ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ MOTIBOY

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 8 Απριλίου 2021

Από καιρό θέλω να γράψω για το θέμα και δεν μπορούσα. Όσο και αν περηφανευόμαστε  για τη γλώσσα μας, η απίστευτη πρόοδος που έχει επιτευχθεί έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό ερήμην μας. Ξένοι την προχώρησαν μετά το αρχαιοελληνικό θαύμα και στις νέες έννοιες που προέκυψαν για να την υπηρετήσουν έδωσαν ονόματα δικά τους. Μιλώ για τον Αγγλικό όρο pattern recognition. Το Google το μεταφράζει ως “αναγνώριση μοτίβου”. Η Wikipedia το εξηγεί ως αυτόματη αναγνώριση ενός pattern, χωρίς να ορίζει τι σημαίνει pattern. Αν πάω ανάποδα και ζητήσω πώς μεταφράζεται στα Αγγλικά η λέξη μοτίβο, δεν μου δίνει τη λέξη pattern. Τέλος πάντων θα σκεφθώ και θα γράψω περιφραστικά.

Μοτίβο, μια ξένη λέξη, ίσως με Ιταλική προέλευση, εννοεί ένα θέμα που επαναλαμβάνεται τακτικά είτε σε μια μουσική σύνθεση ή σε ένα εικαστικό δημιούργημα. Αυτό το θέμα αποτελείται από ποικιλία ερεθισμάτων που είτε είναι ταυτόχρονα ή διαδέχονται με αυστηρή ιεραρχία το ένα το άλλο και κατά διαστήματα επαναλαμβάνεται σαν ενιαίο σύνολο. Ο νους μας έχει την ικανότητα, χάρη στη δημιουργία εξαρτημένων αντανακλαστικών, να το αναγνωρίζει. Έτσι, ακούοντας έναν άναρθρο φυσικό ήχο, μπορούμε να καταλάβουμε αμέσως αν γαυγίζει σκύλος, νιαουρίζει γάτα, βελάζει πρόβατο, μηκάζει κατσίκα, μυκάζει αγελάδα, κράζει κόρακας, κοάζει βάτραχος, χλιμιντρίζει άλογο κλπ. Με τον ίδιο τρόπο ακούοντας μιαν ανθρώπινη φωνή από μακριά, μπορεί να μην καταλαβαίνουμε τι λέει, αλλά αντιλαμβανόμαστε ότι μιλάει ο Δημήτρης, η Μαρία, ο Γιαννάκης κλπ. Η αναγνώριση μοτίβου μας επιτρέπει να προβλέπουμε τι πιθανόν θα συμβεί στο μέλλον ή τι πιθανόν υπάρχει μακριά, πέρα από το βεληνεκές των αισθήσεών μας. Κι από δω και πέρα αρχίζει να ενδιαφέρεται η επιστήμη. Με βάση τα μαθηματικά και τη στατιστική μεθοδολογία, κάθε μοτίβο αναλύεται στα στοιχεία που το αποτελούν, όπως είναι η ανάλυση Fourier για τους θορύβους.

Η αγωνιώδης προσπάθεια των ανθρώπων να προβλέπουν, προχώρησε στην εφαρμογή της αναγνώρισης μοτίβου και σε θέματα όπου ο τυχαίος παράγοντας κυριαρχεί. Ξεκινώντας από τον Αριστοτέλη και περνώντας από τον G. W. F. Hegel και τον  K. Marx έφθασε να αναγνωρίζεται ότι η ιστορία εξελίσσεται με φάσεις, ακολουθώντας επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Οι Χέγκελ και Μαρξ θεώρησαν ότι η εξέλιξη γίνεται σα μια σπείρα, ελικοειδώς, περνώντας από τη φάση της θέσης στην αντίθεση κι από κει στη σύνθεση που αποτελεί τη θέση για την επόμενη σπείρα. Ο B. Van der Pol πριν από ένα αιώνα περίπου έδειξε ότι το πρότυπο αυτής της πορείας συμβολίζεται καλύτερα με ταλάντωση παρά με σπείρα, ενώ έδωσε και μαθηματική έκφρασή της. Την ονόμασε ταλάντωση χάλασης. Το βασικό μοτίβο στην εξέλιξη της ιστορίας είναι η οικονομικοπολιτική ταλάντωση. Η οικονομία στηρίζεται στην ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Όταν η προσφορά αυξάνεται, πέφτουν οι τιμές και αυξάνονται οι πωλήσεις. Το αντίθετο γίνεται όταν αυξηθεί η ζήτηση, οπότε η αύξηση των τιμών παρακινεί τους παραγωγούς και εμπόρους να αυξήσουν την προσφορά, ενώ αποτρέπει τους καταναλωτές από το να αγοράσουν. Σ΄ αυτή την ωραία ισορροπία στηρίζεται η “φιλελεύθερη” οικονομία που λέει “laisser faire”. Μην επεμβαίνεις, Κράτος, τα πράγματα αυτορρυθμίζονται. Δυστυχώς τα πράγματα δεν εξελίσσονται πάντοτε έτσι. Όταν η προσφορά αυξηθεί υπερβολικά, τα προϊόντα δεν πουλιόνται, όσο και αν πέσουν οι τιμές. Οι παραγωγοί δεν αντεπεξέρχονται στα έξοδα και απολύουν εργάτες. Οι απολυμένοι, μη έχοντας χρήματα, ελαττώνουν περισσότερο τη ζήτηση. Και αντί της αρνητικής ανάδρασης που διατηρούσε την ισορροπία, έχομε θετική ανάδραση που οδηγεί στο φαύλο κύκλο που σημαίνει οικονομική κρίση, σαν εκείνη του 1929 και αυτή που βιώσαμε την περασμένη δεκαετία. Μπορεί όμως να γίνει και το αντίστροφο. Για ποικίλους λόγους (π.χ. πόλεμος, αποκλεισμοί) η παραγωγή δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση σε κρίσιμο βαθμό. Τα προϊόντα ακριβαίνουν. Όσοι μπορούν σπεύδουν να αδειάσουν την αγορά από το φόβο μήπως εξαφανισθούν τα αναγκαία είδη και η ζήτηση έτσι αυξάνεται αντί να μειωθεί. Πάλι φαύλος κύκλος, οικονομική κρίση.

Παρόμοια είναι η πολιτική κρίση, όπου το διακυβευόμενο δίπτυχο είναι το δίκαιο και η ηθική, οι νόμοι και τα έθιμα. Όταν η διαφορά τους γίνει οριακά μεγάλη, έχομε πολιτική κρίση.

Η ιστορία δεν εξελίχθηκε ακριβώς όπως πρόβλεπε ο Μαρξισμός, αλλά πλησίασε αρκετά. Το πρότυπο του Βαν Ντερ Πολ προβλέπει πως η ταλάντωσή του επηρεάζεται εύκολα από τυχαία ερεθίσματα που μπορούν να επισπεύδουν την έλευση της κρίσιμης τιμής, ενώ η εκτόνωση ενός ταλαντωτή, ενός κρατικο-οικονομικού συστήματος, μπορεί να άγεται παρασύροντας και άλλα συστήματα. Το ζήσαμε πρόσφατα όταν η πτώχευση μιας Αμερικανικής Τράπεζας έγινε αστραπιαία διεθνής οικονομική κρίση. Το ίδιο πρότυπο όμως προσφέρει και έναν τρόπο για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Αφού το σύνολο μοτίβο ταλαντώνεται με προδιαγεγραμμένη ιδιοσυχνότητα (που εξαρτάται, μεταξύ άλλων, και από το φυσικό μέγεθος του ταλαντωτή), αν αυξήσουμε ελεγχόμενα τη συχνότητά του, αποφεύγομε τις ανεξέλεγκτες κρίσεις. Τι θα σήμαινε αυτό για μας;

Ελεγχόμενη πολιτική κρίση είναι οι εκλογές. Κάνομε προγραμματισμένα εκλογές κάθε 4 χρόνια. Γιατί 4 και όχι 2 ή 8; Γιατί έτσι κάνουν κι άλλοι! Όμως εμείς είμαστε μικρή χώρα, μικρός κρατικός ταλαντωτής και η πολιτική ιδιοπερίοδός μας είναι βραχύτερη από π.χ. της Αμερικής ή της Γερμανίας. Αποτέλεσμα είναι ότι από το 1974 ως σήμερα είχαμε εκλογές ανά ποικίλα διαστήματα, με κρίσεις, κατά μέσον όρο κάθε 2,5 χρόνια περίπου. Αν κάναμε εκλογές τακτικά κάθε 3 αντί κάθε 4 χρόνια, οι πολιτικές κρίσεις θα ήταν λιγότερες. Αν είχαν γίνει οι προγραμματισμένες εκλογές νωρίτερα το 1967, θα είχε αποφευχθεί η δικτατορία που κατέληξε στην Κυπριακή τραγωδία. Κατά τον W. Stubbs στην Αγγλοσαξονική Αγγλία δεν υπάρχουν συνταγματικές επαναστάσεις, ούτε βίαιες ανατροπές της νομοθεσίας, διότι μια αλλαγή του νόμου είναι συχνά μια καταγραφή του εθίμου, όταν οι άνθρωποι αναγνώρισαν τον αλλαγμένο χαρακτήρα του. Καθώς δεν είναι εύκολο να αναγνωρίζεται η κρίσιμη αλλαγή εθίμων, η αύξηση της συχνότητας των ελεγχόμενων εκλογών μπορεί να την υποκαταστήσει.

