Δημήτρης Αντ. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Ηπειρωτικός Αγών, 13 Μαΐου 2022
Αν δούμε στο μικροσκόπιο κόκκους γύρης διάσπαρτους μέσα στο νερό, θα παρατηρήσουμε ότι κινούνται διαρκώς με τυχαίο τρόπο (κίνηση Brown). Απόλυτη ακινησία δεν υπάρχει. Θεωρητικά θα τη βρούμε μόνο στο απόλυτο μηδέν, που μπορούμε να το προσπελάσουμε, ποτέ όμως να το φθάσουμε. Υπάρχουν όμως πολύπλοκες δομές που, με αξιοθαύμαστη αυτορρύθμιση διατηρούνται σταθερές. Τέτοια είναι π.χ. το μόριο του DNA. Δεσμεύει ποικίλα μόρια φέρνοντας κοντά το ένα με το άλλο, ενώνονται και η ένωσή τους παίρνει έτσι ένα σχήμα που υπαγορεύεται από τη δομή του DNA. Είναι δηλαδή ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο πάνω στο οποίο δομείται η ζώσα ύλη. Στις ποικίλες ενώσεις που καθορίζει τη δομή τους ανήκει και ένα άλλο μόριο πανομοιότυπο με το ίδιο. Όταν ολοκληρωθεί αυτή η δομή, τα δύο δίδυμα πια μόρια που προκύπτουν διασπώνται σε δύο ανεξάρτητες οντότητες που συνεχίζουν το έργο τους. Έτσι διατηρείται η ζωή και κάθε ον γεννά άλλο σαν κι αυτό, όπως ορίζει η κληρονομικότητα.
Να όμως που παρεμβαίνει και η κίνηση Μπράουν. Τα άτομα που απαρτίζουν το πολύπλοκο μόριο διαρκώς κινούνται τυχαία, και μπορούν να εμφανισθούν λάθη στην αντιγραφή. Αν τα λάθη είναι σημαντικά, τελειώσαμε. Συνήθως όμως είναι ασήμαντα, τοποθετημένα τυχαία στα παρακλάδια του DNA. Και τότε δύο διαφορετικά, αλλά ομόλογα, μόρια DNA ενώνονται. Καθώς τα λάθη καθενός είναι διαφορετικά από του άλλου, το προϊόν της ένωσης τους είναι πιο άρτιο, τα σφάλματα του ενός διορθώνονται από το άλλο. Έτσι, τα ζωντανά όντα σε κάθε είδος έγιναν δύο ειδών, αρσενικό και θηλυκό, που αλληλοενισχύονται και τα θυγατρικά τους συνεχίζουν τη ζωή.
Το DNA λοιπόν προκαθορίζει την κατασκευή μας, όχι όμως τη συμπεριφορά μας. Αυτή έχει περιορισμούς που προδιαγράφονται από την κληρονομικότητα, αλλά δεν προκαθορίζεται από αυτήν. Αν γεννηθεί ένα παιδί με ελαττωματικά χέρια, όπως στη φωκομελία, αποκλείεται να γίνει πιανίστας, αλλά δεν προκαθορίζεται πώς θα συμπεριφέρεται. Χάρη στην κληρονομικότητά μας λοιπόν, γεννιόμαστε με κάποια φυσικά αντανακλαστικά. Τα αισθητήριά μας δέχονται από το περιβάλλον ερεθίσματα, που, με μια πολύπλοκη πορεία, καταλήγουν σε κίνηση ή έκκριση που επιδρά στο περιβάλλον. Από τη στιγμή που θα γεννηθεί ένα θερμόαιμο ζώο, αρχίζει να σχηματίζει νέα, επίκτητα, αντανακλαστικά, τα εξαρτημένα, στη βάση των φυσικών. Αυτά απαρτίζουν τις συνήθειές του, μαθαίνει δηλαδή, και εξειδικεύουν ακριβέστερα τη συμπεριφορά του. Οι άνθρωποι έχομε, μόνον εμείς, την ικανότητα να σχηματίζουμε και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά στη βάση προσχηματισμένων άλλων πρωτοβάθμιων εξαρτημένων. Αυτή η δυνατότητα αυξάνει εκθετικά τις μαθησιακές ικανότητές μας. Η συμπεριφορά μας επομένως εξαρτάται μέσα σε ευρέα, κληρονομικά, πλαίσια από τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που αποκτήσαμε από τη στιγμή που γεννηθήκαμε. Γινόμαστε έτσι υπεύθυνα όντα. Οι εκδηλώσεις της ευφυΐας μας εξαρτώνται από τα εξαρτημένα αντανακλαστικά που αποκτήσαμε και επομένως από το περιβάλλον μέσα στο οποίο έχομε ζήσει.
