Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας
Εισαγωγή. Ποικίλοι διανοητές έχουν παρατηρήσει ότι η ύπαρξή μας είναι τρισυπόστατη. Ό ψυχολόγος Wiliam James διακρίνει το material me, spiritual me, social me. O ψυχαναλυτής Sigmund Freud περιγράφει το id, το Ego και το Super Ego. Ο Søren Kierkegaard, πρώτος από τους υπαρξιστές φιλοσόφους, ανέλυσε την ψυχή, το σώμα και το πνεύμα. Και οι φιλόσοφοι του 20ού αιώνα Martin Heidegger και Jean Paul Sartre αναφέρονται στο In-Der-Welt-Sein, Dasein και Mitsein o πρώτος και στο corp, en-soi και pour Autrui ο δεύτερος. Κοινά στοιχεία σε όλους είναι α) οι τρεις υποστάσεις της ύπαρξης αντιστοιχούν στις σχέσεις τους προς το φυσικό περιβάλλον τους, τον εαυτό τους και το έλλογο περιβάλλον τους αντίστοιχα. β) Δεν ξεχωρίζουν πάντοτε επαρκώς καθεμιά υπόσταση από τις υπόλοιπες, έτσι που συχνά δημιουργούνται συγχύσεις. γ) Οικοδομώντας τη σκέψη τους συχνά αγνοούν τα επιστημονικά δεδομένα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τη δυσνόητη έννοια της ύπαρξης, που αφεαυτής είναι δύσκολα κατανοητή. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω στα επόμενα τις σχέσεις και διαφορές μεταξύ των τριών υποστάσεων της ύπαρξής μας στηριζόμενος σε επιστημονικά δεδομένα, όπως η θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών και των ταλαντώσεων και θα υπαινιχθώ κάποιες εφαρμογές τους για την ερμηνεία ψυχολογικών και κοινωνικών φαινομένων.
Ύπαρξη. Όταν λέμε ότι κάτι υπάρχει, εννοούμε ότι διαφέρει από ό,τι αυτό δεν είναι. Το Α είναι Α και δεν είναι Μη-Α. Αυτός είναι ο πιο στοιχειώδης νόμος της ταυτότητας. Πραγματικά δεν είναι νοητή μια πάλλευκη κηλίδα πάνω σε ένα πάλλευκο σεντόνι. Τόσο αναγκαίος είναι ο απόλυτος διαχωρισμός μιας οντότητας από το περιβάλλον της, που ο Spinoza διακηρύσσει ότι Omnes determinatio est negatio (Κάθε ορισμός είναι άρνηση). Τα νοητά όντα μπορούν να είναι άχρονα. Έτσι ο Πλάτων είδε ότι ο νοητός κόσμος είναι, άφθαρτος, τέλειος, αιώνιος, ενώ ο αισθητός είναι φθαρτό κακέκτυπο του νοητού κόσμου. Ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, στη συνέχεια του Θωμά Ακινάτη, του John Locke και άλλων έγινε αποδεκτό ότι ο νοητός κόσμος είναι παράγωγο του αισθητού. Nihil in intellectu quod non prius in sensu. “Oὐδὲν ἐν τῇ νοήσει ὃ μὴ πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει“. Ο Kant προσπάθησε να συμβιβάσει τις αντίθετες απόψεις θεωρώντας ότι οι πολλές έννοιες είναι επίκτητες, σχηματιζόμενες a posteriori, αλλά κάποιες, χρόνος, χώρος κλπ, σαν τις κατηγορίες του Αριστοτέλη, υπάρχουν εκ των προτέρων a priori ήδη από τη γέννησή μας.
Γέννηση και θάνατος. Στον αισθητό κόσμο κάθε τι που υπάρχει κάποτε γεννήθηκε και κάποτε θα πεθάνει. Ο θάνατός του είναι προγραμματισμένος και ονομάζεται διεθνώς απόπτωση. Αλλά υπάρχουν και δύο κύριοι τρόποι για να πάψει να υπάρχει μια φυσική οντότητα εξαιτίας του περιβάλλοντός της. Ένας είναι να αφανισθεί το περιεχόμενό της λόγω επεμβάσεων ενός αντίξοου περιβάλλοντος. Π.χ. μια σταγόνα νερού παύει να υπάρχει σε θερμό, ξηρό περιβάλλον, διότι εξατμίζεται. Ο άλλος είναι ακριβώς ο αντίθετος: Η οντότητα βρίσκεται σε ένα απόλυτα οικείο, εντελώς ίδιο με τον εαυτό της, περιβάλλον, οπότε παύει να ξεχωρίζει από αυτό. Μια σταγόνα νερού πέφτει στον ωκεανό και χάνεται “σταγόνα στον ωκεανό”.