Από οικονομική σκοπιά, μια ταλάντωση της παραγωγής και κατανάλωσης, αρχίζοντας με μια λιτότητα με επενδύσεις (μετεκλογικά) και καταλήγοντας σε παροχές με κατανάλωση (προεκλογικά) μπορεί να αμβλύνει τις οικονομικές συνέπειες. Τέτοια ταλάντωση υπήρχε από τα μυθολογικά χρόνια, όταν οι θρησκείες καθιέρωσαν περιοδική εναλλαγή νηστείας με θυσία. Μια διαδοχή “καπιταλιστικής” φάσης που ενισχύει την επένδυση (κέρδη ανάλογα με επένδυση), ακολουθούμενη από “σοσιαλιστική” φάση, με ενίσχυση της εργασίας (μισθοί ανάλογα με την εργασία) και τελειώνοντας με “κομμουνιστική” φάση (διανομή ανάλογα με ανάγκες), και πάλι εξαρχής, αυξάνει λογικά τις πιθανότητες για αρμονική λειτουργία της πολιτείας.

ΣΙΣΥΦΟΣ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ, καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 6 Απριλίου 2021

Ποιος να το φανταζόταν το πρόβλημα του υπερπληθυσμού να είχε απασχολήσει την ανθρωπότητα από την εποχή των μύθων; Ο Σίσυφος ήταν ένας πανέξυπνος, μάλλον παμπόνηρος, άνθρωπος. Είχε εισχωρήσει σα χάκερ στα μυστικά των θεών και ήξερε πως ο μεγάλος Δίας παριστάνοντας τον αετό, είχε αποπλανήσει την πανέμορφη Αίγινα. Τόχε ο Δίας να ξενοκοιμάται, κι ας αγρυπνούσε, συχνά εκδικητική εναντίον των ερωμένων, η Ήρα. Την πήγε και την έκρυψε την κοπέλα σε ένα νησί του Σαρωνικού ο μεγάλος θεός. Αυτά τα ήξερε ο Σίσυφος. Ο πατέρας της όμως, ο ποταμός Ασωπός, την έψαχνε και ζήτησε τη βοήθεια του μυστικοκάτοχου. Αυτός είχε ιδρύσει την Εφύρα που αργότερα μετονομάστηκε Κόρινθος και ως σήμερα υποφέρει από το ίδιο πρόβλημα: Είχε εύφορο έδαφος, αλλά δεν είχε νερό. Συμφώνησαν λοιπόν ο θνητός Σίσυφος με τον αθάνατο Ασωπό να αρδεύσει την ξερή γη ο δεύτερος των συμβαλλομένων και ο πρώτος του αποκάλυψε πού είχε κρυμμένη την κόρη του ο Δίας. Λογάριασε όμως χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Δίας τον κυνήγησε, όπως σήμερα διώκουν οι μεγάλες δυνάμεις όσους προδίδουν μυστικά της CIA και άλλων ανάλογων ευαγών ιδρυμάτων. Και τον έστειλε στον Άδη. Ο Σίσυφος όμως, παμπόνηρος, καταφέρνει να αλυσοδέσει το Θάνατο. Οι άνθρωποι έπαψαν να πεθαίνουν. Ευτυχία στην ανθρωπότητα; Όχι και τόσο. Μη πεθαίνοντας οι θνητοί άρχισαν να γεμίζουν τη γη κι αυτή δεν τους χωρούσε. Υπερπληθυσμός. Και φάνηκαν τα προβλήματα. Ο Άρης, ο καλύτερος προμηθευτής του Άδη με τους πολέμους, τον ελευθέρωσε από τα δεσμά του και του ξανάστειλε το Σίσυφο. Έχοντας προβλέψει τέτοιο ενδεχόμενο ο πονηρός Σίσυφος είχε πει στη γυναίκα του, τη Μερόπη, να μην τον θάψει όταν πεθάνει. Με τις γαλιφιές του πείθει την Περσεφόνη, τη γυναίκα του Πλούτωνα, να του χορηγήσει ο αφέντης και κύριός της τριήμερη άδεια επιστροφής του στη γη για να φροντίσει την ταφή του. Ο θεσμός της άδειας, ακόμη και στα ισόβια, υπήρχε από τότε. Πήρε την άδεια λοιπόν, αλλά δεν ήταν κορόιδο σαν τον Κουφοντίνα, να επιστρέψει. Αυτή τη φορά ανέλαβε ο Ερμής, αγγελιοφόρος των θεών και μεγαλέμπορος. Όταν χρωστάς στους μεγαλεμπόρους, όπου και νάσαι, θα βρεθείς. Και τότε πια ο Δίας ήταν αμείλικτος. Αν δείτε ακόμη σήμερα κάποιον να ανεβάζει ένα πελώριο βράχο ως την κορυφή και μόλις φθάσει εκεί, ο ογκόλιθος να ξανακατρακυλά στον πάτο, αυτός είναι ο Σίσυφος.

Και τι δε μαθαίνομε από τους μύθους! Αφήνω τις έστω αόριστες γεωγραφικές γνώσεις, με την Αίγινα, την Κόρινθο και τον Ασωπό. Πιο σημαντικά είναι τα άλλα διδάγματα, όπως της άδειας από τα κάτεργα, της προδοσίας των κρατικών μυστικών που συνήθως αφορούν βρώμικες δουλειές, της τιμωρίας για όλα αυτά, που δεν μπορούν ποτέ να κρυφτούν για πάντα, την αβεβαιότητα για το πιο βέβαιο πράγμα που υπάρχει στον κόσμο, βεβαιότητα ότι θα πεθάνουμε, αλλά αβεβαιότητα για το πότε κλπ. Το πιο εντυπωσιακό, για μένα τουλάχιστον, είναι ότι από τότε διαισθάνονταν τον κίνδυνο του υπερπληθυσμού. Χρειάστηκαν τρεις χιλιάδες χρόνια για να τεκμηριώσει επιστημονικά το φαινόμενο ο T. R. Malthus  και να διατυπώσει τους σχετικούς νόμους. Κι όμως ο παμπόνηρος Σίσυφος/άνθρωπος βρήκε τρόπο να τους παραβιάσει. Παρά τις φαινομενικά βέβαιες προβλέψεις πως η γη δεν θα είχε να θρέψει τον αυξανόμενο πληθυσμό, σήμερα υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που δεν υπήρξαν ποτέ, ενώ οι κίνδυνοι του λιμού και του θανάτου από ασιτία είναι μικρότεροι από ποτέ άλλοτε. Παρ΄ όλη την ανθρώπινη πονηριά όμως, κάτι, πάνω από αυτήν ξεφεύγει. Αυτό από την πολυανθρωπία που δύσκολα μπορεί πια να αντιμετωπισθεί είναι η διαχείριση των αποβλήτων της ανθρωπότητας. Η γη ολόκληρη δηλητηριάζεται. Ακόμη και οι ωκεανοί και η ατμόσφαιρα. Παράλληλα, μυριάδες είδη φυτών και ζώων εξαφανίζονται. Ο συνωστισμός, αποτέλεσμα του υπερπληθυσμού και του τρόπου για να επιτευχθεί η αντιμετώπιση της ασιτίας, αλλά και η άνεση των ανθρώπων, φέρνουν πανδημίες. Ο Σίσυφος εξαπατά και τις πανδημίες επινοώντας εμβόλια και αντιβιοτικά. Αλλά, αυτές που αιτία τους δεν είναι κάποιοι ιοί, αλλά ο συνωστισμός που διαρκώς αυξάνεται, θεριεύουν. Είναι προφανές πως κάτι πρέπει να γίνει και αφηνόμαστε στη σοφία των αθανάτων για να βρεθεί η λύση, μια και από την ανθρώπινη, Σισύφια, πονηριά δεν μπορούμε να την προσδοκούμε.

