ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 25 Σεπτεμβρίου 2021

Βλέπω σε μια γωνιά ενός δρομάκου την επιγραφή: “Απαγορεύεται η ρίψη απορριμμάτων”. Ο τόπος είναι γεμάτος σκουπίδια, ενώ φιλόζωοι έχουν αφήσει υπολείμματα τροφών για τα καημένα τα γατάκια που είναι αρκετά γύρω γύρω. Κι αναρωτιέμαι. Τι νόημα έχει η επιγραφή; Η λέξη “απαγορεύεται” σχετίζεται στενά με το δίκαιο. Η εικόνα που βλέπω κουρελιάζει κάθε έννοια δικαίου.

Οι δεοντολογικοί κανόνες, που μας λένε τι πρέπει να κάνουμε ή να μην κάνουμε και πώς να συμπεριφερόμαστε, χωρίζονται βασικά σε δύο κατηγορίες. Και οι δύο εκφράζουν τη βούληση της κοινωνίας. Όμως το δίκαιο διαστέλλεται από τις άλλες δεοντολογικές επιταγές κατά το ότι περιβάλλεται από την εγγύηση της κοινωνίας, η οποία εκφράζεται με την κύρωση και την αναγκαστική επιβολή. Χωρίς αυτήν το δίκαιο αποβαίνει νεκρό γράμμα. Όλοι οι άλλοι δεοντολογικοί κανόνες μπορούν να περιληφθούν στο γενικό πλαίσιο της ηθικής, που κανένας δεν εγγυάται την τήρησή της, μολονότι δεν αποκλείεται να υπάρχουν κυρώσεις για τις παραβάσεις, μερικές φορές πολύ σκληρές, αλλά αυτές δεν προβλέπονται από κανένα κανόνα. Ή, μερικές φορές προβλέπονται από μεταφυσικούς κανόνες. Τους επιβάλλει μια μεταφυσική Δύναμη, που προβλέπει τιμωρίες κι αυτές μπορεί να είναι επίγειες, ως τον αφορισμό που θέτει τον παραβάτη εκτός κοινωνίας, ή, ακόμη κι αν αυτές αποφευχθούν, είναι επουράνιες, με αιώνια κόλαση. Σ΄ αυτές τις περιπτώσεις οι εκφραστές της ηθικής όμως δεν έχουν την εγγύηση της κοινωνίας, αλλά της μεταφυσικής Δύναμης, έστω κι αν η κοινωνία δέχεται (δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς) το κύρος της. Καθώς μεταφυσικό είναι ό,τι δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό με τις αισθήσεις μας, η ισχύς των εκπροσώπων του είναι αυθαίρετη. Στην κυριολεξία. Εκλέγονται δηλαδή από τον εαυτό τους, ο ένας από τον άλλον.

Ένα πρώτο στοιχείο στο δίκαιο είναι η πηγή του δεοντολογικού γεγονότος και η μορφή του. Απαγορεύεται η ρίψη απορριμμάτων. Ποιος την απαγορεύει; Έπειτα, διαθέτει το δίκαιο όργανα για την τήρηση των κανόνων, αστυνομία, δικαστήρια κλπ. Η επιγραφή “απαγορεύεται”, χωρίς να αναφέρεται η πηγή της απαγόρευσης και χωρίς να υπάρχει όργανο για την επιβολή της, όχι μόνο δεν ισχύει, αλλά και κουρελιάζει το δίκαιο. Όποιος βλέπει την αφύλακτη απαγόρευση συνηθίζει να τη θεωρεί ανύπαρκτη και όταν τη συναντήσει σε πιο σημαντικό, φυλασσόμενο, μέρος αδιαφορεί. Πόσο πιο ανθρώπινο θα ήταν να έγραφε: “Η γειτονιά σάς παρακαλεί να μην αφήνετε εδώ τα σκουπίδια σας. Υπάρχει κάδος απορριμμάτων 50 μέτρα πιο πέρα. Ευχαριστούμε”. Αν δεν είναι από τη γειτονιά, αλλά π.χ. απόφαση του δήμου, αυτός πρέπει να προβλέψει να υπάρχει κάποιος μπάστακας εκεί, να επιβλέπει και να κόβει πρόστιμα. Να σημειώσουμε ότι τις περισσότερες φορές, η απλή εμφανής παρουσία του οργάνου για την τήρηση των κανόνων αρκεί για να συμμορφώνονται τα άτομα με τις επιταγές του χωρίς να, ή προτού, τελεσθεί η παράβαση. 

Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι η επίβλεψή της. Όπως τονίσθηκε ήδη, μια απαγόρευση που κανένας δεν επιβλέπει την τήρησή της είναι ανύπαρκτη. Και όχι μόνο ανύπαρκτη, αλλά και κλονίζει την έννοια της απαγόρευσης.

Το τρίτο στοιχείο είναι η ποινή. Η ποινή πρέπει να είναι γνωστή στον υποψήφιο παραβάτη ευθύς εξαρχής, με τη γνωστοποίηση της απαγόρευσης. Αλλιώς, δεν είναι ποινή, αλλά αυθαιρεσία. Και βέβαια έχει αποφασισθεί μαζί με την απαγόρευση.