Στους έμβιους πολυκύτταρους οργανισμούς η ζωή αρχίζει τη στιγμή που ένα πατρικό σπερματοζωάριο ενώνεται με ένα μητρικό ωάριο. Μια νέα οντότητα σχηματίζεται αισθητή από το περιβάλλον της, καθώς διαφέρει από αυτό. Αναπτύσσεται με πρόγραμμα ανεξάρτητο από τη μητέρα που το φιλοξενεί, η οποία του προσφέρει μόνο προστασία και ενέργεια. Το αισθητό Εγώ γεννήθηκε. Ενδομήτρια στα θηλαστικά το νέο ον περιβάλλεται από το δέρμα του πάνω στο οποίο είναι διάσπαρτοι μέγα πλήθος αισθητήρων. Αυτοί δέχονται ερεθίσματα από μέσα από το έμβρυο και απ΄ έξω από τη μητέρα. Και αυτά τα ερεθίσματα είναι σταθερά και ακριβώς ίδια από μέσα και απ΄ έξω. Ίδια θερμοκρασία, υγρασία, οξύτητα, ωσμωτική πίεση, σκότος, σιωπή κλπ. Επομένως, ακόμη και τελειόμηνο, το έμβρυο αδυνατεί να συλλάβει την ύπαρξή του, διότι δεν δέχεται διαφορετικά ερεθίσματα απ΄ έξω και από μέσα του. Με τη γέννησή του το νεογνό συλλαμβάνει τη διαφορά ανάμεσα στο μέσα κόσμο του που παραμένει σταθερός και στο περιβάλλον του που ασκεί ένα καταιγισμό ποικίλων, διαρκώς και απρόβλεπτα μεταβαλλόμενων ερεθισμάτων πάνω στους αισθητήρες του νεογνού. Το νοητό Εγώ, ένα νέο πρόσωπο, γεννήθηκε. Είναι άμεσα αντιληπτό μόνο από το ίδιο, ενώ οι άλλοι γύρω του μόνο έμμεσα μπορούν να το νοούν, να συμπεραίνουν τον εσωτερικό του κόσμο, από τις εκδηλώσεις του αισθητού Εγώ. Ειδικά ο άνθρωπος που είναι κοινωνικό, πολιτικό για την ακρίβεια, ζώο, ζει μέσα σε μια κοινωνία και κάποια στιγμή με κάποια κοινωνική τελετή εισάγεται στην κοινωνία του. Τέτοια τελετή ήταν στην αρχαιότητα τα αμφιδρόμια, στη Χριστιανική κοινωνία η βάπτιση, στην Εβραϊκή και Μουσουλμανική η περιτομή, στις πολιτικές κοινωνίες η εγγραφή στο ληξιαρχείο. Το κοινωνικό Εγώ, ένα νέο άτομο, γεννήθηκε.
Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών υποστάσεων του Εγώ που συνοψίζονται στον Πίνακα Ι. Όπως αναφέρθηκε, το αισθητό Εγώ αρχίζει να υπάρχει από τη σύλληψή του και είναι αισθητό από το περιβάλλον του. Το νοητό Εγώ αρχίζει να υπάρχει από τη γέννησή του και είναι άμεσα αντιληπτό μόνο από το ίδιο. Το κοινωνικό Εγώ υπάρχει μετά από μια κοινωνική τελετή και αποτελεί την εικόνα που έχει γι΄ αυτό το έλλογο περιβάλλον του. Το αισθητό Εγώ μπορεί να ακρωτηριασθεί, ενώ το νοητό και το κοινωνικό Εγώ είναι πάντοτε ακέραια, άτμητα. Το αισθητό Εγώ είναι μοναδικό, καθώς κανένας άλλος δεν έχει τα ίδιο δακτυλικά αποτυπώματα ή ίδιο DNA με εμένα. Το ίδιο και το νοητό Εγώ είναι μοναδικό, αφού δεν μπορεί καν να συγκριθεί με άλλα νοητά Εγώ. Το κοινωνικό Εγώ όμως, τη στιγμή τουλάχιστον της εισαγωγής του στην κοινωνία είναι απόλυτα ίδιο και ίσο με τα λοιπά μέλη του κοινωνικού περιβάλλοντός του, καθώς έχει τη μοναδική ιδιότητα κοινή για όλη την κοινωνία, ότι είναι μέλος της. Το αισθητό Εγώ ζει στο φυσικό χρόνο και χώρο του. Το νοητό Εγώ ζει σε μια στιγμή, τώρα και σε ένα σημείο, εδώ. Το κοινωνικό Εγώ όμως επιβιώνει στη μνήμη του έλλογου περιβάλλοντός του μπορεί και εσαεί και να είναι πανταχού παρόν.
