Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Πρωινός Λογος, Τρίκαλα, 26 Μαΐου 2022

Ο νοητός κόσμος μας είναι άβατος. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι γνωρίζω, πώς νιώθω, τι θέλω. Από τον καιρό του Πλάτωνα αναγνωρίστηκαν τα 3 παραπάνω στοιχεία του, το γνωστικό (λογιστικό, γνώση), το συναισθηματικό (θυμοειδές, στάση) και το βουλητικό (επιθυμητικό). Από αυτά τα στοιχεία τα δύο έρχονται σε επαφή με τον έξω από εμάς, αισθητό, κοινόχρηστο κόσμο, αλλά μονόδρομα. Η Γνώση μας τροφοδοτείται από τα ερεθίσματα που εισάγονται μέσα μας από το περιβάλλον μας διαμέσου των αισθήσεών μας. Η Βούλησή μας τροποποιεί το περιβάλλον μας διαμέσου κινήσεων των μυών μας και εκκρίσεων των αδένων μας. Το Συναίσθημά μας όμως παραμένει το πιο απόκρυφο μέρος του εγώ μας. Ισορροπεί τη Γνώση με τη Βούληση. Συνδέεται με αυτές τις οδούς εισόδου και εξόδου της νόησής μας, αλλά το ίδιο μένει χωρίς άμεση επαφή με το περιβάλλον.
Η βούληση, ιδίως από τον Αριστοτέλη, αναγνωρίσθηκε πως έχει διπλή προέλευση. Ενεργοποιείται αφενός από το γνωστικό στοιχείο μας (προαίρεση) και αφετέρου αφεαυτής (όρεξη). Ο Hegel στο νοητό κόσμο και ο Marx στον αισθητό αναγνώρισαν την περιοδικότητα των αυτοματικών συστημάτων, όπως συναισθημάτων και βούλησης. Είδαν σ΄ αυτή την εξελισσόμενη περιοδικότητα, ένα συνδυασμό της αμετακίνησης κυκλικής κίνησης του Πυθαγόρα με τη διαρκή κίνηση του Ηράκλειτου, σα μια έλιξη που περνά περιοδικά από τις ίδιες φάσεις: Θέση, αντίθεση, σύνθεση, που αποτελεί τη θέση για την επόμενη σπείρα. Ο VanderPol είδε αυτή την περιοδικότητα σα μια ασύμμετρη ταλάντωση. Σύμφωνα με τους νόμους που διατύπωσε και που μπορούν να εκφρασθούν μαθηματικά, από τη θέση του “θέλω να” μετακινείται η βούληση διαμέσου μιας σωματικής πράξης στην αντίθεση του “θέλω να μη”, που είναι ανερέθιστη, ανθεκτική σε εξωγενή ερεθίσματα. Αυτή η πορεία χαρακτηρίζεται από θετική ανάδραση, έτσι που διαρκώς επιταχύνεται, ως ένα ουδό, ένα κατώφλι, την αντίθεση “θέλω να μη”. Αυτή πάλι εξελίσσεται βαθμιαία, με αρνητική ανάδραση στη νέα θέση, περνώντας από την ενδιάμεση φάση του “δεν θέλω να”, στην οποίαν ένα ισχυρό εξωγενές ερέθισμα μπορεί να επισπεύσει την έλευση της θέσης “θέλω να”.
