ΧΩΡΟΧΡΟΝΟΣ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 30 Ιουλίου 2021

Από παμπάλαια χρόνια στο νου μας χαράχτηκαν τα δύο κύρια πλαίσια μέσα στα οποία στηρίζομε το λόγο μας, ο χώρος και ο χρόνος. Σ΄ αυτά τα πλαίσια διαμορφώνομε όλη τη σκέψη μας. Ως φοιτητής διδάχθηκα δύο κύρια προκαταρκτικά μαθήματα, την Ανατομική και τη Φυσιολογία. Μίσησα την Ανατομική και ερωτεύθηκα τη Φυσιολογία. Ίσως έφταιγαν οι δάσκαλοί μου, αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Υπάρχουν αναγκαστικά διαφορές από τον ένα τόπο στον άλλο, και αυτές πάνω στο ανθρώπινο σώμα περιγράφει η Ανατομική. Και αλλαγές από τη μια στιγμή στην άλλη, και αυτές πάνω στον ανθρώπινο οργανισμό περιγράφει η Φυσιολογία. Έφταιγε η υπερβολική αυστηρότητα του καθηγητή της Ανατομικής, που με μια απουσία χαρακτηριζόσουν “ελλιπώς” και με δύο απορριπτόσουν χάνοντας μια χρονιά; Μελετώντας όλο το έτος μόνον Ανατομική, μετά βίας πέρασα το μάθημα τον Ιούνιο με 5. Ο καθηγητής της Φυσιολογίας δεν ήταν ιδιαίτερα ελκυστικός, μάλλον κατανάλωνε πολλή αιθυλική αλκοόλη, πάντως δεν ήταν αντιπαθής. Μελέτησα όλο το καλοκαίρι και πήρα 10. Χρειάστηκαν να περάσουν κάποια χρόνια, να παρακολουθήσω τον καθηγητή της Παθολογικής Ανατομικής Δ. Ελευθερίου και να διαβάσω αντίστοιχο σύγγραμμα (W. Boyd: Pathology for the Physician) για να συμφιλιώσω μέσα μου τους δύο γίγαντες, όταν στη βάση τους έβλεπα να ερμηνεύονται με πρακτικές συνέπειες οι παθήσεις των ανθρώπων. Οι ανατομικές ανωμαλίες συνεπάγονταν φυσιολογικές δυσλειτουργίες και οι φυσιολογικές λειτουργίες επηρέαζαν την ανατομική δομή.

Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου, δεν ξεκινούν άμεσα από ερεθίσματα και αυτό ώθησε τους μεγαλύτερους φιλοσόφους, από τον Αριστοτέλη με τις κατηγορίες και τον I. Kant με τις a priori γνώσεις του να θεωρούν ότι γεννηθήκαμε με αυτές. Ο μηχανισμός σχηματισμού των εξαρτημένων αντανακλαστικών ερμηνεύει ικανοποιητικά πώς σχηματίζονται αυτές οι δύο θεμελιώδες έννοιες και τον έχω αναπτύξει επανειλημμένα (π.χ. Από το χάος ως την εστιασμένη ανταπόκριση. dimitrissideris.wordpress.com). Δεν θα τον επαναλάβω.

Η διαίρεση σε χώρο και χρόνο διέπει όλες τις επιστήμες, αλλά έντονα τις ιστορικές, με την αρχαιολογία στο χώρο και την ιστορία στο χρόνο, την αρχαιολογία, ανατομική του ανθρώπινου πολιτισμού, και την ιστορία, φυσιολογία του. Αφορμή μου έδωσε ένα παλιότερο (2016) άρθρο του ιστορικού Ε. Χρυσού “Συνέκδημος ιστορικών επιστημών” που διάβασα πρόσφατα. Από τη διασταύρωση τέτοιων γνώσεων και μάλιστα με τη βοήθεια στοιχείων από άλλες επιστήμες, όπως η νομική, η φιλολογία, η ηθογραφία, η θεολογική γραμματεία κλπ, μπορεί να προκύψει μια όσο γίνεται πιο αληθινή εικόνα. Μια τόσο αληθινή εικόνα είναι ενδεχόμενο να ξεφύγει από την παράδοση του19ου αιώνα, στην οποίαν η ιστορία ήταν το εργαλείο για να καλλιεργηθεί ο πατριωτισμός, η έννοια του κράτους-έθνους, αλλά και η αντιπαλότητα με άλλα κράτη-έθνη. Αυτή η αντιπαλότητα αποτελεί μεγάλο μέρος της “παθολογίας” της ανθρωπότητας. Όπως η ανατομική και φυσιολογία με βοήθησαν τελικά να κατανοήσω κάπως τις παθήσεις των ανθρώπων, έτσι η αρχαιολογία και η ιστορία μπορούν από κοινού, με τις διασταυρώσεις των πληροφοριών τους, να βοηθήσουν στην κατανόηση των “παθήσεων” της ανθρωπότητας, των πολέμων, των επαναστάσεων, της ομαδικής βίας γενικότερα. Και αυτές οι ιστορικές επιστήμες να αναλάβουν τον παιδευτικό ρόλο τους.

Οι φυσικές έννοιες του χώρου και του χρόνου είναι πολύ δύσκολο να κατανοηθούν. Οι προσπάθειες του A. Einstein και των λοιπών μεγάλων φυσικών του 20ού αιώνα δεν έχουν καταφέρει ακόμη να τις ξεκαθαρίσουν, π.χ. να βεβαιώσουν αν είναι συνεχή μεγέθη ή κβαντωμένα, με απειροελάχιστες μονάδες χώρου και χρόνου. Στην κλασική αντίληψη, τις θεωρούμε ανεξάρτητες. Η μεταβολή στο χώρο με την πάροδο του χρόνου, είναι η κίνηση, που αποτελεί την κύρια μορφή της ενέργειας. Μήπως θα έπρεπε ως απλούστερο στοιχείο στη Φυσική να μην εκλαμβάνονται ο χώρος και ο χρόνος, αλλά η κίνηση, δηλαδή η ενέργεια; Στην απλούστερη μορφή της η απλούστερη κίνηση έχει ταχύτητα, που είναι το πηλίκο της μεταβολής ενός διαστήματος δια του αντίστοιχου σημειακού χρόνου (dt). Την ταχύτητα την παρατηρούμε και τη μετρούμε πάντοτε σα σχέση ενός κινητού προς ένα άλλο. Όταν βλέπω από το παράθυρό μου στο πλοίο ένα άλλο πλοίο δίπλα μας που κινείται προς τα πίσω, δεν ξέρω αν αυτό πραγματικά κινείται προς τα πίσω, ή εμείς προς τα εμπρός. Κι όταν βλέπω την ανατολή του ήλιου, δεν ξέρω αν αυτός κινείται γύρω από τη γη στον ουρανό ανερχόμενος ή αν η γη περιστρέφεται περί τον άξονά της. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος και ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος είχαν υποστηρίξει την τελευταία άποψη, αλλά χρειάστηκε να παρέλθουν 2 χιλιετίες και να καούν άνθρωποι στην πυρά της Ιεράς Εξέτασης για να αποδειχθεί ότι είχαν δίκιο. Η κίνηση όμως παίρνει και άλλες μορφές εκτός από την ταχύτητα. Όταν κλεισμένος στον ανελκυστήρα χωρίς παράθυρα ξεκινώ να ανέρχομαι, το καταλαβαίνω, διότι νοιώθω μια δύναμη να με πιέζει προς τα κάτω κι αν πατώ σε μια ζυγαριά, το βάρος μου εκείνη τη στιγμή αυξάνεται. Στο σταμάτημα του ασανσέρ γίνονται τα αντίθετα. Επομένως, η επιτάχυνση και η επιβράδυνση είναι άλλο είδος κίνησης, κίνηση καθαυτή, που γίνεται αισθητή χωρίς σύγκριση με άλλα σώματα. Είναι μια αλλαγή ως προς τον εαυτό της και όχι ως προς το περιβάλλον της. Η επιτάχυνση είναι δύναμη, μια δύναμη ανάλογη με το μέγεθος της επιτάχυνσης και τη μάζα του φορέα της κίνησης, του υλικού σώματος.

Η σκέψη της μεταβολής καθαυτής δεν μου φαίνεται να έχει ενεργοποιηθεί επαρκώς στις άλλες επιστήμες, μολονότι στη Φυσική υπήρξε απίστευτα καρποφόρα, οδηγώντας στην ισοδυναμία ενέργειας με ύλη με το γνωστό τύπο του Einstein, E=mc2. Εννοώ ότι όταν έχουμε μια φυσιολογική μεταβολή ανεξάρτητα από το περιβάλλον της, όπως είναι η ανεξέλεγκτη επιτάχυνση του πολλαπλασιασμού των κυττάρων που σημαίνει καρκίνο, βρισκόμαστε ήδη έξω από τις κοινές φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού μας.

Όταν αυξάνεται η διαφορά ανάμεσα στο ένα έθνος και το άλλο, δεν ξέρω αν το ένα βαδίζει προς τα εμπρός ή το άλλο προς τα πίσω. Η πτώση του Βυζαντίου (όπως και όλων των άλλων αυτοκρατοριών) έγινε επειδή άλλα έθνη προχώρησαν ή επειδή το συγκεκριμένο πισωδρόμησε και έφθασε κοντά στην αποσύνθεση; Και όταν σήμερα κάποια έθνη, όπως η Κίνα, αναπτύσσονται με επιταχυνόμενο ρυθμό, παρά τα εμπάργκο που τους έχουν επιβληθεί (ή μήπως ακριβώς γι΄ αυτό;), πώς αντιμετωπίζεται η κατάσταση; Η αναλογία είναι χρήσιμη. Διευκολύνει τη λύση προβλημάτων, αλλά στο άλλο επίπεδο που μεταφερόμαστε ενδέχεται να επικρατούν πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ήδη όμως βρίσκομαι σε οικόπεδα επιστημονικής φαντασίας. Καλύτερα να σταματήσω.

ΜΑΓΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 29 Ιουλίου 2021

Δυόμιση χρονών ο ανεψιός μου, πολύ του άρεσε να τον βάζει ο παππούς του στη βάρκα. Ήλθε μια μέρα στο σπίτι μου και κόλλησε το μάτι του σε ένα πίνακα που έδειχνε βάρκες στη θάλασσα. Με τα λογάκια που μπορούσε να ψελλίσει έδειξε πως ήθελε να μπει μέσα στη βάρκα και είχε μεγάλη λαχτάρα. Πώς να τον ικανοποιήσω; Μου ήλθε μια ιδέα. Έκανα ένα καραβάκι από χαρτί. Ένα άλλο χαρτί το τύλιξα ρολό, στρίμωξα τη μια άκριά του έτσι που να συνδέεται με το υπόλοιπο σα με λαιμό, και του είπα, ενώ το έκανα: “Να αυτός είναι ο Πανούλης! και μπαίνει στη βάρκα”. Έλαμψε το προσωπάκι του από ικανοποίηση. Τι να είχε συμβεί μέσα του και πώς ικανοποιήθηκε;

Γεννιόμαστε μ΄ αυτή την εκπληκτική ικανότητα, να διακρίνουμε ομοιότητες. Βλέπω ένα μήλο, το αγγίζω, το μυρίζομαι, το γεύομαι, ακούω συγχρόνως κάποιον να προφέρει τη λέξη “μήλο”. Όλα αυτά τα συνδέω μέσα μου. Καθένα τους αποτελείται από πλήθος οπτικών, απτικών, οσφρητικών, γευστικών, ακουστικών ερεθισμάτων, και διεγείρει συγκεκριμένη θέση στον εγκέφαλό μου, ως αίσθημα, αλλά όλα μαζί, σαν ακέραιο σύνολο, αποτελούν την ενιαία αντίληψη του ενός αντικειμένου, του συγκεκριμένου μήλου. Αυτή η αντίληψη δε μοιάζει βέβαια με το πραγματικό μήλο. Το μήλο είναι αισθητό από όλους με όλες τις αισθήσεις τους, ενώ η παράστασή του είναι νοητό κτήμα αποκλειστικά δικό μου. Κι όμως υπάρχει ομοιότητα μεταξύ τους, τέτοια που η αντίληψη του μήλου, έστω και με μια λέξη μόνο, χωρίς να το βλέπω, να γεννά μέσα μου την παράσταση όλων των αισθητών ιδιοτήτων του. Να λοιπόν η αναλογία.

