Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Ηπειρωτικός Αγών, 7 Νοεμβρίου 2020
Η κότα έκανε πρώτα το αυγό ή το αυγό την κότα; Τρώμε για να ζούμε ή ζούμε επειδή τρώμε; Αισθανόμαστε ηδονή για να αναπαράγουμε το είδος μας, ή κάνομε παιδιά επειδή αισθανόμαστε ηδονή; Μιλάμε για μια αλυσίδα αιτίου – αιτιατού, που μοιάζει ατέλειωτη, έτσι που μοιάζει να μην έχει απάντηση. Η στάση μας καθορίζεται από αναπόδεικτα “πιστεύω”. Το δίλημμα στα παραπάνω ερωτήματα λέει: Τα πράγματα γίνονται από μια αιτία ή για ένα σκοπό; Η αποδοχή της προτεραιότητας του σκοπού συνάδει με μια μεταφυσική αντίληψη, π.χ. ότι τα πάντα γίνονται επειδή τα καθοδηγεί μια υπερανθρώπινη βούληση, ο Θεός ή, πιο απρόσωπα, όπως είναι η δύσκολα οριζόμενη Φύση. Η παραδοχή της ισχύος της αιτίας υποδηλώνει μια επιστημονική αντίληψη. Τι ισχύει λοιπόν;
Στα συγκεκριμένα ερωτήματα η απάντηση είναι σχετικά εύκολη, ιδίως στη βάση πιθανοτήτων. Ένα αυγό εξελίσσεται σε μία κότα, που, χωρίς πετεινό, δεν μπορεί να συνεχίσει μόνη της το είδος των ορνίθων. Αντίθετα, μια κότα μπορεί να γεννήσει ένα αυγό που εξελίσσεται σε κότα κι ένα άλλο που εξελίσσεται σε κόκορα, έτσι που είναι δυνατή η διατήρηση του είδους, όπως πραγματικά παρατηρούμε. Ακόμη, η ηδονή συνδέεται με εκσπερμάτιση που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή. Μια χειρουργική αφαίρεση της σπερματοδόχου κύστης καταργεί την εκσπερμάτιση, όχι όμως την ηδονή. Έτσι η ηδονή δεν συμβάλλει στη διατήρηση του είδους, ενώ η τελευταία δεν είναι δυνατή χωρίς την πρώτη. Η αιτιοκρατία μάλλον, η ικανοποίηση της ανάγκης, παρά η τελολογία, το κυνήγι του σκοπού, παίζει ρόλο για τη ζωή μας. Αυτά ισχύουν για το φυσικό και το βιολογικό κόσμο, όχι όμως απαραίτητα για τον κόσμο των ανθρώπων. Ο βασιλιάς κάνει έρωτα με την κακάσχημη βασίλισσα όχι επειδή του προσφέρει ευχαρίστηση – καλύτερη είναι η παλλακίδα – αλλά για να αποκτήσει διάδοχο: Οι άνθρωποι συχνά ενεργούμε μάλλον “για να” παρά “επειδή”. Κι αυτό είναι μια μοναδικά ανθρώπινη ιδιότητα. Γι΄ αυτό το λόγο, οι άνθρωποι πιστεύομε σε μεταφυσικές δυνάμεις: Αυτές είναι που μπορούν να λειτουργούν αποκλειστικά “για να” και όχι “επειδή” (αν και, ακόμη και οι θεοί πείθονται “ανάγκᾳ “, όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας). Βέβαια, δεν έχομε την παραμικρή ιδέα τι πιστεύουν τα άλλα ζώα, μάλλον δεν μπορούμε να ξέρουμε αν πιστεύουν οτιδήποτε. Μόνο πώς ενεργούν μπορούμε να παρατηρούμε ή, το πολύ, και το αν είναι ευχαριστημένα ή δυσαρεστημένα, αφού δεν έχουν έναρθρο λόγο, λαλιά, που να μας αποκαλύπτει ύπαρξη λόγου μέσα τους.
