Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 15 Ιουλίου 2022.
Σε γενικές γραμμές ο κόσμος εξελίσσεται με κάποιου είδους ταλάντωση, όπως αυτή του Van der Pol. Η ταλάντωση αποτελείται από δύο φάσεις που μεταπίπτουν η μια στην άλλη σε δύο αντίστοιχουςουδούς (=κατώφλια), κρίσιμες τιμές. Η μία φάση χαρακτηρίζεται από αρνητική ανάδραση, που τείνει να διατηρεί μια ισορροπία με ποσοτικές μόνο μεταβολές, αντιστεκόμενη στις αλλαγές. Παρόλα αυτά ο άνω ουδός αγγίζεται και τότε γίνεται ποιοτική αλλαγή. Η αρνητική ανάδραση γίνεται θετική, μια θεαματική αισθητή φάση, στην οποίαν κάθε μεταβολή γίνεται αιτία για την επόμενη. Η αλλαγή διαρκώς επιταχύνεται, ώσπου φθάνει τον κάτω ουδό, σε ένα είδος κόρου, όπου γίνεται νέα ποιοτική αλλαγή και η θετική ανάδραση ξαναγίνεται αρνητική. Αρχικά, η κατάσταση είναι τότε ανερέθιστη, απόλυτα ανθεκτική σε εξωτερικές επεμβάσεις. Βαθμιαία όμως γίνεται διεγέρσιμη, έτσι που μια αφορμή μπορεί να επισπεύσει την άφιξη στον άνω ουδό και την πρόωρη έναρξη μιας νέας θετικής αναδραστικής φάσης.
Παρά τη μακροχρόνια αντιπαλότητα που υπάρχει ανάμεσα στους Τούρκους και σε εμάς, οι σχέσεις μας ταλαντώθηκαν μακροπρόθεσμα από ομαλές ως βίαιες. Όλο αυτό το διάστημα οι Τούρκοι είχαν υπεροχή ισχύος. Το Βυζάντιο, από την εποχή της κατάληψής του από τους Φράγκους, ποτέ δεν ανένηψε πραγματικά. Κατά διαστήματα, είχαμε αντιπαραθέσεις με τους Τούρκους, άλλοτε με νίκη και άλλοτε με ήττα. Γενικά, νικήσαμε τους ισχυρότερους Τούρκους πάντοτε με σκληρούς αγώνες, αλλά με συμμαχίες ή προστασία, όπως στην Επανάσταση του 1821, στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α΄ΠΠ. Γενικά, ηττηθήκαμε από τους Τούρκους σε αναμετρήσεις ένας προς ένα, όπως το 1897, το 1922 και πιο πρόσφατα το 1974 με την Κυπριακή τραγωδία. Το προφανές συμφέρον και των δύο λαών είναι να ζουν γειτονικά με ειρήνη. Δυστυχώς η ειρήνη είναι ένας μπάλος που χορεύεται από δύο.
Η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο λαών αυξάνεται βαθμιαία, νομοτελειακά, καθώς η Τουρκία, μετά τον Α΄ΠΠ σταθερά ενισχύεται, ενώ είχε φθάσει κοντά στην πλήρη διάλυση. Η ενίσχυσή της αφορά σε διαρκή αύξηση του πληθυσμού της, ενώ ο δικός μας μένει σχεδόν σταθερός· σε οικονομική άνθισή της, ενώ εμείς όλο και περισσότερο υστερούμε συγκριτικά με τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη· σε εξασθένηση των θέσεών μας από αποκλειστικά δικά μας σφάλματα, όπως με τον εμφύλιο, που όχι μόνο επέτεινε την καταστροφή που μας είχε επιφέρει η ξένη κατοχή, αλλά και βάθυνε ένα ψυχικό διχασμό των Ελλήνων που ακόμη, μετά από δύο γενιές δεν μπορεί να κοπάσει εντελώς· με αψυχολόγητες προκλήσεις προς τους Τούρκους, όπως όταν οι Ελληνοκύπριοι κατάργησαν έμπρακτα τις συμφωνίες της Ζυρίχης με αποτέλεσμα τη βίαιη αποπομπή των Ελλήνων από την Κωνσταντινούπολη· την επανάληψη της προκλητικότητας από την Ελληνική χούντα μαζί με αντίστοιχους Ελληνοκύπριους που έφερε τους Τούρκους να καταλάβουν σχεδόν 40% του νησιού, ενώ ο Πρόεδρος της Κύπρου διακήρυσσε στο Συμβούλιο Ασφαλείας πως η Κύπρος δέχεται επίθεση από την Ελλάδα. Τέτοιες προκλήσεις, όπως και άλλες ήταν οι αφορμές που λέγαμε παραπάνω, οι οποίες μπορούν να επισπεύσουν τη μετάπτωση από τη φάση της σχετικής ηρεμίας στη φάση της βίαιης αναταραχής.
