην Ελλάδα, αλλά επιταχύνθηκε με την αθρόα εισροή ξένων αλλόγλωσσων μεταναστών και προσφύγων, που επιπλέον, έχουν συχνά ποικίλη θρησκεία, χρώμα δέρματος, ήθη και έθιμα. Η ανακοπή αυτής της εισροής δεν είναι ρεαλιστική για λόγους ανθρωπιστικούς, αλλά και διεθνών πιέσεων. Μένει να γίνεται ελεγχόμενη. Το πρώτο μέτρο είναι να αναπτυχθεί δυνατότητα επικοινωνίας με τον ντόπιο πληθυσμό, η οποία θα αμβλύνει προστριβές. Δεν έχομε αναπτύξει μέθοδο. Οι δάσκαλοι έχουν εκπαιδευθεί να διδάσκουν ανάγνωση και γραφή σε παιδιά που μιλούν τη γλώσσα μας από τη μάνα τους, ενώ χρειάζονται δάσκαλοι να διδάσκουν σε ενήλικες την Ελληνική γλώσσα. Μια Ελληνίδα “μάνα” μάλλον χρειάζονται παρά δασκάλους. Τρίτο. Μετά από 2 αιώνες ελεύθερης ζωής και επίμονης εκπαίδευσης στη γλώσσα που μάθαμε από τη μάνα μας, η συντριπτική πλειονότητα όλων μας (76%-100% του συνόλου με υπερδωδεκαετή εκπαίδευση στη γλώσσα μας) αδυνατεί να γράψει ένα κείμενο χωρίς ορθογραφικά λάθη (Φωνητική γραφή. dimitrissideris.wordpress.com).

Η ανάγκη ανατροπής αυτής της διάστασης γλώσσας-γραφής, άρχισε ήδη να διαφαίνεται με τη διάδοση των αυθαίρετων, ασύντακτων, αποκρουστικών και ανεπαρκών Greeklish. Χωρίς κανένας να τις διδάξει, άρχισαν όλες οι παραπάνω ομάδες πληθυσμού (ομογενείς, μετανάστες, ντόπιοι), που επιθυμούν να επικοινωνούν γραπτά στην Ελληνική γλώσσα, να χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο που προσφέρεται στο πληκτρολόγιο του διαδικτύου. Η λατινική γραφή όμως έχει προβλήματα. Πρώτο, δεν επαρκεί για να αποδώσει γραπτά την ελληνική γλώσσα. Δεν έχει γράμματα για φθόγγους όπως οι Γ, Δ, Θ, Χ. Δεύτερο δεν έχει σύμβολα για να αποδώσει ελληνικά γράμματα και χρησιμοποιεί σύμβολα που θυμίζουν οπτικά τα ελληνικά γράμματα, όπως το w για το ω, το 8 για το θ κλπ. Τρίτο, δεν προφέρουν όλοι οι ξένοι με τον ίδιο τρόπο τα λατινικά γράμματα. Οι Άγγλοι π.χ. το a το προφέρουν άλλοτε σαν α (father), άλλοτε σαν έι (table) και άλλοτε σαν ο (all). Εκείνο όμως που, επιτέλους, είναι απαραίτητο, είναι να αναγεννήσουμε τη φωνητική γραφή, όπως είχαν οι πρόγονοί μας που την ανακάλυψαν και μεγαλούργησαν μ΄ αυτήν. Φυσικά υπάρχουν κάποιες διαφορές ανάμεσα σε φωνητικές γραφές. Έχοντας πειραματισθεί προσωπικά με κάποιες από αυτές, κατέληξα ότι ο τρόπος γραφής που χρησιμοποιήθηκε από το Μεγάλο Δάσκαλο Γιάνη Βηλαρά είναι η περισσότερο κατάλληλη για τις ανάγκες της σύγχρονης Ελληνικής γλώσσας.

Τα 5 φωνήεντα της γλώσσας μας, Α, Ε, Ι, Ο, ΟΥ, είχαμε 15 τρόπους να τα παραστήσουμε γραπτά: “Α, Αι, Ε, ΑΙ, Η, Ηι, Ι, Υ, ΕΙ, ΟΙ, ΥΙ, Ο, Ω, Ωι, ΟΥ”. Εξάλλου, μόνο για το φθόγγο «Α», είχαμε τα: “α, ᾳ, ά, ὰ, ᾶ, ἀ, ἁ, ἂ, ἃ, ἄ, ἅ, ἆ, ἇ, ᾀ, ᾁ ᾂ, ᾃ ᾄ, ᾄ, ᾅ, ᾆ, ᾇ”. Από όλα αυτά όμως απαραίτητα είναι μόνο δύο: τα “α” και “ά”. Παρανοϊκό; Με τη γλωσσική μεταρρύθμιση έχουν επιβιώσει μόνο αυτά, τα “α” και “ά”, αλλά τα περιττά φωνήεντα παραμένουν.

Ο Βηλαράς δηατήρησε μόνο το “Η” για το φθόγγο “Η”, ενό το “Ι” το κράτησε ος σήμφονο, όταν μαζή με ένα φονήεν αποτελή μία συλαβή. Αντηκατάστησε τα “ΑΙ” κε “Ω” με “Ε” κε “Ο”. Για το φθόγγο ΟΥ χρησημοπήησε, όπος κε άλη, το σήμβολο ȣ. Δεν υπάρχει στο πληκτρολόγηο, αλά κε δεν χρηάζετε. Μπορή να γραφή στη θέση τυ το “Υ” πυ έχη ήδη αχρηστεφθή. Φένετε ασηνήθηστη, γι’  αφτό αντηπαθητηκή, τέτια γραφή, αλά ήνε τόσο απλή! Προπάντον σήμφονη με το πνέβμα της αρχέας παράδοσής μας.