Ποια θα είναι; Χρειάζεται η θεία φώτιση. Αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να βρει τη λύση, μπορεί να τη βρουν οι θεοί, η ανθρωπότητα. Κι αυτή έχει δύο συνιστώσες. Η μία είναι ποσοτική κι η άλλη ποιοτική. Η ποσοτική λύση σημαίνει είτε αύξηση της θνησιμότητας, αλλά αυτό είναι πανανθρώπινα απαράδεκτο, είτε μείωση της γεννητικότητας. Μπορεί να επηρεασθεί με ποικίλους τρόπους. Οι πρόγονοί μας, όποτε ένοιωθαν την ανάγκη, διατηρούσαν τους νέους σε στρατόπεδα, όπου επιδίδονταν στην ομοφυλοφιλία, που δεν είναι βέβαια αναπαραγωγική. Και το ευγενικό αυτό σπορ το συνέχιζαν συχνά και όταν απολύονταν από το στρατό. Άλλος τρόπος είναι η βίαιη επιβολή, όπως έγινε στην Κίνα πριν από μερικές δεκαετίες, αλλά αυτό απαιτεί ολοκληρωτισμό, απαράδεκτο σχεδόν όσο και η αύξηση της θνησιμότητας. Ηπιότερα μέσα θα ήταν οικονομική ενίσχυση για όσα ζευγάρια κάνουν ως π.χ. δύο παιδιά, αλλά φορολόγηση για κάθε παραπάνω παιδί που γεννιέται. Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν ότι θα εφαρμοσθούν τέτοια μέτρα διεθνώς, διότι αλλιώς, η αύξηση του πληθυσμού σε ένα έθνος, με μείωση ή διατήρησή του στο άλλο σημαίνει ομαδικές μεταναστεύσεις, όπως γινόταν στην αρχαιότητα με την ίδρυση αποικιών, με ανεξέλεγκτη βία και ποικίλες άλλες ανεπιθύμητες συνέπειες. Έτσι, αναφύεται και η ανάγκη της ποιοτικής, μαζί με την ποσοτική αντιμετώπιση του προβλήματος. Δηλαδή προγραμματισμένη ανακατανομή του πληθυσμού. Η πρωτοφανής ανάπτυξη που βλέπομε στις μέρες μας στηρίχτηκε στη συγκέντρωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από την παραγωγική ύπαιθρο στην επεξεργαστική και ανταλλακτική, καταναλωτική, πόλη. Σήμερα, με την υπάρχουσα τεχνολογία, είναι δυνατό να αξιοποιηθεί η εγκαταλειμμένη γη. Μπορεί ο Σίσυφος να αρδεύσει τη Σαχάρα μετατρέποντας το αλμυρό νερό της Μεσογείου σε γλυκό και μεταφέροντάς το εκεί που πρέπει, ενώ κάνει παραγωγική τη Σιβηρία. Σε μικρά έθνη μπορούν να ξαναγίνουν παραγωγικοί οι εγκαταλειμμένοι τόποι. Στην πατρίδα μας συστηματικά εδώ και 200 χρόνια εγκαταλείπονται ορεινά χωριά, νησιά και νησίδες, ενώ διαθέτουν τεράστιες, προπάντων ανεξάντλητες, πηγές φυσικής και βιολογικής ενέργειας, με χαμηλή απόδοση, ωστόσο, που δεν συμφέρει στο μεγαλέμπορο Ερμή. Η ποιοτική αντιμετώπιση απαιτεί και μετάλλαξη της νοοτροπίας πολιτών και πολιτικών. Περιορισμό των επιθυμιών για χάρη των αναγκών.

ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 3 Απριλίου 2021

Θεραπεύω ένα έμφραγμα. Φυσικά, αυτό που μόλις έγραψα δεν είναι αληθές. Έναν εμφραγματία θεραπεύω, όχι ένα έμφραγμα. Αυτός, εκτός από την κύρια νόσο του, έχει φύλο, ηλικία, ιστορικό με διαβήτη, πνευμονοπάθεια, αλλεργίες, ιδιαίτερες προτιμήσεις, μοναδικές για τον καθένα κοκ. Αυτά όλα πρέπει να τα λάβω υπόψη και όχι μόνο ό,τι γράφουν τα βιβλία πως είναι κατάλληλο για την αγωγή του εμφράγματος. Αυτά θα τα μάθω πρώτιστα από το ιστορικό του αρρώστου.

Κύρια διαφορά του ανθρώπου από τα λοιπά ζώα είναι ο λόγος. Είναι (σχεδόν) κοινός για όλους, χάρη στην τεράστια ικανότητα των ανθρώπων να επικοινωνούν μεταξύ τους. Κύριος τρόπος επικοινωνία στον άνθρωπο είναι η γλώσσα. Η γλώσσα είναι ένα ακουστικό φαινόμενο, παράγεται από ένα πομπό με τα όργανα της αναπνοής και της στοματικής κοιλότητάς του και προσλαμβάνεται με το όργανο της ακοής του δέκτη. Άλμα στην επικοινωνία ήταν η γραφή. Μ΄ αυτήν η επικοινωνία έγινε οπτικό, όχι μόνο ακουστικό, φαινόμενο. Ο πομπός χρησιμοποιούσε τα χέρια, ο δέκτης τα μάτια του. Αρχικά, η γραφή παρίστανε έννοιες (ιδεογράμματα), όπως σήμερα τα σύμβολα των μαθηματικών, φυσικής, μουσικής και πολλών επιστημών. Έπειτα έγινε το άλλο μεγάλο άλμα με την Ελληνική επινόηση της φωνητικής γραφής, που συμβόλιζε, όχι ιδέες, έννοιες, αλλά τη γλώσσα. Κάθε ακουστός φθόγγος παριστανόταν με ένα ορατό γράμμα και κάθε γράμμα παρίστανε ένα φθόγγο. Χάρη στη μέγιστη αυτή ικανότητα επικοινωνίας μεταξύ όλων, έγινε το απαραίτητο στοιχείο της δημοκρατίας, που επέτρεψε την ανάπτυξη ενός αξεπέραστου ως σήμερα πολιτισμού.

Σε όλη αυτή τη διαδικασία που συνοπτικά παρουσίασα, τεράστιο ρόλο παίζει η εκμάθηση της “σωστής” γλώσσας, εκείνης δηλαδή που καθιστά δυνατή με όσο γίνεται μεγαλύτερη ακρίβεια (απόλυτη δεν γίνεται) τη μεταφορά μηνυμάτων, εννοιών. Και αυτό είναι το κύριο έργο των φιλολόγων. Κύρια εργαλεία για την ορθή γλώσσα είναι αφενός τα υλικά της, οι λέξεις δηλαδή, και αφετέρου η δομή της, η γραμματική και το συντακτικό της. Αυτά προσδοκώ να μου μάθει ο φιλόλογος, ο δάσκαλος της γλώσσας. Όπως όλα στον κόσμο, έτσι και η γλώσσα και οι λέξεις και η γραμματική και το συντακτικό της εξελίσσονται. Οι φιλόλογοι ερευνητές, π.χ. γλωσσολόγοι, μελετούν αυτή την εξέλιξη, κατηγοριοποιούν, ταξινομούν τις παρατηρούμενες αλλαγές και οι φιλόλογοι δάσκαλοι τις διαδίδουν. Σ΄ αυτή τη διαδικασία υπάρχει ένας κίνδυνος, Από τη στιγμή που ένα εξελισσόμενο φαινόμενο κατηγοριοποιείται, τείνει να αποκρυσταλλωθεί και να πάψει να παρακολουθεί τις αλλαγές που αυτόματα επέρχονται. Συμβαίνει σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, ιδιαίτερα στη δική μας με την υπερτρισχιλιόχρονη ιστορία της. Η τρέχουσα χρήση της γλώσσας δημιουργεί εναλλακτικές μορφές επικοινωνίας, από τις οποίες κάποιες επικρατούν, και αυτές τις επικρατούσες, έργο των φιλολόγων είναι, να μελετούν και να προτείνουν, χωρίς βέβαια να απορρίπτουν τις υπόλοιπες, που ενδέχεται να εκφράζουν κάτι το ελάχιστα διαφορετικό. Άλλο π.χ. είναι το “κάλεσμα” σε γλέντι και άλλο η “κλήση” που μας δίνει ο τροχαίος, μολονότι σημασιολογικά, το κάλεσμα και η κλήση σημαίνουν (περίπου) το ίδιο πράγμα καταγόμενες και οι δύο από το ρήμα “καλώ”.