Πίνακας Ι Διαφορές μεταξύ των τριών υποστάσεων του Εγώ
Αισθητό Εγώ |
Νοητό Εγώ |
Κοινωνικό Εγώ |
Υπάρχει από τη σύλληψη |
Υπάρχει από τη γέννηση |
Υπάρχει μετά από κοινωνική τελετή |
Αισθητό από το περιβάλλον του |
Αντιληπτό άμεσα μόνο από το ίδιο |
Η κοινωνική εικόνα του |
Μπορεί να ακρωτηριασθεί |
Ακέραιο/άτμητο |
Ακέραιο/άτμητο |
Μοναδικό |
Μοναδικό |
Ίδιο με όλα τα άλλα μέλη της κοινωνίας |
Ζει στο φυσικό χρόνο |
Ζει σε μια στιγμή τώρα |
Ζει απροσδιόριστο χρόνο στη μνήμη του περιβάλλοντος |
Ζει στο φυσικό χώρο |
Ζει σε ένα σημείο, εδώ |
Ζει σε απροσδιόριστο χώρο στη μνήμη του περιβάλλοντος |
Όπως η αρχή της ζωής είναι διαφορετική για κάθε μια από τις τρεις υποστάσεις, έτσι είναι και το τέλος τους. Κάποια στιγμή παύει η αυτορρύθμιση του αισθητού Εγώ και αυτό αρχίζει να εξομοιώνεται με το περιβάλλον του. Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει. Πάντοτε πριν ή το πολύ ταυτόχρονα, σε βίαιο θάνατο, παύει οριστικά το νοητό Εγώ να αντιλαμβάνεται τη διαφορά του από το περιβάλλον του και αυτός είναι ο θάνατος του νοητού Εγώ. Προσωρινά, περιοδικά, κάθε μέρα στο βαθύ ύπνο, διακόπτεται η ψυχολογική επαφή με το περιβάλλον. Επίσης, ενώ στην τυπική περίπτωση π.χ. της συγκοπής, ο θάνατος του νοητού Εγώ προηγείται κατά λίγα λεπτά από το θάνατο του αισθητού Εγώ, σε βαριά κώματα, μπορεί να προηγείται για μέρες, μήνες, σπάνια χρόνια. Ο θάνατος του κοινωνικού Εγώ αρχίζει με μια κοινωνική τελετή, κηδεία, διαγραφή από το ληξιαρχείο, αλλά το κοινωνικό Εγώ παραμένει αθάνατο, όπως αναφέρθηκε ἒνθα οὐκ ἒστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμὸς, ἀλλὰ (στη μνήμη της κοινωνίας) ζωὴ ἀτελεύτητος. Η θρησκευτική ευχή “Αἰωνἰα ἡ μνήμη” συμπίπτει με την Πλατωνική αθανασία της ψυχής.
Άλλοι υπαρξιστές διανοητές αντιπαραθέτουν στο Είναι το Μηδέν. Έτσι, ο Sartre γράφει “L’ Être et le Néant”, υπονοώντας την αντίθεση μεταξύ του Είναι και το Μηδενός. Και ο Heidegger αναρωτιέται “Γιατί να υπάρχουν τα όντα και να μην υπάρχει το τίποτε;”. Η αντίληψη αυτή όμως αντιστρατεύεται το θεμελιώδη νόμο της αφθαρσίας ύλης και ενέργειας, όπως εκφράσθηκε για πρώτη φορά από το Δημόκριτο: «Μηδέν ἐκ τοῦ μὴ ὂντος γίγνεται, μηδὲ εἰς τὸ μὴ ὂν φθείρεται». Η παρούσα θέση εννοεί ότι η ύπαρξη προκύπτει από τη δημιουργία τάξης σε συγκεκριμένο χώρο, γύρω από τον οποίον επικρατεί η αταξία της εντροπίας. Έτσι, π.χ. το νοητό Εγώ εδράζεται αναγκαστικά σε ένα υλικό φορέα, που είναι το αισθητό Εγώ.
Μια άλλη διαφορά της παρούσας θέσης από των λοιπών διανοητών είναι ότι αυτοί δεν συνειδητοποίησαν το διαφορετικό χρόνο γέννησης και θανάτου καθεμιάς από τις τρεις υποστάσεις του Εγώ. Έτσι, υπάρχουν φάσεις στη ζωή μας στις οποίες μπορεί να υπάρχουν μόνο μία (π.χ. ενδομήτρια) ή δύο (πριν από την ένταξη στην κοινωνία) από τις τρεις υποστάσεις. Και αυτή η διαφορά χειραφετεί κατά κάποιον τρόπο καθεμιά υπόσταση από τις άλλες μειώνοντας τις συγχύσεις που μπορούν να γίνονται μεταξύ τους.
Δυσνόητη ύπαρξη. Μια δυσκολία στην κατανόηση του προβλήματος της ύπαρξης οφείλεται στη χρήση της γλώσσας. Για παράδειγμα, στο βασικό ερώτημα: “Τι είναι το Είναι;” η ίδια λέξη (είναι) υπάρχει στην ερώτηση και στο ζητούμενο, κάνοντας την κατανόηση των εννοιών δυσχερή. Αναφέρθηκαν παραπάνω οι διαφορές μεταξύ των τριών υποστάσεων του Εγώ. Ποια είναι όμως η σχέση τους; Ο Heidegger εξετάζει ποικίλα ρήματα που σχετίζονται με την ύπαρξη, “γίγνεσθαι”, “φαίνεσθαι”, “σκέπτεσθαι”, ” οφείλειν” κλπ. Τα θεμελιώδη υπαρξιακά ρήματα όμως είναι τα βοηθητικά, το Είμαι που αναφέρεται στο παρόν, το Έχω που αναφέρεται στο παρελθόν και το Θέλω που αναφέρεται στο μέλλον. Γράφει ο Sartre: “Je suis que j’ ai” Είμαι ό,τι έχω. Η φράση είναι δυσνόητη, αν και αφιερώνονται πολλές σελίδες για να την εξηγήσουν. Γίνεται, ωστόσο, πιο εύκολα κατανοητή, αν συνειδητοποιήσουμε ότι το υποκείμενο των δύο ρημάτων, είμαι και έχω, είναι διαφορετικό. Η πλήρης πρόταση θα ήταν: “Εγώ ο αισθητός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός έχω”. Ποιο είναι πραγματικά το όριο του αισθητού Εγώ; Είναι η ανατομική ενότητά του ή η ψυχολογική ενότητά του έτσι που όταν πονάει το πόδι μου (αισθητό Εγώ), Εγώ ο νοητός πονώ; Πιο συγκεκριμένα, κατανοητό είναι ότι τα πόδια, τα χέρια, ο προστάτης, το έντερό μου είναι μέρη του αισθητού μου Εγώ. Γενικότερα κάθε τι που του προσάπτω την κτητική αντωνυμία “μου” είναι μέρος του αισθητού μου Εγώ. Έτσι Εγώ ο αισθητός είμαι και τα στεντ στα στεφανιαία αγγεία μου και ο βηματοδότης της καρδιάς μου και η τεχνητή οδοντοστοιχία μου και το ξύλινο ποδάρι μου και το μπαστούνι μου και το σπίτι μου και η περιουσία μου και η πατρίδα μου κλπ. Οτιδήποτε από αυτά και αν χάσω, εγώ (ο νοητός) θα υποφέρω. Επιπλέον, το “έχω” χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων και από την εξουσία μου ακόμη και να καταστρέψω το κτήμα μου (Sartre). Έχω ένα προστάτη και θέλω να τον αφαιρέσω, διότι π.