ΑΔΙΕΞΟΔΑ ΣΤΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 1 Απριλίου 2021

Ακούεται απίστευτο. Η φαντασία είναι το μέρος της νοητής ύπαρξής μας, της ύπαρξής μας γενικότερα, που δεν έχει κανένα φραγμό. Κι όμως. Επαναλαμβανόμενα τρέχοντα γεγονότα μου έφεραν στο νου συνειρμικά, άγνωστο πώς, δύο μυθιστορήματα (ας τα πούμε έτσι) που είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια. Δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους, εκτός από το ότι οι υποθέσεις τους, αλλά και η ιστορία τους, όπως θα δούμε, οδηγεί στο συναίσθημα του αδιεξόδου. Είναι τόσο μπερδεμένες οι υποθέσεις τους και έχει περάσει τόσος καιρός από τότε που τα διάβασα, που, αν σας τα μεταφέρω κάπως παραποιημένα, μη με παρεξηγείτε, δεν το έκανα επίτηδες. Αυτό μόνο που κυρίως μου άφησαν είναι η αίσθηση του αδιεξόδου.

Το ένα είναι “Ο κόσμος της Σοφίας” του G. Jostein. Ηρωίδα είναι η Σοφία, μια έφηβη που πλησιάζει η μέρα της ενηλικίωσής της και ετοιμάζεται ψυχολογικά και από κάθε άλλη πλευρά για το σχετικό πάρτι. Ο πατέρας της είναι αξιωματικός,  λείπει στα ειρηνευτικά σώματα του ΟΗΕ και τον περιμένει με ανυπομονησία. Η μητέρα της φροντίζει στοργικά και διακριτικά για όλες τις ανάγκες της. Ξαφνικά αρχίζει να λαβαίνει στο γραμματοκιβώτιό της μυστηριώδη γράμματα. Δεν έχουν αποστολέα ούτε καν γραμματόσημο. Οι επιστολές της περιγράφουν με πολύ απλό τρόπο τις ποικίλες φιλοσοφικές σκέψεις. Αρχίζουν με τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και εξελίσσονται στη συνέχεια, όπως προχωρεί η υπόθεση, στους πιο σύγχρονους του 19ου και 20ού αιώνα, στους Hegel, Marx, Heidegger, Sartre κλπ. Περιγράφονται με απλό, εύληπτο τρόπο και αποτελούν για τον αναγνώστη μια καλή ευκαιρία να έλθει σε επαφή με τη φιλοσοφία. Όμως, φυσικά, το κορίτσι όλο και περισσότερο απορεί. Ξαγρυπνά, να δει ποιος τα φέρνει, αλλά μάταια. Κανένας άνθρωπος δεν πλησίασε στο γραμματοκιβώτιό της, αλλά νέα επιστολή υπήρχε. Συνεχίζει τη ντεντεκτιβική αναζήτηση και ανακαλύπτει πως της τα έφερνε…ένας σκύλος. Τον παρακολουθεί, τρέχει ο σκύλος, τρέχει κι αυτή στους δρόμους κατόπιν του. Και το μυστήριο λύνεται. Φθάνει σ΄ ένα πενηντάρη καθηγητή της φιλοσοφίας, που αναλαμβάνει πια τακτικά να την εισαγάγει στη φιλοσοφία. Οι σχολικές επιδόσεις της βελτιώνονται, αλλά αρχίζει να έχει προβλήματα στην πραγματική ζωή της. Προσέχει ό,τι παλιότερα δεν πρόσεχε και αναζητεί αιτίες, ενώ περιπλανιέται ο νους της σε τόπους άγνωστους. Και κάποτε χαμένη σ΄ ένα δάσος, συναντά την… Κοκκινοσκουφίτσα που τη βγάζει από το αδιέξοδο. Από άλλα αδιέξοδα τη βγάζουν ο Μίκι Μάους, ο Πινόκιο και άλλοι ήρωες της παιδικής ηλικίας της. Όμως έρχεται η μέρα της ενηλικίωσης και του πάρτι. Καλεσμένοι βέβαια και οι φίλοι της και ο καθηγητής της, ενώ έχει επιστρέψει και ο πατέρας της. Είναι και η κολλητή φίλη της, που είναι ερωτευμένη και κάποια στιγμή εξαφανίζεται στον κήπο με τον αγαπημένο της που αρχίζει να της ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Και η Σοφία κάνει τη συγκλονιστική ανακάλυψη: Δεν υπάρχει! Είναι απλώς η ηρωίδα του μυθιστορήματος που γράφει τώρα ο καθηγητής και δημιουργός της.  Ό,τι σκέφτεται, ό,τι αισθάνεται, είναι αυτό που φύτεψε μέσα της ο συγγραφέας της ο οποίος όμως συνεχίζει τη συγγραφή ανάλογα με τις αντιδράσεις της, που ο ίδιος δημιουργεί.  Το έργο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ, αλλά συνεχίζεται. Η Σοφία, η φιλοσοφημένη και ώριμη πια Σοφία, δεν δέχεται να εξαρτάται από κανέναν ούτε ακόμη και από το δημιουργό της. Αρχίζει η προσπάθεια να ξεφύγει. Και χάνεται κάποτε, ελεύθερη, στον αιθέρα, σε έναν άλλο κόσμο με άλλες, ασύλληπτες, διαστάσεις.

