ΑΓΩΓΗ

  • Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com
  • Κοινή Γνώμη, 28 Μαΐου 2019

241α. Αγωγή241β. Αγωγή

Ένα παιδί είναι ανάγωγο. Ένας λαός δεν έχει αγωγή. Η αγωγή είναι πολύ σχετική με την παιδεία. Πώς εφαρμόζεται όμως η αγωγή; Πώς αποκτάται η παιδεία;

Κάθε τι που μαθαίνομε να κάνουμε (και στο “κάνουμε” συμπεριλαμβάνω και το “σκεφτόμαστε” και το “θέλουμε”), γίνεται φυσιολογικά με τη δημιουργία εξαρτημένων αντανακλαστικών. Γεννιόμαστε με κάποια αντανακλαστικά, αυτοματοποιημένες ανταποκρίσεις στο περιβάλλον μας, που μερικά έχουν περιοδικότητα σαν ταλαντωτές. Πάνω σ΄ αυτά, τα θερμόαιμα ιδίως ζώα, κι ο άνθρωπος πολλαπλάσια, αποκτούν μετά τη γέννησή τους νέα, τα εξαρτημένα, αντανακλαστικά, επίκτητη συμπεριφορά. Η απόκτηση τέτοιας συμπεριφοράς γίνεται με επανειλημμένη σύζευξη κάποιων ερεθισμάτων με άλλα που αποτελούν την απαρχή φυσικών αντανακλαστικών. Τονίζεται το “επανειλημμένη”. “Ἐπανάληψις μήτηρ μαθήσεως“. Αυτά τα ερεθίσματα, μπορεί να είναι τυχαία ή προγραμματισμένα από την κοινωνία, που για ένα νήπιο είναι οι γονείς του, έπειτα το σχολείο και σε κάθε ηλικία οι φίλοι, τα παιδιά ή όσοι γενικά συναναστρέφεται το άτομο. Ποιες είναι οι μέθοδοι για επιβολή τέτοιας αγωγής;

Το πρώτο στάδιο είναι να έχουμε αποφασίσει την επιθυμητή αγωγή, ποιος είναι ο στόχος της παιδείας μας. Συνήθως δεν έχομε συγκεκριμένο στόχο, αλλά, υποσυνείδητα, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, στόχος υπάρχει, και αυτόν υπαγορεύομε στα παιδιά μας. Έτσι κι αλλιώς, αποφασίζεται από τους γονείς του παιδιού και κάθε απόπειρα να χειραγωγηθεί από την πολιτεία βρίσκεται στα όρια του ολοκληρωτισμού, της δουλείας. Παρά ταύτα, η πολιτεία, “χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ”, κτίζει τείχη γύρω μας και μέσα σ΄ αυτά κινούμαστε και στα πλαίσιά τους δίνομε αγωγή στα παιδιά μας.

Το επόμενο στάδιο είναι πώς επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος. Ο πιο δημοφιλής τρόπος, από την εποχή του Πλάτωνα και του Σωκράτη, είναι ένας συνδυασμός αμοιβών για τις επιθυμητές πράξεις και, ιδίως, ποινών για τις ανεπιθύμητες. Έτσι εξάλλου εκπαιδεύομε ένα σκύλο ή ένα δελφίνι στο τσίρκο. Η επιτυχία της μεθόδου με τα ζώα αποδεικνύει την αποτελεσματικότητά της. Και στους ανθρώπους επίσης έχει τεκμηριωθεί, ως ένα βαθμό, η αποτελεσματικότητα. Όλες οι κοινωνίες έχουν υιοθετήσει αυτό το εργαλείο, αλλά το ότι δεν λειτουργούν τέλεια υποδηλώνει τη μερική μόνο δραστικότητά του.

Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά δημιουργούνται όταν το εξαρτημένο ερέθισμα, που από μόνο του δεν συνεπάγεται αισθητή ανταπόκριση, προηγείται από το ανεξάρτητο που ξεκινά μια κίνηση ή έκκριση, αλλά και το σχηματισμό αντίστοιχης νοητής παράστασης. Όταν μια κοινωνικά ανεπιθύμητη πράξη ακολουθείται σταθερά από ποινή, ακόμη και η απλή σκέψη της πράξης σημαίνει να εμφανισθεί η δυσάρεστη νοητή παράσταση της ποινής. Κι αυτή αναστέλλει την τάση για αντικοινωνική συμπεριφορά. Κάτι παρόμοιο, αλλά αντίστροφα, γίνεται με την αμοιβή για επιθυμητές πράξεις. Η μέθοδος είναι σημαντικά αποτελεσματική, αλλά έχει σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες. Η ποινή εφαρμόζεται όχι όταν κάνει κάποιος κάτι παράνομο, αλλά όταν αποκαλυφθεί ότι το έκανε. Όταν μπορεί να κάνει την επιθυμητή γι΄ αυτόν, αντικοινωνική πράξη, χωρίς να γίνει αντιληπτός, γιατί να μην την επιτελέσει; Η κλοπή είναι πολύ εύκολος τρόπος για ν΄ αποκτηθεί πλούτος. Αν μπορώ να κλέψω χωρίς να με δουν, γιατί να μην κλέψω; Το αντίστροφο, με το ίδιο αποτέλεσμα, έχει και η αμοιβή για τις καλές πράξεις. Αν δεν πρόκειται να αμειφθώ, γιατί να κάνω μια αγαθή πράξη; Γιατί να διακινδυνεύσω να σώσω κάποιον που πνίγεται, αν δεν πρόκειται να έχω ευνοϊκή ανταπόκριση από την κοινωνία; Και όχι μόνον αυτό. Η ποινή γεννά το εξαρτημένο αντανακλαστικό της δυσάρεστης παράστασής της μόλις εμφανισθεί μέσα μου η επιθυμία για παρανομία ή ανηθικότητα. Όμως γεννά και τη δυσάρεστη παράσταση της παρουσίας του επιβάλλοντος την ποινή. Επομένως, όχι μόνο αποφεύγω, αλλά και μνησικακώ ή και μισώ τον επιβολέα της ποινής, το δάσκαλο, τον αστυφύλακα, την εξουσία. Σε πρώτη ευκαιρία όχι μόνο θα γίνω παραβάτης, αλλά και θα εκδικηθώ τον εξουσιαστή μου. Υπάρχουν άλλοι τρόποι αγωγής; Η απλή επίδειξη χαράς ή θλίψης, ως υποκατάστατων της αμοιβής ή της ποινής είναι κάτι, αλλά όχι αρκετό.

Η μίμηση είναι ο πιο πρωτόγονος, αγελαίος, τρόπος για να μάθει κάποιος να κάνει κάτι. Αν ένα κοπάδι πρόβατα περνούν ένα ένα από ένα στενό πορτάκι και παρεμβάλω ένα χαμηλό κώλυμα, το πρώτο πρόβατο που θα διαβεί θα το πηδήξει. Αν μόλις περάσει, το αποσύρω, τα πρόβατα που ακολουθούν κάνουν το ίδιο πήδημα χωρίς να υπάρχει πια το κώλυμα. Σε μια κοινωνία η μίμηση μεταφράζεται σε άψογη συμπεριφορά της ηγεσίας, των αρχόντων, των δασκάλων, των ιερέων, των γονιών. Τους μιμούνται οι πολίτες και τα παιδιά, χωρίς ποινές και αμοιβές. Πολύ σημαντική η μίμηση και, φαινομενικά εύκολη, χωρίς καταβολή προσπάθειας. Γράφω “φαινομενικά”, διότι απαιτεί μέγιστη προσπάθεια για αυτοσυγκράτηση προκειμένου να επιδειχθεί η απαραίτητη άψογη συμπεριφορά.

Ο άλλος τρόπος είναι περισσότερο κοινωνικός. Είναι η συμπληρωματική συμπεριφορά. Ο εξουσιαστής, ο αστυνομικός, ο δικαστής, ο νομοθέτης, η κυβέρνηση δημιουργούν τα κενά που πρέπει να συμπληρώσει ο πολίτης. Δημιουργούν, άμεσα ή έμμεσα, θέσεις εργασίας για να δουλέψει ο πολίτης. Ο δάσκαλος ρωτά το μαθητή, τον παρακινεί να απαντήσει. Κι ο ιερέας προτρέπει το εκκλησίασμα από τον άμβωνα να κάνει ό,τι ζητά από αυτόν ο Θεός. Διαφέρει η συμπληρωματική συμπεριφορά από το σύστημα αμοιβών-ποινών, διότι αυτή προηγείται πριν, ενώ οι αμοιβο-ποινές ακολουθούν μετά την πράξη. Εδώ ανήκει η ευθύνη των ανεξάρτητων διανοητών. Οφείλουν να δημοσιοποιούν τη σκέψη τους. Όχι για να πείσουν (μιμητικά), αλλά για να προβληματίσουν (συμπληρωματικά), να πάρουν αποφάσεις οι αποδέκτες της σκέψης τους τι πραγματικά θέλουν, τι επιδιώκουν, να έχουν επίγνωση του τι θα συμβεί αν επιτύχουν, τι αν αποτύχουν, τι ευνοϊκές ή δυσμενείς, επιθυμητές ή ανεπιθύμητες συνέπειες θα έχει η υλοποίηση της βούλησής τους. Και ακόμη να συλλογισθούν ποια βήματα θα ακολουθήσουν για να επιτευχθεί το “θέλω” τους και πώς θα αξιολογήσουν σε ποιο βαθμό πέτυχαν. Δεν είναι σπάνιο, το μέλλον να μας φέρνει ό,τι προσπαθούσαμε λίγο παραποιημένο, τόσο που δεν το αναγνωρίζομε, καθώς προβάλλει τις ανεπιθύμητες μάλλον παρά τις επιθυμητές συνέπειές του.

Σε μια δημοκρατία (με κληρωτούς δηλαδή άρχοντες), η εξουσία εκφράζει το ολοκλήρωμα της βούλησης των πολιτών, κάνοντας την ηθική δίκαιο. Αυτού του είδους η διακυβέρνηση, με ποινές, αμοιβές, μίμηση και συμπληρωματικότητα αυξάνει τις πιθανότητες να διαπλάσει “ώριμους” πολίτες, δηλαδή πολίτες με τη σωστή αγωγή, αρετή και κοινό νου. Και είναι ο κύριος γι΄ αυτό τρόπος. Το αντίστροφο, η ευχή να υπάρξουν “ώριμοι” πολίτες για να εφαρμοσθεί δημοκρατία, υποκρύπτει συχνά τη βούληση να μην εγκαθιδρυθεί δημοκρατία.

Περί ευρωεκλογών.

Έχει νόημα να ψηφίσουμε;

Huffpost, 23 Μαΐου 2019

Περί ευρωεκλογώνRAWF8 VIA GETTY IMAGES

 

Εκλέγομε σε λίγες μέρες τους εκπροσώπους μας στο ευρωκοινοβούλιο. Βέβαια, οι αποφάσεις τους δεν αποτελούν νόμο, υποχρεωτική δηλαδή επιβολή, ακόμη και με βία, κάποιων κανόνων, αλλά δεν παύουν να έχουν πολύ μεγάλο κύρος στο μεγάλο χώρο που αποτελεί η ΕΕ. Θα ψηφίσουμε και για τους εκπροσώπους μας στους δήμους, αλλά θα επικεντρωθώ στις ευρωεκλογές.

Βούληση της κοινωνίας είναι η ηθική. Αλλά αυτός ο άγραφος νόμος γίνεται διαφορετικά αντιληπτός από τον καθένα. Καθώς δεν έχει την αντικειμενική εμφάνιση της γραφής, είναι σα να πλανάται στις συνειδήσεις μας ένα πνεύμα, που μας καθοδηγεί και μερικές φορές μας ωθεί σε πολύ σημαντικές πράξεις με συνέπειες σε προσωπικό και ομαδικό επίπεδο. Έτσι χρειαζόμαστε νόμους γραπτούς, που να μην αμφισβητούνται από κανέναν. Και αυτοί αποτελούν τη βούληση των αρχόντων, το Δίκαιο. Στο ολιγαρχικό σύστημα που έχομε, και που απατηλά ονομάζομε στην Ελλάδα δημοκρατία, ενώ το διεθνές όνομά μας είναι ρεπούμπλικα (Hellenic republic), οι άρχοντές μας εκλέγονται, δεν κληρώνονται. Έτσι μας έχει επιβληθεί και για τους εκπροσώπους μας στην ΕΕ. Πώς λοιπόν θα κρίνω σε λίγες μέρες;

Λογικά, θα πρέπει να εξετάσω το πρόγραμμα καθενός υποψηφίου ή κόμματος. Αν ταιριάζει στα πιστεύω μου, θα ψηφίσω αντίστοιχα. Και πώς θα δομήσει το πρόγραμμά του κάθε κόμμα και υποψήφιος; Λογικά, θα εξετάσει ποια είναι τα κυρίαρχα προβλήματα σε κάθε εποχή, αυτά θα επιλέξει, γι΄ αυτά θα προτείνει λύσεις, τις καλύτερες για το λαό κάθε φορά. Ο Αριστοτέλης ταξινόμησε τα πολιτεύματα σε μοναρχίες, ολιγαρχίες και δημοκρατίες, με καθένα τους να έχει μια καλή και μια κακή όψη. Καλή είναι εκείνη στην οποίαν ο(οι) άρχοντας(ες) νοιάζονται για το λαό, κακή εκείνη που μεριμνά για τους ίδιους τους άρχοντες. Συγκρίνοντας λοιπόν τα προγράμματα των υποψηφίων κομμάτων και βουλευτών με τη δική μου βούληση, θα ψηφίσω όπως μου ταιριάζει καλύτερα.

Η ΕΕ φυσικό είναι να έχει διαρκώς μόνιμα προβλήματα. Τι εννοώ όμως κυρίαρχα προβλήματα; Ο καθένας θα αποφασίσει. Εγώ π.χ. βλέπω αυτή τη στιγμή να κυριαρχεί μια ολοένα ανερχόμενη φυγόκεντρη τάση των μελών της, με κορυφαίο γεγονός το BREXIT και τη σταθερά αυξανόμενη επιρροή ακραίων τάσεων, ανεξάρτητα από την παραδοσιακή αριστερή ή δεξιά τοποθέτησή τους. Φυσικά, άλλος μπορεί να θεωρήσει άλλο πιο σημαντικό πρόβλημα. Και αναρωτιέμαι, ποιο είναι το ευρωπαϊκό πρόβλημα που έχει επιλέξει κάθε κόμμα στην πατρίδα μας για να επικεντρωθεί και πώς προτείνει να λυθεί;

Παρακολουθώντας τις ομιλίες (όχι πολύ φανατικά, ομολογώ) των πολιτικών μας διαπιστώνω πως για όλους το προέχον πρόβλημα είναι ένα: Η εκάστοτε παρούσα κυβέρνηση να φύγει από (ή αντίθετα να μείνει στην) εξουσία. Αυτό είναι το μείζον θέμα που διακυβεύεται στην πατρίδα μας για τις ευρωεκλογές. Και θυμάμαι, πηγαίνοντας πίσω από τότε που γίναμε μέλη της ΕΕ ότι π.χ. το μείζον θέμα σε όλες τις ευρωεκλογές, αλλά και σε όλες τις εθνικές εκλογές ήταν: να φύγει ο Σημίτης· να φύγει ο Καραμανλής· να φύγει ο Παπανδρέου· να φύγει ο Σαμαράς· και στις προσεχείς εκλογές, να φύγει ο Τσίπρας. Σε όλες τις περιπτώσεις οι στόχοι των κομμάτων που πλειοψήφησαν πέτυχαν: Έφυγε εκείνος που ήθελε η αντιπολίτευση να φύγει. Πόσο ικανοποιημένοι είμαστε, που πετύχαμε, εμείς η πλειοψηφία;

Μήπως έχουν δίκιο; Είμαστε ένα κρατίδιο με, αδρά, 10 εκατομμύρια πολίτες έναντι 500 εκατομμυρίων περίπου της ΕΕ. Ένας προς 50. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε!Εἰ τό φέρον σέ φέρει, φέρε καί φέρου˙ εἰ δ’ ἀγανακτεῖς, καί σαυτόν λυπεῖς καί τό φέρον σέ φέρει!”(Παλλαδάς ο Αλεξανδρεύς). Αν σε σέρνει η Μοίρα, άσε να παρασύρεσαι. Αν αγανακτείς, και τον εαυτό σου λυπείς και η Μοίρα σε σέρνει.