Η γλώσσα έχει δύο κύρια χαρακτηριστικά. Το ένα είναι το λογικό, η μεταφορά ιδεών, για το οποίο μιλήσαμε ήδη. Το άλλο είναι συναισθηματικό, η αισθητική της, που εκδηλώνεται ιδιαίτερα, αλλά όχι μόνο, στην ποίηση. Ο ρυθμός (ίαμβος, τροχαίος κλπ), η ομοιοκαταληξία και άλλα ακουστικά στοιχεία του λόγου ενέχουν μουσικότητα που μας επηρεάζει συναισθηματικά. Καθιστά πιο ευαπομνημόνευτο το λόγο, ενώ μας συγκινεί ακούοντάς την, πέρα από το συναίσθημα που μας μεταφέρει ή λογική έννοια των λέξεων. Χάρη στην αισθητική, όχι μόνο γίνεται πιο ευαπομνημόνευτος ένας λόγος, αλλά και συνενώνει συναισθηματικά το λαό που τον ακούει. Όλοι μαζί χαίρονται, λυπούνται, οργίζονται κλπ με το ίδιο ερέθισμα. Τέτοια αισθητική δεν έχει κανονικά ο γραπτός λόγος, η γραφή. Κάποιοι, ωστόσο, βλέπουν και σ΄ αυτήν αισθητική. Ο Ο.Ελύτης π.χ., ποιητής και ζωγράφος ο ίδιος, είδε την (αμφισβητήσιμη βέβαια) εικαστική ομορφιά που πρόσφεραν τα ποικίλα στολίδια της ιστορικής ορθογραφίας, όπως η περισπωμένη, τα πνεύματα κλπ. Αυτή η στάση καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την προσαρμογή των προφορικών και γραπτών λογικών κανόνων στη διαρκώς και ασταμάτητα βραδέως εξελισσόμενη γλώσσα.

Λόγω επαγγελματικής διαστροφής, παίρνω τα παραδείγματά μου από την ιατρική. Έρχεται φανερά πονεμένος κάποιος στο ιατρείο. “Με τσίμπησε ένα ζουζούνι”, λέει στο γιατρό. “Μην ανησυχείς. Θα βάλω πάνω του μια αλοιφή και θα περάσει”, τον καθησύχασε ο γιατρός. “Πού να το βρεις, γιατρέ; αυτό θα έχει πετάξει τώρα πολύ μακριά!” “Δεν κατάλαβες. Θα βάλω την αλοιφή εκεί που σε τσίμπησε. Πού ήταν;” “Α, ήταν στον κήπο μου, δίπλα σε μια συκιά!”. Ο γιατρός άρχισε να εκνευρίζεται. “Εννοώ, σε ποιο σημείο του σώματός σου σε τσίμπησε το ζουζούνι;” “Α, στο δάχτυλο”. “Ποιο ήταν;” “Πού να ξέρω, γιατρέ, όλα τα ζουζούνια ίδια μου φαίνονται!” Υποπτεύομαι πως ούτε ο γιατρός ούτε ο άρρωστος είχαν δασκάλους που να τους διδάξουν πώς να μιλούν σωστά. Γιατί μιλάμε σωστά σημαίνει ότι εκφράζομε σκέψεις, συναισθήματα και βουλήσεις έτσι που να τα αντιλαμβάνεται ο ακροατής.

Γράφει ο Αριστοτέλης: “Για ορισμένα πράγματα ή πράξεις δεν είναι ο κατασκευαστής ο μοναδικός και ο καλύτερος κριτής, αλλά μπορούν να κρίνουν τα έργα του και μη ειδικοί στην τέχνη του. Για παράδειγμα, ένα σπίτι δεν το κρίνει μόνον ο κατασκευαστής του, αλλά καλύτερα το κρίνει ο χρήστης του (και το χρησιμοποιεί ο οικονόμος). Επίσης το πηδάλιο του πλοίου το κρίνει καλύτερα ο πλοίαρχος από τον κατασκευαστή του και τα φαγητά του συμποσίου ο συνδαιτυμόνας και όχι ο μάγειρος”. Εγώ, ως χρήστης της γλώσσας λοιπόν, κρίνω τη γλώσσα μας και λέω τι προσδοκώ από τους δασκάλους της, τους φιλολόγους: Να μας εκπαιδεύουν στην όσο γίνεται ορθότερη επικοινωνία μεταξύ μας. Η ακριβολογία είναι ο ένας τομέας, που υπηρετείται από τη χρήση των κατάλληλων λέξεων, συντακτικού, γραμματικής, που εκάστοτε επικρατούν. Ο άλλος είναι η αισθητική του λόγου, ιδιαίτερα του προφορικού, του πιο άμεσου τρόπου ανταλλαγής εννοιών. Αυτή είναι η ορθή γλώσσα, ο πιο απλός τρόπος για να εκφράσει τα ποικίλα νοήματα και συναισθήματα. Αντίστοιχα, ορθή γραφή είναι ο πιο απλός τρόπος οπτικού συμβολισμού της γλώσσας, όπως ήταν στην αρχαιότητα η φωνητική, αλφαβητική γραφή. Η βελτίωση της ισηγορίας ανεξάρτητα από καταγωγή, πλούτο, εκπαίδευση κλπ συντελεί καίρια στην ορθή εφαρμογή δημοκρατίας. Κι αυτή, έχει δειχθεί στο παρελθόν, ήταν ο κύριος συντελεστής για την ανάπτυξη του σύγχρονου πολιτισμού.

 

ΦΡΑΝΤΖΕΣΚΑ

(Διήγημα)

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομότ. καθηγητής καρδιολογίας

Ναξιακά Γράμματα, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2020, 51-57

            Όχι, δεν ήταν δυνατό. Αυτά μόνο στα παραμύθια μπορούν να συμβούν. Και στον κινηματογράφο. Τί ΄ταν αυτό το νέο που ήρθε να ταράξει έτσι βίαια τον αγώνα τόσων χρόνων, να δαμάσει τη φύση που την αναστάτωνε, να γαληνέψει. Να το πιστέψει;  Όχι, δεν μπορούσε να είναι αληθινό. Είχε κάνει τα πάντα για να μάθει και οι πόρτες ήταν όλες κλειστές. Κανένας δεν ήξερε το παραμικρό. Και να τώρα που έτσι απροσδόκητα εμφανίσθηκε το γράμμα αυτό μπροστά της.

…………………………

            Πεινούσα και κρύωνα. Όλοι δηλαδή γύρω πεινούσαμε και κρυώναμε. Πολλά χρόνια αργότερα είδα στο Πολεμικό Μουσείο των Αθηνών το τηλεγράφημα που είχε στείλει τότε ο Δεσπότης στην Κυβέρνηση: «Αποστείλατε επειγόντως τρόφιμα ή φέρετρα!». Για την ώρα όμως το πρόβλημα είχε λυθεί τοπικά. Είχε επιταχθεί – ή αποκτηθεί τέλος πάντων, δεν ξέρω με ποιον άλλο τρόπο – ένα μεγάλο οικόπεδο, του Χαρτουλάρη, κοντά στο νεκροταφείο κι εκεί χώρεσαν να φιλοξενηθούν στη νέα και τελευταία πατρίδα τους οι τουμπανιασμένοι από την πείνα.

            Κι ωστόσο, δε χάναμε το κέφι μας. Α, ναι, ξέχασα. Πεινούσα, κρύωνα κι αρρώσταινα. Ο χειμώνας ήταν πολύ κρύος. Πολλά τζάμια στο σπίτι σπασμένα, κολλημένα με χαρτιά. Και κάρβουνα δεν υπήρχαν για το μαγκάλι. Το αραντό με καλαμποκάλευρο, αλάδωτο, δε χόρταινε κι η φασκομηλιά, μυρωδάτη, αλλά χωρίς ψωμί και ζάχαρη για πρωινό, δε στύλωνε. Έτσι, άλλοτε πήγαινα σχολείο – μαθητής της 1ης τάξης παρακαλώ – κι άλλοτε όχι. Το κέφι μας όμως τόχαμε. Τραγουδούσαμε διάφορα άσματα, όπως εκείνο το νοσταλγικό και ηρωικό, για τη «Γλυκιά μας την Πατρίδα», που αργότερα πάψαμε να το λέμε ή το άλλο, το «Κορόιδο Μουσολίνη», που του αλλάζαμε τα λόγια στον ίδιο σκοπό «τραλαλά τραλαλά» όταν εμφανίζονταν Ιταλοί. Μας συνόδευαν τότε αυτοί στον ίδιο σκοπό, μ΄ άλλα λόγια όμως. Εμείς συνεχίζαμε μαζί τους και γελούσαμε, αφού αυτοί δεν ήξεραν πως από μέσα μας λέγαμε τα αληθινά λόγια για «την πατρίδα τους τη γελοία» κλπ. Κρυφά, πολύ κρυφά λέγαμε και το άλλο, το αυστηρά απαγορευμένο τραγούδι, για κείνη τη φοβερή γυναίκα, την Τσελόγκουε, που ήτανε του Τιμπερέρη και του Γκόου κι ύστερα του μικρούλη του Πικαντίλη:

«Η Τσελόγκουε του Τιμπερέρη

            Η Τσελέγκουε του Γκόου.