χ. έχει καρκίνο. Ανάλογα ισχύουν με το κοινωνικό Εγώ. “Εγώ ο κοινωνικός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός θέλω”. Το “θέλω” μου είναι που με αφορίζει κοινωνικά από το έλλογο περιβάλλον μου, που το δικό του “θέλω”, αντιληπτό από το νοητό μου Εγώ ως “πρέπει”, είναι εκείνο που περιορίζει τις κοινωνικές δραστηριότητές μας. Επομένως, μολονότι το νοητό Εγώ υπάρχει μόνο στον υλικό φορέα του, το αισθητό Εγώ, και αναπτύσσεται έλλογα μόνο μέσα στο περιβάλλον της κοινωνίας του, ως κοινωνικό Εγώ, ασκεί δεσποτική εξουσία πάνω στις άλλες δύο υποστάσεις του Εγώ. Αυτό το είχαν παρατηρήσει οι κλασικοί αρχαίοι φιλόσοφοι, ιδιαίτερα ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης για την εξουσία της ψυχής πάνω στο σώμα. Η σχέση του νοητού Εγώ πάνω στις άλλες δύο υποστάσεις του Εγώ θυμίζει ότι η επιβίωση του δεσπότη εξαρτάται απόλυτα από τη χειρονακτική εργασία του δούλου, τον οποίον ο δεσπότης εξουσιάζει και ο οποίος εκτελεί ότι ο κύριός του τον διατάζει.
Ψυχολογικό επίπεδο. Ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του αισθητού και του νοητού Εγώ καθορίζεται από τη σχέση μεταξύ της φυσιολογικής λειτουργίας των εξαρτημένων αντανακλαστικών που ανήκουν στο αισθητό Εγώ και της μάθησης που ανήκει στο νοητό Εγώ. Ένα ερέθισμα πάνω σε ένα αισθητήριό μας καταλήγει σε διέγερση μιας περιοχής στον αισθητό εγκέφαλό μας δημιουργώντας ένα (νοητό) αίσθημα. Παράλληλα μπορεί να εκλύει μια (αισθητή) ανταπόκριση, κίνηση ή έκκριση, και αυτό είναι ένα φυσικό αντανακλαστικό. Αν πριν από το ερέθισμα που είναι αφετηρία αντανακλαστικού συμβεί ένα άλλο, “εξαρτημένο” όπως λέγεται, ερέθισμα και αυτό επαναληφθεί πολλές φορές, σχηματίζεται ένα επίκτητο, “εξαρτημένο” αντανακλαστικό. Το ον έχει αλλάξει. Έχει τώρα ένα νέο αντανακλαστικό που δεν το είχε προηγουμένως. Το εξαρτημένο ερέθισμα συνεπάγεται την κίνηση ή την έκκριση ενός φυσικού αντανακλαστικού. Αυτή είναι η βάση της μάθησης που απαντά κυρίως στα θερμόαιμα σπονδυλωτά. Με τη δημιουργία πολλαπλών τέτοιων εξαρτημένων αντανακλαστικών το άτομο αποκτά μια νέα ικανότητα. Ξεχωρίζει την εμφάνιση του εξαρτημένου ερεθίσματος πριν από το φυσικό, οπότε σχηματίζεται νέο αντανακλαστικό, από την εμφάνισή του μετά το φυσικό, οπότε νέο αντανακλαστικό δεν σχηματίζεται. Το ΠΡΙΝ και το ΜΕΤΑ αποκτούν σημασία για το άτομο, που αποκτά έτσι την αίσθηση του χρόνου. Ειδικά ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να σχηματίζει και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά. Σχηματίζει δηλαδή νέο αντανακλαστικό όταν σταθερά επανειλημμένα ένα εξαρτημένο ερέθισμα εφαρμόζεται πριν από τη λειτουργία ενός (πρωτοβάθμιου) προσχηματισμένου εξαρτημένου αντανακλαστικού. Μ΄ αυτό τον τρόπο μαθαίνει να αναγνωρίζει λέξεις και από αυτές να σχηματίζει έννοιες και λόγο. Κάποιος έχει μια έννοια στο νου του (νοητό Εγώ) και προφέρει έναν έναρθρο ήχο, μια λέξη (αισθητό Εγώ). Ένας άλλος την ακούει και σχηματίζει μέσα στο νοητό Εγώ του μια δική του έννοια, η οποία προφανώς δεν έχει άμεση σχέση με την αρχική έννοια του πρώτου που εκφώνησε τη λέξη. Όμως ανταποκρίνεται π.χ. σχολιάζοντας ή απαντώντας σε ερώτηση. Και ο πρώτος ακούοντας την απάντηση, σχηματίζει νέα έννοια μέσα του. Τώρα οι δύο έννοιες, η αρχική και η απάντηση σ΄ αυτήν, βρίσκονται στα πλαίσια του ίδιου νοητού Εγώ και μπορούν, επομένως, να συγκριθούν. Μ΄ αυτό τον τρόπο πολλά μέλη της ίδιας κοινωνίας, ανταλλάσσοντας λέξεις αποκτούν έννοιες με περίπου κοινό βάθος και πλάτος και, στη συνέχεια, ταξινομώντας τες αποκτούν Λόγο, που είναι περίπου κοινός για όλους. Επομένως, έννοιες, όπως ο χρόνος, ο λόγος και άλλες που ο Kant θεώρησε ότι γεννιόμαστε με αυτές a priori δεν υπάρχουν γεννιόμαστε με την ικανότητα να σχηματίζουμε εξαρτημένα αντανακλαστικά και μάλιστα δευτεροβάθμια, και όλες οι έννοιες σχηματίζονται χάρη σ΄ αυτά μετά τη γέννησή μας.