Οι γνωστικές ικανότητες μοναδικά του ανθρώπινου είδους είναι εκπληκτικές. Τα άλλα ζώα γεννιόνται με κάποιες γνωστικές δυνατότητες, τα φυσικά αντανακλαστικά τους. Τα ομοιόθερμα κυρίως πτηνά και θηλαστικά, μπορούν επιπλέον να μαθαίνουν αναπτύσσοντας εξαρτημένα αντανακλαστικά. Οι άνθρωποι μπορούμε να αναπτύσσουμε και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, μάθηση στηριγμένη όχι μόνο στα φυσικά αντανακλαστικά, αλλά και σε προσχηματισμένα εξαρτημένα. Η νέα αυτή ικανότητα επέτρεψε στους ανθρώπους να αναπτύξουμε λεκτικές ικανότητες, έναρθρο λόγο με μεγάλη ποικιλία ακουστικών (αργότερα και οπτικών, γραπτών) εκδηλώσεων που επιτρέπουν την ανταλλαγή εμπειριών, έτσι που οι ανθρώπινες γνώσεις έχουν αθροιστική ικανότητα. Καθένας γνωρίζει όχι μόνο ό,τι του έχει προσφέρει η εμπειρία του, τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που ανέπτυξε, αλλά και οι εμπειρίες των άλλων γύρω του, ακόμη και εκείνες των περασμένων γενεών. Με αυτή την υπερτροφική γνωστική ικανότητά του ο Λόγος επικράτησε πάνω στο Συναίσθημα και τη Βούληση, αναστέλλοντας ως ένα βαθμό τις εκδηλώσεις τους. Η αναστολή των επιθυμιών, διατροφικών και γενετήσιων κυρίως, επέτρεψε να αναπτυχθεί ο πολιτισμός που βιώνομε σήμερα. Το τίμημα για τον καθένα μας είναι βαρύ. Η αναστολή της ικανοποίησης των συναισθημάτων και των επιθυμιών μας είναι η πηγή της δυστυχίας μας, παρόλο που η πρόοδος του πολιτισμού μας επέτρεψε να ικανοποιούμε ευκολότερα τα θέλω μας, τις ανάγκες του αισθητού Εγώ μας. Αυτή είναι η ουσία του σύγχρονου πολιτισμού μας που επιτεύχθηκε χάρη στην τεχνολογία. Κι όμως δεν είμαστε ευδαίμονες, διότι αυτό επιτεύχθηκε με αναστολή της ικανοποίησης του συναισθήματός μας. Αλλά αυτό, το συναίσθημα, χωρίς άμεσο αλλεπηρεασμό με το περιβάλλον, είναι το πιο αρχέγονο στοιχείο της ύπαρξής μας. Μ΄ αυτό γεννιόμαστε όταν οι γνώσεις μας είναι μηδενικές, και οι μόνες ανταποκρίσεις στο περιβάλλον μας είναι αντανακλαστικές· και όταν είμαστε ανίκανοι να εκφράσουμε τα θέλω μας. Εκφράζομε όμως από την πρώτη στιγμή το συναίσθημά μας, με κλάμα, γέλιο, κινήσεις, εκκρίσεις. Η μητέρα προσλαμβάνει αυτές τις εκφράσεις και ανταποκρίνεται κατάλληλα.
Αυτό λοιπόν, το ουσιώδες, στοιχείο της νόησής μας είναι εντελώς παθητικό, νοιώθομε ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι και τίποτε άλλο; Κι όμως το συναίσθημα επηρεάζει βαθύτατα την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον μας. Αναφέρθηκε ήδη πως, μαζί με τη βούληση, ταλαντώνεται, έτσι που να επηρεάζει την οδό εξόδου, τη βούληση, της νόησής μας. Επηρεάζει όμως και την είσοδο. Το συναίσθημα είναι που κατευθύνει την προσοχή μας εστιάζοντάς την κάπου. Ο όρος “στάση” εκφράζει καλύτερα αυτή τη λειτουργία. Το συναίσθημα στρέφει την προσοχή μας προς κάποιο στοιχείο (ή την αποστρέφει). Η προσοχή είναι μια περίεργη αμιγώς πνευματική λειτουργία και συνίσταται στο ότι μειώνει τη διεγερσιμότητα όλων των αισθήσεών μας πλην μιας, εκείνης που εστιάζεται στο επιλεγμένο σημείο. Μ΄ αυτό τον τρόπο αυξάνεται σα με μεγεθυντικό φακό, η αισθητική ικανότητά μας. Όμως η προσοχή μπορεί να κουράζεται. Είναι δύο ειδών. Είναι η προσοχή που έλκεται στρεφόμενη προς κάποιο σήμα που είναι ισχυρό και απότομο. Ένας κρότος, μια λάμψη, το ξαφνικό κλάμα του παιδιού, διεγείρουν αμέσως την προσοχή μας. Αυτού του είδους η προσοχή δεν κουράζεται. Παράλληλα με την ευαισθητοποίηση των αισθήσεών μας αναστέλλει και κάθε καταστολή, όπως είναι η νύστα για να κοιμηθούμε. Γενικευμένη διέγερση. Υπάρχει όμως και η κατευθυνόμενη προσοχή από το Λόγο. Αυτή κοπούται. Μπορούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας εκούσια για λίγα δευτερόλεπτα μόνο, ενώ, με διαλείμματα, ως λίγες ώρες (περί τις 3). Μετά από αυτό το διάστημα απαιτείται ανάπαυση, που, όχι σπάνια, συνοδεύεται από ύπνο. Έτσι, η εκούσια προσοχή μας κατευθύνεται από το σκοπό, τη βουλητική επιθυμία μας που ελέγχεται από τη λογική μας. Κάθε προσπέλαση στο στόχο ενισχύει την εστίαση της προσοχής ως την κόπωσή της. Τότε έρχεται αναγκαστική ανάπαυση, έτσι που και η προσοχή ακολουθεί την πορεία των ταλαντώσεων τύπου VanderPol. Μετά από μια φάση ανάπαυσης, ξανααναλαμβάνει ο σκοπός την ισχύ του, ως την πραγματοποίησή του, που θα φέρει την ικανοποίηση του συναισθήματός μας. Αυτή είναι η στιγμή της ευδαιμονίας μας.