Στο μεταξύ αυξάνεται η διαφορά μεταξύ μας και σε εξοπλισμούς. Η ποσοτικά αυξανόμενη διαφορά σημαίνει ότι προσεγγίζομε τον ουδό της ποιοτικής μεταβολής, που σημαίνει πόλεμο. Ήδη οι Τούρκοι έχουν προειδοποιήσει πως πολιτικές πράξεις μας που διεθνώς τις δικαιούμαστε, αλλά εκείνοι δεν έχουν δεχθεί, σημαίνουν πόλεμο (casus belli). Τώρα, με την αυξανόμενη υπεροχή τους, έχουν αρχίσει αυτοί να αμφισβητούν ανοιχτά τις διεθνείς συμφωνίες που έχομε συνάψει μεταξύ μας.
Σε κάποια θέματα έχουν ευλογοφανή επιχειρήματα. Πώς είναι δυνατό π.χ. εξουσία στην ευρεία θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου να έχουν μόνο (πολύ αδρά) 10% οι Τούρκοι, έχοντας τις μακρότερες ακτογραμμές στην περιοχή, ενώ εμείς έχομε πολλαπλάσια δικαιώματα διαθέτοντας κάποια νησάκια, στη συντριπτική πλειονότητά τους ακατοίκητα; Αυτές είναι οι συμφωνίες που έχομε υπογράψει, και τις οποίες με διάφορα τερτίπια αμφισβητούν οι γείτονές μας. Υπάρχει πάντοτε κάποια λογική βάση για συζήτηση. Όπως μπορούμε να εκμεταλλευόμαστε θαλάσσιες περιοχές μαζί με άλλους, είτε κρατικούς φορείς, Κύπρο, Ισραήλ, Αίγυπτο, Ιταλία ή οικονομικούς, με τους οποίους εκμεταλλευόμαστε τον θαλάσσιο και υποθαλάσσιο πλούτο, γιατί να μην κάνουμε το ίδιο και με τους Τούρκους; Εδώ αρχίζουν κάποιοι ενδοιασμοί μεταξύ λογικού φόβου και παράλογης φοβίας.
Οι κρίσεις σε μια ταλάντωση μπορούν να τιθασεύονται, όταν τις προκαλούμε με ελεγχόμενο τρόπο. Αποφεύγομε τις αυτόματες πολιτικές και οικονομικές κρίσεις αν προκαλούμε περιοδικά νόμιμες κρίσεις, όπως με περιοδικές εκλογές πριν επέλθει η αυτόματη αναστάτωση. Και τώρα έχομε φοβία – ή εύλογο φόβο. Αν, ευρισκόμενοι κοντά στον ουδό μιας κρίσης, δεχθούμε ένα συμβιβασμό, αυτός θα οδηγήσει σε ελεγχόμενη κρίση που καταλήγει σε ανερέθιστη περίοδο και μακρά περίοδο ηρεμίας; Ή μήπως, αντίθετα θα θέσουμε σε λειτουργία τη θετική ανάδραση, το φαύλο κύκλο, όπου “τρώγοντας έρχεται η όρεξη” και η υποχώρηση σε ένα θέμα θα ανοίξει την όρεξη για νέες διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις; Κανένας δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα. Τι κάνομε λοιπόν;
Ένα είναι, πιστεύω, η ενίσχυση της άμυνάς μας. Τι χρειαζόμαστε, δεν μπορώ να το πω. Δεύτερο, εξίσου σημαντικό, είναι η επανοίκηση των εγκαταλειμμένων αμφισβητούμενων νησιών μας. Αυτό σημαίνει οικονομική ανάπτυξή τους, με παραγωγή ενέργειας βιολογικής (καλλιέργειες ιχθύων και άλλων θαλασσινών) και φυσικής (ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά, κυματική ενέργεια). Σημαίνει ακόμη σύνδεση των περιοχών αυτών με τον εθνικό χώρο τόσο με ηλεκτρική θαλάσσια καλωδίωση, όσο και ναυτιλιακή, διατηρώντας τακτική συγκοινωνία τους με τα κεφαλονήσια. Χρειάζονται ταχύπλοα πλοιάρια, τακτικά τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα και εκτάκτως οποτεδήποτε. Αυτή είναι η μόνη ενέργειά μας χωρίς άδεια από κανέναν. Εδώ περιμένω να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους οι μεγάλοι Έλληνες πλοιοκτήτες, αλλά δεν είμαι βέβαιος πόσο συντρέχουν στους εθνικούς στόχους. Οι πλοιοκτήτες, όπως ο Μιαούλης και άλλοι το 1821, υπήρξαν καταλυτικοί στην έκβαση της επανάστασης. Τρίτο είναι η σχολαστική προσκόλληση στις διεθνείς συμφωνίες μας, οσοδήποτε επώδυνες και αν είναι. Δεν μπορούμε να φωνασκούμε κατά των “κακών” Εβραίων ή Αμερικανών ή Ευρωπαϊκής Ένωσης ή να ονομάζουμε μια επώνυμη χώρα με το όνομα μιας πόλης της, όσο δυσάρεστες και αν είναι οι συμφωνίες που έχομε συνάψει μαζί τους. Με τη διεθνή υποστήριξη – ή τουλάχιστον τη μη αντίθετη τοποθέτησή της, με ενίσχυση της εθνικής εδαφικής ενότητας – κατοίκηση και οικονομική εκμετάλλευση όλου του εθνικού χώρου, και με την ένταση της αμυντικής ικανότητάς μας, μπορούμε να προχωρήσουμε διατηρώντας τους έλλογους φόβους, αλλά όχι την υστερική φοβία μας.