Κανονικά, οι απαγορεύσεις σε μια κοινωνία αποσκοπούν στο γενικό καλό. Είναι τα διαδοχικά “ου” που περιλαμβάνονται θεσμικά στο δεκάλογο του Μωυσή. Έχουν βέβαια μεταφυσική προέλευση από το Θεό και δεν διασαφηνίζουν τις ποινές ούτε τον τρόπο επιτήρησής τους. Αυτά διευκρινίζονται παραπέρα από το Δευτερονόμιο της Πεντατεύχου. Στην Ελληνική κοινωνία, οι απαγορεύσεις εξαρχής είχαν ανθρώπινη προέλευση, μολονότι δεν έλειπαν και οι θεϊκές εντολές. Αυτές περιλαμβάνονται π.χ. στις επιγραφές που υπάρχουν στους Δελφούς και όχι μόνο, ή μεταδιδόμενες από στόμα σε στόμα με την ποικίλη παράδοση, σαν ηθικοί κανόνες. Θεσμοθετημένα υπάρχουν στα ποικίλα πολιτεύματα, που άρχισαν σαν βασιλείες, αλλά σε όλο τον Ελληνικό χώρο, πλην της Μακεδονίας, εξελίχθηκαν άλλοτε σε ολιγαρχίες, όπως στη Σπάρτη κι άλλοτε σε δημοκρατίες όπως στις Αθήνες. Τα πολιτεύματα αποσκοπούσαν στην ευδαιμονία των πολιτών, αλλά αυτή δεν ορίζεται αντικειμενικά. Υπονοεί το να σχηματίζει κάθε πολίτης το δικό του σκοπό και να τον επιδιώκει, ενώ χρέος της πολιτείας είναι να τον διευκολύνει να τον πετύχει χωρίς να εμποδίζει το αντίστοιχο στους άλλους πολίτες. Βέβαια, πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και η δημοκρατία δεν περιλάμβανε στους πολίτες της όλους τους κατοίκους του αντίστοιχου χώρου. Οι δούλοι, οι μέτοικοι, οι γυναίκες και τα παιδιά δεν περιλαμβάνονταν στους πολίτες, σε εκείνους δηλαδή που μετείχαν στη λήψη αποφάσεων για ολόκληρη την κοινωνία. Στη δημοκρατικότερη πολιτεία όλων, στις Αθήνες, οι πολίτες ήταν μόνο 10% περίπου των κατοίκων. Παρόλα αυτά, ακόμη και εκεί οι νόμοι πρόβλεπαν κανόνες που προστάτευαν κάποια δικαιώματα των μη πολιτών. 

Τα τρία στάδια της απαγόρευσης δεν μπορούν να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο. Στην αρχαία Αθήνα για παράδειγμα, τους νόμους (απαγορεύσεις) αποφάσιζε το νομοθετικό σώμα (βουλή, εκκλησία του δήμου), την παράβαση του νόμου η δικαιοσύνη (βουλή, Ηλιαία, Άρειος Πάγος), ενώ η εκτέλεση της απόφασης (π.χ. θανάτωση) ανατίθενταν σε άλλα πρόσωπα. Αν κάποιος δικαστής έβλεπε πως πρέπει να καταδικάσει σε θάνατο έναν κατηγορούμενο και θα έπρεπε να είναι ο ίδιος δήμιος, θα δίσταζε να ψηφίσει την καταδίκη, μη αντέχοντας το βάρος της συνείδησής του να γίνει ο ίδιος φονιάς στερώντας τη ζωή από κάποιο συνάνθρωπό του. Ακόμη και σε μιαν απόλυτη μοναρχία, όπου ο μονάρχης είναι η μόνη βούληση της πολιτείας, και ο μόνος κριτής αν έγινε παράβαση, την απόφαση, π.χ. να θανατωθεί ή μαστιγωθεί ο ένοχος, την ανέθετε σε κάποιον άλλον. Αυτή τη στιγμή όμως δεν συζητώ την ακραία περίπτωση της θανατικής ποινής, αλλά την καθημερινότητα, που εξασφαλίζει το ευ ζην μιας κοινωνίας.

Η εντύπωσή μου είναι ότι στον τόπο μας αφενός γίνεται κατάχρηση της λέξης απαγορεύεται και αφετέρου η απαγόρευση δεν στηρίζεται σε επαρκή εγγύηση για την εφαρμογή της. Και σ΄ αυτό δεν φταίνε μόνον οι πολίτες, που συχνά τείνομε να τους ενοχοποιούμε για ασυδοσία. Υπάρχουν νόμοι που αποφασίσθηκαν, πράγμα σπάνιο, από όλα τα κόμματα στη βουλή και όμως ποτέ δεν εφαρμόσθηκαν. Πρόχειρα παραδείγματα που μου έρχονται στο νου είναι ο νόμος Διαμαντοπούλου για την παιδεία και η ομόφωνη απόφαση της διακομματικής επιτροπής το 2008 για τα δάση και την κλιματική αλλαγή. Αγνοήθηκαν από όλες τις κυβερνήσεις.  

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s