 

Γιατί τσακωνόμαστε;

  • Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com
  • Κοινή Γνώμη, 19 Νοεμβρίου 2019

Γιατί τσακώνονται οι άνθρωποι; Ένας λόγος είναι ότι κάτι που έχει κάποιος το διεκδικεί και άλλος. Στα αγελαία ζώα δεν υπάρχει πρόβλημα. Όλα έχουν μόνον ό,τι τρώνε. H πείνα κορεννύεται. Μόλις χορτάσει το ζώο, σταματά να τρώει. Τα κοινωνικά ζώα όμως, μέλισσες, μυρμήγκια κλπ θησαυρίζουν αγαθά χωρίς να πεινάνε, για να τα καταναλώσουν όταν προκύψει η όρεξή τους. Σ΄ αυτά υπάρχει βία. Αν, σε έναν επίμονο καύσωνα, λιώσουν οι κηρύθρες και χυθεί το μέλι έξω από τις κυψέλες, οι μέλισσες σπεύδουν να το μαζέψουν και, φυσικά, δεν κάνουν διάκριση αν ήταν από τη δική, της καθεμιάς, κυψέλη ή από άλλην. Ακολουθεί αμοιβαία εξοντωτικός πόλεμος.

Άλλος λόγος που τσακώνονται οι άνθρωποι είναι όταν θέλει κάποιος κάτι που το θέλει και ο άλλος. Περιλαμβάνει βέβαια και την κτήση, αλλά όχι μόνο. Ενδέχεται να θέλει ένα αρσενικό κάποιο θηλυκό ή ένα χώρο που θέλει και κάποιο άλλο. Πέρα από την αντιπαράθεση στο έχω και στο θέλω, οι άνθρωποι τσακωνόμαστε και, μάλιστα, αυτός είναι ο συχνότερος λόγος, από ανεπαρκή επικοινωνία. Τα άλλα ζώα εκφράζουν τα αισθήματά τους με ποικίλους τρόπους που θυμίζουν την ανθρώπινη παντομίμα. Ο ευχαριστημένος σκύλος κουνάει την ουρά του, ο δυσαρεστημένος, γαυγίζει και δείχνει τα δόντια του. Η γάτα, αντίστοιχα, γουργουρίζει ή δείχνει τα νύχια της. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούμε τέτοιο τρόπο επικοινωνίας όταν είμαστε βρέφη. Από τη στιγμή που μαθαίνομε να μιλάμε, εξακολουθούμε να επικοινωνούμε με παρόμοιους τρόπους. Κλαίμε, γελάμε, ιδρώνομε, ανατριχιάζομε, αλλάζομε έκφραση προσώπου, κουνάμε τα χέρια μας, αλλά κυρίως μιλάμε. Και η έκφρασή μας έχει άπειρες δυνατότητες με το λόγο. Χάρη σ΄ αυτό το λόγο, οι άνθρωποι μεταδίδομε ο ένας στον άλλον τις γνώσεις μας, που έτσι αθροίζονται και γίναμε (ή νομίζομε πως γίναμε) οι άρχοντες της φύσης. Και το τίμημα;

Δεν έχομε όλοι την ίδια γλώσσα. Επομένως δεν καταλαβαίνομε όλοι ο ένας τον άλλον. Υπάρχουν μερικές χιλιάδες διαφορετικές γλώσσες πάνω στη γη. Κι επομένως, αυτός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους που τσακωνόμαστε. Μάλιστα, αυτός ο λόγος μας προκαταλαμβάνει, πριν από μια πράξη μας που εκδηλώνει το έχω ή το θέλω μας. Όταν δεν μπορώ να επικοινωνήσω με κάποιον, τον αντιπαθώ προκατειλημμένα.

Τις τελευταίες δεκαετίες έχομε δεχθεί πλήθος μεταναστών, πολλοί από τους οποίους ήταν λαθραίοι και άλλοι πρόσφυγες. Η εγκληματικότητα αυξήθηκε. Αναμενόμενο. Πάντοτε η εγκληματικότητα οπουδήποτε είναι μεγαλύτερη μεταξύ μεταναστών παρά μεταξύ ντόπιων. Οι Έλληνες και Ιταλοί μετανάστες στην Αμερική είχαν τα πρωτεία εκεί. Πριν από μερικά χρόνια είχαμε εισβολή από Αλβανούς. Σημαντική εγκληματικότητα. Τώρα έχουν καταλαγιάσει τα πράγματα. Πολλοί έχουν ενσωματωθεί στην Ελληνική κοινωνία, έχουν γίνει νοικοκυραίοι. Μιλάνε πια Ελληνικά. Είχαμε και είσοδο από άλλες γειτονικές χώρες. Αρκετά κακοποιά στοιχεία, κατά κανόνα σε αγαστή συνεργασία με Έλληνες συναδέλφους τους. Τα τελευταία χρόνια έχομε κατακλυσθεί με πρόσφυγες από Μουσουλμανικές χώρες. Οι δυσκολίες είναι μεγαλύτερες. Όχι μόνο δεν μιλούν τη γλώσσα μας, αλλά και έχουν διαφορετική θρησκεία. Και θέλουν να επιδεικνύουν τη διαφορά τους, π.χ. με τον τρόπο που ντύνονται (οι κοπέλες περίπου όπως ντύνονταν οι γιαγιάδες μας, με μαντίλες). Σκοτώνουν και Χριστιανούς, αλλά προπάντων άλλους μουσουλμάνους. Γι΄ αυτό φεύγουν από τον τόπο τους. Σουνίτες εναντίον Σιιτών. Ας μη μας φαίνεται παράδοξο. Οι Χριστιανοί σκοτώναμε Μουσουλμάνους το Μεσαίωνα με τις Σταυροφορίες, αλλά και αλύπητα θανατώναμε άλλους Χριστιανούς, όπως στη Δύση τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, με την Ιερά Εξέταση, στην Ανατολή με την εικονομαχία κλπ. Οι πιστοί της θρησκείας της αγάπης δεν διαφέρομε στη συμπεριφορά μας από τους πιστούς της θρησκείας που διδάσκει το θάνατο στους απίστους. Η δυνατότητα επικοινωνίας μεταξύ μας όμως είναι βέβαιο πως μπορεί να αμβλύνει (όχι να εξαφανίσει) τη δυσπιστία και το μίσος. Και βρισκόμαστε στο δίλημμα. Να τους αφήνουμε να θαλασσοπνιγούν, άμαχους, άνδρες, γυναίκες, γέρους, αθώα παιδιά ή να τους σώζουμε και να υποστούμε τα διαφορετικά ήθη και έθιμά τους; Διαφορές έχομε και μεταξύ μας, αλλά οι διαφορές μας από αυτούς είναι σημαντικά μεγαλύτερες. Το πρώτο είναι βέβαια να τους διδάξουμε αβίαστα τη γλώσσα μας. Η ικανότητα επικοινωνίας, επιτρέπει την ανταλλαγή, να προσφέρουν υπηρεσίες που χρειαζόμαστε, με αντίστοιχη αμοιβή, με συνοδεία και των σωστών φόρων. Πέρα από το ανθρωπιστικό ζήτημα, μας συμφέρει. Μετρό, αεροδρόμιο, Εγνατία, Γέφυρα Ρίου και πλήθος έργα που έγιναν πριν από 15 χρόνια δεν θα είχαν γίνει χωρίς τους μετανάστες.