            Η Τσελέγκουε του Πικαντίλη

            Τραλαλά λαλά, λαλά.»

Και μας έπιανε ενθουσιασμός που τραγουδούσαμε το αυστηρά απαγορευμένο.

Η Φραντζέσκα, οκτώ χρόνια μεγαλύτερή μου, μπουμπούκιαζε στο διπλανό μας. Οι γείτονες είχαν ένα χωραφάκι και μια κατσίκα.

            –     «Φραντζέσκα! Πάγαινε, μωρή, ν΄ αρμέξεις την κατσίκα»

            –     «Δεν μπορώ, μάνα. Πονάει η μέση μου!»

            –     «Φραντζέσκα! Πάγαινε, μωρή, να ποτίσεις»

  • «Δεν μπορώ, μάνα. Πονάει το κεφάλι μου!»
  •  «Φραντζέσκα! Έλα να σκουπίσεις και να σφουγγαρίσεις»
  • «Δεν μπορώ, μάνα. Πονάει το στομάχι μου!»
  • «Ο κώλος σου πονεί;»
  • «Όχι!»
  • «Αχ, και νάσουν όλη ένας κώλος!»

Κυλούσε η ζωή χαρούμενα, ξένοιαστα, ήρεμα, όσο ήρεμα της επέτρεπαν τα 15 χρόνια της εφηβείας της. Χτίστης ο πατέρας της. Το χωραφάκι, την κατσικούλα και λίγες κοτούλες, έτσι για μια ντομάτα, λίγο γάλα και κανένα φρέσκο αυγό, τα φρόντιζε η μάνα της αυτά. Βοηθούσαν κι οι δυο κόρες, η Φραντζέσκα κι η μικρότερη αδελφή της. Και ξαφνικά ήρθε το κακό. Το μουλάρι τους επιτάχτηκε για τον πόλεμο. Στην αρχή οι ειδήσεις έρχονταν αναπάντεχα καλές για τις νίκες του στρατού μας. Τον πατέρα της, ευτυχώς, δεν τον είχαν πάρει στρατιώτη. Οι περισσότεροι όμως έλειπαν στο μέτωπο. Το νησί είχε ερημώσει από νέους άντρες. Έπειτα, όλα άλλαξαν. Ήρθε η κατάρρευση. Έγινε ο βομβαρδισμός και σείστηκε όλο το νησί. Και μετά έφτασε ο καταχτητής, ο νικημένος καταχτητής. Με τις φανταχτερές παρελάσεις, τα φτερά στο πηλήκιο και τις φτηνές κολόνιες. Ήταν χίλιοι πεντακόσιοι; Δυο χιλιάδες; Παραπάνω; Το νησί αποκλεισμένο. Καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Η παραγωγή στο βράχο σχεδόν ανύπαρκτη. Από τα εργοστάσια και τους υπαλληλικούς μισθούς ζούσαν οι κάτοικοι πριν από τον πόλεμο. Ελάχιστα τα πρώιμα φασολάκια και κολοκυθάκια. Τώρα ούτε εργοστάσια ούτε μισθοί. Η θάλασσα απαγορευμένη. Ούτε το ψάρεμα επιτρεπόταν. Τα ίχνη της παραγωγής τα έπαιρνε ο στρατός για τις δικές του ανάγκες. Ο πληθυσμός – ε, ποιος λογαριάζει τους αμάχους στον πόλεμο! Από τους 25 000 κατοίκους περίπου πέθαναν – κανένας δεν ξέρει πόσοι ακριβώς – λένε για το ένα τέταρτο ως ένα όγδοο του πληθυσμού. Ούτε τρόφιμα ούτε φέρετρα στάλθηκαν στο αίτημα του Δεσπότη.

Οι Ιταλοί προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τους ντόπιους, ιδίως τους καθολικούς που αποτελούσαν σημαντική μειονότητα στο νησί. Τα περισσότερα επώνυμά τους είχαν ιταλική προέλευση. Δεν έλειψαν κι από τα δύο δόγματα οι λίγοι που επωφελήθηκαν. Όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι πολλοί όμως αρνήθηκαν τη συνεργασία και τη συναδέλφωση με τον καταχτητή. Η κατοχή τους, εντάξει, κατοχή ήταν, η αλήθεια είναι πάντως πως εκτελέσεις δεν έγιναν. Ούτε και αντίσταση υπήρχε βέβαια. Αν εξαιρέσουμε φυσικά εκείνον που κατάφερνε να πληροφορεί τους συμμάχους για τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι κι ίσως και κάποιους άλλους πιο αφανείς. Και αν εξαιρέσουμε τα «αντιστασιακά», τα απαγορευμένα τραγούδια. Και αν εξαιρέσουμε την πείνα. Το σπίτι της Φραντζέσκας πάντως έχασε την κατσίκα του. Κι οι κοτούλες, νηστικές κι αυτές, έπαψαν να γεννούν αυγά.

Εκεί που απέτυχε, ωστόσο, ο Άρης με τη βία, η Αφροδίτη, ιδίως μ΄ εκείνο τον παιχνιδιάρη το γιο της με το τόξο, είχε περισσότερες επιτυχίες.

Περνώντας ο Τζιοβάνη μπρος απ΄ το παράθυρό της, την είδε. Ήταν πια 17 χρονών. Προς το ξανθό τα μαλλιά της και γαλανά, ολόφωτα, τα μάτια της που δεν τολμούσε να τα σηκώσει φανερά σε κανέναν άντρα, πολύ περισσότερο στον όμορφο νέο με τη στολή που τριγύριζε και της έριχνε φλογερές ματιές πίσω απ΄ το μισόκλειστο παράθυρό της. Στητή η κορμοστασιά της, δεν είχε πια πόνους σ΄ όλο της το κορμί για να λέει όχι!

Εκείνος δε δίστασε. Πήγε ίσια στον πατέρα της. Κι εκείνη δεν είχε αντίρρηση. Κάτι περισσότερο, της άρεσε, της άρεσε πολύ. Καλός τεχνίτης εκείνος στη Νάπολη, μαραγκός, δούλευε με τον πατέρα του. Τι γύρευε από τη Νάπολη στη Σύρα, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Τώρα όμως ήξερε. Ήταν η μοίρα του για να γνωρίσει τη γυναίκα των ονείρων του. Η μάνα της δεν είχε αντιρρήσεις. Γιατί νάχε; Έτσι κι αλλιώς στις δουλειές δεν την βοηθούσε και πολύ! Ο πατέρας της όμως δίσταζε, δίσταζε πολύ. Δεν απάντησε αμέσως. Να συμβουλευθεί και το Δον Ντομένικο. Ο παπάς δεν είπε όχι. Απ΄ το ίδιο δόγμα ήταν άλλωστε. Μόνο προσοχή! Ο γάμος στους καθολικούς έχει ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες. Οι καιροί δεν ήταν οι σωστοί.

Κι ο πατέρας της αντέδρασε μετρημένα. Ναι, να παντρευτούν. Όχι ακόμη όμως. Ο πόλεμος συνεχιζόταν. Ποιος ξέρει πού και πώς θάβρισκε τον καθένα το τέλος του. Να αρραβωνιαστούν, ναι. Αφού άρεσαν ο ένας στον άλλο, κάτι παραπάνω, αφού αγαπιόνταν. Όμως οι συναντήσεις τους επιτρέπονταν αυστηρά μόνο μέσα στο πατρικό σπίτι, ποτέ δεν θάβγαιναν μόνοι τους οι δυο τους έξω.

Ο Τζιοβάνη σ΄ όλα ναι. Την αγαπούσε αληθινά. ΄Ετσι τουλάχιστον έλεγε. Κι έτσι έδειχνε. Πέρα από τις αγάπες, δεν έλειψε από την οικογένεια κι ένα μπουκαλάκι λάδι, καμιά σκατολέτα κρέας ή μια πανιότα.