Αντιμετωπίζω ένα σοβαρό πρόβλημα στη ζωή μου που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες ανεξέλεγκτους από μένα. Βαδίζω στο δρόμο απορροφημένος από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις βουλήσεις που τις συνοδεύουν. Βλέπω κάπου μια γάτα που ετοιμάζεται να πηδήξει πάνω από κάποιο κενό. Θα τα καταφέρει; Δείχνει να έχει αγωνία σαν αυτή που έχω εγώ για το πρόβλημά μου. Και με αυτή την ομοιότητα, συνάγω ότι αν η γάτα πετύχει, θα πετύχω κι εγώ. Κάπως τέτοια είναι κάθε μαγική σκέψη: μια αναλογία, μια ομοιότητα.

Βέβαια, η αναλογία υπάρχει σε όλα τα επίπεδα της νόησής μας. Υπάρχει στην τέχνη. Είναι η βάση της ποίησης, με τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές, τον ανθρωπομορφισμό της και τα τόσα άλλα ποιητικά σχήματα. Υπάρχει στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στη μουσική, που μιμείται με μουσικούς ήχους το θόρυβο της πραγματικότητας, αλλά μεταφέροντας παρόμοια συναισθήματα. Αυτή είναι η δυσπερίγραπτη μαγεία της τέχνης.

Υπάρχει και στις επιστήμες Κάθε επιστημονική θεωρία δεν είναι παρά μια αναλογία, ένα μοντέλο του τι συμβαίνει στη Φύση. Τι διαφέρει όμως ο μαγικός συλλογισμός που έκανα (αν πετύχει η γάτα θα πετύχω κι εγώ) από το συλλογισμό του Θαλή, όταν υπολόγισε το ύψος των πυραμίδων αφήνοντας κατάπληκτους τους δασκάλους μάγους όπου είχε πάει να τον διδάξουν; Είπε “αφού το μήκος της σκιάς μου που μπορώ να το μετρήσω είναι άλφα μέτρα και το ανάστημά μου είναι βήτα μέτρα, και αφού το μήκος της σκιάς της πυραμίδας είναι γάμμα μέτρα, πάει να πει πώς το ύψος της είναι τόσα μέτρα”. Σε τι λοιπόν διαφέρει η επιστημονική σκέψη του Θαλή από τη μαγική του μικρούλη ανεψιού μου και την παιδαριώδη δική μου; Η διαφορά είναι βέβαια ότι στην περίπτωση της επιστημονικής σκέψης, και τα δύο συστήματα που συγκρίνω υπόκεινται στους ίδιους υποχρεωτικούς νόμους, στη συγκεκριμένη περίπτωση στην κοινή πορεία των ακτίνων του ήλιου, ενώ στη μαγεία σε μια κοινή επιθυμία (ή ευχή).

Η ανθρωπότητα προχώρησε στη βάση της επιστημονικής σκέψης, όχι της μαγικής. Κι όμως  ο Einstein θεωρούσε ότι η φαντασία είναι το πιο σημαντικό στοιχείο για την ανακάλυψη ενός νέου νόμου. Χάρη στα πρότυπα, τα μοντέλα, μπορέσαμε να κατανοήσουμε δύσκολα φαινόμενα. Τα ηλεκτρόνια γυρίζουν γύρω από τον πυρήνα όπως οι πλανήτες γύρω από τον ήλιο. Χάρη στην ομοιότητα ενός άγνωστου φαινομένου με ένα προσιτό μοντέλο, μπορούμε να προβλέψουμε τις ιδιότητες του άγνωστου φαινομένου. Μια τέτοια ομοιότητα είναι τα φράκταλα ή “μορφοκλάσματα” (fractal από το λατινικό fractus=κατακερματισμένος). Στη θεωρία του χάους, όσο μεγεθύνεται κάτι, επαναλαμβάνει το σχέδιο του εαυτού του. Η τραχεία διαιρείται σε δύο βρόγχους, καθένας διχάζεται σε δύο άλλους και αυτό επαναλαμβάνεται ως τα πιο μικρά βρογχιόλια. Η διαδικασία αυτή όμως επέχει και μεγεθυνόμενο σφάλμα, καθώς υπάρχουν μη γραμμικά φαινόμενα. Τρέχω με περίπου 100 χιλιόμετρα την ώρα. Επομένως, αν η απόσταση μεταξύ της αφετηρίας και του τέρματός μου είναι 500 χιλιόμετρα, χρειάζομαι περίπου 5 ώρες για να φθάσω. Αν όμως  στο μεσοδιάστημα πρέπει να πάρω ένα πλοίο, που κι αυτό έχει ταχύτητα 100 χλμ/ώρα, αλλά για ένα δευτερόλεπτο δεν το προλάβω, ο χρόνος που θα φθάσω εξαρτάται, ανάλογα με το κάθε πότε αναχωρεί πλοίο. Οπωσδήποτε, η χαοτική συμπεριφορά δεν είναι τυχαία, διότι το αποτέλεσμα εξαρτάται από τις αρχικές συνθήκες, όμως ούτε είναι προβλέψιμη, πέρα από ένα βραχύ χρονικό διάστημα. Μια πεταλούδα κουνώντας τις φτερούγες της στην Κίνα μπορεί να δημιουργήσει κάποιες διαταράξεις του αέρα που καθεμιά τους να δημιουργήσει άλλες, έτσι που να προκύψει τυφώνας στη Φλόριντα. Στα μαθηματικά, η σταθερά του κύκλου, το γνωστό π=3,14 στην πραγματικότητα έχει άπειρα ψηφία που ακολουθούν, εντελώς απρόβλεπτα. Και αν προγραμματίζουμε ένα ταξίδι με διαστημόπλοιο, χωρίς να λάβουμε υπόψη μας πάμπολλα ψηφία μετά την υποδιαστολή στο π, είναι άγνωστο πού θα καταλήξουμε στο αχανές σύμπαν. Παρόλα αυτά, η επιστημονική σκέψη, με μετρήσιμο σφάλμα, μπορεί να προβλέψει στο άμεσο μέλλον πολλά που θα συμβούν. Ξέρω ότι αν εμβολιαστούν με κάποιο εμβόλιο ένα εκατομμύρια άτομα, 1-5 θα πεθάνουν, αλλά δεν έχω την παραμικρή ιδέα ποιοι θα είναι αυτοί. Από την άλλη, ξέρω πως αν δεν εμβολιασθούν στο μέσο μιας πανδημίας, θα πεθάνουν στο ίδιο διάστημα μερικές χιλιάδες, πάλι χωρίς να ξέρω ποιοι θα είναι αυτοί, πέρα από ότι θα είναι ανεμβολίαστοι. Τέτοια πρόβλεψη δεν είναι δυνατή στο μαγικό κόσμο των προλήψεων, των προκαταλήψεων, των δεισιδαιμονιών, των συνωμοσιολογιών. Οι τελευταίες εμπλέκουν στη μαγική σκέψη και την αξιοπιστία των δεδομένων και την κακοβουλία κάποιων, αλλά έχουν πολλά κοινά μ΄ αυτήν. Προπάντων, συνωμοσιολογία, μαγεία, επιστημονική αναλογία, τέχνη, προσφέρουν στο ανθρώπινο πνεύμα ένα ευχάριστο συναίσθημα σαν εκείνο του αγαπημένου μου ανεψιού όταν τοποθέτησα το χάρτινο ομοίωμά του μέσα στο ομοίωμα της βάρκας.

ΡΙΖΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 27 Ιουλίου 2021

23 Ιουλίου 2007. Ο μακαριστός Παντελεήμων Ρίζος εκοιμήθη σε ηλικία 82 ετών. Δεν θα πάψω να τον θυμάμαι και γράφω τώρα για εκείνον έστω και τόσο καθυστερημένα. Έχουν περάσει 14 χρόνια από τότε. Όχι, έχουν περάσει 70 χρόνια από τότε που τον γνώρισα.

 Ήταν 26 κι ήμουν 15 χρονών όταν γράφτηκε στην τάξη μας, στην πέμπτη οκταταξίου, όπως τη λέγαμε τότε. Διάκος. Είχε βαπτισθεί Χρήστος. Στη χειροτονία του το ήθελε πολύ και διάλεξε το όνομα Παντελεήμων. Ίσως μαρτυρούσε έτσι την πρωτεύουσα θέση που έδινε μέσα του στην ελεημοσύνη, στην ηθική όψη του Χριστιανισμού, που θα του αφιέρωνε το υπόλοιπο της ζωής του.

Είχε μόλις αφυπηρετήσει τη θητεία του πριν φορέσει το ράσο. Ήταν νωπά και πολύ οδυνηρά ακόμη τα βιώματά του από τον εμφύλιο. Μου διηγιόταν ανατριχιαστικές ιστορίες από τον πόλεμο.

Σε μια μάχη βρέθηκαν πολύ κοντά με τους απέναντι. Ένας αντάρτης φώναξε μια στιγμή: «Κι εσύ, φασιστόμουτρο Γιάννη;» Κι έστρεψε το όπλο του. Τον πρόλαβε όμως ο Γιάννης. Πέρασαν δυο μερόνυχτα, ενώ ο Γιάννης είχε εξαφανισθεί. Την τρίτη νύχτα ακούστηκε ο πυροβολισμός. Ο Γιάννης είχε αυτοκτονήσει με το όπλο που είχε σκοτώσει τον αντάρτη, τον αδελφό του.