Τελευταία αναγκάστηκα να έχω αλλοδαπή οικιακή βοηθό. Ένας ολοπρόθυμος άνθρωπος που όμως δεν μιλάει Ελληνικά. Κι άλλες φορές το έχω προσέξει, αλλά πιο άμεσα τώρα, δεν υπάρχει τίποτε πιο εκνευριστικό από το να μην μπορείς να επικοινωνήσεις με τον άλλο. Είπα να της μάθω Ελληνικά. Και διαπίστωσα πως, σ΄ αυτό τον τόπο που έχομε τόση ανάγκη να διδάξουμε τη γλώσσα μας σε ξένους, δεν βρήκα σύστημα γι΄ αυτό το σκοπό. Οι δάσκαλοι δεν είναι κατάλληλοι βέβαια. Έχουν εκπαιδευθεί να διδάσκουν πώς να γράφουν και να διαβάζουν παιδιά που μιλούν ήδη άριστα από τη μάνα τους. Τώρα όμως πρέπει να διδάξουν ενήλικες να μιλούν Ελληνικά. Αναζήτησα έντυπο και/ή ηλεκτρονικό βοήθημα. Ίσως δεν έψαξα καλά, πάντως δεν βρήκα κάτι ικανοποιητικό. Εγώ δεν ξέρω τη γλώσσα της. Με τη βοήθεια και του υπολογιστή με το πρόγραμμα του μεταφραστή Google προσπαθώ να τη διδάξω. Αναρωτιέμαι τι κάνει σχετικά το Υπουργείο Παιδείας. Ένα πρόγραμμα on line, δωρεάν, μου φαίνεται απαραίτητο. Και τι κάνει η πρωτοβουλία των επαϊόντων; Διαφημίζονται βέβαια μαθήματα για αλλοδαπούς, αλλά αυτοί πρέπει να πληρώσουν, ενώ βρίσκονται στην Ελλάδα γιατί στον τόπο τους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Σημαντικό ποσοστό (10%;) του πληθυσμού μας δεν ξέρουν και πρέπει να μάθουν να μιλούν. Ο καλύτερος τρόπος δεν είναι βέβαια να τους διώχνουμε από τα σχολεία μας, έστω και αν υπάρχει δικαιολογία, ότι η παρουσία τους επιβραδύνει την εκπαίδευση των δικών μας παιδιών που ήδη μιλούν άπταιστα τη γλώσσα. Με τη βοηθό μας σκοντάφτω πώς να της εξηγήσω πως το ίδιο φώνημα, π.χ. το Ι, έχομε τόσο πολλούς τρόπους να το γράφουμε. Και πρέπει παράλληλα να συντηρήσουν τη γλώσσα μας 10 εκατομμύρια ομογενείς σε όλες τις Ηπείρους, με την παράλογη “ορθογραφία” μας.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τσακωμούς. Ο πιο κοινός είναι η αδυναμία μας να επικοινωνούμε. Δεν θα έπρεπε να μεριμνήσουμε για να εξαλείψουμε, όσο γίνεται αυτό το λόγο; Είναι και σχετικά ανέξοδο.

 

ΓΕΛΙΟ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Πρωινός Λόγος Τρικάλων, 15 Νοεμβρίου 2019

Το έμβρυο ανταλλάσσει τα απαιτούμενα στο αίμα του με το αίμα της μητέρας διαμέσου του ομφάλιου λώρου. Στη γέννηση, μόλις κοπεί ο λώρος, το νεογνό αντιμετωπίζει το πιο δυσάρεστο αίσθημα για όλη του τη ζωή: έλλειψη αέρα. Διεγείρεται αντανακλαστικά η αναπνοή του, αέρας εισέρχεται στους πνεύμονες και εξερχόμενος δονεί τις φωνητικές χορδές: το πρώτο κλάμα. Μετά τη δραματική αυτή στιγμή, όποτε συναντά το άτομο μια τραγική κατάσταση, βογκά, κλαίει. Σε λίγο αντιμετωπίζει έλλειψη τροφής. Διεγείρονται κατάλληλα όργανα, ιδιαίτερα τα χείλη του. Παράλληλα, οι μαστοί της μητέρας υπερπληρώνται με γάλα και οι θηλές της γίνονται ιδιαίτερα ευαίσθητες. Η επαφή των παιδικών χειλιών με τη μητρική θηλή προκαλεί μυζητικές κινήσεις του μωρού με ταυτόχρονη έκκριση γάλακτος και υπέροχη ηδονική ανακούφιση τέκνου και μητέρας. Από κει κι έπειτα, ο ερεθισμός των χειλιών του ατόμου είναι ηδονικός, όπως φυσιολογικά στο φιλί και παθολογικά στο κάπνισμα. Κι ακόμη, κάθε ευχάριστο συναίσθημα συνοδεύεται από κινήσεις του στόματος σαν του θηλασμού, που δεν είναι παρά το χαμόγελο. Όταν το βρέφος χορτάσει, αλλά εμείς επιμένομε με το κουταλάκι να φάει, κουνάει οριζόντια δεξιά και αριστερά το κεφαλάκι του προσπαθώντας να αποφύγει το φαγητό. Έτσι αποκτά το εξαρτημένο αντανακλαστικό, ώστε κάθε άρνηση να συνοδεύεται από οριζόντια κίνηση της κεφαλής.