Από τις τρεις υποστάσεις του Εγώ, το νοητό είναι το δυσκολότερο να κατανοηθεί, ακριβώς επειδή δηλώνει εξορισμού τη σχέση αποκλειστικά με τον εαυτό του. Πώς μπορεί να υπάρχει κάτι αφεαυτού; Παράδειγμα είναι η κίνηση και η επιτάχυνση. Ένα κινητό κινείται πάντοτε σε σχέση με κάποιο άλλο και είναι αδύνατο, όταν ο παρατηρητής είναι ένα από τα κινητά να ξέρει αν αυτός κινείται ή το άλλο σώμα. Τη στιγμή όμως της εκκίνησης ή του σταματήματος ο παρατηρητής νοιώθει την επιτάχυνση ή επιβράδυνση σα μια δύναμη που ασκείται πάνω του, ανεξάρτητα από το περιβάλλον του. Η επιτάχυνση υπάρχει καθαυτήν, ανεξάρτητα από το περιβάλλον της και σε αυτή τη σκέψη στηρίχθηκε η θεωρία της σχετικότητας (Einstein). Επίσης, ήδη ο Πλάτων είχε διακρίνει τρεις λειτουργίες στην ψυχή, μια είσοδο (Λογιστικό ή Γνώση) μια έξοδο (επιθυμητικό ή βούληση) και ένα διάμεσο ρυθμιστικό στοιχείο (θυμητικό ή συναίσθημα). Τόσο ο Πλάτων όσο και σαφέστερα ο Αριστοτέλης διέκριναν δύο ειδών βουλήσεις εκείνη που προέρχεται από τη γνώση (προαίρεση) και εκείνη που δημιουργείται καθαυτήν (όρεξη) (εικ. 1). Δεν προχώρησαν όμως στο να ερμηνεύσουν τον αυτοματισμό της βούλησης.

Εικ. 1. Η καθοδήγηση της βούλησης από τη γνώση αντιστοιχεί στην Αριστοτελική προαίρεση, ενώ η “φύσει” δημιουργία της παρακάμπτοντας το Λόγο αντιστοιχεί στην Αριστοτελική όρεξη.
Το 1929 περιγράφηκε η ταλάντωση χάλασης (Van der Pol). Ταλάντωση γενικά ονομάζεται η επαναλαμβανόμενη μεταβολή τυπικά στο χρόνο κάποιου μεγέθους εκατέρωθεν από μια κεντρική τιμή ή μεταξύ δύο διαφορετικών καταστάσεων. Η ταλάντωση χάλασης, η πιο διαδεδομένη στη φύση, σε όλα τα επίπεδα οργάνωσής της, φυσικό, βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνικό, εμφανίζει σημαντικές ιδιότητες. Έχει αυτοματισμό, έτσι που η λειτουργία της είναι καθεαυτήν. Π.χ. το ρολόι, ένας ταλαντωτής, δείχνει την ώρα χωρίς να δέχεται ερεθίσματα από πουθενά. Επιπλέον η ταλάντωση χάλασης έχει διεγερσιμότητα, με ανερέθιστη περίοδο σε μια φάση της· αγωγιμότητα, έτσι που μπορούν να συγχρονίζονται πολλοί ταλαντωτές και να συντονίζονται· και τρωτή περίοδο, στη διάρκεια της οποίας ένα εξωτερικό ερέθισμα μπορεί να αποσυγχρονίσει το σύστημα. Τέλος, η ταλάντωση χάλασης προτυπώνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ποσότητας και ποιότητας. Όταν μια ποσότητα αθροίζεται και φθάσει μια κρίσιμη τιμή, τον ουδό (κατώφλι), επισυμβαίνει ποιοτική αλλαγή. Η σχέση αυτή πρωτοδιατυπωθηκε από τον Αναξιμένη, αναλύθηκε από τον Αριστοτέλη και τελειώθηκε από τον Hegel στο νοητό κόσμο και τον Marx στον αισθητό κόσμο.

