Δημήτρης Αντ. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Ηπειρωτικός Αγών, 21 Ιανουαρίου 2023
Όταν κάνει το παιδί μου μια αταξία, το δέρνω. Πονάει, κλαίει και, ύστερα από αρκετές επαναλήψεις, παύει να ατακτεί. Τι έγινε; Πριν κάνει μια απαγορευμένη πράξη, σχηματίζεται μέσα του η παράστασή της. Με την επαναλαμβανόμενη ποινή, δημιουργείται ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό. Η παράσταση της αταξίας που ετοιμάζεται να κάνει προξενεί μέσα του αντανακλαστικά την παράσταση του πόνου που θα ακολουθήσει όταν εγώ θα το δείρω. Και αυτή δρα αποτρεπτικά. Η μέθοδος, αποτελεσματική, έχει σοβαρά μειονεκτήματα. Ένα είναι ότι το παιδί μαθαίνει να μισεί αυτόν που του προξενεί πόνο, κι ας είναι ο πατέρας του. Έτσι προσπαθεί να κάνει ό,τι ο πατέρας του τού απαγορεύει, επειδή του το απαγορεύει, μόλις πιστέψει πως η αταξία δεν θα γίνει αντιληπτή. Υπάρχουν εναλλακτικές μέθοδοι. Μια είναι το παράδειγμα. Το παιδί τείνει να μιμείται ό,τι κάνουν τα κοντινά του πρόσωπα, που αρχικά είναι οι γονείς του, αργότερα τα άλλα παιδιά, οι δάσκαλοί του κλπ. Άλλη είναι η λεκτική συμβουλή με όρους που να καταλαβαίνει το άγουρο παιδί.
Ό,τι περιγράφω στη σχέση ενός πατέρα με το παιδί του ισχύει ανάλογα και στη σχέση της πολιτείας με τα μέλη της. Η κοινωνία διέπεται από ηθική και νόμους. Όταν λέω ηθική, εννοώ την περιρρέουσα, ασαφή, πίεση που ασκεί η κοινωνία πάνω στα μέλη της. Όταν κάνει κάποιος κάτι ηθικά απαράδεκτο, το έλλογο περιβάλλον του τον τιμωρεί. Μπορεί να τον απομονώνει, κανένας δεν του μιλάει, οι επαγγελματίες, ο φούρναρης, ο μανάβης, ο μπακάλης, ο χασάπης κλπ δεν τον εξυπηρετούν. Σε πιο βαριές περιπτώσεις αποβάλλεται από την κοινωνία, ενώ σε ακόμη πιο βαριές εκτελείται με το “νόμο” του Lynch. Όλα αυτά είναι αντικειμενικά αντιληπτά. Τόσο η ανήθικη πράξη όσο και οι ποινές που ασκούνται είναι ορατές κοινωνικές ενέργειες. Η ηθική, με την έννοια που της δόθηκε, εκφράζει τη βούληση του ολοκληρώματος της κοινωνίας, είναι το φυσικό δίκαιο. Έχει το μειονέκτημα ότι είναι εντελώς ασαφής. Ούτε τι είναι ανήθικο ορίζει ούτε ποια ποινή θα εφαρμοσθεί γι΄ αυτό. Υπάρχει όμως και το τυπικό δίκαιο. Είναι εξίσου αντικειμενικά αντιληπτό, και είναι πολύ σαφέστερο. Δεν είναι βέβαια κι αυτό ποτέ απόλυτα ξεκάθαρο, καθώς κάθε πράξη έχει την ιδιαιτερότητά της, ενώ το δίκαιο ασχολείται με κατηγορίες πράξεων, π.χ. τιμωρεί το φόνο, αλλά κάθε φόνος έχει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Το μεγάλο μειονέκτημα του τυπικού δικαίου είναι ότι δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την ηθική της κοινωνίας, με τα έθιμά της. Καθώς μάλιστα η κοινωνία εξελίσσεται διαρκώς, κανένα δίκαιο δεν μπορεί να συμπίπτει συνεχώς με τη μεταβαλλόμενη κοινωνική βούληση.
Όπως νάναι, από την άποψη που μας ενδιαφέρει. η συνεχής και συνεπής εφαρμογή του νόμου τελικά εσωτερικεύεται. Αυτό σημαίνει ότι το “απαγορεύεται” μετατρέπεται σε “πρέπει”. Η διαφορά είναι ότι ο νόμος είναι αντικειμενικός, τον παρατηρεί ο καθένας, ενώ το “πρέπει” δεν το αντιλαμβάνεται παρά μόνον το ίδιο το άτομο. Και αυτό το “πρέπει” είναι που αντιπαρατάσσεται στο αυθόρμητο “θέλω” του καθενός, χωρίς πια εξωτερική πίεση. Αυτή η προσαρμογή του “πρέπει” του καθενός στις επιταγές της κοινωνίας είναι που χαρακτηρίζεται συχνά ως αλλοτρίωση, που σημαίνει τελικά αλλαγή κοινωνικής ταυτότητας. Ο νόμος με απαλλάσσει από το φόβο των μερικές φορές καταστρεπτικών άμεσων συνεπειών των άσκεφτων πράξεών μου καθώς μεριμνά για τους περισσότερους κινδύνους που με απειλούν. Τον υποκαθιστά όμως με το φόβο από την παράβαση του νόμου. Η εσωτερίκευση με απαλλάσσει και από αυτόν, με τίμημα όμως την αλλοτρίωσή μου.