Κι όμως, κάτι θα μπορούσαμε να κάνουμε. Αν έχουμε σαφή θέση, μπορούμε πάντοτε να αναζητήσουμε συμμάχους, οι λίγοι να γίνουμε πολλοί και οι πολλοί έχουν πάντοτε κάποια ισχύ. Θυμάμαι πως ο (προεκλογικά) διαπρύσιος εχθρός της ΕΕ, ο Ανδρέας Παπανδρέου, φρόντισε (μετεκλογικά) να συνάψει συμμαχίες με κάποια κράτη και να επιτύχει τα Μεσογειακά προγράμματα, που ενίσχυσαν οικονομικά τις νότιες χώρες της Ευρώπης (αλλά και την ισχύ των αρχόντων τους, που τα σπατάλησαν, όπως ταιριάζει στην κακή όψη της ολιγαρχίας). Η μοιρολατρία δεν φαίνεται να βοηθάει. Όταν έχουμε μια τοποθέτηση, τουλάχιστον έχομε ένα σκοπό για τον οποίον αγωνιζόμαστε. Αν τον επιτύχουμε, νοιώθομε ευδαίμονες, αλλά και αν δεν τον επιτύχουμε, νοιώθομε ικανοποιημένοι πως αγωνισθήκαμε για κάποιο ιδανικό.

Υπάρχει βέβαια και η παραδοσιακή πόλωση εδώ και έναν αιώνα: Να επιλέξω. Δεξιά ή αριστερά; Η σημασία της αποδείχθηκε φρούδα. Η ΕΣΣΔ κατέρρευσε. Κι όμως η αντιπαλότητα της Δύσης με τη Ρωσία συνεχίζεται. Η χώρα αυτή έχει ένα μόνιμο πρόβλημα: δεν έχει λιμάνια. Στη Βόρεια Θάλασσα παγώνουν. Στο νότο είναι η περιορισμένη έκταση του Εύξεινου Πόντου. Τα δυτικά της σύνορα δεν έχουν θάλασσα. Έμειναν τα Ανατολικά, στον Ειρηνικό Ωκεανό και γι΄ αυτό προς τα εκεί είχε πάντοτε στραμμένη την προσοχή της. Ποτέ δεν απείλησε τη δύση. Αντίθετα, από τη δύση υπήρξαν κατακτητές της, Σουηδοί, Πολωνοί, Γάλλοι, Γερμανοί. Άρα η αντιπαλότητα δεν ήταν ποτέ ιδεολογική, αλλά γεωπολιτική. Η Ρωσία είναι μια μεγάλη αγορά, με άφθονο υπόγειο πλούτο. Κι όμως το παραμύθι του κομμουνιστικού, Ρωσικού, κινδύνου είχε, ειδικά για μας, τις πιο ολέθριες συνέπειες με τον εμφύλιο πόλεμο. Και βλέπομε σήμερα οι ακραίες δεξιές και αριστερές τάσεις να συμπίπτουν, ενισχύοντας από κάθε πλευρά τις φυγόκεντρες τάσεις που επιδιώκουν να διαλύσουν την ΕΕ. Κακά τα ψέματα. Η ΕΕ είναι μια ολιγαρχία με πολλά κακά στοιχεία. Ωστόσο, πέτυχε να μην υπάρχουν αντιπαλότητες μεταξύ των μελών της που πολεμούσαν μεταξύ τους επί πολλούς αιώνες, έχοντας αιματοκυλήσει και ολόκληρη την Υφήλιο.

Με αυτές τις συνθήκες, τι να ψηφίσω σε λίγες μέρες; Πώς θα συμβάλω για το μέλλον της Ευρώπης, στην οποίαν ανήκομε και επομένως πώς θα συμβάλω διαμέσου της στη δική μας ευημερία; Το πρόβλημα των συνόρων μας διογκώνεται. Βρήκαμε μια λύση, κάθε άλλο παρά τέλεια, για τα βόρεια σύνορά μας (επιτέλους με τη λέξη Macedonia άρχισαν να χαρακτηρίζουν οι ξένοι χάρτες μόνο την Ελληνική Μακεδονία), πάντως μια λύση που να μας λύνει κάπως τα χέρια να αντιμετωπίσουμε την Ανατολική απειλή. Ποια είναι η θέση των κομμάτων μας που θα την υποστηρίξουν στην Ευρώπη όσον αφορά τις σημαντικές συμφωνίες που έχομε συνάψει με Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο; Ομολογώ πως δεν γνωρίζω. Πώς θα ακουστεί η ψιθυριστή φωνούλα μου στην Ευρώπη;

 

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

ΣΚΑΝΔΑΛΑ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Ηπειρωτικός Αγών, 23 Μαΐου, 2019

Ο σοφός βασιλιάς Πρόκας, απόγονος του Αινεία, πεθαίνοντας άφησε διαθήκη στα παιδιά του, το Νουμίτορα και τον Αμούλιο, να μοιράσουν το βασίλειό του έτσι: Ο νεότερος, ο Αμούλιος, φθονερός δυστυχώς, να το χωρίσει στα δύο κι ο μεγαλύτερος, ο Νουμίτορας, καλός και δίκαιος, να διαλέξει. Ο Αμούλιος λοιπόν αποφάσισε: Ο ένας να πάρει το θρόνο και ο άλλος τα πλούτη. Η σκέψη του ήταν, πως αν γινόταν αυτός βασιλιάς, με τους νόμους του θα σφετεριζόταν τα πλούτη από τον αδελφό του και αν έπαιρνε τα πλούτη, με τη δύναμή τους θα γινόταν αυτός βασιλιάς. Ο Νουμίτορας διάλεξε το βασίλειο αποφασισμένος να φροντίσει τους υπηκόους του. Η μοχθηρία του Αμούλιου συνεχίσθηκε, εκτόπισε τον αδελφό του, αλλά τελικά η δικαιοσύνη των θεών ανέδειξε τους εγγονούς του Νουμίτορα, το Ρωμύλο και το Ρώμο, τους ιδρυτές της ξακουστής Ρώμης.

Ο Αριστοτέλης, δε χώνεψε ποτέ την Ουτοπία του φασιστο-κομμουνιστο-δημοκράτη δασκάλου του, του Πλάτωνα. Κατάλαβε πως είναι ανεφάρμοστη. Αναγνώρισε πως πραγματικά είναι λίγοι αυτοί που συγκρούονται λόγω κοινοκτημοσύνης, αν τους συγκρίνουμε με το πλήθος αυτών που έχουν χωριστές περιουσίες. Θεώρησε όμως πως τα δεινά της πολιτείας δεν οφείλονται τόσο στην ανυπαρξία κοινοκτημοσύνης, όσο στη μοχθηρία των ανθρώπων. Σαν εκείνη του κακού του Αμούλιου. Έχει δίκιο, εν μέρει τουλάχιστον. Όμως δε συνέχισε τη σκέψη του. Η κοινοκτημοσύνη και άλλες ρυθμίσεις της πολιτείας που μειώνουν τις συγκρούσεις μπορούν να επιβληθούν με νόμιμη βία από τους άρχοντες. Την ανθρώπινη μοχθηρία όμως κανένας δεν μπορεί να την απαγορεύσει και να επιβάλει την απαγόρευσή της. Τα δεινά ενός κράτους ποτέ δεν μπορούν να εκλείψουν, όμως μια σωστή πολιτεία μπορεί να περιορίσει τις δυνατότητες των μοχθηρών ανθρώπων ή να καταστήσει τις δραστηριότητές τους λιγότερο σημαντικές.

Φεύγοντας από το μύθο και την ιστορία των σοφών προγόνων μας θα αναζητήσω παραδείγματα από τη σύγχρονη ζωή μας. Ζούμε σε μια περίοδο, που στην πολιτική ζωή επικρατούν τα σκάνδαλα, οι διαπλοκές, η υποβόσκουσα βία. Η ευδαιμονία μιας πολιτείας και των πολιτών της είναι κύριος σκοπός κάθε πολιτείας, παρατηρεί ο Αριστοτέλης. Κάθε άλλο παρά ευδαιμονία φέρνουν στους πολίτες τους τα σύγχρονα κράτη, μολονότι έχουν επιτύχει σημαντική ευτυχία. Η τεχνολογία που σε σημαντικό βαθμό προωθήθηκε από τον παγκόσμιο καπιταλισμό που εδώ και λίγες δεκαετίες θριαμβεύει, πέτυχε πρωτοφανή ευτυχία στον πλανήτη: Μεγάλη παράταση του προσδόκιμου επιβίωσης και μείωση της πείνας, φτώχειας, αναλφαβητισμού, παιδικής θνησιμότητας (Norberg). Κι όμως οι άνθρωποι δεν είναι ευδαίμονες. Η ευδαιμονία απαιτεί όχι μόνο στοιχειώδη κάλυψη των φυσιολογικών και σωματικών αναγκών μας, αλλά και κάτι παραπάνω, αγάπη, κοινωνική αναγνώριση, αυτοπραγμάτωση του Εγώ. Έτσι, ένας άλλος ερευνητής, ο Wilkinson, μελέτησε τις 23 πλουσιότερες χώρες του κόσμου και 282 μητροπολιτικές περιοχές των ΗΠΑ. Υπολόγισε αντικειμενικά το βαθμό οικονομικής ανισότητας που υπάρχει σ΄ αυτές και τη συνέκρινε με ένα δείκτη ψυχολογικών/κοινωνικών δεινών, συγκεκριμένα με το προσδόκιμου επιβίωσης, επιδόσεις στα μαθηματικά και γράμματα, παιδική θνησιμότητα, ανθρωποκτονίες, αριθμό φυλακισμένων, γεννήσεις από ανήλικα κορίτσια, ανάπτυξη εμπιστοσύνης, παχυσαρκία, ψυχικές νόσους περιλαμβάνοντας και εθισμό σε ναρκωτικά και οινόπνευμα και κοινωνική κινητικότητα. Υπήρχε εντυπωσιακή ευθεία συσχέτιση μεταξύ ανισότητας και των ψυχοκοινωνικών δεινών.

Η χώρα μας ταλανιζόταν πάντοτε, τώρα ίσως περισσότερο. Κανένας δεν γίνεται πολύ πλούσιος χωρίς να κλέψει. Ένας κάνει μια επιχείρηση με 1000 εργαζομένους, που καθενός η δουλειά κοστίζει 100€ το μήνα. Τους δίνει 99€ κι αυτοί το δέχονται, διότι καλύτερα αυτό παρά η ανεργία. Αυτός όμως έχοντας κλέψει μόνο 1€ από τον καθένα, κερδίζει 1000€. Πάμπλουτος τώρα, αποκτά εξουσία, που του αποφέρει και άλλο πλούτο.

Σήμερα κάποια ονόματα, όπως λίστα Lagarde, Novartis, Siemens και τόσα άλλα βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Κι αναρωτιόμαστε. Είναι τόση η κακοήθεια και η μοχθηρία των πολιτικών μας ή μήπως φταίει το σύστημά μας; Αν φταίει αυτό, γιατί να μην προσπαθήσουμε να το αλλάξουμε;

Έχομε ικανούς πολιτικούς, τόσο όσο ικανός είναι ο λαός μας. Κατά κανόνα έντιμους, νομίζω, παρά τις διαφωνίες που μπορούν να έχουν οι αναγνώστες μου. Όμως, φοβούμαι, το σύστημά μας όχι μόνο τους επιτρέπει, αλλά και τους αναγκάζει να φέρονται ανέντιμα. Όταν ο άρχοντας είναι ένας, στη μοναρχία (βασιλιάς, δικτάτορας κλπ) είναι ζήτημα τύχης αν θα είναι σώφρονας ή άφρονας. Σπανίζουν οι μεγάλοι σωστοί ηγέτες. Όταν οι άρχοντες είναι περισσότεροι, στην ολιγαρχία, τα πράγματα καλυτερεύουν. Ανήκουν τότε σε μια εκλεκτή ομάδα πολιτών, που μπορεί να καθορίζεται από την καταγωγή, τον πλούτο, τη μόρφωσή ή την εκλογή τους από όλο το λαό. Κάθε πολίτευμα έχει καλή και κακή όψη. Καλή είναι εκείνη στην οποίαν οι άρχοντες μεριμνούν για τους πολίτες, κακή εκείνη στην οποία νοιάζονται για τον εαυτό τους. Η εκλογή των αρχόντων από το σύνολο του λαού μοιάζει να είναι η καλύτερη από τα είδη της ολιγαρχίας. Έτσι ήταν στην αρχαία Ρωμαϊκή res publica και στις σύγχρονες ρεπούμπλικες, κοινοβουλευτική, αστική, σοσιαλιστική κλπ, που εμείς τις ονομάζομε απατηλά δημοκρατίες. Ποιο είναι όμως το πρόβλημα; Από τις τρεις εξουσίες, εκτελεστική (κυβέρνηση), βουλευτική (βουλή), δικανική (δικαιοσύνη), η εκτελεστική απαιτεί γνώσεις και πείρα. Επομένως απαιτεί τα πιο κατάλληλα εξειδικευμένα πρόσωπα, που μπορούν να διορίζονται από το σύνολο του λαού δημοψηφισματικά (με γενικές εκλογές). Οι άλλες δύο εξουσίες όμως απαιτούν μόνο αρετή (“αιδώ και δίκη”), που είναι ισοκατανεμημένη σε όλους του πολίτες, σε άλλον περισσότερο σε άλλον λιγότερο, ανεξάρτητα από καταγωγή, πλούτο, μόρφωση. Για να είναι άρχοντες με εξουσία, αφού εκλέγονται, πρέπει να χρισθούν υποψήφιοι και επομένως είναι προεπιλεγμένοι από κάποιο κόμμα. Χωρίς προϋπηρεσία σε κόμμα είναι πρακτικά αδύνατο να εκτεθεί κάποιος υποψήφιος και, αν (απίθανο) το επιτύχει, θα γίνει αυτός το κόμμα που θα επιλέγει τους συνεργάτες του. Άρα, κάθε υποψήφιος είναι υποχρεωμένος να δρα, όπως του υπαγορεύει το κόμμα του και όχι σύμφωνα με τη συνείδησή του. Αν εκλεγμένος απειθήσει, χρεώνεται αποστασία και αναξιοπιστία. “Είναι επικίνδυνο να εκλέγονται οι άρχοντες από κατάλογο προσώπων που ήδη έχει καταρτισθεί με (προ)εκλογική διαδικασία” (Αριστοτέλης). Για να ψηφισθεί βουλευτής ο υποψήφιος, πρέπει να ενεργεί όπως απαιτούν οι ψηφοφόροι του και λοιποί παράγοντες που επηρεάζουν ψήφους (οικονομικοί, επικοινωνιακοί κλπ). Να λοιπόν πώς οι εκλεγμένοι πολιτικοί είναι υποχρεωμένοι να συναλλάσσονται ιδιοτελώς για να άρχουν, ακόμη και αν δεν είναι φύσει κακοήθεις.

Οι πρόγονοί μας είχαν βρει τη λύση. Στη δημοκρατία, οι άρχοντες (βουλευτές, δικαστές) κληρώνονταν μεταξύ όλων των πολιτών. Η κλήρωση αποκλείει την πελατειακή σχέση και συναλλαγή.