Εικ. 2. Ταλάντωση χάλασης.
Σε ψυχοσωματικό επίπεδο, υπάρχει ταλάντωση του συναισθήματος και της βούλησης από μια κατάσταση “θέλω να” σε μιαν άλλη “θέλω να μη” (εικ. 3). Η ταλάντωση είναι ασύμμετρη. Ανάμεσα στο “θέλω να” και στο “θέλω να μη” υπάρχει η σωματική (αισθητή) φάση “κάνω”. Π.χ. θέλω να φάω και τρώω. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από θετική ανάδραση και γι΄ αυτό είναι ταχεία. “Τρώγοντας έρχεται η όρεξη”, αλλά φθάνει στον κόρο, στην ανερέθιστη φάση, όταν “θέλω να μη” φάω και το πιο ελκυστικό έδεσμα με αφήνει ασυγκίνητο ή και μου προξενεί απέχθεια. Βαθμιαία το “θέλω να μη” μεταπίπτει στο “δεν θέλω να” στη διάρκεια του οποίου, δεν ξεκινώ αυτόματα τη διαδικασία της σωματικής πράξης, αλλά, αν υπάρξει ερέθισμα, διεγείρομαι και φθάνω πρόωρα στη φάση “θέλω να”. Αυτή η φάση είναι βραδεία χαρακτηριζόμενη από αρνητική ανάδραση, ως μια κρίσιμη τιμή. Οι ακραίες τιμές μεταξύ των οποίων κινείται η ταλάντωση χάλασης αντιστοιχούν στη “θέση” και “αντίθεση” που καταλήγει σε “σύνθεση”, νέα θέση για τον επόμενο κύκλο, όπως περιγράφηκε από τον Hegel και αξιοποιήθηκε πολιτικά από τον Marx. Οι τελευταίοι όμως έβλεπαν την επαναλαμβανόμενη κίνηση σαν μια έλιξη ή σαν σπείρα και όχι σαν ταλάντωση, η οποία προτυπώνει και άλλα στοιχεία της θεωρίας τους.

Εικ. 3. Ψυχοσωματική ταλάντωση χάλασης της βούλησης.
Κοινωνικό επίπεδο. Η μεταπήδηση στο κοινωνικό επίπεδο είναι σχετικά εύκολη, αν στο σχήμα της εικ. 1 αντικαταστήσουμε τη γνώση με την κοινωνική γνώση, την επιστήμη· το συναίσθημα με το κοινωνικό συναίσθημα, την Τέχνη· και τη βούληση με την κοινωνική βούληση, την ηθική. Τα κίνητρα των δραστηριοτήτων μας έχουν ιεραρχηθεί από τον Maslow σα μια πυραμίδα. Στη βάση είναι οι φυσιολογικές ανάγκες, πάνω από αυτές είναι η απειλή να μην ικανοποιούνται αυτές, πιο πάνω είναι η ανάγκη για αγάπη, ακόμη ανώτερο είναι το κίνητρο για κοινωνική αναγνώριση και στην κορυφή είναι το μοναδικά ανθρώπινο κίνητρο της αυτοπραγμάτωσης. Η ανάγκη δηλαδή να σχηματίζει καθένας το δικό του σκοπό και να τον επιδιώκει. Τα κίνητρα του Maslow μπορούν να συνοψισθούν σε ανάγκες του αισθητού Εγώ τα κατώτερα δύο, ανάγκες του κοινωνικού Εγώ τα μεσαία και του νοητού Εγώ τα ανώτερα.

Εικ. 4, Πυραμίδα Maslow (αριστερά) και τροποποιημένη πυραμίδα Maslow (δεξιά)
Από τις τρεις μορφές του ευ ζην, η ευτυχία αντιστοιχεί στην ικανοποίηση των αναγκών του αισθητού Εγώ. Δυστυχής είναι όποιος πεινάει, πονάει, κρυώνει κλπ. Η ικανοποίηση των αναγκών του κοινωνικού Εγώ αντιστοιχεί στη μακαριότητα. Μακάριος είναι εκείνος που έχει καταστείλει τα θέλω του, τόσο πολύ, που δεν αισθάνεται δυσάρεστα από τη μη ικανοποίησή τους, διότι ακριβώς δεν θέλει τίποτε. Αντιστοιχεί στη νιρβάνα των ανατολικών ιδεολογιών, συμπεριλαμβάνοντας το Χριστιανικό ασκητισμό και, ως ένα βαθμό, τη δοξασία των Στωικών. Η ικανοποίηση των αναγκών του νοητού Εγώ αντιστοιχεί στην ευδαιμονία, που ήταν ο ιδανικός σκοπός της πολιτείας κατά τον Αριστοτέλη. Η ευτυχία είναι προϊόν των δραστηριοτήτων κάθε ανθρώπου, αλλά και της τύχης (μου έπεσε το λαχείο!). Οι τυχαίες πιθανότητες δυστυχίας, ωστόσο, μπορούν να περιορισθούν από τη λειτουργία της κοινωνίας. Έτσι, βιώνομε σήμερα μια πρωτοφανή μείωση δυστυχίας: Μείωση μέσων όρων πείνας, φτώχειας, αναλφαβητισμού και παιδικής θνησιμότητας χάρη στην τεχνολογία, που κύριος παράγοντας για την ανάπτυξή της είναι η παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού (J. Norberg). Κι όμως οι πολίτες δεν είναι ευδαίμονες. Ο καπιταλισμός είναι πραγματικά ένα ισχυρό κίνητρο για την ανάπτυξη τεχνολογίας, αλλά αφενός επιτείνει τις επιθυμίες, μειώνοντας τη μακαριότητα και αφετέρου προάγει την ανισότητα, μειώνοντας την ευδαιμονία. Μια απάντηση στο γιατί λείπει η ευδαιμονία, προσπαθεί να δώσει μια άλλη μελέτη των Wilkinson και Pickett. Αυτοί μελέτησαν το μέγεθος της οικονομικής ανισότητας στις 23 πλουσιότερες χώρες του κόσμου και το συνάρτησαν με ένα δείκτη που περιλαμβάνει κύρια ψυχοκοινωνικά δεινά, ειδικότερα προσδόκιμο επιβίωσης, επίδοση στα μαθηματικά και γράμματα, παιδική θνησιμότητα, ανθρωποκτονίες, αριθμό φυλακισμένων, γεννήσεις από ανήλικα κορίτσια, εμπιστοσύνη, παχυσαρκία, ψυχικές νόσους, περιλαμβάνοντας εθισμό σε ναρκωτικά και οινόπνευμα, και, τέλος, κοινωνική κινητικότητα. Ο δείκτης των ψυχοκοινωνικών δεινών ήταν εντυπωσιακά ευθέως ανάλογος με την οικονομική ανισότητα (εικ. 5).