            Μιαν άλλη φορά τον επέλεξαν για να μετάσχει σε ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Δεν το άντεξε. Στη μάχη έχεις τη δικαιολογία πως σκοτώνεις γιατί βρίσκεσαι σε άμυνα× όπως κι ο απέναντι άλλωστε. Στην εκτέλεση όμως αυτός που σκοτώνεις είναι άοπλος. Προγραμματισμένα. Σε τι διαφέρει ηθικά από το φόνο με προμελέτη; Έστω και αν η απόφαση έχει ληφθεί με την πιο άμεμπτη νομική διαδικασία. Και στη διάρκεια ενός θερμού πολέμου δεν είμαι βέβαιος πόσο αδέκαστα δικάζουν τα στρατοδικεία. Η ηθική όψη της θρησκείας μας ήταν που για κείνον μετρούσε πάνω από όλα. Πώς να αρνηθεί όμως; Ήταν πόλεμος κι η ανυπακοή σε διαταγή είχε τις γνωστές βαριές συνέπειες. Δεν το μπορούσε ωστόσο. Βγήκε στην αναφορά. Εξήγησε ότι όνειρό του ήταν όταν απολυθεί να γίνει ιερέας. Η συνείδησή του δεν του επέτρεπε να έχει βάψει τα χέρια του με αίμα. Έγινε πιστευτός. Τον απάλλαξαν από την αυτουργία της εκτέλεσης. Θυμήθηκα την ιστορία αυτή προ ημερών διαβάζοντας κάτι εντελώς άσχετο, για τον πρότυπο αντιρρησία Άρη Αλεξάνδρου, αρνητή του καπιταλισμού και του κομμουνισμού, κάθε θρησκείας και πατρίδας. Γράφει λοιπόν κάπου ο Αλεξάνδρου: “Κυρ Λοχία, πάσχω από δαλτωνισμό: / βλέπω τον κάθε στόχο ίδιο με την καρδιά μου“. Μόνο που ο Παντελεήμων δεν αρνιόταν επειδή δεν πίστευε σε τίποτε, αλλά επειδή πίστευε με απέραντη πίστη στον άπειρο Θεό.

            Ήταν εξαίρετος μαθητής. Σε όλα τα μαθήματα. Έτοιμος πάντοτε να βοηθήσει μ΄ όποιον τρόπο μπορούσε τους πιο αδύνατους συμμαθητές μας. Οι καθηγητές μας τον σέβονταν. Όπως κι αυτός εκείνους. Τακτικά στη ώρα της προσευχής είχε γραμμένο ένα κείμενο εμπνευσμένο από το θείο Λόγο. Γεννημένος ιεροκήρυκας.

            Τελειώσαμε το Γυμνάσιο και πάψαμε να βλεπόμαστε. Καθένας στο δρόμο που διάλεξε. Εκείνος θεολογία, εγώ ιατρική. Όταν, ύστερα από αρκετά χρόνια, επέστρεψα από τη μετεκπαίδευσή μου στο εξωτερικό και ξανασυναντηθήκαμε, άρχισα να τον βλέπω κατά διαστήματα, συνήθως σα γιατρός εγώ για την οικογένειά του και αργότερα για τον ίδιο. Πέρα από τα ιατρικά θέματα είχαμε τόσα άλλα να πούμε. Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, μου εξέφρασε την απογοήτευσή του για τον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, που δεν είχε αντιδράσει. Απογοήτευση διπλή, γιατί ο ίδιος είχε ζήσει πολύ κοντά του. Έχασε τη μοναδική ευκαιρία να ξαναφέρει τη θρησκεία κοντά στους νέους, μου έλεγε. Κι ήταν ο μόνος που μπορούσε να το κάνει.

Τα τελευταία χρόνια αλλού εκείνος, αλλού εγώ, χαθήκαμε πάλι. Δεν μάθαινα νέα του. Του έστελνα μόνο τα χαιρετίσματά αν τύχαινε, αραιά και πού, να δω κανένα Σαντορινιό στο ιατρείο μου.

Γεννημένος στην Τήνο o Μακαριστός Μητροπολίτης, τέλεσε σπουδαίο ποιμαντικό έργο σε νησιά των Κυκλάδων και ήταν μια προσωπικότητα της εκκλησίας. Αγαπήθηκε από τον κόσμο, για τη μεγάλη προσφορά του, τη φιλανθρωπία του και την αγάπη του για τα παιδιά.

Την Ιερά Μητρόπολη Θήρας υπηρέτησε επί 19 συναπτά έτη και πρόσφερε σημαντικό έργο σε μια πολύ δύσκολη νησιώτικη επαρχία. Νωρίτερα, κατά τη δεκαετία 1959-1969, υπηρέτησε στην Ι. Μ. Σύρου και ήταν αυτός ο οποίος οργάνωσε τα κατηχητικά σχολεία. Ιδιαίτερα της Μεταμορφώσεως και της Κοιμήσεως.

Αγαπήθηκε απ’ τους Συριανούς και δέθηκε συναισθηματικά με το νησί. Μάλιστα, είχε εκφράσει κατ’ επανάληψη την επιθυμία του να ταφεί στη Σύρο. Είχε στενούς δεσμούς φιλίας με τους αείμνηστους Αρχιμανδρίτες Γρηγόριο Μαραγκό και Τιμόθεο Δράγαση, αλλά και με το Σύνδεσμο Συριανών.

Είδα τότε, πριν από 14 χρόνια, την αναγγελία του θανάτου του στην Κοινή Γνώμη. Δεν προλάβαμε να ξαναϊδωθούμε, να μιλήσουμε για τα παλιά, για τους καθηγητές μας – πριν από λίγους μήνες είχε φύγει ο τελευταίος, ένας από τους πιο αγαπημένους μας, ο Γ. Ζευγώλης, πιο παλιά είχε αναχωρήσει άλλος αγαπημένος, ο Α. Κανάκης – για τους συμμαθητές μας, να σχολιάσουμε τα όσα γίνονταν γύρω μας.

Θυμάμαι όποτε συναντιόμαστε είχαμε τόσα πολλά να πούμε! Τον έβλεπα σα συμμαθητή μου, αλλά και σαν σεβασμιότατο και εκείνος πάλι με έβλεπε, φυσικά σα συμμαθητή και φίλο του, αλλά και σαν το γιατρό του, με τους πανεπιστημιακούς τίτλους μου και υπήρχε η αμοιβαία αγάπη και σεβασμός.

-Θα ξαναϊδωθούμε άραγε Παντελεήμων; Εσύ τουλάχιστον έχεις, με την πίστη σου, την απάντηση. Εγώ; Δεν ξέρω.

ΟΧΛΟΥ ΕΓΚΩΜΙΟ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 23 Ιουλίου 2021

Έχομε συνηθίσει να βλέπουμε την έννοια του όχλου αρνητικά. Όχλος ονομάζεται το ανοργάνωτο πλήθος. Είναι περίπου συνώνυμος των λέξεων στίφος (στρατιωτών), συρφετός, μπουλούκι, ασκέρι, χυδαίος όχλος, (κοιν. λαουτζίκος, πόπολο, πλεμπάγια, λατ. turba, αντίθετα με την λέξη δήμος=λαός με την συνταγματική έννοια). Το ρήμα οχλώ συναντάται στον Όμηρο με την σημασία κινώ, διαταράσσω. Ο όχλος είναι άθροισμα ατόμων που παρουσιάζει μια ασταθή, ανορθολογική στάση και απουσία κοινωνικού αυτοελέγχου. Αποτέλεσμα αυτών των χαρακτηριστικών είναι οι αλόγιστες πράξεις βίας και παράνοιας που συνιστούν κυρίαρχο τρόπο έκφρασής του. Είναι, παρ΄ όλα αυτά, ένα φαινόμενο που απαντά υποχρεωτικά σε όλες τις κοινωνίες. Δεν γίνεται χωρίς αυτό. Ας το δούμε λίγο καλύτερα.

Το νοητό εγώ μας, η πλατωνική ψυχή, έχει τρία στοιχεία. Η γνώση συνδέεται με την αντικειμενική πραγματικότητα διαμέσου των αισθήσεών μας που την εμπλουτίζουν συνεχώς με νέες πληροφορίες. Η βούληση επίσης συνδέεται με την πραγματικότητα διαμέσου των μυών και των αδένων μας που την εκφράζουν με κίνηση ή έκκριση. Το συναίσθημα είναι το μόνο στοιχείο της ψυχής μας που δεν συνδέεται άμεσα με την πραγματικότητα, αλλά συνδέει τη γνώση με τη βούληση. Είναι το στοιχείο που έχει δύο όψεις εντελώς υποκειμενικές, την ευχάριστη, θετική και τη δυσάρεστη αρνητική. Με ποικίλη ένταση πιέζει τη βούληση να εκδηλωθεί. Διεγείρεται διττά. Είτε κινητοποιούμενο από τη γνώση και τότε ο Αριστοτέλης μιλά για προαίρεση είτε από αυτοδιεγειρόμενη βούληση, την Αριστοτελική όρεξη. Ανάλογα, από την κατάσταση του συναισθήματος το περιβάλλον γίνεται αντιληπτό ως φιλικό, όταν η βούληση πιέζεται συναισθηματικά να αυξήσει την ένταση των ερεθισμάτων που προσβάλλουν τις αισθήσεις μας ή ως εχθρικό, όταν συνδέεται με την τάση για απομάκρυνση των ερεθισμάτων. Ακόμη το περιβάλλον προσλαμβάνεται φιλικά όταν ευνοεί την αυτοϊκανοποίηση της βούλησης (π.χ. παρέχει τροφή στην πείνα, σύντροφο στην ερωτική διάθεση κλπ) ή αρνητικά όταν την εμποδίζει. Ο ρόλος της γνώσης, είναι κατά τον Πλάτωνα, να ελέγχει το συναίσθημα και τη βούληση. Σαν τον ηνίοχο που κυβερνά δυο ατίθασα άλογα. Προφανώς, απόλυτος έλεγχος είναι αδύνατος. Είναι αδύνατο να ελεγχθεί για πολύ η συνεχιζόμενη δίψα, πείνα κλπ.

Αντίστοιχα η κοινωνία έχει γνωστικό στοιχείο την επιστήμη, βουλητικό την ηθική και συναισθηματικό την τέχνη. Μια πολιτεία προκόβει όταν η λειτουργία της κατευθύνεται από την επιστήμη. Ωστόσο, μια πολιτεία “τέλεια” με απόλυτη κυριαρχία των επιστημονικών δεδομένων, είναι ένας ολοκληρωτισμός σαν εκείνον του “Μεγάλου Αδελφού” στο περίφημο έργο του G. Orwell. Όλες οι ανάγκες του αισθητού εγώ μπορεί να καλύπτονται, τα άτομα είναι έτσι ευτυχισμένα, αλλά δεν είναι ευδαίμονα. Με ποιες κοινωνικές εκδηλώσεις εκφράζεται το κοινωνικό συναίσθημα; Αναφέρθηκε ήδη η Τέχνη, με έργα εικαστικά στο χώρο και μουσικά στο χρόνο. Με την τέχνη αναφαίνεται το συναίσθημα του κόσμου, θετικό ή αρνητικό, και υποδεικνύεται η κάθαρση, έτσι που μπορεί να καθοδηγείται η επιστήμη στην αναζήτηση του τρόπου να λυθούν τα προβλήματα και η ηθική, με τη μορφή της πολιτικής να εφαρμόσει τις λύσεις. Παρ΄ όλα αυτά, ακόμη και σε μια ιδανική πολιτεία, επειδή αυτή αποτελείται από ανθρώπους και οι άνθρωποι σφάλλουν, το σύστημα δεν λειτουργεί πάντοτε. Το συναίσθημα τότε ξεχειλίζει, μετατρέπει το δήμο (μέρος του δηλαδή) σε όχλο. Και ο όχλος οχλεί. Συνηθισμένες εκδηλώσεις του είναι διαμαρτυρίες, πορείες, συλλαλητήρια, αποκλεισμοί δρόμων και λιμανιών, με συνοδές καταστροφές δημόσιων και ιδιωτικών έργων.