 

Τυχαίο δείγμα

  • Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com
  • Κοινή Γνώμη, 21 Μαΐου 2019

Όταν, κάνοντας έρευνα ήθελα να μετρήσω το μέγεθος μιας ιδιότητας, π.χ. της πίεσης ή της χοληστερίνης, στον πληθυσμό, δεν μπορούσα βέβαια να εξετάσω όλο τον κόσμο. Εξέταζα λοιπόν ένα “τυχαίο” δείγμα, θεωρώντας με τους νόμους της στατιστικής πως ό,τι ισχύει στο τυχαίο δείγμα, κατά πάσα πιθανότητα ισχύει και στο σύνολο. Πώς επιλέγω όμως ένα “τυχαίο” δείγμα; Απλούστατα, έλεγα, θα βγω στο δρόμο και θα εξετάζω όποιον τύχει να διαβαίνει, αν βέβαια δεχόταν. Προφανώς, αυτό ακριβώς ΔΕΝ είναι τυχαίο δείγμα. Είναι ένα προκατειλημμένο δείγμα. Δεν περιλαμβάνει κλινήρεις αρρώστους, γέρους, παιδάκια κλπ αφού όλοι αυτοί δεν περπατούν στο δρόμο. Είναι, εξάλλου, εκείνοι που δέχονται να εξετασθούν και, επομένως, έχουν κάποιο λόγο. Τυχαία σημαίνει μαθηματικά ίσες πιθανότητες τυχαιοποίησης για όλους. Παίρνω το χάρτη της πόλης και εξετάζω τους κατοίκους κάθε 10ης κατοικίας στο δρόμο ή εξετάζω τον πρώτο κάθε σελίδας του τηλεφωνικού καταλόγου, με όλη την οικογένειά του, αν βέβαια όλοι στην πόλη έχουν τηλέφωνο. Ο απλούστερος τρόπος για να έχω ένα πραγματικά τυχαίο δείγμα είναι η κλήρωση. Δίνω σε καθένα από το σύνολο έναν αριθμό, τους βάζω όλους σε μια μεγάλη σακούλα, ανακατεύω καλά και τραβώ έναν κλήρο κάθε φορά. Αυτό γίνεται ευκολότερα σήμερα με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Παλιότερα γινόταν είτε με πέτρες είτε με κουκιά που αντιπροσώπευαν άτομα είτε με άλλες πρωτόγονες μεθόδους.

Ο Σωκράτης θεωρείται γενικά ότι ήταν αντιδημοκρατικός, ολιγαρχικός. Δεν ξέρομε βέβαια ακριβώς πόσο είναι αυτό σωστό, αλλά πολλοί μαθητές του στον καταστροφικό Πελοποννησιακό πόλεμο πρόδωσαν την πατρίδα τους και εκτέλεσαν πολλούς αντίπαλους συμπατριώτες τους, όταν βρήκαν την ευκαιρία. Ο ίδιος ο Σωκράτης όμως, όπως τουλάχιστον μας τον παρουσιάζουν κυρίως ο Πλάτων, αλλά και ο Ξενοφών, μια και ο ίδιος δεν άφησε γραπτά κείμενα, συχνά επέδειξε αξιοθαύμαστη, υποδειγματική, δημοκρατική συμπεριφορά. Κάποτε λοιπόν ο Αγάθων, τραγικός ποιητής, νίκησε στους τραγικούς αγώνες των Ληναίων. Για να το γιορτάσει, κάλεσε σε Συμπόσιο την αφρόκρεμα της Αθηναϊκής κοινωνίας, ανάμεσά τους το Σωκράτη, τον Αριστοφάνη, τον Αλκιβιάδη και άλλους και τους ζήτησε να μιλήσουν για τον έρωτα. Ο ίδιος είπε μεταξύ άλλων ότι εκτιμούσε τη γνώμη της εκλεκτής ομήγυρης περισσότερο από των θεατών του που ήταν κοινοί άνθρωποι. Ο είρωνας Σωκράτης όμως είχε διαφορετική άποψη, αφού μέσα στους θεατές ήταν και όλοι οι “εκλεκτοί” παρευρισκόμενοι στο Συμπόσιο. Και ασφαλώς μέσα στο κοινό θα υπήρχαν και άλλοι αξιόλογοι που δεν ήταν προσκεκλημένοι του Αγάθωνα. Ποιος είχε δίκιο;

Να το ξεκαθαρίσω από την αρχή. Απάντηση αναντίρρητη δεν υπάρχει στο ερώτημα. Καθένας μας απαντά μέσα του προκατειλημμένα, ανάλογα με τα πιστεύω του, που έχουν διαμορφωθεί από όλη τη στοχευμένη ή τυχαία παιδεία του σε όλη τη ζωή του. Ωστόσο, ας δούμε κάποια επιχειρήματα.

Σε γνωστικά θέματα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι λίγοι “εκλεκτοί”, οι επαΐοντες, είναι πιο σωστοί από το ευρύ αδαές κοινό. Μπορεί όλος ο κόσμος να πίστευε πως ο ήλιος κινείται γύρω από τη γη, αλλά τελικά αποδείχθηκε αδιαφιλονίκητα πως ο Γαλιλαίος που ισχυριζόταν το αντίθετο, ήταν ο σωστός. Τα προβλήματα όμως σπάνια είναι αμιγώς γνωστικά· είναι και βουλητικά. Όταν ήθελα να αποκτήσω σπίτι, απευθύνθηκα σε ένα φίλο αρχιτέκτονα. Μου έκανε ένα πραγματικά πολύ ωραίο σχέδιο. Ωραίο, αλλά η διαμόρφωση των χώρων δεν βοηθούσε τη μοναδικά δική μου λειτουργία μέσα σ΄ αυτό το πανέμορφο σπίτι. Κι εγώ, φυσικά, δεν ακολούθησα τη συμβουλή του. Ας πούμε, τι να το κάνεις το σπίτι με τις όμορφες σκάλες, ενώ είσαι κουτσός; Κι όταν βρέθηκα κατηγορούμενος για τροχαία παράβαση στην Αγγλία, ο δικηγόρος με ρώτησε: “Πώς θέλετε να κάνουμε την υπεράσπιση;” Καλά, αυτός ήταν δικηγόρος, αυτός ήξερε τους νόμους, εγώ θα του έλεγα; Όταν είδε την απορία μου και ότι ήμουν ξένος, μου εξήγησε: “Ο δικαστής θα ρωτήσει: αθώος ή ένοχος; Αν πείτε αθώος, εγώ θα προσπαθήσω να αποδείξω την αθωότητά σας. Αν όμως πείτε ένοχος, εγώ θα προσπαθήσω να σας επιβληθεί η ελαφρότερη ποινή”. Με άλλα λόγια, ο ειδικός ξέρει πώς να κάνει μια δουλειά. Το τι να κάνει όμως το αποφασίζει ο ενδιαφερόμενος που είναι ο μόνος στον κόσμο που μπορεί να γνωρίζει τι θέλει. Προβληματικό είναι όμως ότι αρκετά συχνά, ο ενδιαφερόμενος δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει. Παρουσιάστηκε, λέει ο Wiener, το Τζίνι στο γέρικο ζευγάρι και πρόσφερε να πραγματοποιήσει τρεις ευχές τους. “1.000.000$!” ζήτησαν. Σκοτώνεται ο γιος τους ασφαλισμένος γι΄ αυτό το ποσό. “Το γιο μας να βλέπουμε στο σπίτι μας!”, δεύτερη ευχή. Παρουσιάζεται το φάντασμά του. “Να φύγει από το σπίτι μας να αναπαυθεί η ψυχή του”, τρίτη και τελευταία ευχή. Εκτός από τις γνώσεις του, ο ειδήμονας επαγγελματίας, πρέπει, επομένως, να ξέρει πώς να εκμαιεύει την πραγματική βούληση του πελάτη του, με τις συνέπειές της, που πιθανώς αγνοεί.

Το πρόβλημα περιπλέκεται σε επίπεδο κοινωνίας. Καθένας κάτι διαφορετικό θέλει. Ποια είναι η βούληση του συνόλου; Απλούστατα, ρωτάμε όλους (π.χ. δημοψήφισμα). Αυτοί που θα πάρουν τις αποφάσεις θα το πληρώσουν. Είναι παράλογο να τις παίρνουν άλλοι γι΄ αυτούς. Σε ένα μεγάλο σύνολο όμως είναι δύσκολη η ενημέρωση με συζήτηση. Μπορούμε όμως να ρωτήσουμε ένα τυχαίο δείγμα του συνόλου, στο οποίο είναι δυνατό καθένας όχι μόνο να ακούσει τις αντικρουόμενες απόψεις αλλά και να ρωτήσει και να πάρει απαντήσεις σε ό,τι δεν έχει κατανοήσει. Αν το δείγμα αποτελείται από εκλεγμένους επαΐοντες, εύλογο είναι να νοιάζονται αυτοί για το δικό τους ιδιοτελές συμφέρον. Τελικά;

Εξαιρετικά αξιόπιστοι διανοητές θεωρούν ότι αυτός ο τρόπος αποδεικνύεται ο σωστότερος. Αριστοτέλης: “Διὰ τοῦτο καὶ κρίνει ἂμεινον ὂχλος πολλὰ ἢ εἷς ὁστισοῦν“. Ο όχλος κρίνει πολλά καλύτερα παρά ο οποιοσδήποτε”. Κ.Παπαρρηγόπουλος: “Ὃθεν ὃλως ἂπορον δὲν εἶναι ὃτι τὸ πάλαι ὁ λαὸς ἀνεδείχθη σοφώτερος τῶν διδασκάλων αὐτοῦ.” Πάμε λοιπόν στη δημοκρατία;

Ακόμη κι αν έχουμε πεισθεί πως είναι το καλύτερο πολίτευμα, η εγκατάσταση της δημοκρατίας κοστίζει όσο και η ελευθερία, διότι αντιδρούν με κάθε ακραίο τρόπο οι ολιγαρχικοί που εναλλάσσονται τώρα στην εξουσία. Είναι ντόπιοι και ξένοι. Οι ντόπιοι δεν θα διστάσουν να ζητήσουν τη συνδρομή των ξένων για να επιβληθούν στο πλήθος. Φυσικά, όταν έλθουν οι ξένοι, προσκεκλημένοι και νικητές, επιβάλλουν στο σύνολο τη δική τους βούληση και όχι των ολιγαρχικών ντόπιων. Το ξέρομε από την ιστορία. Αξίζει να αγωνισθούμε γι΄ αυτήν; Αν είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε το κόστος της ελευθερίας, ναι. Αλλιώς, όχι.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΑ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmailcom

Ηπειρωτικός Αγών, 18 Μαΐου 2019

Όταν έγινε κυρίαρχος ο Κεμάλ Ατατούρκ, διοικούσε συγκεντρώνοντας στον εαυτό του όλες τις εξουσίες. Σύντομα κατάλαβε πως έτσι κάθε αποτυχία των συνεργατών του χρεωνόταν σ΄ αυτόν. Επέτρεψε λοιπόν τη δημιουργία κομμάτων. Αν πήγαινε κάτι στραβά, έφταιγε το κόμμα κι ερχόταν άλλο στην εξουσία, ενώ αυτός έμενε στο απυρόβλητο.

Στην αρχαιότητα, ιδιαίτερα στις Αθήνες, υπήρχε δημοκρατία άμεση (εκκλησία του δήμου) και με κλήρωση βουλευτών και δικαστών. Εξελισσόταν διαρκώς από τα μυθικά χρόνια των βασιλέων, με δημοψηφίσματα για τα μεγάλα κρίσιμα ζητήματα, ως την εποχή του Κλεισθένη. Ο Πελασγός, βασιλιάς του Άργους, για να δοθεί άσυλο στις Ικέτιδες Δαναΐδες που τις κυνηγούσαν για αθέλητο γάμο τα Αιγύπτια ξαδέρφια τους, έκανε δημοψήφισμα. Η δημοκρατία, διαρκώς εξελισσόμενη, ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Δεν έγιναν ποτέ πολίτες οι γυναίκες, οι δούλοι και οι μέτοικοι. Επιπλέον, μια από τις τρεις εξουσίες, η εκτελεστική (στρατηγοί και ελάχιστοι άλλοι) παρέμεινε αναγκαστικά ολιγαρχική. Για τη νομοθετική (βουλή) και τη δικαστική εξουσία αρκεί πρώτιστα η επίγνωση των αναγκών και των επιθυμιών των πολιτών, λαβαίνοντας υπόψη τους τεχνικούς περιορισμούς (νόμους) που παρέχονται από επαΐοντες. Για την εκτελεστική εξουσία όμως (κυβέρνηση) απαιτούνται πρώτιστα γνώσεις για να προταθούν εφικτές λύσεις στα αιτήματα του λαού που θα λάβει τις αποφάσεις και για να εκτελεσθούν οι αποφάσεις του. Στη σημερινή πολύπλοκη κοινωνία, η ανάγκη ειδικευμένων για την εκτελεστική εξουσία είναι πολύ μεγαλύτερη από την αρχαιότητα. Η διαφορά μεταξύ δημοκρατίας και ολιγαρχίας, όπως είναι οι σύγχρονες ρεπούμπλικες (ή, ευφημιστικά, αστικές ή φιλελεύθερες, κοινοβουλευτικές, σοσιαλιστικές κλπ δημοκρατίες) είναι ότι στη δημοκρατία οι άρχοντες κληρώνονται, ενώ στην ολιγαρχία εκλέγονται (Αριστοτέλης).

Η αμιγής δημοκρατία δεν χρειάζεται κόμματα, καθώς η βούληση κάθε πολίτη είναι ακριβώς ίσης αξίας με κάθε άλλου και οι πιθανότητες να άρχει και να άρχεται είναι ακριβώς ίσες για όλους. Ωστόσο, στο ολιγαρχικό κατάλοιπο της εκτελεστικής εξουσίας, όπου οι άρχοντες εκλέγονται, η ύπαρξη κομμάτων (ή παρατάξεων) είναι χρήσιμη. Ο λαός ψηφίζει και η εξουσία ανατίθεται σ΄ αυτόν που υποστηρίζεται από το πλειοψηφικό κόμμα.

Τα κόμματα διαφέρουν μεταξύ τους αντιπροσωπεύοντας «τάξεις», που στα σύγχρονα πολιτεύματα είναι δύο κυρίως, οι εργοδότες (καπιταλιστές) και οι εργαζόμενοι (προλετάριοι). Τα αντίστοιχα κόμματα είναι δεξιά και αριστερά. Υποδιαιρέσεις σημαντικές αφορούν το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους. Η ύπαρξη κεφαλαίου που αναπαράγεται και από τον τόκο του συντηρούνται οι άνθρωποι χωρίς να αναλώνουν το κεφάλαιο, απαιτεί κάποιον υπεύθυνο που, αν δεν είναι ένα ή περισσότερα άτομα, μένει να είναι το κράτος. Η αρχική μαρξιστική θέση ήταν ότι το κράτος είναι άχρηστο. Ωστόσο οι ρεαλιστές διάδοχοι, όπως ο Λένιν και ο Στάλιν θεώρησαν το κράτος απαραίτητο ως μονοπώλιο. Άλλοι όμως, όπως οι αναρχικοί (π.χ. Μπακούνιν) θεωρούσαν ότι το κράτος είναι καταπιεστικό για τους πολίτες (που όντως είναι) και επομένως απορριπτέο. Συγκρούστηκαν λοιπόν αναρχικοί και κομμουνιστές, παρά την ταύτιση που τους γίνεται από αντιπάλους (αμφότεροι αντίπαλοι στον καπιταλισμό). Στην αρχαιότητα δεν υπήρχαν κόμματα, διότι δεν είχε αναπτυχθεί επαρκώς η αστική κοινωνία με λίγους μεγάλους εργοδότες και καθένα τους με πλήθος εργαζομένων. Υπήρχαν όμως παρατάξεις υπέρ της δημοκρατίας ή της ολιγαρχίας. Εξαιρώντας τη Μακεδονία, η μοναρχία ήταν από όλους τους Έλληνες στην κλασική εποχή απορριπτέα. Ωστόσο, η αντιπαράθεση μεταξύ δημοκρατικών και ολιγαρχικών ήταν έντονη και, όποτε η μια παράταξη ηττάτο, ζητούσε βοήθεια από τους ισχυρούς, την ολιγαρχική Σπάρτη και τις δημοκρατικές Αθήνες. Κι όταν νικούσε, με τη βοήθεια των ξένων, εξαπέλυε άγριες σφαγές των αντιπάλων της. Το κόστος ήταν ότι όλη η πόλη υποδουλωνόταν στον ισχυρό που είχε σπεύσει σε βοήθεια.