Ο σύγχρονος πολιτισμός μας, με τα θαυμαστά επιτεύγματά του, είναι δυστυχισμένος. Η ισορροπία ανάμεσα στο Λόγο, το Συναίσθημα και τη Βούληση, τις (φυσικές) Επιστήμες με την τεχνολογία τους, την Τέχνη και τις κοινωνικές Επιστήμες με την πολιτική που τις ακολουθεί, όπως υπήρξε μία μόνο φορά, στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία, είναι που μπορεί να συμβάλλει στο στόχο της ατομικής και πολιτειακής ευδαιμονίας.
Site logo image Δημήτρης Α. Σιδερής
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
dimitrissideris
May 26
Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Πρωινός Λογος, Τρίκαλα, 26 Μαΐου 2022
Ο νοητός κόσμος μας είναι άβατος. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι γνωρίζω, πώς νιώθω, τι θέλω. Από τον καιρό του Πλάτωνα αναγνωρίστηκαν τα 3 παραπάνω στοιχεία του, το γνωστικό (λογιστικό, γνώση), το συναισθηματικό (θυμοειδές, στάση) και το βουλητικό (επιθυμητικό). Από αυτά τα στοιχεία τα δύο έρχονται σε επαφή με τον έξω από εμάς, αισθητό, κοινόχρηστο κόσμο, αλλά μονόδρομα. Η Γνώση μας τροφοδοτείται από τα ερεθίσματα που εισάγονται μέσα μας από το περιβάλλον μας διαμέσου των αισθήσεών μας. Η Βούλησή μας τροποποιεί το περιβάλλον μας διαμέσου κινήσεων των μυών μας και εκκρίσεων των αδένων μας. Το Συναίσθημά μας όμως παραμένει το πιο απόκρυφο μέρος του εγώ μας. Ισορροπεί τη Γνώση με τη Βούληση. Συνδέεται με αυτές τις οδούς εισόδου και εξόδου της νόησής μας, αλλά το ίδιο μένει χωρίς άμεση επαφή με το περιβάλλον.
Η βούληση, ιδίως από τον Αριστοτέλη, αναγνωρίσθηκε πως έχει διπλή προέλευση. Ενεργοποιείται αφενός από το γνωστικό στοιχείο μας (προαίρεση) και αφετέρου αφεαυτής (όρεξη). Ο Hegel στο νοητό κόσμο και ο Marx στον αισθητό αναγνώρισαν την περιοδικότητα των αυτοματικών συστημάτων, όπως συναισθημάτων και βούλησης. Είδαν σ΄ αυτή την εξελισσόμενη περιοδικότητα, ένα συνδυασμό της αμετακίνησης κυκλικής κίνησης του Πυθαγόρα με τη διαρκή κίνηση του Ηράκλειτου, σα μια έλιξη που περνά περιοδικά από τις ίδιες φάσεις: Θέση, αντίθεση, σύνθεση, που αποτελεί τη θέση για την επόμενη σπείρα. Ο VanderPol είδε αυτή την περιοδικότητα σα μια ασύμμετρη ταλάντωση. Σύμφωνα με τους νόμους που διατύπωσε και που μπορούν να εκφρασθούν μαθηματικά, από τη θέση του “θέλω να” μετακινείται η βούληση διαμέσου μιας σωματικής πράξης στην αντίθεση του “θέλω να μη”, που είναι ανερέθιστη, ανθεκτική σε εξωγενή ερεθίσματα. Αυτή η πορεία χαρακτηρίζεται από θετική ανάδραση, έτσι που διαρκώς επιταχύνεται, ως ένα ουδό, ένα κατώφλι, την αντίθεση “θέλω να μη”. Αυτή πάλι εξελίσσεται βαθμιαία, με αρνητική ανάδραση στη νέα θέση, περνώντας από την ενδιάμεση φάση του “δεν θέλω να”, στην οποίαν ένα ισχυρό εξωγενές ερέθισμα μπορεί να επισπεύσει την έλευση της θέσης “θέλω να”.