Ο ίδιος λαός, οργανωμένος, είναι δήμος, ανοργάνωτος είναι όχλος. Οργανωμένος σημαίνει ότι συγκροτείται με ορισμένους κανόνες που καθορίζουν αυστηρά ποιος έχει το δικαίωμα να συγκαλέσει το λαό, ποια θέματα είναι να συζητήσει ο λαός και πώς θα πάρει τις αποφάσεις του. Συζητώντας παίρνει αποφάσεις (σωστές ή λανθασμένες θα αποδειχθεί στο μέλλον) στη βάση επιχειρημάτων, με διαφορετική στάση του καθενός και συμπληρωματικό ρόλο τους. Αντίθετα, ο όχλος είναι ανοργάνωτος, μια αγέλη ανθρώπων, που χειραγωγείται εύκολα με μίμηση κάποιου αρχηγού, ο οποίος εκφράζει συνθήματα αντί επιχειρημάτων. Η συντηρητική στάση των μεγάλων προγόνων μας, όπως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, θεωρεί ότι η οχλοκρατία προκύπτει από την εκφύλιση της δημοκρατίας, διότι στηρίζεται στην πλειοψηφία, που είναι οι πτωχοί και αμόρφωτοι και με το όπλο της πλειοψηφίας αποφασίζουν παραβιάζοντας κάθε νόμο. Από την άλλη, στη δημοκρατία, η βουλή αποτελείται από κληρωμένο δείγμα του συνόλου των πολιτών, έτσι που οι νόμοι που αποφασίζει είναι σύμφωνοι με τη βούληση του λαού, το δίκαιο τείνει να συμπίπτει με την ηθική και επομένως ο λαός δεν έχει κίνητρο να ενεργήσει παρά τους νόμους. Η σωστή δημοκρατία, με ανεξάρτητη κυβέρνηση εκλεκτών που εισηγούνται τους νόμους και δικαιοσύνη που αγρυπνά για την τήρησή τους, αποθαρρύνει την οχλοκρατία.

Ακόμη και στην ιδανική περίπτωση, με άριστη λειτουργία των 3 ανεξάρτητων εξουσιών, καθώς οι άνθρωποι σφάλλουν, ενδέχεται να μην ικανοποιείται το συναίσθημα του λαού. Και τότε είναι χρήσιμη μια εκδήλωσή του, ακόμη και με οχλοκρατικές εκδηλώσεις, όπως με συλλαλητήρια κλπ. Η εξουσία είναι αναγκασμένη ενίοτε να παίρνει αποφάσεις που είναι χρήσιμες για το μέλλον, αλλά απαιτούν θυσίες για το παρόν. Συχνά με το παρόν καθεστώς στις περισσότερες “ελεύθερες” χώρες γίνεται το αντίθετο, διότι οι κυβερνήσεις και η βουλή είναι υποχρεωμένες από το σύστημα να φροντίζουν το παρόν, να μοιράζουν αργομισθίες. Οπωσδήποτε, η αντοχή του πλήθους δεν είναι απεριόριστη. Και ο τρόπος έκφρασής της, όταν δεν εμφανίζεται στη βουλή, που λειτουργεί με διαβουλεύσεις, είναι ο οχλοκρατικός. Ο διεγερμένος όχλος μπορεί να ενεργεί για εντελώς παρανοϊκούς λόγους, όπως όταν διαδηλώνει για μια ποδοσφαιρική ομάδα (ομάδα ιπποδρόμου στα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά χρόνια), αλλά, έστω κι έτσι, δεν μπορεί να αγνοηθεί ο ρόλος του για τη διαμόρφωση λύσεων από τη σκεπτόμενη κυβέρνηση.

Ανάμεσα στα αρνητικά που αναφέρθηκαν για τον όχλο και τις εκδηλώσεις του, πρέπει να σημειωθεί και κάτι το σπάνιο, σχεδόν τυχαίο, θετικό. Το συναίσθημα στην ψυχή μας καθορίζει την ένταση με την οποίαν πιέζεται η βούληση, ώστε να οδεύσει το άτομο προς την ευδαιμονία. Έτσι, παίζει τουλάχιστον ισότιμο ρόλο στη διαμόρφωση ενός οράματος, μιας φαντασίας, μαζί με το γνωστικό, το βουλητικό στοιχείο και τα αποθηκευμένα στη μνήμη δεδομένα. Αντίστοιχα, στον αδιαμόρφωτο όχλο ενδέχεται να υποκρύπτεται μια φαντασία δημιουργική, που να οδηγήσει σε πολιτικές αποφάσεις που, επεξεργασμένες, θα συμβάλλουν στην ανάδειξη νέας, ποιοτικά ανώτερης, κατάστασης. Η οχλοκρατική φοιτητική εξέγερση το Μάη 1978 στο Παρίσι σταμάτησε με ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα, ενώ όσα σωστά κίνητρα υπήρχαν στον εξεγερμένο όχλο λήφθηκαν υπόψη από την επόμενη κυβέρνηση.

Ιεράρχηση ανθρώπων

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris,wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 22 Ιουλίου 2021

Είμαστε τρισυπόστατοι. Η αισθητή, σωματική, υπόστασή μας γεννήθηκε με τη σύλληψή μας και είναι αισθητή από το περιβάλλον της. Η νοητή υπόστασή μας υπάρχει από τη γέννησή μας και δεν είναι αισθητή από άλλους, αλλά μόνο νοητή, συμπερασματικά, από τη συμπεριφορά μας∙ είναι άμεσα αντιληπτή μόνον από εμάς τους ίδιους. Η κοινωνική υπόστασή μας γεννήθηκε με μια κοινωνική τελετή, και αποτελεί τον τρόπο που μας αντιλαμβάνεται το κοινωνικό περιβάλλον μας. Αντίστοιχα, τα κίνητρά μας είναι τριών ειδών. Τα κίνητρα του αισθητού Εγώ μας είναι οι σωματικές, βιολογικές ανάγκες μας. Αν δεν ικανοποιηθούν πεθαίνομε. Τα κίνητρα του κοινωνικού Εγώ μας πηγάζουν από τις ανάγκες που μας επιβάλλει η συμβίωσή μας μες στην κοινωνία μας, η ανάγκη για αγάπη και αναγνώριση. Τα κίνητρα, τέλος, του νοητού Εγώ μας είναι οι σκοποί μας και οι επιθυμίες μας που πηγάζουν από μέσα μας και όχι από τις περιβαλλοντικές επιδράσεις, τις σωματικές ανάγκες ή τις κοινωνικές πιέσεις.

Αυτό που προπάντων ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα ζώα είναι η διαμόρφωση σκοπού, η αυτοπραγμάτωσή του. Ενώ η σωματική και κοινωνική υπόστασή μας περιορίζεται από τους φυσικούς/βιολογικούς και κοινωνικούς νόμους αντίστοιχα, η νοητή διέπεται από τη φαντασία που είναι χωρίς όρια. Και ο σκοπός, μια μελλοντική παράσταση, σχετίζεται άμεσα με την πολυσυζητημένη ελευθερία της βούλησης. Σαν τη φαντασία, είναι σχεδόν απεριόριστη.

Διαφορές μεταξύ ανθρώπων ως προς το αισθητό και το νοητό Εγώ τους υπάρχουν αναγκαστικά, αλλά, καθεαυτές, δεν είναι άνισες. Ιεραρχούνται στα πλαίσια του κοινωνικού Εγώ. Διαφορές υπάρχουν τόσο στο αισθητό όσο και στο νοητό Εγώ, ισότητα όμως ή ανισότητα υπάρχει μόνο στο κοινωνικό Εγώ. Ο πλούσιος, ο βασιλιάς, είναι ανώτεροι από τον πένητα ή το στρατιώτη και η κοινωνία τους παρέχει τα μέσα να ικανοποιούν ευκολότερα τους σκοπούς του νοητού Εγώ τους μέσα στα πλαίσια της κοινωνίας. Άνισοι είναι οι κοινωνικοί ρόλοι, που τους υποδύονται ισοδύναμα άτομα.

Η κοινωνική θέση μας χαρακτηρίζεται από το τι προσφέρομε στην κοινωνία. Υπάρχουν άνθρωποι που με τις δημιουργίες τους, την εργασία τους, προσφέρουν στην κοινωνία δυνατότητες να ευκολύνουν ή να απολαμβάνουν τη ζωή τους οι άλλοι. Καλλιτέχνες, μουσικοί, ποιητές, συγγραφείς, χορευτές, ζωγράφοι, γλύπτες και επιστήμονες, ιατροί, φυσικοί, νομικοί, γεωργοί, βοσκοί, ναυτικοί, τεχνίτες κλπ προσφέρουν το έργο τους να το απολαύσει το κοινό. Όλοι όμως έχουν την ανάγκη να κινήσουν τη προσοχή του κοινωνικού περιβάλλοντός τους. Αν δεν το κάνουν με το έργο τους, (δεν μπορούν; έτσι έχουν συνηθίσει;), το κάνουν προσφέροντας στην κοινωνία τον εαυτό τους, το σώμα τους. Είναι αυτοί που ντύνονται εξεζητημένα, παρδαλά, φέρουν στολίδια πάνω τους, έχουν ζωγραφισμένο το σώμα τους, κουνιόνται ασυνήθιστα για να κινήσουν την περιέργεια, την προσοχή, του κοινού. Τις περισσότερες φορές οι πρώτοι, που προσφέρουν το έργο τους νοιάζονται κυρίως για να ικανοποιήσουν τις εσωτερικές τάσεις τους, τους σκοπούς, την εκπλήρωση των ονείρων τους. Οι δεύτεροι, που επιδεικνύουν τη μορφή τους νοιάζονται κυρίως για να ικανοποιήσουν τις σωματικές ανάγκες του αισθητού Εγώ τους, τις σεξουαλικές και διατροφικές ανάγκες τους. Οι πρώτοι προσπαθούν να επικεντρώσουν τη προσοχή του περιβάλλοντός τους στο έργο τους, οι δεύτεροι στον εαυτό τους. Είναι νάρκισοι.

Οι δημιουργοί πνευματικού έργου πρέπει να ζήσουν. Ο σύγχρονος τρόπος είναι να πουλούν τα έργα τους, επιστημονικά ή καλλιτεχνικά. Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Στην αρχαιότητα ήταν μέριμνα της πολιτείας. Η πολιτεία κάλυπτε τα έξοδα των εισιτηρίων στην τραγωδία (θεωρικά), ενώ τα της παράστασης, ιδίως του πολυάνθρωπου, πολυδάπανου χορού, πληρώνονταν υποχρεωτικά από πλουσίους, τους χορ-ηγούς. Αν κάποιος από αυτούς δυσφορούσε, θα έπρεπε ή να παραιτηθεί από τα προνόμια που του έδινε η τάξη των πλουσίων όπου είχε ενταχθεί ή να υποδείξει άλλον, κατά την άποψή του πλουσιότερο. Αν κι εκείνος αρνιόταν, όφειλαν να ανταλλάξουν τις περιουσίες τους (αντίδοση). Και τα εικαστικά έργα, ναοί, αγάλματα κλπ πληρώνονταν επίσης από την πολιτεία. Ο Παρθενώνας δεν έγινε από ιδιωτικές, αλλά από δημόσιες δαπάνες. Η πόλη ήταν καταστόλιστη, σε αντίθεση με τις ιδιωτικές κατοικίες (και τους ιδιωτικούς τάφους) που ήταν πολύ λιτές. Παρά ταύτα, η εκπαίδευση στην αρετή, την αιδώ και τη δίκη, γινόταν άλλοτε χωρίς πληρωμή των δασκάλων, όπως του Σωκράτη, και άλλοτε με πληρωμή τους από τους μαθητές, που γίνονταν έτσι ρήτορες στην πολιτική και στη δικαιοσύνη, όπως ήταν οι σοφιστές. Το ότι τέτοιους δασκάλους (σοφιστές, όχι σοφούς), παρά την εκτίμηση του έργου τους, συχνά τους περιφρονούσε η αριστοκρατία, οφειλόταν, υποστηρίζω, και στο ότι αμείβονταν για το έργο τους από τους μαθητές τους. Η κατάσταση άλλαξε με την πτώση της δημοκρατίας και, ιδίως, με τους Ρωμαίους και τους διαδόχους τους ως σήμερα. Ωστόσο, ούτε στην αρχαιότητα έλειψαν εκείνοι που, μη έχοντας την ικανότητα να παράγουν έργο άξιο της εκτίμησης της κοινωνίας, πρόσφεραν τον εαυτό τους, τον αισθητό εαυτό τους. Αυτοί ήταν οι κατά κάποιον τρόπο πόρνοι.