Το γέλιο στους ενήλικες διαφοροποιείται. Πάντοτε εκδηλώνεται σαν είδος ευχαρίστησης, αλλά παίρνει ποικίλες αποχρώσεις, ανάλογα με τη χαρά που δηλώνει. Το πιο απλό και ευχάριστο για όλους είναι το χαμόγελο. Συνοδεύει μια κατάσταση εσωτερικής ικανοποίησης, ευδαιμονίας. Με τον καιρό, το δέρμα μας αναπλάθεται ταχύτερα από τους εσωτερικούς ιστούς, έτσι που αναγκάζεται να πτυχωθεί. Οι ζάρες που αποκτά παίρνουν τη μορφή που είχε στις πιο συχνές καταστάσεις που υπήρξαν σε όλη τη ζωή μας. Οι μόνιμες ρυτίδες του γέρου αποκαλύπτουν αν σε όλο το βίο του ήταν ευχαριστημένος ή δυσαρεστημένος. Αποτελούν το ολοκλήρωμα των εκφράσεων μιας ολόκληρης ζωής. Αν θέλετε να έχετε ένα ευφρόσυνο πρόσωπο όταν γεράσετε και δεν είστε πια όμορφοι, φροντίστε σε όλη σας τη ζωή να χαμογελάτε. Για την ύπαρξη ευδαιμονίας, προϋπόθεση είναι να είναι στοιχειωδώς ικανοποιημένες οι ανάγκες του αισθητού Εγώ, απουσία πόνου, πείνας, δίψας, δύσπνοιας κλπ. Επίσης στοιχειώδης αναγνώριση από το κοινωνικό περιβάλλον του κοινωνικού Εγώ, αγάπη, εκτίμηση κλπ. Προπάντων, όμως, επιδίωξη και ικανοποίηση των μοναδικών σκοπών που έχει θέσει μόνο του το νοητό Εγώ του καθενός. Χωρίς αυτοσκοπό που επιδιώκεται και ικανοποιείται, ευδαιμονία δεν υπάρχει. Η πολιτεία, εξασφαλίζοντας την αυτοτέλεια, ενότητα και αυτάρκειά της συμβάλλει τα μέγιστα στην ευδαιμονία των πολιτών της, αλλά αυτή είναι υπόθεση κατεξοχήν όλων. Αντίστοιχα καθένας συμβάλλει στη δημιουργία του αυτοσκοπού της πολιτείας του, όπως γινόταν στη δημοκρατία των προγόνων μας.

Υπάρχουν όμως παραλλαγές του γέλιου. Οι άνθρωποι ενεργούμε μιμητικά, συμπληρωματικά και αγωνιστικά. Η αγωνιστική συμπεριφορά μας μπορεί να είναι απλώς άμιλλα με νικητή έναντι στόχου, ή ανταγωνισμός, με νικητή και ηττημένο, όταν στόχος είναι ο αντίπαλος. Η νίκη σε κάθε περίπτωση είναι χαρά. Εκδηλώνεται με γέλιο. Το γέλιο του νικητή είναι ανωτερότητα και μπορεί να πάρει τη μορφή της ειρωνείας, του σαρκασμού, του χιούμορ, που τα όρια μεταξύ τους δεν είναι πολύ σαφή. Ο σαρκασμός δεν είναι χαρά για τη νίκη, αλλά για την ήττα του άλλου. Περιλαμβάνει την κοροϊδία. Συχνά αυτοενισχύεται. Αν ο αντίπαλος έχει αίσθημα κατωτερότητας, υποφέρει, εκδηλώνει τη δυσφορία του, αυτό δίνει χαρά στο νικητή, που, επειδή χαίρεται, εντείνει την κοροϊδία, το σαρκασμό του. Η ειρωνεία είναι κάτι παρόμοιο, η αντιπαλότητα όμως δεν είναι οποιαδήποτε, αλλά σε πνευματικό επίπεδο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σωκράτη που ειρωνευόταν, μερικές φορές αγενώς, όπως στο Συμπόσιο τον οικοδεσπότη του, τον Αγάθωνα. Ο μόνος από τους διαλόγους, όπου κατά τον Πλάτωνα που τους διέσωσε, η Σωκρατική ειρωνεία έπεσε στο κενό, ήταν μεταξύ του μεγάλου ολιγαρχικού Δασκάλου και του δημοκράτη σοφιστή Πρωταγόρα. Ο διάλογος λήγει σε ισοπαλία, καθώς και οι δύο, αφού κατάφεραν να εκνευρίσουν ο ένας τον άλλον, έπεσαν τελικά σε αντιφάσεις. Η ειρωνεία έχει σκοπό να εκνευρίσει τον άλλον, ο οποίος με τη δυσάρεστη υπερδιέγερση αυξάνει την ταχύτητα των αντιδράσεών του, αλλά μειώνει την ειδικότητά τους, έτσι που αυξάνονται οι πιθανότητες να υποπέσει σε σφάλμα. Είναι η τελευταία άμυνα του ηττημένου. Αν έχει παιδεία αυτοπεποίθησης, ακόμη και η ήττα δεν τον πτοεί και αντιδρά ψύχραιμα ειρωνευόμενος το νικητή του και προκαλώντας του τις παραπάνω αντιδράσεις, που ενδέχεται τελικά, σφαλερές και ακατάλληλες, να ανακόψουν την κατιούσα πορεία.