Ποιος θα ήταν όμως ο ρόλος των κομμάτων σε μια σύγχρονη δημοκρατία, στο σύγχρονο κόσμο; Πρώτο, αφού η εκτελεστική εξουσία είναι αναγκαστικά κατάλοιπο της ολιγαρχίας, τα κόμματα είναι τώρα απαραίτητα. Στον αρχηγό του πλειοψηφούντος κόμματος θα αναθέσει ο ανώτατος άρχοντας την κυβέρνηση. Υπενθυμίζεται ότι η ανεξαρτησία των τριών εξουσιών απουσιάζει από τα σύγχρονα πολιτεύματα. Το πλειοψηφούν κόμμα ελέγχει τη βουλή, αφού πλειοψηφεί. Σχηματίζει το ίδιο την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση διορίζει τους επικεφαλής των Ανώτατων δικαστηρίων. Ακόμη, στα πλαίσια του πολιτεύματός μας υπάρχουν δύο εντοπισμένες ολιγαρχίες, της εκκλησίας και των ΑΕΙ. Και οι δύο εκλέγουν τους επικεφαλής τους χωρίς κρατική παρέμβαση. Ωστόσο, η ισχύς τους περιορίζεται στον τομέα τους και όχι στο σύνολο των πολιτών. Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Στη Βυζαντινή περίοδο η αντιπαράθεση μεταξύ θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας έφθασε στο έπακρο, όπως π.χ. στον αιώνα της εικονομαχίας και, μετά, στο Σχίσμα και συνέβαλε αποφασιστικά στην κατάρρευση της Πόλης. Αντίθετα, η συνεργασία τους τον καιρό του Ηρακλείου υπήρξε σωτήρια και τη θυμόμαστε κάθε Παρασκευή στη Σαρακοστή όταν ακούμε την υπέροχη ποίηση για την Υπέρμαχο Στρατηγό. Και η Πανεπιστημιακή ολιγαρχία δημιούργησε πολιτικές αναταράξεις, όπως ο Γαλλικός Μάης 1978 και ο Αθηναϊκός Νοέμβρης 1973. Ακόμη και σε ομαλές συνθήκες όμως οι ολιγαρχικές αυτές ανεπίσημες εξουσίες διεκδικούν πολιτικό ρόλο, όταν τα μέλη τους εκφράζονται όχι ως απλοί πολίτες, αλλά από τον άμβωνα ή τις φοιτητικές εκλογές.

Εκτός από την ανάδειξη κυβέρνησης, τα κόμματα έχουν έναν ακόμη ρόλο στη Βουλή, εκλεγμένη με κλήρωση σε μια δημοκρατία. Το κυβερνητικό κόμμα θα υποστηρίξει τις προτάσεις της κυβέρνησης, ενώ τα αντιπολιτευόμενα θα προσπαθήσουν να πείσουν τους βουλευτές να την καταψηφίσουν. Μια διαφορά μεταξύ των αρχαίων παρατάξεων και των σύγχρονων κομμάτων είναι τούτη: Τα κόμματα αντιπαρατίθενται οξέως το ένα εναντίον του άλλου, ως το σημείο να μη διστάζουν, για να νικήσουν τους αντιπάλους τους, να βλάπτουν τη χώρα (τα παραδείγματα είναι πολλά σε όλα τα κόμματα). Ωστόσο, όλα συμφωνούν στο να μην καταργηθεί η σύγχρονη ρεπουμπλικανική ολιγαρχία, ώστε να μην εγκατασταθεί δημοκρατία, που περιορίζει την ισχύ των κομμάτων. Να μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι η παρουσία κομμάτων, με πιο περιορισμένη δράση όπως περιγράφηκε, είναι απαραίτητη σε μια δημοκρατία, με τη λογική του Κεμάλ. Περιορισμός των κομμάτων δεν πρέπει να νοείται ως επαναφορά στην ξενοκρατία, όπως μετά την Επανάσταση του 1821 ούτε στη στρατοκρατία από την εποχή του Ελ.Βενιζέλου ως το 1974, αλλά εγκατάσταση μιας σύγχρονης δημοκρατίας που να ανταποκρίνεται στον ορισμό του Αριστοτέλη, αλλά με ίση άμεση συμμετοχή όλων, ανδρών και γυναικών, χωρίς δούλους, στη λήψη αποφάσεων. Προαιρετικοί συμπληρωματικοί ρυθμιστικοί μηχανισμοί θα μπορούσαν να είναι μια Γερουσία από τους τέως επικεφαλής των τριών εξουσιών για μακροπρόθεσμες αποφάσεις, και ένας άμεσα εκλεγόμενος «Πρόεδρος», συντονιστής των τριών εξουσιών.

 

 

 

ΕΝΟΧΗ ΚΑΙ ΚΑΘΑΡΣΗ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ, καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com:

 

Είμαι τρισυπόστατος. Είμαι ο αισθητός Εγώ, δημιουργημένος τη στιγμή της σύλληψής μου και αντιληπτός από το Σύμπαν, πλην του εαυτού μου. Είμαι ο νοητός Εγώ δημιουργημένος με τη γέννησή μου. Εκείνη τη στιγμή τα εξωτερικά ερεθίσματα πάνω στις αισθήσεις μου που ενδομήτρια ήταν σταθερά, γίνονται ποικίλα, διαρκώς και απρόβλεπτα μεταβαλλόμενα, ενώ τα από μέσα μου παραμένουν σταθερά. Εγώ ο νοητός είμαι άμεσα αντιληπτός αποκλειστικά από εμένα τον ίδιο, ενώ οι άλλοι μπορούν μόνο να με νοούν, να με συμπεραίνουν από τη συμπεριφορά του αισθητού Εγώ μου. Και είμαι ο κοινωνικός Εγώ, δημιουργημένος με μια κοινωνική διαδικασία, βάπτιση, εγγραφή στα δημοτολόγια κλπ.

Ό,τι Εγώ ο νοητός Θέλω, αυτό Εγώ ο αισθητός Κάνω. Ό,τι Εγώ ο αισθητός Κάνω, μπορεί να έρχεται σε αντίθεση με το Θέλω της κοινωνίας. Τον αντίκτυπο αυτής της αντίθεσης τον υφίσταται βέβαια το κοινωνικό Εγώ. Αυτό, μεταφέρει το Θέλω της κοινωνίας στο νοητό Εγώ σαν ανασταλτικό “Πρέπει”. Αν, τελικά, Εγώ ο νοητός επιμένω να Θέλω ό,τι δεν Πρέπει, αισθάνομαι ένοχος, ακόμη και αν δεν προχωρήσω στο αισθητό “Κάνω”. Ο Χριστιανισμός τόνισε αυτή την ενδόμοιχη ενοχή. “Πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ” (Ματθ 5,28).

Η σύγκρουση ανάμεσα στο “Θέλω” και στο “Πρέπει” παίρνει ποικίλες μορφές. Όλα τα ανώτερα τουλάχιστον ζώα διαθέτουν κάποια στοιχειώδη εγκεφαλική λειτουργία, με γνωστικό, συναισθηματικό και βουλητικό στοιχείο. Ο σκύλος γνωρίζει τον κύριό του και η γάτα το σπίτι της. Όταν χαίρονται, ο σκύλος κουνάει την ουρά του και η γάτα γουργουρίζει. Όταν θέλουν να φάνε το εκδηλώνουν με ποικίλους τρόπους. Μόνον ο άνθρωπος διαθέτει δευτεροβάθμια νόηση, δευτεροβάθμια γνώση, συναίσθημα και βούληση. Αυτό σημαίνει ότι γνωρίζω τι ξέρω και τι δεν ξέρω. Ότι λυπάμαι που λυπάμαι ή μπορεί να χαίρομαι που λυπάμαι, όπως η Κασσάνδρα στην Τροία που πρόβλεπε την επερχόμενη καταστροφή κι όταν την είδε θλιβόταν αφάνταστα, αλλά και, παραδόξως, χαιρόταν που βγήκε αληθινή (εγώ τάλεγα!). Και μπορεί κάποιος να θέλει να θέλει, αλλά και να μη θέλει.

Η σύγκρουση μεταξύ του “Θέλω” και του “Πρέπει” μπορεί να γίνεται στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας γνώσης, της Συνείδησης ή να την παρακάμπτει και να γίνεται εν αγνοία της στα πλαίσια του δευτεροβάθμιου συμπλέγματος Συναισθήματος και Βούλησης, του Υποσυνειδήτου. Το “Θέλω” του νοητού Εγώ, του Φροϋδικού  Ego έρχεται σε αντίθεση με το “Πρέπει” του κοινωνικού Εγώ, του Φροϋδικού Super-Ego. Αν η σύγκρουση γίνεται παρακάμπτοντας τη δευτεροβάθμια Συνείδηση, προκύπτει η νεύρωση. Αν η σύγκρουση συντελείται στη δευτεροβάθμια Συνείδηση, προκύπτει η ενοχή, που ενδέχεται να οδηγήσει σε κάποιου είδους δευτεροβάθμια κάθαρση, ανακούφιση από ταυτόχρονη θλίψη και χαρά.

Η ενοχή υπάρχει σε όλους τους ανθρώπους, μέγιστη μετά από φρικτές πράξεις ή ηπιότερη, αν η βούληση έχει μείνει στα πλαίσια του νοητού Εγώ, χωρίς να προχωρήσει σε πράξη του αισθητού Εγώ. Πάντως ενοχή υπάρχει σε όλους μας. Τόσο, που όλοι βαρυνόμαστε από την ενοχή του προπατορικού αμαρτήματος (Γένεση). Τη σύγκρουση την αισθανόμαστε ψυχολογικά ως μεταξύ του θέλω και του πρέπει, τραγικά σα σύγκρουση μεταξύ ελέου και φόβου. Στην τραγωδία η σύγκρουση περαίνεται με κάθαρση, που σημαίνει περίπου ανακούφιση. Στο Χριστιανισμό περατώθηκε με τη θυσία του Ιησού Χριστού. Οπωσδήποτε, από όποια σκοπιά και αν τη θεωρήσουμε, η ενοχή υπάρχει βέβαια υποχρεωτικά σε όλους μας, αλλά η κοινή άποψη (ή ευχή) είναι ότι μπορεί να καθαρθεί.

Η ενοχή όμως δεν είναι μόνο προσωπική. Μπορεί να είναι και κοινωνική, μεταβιβαζόμενη μάλιστα από γενιά σε γενιά. Το ανήκουστο έγκλημα του Τάνταλου, να σφάξει και μαγειρέψει το γιο του, τον Πέλοπα, για να δοκιμάσει την παντογνωσία των θεών, μεταβιβάστηκε στο γιο του. Κι αυτός, αναγεννημένος από τους θεούς, πρόσφυγας στη φερώνυμη Πελοπόννησο, έκανε τις δικές του ανομίες που μεταβιβάστηκαν στο γιο του, τον Ατρέα. Ένοχος κι αυτός για άλλες ανίερες πράξεις μεταβίβασε την κατάρα στα παιδιά του, Μενέλαο και Αγαμέμνονα, για να καταλήξουν στο γιο του τελευταίου. Παρόμοιες είναι οι ιστορίες στις γενιές όλων των αρχαίων προγόνων μας. Ο Ορέστης, για να αποδώσει δικαιοσύνη για τη δολοφονία του πατέρα του, σκότωσε τη μάνα του. Η αυτοδικία είναι παιδί της ανεπάρκειας δικαιοσύνης. Η κάθαρση ολόκληρης της οικογένειας ήλθε, όταν ο ίδιος ο Ορέστης έφερε τις ενοχές του για κρίση στο δήμο, στο κληρωμένο δικαστήριο του Άρειου Πάγου.

Εμείς, από τότε που γινήκαμε κράτος, κατατριχόμαστε από ενοχές. Πλήθος από αυτές. Σημειώνω τον εθνικό διχασμό με πρωταγωνιστή το μεγαλύτερο πολιτικό της σύγχρονης Ελλάδας, το Βενιζέλο. Στερέωσε μια φιλελεύθερη δημοκρατία, αρχικά σε διχαστική αντίθεση με τη βασιλεία και στη συνέχεια με τον κομμουνισμό, ψηφίζοντας το ιδιώνυμο. Στην αναταραχή που προέκυψε, η αποκατάσταση της τάξης με τον Ιωάννη Μεταξά, δεν έφερε την κάθαρση, καθώς κράτησε φυλακισμένους τους κομμουνιστές για να παραδοθούν αργότερα στο ναζισμό για τα περαιτέρω. Η μεγαλειώδης προσπάθεια ενάντια στο φασισμό στην Αλβανία και ενάντια στο ναζισμό με την τοπική αντίσταση, δεν δικαιώθηκε. Η συμμετοχή στην αντίσταση τιμωρήθηκε ανελέητα, ενώ οι συνεργάτες των κατακτητών, που οπλίσθηκαν απ΄ αυτούς, αντί να τιμωρηθούν, δικαιώθηκαν. Ακολούθησε η προσπάθεια για αυτοδικία της αριστεράς με τον εμφύλιο. Αλλά η αυτοδικία, όπως η βεντέτα, όπως η αυτοδικία του Ορέστη, αντί να φέρνει κάθαρση, προσθέτει νέα εγκλήματα που συνεχίζουν τις κοινωνικές ενοχές. Η αυτοδικία, το είπαμε, σημαίνει ανεπάρκεια της δικαιοσύνης, δηλαδή του Δικαίου, δηλαδή της βούλησης των αρχόντων. Η κάθαρση μπορεί να έλθει μόνο σαν δίκη της Ηθικής, της βούλησης του δήμου. Όπως έγινε με τον Ορέστη τελικά στον Άρειο Πάγο. Και απαιτεί τρομακτικές αυτοθυσίες, από ήρωες που παίρνουν τις αμαρτίες των ενόχων στους ώμους τους. Όπως ο Ιησούς έγινε ο αἴρων τς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου“. Στις πολιτικές κοινωνίες, αίρει τις αμαρτίες του κόσμου ο ίδιος ο δήμος, με την ηθική του, όπως εφαρμόζεται από τη δικαιοσύνη αυτού του ίδιου του δήμου, δηλαδή την ηθική. Κάθαρση δεν σημαίνει λήθη. Σημαίνει, αντίθετα, μνήμη συνδυασμένη όμως με συγχώρηση, καθώς η κοινή κρίση δέχεται αναπόδραστη την πράξη που οδήγησε στην ενοχή και το έγκλημα τιμωρήθηκε επαρκώς. Σημαίνει ισορροπία ανάμεσα στο φόβο και τον έλεο, όπως τη βιώνει ο χορός, δηλαδή ο δήμος. Αποκατάσταση της βούλησης του δήμου στην πολιτική και της κρίσης του στη δικαιοσύνη είναι η λύση για τις ομαδικές, εθνικές Ερινύες που μας κυνηγούν.

ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ, ΕΥΤΥΧΙΑ, ΜΑΚΑΡΙΟΤΗΤΑ

  • Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com
  • Κοινή Γνώμη, 14 Μαΐου 2019
  • 239. Ευδαιμονία, ευτυχία, μακαριότητα

Λέξεις περίπου συνώνυμες, αλλά όχι ακριβώς. Η προσωπικότητά μας είναι τρισυπόστατη. Το αισθητό Εγώ μας γίνεται αντιληπτό από το Σύμπαν. Αρχίζει να υπάρχει από τη σύλληψή μας και παύει να υφίσταται όταν σταματήσει η αυτορρύθμιση του οργανισμού μας και αρχίσουμε να γινόμαστε ίδιοι με το περιβάλλον μας. Το νοητό Εγώ μας αρχίζει να υπάρχει με τη γέννηση μας και τελειώνει όταν πάψουμε οριστικά να ξεχωρίζουμε τον εαυτό μας από το περιβάλλον μας. Και το κοινωνικό Εγώ μας γεννιέται με μια κοινωνική διαδικασία (βάπτιση, εγγραφή στο ληξιαρχείο κλπ) και αρχίζει να τελειώνει με άλλη κοινωνική διαδικασία (κηδεία, διαγραφή από ληξιαρχείο και προπάντων λήθη από τον κόσμο).

Ευτυχία σημαίνει καλή τύχη. Είναι ένα ευχάριστο συναίσθημα που στηρίζεται στην ικανοποίηση των σωματικών αναγκών μας, αποτέλεσμα των προσπαθειών μας, αλλά και μιας συγκυρίας περιβαλλοντικών γεγονότων.

Η ευδαιμονία είναι παρόμοιο ευχάριστο συναίσθημα. Σημαίνει ότι κάτι θείο, “καλό δαιμόνιο”, υπάρχει μέσα μας. Είμαι ευδαίμονας όταν γεννώ μόνος μου το σκοπό μου και τον επιδιώκω. Μπορεί να είμαι ευτυχής, να μη μου λείπει τίποτε αναγκαίο, αλλά δεν είμαι ευδαίμονας, αν δεν έχω τα όνειρά μου, που γίνονται σκοπός, και τον επιτυγχάνω. Από την άλλη, αν πεινώ, πονώ, κρυώνω κλπ, δεν μπορώ να είμαι ευδαίμονας. Η ευδαιμονία είναι εσωτερική κατάσταση με αρμονική λειτουργία μεταξύ τους της γνώσης, του συναισθήματος και της βούλησής μας.

Η ζωή μας είναι ένα διαρκές πάρε-δώσε με το περιβάλλον μας, αλλά και μια διαρκής ταλάντωση ποικίλων λειτουργιών μας, που εναλλάσσονται διαρκώς μεταξύ ακραίων καταστάσεων. Ταλάντωση σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη από το περιβάλλον μας. Η καρδιά μου εναλλάξ συστέλλεται και διαστέλλεται. Περπατώ και εναλλάσσω τα πόδια μου το ένα μπροστά στο άλλο. Πεινάω, τρώω, περνά η ώρα και ξαναπεινάω. Θέλω να κάνω έρωτα, συνουσιάζομαι, περνά κάποιο χρονικό διάστημα και πάλι ξυπνά μέσα μου ο ίμερος για έρωτα. Σ΄ αυτή την ταλάντωση στηρίζεται η ευχάριστη ή δυσάρεστη κατάσταση μέσα μας, το συναίσθημά μας. Αν πεινάω και δεν βρίσκω να φάω, είναι δυστυχία. Αν πεινάω και βρω φαγητό αυτό είναι ευτυχία. Αν όμως δεν βρίσκω να φάω, αλλά ούτε και πεινάω; Αφού δεν πεινάω, η έλλειψη φαγητού δεν με κάνει να υποφέρω. Αλλά και το να μην αισθάνομαι τη χαρά της ευγευστίας και του χορτασμού μπορεί να θεωρηθεί ευτυχία; Η ικανοποίηση των φυσιολογικών ταλαντώσεών μας είναι ευτυχία. Η απουσία του δεύτερου σκέλους της ταλάντωσης, η μη ικανοποίηση της επιθυμίας είναι δυστυχία. Η απουσία όμως ακέραιης της ταλάντωσης, η απουσία επιθυμίας και, προφανώς, ικανοποίησής της, είναι μακαριότητα. Τέτοια κατάσταση υπάρχει φυσιολογικά στην ενδομήτρια ζωή, όπου όλες οι ανάγκες του εμβρύου ικανοποιούνται χωρίς να γίνονται αισθητές. Το έμβρυο δεν πεινάει, δεν διψάει, δεν αισθάνεται έλλειψη αέρα, διότι διαρκώς τροφοδοτείται κατά τις ανάγκες του από τη μητέρα του που το φιλοξενεί. Θα επανέλθει η μακαριότητα στο βραχύ διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στο θάνατο του νοητού και του αισθητού Εγώ, που στις τυπικές περιπτώσεις, όπως σε μια συγκοπή, διαρκεί λίγα λεπτά.

Οι ιδεολογίες ποικίλλουν. Η δυτική ιδεολογία που βιώνομε σήμερα, με την επικράτηση του καπιταλισμού επιδίωξε και πέτυχε σε σημαντικό βαθμό την ευτυχία. Η ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών σε όλη την υφήλιο έχει επιτευχθεί σε πρωτοφανή βαθμό. Και όμως οι λαοί δεν είναι ευδαίμονες. Η ανατολική φιλοσοφία, κυρίως ο Βουδισμός, θεωρούν ότι η μακαριότητα είναι ο σκοπός του καθενός, η νιρβάνα. Με ασύλληπτη άσκηση, μπορεί ο καθένας να κατευνάσει όλες τις επιθυμίες του, έτσι που δεν αισθάνεται την έλλειψη που φέρνει δυστυχία. Τρώει επειδή πρέπει, όχι διότι πεινάει. Ο Χριστιανισμός ενσωμάτωσε τέτοιες τάσεις για τη μακαριότητα. Ο Αριστοτέλης, και γενικότερα η Ελληνική φιλοσοφία, αποβλέπουν στην ευδαιμονία. Θεωρεί ο μεγάλος σοφός ότι η ευδαιμονία είναι ο κύριος προορισμός στον οποίον αποβλέπει κάθε άνθρωπος. Προϋποθέτει την αυτάρκεια και την ενότητα της κοινωνίας.

Η ευδαιμονία, η ευτυχία και η μακαριότητα είναι ιδιότητες που δεν αφορούν μόνο στα άτομα, αλλά και στις πολιτείες. Άσε έξω την ευτυχία, που στηρίζεται στην τυχαία ικανοποίηση των επιθυμιών, όπως όταν μας πέφτει το λαχείο. Η μακαριότητα μιας πολιτείας στηρίζεται στην απουσία επιθυμιών της, επιδιώξεών της. Η επιβίωσή της τότε στηρίζεται απλώς στις συνήθειες, στα έθη, στους νόμους. Χωρίς να λαβαίνει υπόψη εξωτερικές επιδράσεις. Όπως και σε κάθε άνθρωπο, ο κατευνασμός των επιθυμιών του μπορεί να καταλήξει στο θάνατο, το ίδιο μπορεί να συμβεί και στις μακάριες πολιτείες. Δεν αναπτύσσουν την αναγκαία άμυνα έναντι κινδύνων που την απειλούν, φυσικών (σεισμοί, καταποντισμοί κλπ), βιολογικών (λοιμοί, λιμοί κλπ), κοινωνικών (πόλεμοι, επαναστάσεις κλπ). Μόνον από μια υπέρσοφη ρύθμιση συνηθειών μπορούν να επιβιώνουν, έρμαιες όμως όταν παρουσιασθούν ασυνήθιστοι κίνδυνοι. Η ευδαίμων πολιτεία είναι η ιδανική για την Ελληνική σκέψη. Ο Πλάτων προσπάθησε να την ονειρευθεί. Ένα μοναδικό, ου-τοπικό κράμα φασισμού (στεγανός διαχωρισμός τάξεων), κομμουνισμού (κοινοκτημοσύνη αγαθών) και δημοκρατίας (απουσία δούλων, ισότητα φύλων, παιδιά άγνωστου πατέρα) η πολιτεία του, μοιάζει ανεφάρμοστη. Ο Αριστοτέλης αποδόμησε την πολιτεία του Πλάτωνα. Εξυμνεί την ευνομούμενη δημοκρατία, όπου οι αποφάσεις δεν λαμβάνονται πατερναλιστικά από κάποιον ή κάποιους αρίστους, αλλά από την πλειονότητα των απλών πολιτών. Διακρίνει έτσι την ευνομούμενη πολιτεία από την κακή όψη της, την οχλοκρατία, στην οποίαν όμως μπορεί να μεταπέσει η δημοκρατία.

Στη δημοκρατία λειτουργούν ανεξάρτητα οι τρεις εξουσίες της, αφού στις δύο (νομοθετική, δικαστική) οι άρχοντες κληρώνονται, ενώ στην τρίτη (εκτελεστική), που απαιτεί ειδικές γνώσεις, οι άρχοντες διορίζονται (με εκλογή) από το σύνολο. Τέτοια πολιτεία ταλαντώνεται πολιτικά και οικονομικά. Η ομαλή ταλάντωση της πολιτείας προϋποθέτει τη συμπληρωματική, όχι ιεραρχική, δομή μεταξύ τους των τριών εξουσιών. Καμιά δεν είναι ανώτερη από τις άλλες. Μια τέτοια πολιτεία εξασφαλίζει την ευδαιμονία της. Το δίκαιο (οι νόμοι) είναι αποκρυστάλλωμα του έθους (συνηθειών) των πολιτών. Από κει και πέρα, ζώντας σε μια τέτοια πολιτεία καθένας, έχει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για να γίνει ο ίδιος ευδαίμων. Η ευδαιμονία του ατόμου (ηθική) ταυτίζεται για τον Αριστοτέλη με την ευδαιμονία της πόλης (πολιτική). Υπάρχει, ωστόσο, υπεροχή του αγαθού της πόλης έναντι του ατόμου, διότι η διαφορά τους δεν είναι ποιοτική (η ευδαιμονία είναι σκοπός και των δύο), αλλά ποσοτική (η πόλη αποτελείται από περισσότερα άτομα). Στα νεότερα χρόνια η κατάργηση της δουλείας, η ψήφος των γυναικών και τα ανθρώπινα δικαιώματα περιόρισαν τις πιθανότητες εκτροπής του πολιτεύματος, αλλά όλα αυτά χωρίς δημοκρατία, ούτε ευδαιμονία.

 

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΥΠΑΡΞΕΩΣ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας

 

Εισαγωγή. Ποικίλοι διανοητές έχουν παρατηρήσει ότι η ύπαρξή μας είναι τρισυπόστατη. Ό ψυχολόγος Wiliam James διακρίνει το material me, spiritual me, social me. O ψυχαναλυτής Sigmund Freud περιγράφει το id, το Ego και το Super Ego. Ο Søren Kierkegaard, πρώτος από τους υπαρξιστές φιλοσόφους, ανέλυσε την ψυχή, το σώμα και το πνεύμα. Και οι φιλόσοφοι του 20ού αιώνα Martin Heidegger και Jean Paul Sartre αναφέρονται στο In-Der-Welt-Sein, Dasein και Mitsein o πρώτος και στο corp, en-soi και pour Autrui ο δεύτερος. Κοινά στοιχεία σε όλους είναι α) οι τρεις υποστάσεις της ύπαρξης αντιστοιχούν στις σχέσεις τους προς το φυσικό περιβάλλον τους, τον εαυτό τους και το έλλογο περιβάλλον τους αντίστοιχα. β) Δεν ξεχωρίζουν πάντοτε επαρκώς καθεμιά υπόσταση από τις υπόλοιπες, έτσι που συχνά δημιουργούνται συγχύσεις. γ) Οικοδομώντας τη σκέψη τους συχνά αγνοούν τα επιστημονικά  δεδομένα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν τη δυσνόητη έννοια της ύπαρξης, που αφεαυτής είναι δύσκολα κατανοητή. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω στα επόμενα τις σχέσεις και διαφορές μεταξύ των τριών υποστάσεων της ύπαρξής μας στηριζόμενος σε επιστημονικά δεδομένα, όπως η θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών και των ταλαντώσεων και θα υπαινιχθώ κάποιες εφαρμογές τους για την ερμηνεία ψυχολογικών και κοινωνικών φαινομένων.

Ύπαρξη. Όταν λέμε ότι κάτι υπάρχει, εννοούμε ότι διαφέρει από ό,τι αυτό δεν είναι. Το Α είναι Α και δεν είναι Μη-Α. Αυτός είναι ο πιο στοιχειώδης νόμος της ταυτότητας. Πραγματικά δεν είναι νοητή μια πάλλευκη κηλίδα πάνω σε ένα πάλλευκο σεντόνι. Τόσο αναγκαίος είναι ο απόλυτος διαχωρισμός μιας οντότητας από το περιβάλλον της, που ο Spinoza διακηρύσσει ότι Omnes determinatio est negatio (Κάθε ορισμός είναι άρνηση). Τα νοητά όντα μπορούν να είναι άχρονα. Έτσι ο Πλάτων είδε ότι ο νοητός κόσμος είναι, άφθαρτος, τέλειος, αιώνιος, ενώ ο αισθητός είναι φθαρτό κακέκτυπο του νοητού κόσμου. Ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη, στη συνέχεια του Θωμά Ακινάτη, του John Locke και άλλων έγινε αποδεκτό ότι ο νοητός κόσμος είναι παράγωγο του αισθητού. Nihil in intellectu quod non prius in sensu. “Oὐδὲν ἐν τῇ νοήσει ὃ μὴ πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει“. Ο Kant προσπάθησε να συμβιβάσει τις αντίθετες απόψεις θεωρώντας ότι οι πολλές έννοιες είναι επίκτητες, σχηματιζόμενες a posteriori, αλλά κάποιες, χρόνος, χώρος κλπ, σαν τις κατηγορίες του Αριστοτέλη, υπάρχουν εκ των προτέρων a priori ήδη από τη γέννησή μας.

Γέννηση και θάνατος. Στον αισθητό κόσμο κάθε τι που υπάρχει κάποτε γεννήθηκε και κάποτε θα πεθάνει. Ο θάνατός του είναι προγραμματισμένος και ονομάζεται διεθνώς απόπτωση. Αλλά υπάρχουν και δύο κύριοι τρόποι για να πάψει να υπάρχει μια φυσική οντότητα εξαιτίας του περιβάλλοντός της. Ένας είναι να αφανισθεί το περιεχόμενό της λόγω επεμβάσεων ενός αντίξοου περιβάλλοντος. Π.χ. μια σταγόνα νερού παύει να υπάρχει σε θερμό, ξηρό περιβάλλον, διότι εξατμίζεται. Ο άλλος είναι ακριβώς ο αντίθετος: Η οντότητα βρίσκεται σε ένα απόλυτα οικείο, εντελώς ίδιο με τον εαυτό της, περιβάλλον, οπότε παύει να ξεχωρίζει από αυτό. Μια σταγόνα νερού πέφτει στον ωκεανό και χάνεται “σταγόνα στον ωκεανό”.