Ο Πλάτων ξεχωρίζει στο Συμπόσιό του σαφώς την ουράνια από την πάνδημο (αγοραία) Αφροδίτη. Η ειδοποιός διαφορά τους είναι ακριβώς ότι η πάνδημη εμπορεύεται το σώμα της, ενώ η ουράνια συνεπάγεται ανάταση του πνεύματος ως τον έρωτα του θείου.

Σήμερα, όχι σπάνια, βρισκόμαστε σε δίλημμα να κρίνουμε τους ανθρώπους, ιδιαίτερα όσους προσφέρουν κάτι διαφορετικό από αγαθά ή υπηρεσίες. Αυτά τα εκτιμούμε περίπου, ανάλογα και με τις ανάγκες μας και τα πληρώνομε. Τι γίνεται όμως με τους δημιουργούς πνευματικών έργων; Συχνά αυτοί που χαρακτήρισα «πόρνους» διότι πουλάνε τον εαυτό τους, είναι άτομα με ακραίες σεξουαλικές ή άλλες αποκλίσεις. Έτσι, τείνομε να ταυτίζομε τα δύο. Είναι όμως άσχετα. Μπορεί κάποιος να έχει ακραίες αποκλίσεις, αλλά να είναι ένας ιδιοφυής δημιουργός πνευματικού έργου. Όχι, αυτός δεν είναι πόρνος και, ως κοινωνία τον τιμούμε, είμαστε περήφανοι γι΄ αυτόν, δεν μας πέφτει λόγος για τις διαφορές του από τους άλλους.

Μένει βέβαια το ερώτημα για την αμοιβή των δημιουργών. Μετά την πτώση της δημοκρατίας στην αρχαία Ελλάδα, η κοινωνία πιέζει τους δημιουργούς να γίνουν έμποροι των έργων τους. Αλλιώς δεν επιβιώνουν. Το κράτος, αλλά προπάντων η τοπική αυτοδιοίκηση, εξακολουθεί να γίνεται χορηγός. Οι ιδιώτες χορηγοί δεν έχουν λείψει, αλλά κανένας δεν τους υποχρεώνει να χορηγούν. Είναι, ως ένα βαθμό, ιδιοκτήτες του παραγόμενου έργου. Μια αρμονική λειτουργία της κοινωνίας, απαιτεί ισόρροπη ανάπτυξη των φυσικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών. Αυτό, ενδεχομένως, μόνο με αποκατάσταση της δημοκρατίας μπορεί να επιτευχθεί.

ΠΑΛΙΜΠΑΙΔΙΣΜΟΣ;

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 20 Ιουλίου 2021, dimitrissideris.wordpress.com

Τα Ιταλικά, τα Γαλλικά, τα Ισπανικά, τα Πορτογαλικά, τα Ρουμανικά μοιάζουν πολύ με τα Λατινικά, αλλά δεν είναι Λατινικά. Είναι βέβαια παιδιά της Λατινικής γλώσσας, αλλά δεν είναι η λατινική. Μήπως και η Νεοελληνική γλώσσα δεν είναι Ελληνική, αλλά παιδί της;

Κάθε ζωντανή ύπαρξη γεννιέται, αλλάζει και στο τέλος, οϊμέ, πεθαίνει. Αυτή η πορεία τεκμηριώνει ότι είναι ζωντανή. Τη στιγμή που θα πάψει να εξελίσσεται, πεθαίνει. Στη διάρκεια της διαρκούς αλλαγής ωριμάζει, γίνεται δηλαδή ικανή να αφήσει απογόνους. Η Λατινική πέρασε από όλα τα στάδια και τώρα είναι πεθαμένη. Κανένας λαός δεν τη μιλάει πια. Διατηρείται βέβαια στην καθολική εκκλησία, αλλά δεν αλλάζει. Διατηρείται μουσειακά, όπως ένα έργο τέχνης που έπαψε να στολίζει μια αίθουσα δεξιώσεων και εκτίθεται τώρα, με μεγάλο σεβασμό, σε μουσείο. Η Ελληνική γλώσσα, αντίθετα, δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται από ένα λαό και να εξελίσσεται ακατάπαυστα από τον καιρό του Ομήρου και του Ησιόδου ως τις μέρες μας. Λέξεις ξεχνιόνται, νέες εμφανίζονται, η γραμματική της αλλάζει, ακόμη και το συντακτικό της, αν και με βραδύτερο ρυθμό αυτό. Η σημερινή γλώσσα μας δεν μοιάζει σε τίποτε με την αρχαία. Αν μας άκουγε ο Αγαμέμνονας να μιλάμε δεν θα καταλάβαινε τίποτε από όσα λέμε, όπως κι εμείς δεν θα τον καταλαβαίναμε. Ο Αθηναίος πολίτης δε μιλούσε τη γλώσσα του Ομήρου, όμως την καταλάβαινε. Οι Αλεξανδρινοί και οι Ευαγγελιστές μιλούσαν την “κοινή Ελληνική”, που διέφερε σημαντικά από εκείνη της κλασικής περιόδου, αλλά την κατανοούσαν. Ακολούθησε η κοινή Βυζαντινή του Ερωτόκριτου και των ακριτικών τραγουδιών κι αυτής συνέχεια είναι η γλώσσα που μιλάμε σήμερα, ενώ κανένας μας δεν καταλαβαίνει τον Όμηρο αν δεν έχει εκπαιδευθεί ειδικά.  Κι όμως η γλώσσα είναι ίδια. Πώς γίνεται;

Κάθε ζωντανή ύπαρξη γεννιέται, αλλάζει και στο τέλος, οϊμέ, πεθαίνει. Γεννήθηκα πριν από 8 δεκαετίες. Έχω φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας. Κι αν τις συγκρίνω με τη σημερινή μου εμφάνιση, σε τίποτε δεν μοιάζω με εκείνη τη μακρινή μορφή. Βέβαια εγώ κι εκείνο το παιδί έχομε το ίδιο DNA, τα ίδια δακτυλικά αποτυπώματα, αλλά αυτά τα χαρακτηριστικά, ούτε εγώ τα καταλαβαίνω με τη νόηση ή τις αισθήσεις μου ούτε άλλος κανένας. Είναι εργαστηριακά ευρήματα, που πιστοποιούν την ταυτότητά μου. Κι όμως λέω ότι είμαι ο ίδιος άνθρωπος, όπως εκείνο το τόσο μακρινό παιδάκι, διότι, πρώτο, εγώ νοιώθω ότι είμαι ο ίδιος, δεύτερο, διότι όλο το έλλογο περιβάλλον μου, που κι αυτό αλλάζει κι εξελίσσεται, διαπιστώνει πως είμαι ο ίδιος και, τρίτο, επικουρικό, υπάρχει και η αντικειμενική εργαστηριακή απόδειξη που λέγαμε, DNA, δακτυλικά αποτυπώματα και άλλα σχετικά. Έτσι, ακριβώς, είναι και η γλώσσα μας. Η σύγχρονη γλώσσα ταυτίζεται με την αρχαία, διότι υπάρχει μια αδιάσπαστη συνέχεια και διότι έτσι εμείς το νοιώθομε. Η συνέχεια της γλώσσας μας τεκμηριώθηκε προπάντων από το Ν. Γ. Πολίτη. Όπως γράφει ο ίδιος “εις τα τραγούδια και τας παραδόσεις ο εθνικός χαρακτήρ αποτυπώνεται ακραιφνής και ακίβδηλος”. Ο γραπτός λόγος προαπαιτεί τη διδασκαλία από κάποιον που ασκεί ένα είδος βίας για να μαθευτεί. Έτσι, δεν είναι “ακίβδηλη” μαρτυρία. Οι παροιμίες και άλλα έθιμα μεταφέρονται από τον ένα λαό στον άλλον, έτσι που δεν αποτελούν “ακραιφνή” μαρτυρία ταυτότητας. Τα δημοτικά τραγούδια όμως μεταδίδονται προφορικά, από κάθε γενιά στην κατιούσα της και μπορούν όντως να αποτελέσουν τεκμήριο αδιάψευστο γλωσσικής ταυτότητας.

Παρά τα παραπάνω, υπάρχουν μερικοί που αγωνιούν να αποδείξουν την ομοιότητα της σύγχρονης γλώσσας μας με την αρχαία. Βλέπεις, υπάρχουν οι κακόπιστοι που αμφισβήτησαν την Ελληνική μας ταυτότητα, όπως ο Falmereyer και όσοι τον ακολούθησαν. Ίσως από αυτή την αγωνία παρακινούμενοι, προσπαθούν να βρουν ή να κατασκευάσουν επιφανειακές ομοιότητες με την αρχαία γλώσσα, όπως είναι η ιστορική ορθογραφία. Αυτή η προσπάθεια μου φαίνεται σα να προσπαθώ εγώ ο γέρος να φορώ περήφανος το ζιπουνάκι και τις χάντρες που φορούσα όταν ήμουν βρέφος για να δείχνω ότι είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό βέβαια είναι παλιμπαιδισμός. Ο παλίμπαιδας δεν το καταλαβαίνει.

Σε κάποια φάση της ιστορίας μας επινοήθηκε η Ελληνική γραφή που ήταν τότε φωνητική. Καθένα από τα γράμματα και συμπλέγματα που σήμερα τα προφέρομε με τον ίδιο τρόπο (π.χ. η, ῃ, ι, υ, ει, οι, υι) τότε προφερόταν διαφορετικά, αλλιώς δεν υπήρχε λόγος να γράφονται με διαφορετικό τρόπο. “Ο μόνος λόγος ύπαρξης της γραφής είναι να παραστήσει τη γλώσσα” (F. de Saussure). Η σημερινή γραφή μας είναι αυτή που ταιριάζει στην παιδική ηλικία της γερο-γλώσσας μας, όχι στη σημερινή. Και η συνέχισή της, εντάξει δεν είναι, αλλά, θυμίζει παλιμπαιδισμό.