Το χιούμορ είναι μια κατεξοχήν Αγγλική παραλλαγή της ειρωνείας – όχι αποκλειστικότητα βέβαια. Στηρίζεται, νομίζω, στο αίσθημα ανωτερότητας που προσέδιδε στους Άγγλους η κοσμοκρατορική αποικιοκρατία τους. Η αποικιοκρατία μπορεί να ευνοούσε το χιούμορ, αλλά δεν το περιλάμβανε απαραιτήτως. Στο χιούμορ ο είρωνας ετοιμάζει μια παγίδα, στην οποίαν πέφτει με δική του θέληση το θύμα. Αυτό σημαίνει ότι ο θύτης έχει την άνεση να κάνει λίγη υπομονή, απολαμβάνοντας την κατάσταση, ώσπου να αντιδράσει ανάλογα το θύμα. Συγγενεύει με την Ελληνική ειρωνεία. Άλλοι αποικιοκρατικοί λαοί δεν είχαν χιούμορ. Σε γενικές γραμμές οι Γερμανοί ως αποικιοκράτες προτιμούσαν να σπρώχνουν μόνοι τους τον κατώτερό τους στην υποταγή, αντί να του ετοιμάζουν την παγίδα να πέσει μόνος του. Δεν είχαν χιούμορ. Οι Έλληνες διαθέτομε. Υπάρχουν πάμπολλα ανέκδοτα σχετικά, ιδίως μεταξύ ευφυών πολιτικών. Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ένας. Όταν την ώρα που μιλούσε, κάποιος βουλευτής πετάχτηκε και του πέταξε μια καταφανώς ανάρμοστη προσβλητική έκφραση, ο Γέρος σταμάτησε μια στιγμή την ομιλία του: “Ποιος το είπε αυτό;” ρώτησε φαινομενικά εκνευρισμένος. Ο δράστης σηκώθηκε περήφανα: “Εγώ!” “Α, εσείς! Τότε δεν έχει σημασία!” είπε ο μεγάλος ρήτορας και συνέχισε την ομιλία του. Μια απάντηση που δέχεται όσα λέχθηκαν, αλλά με ελάχιστη παραλλαγή την αντιστρέφει, είναι ωραίο, Ελληνικό, χιούμορ. Η γριά, παλιά καλή στην παρέα, στη Νάξο, καθόταν στο πεζούλι τις απόκριες. Πέρασαν οι μοσκάροι (μασκαράδες) με βιολιά, κοντοστάθηκαν και τραγούδησαν: “Όσ΄ άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα οι δρυάδες, τόσα κακά πονέματα να βγάλουν οι γριάδες”. Σήκωσε το γάντι και τους αντιτραγούδησε αμέσως: “Όσ΄ άστρα έχει ο ουρανός και τρίχες οι γαδάροι, τόσα κακά πονέματα να βγάλουν οι μοσκάροι”.

Χαμογελάτε! Λίγη ειρωνεία, ιδίως έναντι ισοδύναμων αντιπάλων δεν βλάπτει. Ιδιαίτερα όταν ειρωνεύεστε τον εαυτό τας. Με το χαμόγελο δημιουργείτε γύρω σας συνθήκες ευχάριστες που σημαίνουν έκκριση κατάλληλων ορμονών που προάγουν την υγεία και την ευδαιμονία όλων.

 

 

ΕΙΜΑΙ, ΕΧΩ, ΘΕΛΩ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Ηπειρωτικός Αγών, 15 Νοεμβρίου 2019

Βοηθητικά ρήματα στη γλώσσα μας, είναι τα “είμαι”, “έχω” και “θέλω”. Χρησιμοποιούνται μαζί με άλλα ρήματα για να προσδιορίσουν το χρόνο τους. “Είμαι” στον ενεστώτα (“είμαι πλυμένος” ή απλώς είμαι ή και συνδετικό με κατηγορούμενο). “Έχω” στο παρελθόν (“έχω πλυθεί” ή μεταβατικό με αντικείμενο κάποια ύλη, ουσιαστικό· το “έχω πλυθεί” δεν είναι συνώνυμο με το “είμαι πλυμένος”, διότι μπορεί στο μεταξύ να έχω λερωθεί). “Θέλω” στο μέλλον (“θέλω να πλυθώ”· ή μεταβατικό με κάποια ενέργεια, ρήμα). Το “θέλω να” συντέμνεται στη γλώσσα μας σε “θε’-να” και έπειτα “θα”. Τι υπαρξιακό κοινό όμως και τι διαφορές έχουν μεταξύ τους;

Ύπαρξη σημαίνει διαφορά από το περιβάλλον. Η ύπαρξή μας είναι τρισυπόστατη. Με τη σύλληψή μας δημιουργείται το αισθητό από όλους Εγώ μας. Με τη γέννησή μας προκύπτει το νοητό από τους άλλους Εγώ, άμεσα αντιληπτό μόνον από το ίδιο. Με την ένταξή μας σε μια κοινωνία γεννιέται το κοινωνικό Εγώ, που αντιπαραβάλλεται στο έλλογο περιβάλλον του, την κοινωνία.