Οι γνωστικές ικανότητες μοναδικά του ανθρώπινου είδους είναι εκπληκτικές. Τα άλλα ζώα γεννιόνται με κάποιες γνωστικές δυνατότητες, τα φυσικά αντανακλαστικά τους. Τα ομοιόθερμα κυρίως πτηνά και θηλαστικά, μπορούν επιπλέον να μαθαίνουν αναπτύσσοντας εξαρτημένα αντανακλαστικά. Οι άνθρωποι μπορούμε να αναπτύσσουμε και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, μάθηση στηριγμένη όχι μόνο στα φυσικά αντανακλαστικά, αλλά και σε προσχηματισμένα εξαρτημένα. Η νέα αυτή ικανότητα επέτρεψε στους ανθρώπους να αναπτύξουμε λεκτικές ικανότητες, έναρθρο λόγο με μεγάλη ποικιλία ακουστικών (αργότερα και οπτικών, γραπτών) εκδηλώσεων που επιτρέπουν την ανταλλαγή εμπειριών, έτσι που οι ανθρώπινες γνώσεις έχουν αθροιστική ικανότητα. Καθένας γνωρίζει όχι μόνο ό,τι του έχει προσφέρει η εμπειρία του, τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που ανέπτυξε, αλλά και οι εμπειρίες των άλλων γύρω του, ακόμη και εκείνες των περασμένων γενεών. Με αυτή την υπερτροφική γνωστική ικανότητά του ο Λόγος επικράτησε πάνω στο Συναίσθημα και τη Βούληση, αναστέλλοντας ως ένα βαθμό τις εκδηλώσεις τους. Η αναστολή των επιθυμιών, διατροφικών και γενετήσιων κυρίως, επέτρεψε να αναπτυχθεί ο πολιτισμός που βιώνομε σήμερα. Το τίμημα για τον καθένα μας είναι βαρύ. Η αναστολή της ικανοποίησης των συναισθημάτων και των επιθυμιών μας είναι η πηγή της δυστυχίας μας, παρόλο που η πρόοδος του πολιτισμού μας επέτρεψε να ικανοποιούμε ευκολότερα τα θέλω μας, τις ανάγκες του αισθητού Εγώ μας. Αυτή είναι η ουσία του σύγχρονου πολιτισμού μας που επιτεύχθηκε χάρη στην τεχνολογία. Κι όμως δεν είμαστε ευδαίμονες, διότι αυτό επιτεύχθηκε με αναστολή της ικανοποίησης του συναισθήματός μας. Αλλά αυτό, το συναίσθημα, χωρίς άμεσο αλλεπηρεασμό με το περιβάλλον, είναι το πιο αρχέγονο στοιχείο της ύπαρξής μας. Μ΄ αυτό γεννιόμαστε όταν οι γνώσεις μας είναι μηδενικές, και οι μόνες ανταποκρίσεις στο περιβάλλον μας είναι αντανακλαστικές· και όταν είμαστε ανίκανοι να εκφράσουμε τα θέλω μας. Εκφράζομε όμως από την πρώτη στιγμή το συναίσθημά μας, με κλάμα, γέλιο, κινήσεις, εκκρίσεις. Η μητέρα προσλαμβάνει αυτές τις εκφράσεις και ανταποκρίνεται κατάλληλα.