Μια μέρα, ήταν προχωρημένη Άνοιξη, μέσα του Μάη. Η Φραντζέσκα ήταν στην πόλη να βρει να ψωνίσει κανένα ζαρζαβατικό. Πού να το βρει όμως! Περπατούσε εκεί στο Ανηφοράκι. Δηλαδή δεν περπατούσε, πετούσε. Τα αρώματα της Άνοιξης φλόγιζαν την παρθενική νεότητά της. Και τα τιτιβίσματα των πουλιών συνόδευαν με τη συναυλία τους την προσωπική της αναστάτωση. Ένιωθε ευτυχισμένη. Πεινούσε, αλλά η μαγεία που κυκλοφορούσε μέσα της κάλυπτε όλο της το είναι. Ήταν μεσημέρι. Περνούσε τώρα μπροστά από την Κοίμηση. Και ξαφνικά…τί΄ταν ετούτο; Σαν τρελή στρίγγλιζε η σειρήνα. Οι λίγοι περαστικοί κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλο χωρίς να καταλαβαίνουν. Κι αμέσως ακούστηκε το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών μαζί με τον ήχο του αεροπλάνου. Άρχισαν ξαφνικά να τρέχουν αλλόφρονες. Προς κάθε κατεύθυνση.Ένας συριγμός έπειτα.

 – «Πέσε κάτω!» ακούστηκε μια ανδρική φωνή. Δυο άνδρες μπροστά της ξάπλωσαν μπρούμυτα στο έδαφος σύρριζα στον τοίχο του νοσοκομείου δίπλα στην εκκλησία. Τους μιμήθηκε χωρίς να ξέρει γιατί. Κι ακούστηκε τότε ο δαιμονισμένος κρότος. Σπασμένα τζάμια και σοβάδες από τον τοίχο την κάλυψαν. Λίγα λεπτά αργότερα το κακό είχε τελειώσει. Ακούστηκε πάλι η σειρήνα. Αυτή τη φορά σήμαινε τη λήξη του συναγερμού. Η Φραντζέσκα σηκώθηκε. Σηκώθηκαν κι όσοι ήταν ξαπλωμένοι στο δρόμο, κάτασπρα τα ρούχα τους από τα χώματα, τα γυαλιά και τα θραύσματα του τοίχου.

Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί των Άγγλων, μιας και άρχισαν, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Κάθε μέρα, ιδίως τις νύχτες, ένα μικρό σμήνος από 3 αεροπλάνα έκανε την εμφάνισή του και η σκηνή της πρώτης εκείνης ανοιξιάτικης μέρας του Μαγιού επαναλαμβανόταν χωρίς πολλές παραλλαγές. Μόνο που οι αφέγγαρες νύχτες φωτίζονταν από τις φωτοβολίδες που έριχναν τα αεροπλάνα με τα αλεξίπτωτα για να μένουν αρκετά αιωρούμενες, από τους προβολείς που σπάθιζαν τον ουρανό κι απ΄ τα τροχιοδεικτικά. Ο ήχος όμως πάντοτε ο ίδιος. Στη σειρά οι σειρήνες, το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών, ο βρόντος από τις βόμβες, η λήξη του συναγερμού. Την άλλη μέρα ο απολογισμός. Πόσοι για του Χαρτουλάρη και πόσοι για το νοσοκομείο, που είχε μεταφερθεί μακριά από το λιμάνι. Η πόλη άδειασε. Η Φραντζέσκα δεν ξανακατέβηκε. Ούτε οι γονείς της. Τώρα ο κόσμος πέθαινε όχι μόνον από την πείνα, αλλά και από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Εμείς όμως το κέφι μας. Πιλότος ήταν πάντοτε ο ίδιος, ο Τζίμης. Μας φιλοδώριζε με βόμβες και με ελπίδες. Ερχόταν από τα Δυτικά, απ΄ τα βουνά, για να μην τον δουν νωρίς τα αντιαεροπορικά. Έριχνε λοιπόν τις βόμβες, που είτε έπεφταν βαθιά στο πέλαγος πετώντας πάνω από τις τορπιλάκατες που ήταν κολλημένες στην προκυμαία, ή πολύ κοντά, μέσα στην πόλη, γκρεμίζοντας σπίτια και σκορπώντας το θάνατο στους πεινασμένους. Όμως εμείς προσευχόμαστε για τον Τζίμη μην πάθει τίποτα κακό. Και τραγουδούσαμε άλλοτε με την κοροϊδευτική κι άλλοτε με την ακαταλαβίστικη επωδό:

«Έφτασε ο Τζίμης πάλι

Μες στης Σύρας το λιμάνι

Νταγλαμέντο Ντίνε

Νταγλαμέντο Ντα»

Ή:

«Κατεβαίνει δέκα μέτρα

Που το ρίχνεις με μια πέτρα

Και του ρίχνουνε

Μα δεν το βρίσκουνε…»

Ήμουν περήφανος για το τραγουδάκι με τον όμορφο κοροϊδευτικό σκοπό. Ποιος ξέρει ποιος συνάδελφος του Μάρκου να τον έβγαλε, σκεφτόμουν. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες, για ν΄ ακούσω από έναν απόφοιτο Ιταλικού Πανεπιστημίου τον ίδιο εκείνο σκοπό, με άλλα λόγια βέβαια στην ξένη γλώσσα, και με παραπλήσια επωδό, πάλι ακαταλαβίστικη για μένα, μια και Ιταλικά δεν ήξερα. Να, κάπως έτσι:

«Κάντε φίκε α λ’ οσπεντάλε

Κάντε κάτσι α τριμπονάλε

Νταμ΄λα με, μπιοντίνα

Νταμ΄λα με, μπιοντά…»

Η Φραντζέσκα δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα. Ο νους της είχε αγκυροβολήσει στο Τζιοβάνη. Κι εκείνος, ήταν φανερή πια η ανησυχία του, ο φόβος για το εντελώς αβέβαιο αύριο. Σ΄ ένα μόνο δεν είχε αλλάξει: Στη στάση του προς την κοπέλα του. Πάντα τρυφερός, με έκδηλη την αγάπη, αλλά και με σεβασμό στο κορίτσι, την αρραβωνιαστικιά του.

Ύστερα ήλθε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Έφτασαν οι Γερμανοί. Λιγοστοί, αλλά σ΄ αυτούς παραδόθηκαν χωρίς μάχη το πλήθος των Ιταλών στρατιωτών. Οι Γερμανοί τους έθεσαν το δίλημμα. Όποιος ήθελε μπορούσε να μείνει μαζί τους. Θα φορούσε ένα κίτρινο περιβραχιόνιο, για να ξεχωρίζει από τους άλλους. Τους υπόλοιπους (κι αυτοί ήταν οι περισσότεροι) θα τους έστελναν πίσω στην πατρίδα τους. Ο Τζιοβάνη τόθελε, τόθελε πολύ να μείνει, να μην απομακρυνθεί από την αγαπημένη του. Σ΄ αυτό το σημείο όμως η Αφροδίτη της αγάπης έχασε. Ακόμη και για τη Φραντζέσκα, δεν άντεχε να μείνει με τους Γερμανούς. Περισσότερο κι από την ακατανόητη παρουσία του απ΄ τη Νάπολη στη Σύρα, η εκούσια συνταύτιση με τους Γερμανούς θα ήταν ακόμα πιο μεγάλη προδοσία στα όποια πιστεύω του. Όχι, δεν το άντεχε.  Έφυγε μαζί με τους πολλούς.

Η Φραντζέσκα τώρα  χωρίς τον αγαπημένο της. Νέα δεν έφθαναν, παρά με μεγάλη φειδώ στο απομονωμένο νησί. Για τον Τζιοβάνη όμως καμιά είδηση. Κάπου ακούστηκε – μπα, φήμη θα ήταν – πως, λέει, το πλοίο που τους μετέφερε στην Ιταλία τορπιλίστηκε από τους ίδιους τους Γερμανούς. Μα ήταν δυνατό;

Ο πόλεμος, ωστόσο, κάποτε τέλειωσε. Τώρα τραγουδούσαμε άλλα τραγούδια. Πάλι απαγορευμένα ωστόσο:

«Τόχουμε βάλει

βαθιά μες΄ στην καρδιά μας

Λαοκρατία

και όχι βασιλιά.»

Ο πληροφοριοδότης των συμμάχων βρέθηκε στη φυλακή. Η αντίσταση στον εχθρό ήταν προδοσία. Τέλος πάντων. Όπου νάναι, πάντως, θα εμφανιζόταν ο Τζιοβάνη. Ή θα ερχόταν κάποια είδησή του. Κι όμως νέα του δεν έφθαναν. Έστειλαν γράμματα, επιστράτευσαν προξένους, παπάδες, άλλους που θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με την πατρίδα του. Δεν ήταν δα αυτή η μόνη. Υπήρχαν άλλες από το νησί που είχαν παντρευτεί με Ιταλό. Τίποτε όμως… κανένας… το παραμικρό.  Όχι, δεν είναι πως την είχε ξεχάσει ο Τζιοβάνη. Μόνο που είχε εξαφανισθεί. Ναι, ήταν δυνατό. Η πληροφορία για τον τορπιλισμό του πλοίου διασταυρώθηκε από πολλές μεριές. Τον Τζιοβάνη κανένας δεν τον είχε δει.

