Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Ηπειρωτικός Αγών, 26 Ιουνίου 2021
Μακάβριο το θέμα μου, αφορά τον καθένα μας μια μοναδική φορά στη ζωή του, αλλά αφορά όλους, χωρίς καμιά εξαίρεση.
Βλέπω αρκετά συχνά στο δρόμο περιττώματα από σκυλιά. Ποτέ από γάτες. Πώς γίνεται; Δεν ξέρω το μηχανισμό, δεν ξέρω ποια αντανακλαστικά διαφορετικά στο σκύλο από τη γάτα ενεργούν, πάντως, η γάτα, όταν θέλει να αποπατήσει, σκάβει το χώμα, κενώνεται στη λακκούβα κι ύστερα σκεπάζει τα κόπρανά της. Αυτό είναι ταφή, που, βλέποντας τη συνέχειά της, σημαίνει πως το ζώο δεν αφήνει ίχνη από το πέρασμά του. Ξεχάστηκε.
Οι άνθρωποι θάβομε τους νεκρούς μας ή τους καίμε στην πυρά. Αν συμβούν στο πέλαγος, ενδέχεται να τους απορρίψουμε στη θάλασσα. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ο νεκρός, το σώμα του δηλαδή, εξαφανίζεται από το βεληνεκές των αισθήσεων των ζωντανών. Να ξεχαστεί, όπως τα περιττώματα των γαλών. Αυτό φαίνεται πως ίσχυε από τότε που εμφανίσθηκε το είδος άνθρωπος πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Δεν ξέρω με ποιου είδους αντανακλαστικά γινόταν αυτό, αλλά, αν έμεναν άταφοι οι νεκροί μέσα σε 1-2 εικοσιτετράωρα άρχιζαν να όζουν ανυπόφορα, ενώ η θέα τους δεν είχε αλλάξει ακόμη ουσιαστικά, πλην της ακινησίας τους. Δεν το άντεχαν οι ζωντανοί.
Όμως οι τάφοι άρχισαν να γίνονται μνήματα. Δηλαδή να φέρουν στοιχεία που αναφέρονταν στην ταυτότητα του νεκρού όσο ζούσε. Τα μνημεία αυτά μπορεί να είναι στα σχετικά νεότερα χρόνια ένας σταυρός ή το όνομα του μακαρίτη χαραγμένο σε μια πλάκα ή ένα άγαλμα κλπ. Αντίθετα, από τον αρχικό, το βιολογικό θα έλεγα, σκοπό, που ήθελε το νεκρό ανύπαρκτο, για να ξεχαστεί, το μνήμα θέλει το νεκρό να ζει στη μνήμη των ανθρώπων. Γιατί όμως να θυμάται η κοινωνία το νεκρό;
Κάποτε οι άνθρωποι ζούσαν σαν όλα τα άλλα θηλαστικά, τρεφόμενοι από καρπούς και θηράματα. Μαζεύονταν όπου υπήρχε τέτοια τροφή, βασικά στις κοιλάδες γύρω από τους ποταμούς και τις λίμνες. Καθώς έρχονταν έτσι, από τον εξωγενή παράγοντα (παρουσία τροφής) κοντά ο ένας με τον άλλον, ευνοούνταν η ανάπτυξη δεσμών μεταξύ τους, όπως μεταξύ άντρα και γυναίκας, καθώς και μητέρας και τέκνου. Η μοναδική ικανότητα τους να αναπτύσσουν δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά τους έδωσε τη δυνατότητά να αναπτύσσουν έναρθρο λόγο και να επικοινωνούν αποδοτικά μεταξύ τους. Η μοναδική κατασκευή τους με δυο χέρια και δυο πόδια τους επέτρεψε να πατούν στέρεα στο έδαφος και να χρησιμοποιούν τα χέρια τους σα δυο λαβές, ενώ τα θηρία είχαν μόνο όργανο λαβής το στόμα τους. Από την άλλη, τα τετράχειρα, κινούνταν άνετα στα δέντρα, αλλά δεν πατούσαν σταθερά στο έδαφος, έτσι που ελάχιστα μπορούσαν να χρησιμοποιούν τα χέρια τους εκτός από στήριγμα. Τα δυο χέρια και η ανάπτυξη του λόγου επέτρεψε στους πρωτόγονους ανθρώπους να κατασκευάζουν εργαλεία, να αθροίζουν γνώσεις όχι μόνο από την προσωπική τους εμπειρία, αλλά και από εκείνη άλλων, ακόμη και προγόνων, και έτσι να εξασφαλίζουν πιο άνετα την τροφή τους. Τα αγαθά άρχισαν να τους περισσεύουν και αντί να καταναλώνουν το περίσσευμα το φύλαγαν ζωντανό να αυτοπολλαπλασιάζεται. Διατηρούσαν ζώα, τόσα κεφάλια (κεφάλαιο) που να τίκτουν τόκο και από αυτόν να ζουν, χωρίς να καταναλώνουν το κοπάδι. Κάτι ανάλογο γινόταν με τα σπέρματα καρπών και την καλλιέργεια της γης. Κι αυτά έπρεπε να μείνουν έτσι, κεφάλαιο, και όχι τυχαία συσσώρευση αγαθών, και να μεταβιβασθούν σε κάποιον άλλον, χωρίς να σκορπίσουν, μετά το θάνατό του δημιουργού και συντηρητή τους. Αυτό σήμαινε ότι οι άνθρωποι έπρεπε να θυμούνται όλοι για τον καθένα ποιοι ήταν οι γονείς του. Κι αυτό σήμαινε πως οι τάφοι έγιναν μνήματα!