Εικ. 5 Δείκτης προβλημάτων κοινωνικών και υγείας σε συνάρτηση με την εισοδηματική ανισότητα. Προς τα πάνω χειρότερος, προς τα κάτω καλύτερος.
Τα σύγχρονα πολιτεύματα έχουν επιτύχει σημαντική ευτυχία, αλλά απέχουν πολύ από την Αριστοτελική ευδαιμονία που απαιτεί δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών του νοητού Εγώ, καθώς απέχουν πολύ από την ιδανική δημοκρατία, όπως την ορίζει ο Σταγειρίτης: Λέγω δ΄ οἷον δοκεῖ δημοκρατικὸν μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ΄ αἱρετὰς ὀλιγαρχικὸν. Οι διαφορές μεταξύ των τριών βασικών πολιτευμάτων που περιγράφει, της μοναρχίας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας, εμφαίνονται σχηματικά στον Πίνακα ΙΙ.
Πίνακας ΙΙ. Διαφορές μεταξύ των τριών κύριων πολιτευματων
|
Μοναρχία |
Ολιγαρχία |
Δημοκρατία |
Βουλή |
Δεν υπάρχει |
Με εκλογή |
Με κλήρωση |
Σχέση αρχόντων-αρχομένων |
Με μέσο |
Πελατειακή |
Ανεξάρτητη |
Ποιότητα αρχόντων |
Εμπνευσμένος-μωρός |
Άριστοι-χείριστοι. |
Όπως του λαού |
Διάσταση δικαίου-ηθικής |
Μέγιστη |
Διάμεση |
Ελάχιστη |
Σφάλμα αποφάσεων |
Μέγιστο τυχαίο, μέγιστο συστηματικό |
Μικρότερο τυχαίο, μεγάλο συστηματικό |
Μικρό τυχαίο, ελάχιστα συστηματικό |
Η μοναρχία, μπορεί να μην έχει βουλή, ενώ στην ολιγαρχία οι βουλευτές είναι εκλεγμένοι και στη δημοκρατία κληρωμένοι. Στη μοναρχία απαιτείται “μέσο” ακόμη και στην τελειότερη μοναρχία, την επουράνια, όταν στην προσευχή μας επικαλούμαστε ένα μέσο: “Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου… Και σε μεσίτριαν έχω… Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ… κλπ. ” Στην ολιγαρχία η σχέση είναι πελατειακή. Ο ψηφοφόρος εξαργυρώνει την ψήφο του με μια εξυπηρέτηση σε βάρος του συνόλου. Στη δημοκρατία δεν υπάρχει εξάρτηση μεταξύ πολίτη και βουλευτών. Ο μονάρχης μπορεί να τύχει, σπάνια, να είναι εμπνευσμένος, αλλά και μωρός. Οι βουλευτές ενδέχεται να είναι οι άριστοι δυνατοί, αλλά, αν εκλεγεί κάποιος χείριστος, δεν υπάρχει τρόπος να απαλλαγεί από αυτόν η βουλή, καθώς η απόφαση του λαού που τον ψήφισε είναι αμετάκλητη. Η ποιότητα της βουλής στη δημοκρατία είναι στατιστικά όπως του λαού. Η διάσταση μεταξύ νόμου, της βούλησης των αρχόντων, και ηθικής, βούλησης της κοινωνίας μπορεί να είναι μέγιστη στη μοναρχία, όπως στο κλασικό παράδειγμα της Αντιγόνης. Στη δημοκρατία είναι η ελάχιστη δυνατή, ενώ στην ολιγαρχία είναι διάμεση. Τέλος, κάθε απόφαση μπορεί να έχει σφάλμα, που είναι αναπόφευκτα τυχαίο ή συστηματικό (προκατάληψη) (εικ. 6). Η ακρίβεια (exactness) κάθε εκτίμησης έχει δύο συνιστώσες, την ορθότητα (accuracy), με μικρό συστηματικό σφάλμα και τη συνέπεια (precision), με μικρό τυχαίο σφάλμα. Το τυχαίο σφάλμα μειώνεται με αύξηση του μεγέθους του δείγματος, το συστηματικό, με εξάλειψη των συντελεστικών παραγόντων που το επηρεάζουν. Η μοναρχία έχει μέγιστες πιθανότητες να αποφασίζει σφαλερά, τόσο τυχαία, με ασυνέπεια, όσο και συστηματικά, χωρίς ορθότητα. Στην ολιγαρχία περιορίζεται το τυχαίο σφάλμα, αλλά παραμένει ισχυρό συστηματικό. Ο βουλευτής είναι υποχρεωμένος να πειθαρχεί στο κόμμα του, αλλιώς δεν γίνεται υποψήφιος, και στους ψηφοφόρους και παράγοντες που επηρεάζουν ψήφους, όπως είναι οικονομικοί και επικοινωνιακοί παράγοντες. Το συστηματικό σφάλμα είναι ελάχιστο στη δημοκρατία, ενώ το τυχαίο είναι περιορισμένο.