Το “είμαι” αναφέρεται στο νοητό Εγώ. Είμαι εδώ και τώρα. Σημαίνει “υπάρχω” σε μια στιγμή και σε ένα σημείο, όπου κι όποτε κι αν βρίσκεται το αισθητό Εγώ, π.χ. στο γραφείο μου στην Αθήνα, στις 15 Νοεμβρίου 2019. Ο χώρος του νοητού Εγώ εκτείνεται σε ένα σημείο και διαρκεί μία στιγμή. Τα σύνορα του αισθητού Εγώ όμως είναι ασαφή. Το δέρμα μου με ξεχωρίζει από το περιβάλλον μου και διαθέτει πολυάριθμους αισθητήρες που διακρίνουν τη σταθερότητα των φυσικοχημικών ιδιοτήτων μέσα μου από τη διηνεκή μεταβλητότητα του περιβάλλοντός μου. Όμως, η τεχνητή οδοντοστοιχία μου, ο τεχνητός βηματοδότης μου είμαι Εγώ; Το ξύλινο ποδάρι μου (είμαι κουτσός) ή το μπαστούνι μου είμαι Εγώ; Το γραφείο μου, το σπίτι μου, το χωράφι μου, όλα τα αντικείμενα που συνοδεύονται από το κτητικό “μου”, είμαι Εγώ; Γράφει ο Sartre: “Είμαι ό,τι έχω”. Η πρόταση μοιάζει παράξενη ή ασαφής. Γίνεται όμως σαφέστερη, αν συνειδητοποιήσουμε πως το υποκείμενο των δύο ρημάτων είναι λίγο διαφορετικό. Η πλήρης πρόταση που ισχύει είναι: “Εγώ ο αισθητός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός έχω“. Ξεκαθαρίζει έτσι η διαφορά μεταξύ του Είμαι και του Έχω, διασαφηνίζεται και η διαφορά μεταξύ αισθητού και νοητού Εγώ: Σχέση δουλείας. Διευκρινίζει ο Αριστοτέλης ότι ο δεσπότης εξαρτά την επιβίωσή του από το δούλο, που δουλεύει, αλλά αυτός νοεί και διατάζει το δούλο να κάνει ό,τι θέλει. Ο αφέντης “έχει” το δούλο. Όμοια, το νοητό Εγώ υφίσταται μόνο με φορέα το αισθητό Εγώ, που ενεργεί, αλλά κινείται και εκκρίνει όπως διατάζει το νοητό Εγώ. Αυτή η εξάρτηση έχει όρια, διότι πάμπολλες από τις λειτουργίες του αισθητού Εγώ (όπως και των δούλων) γίνονται ερήμην του (αφέντη) νοητού Εγώ, συνήθως με κάποια ταλάντωση, όπως είναι η λειτουργία της καρδιάς, της αναπνοής της πέψης μας κλπ.

Το αισθητό Εγώ εμφανίζεται με τη σύλληψη και διαμορφώνεται έκτοτε συνεχώς, ενδομήτρια και εξωμήτρια, ενώ το νοητό αναφύεται στη στιγμή του τοκετού. Το κοινωνικό Εγώ περιορίζεται από τις δυνατότητες του “θέλω” μας. Θέλω εγώ ο νοητός. Η θέλησή μου πηγάζει από τη νόησή μου, διεγερμένη αυτόματα ή με εξωγενές ερέθισμα. Οδηγεί σε πράξη του αισθητού Εγώ. Μόλις εκδηλωθεί η θέληση στο αισθητό Εγώ, σκοντάφτει στο “θέλω” των λοιπών μελών της κοινωνίας στην οποίαν ανήκομε. Το “θέλω” γίνεται αντιληπτό από το νοητό Εγώ σαν “πρέπει”, έτσι που στην Αγγλική γλώσσα, ο μέλλοντας χρόνος εκφράζεται στο πρώτο πρόσωπο με το “πρέπει” (I shall), ενώ στο δεύτερο και τρίτο με το “θέλω” (you, he, she will). Μπορώ τώρα να ορίσω ότι “Είμαι ό,τι θέλω”, εννοώντας ότι “Εγώ ο κοινωνικός είμαι ό,τι εγώ ο νοητός θέλω“. Άλλη μια φορά ισχύει η σχέση δουλείας μεταξύ νοητού και κοινωνικού Εγώ. Όπως ο κύριος θέλει και ο δούλος υπακούει, έτσι και Εγώ ο νοητός θέλω και Εγώ ο κοινωνικός υπακούω. Μπορώ να έχω μόνον κάτι που δεν είναι έλλογο. Το έλλογο περιβάλλον μου θέλει, όπως θέλω και εγώ και τα όριά μας είναι εκεί όπου εφάπτονται τα θέλω μας.

Στους άλλους γραμματικούς χρόνους τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δυσνόητα. Εφόσον “είμαι” τώρα και το τώρα είναι αναγκαστικά παρόν, το “είμαι” δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει το παρελθόν. Είναι ρήμα χωρίς αόριστο. Αν θελήσουμε να εκφράσουμε την έννοιά του ανάγοντας το παρόν στο παρελθόν, χρησιμοποιούμε τον αόριστο άλλων ρημάτων, του “Γίνομαι” και του “Υπάρχω”. Το “Γίνομαι” διαρκεί όχι μια στιγμή όπως το “Είμαι”, αλλά μια χρονική περίοδο. Καταλήγει στο “Είμαι”. Αν γίνομαι κάτι, όταν πάψω να γίνομαι, είμαι. Αν γίνομαι γιατρός, όταν πάψω να γίνομαι, είμαι γιατρός. Έτσι, ο αόριστος του “Είμαι” είναι το “Έγινα”. Το “Υπάρχω”, αντίθετα από το “Γίνομαι”, δεν καταλήγει στο “Είμαι”. Έτσι, αν “Υπήρξα” γιατρός στο παρελθόν τώρα δεν είμαι γιατρός, είμαι συνταξιούχος.