Δεν υπάρχουν σοβαρές αντιρρήσεις ότι η γλώσσα μας εξελίχθηκε χωρίς διακοπές από την αρχαιότητα ως σήμερα. Σε καμιά φάση δεν πέθανε η γλώσσα μας για να εμφανισθεί στη θέση της μια άλλη, όπως έγινε με τις νεο-Λατινικές. Η εξέλιξη αυτή σε επίπεδο λέξεων είναι το αντικείμενο της ετυμολογίας, κλάδου της γλωσσολογίας,. Η ετυμολογία έχει για τη γλώσσα την ίδια αξία που έχει η ιστορία για την πολιτική. Αντ΄ αυτού συχνά χρησιμοποιείται η ετυμολογία για να αποδείξει πώς πρέπει να γράφεται μια λέξη, αν πρέπει να γράφουμε “αεροπορία ή αεροπορεία”, διότι η λέξη προέρχεται από τον αεροπόρο και όχι από την “πορεία” που προέρχεται από το “πορεύομαι”, που περιέχει το “ε”, λες και ο αεροπόρος δεν πορεύεται κι αυτός στον αέρα. Η λεγόμενη ορθογραφία όμως είναι απλώς συμφωνία που αλλάζει κατά διαστήματα και ζητεί τεκμηρίωση από την ετυμολογία – δεν βοηθά αντίστροφα στη αποκάλυψη της ετυμολογίας, αφού η γραφή δεν είναι “ακίβδηλη”. Η μόνη ορθή γραφή (ορθογραφία) είναι αυτή που όσο γίνεται, αποδίδει πιστά τη γλώσσα, ακολουθώντας τη συλλογιστική του Saussure.

Εδώ αρχίζω αυτοκριτική. Αν είναι όπως τα λέω, γιατί εξακολουθώ να γράφω με την ιστορική ορθογραφία, που σχεδόν κανένας (ούτε εγώ) δεν την κατέχει και που είναι απλώς μια σύμβαση και όχι ορθή γραφή της γλώσσας μας; ‘Οχι, δεν είναι δειλία. Δεν θα έχει συνέπειες για μένα. Δεν διακυβεύεται κάποια σταδιοδρομία μου για να φοβάμαι. Όμως, πρωταρχικός σκοπός της γλώσσας είναι η επικοινωνία. Για να επικοινωνώ με τους ανθρώπους πρέπει να γράψω με το συμβατικό τρόπο, αλλιώς δεν θα δημοσιευθούν τα κείμενά μου. Εξάλλου, έχει δειχθεί ότι η κατανόηση κειμένων με φωνητική γραφή, αν και δεν υστερεί, όμως καθυστερεί σημαντικά συγκριτικά με των ίδιων κειμένων γραμμένων στην ιστορική ορθογραφία. Συγγνώμη!

ΠΟΙΟΣ ΤΟ΄ ΚΑΝΕ;

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 17 Ιουλίου 2021

Δεν ξέρω πόσο αληθινή είναι η ιστορία. Mια δασκάλα της 6ης δημοτικού μπαίνοντας στην τάξη είδε καρφιτσωμένο στον πίνακα ένα προφυλακτικό. “Ποιος τόκανε;” Να τον βρει να τον τιμωρήσει, να ειδοποιήσει τους γονείς του. Μια άλλη δασκάλα, διαβάζοντας την ιστορία σχολίασε ότι αυτή θα τo θεωρούσε μια καλή ευκαιρία να εξηγήσει στους μαθητές της τις γενετήσιες σχέσεις, το ενδεχόμενο κύησης και τους κινδύνους σοβαρών νόσων.

Οι ερωτήσεις που αρχίζουν με τη λέξη: “Ποιος;” είναι πολύ σημαντικές. Ένας καθηγητής μου στο τότε Γυμνάσιο μας έλεγε πως “η φιλοσοφία αρχικά εξέταζε το “Ποίος, Πώς; και Διά τι”. Ύστερα διασπάθηκε. Με το “Ποιος;” ασχολείται η θεολογία, με το “Πώς;” η επιστήμη και με το “Διά τι;” η ηθική. Ήδη ο Μέγας Βασίλειος είδε τη διαφορά μεταξύ Ελληνικής φιλοσοφίας που εξέταζε το “Πώς;”  και του Χριστιανισμού που εξέταζε το “Ποιος;”. Αφού λοιπόν απαντούσαν σε διαφορετικά ερωτήματα, δεν βρίσκονταν σε αντίθεση. Έτσι με το Μεγάλο αυτό Άγιο και τους άλλους δυο εξίσου μεγάλους Ιεράρχες, έπαψε ο εξοντωτικός πόλεμος των Χριστιανών που είχε αρχίσει εναντίον της Ελληνικής σκέψης και προέκυψε αυτό που σήμερα λέμε “Ελληνοχριστιανικός πολιτισμός”. Εννοώ το εξής. Γράφει η Γένεση: “Επεν Θες: Γεννηθήτω φς κα γένετο φς. Καὶ εἶδεν ὁ Θεός τὸ φῶς ὃτι καλὸν. Δεν περιγράφει η Γραφή τι συνέβηκε μεταξύ της ρήσης του Θεού και της εμφάνισης του φωτός. Μπορεί να πει κανένας ότι δεν συνέβηκε τίποτε, το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο ήταν μηδενικό, δεν υπήρχε Χρόνος. Όμως Χρόνος υπήρχε, αφού, κατά τη Γένεση πάντα, χρειάσθηκαν 6 διαδοχικές μέρες για να συντελεσθεί Δημιουργία. Αν δεν υπήρχε Χρόνος, θα γίνονταν όλα σε μια στιγμή. Η θρησκεία έρχεται να απαντήσει στο βασικό ερώτημα: “Ποιός;” Και απαντά σαφώς: “ Ἐγὼ  εἰμι Κύριος  ὁ  Θεὸς  σου“. Το τι έγινε, δηλαδή το “Πώς;” προσπαθεί να το απαντήσει η επιστήμη, αναγνωρίζοντας πως διαρκώς θα προχωρεί, χωρίς ποτέ να φθάσει στο τελικό τέρμα.

Η επιστημονική γνώση στηρίζεται στη διασταύρωση του νοητού με το αισθητό, της υπόθεσης με την παρατήρηση, της θεωρίας με την εμπειρία. Ο Θεός όμως δεν είναι αισθητός. “Θεόν  οὐδεὶς  ἑώρακε  πώποτε“, γράφει ο Ιωάννης. Εξορισμού δεν αποδεικνύεται επομένως επιστημονικά η ύπαρξή Του. Υπήρξαν μεγάλοι διανοητές που προσπάθησαν να αποδείξουν ότι υπάρχει Θεός με ποικίλα λογικά επιχειρήματα. Η προσπάθειά τους όχι μόνο έπεσε στο κενό, αφού ο Θεός δεν είναι προσιτός στην ανθρώπινη αίσθηση, αλλά και αποτυγχάνοντας να αποδείξουν την ύπαρξή Του, ενίσχυσαν την απιστία. Όμως ούτε η ανυπαρξία μπορεί ποτέ να αποδειχθεί λογικά. Μπορεί να υπάρχει κάτι που ακόμη δεν το έχομε βρει, δεν το έχομε δει, ακούσει, αγγίξει, οσφρανθεί, γευθεί. Επομένως, μάταιη είναι και η προσπάθεια να αποδειχθεί ότι Θεός δεν υπάρχει. Τι μένει; Να ξεχωρίσουμε εντελώς την επιστημονική γνώση από τη θρησκευτική πίστη. Στην πίστη φθάνομε χωρίς τη συμμετοχή των αισθήσεών μας. Είναι ο τέλειος, άφθαρτος κόσμος των Πλατωνικών ιδεών. Είναι η φωνή που μπορεί να ακούσει, μόνο καθένας, μέσα του, κάποια, απρόοπτη στιγμή, στην πορεία για τη Δαμασκό, να του λέει: “Τι με διώκεις;” Η ενασχόληση ακόμη σήμερα μερικών να αποδείξουν το υπερφυσικό με φυσικό τρόπο είναι μάταιη. Περιγράφουν π.χ. κάτι που καμιά επιστημονική γνώση δεν το ερμηνεύει. Όμως η παρατήρηση που έχουν κάνει για να το περιγράψουν ενέχει απαραιτήτως σφάλμα, όπως όλες οι αισθητές παρατηρήσεις. Και η αδυναμία να ερμηνευθεί σημαίνει απλώς ότι, αν η επιστήμη επιμείνει, κάποτε ενδέχεται να το ερμηνεύσει.

Εξέτασα παραπάνω τη σχέση του “Πώς;” με το “Ποιος;”. Τα πράγματα γίνονται πιο πολύπλοκά όταν εξετάσουμε συγκριτικά και το τρίτο ερώτημα, το “Διά τι”. Κάποιοι, κορυφαίοι διανοητές, όπως ο Σωκράτης, συνέχεαν τη βούληση με τη γνώση, το “Πώς” με το “Διά τι;”. “Κακὸς ἑκὼν οὐδείς“, από άγνοια γίνεται κάποιος κακός, αφού ο κακός βλάπτει τους άλλους και αυτοί αντίστοιχα θα βλάψουν αυτόν. Όμως, η γνώση προπάντων αυξάνει τη δύναμη κάποιου και αυτός μπορεί να τη χρησιμοποιήσει είτε για καλό είτε για κακό. Η γνώση για τη διάσπαση του ατόμου πρόσφερε μέγιστη ευεργεσία στην ανθρωπότητα, π.χ. με τη δυνατότητα να θεραπεύονται ορισμένοι καρκίνοι, αλλά και βλάβη με την ικανότητα να σκοτώνει σε κλάσμα δευτερολέπτου μυριάδες ανθρώπους. Η ηθική είναι βουλητικό στοιχείο, είναι η περιρρέουσα βούληση της κοινωνίας, ενώ η επιστήμη είναι η προσιτή στην κοινωνία γνώση. Και η βούληση μπορεί να προκύπτει ως συνέπεια της γνώσης, είναι η Αριστοτελική προαίρεση, που μπορεί να ταιριάξει με τη Σωκρατική αντίληψη. Προκύπτει όμως και αυτόματα, με ένα είδος ταλάντωσης, που εμφανίζεται υποχρεωτικά, περιοδικά, χωρίς να μπορεί να την αναστείλει καμιά γνώση, είναι η Αριστοτελική όρεξη.

Οι άνθρωποι, στην καθημερινή διαβίωσή μας έχομε ανάγκη να πάρουμε θέση απέναντι και στα τρία ερωτήματα. Για το τι θα κάνουμε, που προκύπτει από τη βούλησή μας, έχομε αναπτύξει στην παιδική μας ηλικία με την παιδεία μας το τι “πρέπει”, δηλαδή το εσωτερικευμένο “θέλω” της κοινωνίας. Κάθε στιγμή είναι διαφορετική από τις άλλες και επομένως, το απλό “πρέπει” που αφορά σε αρχές δεν μας αρκεί. Χρειαζόμαστε και κάποιον να μας υποδείξει τι να κάνουμε. Στην ανθρώπινη, αισθητή κοινωνία, αυτός ο κάποιος είναι η κοινωνία. Αυτή πρέπει να προσωποποιηθεί σε συγκεκριμένο “Ποιος”. Στην ιδανική περίπτωση είναι η δημοκρατική εξουσία αυτός ο “Ποιος;” που μας υπαγορεύει τα όρια των ενεργειών μας. Η κοινωνία είναι στην αντίληψη του κοινού ο επί γής Θεός. “Φωνή λαού, οργή Θεού”. Φυσικά, αυτά δεν ισχύουν αν η εξουσία δεν είναι δημοκρατική. Η εναλλακτική στάση είναι να βασισθούμε στην πίστη, αλλά αυτή υπαγορεύεται από τους “εκπροσώπους του Θεού”, για τους οποίους όμως δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ότι Τον εκπροσωπούν. Ο Θεός έγινε αισθητός, διαμέσου του Υιού του. “Ἐν  ἀρχῇ  ἦν  ὁ  Λόγος,  καὶ  ὁ  Λόγος  ἦν  πρὸς   τὸν Θεόν,  καὶ  Θεός  ἦν  ὁ  Λόγος…  Καὶ  ὁ  Λόγος  σὰρξ  ἐγένετο.“. Δυστυχώς ο Κύριος δεν άφησε γραφή. Η πίστη, μη επιδεχόμενη απόδειξη, μόνη απόδειξη έχει ότι πείθει και άλλους. Οι άλλοι είτε πείθονται είτε εξοντώνονται. Σε όλες τις θρησκείες ισχύει. Μένει η δημοκρατική αρχή.