Αυτό λοιπόν, το ουσιώδες, στοιχείο της νόησής μας είναι εντελώς παθητικό, νοιώθομε ευτυχισμένοι ή δυστυχισμένοι και τίποτε άλλο; Κι όμως το συναίσθημα επηρεάζει βαθύτατα την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον μας. Αναφέρθηκε ήδη πως, μαζί με τη βούληση, ταλαντώνεται, έτσι που να επηρεάζει την οδό εξόδου, τη βούληση, της νόησής μας. Επηρεάζει όμως και την είσοδο. Το συναίσθημα είναι που κατευθύνει την προσοχή μας εστιάζοντάς την κάπου. Ο όρος “στάση” εκφράζει καλύτερα αυτή τη λειτουργία. Το συναίσθημα στρέφει την προσοχή μας προς κάποιο στοιχείο (ή την αποστρέφει). Η προσοχή είναι μια περίεργη αμιγώς πνευματική λειτουργία και συνίσταται στο ότι μειώνει τη διεγερσιμότητα όλων των αισθήσεών μας πλην μιας, εκείνης που εστιάζεται στο επιλεγμένο σημείο. Μ΄ αυτό τον τρόπο αυξάνεται σα με μεγεθυντικό φακό, η αισθητική ικανότητά μας. Όμως η προσοχή μπορεί να κουράζεται. Είναι δύο ειδών. Είναι η προσοχή που έλκεται στρεφόμενη προς κάποιο σήμα που είναι ισχυρό και απότομο. Ένας κρότος, μια λάμψη, το ξαφνικό κλάμα του παιδιού, διεγείρουν αμέσως την προσοχή μας. Αυτού του είδους η προσοχή δεν κουράζεται. Παράλληλα με την ευαισθητοποίηση των αισθήσεών μας αναστέλλει και κάθε καταστολή, όπως είναι η νύστα για να κοιμηθούμε. Γενικευμένη διέγερση. Υπάρχει όμως και η κατευθυνόμενη προσοχή από το Λόγο. Αυτή κοπούται. Μπορούμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας εκούσια για λίγα δευτερόλεπτα μόνο, ενώ, με διαλείμματα, ως λίγες ώρες (περί τις 3). Μετά από αυτό το διάστημα απαιτείται ανάπαυση, που, όχι σπάνια, συνοδεύεται από ύπνο. Έτσι, η εκούσια προσοχή μας κατευθύνεται από το σκοπό, τη βουλητική επιθυμία μας που ελέγχεται από τη λογική μας. Κάθε προσπέλαση στο στόχο ενισχύει την εστίαση της προσοχής ως την κόπωσή της. Τότε έρχεται αναγκαστική ανάπαυση, έτσι που και η προσοχή ακολουθεί την πορεία των ταλαντώσεων τύπου VanderPol. Μετά από μια φάση ανάπαυσης, ξανααναλαμβάνει ο σκοπός την ισχύ του, ως την πραγματοποίησή του, που θα φέρει την ικανοποίηση του συναισθήματός μας. Αυτή είναι η στιγμή της ευδαιμονίας μας.
Ο σύγχρονος πολιτισμός μας, με τα θαυμαστά επιτεύγματά του, είναι δυστυχισμένος.
LikeLike
Ο σύγχρονος πολιτισμός μας, με τα θαυμαστά επιτεύγματά του, είναι δυστυχισμένος; ή οάνθρωπος που βιώνει τον συγχρονο πολιτισμό παρά τα θαυμαστά επιτεύγματά της;
LikeLike
Σωστό: Ο άνθρωπος είναι ευτυχισμένος. Ο πολιτισμός δεν αισθάνεται, άρα δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος ή δυστυχισμένος. Όμως Αν οι άνθρωποι που τον βιώνουν είναι δυστυχείς, δεν μπορούμε, ποιητική αδεία, να πούμε και ότι ο πολιτισμός αυτός είναι δυστυχισμένος;
LikeLike
Πολύ ορθά. Υπάρχει μάλιστα και ονομασία γλωσολογική ονομασία για το φαινόμενο (μήπως μετάθεση:)
LikeLike
Δύσκολη πάντα η προσέγγιση, γιατί το συναίσθημα – καμιά φορά ή ίσως συχνά – επεμβαίνει όταν δεν χρειάζεται …. και δεν γίνεται να το …. αποκλείσουμε με ένα «κουμπί» όταν και όσο μας αρέσει!
LikeLike