Δημήτρης Αντων. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 2 Μαρτίου 2023
Η επιστήμη, η κοινωνική γνώση, ανακαλύπτει νόμους. Όταν λέμε επιστημονικοί νόμοι εννοούμε μια Αλήθεια με σημαντική διάρκεια, όχι μονιμότητα, όχι σημειακή, αλλά περιβαλλόμενη από μια άλω σφάλματος που, ωστόσο, είναι επιστημονικά μετρήσιμο. Την αναζητεί εκεί όπου διασταυρώνονται το νοητό με το αισθητό, η θεωρία με την εμπειρία, η υπόθεση με την παρατήρηση. Από ό,τι παρατηρεί δηλαδή με τις αισθήσεις του ο επιστήμονας και από ό,τι ήδη γνωρίζει, διαμορφώνει μια υπόθεση για τον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα στη φυσική ζωή (επαγωγικός συλλογισμός). Στη συνέχεια αναζητεί αν ισχύει η υπόθεση που σκέφτηκε σε ένα πεδίο έξω από αυτό που τον οδήγησε στη διαμόρφωση της υπόθεσής του (παραγωγικός συλλογισμός). Αν ισχύει, αυτό είναι Νόμος, ώσπου να γίνει μια νέα παρατήρηση που δεν πειθαρχεί σ΄ αυτόν. Τώρα πρέπει να δημιουργήσει μιαν άλλη υπόθεση που να ερμηνεύει και όλα τα προηγούμενα και τη νέα παρατήρηση. Αυτά ισχύουν για όλες τις επιστήμες, φυσικές, κοινωνικές, ανθρωπιστικές. Μερικές φορές δημιουργεί ο ίδιος συνθήκες όπου όλα είναι σταθερά, εκτός από δύο παραμέτρους που προσπαθεί να ελέγξει τις σχέσεις μεταξύ τους (πείραμα). Αυτό, για ποικίλους λόγους, δεν είναι πάντοτε εύκολο, όπως στην ιστορία, τη γνωσιολογία και πολλές άλλες.
Όλοι οι νόμοι της Φυσικής αποδείχθηκαν λανθασμένοι τον τελευταίο αιώνα, εκτός από το Νόμο της εντροπίας. Πολύ απλουστευμένα αυτός λέει ότι τα πάντα στη φύση οδεύουν από την τάξη προς την αταξία. Πλήρης αταξία υποτίθεται στο απόλυτο μηδέν, την ακινησία, που δεν μπορούμε να το φτάσουμε ποτέ. Σε ένα κλειστό σύστημα όμως μπορεί να υπάρχει αντίστροφη πορεία από την αταξία προς την τάξη, με βαρύ τίμημα όμως, καθώς τα πάντα γύρω από το σύστημα οδεύουν ταχύτερα προς την αταξία.
Όταν δεν μπορεί να εφαρμοσθεί πείραμα, υπάρχουν υποκατάστατα. Στην ιστορία π.χ., διαβάζοντας την εξέλιξη των γεγονότων σε κάποιο τόπο και χρονική περίοδο, σχηματίζομε κάποιο “νόμο” που περιγράφει συνοπτικά πώς εξελίσσεται ο κόσμος. Στη συνέχεια, μελετούμε την εξέλιξη του κόσμου σε μιαν άλλη περίοδο και σε έναν άλλο τόπο. Ισχύουν και εκεί οι ίδιοι κανόνες; Οι επιστημονικοί νόμοι δεν υποχρεώνουν κάποιον να κάνει κάτι. Αυτό το κάνουν ειδικά οι φυσικοί νόμοι, που, αν κάποιος προσπαθεί να τους παραβεί, είτε αποτυγχάνει ή υφίσταται τις φυσικές, αυτόματες, συνέπειες, που μπορούν να είναι ολέθριες, Η παράβασή κοινωνικών νομων έχει κοινωνικές συνέπειες, δηλαδή τις επιβάλλει η κοινωνία, αν αποκαλυφθεί η παρανομία. Η κοινωνία όμως διαρκώς αλλάζει, “τα πάντα ρει” (Ηράκλειτος), το απαιτεί απαρέγκλιτα ο νόμος της εντροπίας. Οι ιστορικοί επιστήμονες μελετούν τον τρόπο που γίνεται η αλλαγή. Για παράδειγμα, ο ιστορικός υλισμός θεώρησε ότι η βασική αιτία της ιστορικής εξέλιξης είναι η πάλη των τάξεων (K. Marx). Η γνώση αυτού του νόμου βοήθησε να ληφθούν κατάλληλοι κοινωνικοί νόμοι που είναι σύμφωνοι με τον ιστορικό. Βέβαια, πίσω από την επιστημονική γνώση κρύβεται πάντα κάποια πίστη. Ο Μαρξ ήταν Γερμανοεβραίος. Ήταν ένας από τους τρεις μεγάλους σοφούς (A. Einstein, S. Freud οι δύο άλλοι) που ήταν και αυτοί Γερμανοεβραίοι οι οποίοι, ακόμη και αν ήταν άθεοι, ήταν ποτισμένοι με την παιδεία της Μίας, μεταφυσικής, αιτίας του Σύμπαντος, όπως ο Εβραϊκός Θεός, που εξηγεί τα πάντα. Οι νόμοι του ιστορικού υλισμού αποδείχθηκε ότι