Εικ. 6. Το τυχαίο σφάλμα εξαρτάται από τη διασπορά των παρατηρήσεων. Μικρό τυχαίο σφάλμα σημαίνει συνέπεια (precision) και επιτυγχάνεται με αύξηση του μεγέθους του δείγματος. Το συστηματικό σφάλμα (προκατάληψη) εξαρτάται από παράγοντες εξωγενείς που επηρεάζουν την παρατήρηση. Μικρό συστηματικό σφάλμα σημαίνει ορθότητα παρατηρήσεων (accuracy) και επιτυγχάνεται με εξάλειψή των παραγόντων που το προκαλούν.
Στην ευνομούμενη δημοκρατία τα σφάλματα δεν λείπουν αλλά είναι τα μικρότερα δυνατά, τόσο τα τυχαία, όσο και τα συστηματικά. Αν και κάθε κληρωμένος βουλευτής έχει ενδεχομένως περιορισμένη κρίση συγκριτικά με τυχόντα εκλεγμένο βουλευτή, λόγω του συστηματικού σφάλματος, το σύνολο της κληρωμένης βουλής έχει πιθανότητες να σφάλλει μικρότερες από το σύνολο της εκλεγμένης βουλύς. “Διὰ τοῦτο καὶ κρίνει ἂμεινον ὂχλος πολλὰ ἢ εἷς ὁστισοῦν“, θεωρεί ο Αριστοτέλης. Ο όχλος κρίνει πολλά καλύτερα παρά ο οποιοσδήποτε”. Και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος παρατηρεί από την εμπειρική παρατήρηση της ιστορίας: “Ὃθεν ὃλως ἂπορον δὲν εἶναι ὃτι τὸ πάλαι ὁ λαὸς ἀνεδείχθη σοφώτερος τῶν διδασκάλων αὐτοῦ.” Θα πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμηθεί ότι καθεμιά ομάδα πολιτευμάτων έχει καλή και κακή όψη, ανάλογα αν αποβλέπει στην ευδαιμονία των αρχομένων ή των αρχόντων. Καλή όψη της μοναρχίας είναι η βασιλεία, κακή η τυραννία (ή δικτατορία). Καλή όψη της ολιγαρχίας είναι η αριστοκρατία, κακή η πλουτοκρατία. Και καλή όψη της δημοκρατίας είναι η ευνομούμενη δημοκρατία (πολιτεία), και κακή η οχλοκρατία.
Συμπερασματικά, η αντίληψη ότι το Εγώ μας έχει τρεις υποστάσεις, το αισθητό, το νοητό και το κοινωνικό Εγώ, τις ξεκαθαρίζει σαφέστερα από την αντίστοιχη διαίρεση άλλων διανοητών, κυρίως διότι οδηγεί σε διαφορετικό χρόνο γέννησης και θανάτου καθεμιάς υπόστασης. Σε ψυχολογικό επίπεδο, Εγώ ο αισθητός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός έχω και Εγώ ο κοινωνικός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός θέλω. Η λειτουργία του νοητού Εγώ κατανοείται με βάση τις επιστημονικές γνώσεις γύρω στα εξαρτημένα αντανακλαστικά και ιδιαίτερα τα δευτεροβάθμια που είναι αποκλειστικά ανθρώπινο προνόμιο. Βοηθιέται επίσης από την προτύπωση στη βάση των ταλαντωτών χάλασης, που ερμηνεύουν την Αριστοτελική προαίρεση και όρεξη, τις δύο όψεις της βούλησης. Σε κοινωνικό επίπεδο, η ευτυχία επιτυγχάνεται με ικανοποίηση των αναγκών του αισθητού Εγώ, η μακαριότητα του κοινωνικού Εγώ και η ευδαιμονία του νοητού Εγώ. Το ευνομούμενο δημοκρατικό πολίτευμα μοιάζει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του ιδανικού της ευδαιμονίας, καθώς οι αποφάσεις της κληρωμένης βουλής και της δικαστικής εξουσίας του έχουν τις μικρότερες πιθανότητες τυχαίου και συστηματικού σφάλματος.
Διάλεξη που δόθηκε στην Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία στις 9 Μαΐου 2019