Στο άλλο ανάγνωσμα, ο συγγραφέας, περιγράφει ως ηρωίδα του μια ακόλαστη γυναίκα, το πρότυπο της κακίας. Χαλάει ο κόσμος λίγο παραπέρα. Πρόσφυγες γυναίκες, ρακένδυτες, της χτυπούν την πόρτα κι εκείνη ξεσπάει: “Τι θέλατε και ξεσηκωθήκατε; Καλά δεν ήσαστε βολεμένες; Κι αφού ξεσηκωθήκατε, γιατί φύγατε και δεν μείνατε να παλέψετε, μόνο έρχεστε να ταράξετε εμάς τους φιλήσυχους ανθρώπους;” Ο συγγραφέας έκανε τρεις προσπάθειες να ολοκληρώσει το έργο του και δεν τα κατάφερε, καθώς και στις τρεις έφθασε σε αδιέξοδο από το οποίο δεν μπορούσε να βγει επιστρατεύοντας ακόμη και το Διάβολο. Η μία προσπάθεια είναι σε πεζό λόγο. Η άλλη είναι σε ποιητικό λόγο, με αριστουργηματικούς στίχους. Η τρίτη είναι το όραμα ενός μοναχού που ξεκίνησε όταν ανακάλυψε θαμμένο κάπου ένα κείμενο γραμμένο πριν από ακριβώς 100 χρόνια. Το έργο του συγγραφέα ήταν χαμένο και ανακαλύφθηκε ξεχασμένο σε κάποιο σεντούκι ακριβώς 100 χρόνια από τότε που γράφτηκε. Ο συγγραφέας λεγόταν Διονύσιος Σολωμός και το έργο του είναι η “Γυναίκα της Ζάκυνθος”. Πρόσφυγες είναι Μεσολογγίτισσες, που έχουν μπορέσει να ξεφύγουν από την πολιορκία. Κάθε “ξένος” είναι ενοχλητικός έως επικίνδυνος για τη γυναίκα της Ζάκυνθος, για όλες τις γυναίκες (και τους άνδρες) της Ζάκυνθος και όλου του κόσμου. Σας θυμίζει τίποτε;

Και αναρωτιέμαι. Μπορεί η φαντασία να φθάνει σε αδιέξοδα; Η φαντασία είναι το κομμάτι της συνείδησής μας το πιο απόμακρο από τον αντικειμενικό, έξω από εμάς, κόσμο. Κι όμως. Η καθαρή, χωρίς τραγούδι δηλαδή, μουσική, δεν είναι ανεξέλεγκτη. Αν ηχήσει η συγχορδία σολ, σι, ρε, φα, είμαι προετοιμασμένος, σχεδόν υποχρεωτικά, να ακούσω στη συνέχεια τη συγχορδία ντο, μι, σολ. Αν δεν ακολουθήσει, μένω μετέωρος να περιπλανιέμαι σε ένα σκοτεινό δάσος ήχου, συναισθημάτων και φαντασίας, προσδοκώντας μια κοκκινοσκουφίτσα να μου δείξει το δρόμο – μια κοκκινοσκουφίτσα ή το λύκο. Ασφαλώς, αυτή ακριβώς η περιπλάνηση είναι που κάνει ενδιαφέρουσα τη μουσική, αλλά και κάθε άλλη, περιπέτεια. “Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος…πάντα στο νου σου νάχεις την Ιθάκη, το φθάσιμο εκεί είν΄ ο προορισμός σου… Κι αν πτωχική την βρης, η Ιθάκη δεν σε γέλασε. Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα, ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν” (Κ.Π.Καβάφης).

Η φαντασία, αν την αφήσουμε ανεξέλεγκτη, μπορεί, όντως να μας οδηγήσει σε αδιέξοδα, τόσο στεγανά, που ούτε η ίδια δεν μπορεί να γίνει κολαούζος μας. Από την άλλη, τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς φαντασία; Αυτή είναι το μόνο μέσο για να μας οδηγήσει στο καινούργιο, το πρωτότυπο τέρμα. Αν διαρκώς ακολουθώ την πεπατημένη, τη μεγάλη λεωφόρο, δεν χάνομαι ποτέ, εκτός από την ανία που με φθείρει ανεπανόρθωτα. Αν ξεφύγω, κινδυνεύω να χαθώ στην έρημο, αλλά μπορεί και να ανακαλύψω ή να ανοίξω νέους δρόμους που θα τους ακολουθήσουν άλλοι πίσω μου κι αυτοί θα είναι η νέα συντροφιά μου, γεμάτη ομορφιά κι ενδιαφέρον – εγώ μπροστάρης τους.

Leave a comment