Το παρελθόν μου ανήκει στο αισθητό Εγώ μου. Προηγήθηκε πριν από ό,τι είμαι τώρα. Διαμορφώθηκε από την κληρονομικότητά μου και από τον τρόπο που βίωσα ως τώρα, την παιδεία μου. Αυτό υπαγορεύει τις ενέργειές μου που δεν υποβάλλονται στον έλεγχο της ψυχολογικής συνείδησής μου, μιας ανώτατης αρχής του νοητού Εγώ. Τέτοιες ενέργειες υπόκεινται στο υποσυνείδητο της ψυχανάλυσης. Επομένως, καθορίζουν τις ανάγκες του αισθητού Εγώ, που από το παρελθόν αποτελούν, σαν αιτίες, το κίνητρο των σημερινών ενεργειών μου. Είναι αναπόδραστες. Μπορεί το νοητό Εγώ να καθυστερήσει (ή επισπεύσει) την ικανοποίησή τους, αλλά όχι να τις άρει. Τίμημα είναι ο θάνατος, η ανυπαρξία. Οι ενέργειές μου όμως μπορούν να έχουν και κίνητρο που έρχεται από το μέλλον. Είναι ο σκοπός. Η νοητή παράσταση του σκοπού είναι παρούσα τώρα και γίνεται αιτία των ενεργειών μου. Ο σκοπός είναι μοναδικό προνόμιο του ανθρώπου. Τα άλλα ζώα ενεργούν μόνον από κάποιες αιτίες, όχι σκοπούς. Οι ενέργειές μας είναι αναγκαστικά μικτές, από φυσιολογικές αιτίες (του αισθητού Εγώ), από κοινωνικές επιταγές (του κοινωνικού Εγώ) και από σκοπούς (του νοητού Εγώ). Ωστόσο, όταν επικρατούν οι δραστηριότητες από ανάγκες, αυτή είναι μια διαβίωση που προσομοιάζει στα ζώα, ενώ όταν επικρατούν εκείνες από σκοπούς, σε ανθρώπους. Γεννήθηκα. Παρελθόν. Δεν έχει τόση σημασία από ποιον και πού, καθώς αυτό έγινε χωρίς τη δική μου βούληση και ευθύνη. Μεγαλύτερη σημασία είναι το για τι ζω και πού πεθαίνω (μέλλον), καθώς αυτά τα ορίζω υπεύθυνα (ως ένα βαθμό) μόνος μου τώρα.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΑΛΑΝΤΩΣΗ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Κοινή Γνώμη, 12 Νοεμβρίου 2019

Πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι σκότωναν θηράματα και αναζητούσαν εδώδιμους καρπούς για να φάνε. Και ξαφνικά στην εύφορη κοιλάδα ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη κάποιοι, ένα ζευγάρι, λέει, έκαναν κάτι πρωτότυπο. Αντί να ψάχνουν για καρπούς, ξερίζωναν τα άγρια, άχρηστα φυτά, έτσι που έβρισκαν χώρο τα καρποφόρα να πολλαπλασιασθούν. Και αντί να σκοτώνουν τα θηράματα, σκότωναν τους άγριους θηρευτές τους, έτσι που να πολλαπλασιάζονται ανενόχλητα τα κοπάδια. Για να πολλαπλασιάζονται άνετα τα γιδοπρόβατα, έπρεπε να απαγορευθεί το κρέας τους, ώσπου να γεννοβολήσουν και τότε έσφαζαν κι έτρωγαν κυρίως αρσενικά, αφού ένα αρσενικό αρκεί για να γκαστρώσει πλήθος θηλυκά, ενώ παράλληλα και βοσκή εξοικονομούνταν και το κρέας τους εξασφάλιζε τροφή για τους ανθρώπους το ίδιο όπως τα θηλυκά. Έτσι καθιέρωσαν απαγορευμένες τροφές, για περιόδους νηστείας που εναλλάσσονταν με περιόδους κατανάλωσης, σα να γινόταν μια οικονομική ταλάντωση στην πρωτόγονη εκείνη κοινωνία. Παράλληλα εξασφαλιζόταν άλλο ένα πλεονέκτημα λιγότερο εμφανές, αλλά εξίσου σημαντικό. Στην περίοδο της κατανάλωσης εύρισκαν χρόνο να αναγεννηθούν τα λιβάδια, που, αν τα κοπάδια πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα, θα αφανίζονταν. Σοφή σκέψη, έμοιαζε να λύνει τα προβλήματά τους, αλλά να που αμέσως παρουσιάστηκαν άλλα. Τι θα γίνει όταν γεράσουν και αδυνατούν να προστατεύουν το βιος τους; Το έλυσαν κι αυτό. Περιορισμοί στον έρωτα έτσι που να ξέρουν όλοι και καθένας ποιοι είναι οι γονείς καθενός, ώστε να αναγνωρίζεται το δικαίωμα των τέκνων στην περιουσία που είχαν σχηματίσει οι γονείς. Πρώτη δουλειά τους ήταν να καλύψουν τα γεννητικά τους όργανα (κανένα άλλο ζώο δεν το κάνει), με φύλλα συκιάς τότε. Παράλληλα άρχισαν και οι ανταλλαγές, καθώς κανένας δεν παρήγε μόνος του όλα όσα χρειαζόταν.

Τα προβλήματα όμως δεν λύθηκαν. Όσο κυνηγούσαν και μάζευαν καρπούς, κανένας δεν εμπόδιζε τον άλλο να το κάνει. Τώρα όμως που άθροιζαν αποθέματα που αυτοπολλαπλασιάζονταν, ο καθένας εποφθαλμιούσε την ιδιοκτησία, χωράφι ή κοπάδι, του άλλου. Κι αυτό οδηγούσε στη βία. Από τα παιδιά των πρωτοπλάστων, ο βοσκός έφερε στην «αγορά» τα προϊόντα του που έγιναν ανάρπαστα. Ο γεωργός όμως έφερε τα δημητριακά και τα όσπριά του, αλλά κανένας δεν τα ζητούσε. Ν΄ αφήσουν τα παϊδάκια για ζαρζαβατικά; Χόλιασε ο γεωργός και σκότωσε τον αδελφό του. Αρχή της στοχευμένης βίας.