  • «Φραντζέσκα, πάγαινε, μωρή, να ποτίσεις…»

Τώρα δεν πονούσε ούτε η μέση ούτε το κεφάλι ούτε το στομάχι της. Πήγαινε και πότιζε. Πονούσε όμως η σκέψη της. Πονούσε η ψυχή της. Τα φωτεινά, τα γαλανά σαν του πελάγου μάτια της είχαν μια μόνιμη σκοτεινιά. Είχαν για λίγο λάμψει σαν τον ήλιο κι ήταν τώρα, λες, βασιλεμένα. Κοίταζε και δεν έβλεπε. Άκουγε, ενεργούσε, μα δεν καταλάβαινε. Μιλούσε, μα δε σκεφτόταν. Στο τέλος την πήρε την απόφαση. Με βαριά καρδιά βοήθησε κι ο Δον Ντομένικος. Το φόρεσε το ράσο.

Πάλευε μέσα της. Να κρατηθεί στη ζωή, έστω στη σκοτεινή ζωή της καλόγριας. Αλλιώς, γιατί να ζει; Επαναστατούσε η φύση μέσα της. Ήταν τόσο νέα! Ζητούσε βοήθεια από τον ουρανό, από την πονεμένη Μάνα.

Ave Maria…

Ora pro nobis…

Σιγά σιγά, σα να καταλάγιαζε μέσα της. Οι νεανικές ορμές της πνίγονταν, πολύ δύσκολα είν΄ αλήθεια, χάρη στην προσευχή. Κι αν πήγαιναν κάθε τόσο να ξεφύγουν, να ξεχειλίσουν, ερχόταν η εικόνα του Τζιοβάνη, να της θυμίσει πως αυτός ήταν ο μόνος που άξιζε γι΄ αυτήν στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εκείνος για τον οποίον κανένας… τίποτε… Ανύπαρκτος…

………………………..

Και να που ήρθε ξαφνικά τ΄ αναπάντεχο… Ήταν Άνοιξη του 1950. Η Φραντζέσκα είχε βγει για δουλειές από το μοναστήρι και περπατούσε. Ανέβαινε τ΄ Ανηφοράκι. Περνώντας μπρος από την Κοίμηση άκουγε τη συναυλία των πουλιών και οι ανοιξιάτικες μυρωδιές την αναστάτωναν. Τώρα όμως τα βήματά της ήταν βαριά, πολύ βαριά. Ζητούσε συμπαράσταση από τον Ουρανό. Θυμόταν τον πρώτο βομβαρδισμό. Θυμόταν εκείνον που την έκανε τότε να πετά. Εκείνος…μα υπήρξε ποτέ εκείνος; Ή μήπως ήταν πλάσμα της φαντασίας της; Κι όμως την ίδια ώρα στο σπίτι της γινόταν άλλη αναστάτωση. Κι εκείνη δεν είχε ιδέα.

Η μάνα της, όχι Ιταλικά, μα ούτε Ελληνικά δεν ήξερε να διαβάσει. Ο πατέρας της σχεδόν τα ίδια. Στη Φραντζέσκα ούτε λέξη. Το πήγαν στο Δον Ντομένικο. Εκείνος άρχισε την ανάγνωση από μέσα του και τα χέρια του, που έτρεμαν λίγο από την ηλικία,  δυσκολεύονταν τώρα να κρατήσουν ακίνητο το χαρτί. Όχι μόνο τα χέρια, μα κι η φωνή του έτρεμε. Τα μάτια του γέρου σα να έγιναν υγρά.Δυσκολευόταν τώρα και να διαβάσει. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε με το μαντίλι του προσεκτικά. Η φωνή του έτρεμε.

– «Είναι από εκείνον, από το Τζιοβάνη». Τώρα σχεδόν δεν ακουγόταν η φωνή του. «Σώθηκε από το ναυάγιο. Κάποιος πρέπει να τον έσωσε. Αυτός όμως ήταν βαριά τραυματισμένος, χτυπημένος στο κεφάλι. Ήταν σε κώμα. Δεν ξέρει τίποτε άλλο. Δεν θυμάται τίποτε. Και δεν υπήρχε κανένας να του πει κάτι. Βρέθηκε στο Κάιρο, στο νοσοκομείο, χωρίς να ξέρει ούτε αυτός ούτε άλλος κανένας ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί. Και ξαφνικά, πριν από λίγο, γύρισε πίσω η μνήμη του. Θυμήθηκε το όνομά του, θυμήθηκε την πατρίδα του, θυμήθηκε και τη Φραντζέσκα. Αν δεν είναι παντρεμένη, λέει στο γράμμα, κι αν ακόμα τον αγαπά, εκείνος πάντα θέλει να την παντρευτεί».

Αν τον αγαπά, λέει;

Άλλη μια φορά ο Δον Ντομένικος συμμάχησε με την αγάπη. Κι ας είχε δώσει τον όρκο της όταν φορούσε το ράσο. Τι θάλεγε ο Ιησούς; Την απάντηση στο ερώτημα την έδωσε ο Απόστολος: «Μείζον τούτων η Αγάπη».

……………………..

Μας έλεγε την ιστορία η αδελφή της. Ο ήλιος έκαιγε κατακαλόκαιρα. Κάτω από την τέντα με τα καλάμια, τρώγαμε την αθερίνα στην ακρογιαλιά, πίναμε γουλιά γουλιά τη ρετσίνα, σιγομουρμουρίζαμε και κανένα τραγουδάκι, θυμόμαστε τα παλιά, καθένας είχε και μιαν ιστορία να διηγηθεί από την κατοχή – πάει πάνω από μισός αιώνας από τότε. Μου φαινόταν απίστευτη η ιστορία. Στην αρχή, είχαν δυσκολίες στο σχολείο τα παιδιά. Η δασκάλα δεν καταλάβαινε αρκετές από τις λέξεις που έλεγαν. Ανάκατα, Ιταλικά και Ελληνικά. Ύστερα έστρωσαν. Για τα εγγόνια ήταν πιο εύκολα. Επισκέπτονταν συχνά το νησί. Ο παππούς κι ο Δον Ντομένικος ήταν οι πρώτοι που έφυγαν. Ακολούθησε η γιαγιά. Η θεία, αδελφή της γιαγιάς, έμενε.

  • «Φραντζέσκα, μην απομακρύνεσαι πολύ στη θάλασσα!»
  • «Όκι μπαμπίνα πια, τεία! Σα γιαγιά κάνει και συ!»

Η νεαρή κοπέλα, εγγονή της Φραντζέσκας, κολυμπούσε ξένοιαστα. Κάποιος Κώστας δίπλα της τής πετούσε νερά. Φωνές, χάχανα, γέλια. Η ζωή συνεχιζόταν. 

                                                                        Δημ. Α. Σιδερής

28 Αυγούστου 2006

Ο κορμός της ιστορίας, ο έρωτας του Ιταλού με τη ντόπια, το ναυάγιο, το μοναστήρι, η αμνησία, το ευτυχές τέλος, είναι όλα αληθινά. Τα ονόματα έχουν αλλάξει. Τα υπόλοιπα είναι προσωπικές αναμνήσεις, που τις πρόσθεσα για να πλαισιώσουν την κύρια ιστορία.

ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 1 Απριλίου 2021

Ακούεται απίστευτο. Η φαντασία είναι το μέρος της νοητής ύπαρξής μας, της ύπαρξής μας γενικότερα, που δεν έχει κανένα φραγμό. Κι όμως. Επαναλαμβανόμενα τρέχοντα γεγονότα μου έφεραν στο νου συνειρμικά, άγνωστο πώς, δύο μυθιστορήματα (ας τα πούμε έτσι) που είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια. Δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους, εκτός από το ότι οι υποθέσεις τους, αλλά και η ιστορία τους, όπως θα δούμε, οδηγεί στο συναίσθημα του αδιεξόδου. Είναι τόσο μπερδεμένες οι υποθέσεις τους και έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που τα διάβασα, που, αν σας τα μεταφέρω κάπως παραποιημένα, μη με παρεξηγείτε, δεν το έκανα επίτηδες. Αυτό μόνο που κυρίως μου άφησαν είναι η αίσθηση του αδιεξόδου.

