Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Ηπειρωτικός Αγών, 15 Ιανουαρίου 2021
Καθένας μας έχει βούληση, την έξοδο της Πλατωνικής ψυχής, όπως έχει γνώση, την είσοδό της, και συναίσθημα (θυμό) το μηχανισμό που αντιστοιχίζει γνώση με βούληση. Όμοια η κοινωνία έχει βούληση, την ηθική, με γνώση την επιστήμη και συναίσθημα την τέχνη. Το πρόβλημα με την ηθική, που καθένας μας την αντιλαμβάνεται σαν ένα «πρέπει» που περιορίζει το «θέλω» μας, είναι η ασάφειά της. Καθένας αντιλαμβάνεται διαφορετικά αυτό το «πρέπει». Για να μείνει συγκροτημένη η κοινωνία έχει ανάγκη από μια κοινή, σαφή, αντικειμενική, βούληση, ίδια για όλα τα μέλη της. Αυτή είναι το δίκαιο. Η σύνταξη του δικαίου απαιτεί συγκεκριμένα άτομα, τους άρχοντες, ενώ όλοι οι άλλοι είναι αρχόμενοι. Άρχοντες μπορεί να είναι ένας (μοναρχία), λίγοι (ολιγαρχία) ή όλοι (δημοκρατία, Αριστοτέλης). Στη δημοκρατία όλοι εκ περιτροπής έχουν ίσες πιθανότητες (με κλήρωση) να είναι άρχοντες και αρχόμενοι. Στοιχείο της ελευθερίας κατά τον Αριστοτέλη: «Ἓν μὲν τὸ ἐν μέρει ἂρχειν καὶ ἂρχεσθαι…ἓν δὲ τὸ ζῆν ὡς βούλεταἱ τις».
Υπάρχουν όμως διαφορές μεταξύ δικαίου και ηθικής; Ήδη αναφέρθηκαν ότι το δίκαιο είναι η βούληση των αρχόντων, ενώ η ηθική της κοινωνίας. Το δίκαιο είναι αντικειμενικό και σαφές, ενώ η ηθική είναι υποκειμενική και ασαφής. Ό,τι είναι νόμιμο δεν είναι αναγκαστικά ηθικό.
Άλλες διαφορές: Καμιά πράξη δεν είναι άδικη, αν δεν προϋπάρχει νόμος που την απαγορεύει. Αντίθετα, υπάρχουν ανήθικες πράξεις, χωρίς να έχει προϋπάρξει νόμος. Αρκεί η διάχυτη ασαφής πίστη της κοινωνίας όπως προέρχεται από την επικοινωνία μεταξύ των μελών της, την παράδοση, μυθολογία, θρησκεία, τέχνη. Η αδικία πιστοποιείται με μια δίκη, όπου εξετάζονται όλα τα τεκμήρια και οι μαρτυρίες. Εξετάζεται πρώτιστα η αξιοπιστία των ενδείξεων. Μήπως ο μάρτυρας αντιφάσκει με τον εαυτό του ή με άλλες μαρτυρίες; Τα τεκμήρια παρουσιάζονται από κάποιον. Είναι αυτός αξιόπιστος; Πού βρέθηκαν; Πότε; Σχετίζονται με τον κατηγορούμενο; Αντίθετα, η ανηθικότητα δεν έχει τεκμηρίωση. Τελέσθηκε πραγματικά η επίμαχη πράξη; Ήταν αυτός που την τέλεσε; Είναι πραγματικά ανήθικη η πράξη; Κανένα από αυτά τα ερωτήματα δεν απασχολεί τους κριτές της ηθικής. Η ομολογία είναι απόδειξη, αλλά συχνά και τεκμήριο μεταμέλειας (όπως μπορεί να είναι και στο δίκαιο). Διαφορά μεταξύ αδικίας και ανηθικότητας είναι στην πρώτη η παραγραφή. Αν η πράξη συντελέστηκε πριν από συγκεκριμένο διάστημα, δεν έχει καμιά δικαιοδοσία πάνω στον κατηγορούμενο η δικαιοσύνη. Παραγραφή δεν υπάρχει στην ηθική. Βέβαια ξεχνιόνται κάποιες πράξεις ή συγχωρούνται με το χρόνο, αλλά αυτός ο χρόνος είναι απροσδιόριστος και εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως από την ηθική διαβίωση του τελεστή της συγκεκριμένης ανήθικης πράξης. Η αδικία συνεπάγεται ποινές συγκεκριμένες, π.χ. περιορισμό της ελευθερίας (φυλακή, εκτέλεση) ή αποζημίωση, τυπικά σε χρήμα. Η ανηθικότητα έχει συνέπειες ασαφείς, την αποδοκιμασία της κοινωνίας. Όχι σπάνια, ο ανήθικος έχει την ισχύ να εξαγοράζει την επιδοκιμασία της κοινωνίας, καθώς από την ανηθικότητά του έχει γίνει ισχυρός με εξουσία, πλούτο κλπ. Παρ΄ όλα αυτά, οι ανήθικες πράξεις του δεν παραγράφονται και καταγράφονται στη μνήμη της κοινωνίας, που, σε πρώτη ευκαιρία, θα εκδηλώσει την αποδοκιμασία της, με ποικίλους, συχνά απρόβλεπτους ή και παράνομους, τρόπους. Κι ακόμη, η δεοντολογία κοινωνικών ομάδων (π.χ. συνδικαλιστική) δεν παραγράφει υποχρεωτικά ανήθικες πράξεις.