Πέρασαν χιλιάδες χρόνια. Η οικονομία άλλαξε. Άρχισαν να έχουν αξία όχι τα παραγόμενα αγαθά, αλλά τα μέσα παραγωγής, γη και κοπάδια. Αναπτύχθηκαν οι τέχνες και το εμπόριο. Ο κόσμος μαζευόταν στις διασταυρώσεις φυσικών οδών, σε λιμάνια, συνόδους ποταμών κλπ, όπου γίνονταν ανταλλαγές. Έγινε το Άστυ, η Πολιτεία. Και τώρα τα μέσα παραγωγής άλλαξαν. Έγιναν εργοστάσια που επεξεργάζονταν τα προϊόντα της παραγωγής και καράβια που τα μετέφεραν σε άλλους τόπους. Η βία ποτέ δεν σταματούσε. Τώρα αντίπαλοι ήταν οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής από τη μια και οι εργαζόμενοι υφιστάμενοί τους από την άλλη. Μα και πάλι δεν σταμάτησε η πρόοδος. Όλα αυτά χρειάζονταν χρήματα. Και τα χρήματα τα είχαν οι έμποροι χρημάτων. Πουλούσαν 100 ευρώ για 120 ευρώ που θα τα έπαιρναν πίσω σε ένα χρόνο. Κι αν ο δανειζόμενος δεν τα κατάφερνε, οι τραπεζίτες, χρηματιστές, τοκογλύφοι, έκαναν κατάσχεση στην περιουσία του οφειλέτη. Στην κρίσιμη περίοδο της ταχείας ανάπτυξης η δυτική εκκλησία και οι μουσουλμάνοι απαγόρευαν τον τοκισμό. Οι φεουδαρχίες απαγόρευαν στους Εβραίους να γίνουν ιδιοκτήτες γης και οι συντεχνίες τούς απαγόρευαν να γίνουν τεχνίτες. Έτσι οι Εβραίοι έγιναν, ως σήμερα, οι τραπεζίτες του κόσμου. Η τεχνολογία δεν σταμάτησε να προχωρεί ακάθεκτη. Σήμερα πια τα χρήματα δεν είναι άλλου είδους εμπορεύματα, ούτε χρυσός ή άργυρος, ούτε καν χαρτί, αλλά άυλα, ερτζιανά κύματα που αστραπιαία μεταφέρονται από τη μια γωνιά της γης στην άλλη. Και ο οφειλέτης δεν έχει ιδέα πια σε ποιον χρωστάει, ποιος θα του βγάλει το σπίτι του στο σφυρί ή θα τον στείλει φυλακή. Κι όταν φθάσει στην απελπισία, δεν ξέρει εναντίον ποιου να εφαρμόσει βία, κι ασκεί βία εναντίον όποιου βρει μπροστά του και είναι του χεριού του. Ακόμη και ο τακτικός στρατός είναι ασκημένος περισσότερο στο να καταστέλλει εξεγέρσεις αμάχων παρά να αντιμετωπίζει ένοπλο εχθρικό στρατό. Το ζήσαμε. 1967-74.

Όλο αυτό το διάστημα, στην οικονομία έμεινε κάτι σταθερό: η ταλάντωσή της. Όποτε η ζήτηση στην αγορά υπερέβαινε την προσφορά, αυξάνονταν οι τιμές των αγαθών, αποθαρρύνονταν οι καταναλωτές και παρακινούνταν οι παραγωγοί και έμποροι να προσφέρουν αγαθά. Η ισορροπία διατηρούνταν. Το αντίστροφο γινόταν όταν η προσφορά υπερέβαινε τη ζήτηση. Έτσι η ελεύθερη οικονομία αυτορρυθμίζεται. Άστε την ήσυχη (laissez faire) κι αυτή  θα βρίσκει το δρόμο της, χάρη στην αρνητική ανάδραση που την καθορίζει (καπιταλισμός). Δυστυχώς δεν γίνεται πάντοτε έτσι. Αν π.χ. η προσφορά γίνει υπερβολικά μεγαλύτερη από τη ζήτηση, τα προϊόντα δεν πουλιόνται. Οι παραγωγοί, για να μην πτωχεύσουν, απολύουν εργάτες. Οι απολύσεις μειώνουν παραπέρα τη ζήτηση κι η διαφορά προσφοράς-ζήτησης αυξάνεται. Αρχίζει ο φαύλος κύκλος της βίας. Απεργίες, συλλαλητήρια, επέμβαση του κράτους για να καταστείλει την καταστροφική βία, αύξησή της από τους εργαζομένους, που τώρα διαμαρτύρονται όχι μόνο γιατί δεν έχουν να φάνε, αλλά και διότι κυνηγιόνται βίαια. Για να αποφευχθεί ο ανεξέλεγκτος φαύλος κύκλος, γίνεται περιοδική ελεγχόμενη κρίση, με περιοδικές εκλογές, αλλαγή βουλής, κυβέρνησης, πολιτικής. Ως ένα βαθμό, παρασύροντας την οικονομική ταλάντωση σε υψηλότερη συχνότητα επιτυγχάνεται μετριασμός των ανεξέλεγκτων κρίσεων. Στις τυπικές περιπτώσεις, κόμματα που υπόσχονται αύξηση της κατανάλωσης (συχνά με πολύ λαϊκισμό) εναλλάσσονται στην κυβέρνηση με κόμματα με λιτότητα και ανάπτυξη. Αυτή όμως η εναλλαγή γίνεται απρογραμμάτιστα. Συχνά, για να πάρουν την εξουσία τα κόμματα αμιλλώνται μεταξύ τους σε λαϊκισμό, ενώ άλλοτε εφαρμόζουν, συχνά κάτω από διεθνή πίεση, ισχυρή λιτότητα χωρίς ανάπτυξη, όπως έγινε στη χώρα μας με την κρίση. Διεθνώς έχει αγιοποιηθεί η ανάπτυξη, χάρη στην οποία έχουν μειωθεί η πείνα, η φτώχεια, ο αναλφαβητισμός και η παιδική θνησιμότητα. Το κόστος είναι η γιγάντωση της οικονομικής ανισότητας από τη μια, που προοιωνίζεται, παρά τη διεθνή καταστολή, μείζονα βία και, ίσως το πιο σημαντικό, εξαφάνιση της φάσης που ανακυκλώνονται τα άφθονα και τοξικά παραπροϊόντα της ανάπτυξης. Η ισχύς της οικονομίας σήμερα έχει υποδουλώσει την πολιτική, που είναι πια ανίσχυρη να προγραμματίσει μια ελεγχόμενη ταλάντωση. Για τη μακροχρόνια επιβίωση της ανθρωπότητας, με προοπτική τα εγγόνια και δισέγγονά μας, απαιτείται να ξανα-αναλάβει η πολιτική την κυριαρχία πάνω στην οικονομία, και μάλιστα σε γνήσια δημοκρατική βάση.