Στους έμβιους πολυκύτταρους οργανισμούς η ζωή αρχίζει τη στιγμή που ένα πατρικό σπερματοζωάριο ενώνεται με ένα μητρικό ωάριο. Μια νέα οντότητα σχηματίζεται αισθητή από το περιβάλλον της, καθώς διαφέρει από αυτό. Αναπτύσσεται με πρόγραμμα ανεξάρτητο από τη μητέρα που το φιλοξενεί, η οποία του προσφέρει μόνο προστασία και ενέργεια. Το αισθητό Εγώ γεννήθηκε. Ενδομήτρια στα θηλαστικά το νέο ον περιβάλλεται από το δέρμα του πάνω στο οποίο είναι διάσπαρτοι μέγα πλήθος αισθητήρων. Αυτοί δέχονται ερεθίσματα από μέσα από το έμβρυο και απ΄ έξω από τη μητέρα. Και αυτά τα ερεθίσματα είναι σταθερά και ακριβώς ίδια από μέσα και απ΄ έξω. Ίδια θερμοκρασία, υγρασία, οξύτητα, ωσμωτική πίεση, σκότος, σιωπή κλπ. Επομένως, ακόμη και τελειόμηνο, το έμβρυο αδυνατεί να συλλάβει την ύπαρξή του, διότι δεν δέχεται διαφορετικά ερεθίσματα απ΄ έξω και από μέσα του. Με τη γέννησή του το νεογνό συλλαμβάνει τη διαφορά ανάμεσα στο μέσα κόσμο του που παραμένει σταθερός και στο περιβάλλον του που ασκεί ένα καταιγισμό ποικίλων, διαρκώς και απρόβλεπτα μεταβαλλόμενων ερεθισμάτων πάνω στους αισθητήρες του νεογνού. Το νοητό Εγώ, ένα νέο πρόσωπο, γεννήθηκε. Είναι άμεσα αντιληπτό μόνο από το ίδιο, ενώ οι άλλοι γύρω του μόνο έμμεσα μπορούν να το νοούν, να συμπεραίνουν τον εσωτερικό του κόσμο, από τις εκδηλώσεις του αισθητού Εγώ. Ειδικά ο άνθρωπος που είναι κοινωνικό, πολιτικό για την ακρίβεια, ζώο, ζει μέσα σε μια κοινωνία και κάποια στιγμή με κάποια κοινωνική τελετή εισάγεται στην κοινωνία του. Τέτοια τελετή ήταν στην αρχαιότητα τα αμφιδρόμια, στη Χριστιανική κοινωνία η βάπτιση, στην Εβραϊκή και Μουσουλμανική η περιτομή, στις πολιτικές κοινωνίες η εγγραφή στο ληξιαρχείο. Το κοινωνικό Εγώ, ένα νέο άτομο, γεννήθηκε.

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των τριών υποστάσεων του Εγώ που συνοψίζονται στον Πίνακα Ι. Όπως αναφέρθηκε, το αισθητό Εγώ αρχίζει να υπάρχει από τη σύλληψή του και είναι αισθητό από το περιβάλλον του. Το νοητό Εγώ αρχίζει να υπάρχει από τη γέννησή του και είναι άμεσα αντιληπτό μόνο από το ίδιο. Το κοινωνικό Εγώ υπάρχει μετά από μια κοινωνική τελετή και αποτελεί την εικόνα που έχει γι΄ αυτό το έλλογο περιβάλλον του. Το αισθητό Εγώ μπορεί να ακρωτηριασθεί, ενώ το νοητό και το κοινωνικό Εγώ είναι πάντοτε ακέραια, άτμητα. Το αισθητό Εγώ είναι μοναδικό, καθώς κανένας άλλος δεν έχει τα ίδιο δακτυλικά αποτυπώματα ή ίδιο DNA με εμένα. Το ίδιο και το νοητό Εγώ είναι μοναδικό, αφού δεν μπορεί καν να συγκριθεί με άλλα νοητά Εγώ. Το κοινωνικό Εγώ όμως, τη στιγμή τουλάχιστον της εισαγωγής του στην κοινωνία είναι απόλυτα ίδιο και ίσο με τα λοιπά μέλη του κοινωνικού περιβάλλοντός του, καθώς έχει τη μοναδική ιδιότητα κοινή για όλη την κοινωνία, ότι είναι μέλος της. Το αισθητό Εγώ ζει στο φυσικό χρόνο και χώρο του. Το νοητό Εγώ ζει σε μια στιγμή, τώρα και σε ένα σημείο, εδώ. Το κοινωνικό Εγώ όμως επιβιώνει στη μνήμη του έλλογου περιβάλλοντός του μπορεί και εσαεί και να είναι πανταχού παρόν.

Πίνακας Ι Διαφορές μεταξύ των τριών υποστάσεων του Εγώ

Αισθητό Εγώ Νοητό Εγώ Κοινωνικό Εγώ
Υπάρχει από τη σύλληψη Υπάρχει από τη γέννηση Υπάρχει μετά από κοινωνική τελετή
Αισθητό από το περιβάλλον του Αντιληπτό άμεσα μόνο από το ίδιο Η κοινωνική εικόνα του
Μπορεί να ακρωτηριασθεί Ακέραιο/άτμητο Ακέραιο/άτμητο
Μοναδικό Μοναδικό Ίδιο με όλα τα άλλα μέλη της κοινωνίας
Ζει στο φυσικό χρόνο Ζει σε μια στιγμή τώρα Ζει απροσδιόριστο χρόνο στη μνήμη του περιβάλλοντος
Ζει στο φυσικό χώρο Ζει σε ένα σημείο, εδώ Ζει σε απροσδιόριστο χώρο στη μνήμη του περιβάλλοντος

 

Όπως η αρχή της ζωής είναι διαφορετική για κάθε μια από τις τρεις υποστάσεις, έτσι είναι και το τέλος τους. Κάποια στιγμή παύει η αυτορρύθμιση του αισθητού Εγώ και αυτό αρχίζει να εξομοιώνεται με το περιβάλλον του. Χοῦς εἶ καί εἰς χοῦν ἀπελεύσει.  Πάντοτε πριν ή το πολύ ταυτόχρονα, σε βίαιο θάνατο, παύει οριστικά το νοητό Εγώ να αντιλαμβάνεται τη διαφορά του από το περιβάλλον του και αυτός είναι ο θάνατος του νοητού Εγώ. Προσωρινά, περιοδικά, κάθε μέρα στο βαθύ ύπνο, διακόπτεται η ψυχολογική επαφή με το περιβάλλον. Επίσης, ενώ στην τυπική περίπτωση π.χ. της συγκοπής, ο θάνατος του νοητού Εγώ προηγείται κατά λίγα λεπτά από το θάνατο του αισθητού Εγώ, σε βαριά κώματα, μπορεί να προηγείται για μέρες, μήνες, σπάνια χρόνια. Ο θάνατος του κοινωνικού Εγώ αρχίζει με μια κοινωνική τελετή, κηδεία, διαγραφή από το ληξιαρχείο, αλλά το κοινωνικό Εγώ παραμένει αθάνατο, όπως αναφέρθηκε ἒνθα οὐκ ἒστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμὸς, ἀλλὰ (στη μνήμη της κοινωνίας) ζωὴ ἀτελεύτητος. Η θρησκευτική ευχή “Αἰωνἰα ἡ μνήμη” συμπίπτει με την Πλατωνική αθανασία της ψυχής.

Άλλοι υπαρξιστές διανοητές αντιπαραθέτουν στο Είναι το Μηδέν. Έτσι, ο Sartre γράφει “L’ Être et le Néant”, υπονοώντας την αντίθεση μεταξύ του Είναι και το Μηδενός. Και ο Heidegger αναρωτιέται “Γιατί να υπάρχουν τα όντα και να μην υπάρχει το τίποτε;”. Η αντίληψη αυτή όμως αντιστρατεύεται το θεμελιώδη νόμο της αφθαρσίας ύλης και ενέργειας, όπως εκφράσθηκε για πρώτη φορά από το Δημόκριτο: «Μηδέν ἐκ τοῦ  μὴ  ὂντος γίγνεται, μηδὲ  εἰς τὸ  μὴ  ὂν φθείρεται». Η παρούσα θέση εννοεί ότι η ύπαρξη προκύπτει από τη δημιουργία τάξης σε συγκεκριμένο χώρο, γύρω από τον οποίον επικρατεί η αταξία της εντροπίας. Έτσι, π.χ. το νοητό Εγώ εδράζεται αναγκαστικά σε ένα υλικό φορέα, που είναι το αισθητό Εγώ.

Μια άλλη διαφορά της παρούσας θέσης από των λοιπών διανοητών είναι ότι αυτοί δεν συνειδητοποίησαν το διαφορετικό χρόνο γέννησης και θανάτου καθεμιάς από τις τρεις υποστάσεις του Εγώ. Έτσι, υπάρχουν φάσεις στη ζωή μας στις οποίες μπορεί να υπάρχουν μόνο μία (π.χ. ενδομήτρια) ή δύο (πριν από την ένταξη στην κοινωνία) από τις τρεις υποστάσεις. Και αυτή η διαφορά χειραφετεί κατά κάποιον τρόπο καθεμιά υπόσταση από τις άλλες μειώνοντας τις συγχύσεις που μπορούν να γίνονται μεταξύ τους.

Δυσνόητη ύπαρξη. Μια δυσκολία στην κατανόηση του προβλήματος της ύπαρξης οφείλεται στη χρήση της γλώσσας. Για παράδειγμα, στο βασικό ερώτημα: “Τι είναι το Είναι;” η ίδια λέξη (είναι) υπάρχει στην ερώτηση και στο ζητούμενο, κάνοντας την κατανόηση των εννοιών δυσχερή. Αναφέρθηκαν παραπάνω οι διαφορές μεταξύ των τριών υποστάσεων του Εγώ. Ποια είναι όμως η σχέση τους; Ο Heidegger εξετάζει ποικίλα ρήματα που σχετίζονται με την ύπαρξη, “γίγνεσθαι”, “φαίνεσθαι”, “σκέπτεσθαι”,  ” οφείλειν” κλπ. Τα θεμελιώδη υπαρξιακά ρήματα όμως είναι τα βοηθητικά, το Είμαι που αναφέρεται στο παρόν, το Έχω που αναφέρεται στο παρελθόν και το Θέλω που αναφέρεται στο μέλλον. Γράφει ο Sartre: “Je suis que j’ ai” Είμαι ό,τι έχω. Η φράση είναι δυσνόητη, αν και αφιερώνονται πολλές σελίδες για να την εξηγήσουν. Γίνεται, ωστόσο, πιο εύκολα κατανοητή, αν συνειδητοποιήσουμε ότι το υποκείμενο των δύο ρημάτων, είμαι και έχω, είναι διαφορετικό. Η πλήρης πρόταση θα ήταν: “Εγώ ο αισθητός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός έχω”. Ποιο είναι πραγματικά το όριο του αισθητού Εγώ; Είναι η ανατομική ενότητά του ή η ψυχολογική ενότητά του έτσι που όταν πονάει το πόδι μου (αισθητό Εγώ), Εγώ ο νοητός πονώ; Πιο συγκεκριμένα, κατανοητό είναι ότι τα πόδια, τα χέρια, ο προστάτης, το έντερό μου είναι μέρη του αισθητού μου Εγώ. Γενικότερα κάθε τι που του προσάπτω την κτητική αντωνυμία “μου” είναι μέρος του αισθητού μου Εγώ. Έτσι Εγώ ο αισθητός είμαι και τα στεντ στα στεφανιαία αγγεία μου και ο βηματοδότης της καρδιάς μου και η τεχνητή οδοντοστοιχία μου και το ξύλινο ποδάρι μου και το μπαστούνι μου και το σπίτι μου και η περιουσία μου και η πατρίδα μου κλπ. Οτιδήποτε από αυτά και αν χάσω, εγώ (ο νοητός) θα υποφέρω. Επιπλέον, το “έχω” χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων και από την εξουσία μου ακόμη και να καταστρέψω το κτήμα μου (Sartre). Έχω ένα προστάτη και θέλω να τον αφαιρέσω, διότι π.χ. έχει καρκίνο. Ανάλογα ισχύουν με το κοινωνικό Εγώ. “Εγώ ο κοινωνικός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός θέλω”. Το “θέλω” μου είναι που με αφορίζει κοινωνικά από το έλλογο περιβάλλον μου, που το δικό του “θέλω”, αντιληπτό από το νοητό μου Εγώ ως “πρέπει”, είναι εκείνο που περιορίζει τις κοινωνικές δραστηριότητές μας. Επομένως, μολονότι το νοητό Εγώ υπάρχει μόνο στον υλικό φορέα του, το αισθητό Εγώ, και αναπτύσσεται έλλογα μόνο μέσα στο περιβάλλον της κοινωνίας του, ως κοινωνικό Εγώ, ασκεί δεσποτική εξουσία πάνω στις άλλες δύο υποστάσεις του Εγώ. Αυτό το είχαν παρατηρήσει οι κλασικοί αρχαίοι φιλόσοφοι, ιδιαίτερα ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης για την εξουσία της ψυχής πάνω στο σώμα. Η σχέση του νοητού Εγώ πάνω στις άλλες δύο υποστάσεις του Εγώ θυμίζει ότι η επιβίωση του δεσπότη εξαρτάται απόλυτα από τη χειρονακτική εργασία του δούλου, τον οποίον ο δεσπότης εξουσιάζει και ο οποίος εκτελεί ότι ο κύριός του τον διατάζει.

Ψυχολογικό επίπεδο. Ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του αισθητού και του νοητού Εγώ καθορίζεται από τη σχέση μεταξύ της φυσιολογικής λειτουργίας των εξαρτημένων αντανακλαστικών που ανήκουν στο αισθητό Εγώ και της μάθησης που ανήκει στο νοητό Εγώ. Ένα ερέθισμα πάνω σε ένα αισθητήριό μας καταλήγει σε διέγερση μιας περιοχής στον αισθητό εγκέφαλό μας δημιουργώντας ένα (νοητό) αίσθημα. Παράλληλα μπορεί να εκλύει μια (αισθητή) ανταπόκριση, κίνηση ή έκκριση, και αυτό είναι ένα φυσικό αντανακλαστικό. Αν πριν από το ερέθισμα που είναι αφετηρία αντανακλαστικού συμβεί ένα άλλο, “εξαρτημένο” όπως λέγεται, ερέθισμα και αυτό επαναληφθεί πολλές φορές, σχηματίζεται ένα επίκτητο, “εξαρτημένο” αντανακλαστικό. Το ον έχει αλλάξει. Έχει τώρα ένα νέο αντανακλαστικό που δεν το είχε προηγουμένως. Το εξαρτημένο ερέθισμα συνεπάγεται την κίνηση ή την έκκριση ενός φυσικού αντανακλαστικού. Αυτή είναι η βάση της μάθησης που απαντά κυρίως στα θερμόαιμα σπονδυλωτά. Με τη δημιουργία πολλαπλών τέτοιων εξαρτημένων αντανακλαστικών το άτομο αποκτά μια νέα ικανότητα. Ξεχωρίζει την εμφάνιση του εξαρτημένου ερεθίσματος πριν από το φυσικό, οπότε σχηματίζεται νέο αντανακλαστικό, από την εμφάνισή του μετά το φυσικό, οπότε νέο αντανακλαστικό δεν σχηματίζεται. Το ΠΡΙΝ και το ΜΕΤΑ αποκτούν σημασία για το άτομο, που αποκτά έτσι την αίσθηση του χρόνου. Ειδικά ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να σχηματίζει και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά. Σχηματίζει δηλαδή νέο αντανακλαστικό όταν σταθερά επανειλημμένα ένα εξαρτημένο ερέθισμα εφαρμόζεται πριν από τη λειτουργία ενός (πρωτοβάθμιου) προσχηματισμένου εξαρτημένου αντανακλαστικού. Μ΄ αυτό τον τρόπο μαθαίνει να αναγνωρίζει λέξεις και από αυτές να σχηματίζει έννοιες και λόγο. Κάποιος έχει μια έννοια στο νου του (νοητό Εγώ) και προφέρει έναν έναρθρο ήχο, μια λέξη (αισθητό Εγώ). Ένας άλλος την ακούει και σχηματίζει μέσα στο νοητό Εγώ του μια δική του έννοια, η οποία προφανώς δεν έχει άμεση σχέση με την αρχική έννοια του πρώτου που εκφώνησε τη λέξη. Όμως ανταποκρίνεται π.χ. σχολιάζοντας ή απαντώντας σε ερώτηση. Και ο πρώτος ακούοντας την απάντηση, σχηματίζει νέα έννοια μέσα του. Τώρα οι δύο έννοιες, η αρχική και η απάντηση σ΄ αυτήν, βρίσκονται στα πλαίσια του ίδιου νοητού Εγώ και μπορούν, επομένως, να συγκριθούν. Μ΄ αυτό τον τρόπο πολλά μέλη της ίδιας κοινωνίας, ανταλλάσσοντας λέξεις αποκτούν έννοιες με περίπου κοινό βάθος και πλάτος και, στη συνέχεια, ταξινομώντας τες αποκτούν Λόγο, που είναι περίπου κοινός για όλους. Επομένως, έννοιες, όπως ο χρόνος, ο λόγος και άλλες που ο Kant θεώρησε ότι γεννιόμαστε με αυτές a priori δεν υπάρχουν γεννιόμαστε με την ικανότητα να σχηματίζουμε εξαρτημένα αντανακλαστικά και μάλιστα δευτεροβάθμια, και όλες οι έννοιες σχηματίζονται χάρη σ΄ αυτά μετά τη γέννησή μας.