Η θρησκευτική μυθολογία μάς έχει περισώσει τις δοξασίες των ανθρώπων εκείνης της μεταβατικής περιόδου. Οι πρώτοι, σύγχρονοι τότε, άνθρωποι, που από καρποσυλλέκτες έγιναν παραγωγοί, δεν είχαν πριν από αυτούς γονείς – δεν χρειαζόταν κανένας να τους θυμάται – αλλά είχαν απογόνους που έπρεπε να θυμούνται τους γεννήτορές τους. Οι πρώτοι αυτοί άνθρωποι λοιπόν, αφού κανένας, ούτε οι ίδιοι, δεν θυμόταν τους γονείς τους, δεν είχαν γονείς. Πώς έγιναν λοιπόν; Απλώς, τους έπλασε από χώμα και νερό, ο Θεός, τον Αδάμ και την Εύα, ή στην Ελλάδα, την Πανδώρα που παντρεύτηκε τον Τιτάνα Επιμηθέα.
Για τους παραπάνω λόγους, τα μνήματα έγιναν τα πιο ιερά στοιχεία σε μια κοινότητα. Δεν ήταν απλώς τάφοι, που ενδέχεται να είναι μια εκδήλωση σχεδόν φυσική, βιολογική. Το μνήμα είναι κοινωνική λειτουργία. Χάρη στα μνημεία των προγόνων, ξέρει καθένας ποιος είναι ο τόπος του, η πατρίδα του. Οι Έλληνες στη Σαλαμίνα πέθαιναν υπερασπιζόμενοι: “…πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων…“. Οι θήκες των προγόνων ήταν τα μνήματά τους, οι αποδείξεις ότι η γη που τους φιλοξενούσε ήταν και η γη των ζωντανών που την υπερασπίζονταν. Η ιερότητα των νεκροταφείων είναι αξεπέραστη. Όταν μια φυλή θέλει να εξαλείψει μιαν άλλη, κύρια μέριμνά της είναι να καταστρέψει τα νεκροταφεία της, με τα μνήματά της.
Υπάρχουν, δυστυχώς, πολλές περιπτώσεις με καταστροφή νεκροταφείων, όπως έγινε συστηματικά στην Τουρκία, με γενοκτονίες, αλλά δεν έλειψαν και στην Ελλάδα αντίστοιχοι βανδαλισμοί σε Τουρκικά ή Εβραϊκά νεκροταφεία. Οι μνήμες όμως των νεκρών εκδικούνται. Όσο και αν η επίσημη προπαγάνδα προσπαθεί να κάνει να ξεχασθούν, οι νεκροί βρίσκουν τρόπο να τρυπώνουν στο υποσυνείδητό μας και, σαν Ερινύες, να μας τριβελίζουν με τύψεις από τις οποίες μάταια προσπαθούμε να ξεφύγουμε. Επιζούν ποτίζοντάς μας με φόβο, για τις βεβηλώσεις που έχομε κάνει. Αυτή τη στιγμή στην Τουρκία, ξέρουν πολύ καλά, όσο και αν επίσημα αποσιωπάται, τις γενοκτονίες, ιδίως κατά των Αρμενίων και των Ελλήνων, και οι επίσημες πολιτικές καλλιεργούν το μίσος για να αντισταθμίσουν το φόβο αντεκδίκησης και τις τύψεις. Κάτι ανάλογο, σε μικρότερο ίσως βαθμό, ισχύει και για μας.
Κι όμως, η πέμπτη από τις δέκα εντολές, που, υποτίθεται, ακολουθούμε, λέει: “Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς.”, μετά τη σχέση σου προς το Θεό, αλλά πριν από κάθε άλλη σχέση σου με τους άλλους ανθρώπους, πριν από τα: “Οὐ μοιχεύσεις, Οὐ κλέψεις, Οὐ φονεύσεις, Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ, Οὐκ ἐπιθυμήσεις πάντα ὅσα τῷ πλησίον σου ἐστι.” Η τιμή προς τον πατέρα και τη μητέρα συνεχίζεται και μετά το θάνατό τους, χάρη στα μνήματά τους.