Και μένει για τα παιδιά η μετάδοση γνώσης τελείως ανεξάρτητα από την ηθική, όπως πώς πολλαπλασιάζονται τα έμβια όντα και τι πρέπει να κάνουν τα ανθρώπινα όντα, σχετικά με την αναπαραγωγική τους δραστηριότητα. Όχι η αδικαιολόγητη ποινή ούτε πως “θα το μάθουν οι γονείς σου”.

ΑΙΕΝ ΑΡΙΣΤΕΥΕΙΝ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 1`5 Ιουλίου 2021

Αγαθός (καλός), αμείνων (βελτίων, κρείττων, καλύτερος), άριστος (βέλτιστος, κράτιστος). Τι σημαίνουν αυτά τα επίθετα και, προπάντων, τα παραθετικά τους; Καθένας γεννιέται με ικανότητες που του μεταβιβάστηκαν με την κληρονομικότητά του. Εκδηλώνονται με τα αντανακλαστικά του. Καθένας λίγο διαφορετικές από των άλλων. Από νωρίς του φυτεύονται από το περιβάλλον του κάποιες άλλες ικανότητες με το μηχανισμό των εξαρτημένων αντανακλαστικών, δηλαδή με απόκτηση κάποιων συνηθειών. Ως εδώ είναι διαφορές. Καμιά τους δεν είναι καλή ή κακή. Από νωρίς όμως αρχίζουν να προσλαμβάνουν μια “ηθική” σημασία, ανάλογα με το πόσο τον βοηθούν να επιβιώνει. Ο ισχυρότερος είναι καλύτερος από τον ασθενέστερο στο φυσικό αγώνα του αισθητού κόσμου για την επιβίωσή του. Βρίσκει πιο εύκολα τροφή και αποφεύγει πιο εύκολα να γίνει η λεία κάποιου άλλου.

Καθώς μεγαλώνει το ανθρώπινο ον, το περιβάλλον του ευρύνεται και οι κοινωνικές προκλήσεις γίνονται μεγαλύτερες. Η κοινωνία είναι δομημένη σε ρόλους, που καθένας τους, διαφορετικός από τους άλλους, συμβάλλει με τους υπόλοιπους στην επίτευξη κοινού σκοπού. Ανάλογα με τις ικανότητες καθενός, όταν έλθει η στιγμή να γίνει ενεργό μέλος της κοινωνίας, κάποιος είναι καταλληλότερος για ένα ρόλο, λιγότερο για άλλους, για τους οποίους άλλοι είναι πιο ταιριαστοί από αυτόν. Η διατήρηση της συνοχής της κοινωνίας απαιτεί κάποιοι ρόλοι να εξαρτώνται από άλλους και η κοινωνία να αποτελείται αντίστοιχα από άρχοντες και αρχομένους. Τώρα, οι φυσικές και επίκτητες διαφορές των ατόμων αρχίζουν να έχουν ηθική σημασία, ανάλογα με το ρόλο που αναλαμβάνει καθένας και αρχίζουν να είναι τα άτομα ίσα ή άνισα. Οι άρχοντες έχουν ευρύτερες δυνατότητες επιλογής από τους αρχομένους καθώς οι δεύτεροι είναι υποχρεωμένοι να υπακούν στους πρώτους, από τους οποίους εξαρτώνται. Η αριστεία αρχίζει να είναι κίνητρο για τον καθένα, ιδίως στη φάση που διαμορφώνεται η προσωπικότητά του.

Η αριστεία μπορεί να σημαίνει ειδίκευση σε ένα ρόλο, οπότε κάποιος επιχειρεί να είναι πιο κατάλληλος από τους άλλους για να τον αναλάβει· ή μπορεί να αφορά σε ευρύτητα ρόλων, έστω και όχι ως άριστος σε κάποιον, οπότε έχει περισσότερες δυνατότητες επιλογής. Ο πρώτος μπορεί να έχει μέγιστο βάθος γνώσεων, ο δεύτερος, ευρυμάθεια. Και οι δύο είναι πολύτιμοι στην κοινωνία.

Ως εδώ μιλάμε για την ένταξη του ατόμου στο φυσικό και στο κοινωνικό του περιβάλλον. Αυτή η ένταξη διευκολύνει τη φυσική και κοινωνική επιβίωσή του, όχι όμως επαρκώς την προσωπική του ικανοποίηση. Ο Maslow ταξινόμησε τα κίνητρα σε πέντε επίπεδα μιας πυραμίδας, που μπορούν να συνοψισθούν σε τρία. Στη βάση βρίσκονται τα φυσιολογικά κίνητρα, οι φυσιολογικές ανάγκες και αμέσως πιο πάνω η απειλή να υπάρξει έλλειμμα σ΄ αυτά. Στο τρίτο επίπεδο είναι η ανάγκη για αγάπη και στο τέταρτο η ανάγκη για κοινωνική αναγνώριση. Στην κορυφή βρίσκεται η τάση για αυτοπραγμάτωση, να κάνει κάτι κάποιος που ο ίδιος έχει επιλέξει σα σκοπό του. Πιο απλά, στα βασικά δύο επίπεδα βρίσκονται οι ανάγκες του αισθητού (σωματικού) Εγώ. Πιο πάνω είναι οι ανάγκες του κοινωνικού Εγώ (αγάπη, κοινωνική αναγνώριση) και στην κορυφή οι ανάγκες του νοητού Εγώ (αυτοπραγμάτωση). Η ισχύς των κινήτρων σε κάθε ανώτερο επίπεδο είναι μεγαλύτερη από εκείνη των κατωτέρων, με τον όρο, ότι αυτά τα κατώτερα ικανοποιούνται στοιχειωδώς.

Ο αγώνας για τη φυσική και κοινωνική επιβίωση σημαίνει μια αντιπαράθεση, που μπορεί να πάρει τη μορφή ανταγωνισμού, άμιλλας ή συνεργασίας. Στον ανταγωνισμό, όπως στην παλαίστρα, γίνομαι καλύτερος είτε βελτιώνοντας τον εαυτό μου είτε καθιστώντας τον αντίπαλο χειρότερο από εμένα. Νίκη μου είναι η ήττα του άλλου. Στην άμιλλα, όπως στο στίβο, γίνομαι καλύτερος από τους άλλους, χωρίς να επιδρώ πάνω τους. Είναι προφανές ότι η κοινωνία σα σύνολο προοδεύει περισσότερο με την άμιλλα παρά με τον ανταγωνισμό, αφού στο δεύτερο, κάποιοι νικούν και άλλοι ηττώνται, ενώ στην άμιλλα κάποιοι νικούν, αλλά οι υπόλοιποι δεν ηττώνται, απλώς δεν πρώτευσαν. Και εδώ υπεισέρχεται το κίνητρο της αυτοπραγμάτωσης. Παίρνω μέρος σε ένα αγώνα δρόμου. Εντάξει, δεν έφθασα πρώτος στο τέρμα. Όμως είμαι ενθουσιασμένος, διότι έφθασα στο τέρμα ταχύτερα από κάθε άλλη φορά. Έγινα καλύτερος από ότι ήμουν προηγουμένως.  

Αυτός ο στόχος να βελτιώνομαι διαρκώς, αδιαφορώντας για τη σύγκρισή μου με τους άλλους είναι εκείνος που όσο τον επιδιώκω πλησιάζω στην ευδαιμονία. Κι αυτό διότι η προσοχή μου δεν διασπάται στη σύγκριση με τους άλλους, τους οποίους φυσικά δεν ελέγχω, αλλά εστιάζεται στον εαυτό μου. Η επαφή με τους άλλους είναι απαραίτητη. Αν δεν είναι ανταγωνισμός ή άμιλλα, μπορεί να είναι συνεργασία, όπως σε μια ομάδα ορειβατών που αγωνίζονται να φθάσουν σε μια απάτητη κορυφή και ο ένας βοηθά τον άλλο, χωρίς ανταγωνισμούς ή πρωτιές.

Αναφέρθηκε ήδη ότι θεμελιώδεις ρόλοι σε μια πολιτεία είναι των αρχόντων που έχουν εξουσία και των αρχομένων. Οι πρόγονοί μας βρήκαν τη λύση να μη σημαίνει αυτή η διάκριση ανισότητα μεταξύ των πολιτών. Όλοι οι πολίτες, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε άλλη ιδιότητά τους εναλλάσσονται μεταξύ τους με κλήρο στους ρόλους εξουσίας. Αυτή η λύση έχει ασφαλώς περιορισμούς. Από τις τρεις εξουσίες, η εκτελεστική, των αρχαίων στρατηγών (σημερινή κυβέρνηση), χρειαζόταν ειδικές γνώσεις. Το ίδιο στα σύγχρονα αστικά και διοικητικά δικαστήρια, όπου το κύριο έργο τους είναι να διαπιστώσουν αν κάποια πράξη του δικαζομένου είναι σύμφωνη ή όχι με τους νόμους και, επομένως, απαιτείται οι δικαστές να γνωρίζουν τους νόμους. Η νομοθετική εξουσία όμως με τη βουλή ελέγχει αν οι εναλλακτικές λύσεις που προτείνουν οι πολιτικοί, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, είναι σύμφωνες με τη βούληση του λαού, που, ως τυχαίο δείγμα του, είναι ο φορέας της. Κάτι ανάλογο ισχύει και στα ποινικά δικαστήρια όπου κρίνεται αν κάποιος έχει εκτελέσει ή όχι μια παράνομη πράξη. Κανενός νόμου η γνώση δεν απαιτείται για τέτοια κρίση. Αρκεί σε αυτές τις περιπτώσεις η ύπαρξη εντιμότητας και κοινού νου, ο οποίος, να σημειώσουμε, “δεν είναι τόσον κοινός όσον κοινώς νομίζεται” (Μέρμηγκας). Η παρουσία ή απουσία του είναι εξίσου πιθανή σε πλούσιους και φτωχούς, αριστοκράτες και πληβείους, μορφωμένους και αμόρφωτους.

Η πολιτεία μπορεί να επηρεάσει την απόκτηση της κατάλληλης παιδείας. Πέρα από τη μετάδοση κάποιων λίγων στοιχειωδών γνώσεων στο σχολείο, το παράδειγμα των δασκάλων είναι πολύ σημαντικό. Η ηθική ανταμοιβή παίζει ρόλο. Αν π.χ. επαινείται στο σχολείο όχι  όποιος έφερε τους καλύτερους βαθμούς, αλλά όποιος βελτιώθηκε περισσότερο από τους άλλους τον περασμένο χρόνο, ενισχύεται το κίνητρο για αριστεία χωρίς ανταγωνισμούς.

ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 13 Ιουλίου 2021

“Φυσική” οικογένεια απαντά στα θερμόαιμα σπονδυλωτά. Είναι η μητέρα με τα παιδιά της. Βάζω σε εισαγωγικά τη λέξη “φυσική”, διότι δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε φυσικά, αλλά και σε επίκτητα, εξαρτημένα, αντανακλαστικά, που μπορούν να αναπτύσσουν τα θερμόαιμα ζώα. Η μητρική έφεση είναι φυσική. Ορμόνες και νευρικό σύστημα αναπτύσσουν τα όργανα που επιζητούν τη μητρότητα. Ο προσανατολισμός της όμως σε συγκεκριμένο παιδί είναι επίκτητος. Η κλώσα είναι μητέρα των κλωσόπουλων που εκκολάφθηκαν από τα αυγά που επώασε, όχι εκείνα που γέννησε. Και στα θηλαστικά η μητέρα φροντίζει το παιδί που θηλάζει, όχι που γέννησε. Αν κάποιος αντικαταστήσει το παιδί που έτεκε με άλλο, αυτή θα είναι μητέρα εκείνου το οποίο θηλάζει.

Ο άνθρωπος από τροφοσυλλέκτης έγινε τροφοπαραγωγός. Τα δυο χέρια του και η ικανότητά του να σχηματίζει δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, του επέτρεψαν να έχει έναρθρο λόγο αθροίζοντας γνώσεις όχι μόνο από τις δικές του εμπειρίες, αλλά και άλλων. Η “πρόοδος” έγινε μονόδρομος. Παραγωγή σήμαινε πως αποθηκεύονταν αγαθά που αυτοαναπαράγονταν κι ο άνθρωπος νοιαζόταν όχι για να χορτάσει την πείνα του, αλλά για να εξασφαλίσει πως στο μέλλον δεν ΘΑ ξαναπεινάσει. Τέτοια πολυτέλεια έφερε τη βία. Κάποιοι άνθρωποι προσπαθούσαν να σφετερισθούν τους μόχθους άλλων. Στη βία υπερείχαν οι άνδρες ως μυικά ισχυρότεροι. Έτσι, στη “φυσική” οικογένεια προστέθηκαν οι πατέρες. Έπρεπε να είναι γνωστοί και επομένως ήταν απαραίτητη η από όλους αναγνωρισμένη αποκλειστικότητα των επιβητόρων στις μητέρες. Στους διατροφικούς περιορισμούς που χρειάζονταν για να αθροισθούν τα αναπαραγόμενα αγαθά, προστέθηκε και ο γενετήσιος περιορισμός της γυναικείας μονογαμίας.

Η εξάρτηση των παιδιών από τις μητέρες φθίνει βαθμιαία. Τα παιδιά μεγαλώνουν, ο θηλασμός δεν καλύπτει τις ανάγκες τους και τρέπονται προς άλλες διατροφικές πηγές. Παράλληλα η μητέρα εξαντλείται από τον υπερθηλασμό και συμβάλλει στη χειραφέτηση του παιδιού. Η ανεξαρτησία συμπληρώνεται στην ήβη, όταν νέες ορμόνες που αρχίζουν φυσικά να εκκρίνονται διεγείρουν το αναπαραγωγικό σύστημα και το παιδί αναζητεί γενετήσια ικανοποίηση. Αυτή γίνεται περιοδικά οπωσδήποτε είτε με αυτοϊκανοποίηση είτε με σύντροφο είτε και ακούσια με ονείρωξη. Όπως περιοδικά πεινάμε, τρώμε, χορταίνομε και ξαναπεινάμε, έτσι περιοδικά επιζητούμε την ηδονή, προχωρούμε στην πράξη, φθάνομε στον οργασμό και, ύστερα από συγκεκριμένο χρόνο ξανά αισθανόμαστε την ερωτική επιθυμία. Τέτοιες ταλαντώσεις επισπεύδονται με κατάλληλα ερεθίσματα. Το πιο νόστιμο έδεσμα είναι εκείνο που μας παρουσιάζεται όταν είμαστε πεινασμένοι. Έτσι η όρεξή μας αποκτά προσανατολισμό. Με μερικές επαναλήψεις ο συγκεκριμένος μεζές γίνεται ο πιο ελκυστικός για να μας ανοίγει την όρεξη. Η γενετήσια διάθεση είναι φυσικό φαινόμενο, στηριζόμενο σε σειρά φυσικών αντανακλαστικών. Ο γενετήσιος προσανατολισμός όμως είναι επίκτητος, στηριζόμενος σε εξαρτημένα αντανακλαστικά. Τα ερεθίσματα που μας παρουσιάζονται στη φάση της έντονης ερωτικής επιθυμίας στην αδιαμόρφωτη ήβη, δημιουργούν εξαρτημένα αντανακλαστικά που στη συνέχεια γίνονται τα προκλητικά σήματα για την περαιτέρω ζωή μας και σχηματίζουν το σεξουαλικό προσανατολισμό μας. Στη “φυσική” οικογένεια των ζώων, λόγω της συμπληρωματικής ανατομικής κατασκευής τους, με αρσενική προεξοχή και θηλυκή εσοχή, επικρατεί ο ετερόφυλος προσανατολισμός, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται και ο ομόφυλος. Το ίδιο ισχύει και στην παραδοσιακή ανθρώπινη οικογένεια. Σε κλειστές οικογένειες, όπως σε νομάδες, ολόκληρη η οικογένεια ζει σε ενιαίο χώρο, οι έφηβοι μαζί με τους γονείς και τα παντρεμένα αδέρφια τους. Το συνηθισμένο γενετήσιο ερέθισμα είναι επομένως η ίδια η οικογένεια, ευνοώντας έτσι τον ετερόφυλο προσανατολισμό. Γενικά, ενώ οι ζωτικές επιθυμίες είναι φυσικές (φυσικά αντανακλαστικά) ο προσανατολισμός τους είναι επίκτητος (εξαρτημένα αντανακλαστικά).

Η πατριαρχική οικογένεια έγινε δεσποτική. όλοι εξαρτιόνταν από τον πατέρα που απέκτησε απόλυτη εξουσία στα μέλη της οικογένειας, ως και δικαίωμα ζωής ή θανάτου. Αυτή η οικογένεια έγινε το κύτταρο της κοινωνίας με τις ιδιοκτησίες, καθώς η περιουσία μεταβιβαζόταν στα κατιόντα άρρενα μέλη της οικογένειας, αλλιώς θα διασκορπιζόταν χάνοντας την αυτοαναπαραγωγική της ικανότητα. Και αυτή η οικογένεια έγινε φυλακή για να κινηθούν τα μέλη της έξω από τις βουλήσεις της. Ο Χριστός αντιτάχθηκε. “…Ἦλθον  διχάσαι  ἂνθρωπον  κατὰ  τοῦ  πατρός  αὐτοῦ  καὶ  θυγατέρα  κατὰ  τῆς  μητρὸς  αὐτῆς  καὶ  νύμφην  κατὰ  τῆς  πενθερᾶς  αὐτῆς…“. Αυτά για χάρη της αδελφικής αγάπης όλων των ανθρώπων. Αντίθετα, η εκκλησία ενίσχυσε την πατριαρχική οικογένεια, ακόμη και με λογοκρισία. Το επίμαχο ευαγγελικό εδάφιο ποτέ δεν διαβάζεται.  

Η κοινωνία εξελισσόταν. Με τη βιομηχανική επανάσταση που εξελίχθηκε σε τεχνολογική έκρηξη, η μυική ανδρική ισχύς έχασε την αξία της. Η κοινωνία δεν αποτελείται πια από άνδρες και γυναίκες αλλά από άτομα. Η άρχουσα ολιγαρχία χρειάζεται πολλούς εργαζομένους και οι άνδρες δεν έφθαναν. Έτσι επιτυγχάνονται χαμηλοί μισθοί, φθηνά προϊόντα, μεγάλα κέρδη. Όλοι ευχαριστημένοι. Η γυναίκα χειραφετήθηκε. Στην πατριαρχία οι άνδρες είχαν ποικιλία επαγγελμάτων εκτός σπιτιού (γεωργοί, βοσκοί, ναυτικοί, τεχνίτες, στρατιώτες κλπ) αποτελώντας έτσι την κοινωνία, με κατανομή εργασίας και κοινό στόχο. Αντίθετα, οι γυναικείοι σπιτικοί ρόλοι ήταν μονότονοι. Όλες οι γυναίκες ήταν εστιάδες (φύλακες της φωτιάς) και μητέρες των παιδιών του ανδρός τους. Με την τεχνολογική έκρηξη η γυναίκα ασχολήθηκε με τα παραδοσιακά “ανδρικά” επαγγέλματα. Η εξάρτησή της από τον άνδρα έληξε. Επιτεύχθηκε “ευτυχία” με πρωτοφανή παράταση της  ζωής, μείωση παιδικής θνησιμότητας και ανεξέλεγκτων λιμών και λοιμών και του αναλφαβητισμού σε όλο τον πλανήτη (Norberg). Συνάμα οδήγησε σε πρωτοφανή ανισότητα με όλα τα συνωδά δεινά της, όπως ανθρωποκτονίες, ναρκωτικά, γεννήσεις από έφηβα κορίτσια κλπ (Dikinson). Ευτυχία ναι, ευδαιμονία όχι!

Ο ρόλος της ανθρώπινης οικογένειας είναι διττός. Αφενός ευνοεί μια μονιμότητα μεταξύ δυο μελών της που έλκονται αμοιβαία και αφετέρου είναι ένα φίλτρο ανάμεσα στην κοινωνία και τα αδύναμα μέλη της, παιδιά, γέρους, αναπήρους. Ο δεύτερος ιδίως ρόλος φθίνει. Ο γενετήσιος προσανατολισμός στους εφήβους γίνεται τώρα χωρίς τις παραδοσιακές οικογενειακές επιδράσεις, δεν είναι όμως “ελεύθερος”, αλλά χειραγωγημένος από την άρχουσα ολιγαρχία. Καταργούνται παραδοσιακά φυλετικά παιχνίδια, στρατιωτάκια, κούκλες. Στο σχολείο (π.χ. Σουηδία, διαβάζω) οι αρσενικές και θηλυκές αντωνυμίες “αυτός, αυτή”, αντικαθίστανται από την ουδέτερη “αυτό”. Τα διαζύγια αυξάνονται, ενώ οι ομόφυλοι γάμοι προωθούνται. Εντείνεται η επίσημη παιδεία που βασίζεται στο δίκαιο (βρεφοκομείο, νηπιαγωγείο, σχολείο) μειώνοντας τη μεταφορά από την οικογένεια της περιρρέουσας παραδοσιακής ηθικής. Η οικογένεια παύει να είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας. Όλα αυτά όχι για χάρη μιας παγκόσμιας αγάπης, όπως από το Χριστό, αλλά για μια παγκόσμια υποταγή στην άρχουσα ολιγαρχία, που εισβάλλει ακόμη και στα σπίτια μας διαμέσου των ΜΜΕ. Αν ανεπαρκέσει η κοινωνία ή αν κρίνει ασύμφορο να συντηρεί τα αδύναμα μέλη της, ποιος θα τα φροντίσει;