Όπως και στη σχέση μεταξύ γονιών και παιδιών τους, έτσι και στη σχέση της κοινωνίας με τα μέλη της, η μέθοδος για την επιβολή της αλλοτρίωσης δεν περιορίζεται στο ποινικό σκέλος του δικαίου της. Επεκτείνεται πολύ περισσότερο στην παιδεία. Αυτή είναι πολύ αποτελεσματική μέθοδος, καθώς εφαρμόζεται στην παιδική ηλικία, όταν οι μαθητές είναι σε ηλικία που σχηματίζουν ακόμη εύκολα νέα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Η παιδεία κάθε πολιτείας τείνει να αναπαράγει το καθεστώς της. Η αναπαραγωγή του έρχεται μοιραία σε σύγκρουση με τη διαρκώς εξελισσόμενη ηθική βούληση της κοινωνίας. Αυτή παρακινεί σε αλλαγή καθεστώτος και, αν αυτή δεν επιτυγχάνεται με ειρηνικά μέσα, όπως είναι ο διάλογος, προετοιμάζει το έδαφος για βία.
Τα καθεστώτα που ισχύουν σε κοινωνίες σαν τη δική μας τα γνωρίζουν όλα αυτά. Έχουν κάνει υποχρεωτική την παιδεία (όπως πρέπει) αλλά με περιεχόμενο και τρόπο που να αλλοτριώνει το άτομο, να το κάνει πειθήνιο όργανό τους. Γνωρίζουν ότι βαθμιαία απομακρύνονται από την εξελισσόμενη ηθική και γι΄ αυτό έχουν θεσπίσει την περιοδική αλλαγή αρχόντων στην εξουσία, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της εκλογής. Κάθε λίγα προδιαγεγραμμένα έτη αλλάζομε βουλή, κυβέρνηση, αρχηγό του κράτους. Μ΄ αυτό τον τρόπο αποφεύγουν τις συχνές εξεγέρσεις, στάσεις ή και επαναστάσεις. Ωστόσο, δεν τις εξαλείφουν πλήρως και ο κίνδυνος της βίας καραδοκεί. Η βία θα προκύψει από τη δυσαρέσκεια του πλήθους που εκδηλώνεται με θορυβώδη τρόπο, μεγαλώνει οδηγώντας σε καταστροφές περιουσιών και έργων που έχει δημιουργήσει η πολιτεία. Η εξουσία αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τη βία με βία, με την αστυνομία. Το πλήθος διαμαρτύρεται τώρα όχι μόνο για ό,τι γίνεται και δεν του αρέσει, αλλά και για την επέμβαση του κράτους εναντίον του. Μπορεί να χυθεί αίμα. Η κατάσταση εκτραχηλίζεται. Κανένας δεν ξέρει πού θα καταλήξει. Μπορεί επανάσταση, δικτατορία, επέμβαση ξένων που καραδοκούν την κατάλληλη ευκαιρία κλπ. Η λύση είναι βέβαια η μεταβολή όχι αρχόντων, αλλά καθεστώτος. Και το νέο καθεστώς, για να μην προκύψουν σε λίγα χρόνια παρόμοια προβλήματα, οφείλει να προβλέπει τρόπο για αναθεώρησή του, και μάλιστα σε μια περίοδο στην οποίαν δεν υπάρχει πολιτική κρίση. Σημειώνω ότι όλα τα συντάγματά μας εγκαταστάθηκαν σε περιόδους κρίσεων. Για να μην αφήνουν περιθώρια για υποτροπή του άθλιου πια καθεστώτος που καταργήθηκε, προβλέπουν με κάποια διαδικασία περιορισμούς στην αναθεώρηση ορισμένων άρθρων τους, ποτέ όμως του θεμελιώδους άρθρου που ορίζει τη φύση του πολιτεύματος. Τέτοιο είναι το άρθρο 110 του ισχύοντος συντάγματος, όπως ήταν ανάλογα άρθρα προηγούμενων συνταγμάτων, που όμως αλλάχτηκαν με βίαιο τρόπο. Αυτή η εμμονή όμως στην εσαεί ισχύ του συντάγματος προγραμματίζει την επόμενη και πάλι βίαιη ανατροπή του.
Τα παραπάνω τονίζουν την ευθύνη των διανοητών, που είναι οι μόνοι πια που μπορούν να επηρεάσουν τη σκέψη των αλλοτριωμένων ατόμων. Στόχος είναι να τους κάνουν να σκέφτονται, για να αγωνίζονται για μια διακυβέρνηση όσο γίνεται πιο συμβατή με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες κοινωνικές ανάγκες.