Να πάω σε κάποια παραδείγματα για να γίνουν ευκολότερα κατανοητά όσα γράφω. Ο νόμος επέβαλε να μείνει άταφος ο αδελφός της Αντιγόνης, ο Πολυνείκης, η ηθική επέβαλε να ταφεί. Η συνέχεια είναι γνωστή. Μείζον θέμα για το οποίο κατηγορούνται οι πρόγονοί μας είναι η αποδοχή της δουλείας. Ήταν νόμιμη. Ο αφέντης του δούλου ήταν απόλυτος κύριός του, μπορούσε να τον πουλήσει, αυτός σκεφτόταν και εξέφραζε τη βούλησή του, ο δούλος δεν σκεφτόταν, αλλά υπάκουε. Την ανηθικότητα της δουλείας όμως την είχαν επισημάνει αρχαίοι σοφοί. Πολύ πριν από τον Παύλο και τον Ρουσώ, ο Αλκιδάμας αναγνώριζε ότι ο θεός έκανε όλους ελευθέρους και η φύση κανένα δεν έκανε δούλο. «Ἐλευθέρους ἀφῆκε πάντας θεὸς, οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκε». Ο θεός και η φύση εκφράζουν την ηθική. Ο Αριστοτέλης γνώριζε ότι, κατά κάποιους, “Νόμῳ γὰρ τὸν μὲν δοῦλον εἶναι τὸν δ΄ ἐλεύθερον οὺθὲν διαφέρειν. Διόπερ οὺδὲ δίκαιον. Βίαιον γὰρ“. Τόνιζε έτσι πως η δουλεία δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά βούληση των αρχόντων. Ρεαλιστής, ωστόσο, αναγνώριζε την αναγκαιότητα της δουλείας για εκείνη την εποχή προσδοκώντας ότι όταν θα μπορούν να εκτελούνται οι πράξεις αυτόματα, δεν θα χρειάζονται οι δούλοι. Σήμερα τη δουλεία, την αγοραπωλησία του ανθρώπου την απαγορεύει ο νόμος. Την ενοικίαση όμως του ανθρώπου, έναντι χρηματικής αμοιβής, την ανέχεται στην πορνεία. Η πορνεία δεν είναι άδικη, με (ψευδο;)δικαιολογία ότι γίνεται με τη συναίνεση του πόρνου προσώπου που αμείβεται γι΄ αυτό. Ωστόσο, είναι πράξη ανήθικη, έστω κι αν γίνεται ανεκτή ως αναγκαία. Οπωσδήποτε, είναι παράνομη η εμπορική διακίνηση της ενοικίασης του ανθρώπινου σώματος (εμπόριο ανθρώπινης σάρκας).
Είναι δυνατό να συμπίπτουν το δίκαιο με την ηθική; Να το πούμε εξαρχής, απόλυτη σύμπτωση είναι αδύνατη. Ωστόσο, με πιθανότητες, υπάρχουν σημαντικές διαβαθμίσεις. Στη μοναρχία η διάσταση μεταξύ τους είναι συχνή. Το δίκαιο εκφράζει τη βούληση του μονάρχη, που, φυσικά, απεριόριστος, εκφράζει τη δική του βούληση, με πολλές πιθανότητες να αντιτίθεται σε εκείνη της κοινωνίας. Ο τρόπος να εκμαιευθεί η βούληση του μονάρχη, είναι το μέσον. Ακόμη και στην ιδανική «μοναρχία» του Θεού, φανταζόμαστε πως η προσευχή δεν αρκεί, αλλά χρειαζόμαστε τη μεσίτευση αγίων (“Και σε μεσίτριαν έχω. Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου. Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ”). Για να επιτευχθεί η συναίνεση των αρχόντων ολιγαρχών χρειάζεται πελατειακή σχέση. Οι εκλεγμένοι βουλευτές είναι διττά δεσμευμένοι: να πουλούν εκδούλευση στους ψηφοφόρους τους, αλλιώς δεν θα ξαναψηφισθούν∙ και να υπακούν στο κόμμα τους, αλλιώς δεν θα είναι ξανά υποψήφιοι. Στη δημοκρατία οι αποφάσεις λαμβάνονται είτε από το σύνολο (εκκλησία του δήμου, δημοψήφισμα) ή από ένα κληρωμένο δείγμα του που στατιστικά εκφράζει με τον πιο αξιόπιστο τρόπο τη βούληση της κοινωνίας. Μοιάζει έτσι να συμπίπτει πλήρως το δίκαιο με την ηθική. Ωστόσο, και στην καλύτερη δυνατή σύμπτωσή τους, η ηθική αλλάζει, ιδίως με την επίδραση δημαγωγών (που δεν λείπουν και στην ολιγαρχία). Κι αυτό σημαίνει την ανάγκη μακροπρόθεσμων περιορισμών, π.χ. ένα Σύνταγμα ψηφισμένο από το σύνολο του λαού (δήμου) ή παρουσία μιας «Γερουσίας» αποτελούμενης από πρώην ηγέτες των τριών εξουσιών (εκτελεστικής, νομοθετικής, δικαστικής), καθώς το «πρώην» και η ex officio επιλογή δεν επιβάλλουν τη δέσμευση της συνείδησής τους.
Εξαιρετική ανάλυση. Να προστεθεί ότι τόσο οι δημαγωγοί, όσο και η συμπεριφορά των ολιγαρχιών επηρεάζεται σημαντικά από την επιδέξια χρήση του δόλου από μικρές μειοψηφικές κοινωνικές ομάδες.
LikeLike