ερμηνεύουν πολλά, αλλά όχι τα πάντα. Και οι ιστορικοί επιστήμονες διαρκώς πασχίζουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Η γλώσσα είναι κάτι άλλο που εξελίσσεται διαρκώς. Παλιές λέξεις ξεχνιόνται, νέες εισάγονται ή δημιουργούνται για να επενδύσουν γλωσσικά νεοπαραγόμενες έννοιες. Οι επιστήμες που ασχολούνται με αυτήν μελετούν τη Γραμματική και το Συντακτικό της γλώσσας, που είναι πολύ πιο ανθεκτικά, σαν επιστημονικοί νόμοι, από τις χρησιμοποιούμενες λέξεις, αλλά και πάλι με το χρόνο εξελίσσονται, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες που υπηρετούν και την ιστορία τους. Έτσι, μακροπρόθεσμα, οδηγούν σε διάσπαση μιας γλώσσας σε θυγατρικές, π.χ. της λατινικής σε ιταλική, ισπανική, πορτογαλική, γαλλική, ρουμανική κλπ. Οι κοινωνικοί νόμοι δεν επιβάλλουν αυτόματα βίαια κάποιες συμπεριφορές. Αν προσπαθήσουν να το κάνουν οι γλωσσικοί νόμοι, θα έλθουν σε οξεία ρήξη με την πραγματικότητα, που διαρκώς αλλάζει, ενώ οι νόμοι μένουν ίδιοι. Το ζήσαμε όταν επίσημη γλώσσα του κράτους μας ήταν η καθαρεύουσα, ενώ η γλώσσα του λαού ήταν η νεοελληνική. Τότε ποιο το όφελος της γλωσσικής επιστήμης; Οι γλωσσολόγοι μελετούν – ή οφείλουν να μελετούν – διαρκώς την ομιλούμενη γλώσσα, που φυσική μορφή της είναι κύρια ο προφορικός λόγος και, συνακόλουθα, ο γραπτός. Τους νόμους που ανακαλύπτουν οφείλει το κράτος να τους προτείνει συστηματικά, όχι να τους επιβάλει ποινικά. Στο σχολείο πρέπει να διδάσκονται, τα επίσημα κρατικά έγγραφα να τους ακολουθούν, τα δημόσια μέσα ενημέρωσης να τους εφαρμόζουν. Με αυτό τον τρόπο, η πλειονότητα των πολιτών εθίζονται να χρησιμοποιούν αυτούς τους νόμους (κανόνες) διότι μόνον έτσι μπορούν να επικοινωνούν ικανοποιητικά με τους ομόγλωσσούς τους. Ο γλωσσολόγος Wilhelm von Humbolt λέει ότι “απολύτως τίποτε δεν είναι τόσο σπουδαίο για την κουλτούρα ενός έθνους όσο η γλώσσα του”. Ένας ομιλητής ή συγγραφέας θα εκφραστεί όπως νομίζει πως τα λόγια του θα αποκαλύπτουν καλύτερα τις σκέψεις του, ενδεχομένως χρησιμοποιώντας ξένες λέξεις, πλάθοντας καινούργιες, παραβιάζοντας γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες κλπ. Ο ιδιαίτερος τρόπος που εκφράζεται, αν έχει κάτι το σημαντικό να πει, θα επηρεάσει και άλλους που θα τον μιμηθούν. Έτσι αλλάζει βαθμιαία η γλώσσα. Και οι γλωσσικοί νόμοι που καθορίζουν τη συνειδησιακή ταυτότητα ενός έθνους; Είναι προφανές ότι οφείλουν και αυτοί να αλλάζουν κατά διαστήματα ακολουθώντας τη ζωντανή, εξελισσόμενη, τρέχουσα κουλτούρα. Οι γλωσσολόγοι οφείλουν να μελετούν τέτοιες εξελίξεις και, όπως με κάθε νόμο, να αναθεωρούν την επίσημη γραμματική και συντακτικό κατά τακτά διαστήματα. Η εμμονή στα πατροπαράδοτα, θα σήμαινε να εξακολουθούμε να μιλάμε με τη γλώσσα του Ομήρου, που, παρόλη την ομορφιά της, καταφανώς δεν επαρκεί να εκφράσει τη σύγχρονη νόησή μας. Υπολειμματική αριστοκρατική στάση της κρατούσας τάξης και η πνευματική αδράνεια πολλών είναι που εμποδίζουν γενικά τις εξελίξεις. “Μα τώρα που επιτέλους καταλήξαμε και αποδεχτήκαμε μια γλωσσική δομή (ή ένα πολιτικό καθεστώς), να την αλλάξουμε; Καλύτερα να εμποδίσουμε, ακόμη και ποινικά, τους εκτρεπόμενους να εκφραστούν με τον αιρετικό τρόπο τους”. Και παλεύομε να μην αλλάξει η όποια ορθογραφία, όπως και όποια κακή κατάστασή μας, να εξοστρακίζουμε αναγκαίες λέξεις και ιδέες, να επιχειρούμε να μεταφέρουμε ξένες που είναι ασύμβατες με την Ελληνικότητά μας, μιμούμενοι ξένους κλπ.