Από τις τρεις υποστάσεις του Εγώ, το νοητό είναι το δυσκολότερο να κατανοηθεί, ακριβώς επειδή δηλώνει εξορισμού τη σχέση αποκλειστικά με τον εαυτό του. Πώς μπορεί να υπάρχει κάτι αφεαυτού; Παράδειγμα είναι η κίνηση και η επιτάχυνση. Ένα κινητό κινείται πάντοτε σε σχέση με κάποιο άλλο και είναι αδύνατο, όταν ο παρατηρητής είναι ένα από τα κινητά να ξέρει αν αυτός κινείται ή το άλλο σώμα. Τη στιγμή όμως της εκκίνησης ή του σταματήματος ο παρατηρητής νοιώθει την επιτάχυνση ή επιβράδυνση σα μια δύναμη που ασκείται πάνω του, ανεξάρτητα από το περιβάλλον του. Η επιτάχυνση υπάρχει καθαυτήν, ανεξάρτητα από το περιβάλλον της και σε αυτή τη σκέψη στηρίχθηκε η θεωρία της σχετικότητας (Einstein). Επίσης, ήδη ο Πλάτων είχε διακρίνει τρεις λειτουργίες στην ψυχή, μια είσοδο (Λογιστικό ή Γνώση) μια έξοδο (επιθυμητικό ή βούληση) και ένα διάμεσο ρυθμιστικό στοιχείο (θυμητικό ή συναίσθημα). Τόσο ο Πλάτων όσο και σαφέστερα ο Αριστοτέλης διέκριναν δύο ειδών βουλήσεις εκείνη που προέρχεται από τη γνώση (προαίρεση) και εκείνη που δημιουργείται καθαυτήν (όρεξη) (εικ. 1). Δεν προχώρησαν όμως στο να ερμηνεύσουν τον αυτοματισμό της βούλησης.

Προαίρεση, όρεξη

Εικ. 1. Η καθοδήγηση της βούλησης από τη γνώση αντιστοιχεί στην Αριστοτελική προαίρεση, ενώ η “φύσει” δημιουργία της παρακάμπτοντας το Λόγο αντιστοιχεί στην Αριστοτελική όρεξη.

 

Το 1929 περιγράφηκε η ταλάντωση χάλασης (Van der Pol). Ταλάντωση γενικά ονομάζεται η επαναλαμβανόμενη μεταβολή τυπικά στο χρόνο κάποιου μεγέθους εκατέρωθεν από μια κεντρική τιμή ή μεταξύ δύο διαφορετικών καταστάσεων. Η ταλάντωση χάλασης, η πιο διαδεδομένη στη φύση, σε όλα τα επίπεδα οργάνωσής της, φυσικό, βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνικό, εμφανίζει σημαντικές ιδιότητες. Έχει αυτοματισμό, έτσι που η λειτουργία της είναι καθεαυτήν. Π.χ. το ρολόι, ένας ταλαντωτής, δείχνει την ώρα χωρίς να δέχεται ερεθίσματα από πουθενά. Επιπλέον η ταλάντωση χάλασης έχει διεγερσιμότητα, με ανερέθιστη περίοδο σε μια φάση της· αγωγιμότητα, έτσι που μπορούν να συγχρονίζονται πολλοί ταλαντωτές και να συντονίζονται· και τρωτή περίοδο, στη διάρκεια της οποίας ένα εξωτερικό ερέθισμα μπορεί να αποσυγχρονίσει το σύστημα. Τέλος, η ταλάντωση χάλασης προτυπώνει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ποσότητας και ποιότητας. Όταν μια ποσότητα αθροίζεται και φθάσει μια κρίσιμη τιμή, τον ουδό (κατώφλι), επισυμβαίνει ποιοτική αλλαγή. Η σχέση αυτή πρωτοδιατυπωθηκε από τον Αναξιμένη, αναλύθηκε από τον Αριστοτέλη και τελειώθηκε από τον Hegel στο νοητό κόσμο και τον Marx στον αισθητό κόσμο.

 

Ταλάντωση VanderPol

Εικ. 2. Ταλάντωση χάλασης.

 

Σε ψυχοσωματικό επίπεδο, υπάρχει ταλάντωση του συναισθήματος και της βούλησης από μια κατάσταση “θέλω να” σε μιαν άλλη “θέλω να μη” (εικ. 3). Η ταλάντωση είναι ασύμμετρη. Ανάμεσα στο “θέλω να” και στο “θέλω να μη” υπάρχει η σωματική (αισθητή) φάση “κάνω”. Π.χ. θέλω να φάω και τρώω. Η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από θετική ανάδραση και γι΄ αυτό είναι ταχεία. “Τρώγοντας έρχεται η όρεξη”, αλλά φθάνει στον κόρο, στην ανερέθιστη φάση, όταν “θέλω να μη” φάω και το πιο ελκυστικό έδεσμα με αφήνει ασυγκίνητο ή και μου προξενεί απέχθεια. Βαθμιαία το “θέλω να μη” μεταπίπτει στο “δεν θέλω να” στη διάρκεια του οποίου, δεν ξεκινώ αυτόματα τη διαδικασία της σωματικής πράξης, αλλά, αν υπάρξει ερέθισμα, διεγείρομαι και φθάνω πρόωρα στη φάση “θέλω να”. Αυτή η φάση είναι βραδεία χαρακτηριζόμενη από αρνητική ανάδραση, ως μια κρίσιμη τιμή. Οι ακραίες τιμές μεταξύ των οποίων κινείται η ταλάντωση χάλασης αντιστοιχούν στη “θέση” και “αντίθεση” που καταλήγει σε “σύνθεση”, νέα θέση για τον επόμενο κύκλο, όπως περιγράφηκε από τον Hegel και αξιοποιήθηκε πολιτικά από τον Marx. Οι τελευταίοι όμως έβλεπαν την επαναλαμβανόμενη κίνηση σαν μια έλιξη ή σαν σπείρα και όχι σαν ταλάντωση, η οποία προτυπώνει και άλλα στοιχεία της θεωρίας τους.

 

Ψυχοσωματική ταλάντωση

Εικ. 3. Ψυχοσωματική ταλάντωση χάλασης της βούλησης.

 

Κοινωνικό επίπεδο. Η μεταπήδηση στο κοινωνικό επίπεδο είναι σχετικά εύκολη, αν στο σχήμα της εικ. 1 αντικαταστήσουμε τη γνώση με την κοινωνική γνώση, την επιστήμη· το συναίσθημα με το κοινωνικό συναίσθημα, την Τέχνη· και τη βούληση με την κοινωνική βούληση, την ηθική. Τα κίνητρα των δραστηριοτήτων μας έχουν ιεραρχηθεί από τον Maslow σα μια πυραμίδα. Στη βάση είναι οι φυσιολογικές ανάγκες, πάνω από αυτές είναι η απειλή να μην ικανοποιούνται αυτές, πιο πάνω είναι η ανάγκη για αγάπη, ακόμη ανώτερο είναι το κίνητρο για κοινωνική αναγνώριση και στην κορυφή είναι το μοναδικά ανθρώπινο κίνητρο της αυτοπραγμάτωσης. Η ανάγκη δηλαδή να σχηματίζει καθένας το δικό του σκοπό και να τον επιδιώκει. Τα κίνητρα του Maslow μπορούν να συνοψισθούν σε ανάγκες του αισθητού Εγώ τα κατώτερα δύο, ανάγκες του κοινωνικού Εγώ τα μεσαία και του νοητού Εγώ τα ανώτερα.

 

Maslow και σύνοψη

Εικ. 4, Πυραμίδα Maslow (αριστερά) και τροποποιημένη πυραμίδα Maslow (δεξιά)

 

Από τις τρεις μορφές του ευ ζην, η ευτυχία αντιστοιχεί στην ικανοποίηση των αναγκών του αισθητού Εγώ. Δυστυχής είναι όποιος πεινάει, πονάει, κρυώνει κλπ. Η ικανοποίηση των αναγκών του κοινωνικού Εγώ αντιστοιχεί στη μακαριότητα. Μακάριος είναι εκείνος που έχει καταστείλει τα θέλω του, τόσο πολύ, που δεν αισθάνεται δυσάρεστα από τη μη ικανοποίησή τους, διότι ακριβώς δεν θέλει τίποτε. Αντιστοιχεί στη νιρβάνα των ανατολικών ιδεολογιών, συμπεριλαμβάνοντας το Χριστιανικό ασκητισμό και, ως ένα βαθμό, τη δοξασία των Στωικών. Η ικανοποίηση των αναγκών του νοητού Εγώ αντιστοιχεί στην ευδαιμονία, που ήταν ο ιδανικός σκοπός της πολιτείας κατά τον Αριστοτέλη. Η ευτυχία είναι προϊόν των δραστηριοτήτων κάθε ανθρώπου, αλλά και της τύχης (μου έπεσε το λαχείο!). Οι τυχαίες πιθανότητες δυστυχίας, ωστόσο, μπορούν να περιορισθούν από τη λειτουργία της κοινωνίας. Έτσι, βιώνομε σήμερα μια πρωτοφανή μείωση δυστυχίας: Μείωση μέσων όρων πείνας, φτώχειας, αναλφαβητισμού και παιδικής θνησιμότητας χάρη στην τεχνολογία, που κύριος παράγοντας για την ανάπτυξή της είναι η παγκόσμια επικράτηση του καπιταλισμού (J. Norberg). Κι όμως οι πολίτες δεν είναι ευδαίμονες. Ο καπιταλισμός είναι πραγματικά ένα ισχυρό κίνητρο για την ανάπτυξη τεχνολογίας, αλλά αφενός επιτείνει τις επιθυμίες, μειώνοντας τη μακαριότητα και αφετέρου προάγει την ανισότητα, μειώνοντας την ευδαιμονία. Μια απάντηση στο γιατί λείπει η ευδαιμονία, προσπαθεί να δώσει μια άλλη μελέτη των Wilkinson και Pickett. Αυτοί μελέτησαν το μέγεθος της οικονομικής ανισότητας στις 23 πλουσιότερες χώρες του κόσμου και το συνάρτησαν με ένα δείκτη που περιλαμβάνει κύρια ψυχοκοινωνικά δεινά, ειδικότερα προσδόκιμο επιβίωσης, επίδοση στα μαθηματικά και γράμματα, παιδική θνησιμότητα, ανθρωποκτονίες, αριθμό φυλακισμένων, γεννήσεις από ανήλικα κορίτσια, εμπιστοσύνη, παχυσαρκία, ψυχικές νόσους, περιλαμβάνοντας εθισμό σε ναρκωτικά και οινόπνευμα, και, τέλος, κοινωνική κινητικότητα. Ο δείκτης των ψυχοκοινωνικών δεινών ήταν εντυπωσιακά ευθέως ανάλογος με την οικονομική ανισότητα (εικ. 5).

 

Wilkinson

Εικ. 5 Δείκτης προβλημάτων κοινωνικών και υγείας σε συνάρτηση με την εισοδηματική ανισότητα. Προς τα πάνω χειρότερος, προς τα κάτω καλύτερος.

 

Τα σύγχρονα πολιτεύματα έχουν επιτύχει σημαντική ευτυχία, αλλά απέχουν πολύ από την Αριστοτελική ευδαιμονία που απαιτεί δυνατότητα ικανοποίησης των αναγκών του νοητού Εγώ, καθώς απέχουν πολύ από την ιδανική δημοκρατία, όπως την ορίζει ο Σταγειρίτης: Λέγω  δ΄  οἷον  δοκεῖ  δημοκρατικὸν  μὲν  εἶναι  τὸ  κληρωτὰς  εἶναι  τὰς  ἀρχὰς, τὸ  δ΄  αἱρετὰς  ὀλιγαρχικὸν. Οι διαφορές μεταξύ των τριών βασικών πολιτευμάτων που περιγράφει, της μοναρχίας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας, εμφαίνονται σχηματικά στον Πίνακα ΙΙ.

Πίνακας ΙΙ. Διαφορές μεταξύ των τριών κύριων πολιτευματων

  Μοναρχία Ολιγαρχία Δημοκρατία
Βουλή Δεν υπάρχει Με εκλογή Με κλήρωση
Σχέση αρχόντων-αρχομένων Με μέσο Πελατειακή Ανεξάρτητη
Ποιότητα αρχόντων Εμπνευσμένος-μωρός Άριστοι-χείριστοι. Όπως του λαού
Διάσταση δικαίου-ηθικής Μέγιστη Διάμεση Ελάχιστη
Σφάλμα αποφάσεων Μέγιστο τυχαίο, μέγιστο συστηματικό Μικρότερο τυχαίο, μεγάλο συστηματικό Μικρό τυχαίο, ελάχιστα συστηματικό

 

Η μοναρχία, μπορεί να μην έχει βουλή, ενώ στην ολιγαρχία οι βουλευτές είναι εκλεγμένοι και στη δημοκρατία κληρωμένοι. Στη μοναρχία απαιτείται “μέσο” ακόμη και στην τελειότερη μοναρχία, την επουράνια, όταν στην προσευχή μας επικαλούμαστε ένα μέσο:  “Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου… Και σε μεσίτριαν έχω… Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ… κλπ. ” Στην ολιγαρχία η σχέση είναι πελατειακή. Ο ψηφοφόρος εξαργυρώνει την ψήφο του με μια εξυπηρέτηση σε βάρος του συνόλου. Στη δημοκρατία δεν υπάρχει εξάρτηση μεταξύ πολίτη και βουλευτών. Ο μονάρχης μπορεί να τύχει, σπάνια, να είναι εμπνευσμένος, αλλά και μωρός. Οι βουλευτές ενδέχεται να είναι οι άριστοι δυνατοί, αλλά, αν εκλεγεί κάποιος χείριστος, δεν υπάρχει τρόπος να απαλλαγεί από αυτόν η βουλή, καθώς η απόφαση του λαού που τον ψήφισε είναι αμετάκλητη. Η ποιότητα της βουλής στη δημοκρατία είναι στατιστικά όπως του λαού. Η διάσταση μεταξύ νόμου, της βούλησης των αρχόντων, και ηθικής, βούλησης της κοινωνίας μπορεί να είναι μέγιστη στη μοναρχία, όπως στο κλασικό παράδειγμα της Αντιγόνης. Στη δημοκρατία είναι η ελάχιστη δυνατή, ενώ στην ολιγαρχία είναι διάμεση. Τέλος, κάθε απόφαση μπορεί να έχει σφάλμα, που είναι αναπόφευκτα τυχαίο ή συστηματικό (προκατάληψη) (εικ. 6). Η ακρίβεια (exactness) κάθε εκτίμησης έχει δύο συνιστώσες, την ορθότητα (accuracy), με μικρό συστηματικό σφάλμα και τη συνέπεια (precision), με μικρό τυχαίο σφάλμα. Το τυχαίο σφάλμα μειώνεται με αύξηση του μεγέθους του δείγματος, το συστηματικό, με εξάλειψη των συντελεστικών παραγόντων που το επηρεάζουν. Η μοναρχία έχει μέγιστες πιθανότητες να αποφασίζει σφαλερά, τόσο τυχαία, με ασυνέπεια, όσο και συστηματικά, χωρίς ορθότητα. Στην ολιγαρχία περιορίζεται το τυχαίο σφάλμα, αλλά παραμένει ισχυρό συστηματικό. Ο βουλευτής είναι υποχρεωμένος να πειθαρχεί στο κόμμα του, αλλιώς δεν γίνεται υποψήφιος, και στους ψηφοφόρους και παράγοντες που επηρεάζουν ψήφους, όπως είναι οικονομικοί και επικοινωνιακοί παράγοντες. Το συστηματικό σφάλμα είναι ελάχιστο στη δημοκρατία, ενώ το τυχαίο είναι περιορισμένο.