Στο πρώτο μισό ιδιαίτερα του περασμένου αιώνα επικράτησε ενθουσιασμός για τη σημασία της κληρονομικότητας. Οδήγησε σε ανατριχιαστικούς ρατσισμούς, με εξόντωση ή στείρωση όσων θεωρούνταν υποδεή άτομα, εγκληματίες, σχιζοφρενικοί, ή έστω απλώς Εβραίοι, Ρομά, κομμουνιστές. Αν κάποιος γεννηθεί από ένα ζευγάρι υποδεών έχει μεγάλες πιθανότητες να γίνει και ο ίδιος υπάνθρωπος. Αλλά, όποιος γεννήθηκε από ένα τέτοιο ζευγάρι, ζει και σε ένα τέτοιο περιβάλλον και, επομένως, αποκτά τις έξεις που αρμόζουν του ακραίου. Η άκριτη απόρριψη αυτών των ιδεών από την άλλη, οδήγησε στο άλλο άκρο, άρνηση της οποιασδήποτε κληρονομικής επίδρασης, κάποτε με ολέθρια αποτελέσματα. Η επιβολή τέτοιων αρχών στην καλλιέργεια της γης οδήγησε την τότε Σοβιετική γεωργία στον όλεθρο. Παρά τις τεράστιες προόδους που έχουν γίνει δεν υπάρχει ακόμη σαφής διαχωρισμός ως πού η συμπεριφορά μας καθορίζεται από το περιβάλλον μας και ως πού από την κληρονομικότητά μας, για την οποίαν φυσικά δεν μπορούμε να θεωρούμαστε υπεύθυνοι.
Για κάποιες ψυχικές παθήσεις, π.χ. σχιζοφρένεια, μπορεί να υπάρχει κληρονομική προδιάθεση, που, αν το άτομο ζήσει σε ένα κατάλληλο περιβάλλον, πιθανόν δεν θα εκδηλωθεί, αλλά μόνο σε συνθήκες υπερέντασης. Η παράνοια είναι συχνό σύμπτωμα τέτοιων παθήσεων, το άτομο πιστεύει πως κάποιος το απειλεί και γίνεται επιθετικό για να αντιμετωπίσει τη φανταστική απειλή που νοιώθει. Η ψυχική πάθηση, που νομικά έχει το ακαταλόγιστο, συχνά δεν είναι εύκολο να διαχωριστεί από μια διαταραχή της προσωπικότητας, στην οποίαν το άτομο ενεργεί παράλογα, χωρίς όμως να χάνει την αίσθηση της πραγματικότητας. Τέτοια περίπτωση είναι εκείνη της Φόνισσας του Παπαδιαμάντη, που σκότωσε τις εγγονές της για να μη ζήσουν μεγαλώνοντας δυστυχισμένες. Παρόμοιες περιπτώσεις συναντάμε και σήμερα π.χ. με μητέρες που σκότωσαν τα παιδιά τους και παρακολουθούμε την εξέλιξη στην τηλεόραση, ξεχνώντας έτσι τα πραγματικά προβλήματά μας για τα οποία πρέπει και θα μπορούσαμε υπεύθυνα να κάνουμε κάτι. Σίριαλ με αστυνομική πλοκή.
Όσο σε νεότερη ηλικία είναι τα αντανακλαστικά που σχηματίζομε, τόσο πιο ανθεκτικά είναι στο χρόνο, διαμορφώνοντας την προσωπικότητά μας. Αν παιδάκια μάθαμε πως μας κυβερνά μια μεταφυσική δύναμη, είναι απίθανο να αποβάλουμε τέτοια πίστη αργότερα. Στις παιδικές εμπειρίες μας στηρίζονται οι υποσυνείδητες προκαταλήψεις που εκδηλώνομε αργότερα και τις θεωρούμε αυτονόητες αλήθειες.
Κι εμείς, οι πολλοί, η κοινωνία, πώς αντιμετωπίζομε τέτοιες περιπτώσεις; Καταρχήν πρέπει να ξεχωρίσουμε με κάθε αντικειμενικό επιστημονικό τρόπο αν δεδομένη συμπεριφορά οφείλεται σε νόσο ή σε διαταραγμένη προσωπικότητα. Στην πρώτη περίπτωση, το άτομο έχει το ακαταλόγιστο, στη δεύτερη όχι. Οι διωκτικές αρχές με κάθε επιστημονικό τρόπο θα αποδείξουν ότι έχει γίνει κάποιο έγκλημα, θα προσπαθήσουν επίσης να παρουσιάσουν επιχειρήματα, για το αν ένα έγκλημα συνδέεται με κάποιον κατηγορούμενο. Ένα τυχαία κληρωμένο δείγμα της κοινωνίας (ένορκοι) θα κρίνουν με τον κοινό νου αν η τεκμηρίωση είναι επαρκής και ο κατηγορούμενος θα καταδικασθεί ή όχι. Τα ΜΜΕ δεν επιτρέπεται να παίζουν κάποιο ρόλο σχετικά. Έπειτα, η σωφρονιστική υπηρεσία θα αναλάβει να προφυλάξει την κοινωνία από μελλοντικό παρόμοιο έγκλημα από το ίδιο άτομο (π.χ. φυλάκιση) και να του δώσει την ευκαιρία να διορθώσει τη διαταραγμένη προσωπικότητά του με ποικίλα μέσα, π.χ. εκπαίδευση, εργασία κλπ, συγχρόνως υποχρεώνοντάς το να διορθώσει, όσο γίνεται, την κοινωνική βλάβη που επέφερε (π.χ. επιστροφή χρημάτων σε μια ληστεία). Αν η μακροχρόνια συμπεριφορά του υπό τον περιορισμό παρέχει βάσιμες ενδείξεις για αλλαγή στάσης, τότε μπορεί να του επιτραπεί η επιστροφή στην κοινωνία. Η αντιμετώπισή του σαν απόβλητου δεν βοηθά ούτε αυτόν ούτε την ίδια την κοινωνία. Το πολύ παρέχει ικανοποίηση στην εκδικητική διάθεση του κοινού για ό,τι κακό έκανε το άτομο.