Το ένα είναι “Ο κόσμος της Σοφίας” του G. Jostein. Ηρωίδα είναι η Σοφία, μια έφηβη που πλησιάζει η μέρα της ενηλικίωσής της και ετοιμάζεται ψυχολογικά και από κάθε άλλη πλευρά για το σχετικό πάρτι. Ο πατέρας της είναι αξιωματικός,  λείπει στα ειρηνευτικά σώματα του ΟΗΕ και τον περιμένει με ανυπομονησία. Η μητέρα της φροντίζει στοργικά και διακριτικά για όλες τις ανάγκες της. Ξαφνικά αρχίζει να λαβαίνει στο γραμματοκιβώτιό της μυστηριώδη γράμματα. Δεν έχουν αποστολέα ούτε καν γραμματόσημο. Οι επιστολές της περιγράφουν με πολύ απλό τρόπο τις ποικίλες φιλοσοφικές σκέψεις. Αρχίζουν με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και εξελίσσονται στη συνέχεια, όπως προχωρεί η υπόθεση, στους πιο σύγχρονους του 19ου και 20ού αιώνα, στους Hegel, Marx, Heidegger, Sartre κλπ. Περιγράφονται με απλό, εύληπτο τρόπο και αποτελούν για τον αναγνώστη μια καλή ευκαιρία να έλθει σε επαφή με τη φιλοσοφία. Όμως, φυσικά, το κορίτσι όλο και περισσότερο απορεί. Ξαγρυπνά, να δει ποιος τα φέρνει, αλλά μάταια. Κανένας άνθρωπος δεν πλησίασε στο γραμματοκιβώτιό της, αλλά νέα επιστολή υπήρχε. Συνεχίζει τη ντεντεκτιβική αναζήτηση και ανακαλύπτει πως της τα έφερνε…ένας σκύλος. Τον παρακολουθεί, τρέχει ο σκύλος, τρέχει κι αυτή στους δρόμους κατόπιν του. Και το μυστήριο λύνεται. Φθάνει σ΄ ένα πενηντάρη καθηγητή της φιλοσοφίας, που αναλαμβάνει πια τακτικά να την εισαγάγει στη φιλοσοφία. Οι σχολικές επιδόσεις της βελτιώνονται, αλλά αρχίζει να έχει προβλήματα στην πραγματική ζωή της. Προσέχει ό,τι παλιότερα δεν πρόσεχε και αναζητεί αιτίες, ενώ περιπλανιέται ο νους της σε τόπους άγνωστους. Και κάποτε χαμένη σ΄ ένα δάσος, συναντά την… Κοκκινοσκουφίτσα που τη βγάζει από το αδιέξοδο. Από άλλα αδιέξοδα τη βγάζουν ο Μίκι Μάους, ο Πινόκιο και άλλοι ήρωες της παιδικής ηλικίας της. Όμως έρχεται η μέρα της ενηλικίωσης και του πάρτι. Καλεσμένοι βέβαια και οι φίλοι της και ο καθηγητής της, ενώ έχει επιστρέψει και ο πατέρας της. Είναι και η κολλητή φίλη της, που είναι ερωτευμένη και κάποια στιγμή εξαφανίζεται στον κήπο με τον αγαπημένο της που αρχίζει να της ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Και η Σοφία κάνει τη συγκλονιστική ανακάλυψη: Δεν υπάρχει! Είναι απλώς η ηρωίδα του μυθιστορήματος που γράφει τώρα ο καθηγητής και δημιουργός της.  Ό,τι σκέφτεται, ό,τι αισθάνεται, είναι αυτό που φύτεψε μέσα της ο συγγραφέας της ο οποίος όμως συνεχίζει τη συγγραφή ανάλογα με τις αντιδράσεις της, που ο ίδιος δημιουργεί.  Το έργο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, αλλά συνεχίζεται. Η Σοφία, η φιλοσοφημένη και ώριμη πια Σοφία, δεν δέχεται να εξαρτάται από κανέναν ούτε ακόμη και από το δημιουργό της. Αρχίζει η προσπάθεια να ξεφύγει. Και χάνεται κάποτε, ελεύθερη, στον αιθέρα, σε έναν άλλο κόσμο με άλλες, ασύλληπτες, διαστάσεις.

Στο άλλο ανάγνωσμα, ο συγγραφέας, περιγράφει ως ηρωίδα του μια ακόλαστη γυναίκα, το πρότυπο της κακίας. Χαλάει ο κόσμος λίγο παραπέρα. Πρόσφυγες γυναίκες, ρακένδυτες, της χτυπούν την πόρτα κι εκείνη ξεσπάει: “Τι θέλατε και ξεσηκωθήκατε; Καλά δεν ήσαστε βολεμένες; Κι αφού ξεσηκωθήκατε, γιατί φύγατε και δεν μείνατε να παλέψετε, μόνο έρχεστε να ταράξετε εμάς τους φιλήσυχους ανθρώπους;” Ο συγγραφέας έκανε τρεις προσπάθειες να ολοκληρώσει το έργο του και δεν τα κατάφερε, καθώς και στις τρεις έφθασε σε αδιέξοδο από το οποίο δεν μπορούσε να βγει επιστρατεύοντας ακόμη και το Διάβολο. Η μία προσπάθεια είναι σε πεζό λόγο. Η άλλη είναι σε ποιητικό λόγο, με αριστουργηματικούς στίχους. Η τρίτη είναι το όραμα ενός μοναχού που ξεκίνησε όταν ανακάλυψε θαμμένο κάπου ένα κείμενο γραμμένο πριν από ακριβώς 100 χρόνια. Το έργο του συγγραφέα ήταν χαμένο και ανακαλύφθηκε ξεχασμένο σε κάποιο σεντούκι ακριβώς 100 χρόνια από τότε που γράφτηκε. Ο συγγραφέας λεγόταν Διονύσιος Σολωμός και το έργο του είναι η “Γυναίκα της Ζάκυνθος”. Πρόσφυγες είναι Μεσολογγίτισσες, που έχουν μπορέσει να ξεφύγουν από την πολιορκία. Κάθε “ξένος” είναι ενοχλητικός έως επικίνδυνος για τη γυναίκα της Ζάκυνθος, για όλες τις γυναίκες (και τους άνδρες) της Ζάκυνθος και όλου του κόσμου. Σας θυμίζει τίποτε;

Και αναρωτιέμαι. Μπορεί η φαντασία να φθάνει σε αδιέξοδα; Η φαντασία είναι το κομμάτι της συνείδησής μας το πιο απόμακρο από τον αντικειμενικό, έξω από εμάς, κόσμο. Κι όμως. Η καθαρή, χωρίς τραγούδι δηλαδή, μουσική, δεν είναι ανεξέλεγκτη. Αν ηχήσει η συγχορδία σολ, σι, ρε, φα, είμαι προετοιμασμένος, σχεδόν υποχρεωτικά, να ακούσω στη συνέχεια τη συγχορδία ντο, μι, σολ. Αν δεν ακολουθήσει, μένω μετέωρος να περιπλανιέμαι σε ένα σκοτεινό δάσος ήχου, συναισθημάτων και φαντασίας, προσδοκώντας μια κοκκινοσκουφίτσα να μου δείξει το δρόμο – μια κοκκινοσκουφίτσα ή το λύκο. Ασφαλώς, αυτή ακριβώς η περιπλάνηση είναι που κάνει ενδιαφέρουσα τη μουσική, αλλά και κάθε άλλη, περιπέτεια. “Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος…πάντα στο νου σου νάχεις την Ιθάκη, το φθάσιμο εκεί είν΄ ο προορισμός σου… Κι αν πτωχική την βρης, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν” (Κ.Π.Καβάφης).

Η φαντασία, αν την αφήσουμε ανεξέλεγκτη, μπορεί, όντως να μας οδηγήσει σε αδιέξοδα, τόσο στεγανά, που ούτε η ίδια δεν μπορεί να γίνει κολαούζος μας. Από την άλλη, τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς φαντασία; Αυτή είναι το μόνο μέσο για να μας οδηγήσει στο καινούργιο, το πρωτότυπο τέρμα. Αν διαρκώς ακολουθώ την πεπατημένη, τη μεγάλη λεωφόρο, δεν χάνομαι ποτέ, εκτός από την ανία που με φθείρει ανεπανόρθωτα. Αν ξεφύγω, κινδυνεύω να χαθώ στην έρημο, αλλά μπορεί και να ανακαλύψω ή να ανοίξω νέους δρόμους που θα τους ακολουθήσουν άλλοι πίσω μου κι αυτοί θα είναι η νέα συντροφιά μου, γεμάτη ομορφιά κι ενδιαφέρον – εγώ μπροστάρης τους.