 

Σφάλμα.JPG

Εικ. 6. Το τυχαίο σφάλμα εξαρτάται από τη διασπορά των παρατηρήσεων. Μικρό τυχαίο σφάλμα σημαίνει συνέπεια (precision) και επιτυγχάνεται με αύξηση του μεγέθους του δείγματος. Το συστηματικό σφάλμα (προκατάληψη) εξαρτάται από παράγοντες εξωγενείς που επηρεάζουν την παρατήρηση. Μικρό συστηματικό σφάλμα σημαίνει ορθότητα παρατηρήσεων (accuracy) και επιτυγχάνεται με εξάλειψή των παραγόντων που το προκαλούν.

 

Στην ευνομούμενη δημοκρατία τα σφάλματα δεν λείπουν αλλά είναι τα μικρότερα δυνατά, τόσο τα τυχαία, όσο και τα συστηματικά. Αν και κάθε κληρωμένος βουλευτής έχει ενδεχομένως περιορισμένη κρίση συγκριτικά με τυχόντα εκλεγμένο βουλευτή, λόγω του συστηματικού σφάλματος, το σύνολο της κληρωμένης βουλής έχει πιθανότητες να σφάλλει μικρότερες από το σύνολο της εκλεγμένης βουλύς. “Διὰ  τοῦτο  καὶ  κρίνει  ἂμεινον  ὂχλος  πολλὰ  ἢ  εἷς  ὁστισοῦν“, θεωρεί ο Αριστοτέλης.  Ο όχλος κρίνει πολλά καλύτερα παρά ο οποιοσδήποτε”. Και ο Κ. Παπαρρηγόπουλος παρατηρεί από την εμπειρική παρατήρηση της ιστορίας: “Ὃθεν ὃλως ἂπορον δὲν εἶναι ὃτι τὸ πάλαι ὁ λαὸς ἀνεδείχθη σοφώτερος τῶν διδασκάλων αὐτοῦ.” Θα πρέπει, ωστόσο, να υπενθυμηθεί ότι καθεμιά ομάδα πολιτευμάτων έχει καλή και κακή όψη, ανάλογα αν αποβλέπει στην ευδαιμονία των αρχομένων ή των αρχόντων. Καλή όψη της μοναρχίας είναι η βασιλεία, κακή η τυραννία (ή δικτατορία). Καλή όψη της ολιγαρχίας είναι η αριστοκρατία, κακή η πλουτοκρατία. Και καλή όψη της δημοκρατίας είναι η ευνομούμενη δημοκρατία (πολιτεία), και κακή η οχλοκρατία.

Συμπερασματικά, η αντίληψη ότι το Εγώ μας έχει τρεις υποστάσεις, το αισθητό, το νοητό και το  κοινωνικό Εγώ, τις ξεκαθαρίζει σαφέστερα από την αντίστοιχη διαίρεση άλλων διανοητών, κυρίως διότι οδηγεί σε διαφορετικό χρόνο γέννησης και θανάτου καθεμιάς υπόστασης. Σε ψυχολογικό επίπεδο, Εγώ ο αισθητός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός έχω και Εγώ ο κοινωνικός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός θέλω. Η λειτουργία του νοητού Εγώ κατανοείται με βάση τις επιστημονικές γνώσεις γύρω στα εξαρτημένα αντανακλαστικά και ιδιαίτερα τα δευτεροβάθμια που είναι αποκλειστικά ανθρώπινο προνόμιο. Βοηθιέται επίσης από την προτύπωση στη βάση των ταλαντωτών χάλασης, που ερμηνεύουν την Αριστοτελική προαίρεση και όρεξη, τις δύο όψεις της βούλησης. Σε κοινωνικό επίπεδο, η ευτυχία επιτυγχάνεται με ικανοποίηση των αναγκών του αισθητού Εγώ, η μακαριότητα του κοινωνικού Εγώ και η ευδαιμονία του νοητού Εγώ. Το ευνομούμενο δημοκρατικό πολίτευμα μοιάζει να είναι το καταλληλότερο για την επίτευξη του ιδανικού της ευδαιμονίας, καθώς οι αποφάσεις της κληρωμένης βουλής και της δικαστικής εξουσίας του έχουν τις μικρότερες πιθανότητες τυχαίου και συστηματικού σφάλματος.

 

Διάλεξη που δόθηκε στην Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρεία στις 9 Μαΐου 2019

ΣΗΜΑ ΚΑΙ ΘΟΡΥΒΟΣ

ΣΗΜΑ ΚΑΙ ΘΟΡΥΒΟΣ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Ηπειρωτικός Αγών, 10 Μαΐου 2019

Όποιος έχει κοιμηθεί στο ύπαιθρο στην εξοχή έχει εμπειρία των νυχτερινών θορύβων. Αλλά και μέσα στα διαμερίσματά μας, φθάνουν στα αφτιά μας ο βόμβος από τους ήχους στους δρόμους και οι ήχοι από τη λειτουργία διαφόρων συσκευών, του καλοριφέρ, κλιματιστικού, πλυντηρίων πιάτων και ρούχων κοκ. Πέφτω λοιπόν να κοιμηθώ και μέσα σ΄ αυτούς τους ακατέργαστους θορύβους διακρίνω ένα μικρό ήχο, ένα τικ-τακ από το ρολόι του τοίχου που μου κληροδότησε η γιαγιά μου. Η ένταση του ήχου είναι πολύ χαμηλή κι όμως τον διακρίνω μέσα στο νυχτερινό θόρυβο. Πώς γίνεται; Απλά, αθροίζω μέσα μου τις χαμηλές εντάσεις του, καθώς  η ρυθμικότητά του εστιάζει την προσοχή μου σε κάθε αναμενόμενη στιγμή, αυξάνω την ακουστική μου οξύτητα ακριβώς τότε και ξεχωρίζω το ρολόι από τους άλλους ήχους. Το κοινό στοιχείο όλων μέσα στο θόρυβο είναι το σήμα.

Είμαι γιατρός και θεραπεύω έναν άρρωστο με δύσκολη υπέρταση. Έχω δύο επιλογές. Ή να του αυξήσω τη δόση του αντιυπερτασικού φαρμάκου που ήδη παίρνει ή να του δώσω περισσότερα αντιυπερτασικά, σε μικρότερη δόση το καθένα. Προτιμώ τη δεύτερη λύση. Είναι λίγο ενόχληση για τον άρρωστο να παίρνει πολλά, αντί ενός, φάρμακα, αλλά έχει ένα ισχυρό πλεονέκτημα. Καθένα από αυτά τα φάρμακα έχει πολλαπλές δράσεις, άλλες επιθυμητές και άλλες ανεπιθύμητες. Οι ανεπιθύμητες διαφέρουν από το ένα φάρμακο στο άλλο. Η μία επιθυμητή δράση, κοινή σε όλα, είναι ότι όλα μειώνουν την πίεση. Έτσι, χορηγώντας ταυτόχρονα μικρές δόσεις από καθένα, αθροίζω την επιθυμητή ενέργειά τους, την αντιυπερτασική, το σήμα, ενώ οι ανεπιθύμητες δράσεις τους, ο θόρυβος, είναι ελάχιστες, διότι οι δόσεις καθενός είναι μικρή και η αθροιστική δράση είναι δυνατή μόνον μεταξύ ομοίων.

Στη βάση των παραπάνω αρχίζω να καταλαβαίνω τον Αριστοτέλη όταν γράφει: “Δεῖ κύριον εἶναι μᾶλλον τὸ πλῆθος ἢ τοὺς ἀρίστους…τοὺς γὰρ πολλοὺς, ὧν ἒκαστος οὐ σπουδαῖος ἀνήρ ὃμως ἐνδέχεται συνελθόντες εἶναι βελτίους ἐκείνων οὐχ ὡς ἒκαστος ἀλλ΄ ὡς σύμπαντάς”. Το πλήθος πρέπει να έχει κυρίαρχη εξουσία, διότι οι πολλοί, αν και ξεχωριστά ο καθένας τους δεν είναι σπουδαίος άνδρας, ενδέχεται, όταν συγκεντρωθούν, να είναι καλύτεροι από τον άριστο, όχι βέβαια ο καθένας χωριστά, αλλά ως σύνολο. Αυτό ισχύει υπό ορισμένες συνθήκες όμως. Για τα φάρμακα που λέγαμε, όλα που θα συνδυάσω πρέπει να έχουν ένα στοιχείο κοινό, να ρίχνουν την πίεση. Και ο ήχος του ρολογιού να είναι ρυθμικός. Οι πολίτες έχουν ποικίλες επιθυμίες έκαστος, που διαφέρουν, μερικές φορές συγκρούονται, του ενός με του άλλου. Υπάρχουν όμως και μία ή περισσότερες που είναι κοινές επιθυμίες όλων ή τουλάχιστον των περισσοτέρων. Αυτή είναι η βούληση των πολιτών. Αυτή είναι δηλαδή η ηθική που διέπει την κοινωνία, το “θέλω” της. Και αυτή είναι η βούληση που οφείλουν οι άρχοντες να μεταποιήσουν σε νόμο και να την εφαρμόσουν. Ποιοι είναι όμως οι όροι της εξουσίας για τους οποίους το πλήθος είναι συνήθως καλύτερο από τον άριστο ή τους αρίστους;

Οι κύριες εξουσίες είναι τρεις, εκτελεστική (κυβέρνηση), νομοθετική (βουλή) και δικαστική. Η νομοθετική και η δικαστική κρίση απαιτούν δύο κύριες ιδιότητες των πολιτών που απαρτίζουν τις αντίστοιχες εξουσίες, αρετή και κοινό νου. Αντίθετα, η εκτελεστική εξουσία απαιτεί την ύπαρξη γνώσεων και εμπειρίας. Μα και οι άλλες δύο εξουσίες δεν χρειάζονται γνώσεις; Ασφαλώς. Δεν είναι δυνατό να κρίνει ο κοινός νους χωρίς να έχει γνώσεις. Όμως, το φάσμα των γνώσεων που απαιτούνται είναι απέραντο, τόσο που κανένας δεν μπορεί να το έχει. Οι πολλοί όμως, σα σύνολο, δεν αποκλείεται. Οι πολλοί λοιπόν ζητούν από τους γνώστες κάθε θέματος να μιλήσουν μεταδίδοντάς τους τα απαραίτητα. Τέτοιοι είναι οι επαγγελματίες πολιτικοί, αρμόδιοι για κάθε θέμα, εκπρόσωποι της συμπολίτευσης και της αντιπολίτευσης ή και τυχόν μέλη του συνόλου των πολλών. Το βλέπομε στην περίπτωση της δικαστικής εξουσίας όπου το σύστημα των ενόρκων λειτουργεί γενικά σωστά. Οι ένορκοι ακούν την πολιτική αγωγή και την υπεράσπιση, επαγγελματίες νομικούς που παρουσιάζουν μαρτυρίες και τεκμήρια, σε μια διαδικασία που ορίζεται από το δικαστή, έναν άλλο νομικό. Οι νομικοί δεν μετέχουν στη λήψη της απόφασης. Κάπως έτσι λειτουργούσε η βουλή στην αρχαία Ελλάδα, όπου υπήρχε δημοκρατία. Ως προς την αρετή, κανένας δεν είναι απόλυτα ενάρετος (εἰμὴ εἷς ὁ Θεὸς!). Η απουσία αρετής όμως συνιστά εκτροπή της βούλησης καθενός από το κοινό συμφέρον, το “πρέπει”. Και επειδή η βούληση καθενός, το προσωπικό του συμφέρον, είναι διαφορετικό από των άλλων, η απουσία αρετής στο σύνολο αυτοεξουδετερώνεται σε όλους. Αντίθετα, στο ολιγαρχικό σύστημα που επικρατεί σήμερα παγκοσμίως (ρεπούμπλικα, π.χ. République Française, Hellenic Republic κλπ) η αρετή λείπει εξορισμού από τους βουλευτές, όσο ενάρετοι και αν είναι προσωπικά. Εκλέγονται, ενώ στη δημοκρατία κληρώνονται. (“Λέγω  δ΄  οἷον  δοκεῖ  δημοκρατικὸν  μὲν  εἶναι  τὸ  κληρωτὰς  εἶναι  τὰς  ἀρχὰς, τὸ  δ΄  αἱρετὰς  ὀλιγαρχικὸν”, Αριστοτέλης). Για να εκλεγούν πρέπει πρώτον να είναι υποψήφιοι. Για να είναι όμως υποψήφιοι, οφείλουν να εκτελούν ό,τι επιβάλλει το κόμμα τους, έστω και αν αντιβαίνει στην ηθική συνείδησή τους. Δεύτερο, πρέπει να εκλεγούν. Για να εκλεγούν, οφείλουν να χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να ικανοποιούν τις επιθυμίες των ψηφοφόρων τους ή όσων επηρεάζουν τους ψηφοφόρους, οικονομικών, επικοινωνιακών κλπ παραγόντων, σε βάρος του συνόλου. Οι βουλευτές στην ολιγαρχία δεν είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Σ΄ αυτούς τους όρους στηρίζεται η διαφθορά, που συχνά συμπεριλαμβάνει και υλικά οφέλη (π.χ. γερά “μπαξίσια”). Αυτά δεν μπορούν ποτέ να αποκλεισθούν από κανέναν, εκλεγμένο ή κληρωμένο εξουσιαστή. Μπορεί να είναι σημαντικά. Η ευνομία μιας πολιτείας, που εξασφαλίζει την ευδαιμονία των πολιτών, παρατηρεί ορθά ο Σταγειρίτης, εξαρτάται αφενός από το σωστό ή όχι πολίτευμα και αφετέρου από τη μοχθηρία των πολιτών. Το σωστό πολίτευμα όμως μπορεί να επιβληθεί με το Νόμο. Αντίθετα, κανένας νόμος δεν μπορεί να απαγορεύσει τη μοχθηρία (κακοήθεια) των πολιτών, που ποικίλλει από τον ένα στον άλλον. Μειώνεται όμως η κακοήθεια καθενός πολίτη αν έχει εθισθεί να λειτουργεί χωρίς αυτήν. Αυτή είναι η παιδεία του, δηλαδή η κλίμακα αξιών που έχει αναπτύξει μέσα του. Και η παιδεία δεν εξασφαλίζεται με παραγέμισμα του νου με γνώσεις, αλλά με διαρκή άσκηση, όπως περισσότερο με ερμηνεία γεγονότων και λύση προβλημάτων παρά με ανάκληση γνώσεων στο σχολείο και, κοινωνικά, με διαβίωση σε ένα περιβάλλον στο οποίον όλοι γνωρίζουν πως έχουν ίσες πιθανότητες με κάθε άλλον να είναι εκπεριτροπής υπεύθυνα άρχοντες και αρχόμενοι.