Να πάψουμε λοιπόν να σκεφτόμαστε το σκοπό και να αναζητούμε μόνον αιτίες; Όμως είμαστε άνθρωποι. Τα άλλα ζώα μπορούν να ζουν ευτυχισμένα, όταν έχουν εξασφαλίσει την τροφή και τη γενετήσια επαφή τους. Αυτό, για μας είναι ευτυχία. Εμείς όμως κυνηγάμε την ευδαιμονία, κάτι παραπάνω. Επιδιώκομε την ικανοποίηση ενός σκοπού που έχομε σχηματίσει μόνοι μας μέσα μας. Επιδιώκομε μια αυτοπραγμάτωση. Τη σημασία της ευδαιμονίας ως ανθρώπινου κινήτρου αναγνώρισαν ήδη οι πρόγονοί μας, ιδεαλιστές και υλιστές, από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως τον Επίκουρο. Της έδωσαν αυτό το ωραίο όνομα που σημαίνει πως ένας καλός δαίμονας, ένας μικρός θεός, είναι φυτεμένος μέσα μας, χωρίς να έχει έλθει από πουθενά, χωρίς να πήρε διαβατήριο για να περάσει από τα σύνορα των αισθήσεών μας. Βέβαια, σήμερα ξέρομε πως τίποτε δεν υπάρχει στη νόησή μας που δεν έχει περάσει πρώτα από τις αισθήσεις μας. Το μισοείπε ο Σταγειρίτης, το τελειοποίησαν αργότερα ο Thomas Aquinas, ο John Locke και άλλοι. Και σ΄ αυτή την πορεία από τη γνώση στη βούληση, που σημαίνει από τις αισθήσεις στις κινήσεις και στις εκκρίσεις, ο Αριστοτέλης είχε δώσει το όνομα προαίρεση. Υπάρχουν όμως και βουλήσεις που παρακάμπτουν τη γνώση λειτουργώντας σαν ταλαντώσεις που έχουν αυτοματισμό και περιοδικότητα. Με το όνομα όρεξη τις αναφέρει ο σοφός πρόγονός μας. Και υπάρχει αποθήκευση των όσων εισάγονται από τις αισθήσεις μας και όσων παράγονται μέσα μας, στη μνήμη, από την οποίαν μπορούν να ανακαλούνται. Από όλα αυτά υφαίνεται, σαν αυτόνομη, σαν απόλυτα ελεύθερη, η φαντασία και από αυτήν, με τον έλεγχο του λόγου, της ανώτατης μορφής γνώσης δηλαδή, διαμορφώνεται ο σκοπός που η επίτευξή του οδηγεί στην ευδαιμονία. Το μεγάλο επίτευγμα αυτής της διαδικασίας είναι, παραφράζοντας τον Ν. Καζαντζάκη, ότι μόνος ο άνθρωπος μπορεί να κάνει την ύλη πνεύμα.
Ο άνθρωπος ζει σε κοινωνίες, αποφασίζοντας, μόνος αυτός, πόσο αγελαία και πόσο κοινωνικά επιθυμεί να ζει. Η κοινωνία, όπως και τα άτομα έχει σκοπό και τον επιδιώκει. Οι ΗΠΑ επιδίωξαν και το αναφέρουν σε πολλές περιπτώσεις (και στο Σύνταγμά τους, νομίζω) πως σκοπός τους είναι η ευημερία τους. Το πέτυχαν για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τους. Οι πρόγονοί μας, στην Αθηναϊκή δημοκρατία τουλάχιστον, σκοπό είχαν την ευδαιμονία των πολιτών τους. Το πέτυχαν; Κανένας δεν μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια, καθώς το συναίσθημα της ευδαιμονίας είναι αυστηρά προσωπικό. Πέτυχαν μήπως να έχουν ένα ισχυρό κράτος; Όχι! Η αγάπη για την πολιτεία τους συνέβαλε αναμφισβήτητα στην ηρωική νίκη τους πάνω στους “βαρβάρους”, αλλά ηττήθηκαν πρώτα από τη Λακεδαιμονική ολιγαρχία και έπειτα από τη Μακεδονική μοναρχία. Πέτυχαν ευημερία; Ενδεχομένως ναι, αλλά σε βάρος των συμμάχων τους, πάνω στους οποίους ηγεμόνευαν κι αυτό δεν αποκλείεται να έβλαψε. Εκείνο που πέτυχαν, μοναδικά, ήταν ότι περισσότερο από κάθε άλλη πολιτεία πέτυχαν τη μετατροπή της ύλης σε πνεύμα, τη δημιουργία απαράμιλλου πολιτισμού, που οι επιπτώσεις του επεκτείνονται ως τις μέρες μας σε όλο τον κόσμο. Απόδειξη ότι η δημοκρατία είναι το καλύτερο δυνατό πολίτευμα είναι ότι κάτω από τη δική της οργάνωση η ύλη μετατράπηκε σε πνεύμα περισσότερο παρά με οποιοδήποτε άλλο πολίτευμα.
Γιατί το αυγό που γέννησε η κότα, δεν συνεχίσθηκε να εκκολάπτεται σε κότα και η Αθηναϊκή δημοκρατία κατέρρευσε; Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Μια είναι ότι η δημοκρατία τους εκτράπηκε σε οχλοκρατία, παρασυρμένη από δημαγωγούς. Όμως ο λαϊκισμός, αργομισθία κλπ, συνυπάρχει και με την ολιγαρχία που χρειάζεται ψήφους με συναλλαγή για να επιβιώνει. Μια άλλη υπόθεση είναι, αντίθετα, ότι η δημοκρατία δεν επεκτάθηκε προς την ολοκλήρωσή της. Από τους 300 000 περίπου κατοίκους στην Αττική, πολίτες ήταν μόνον περίπου το 10%, 30 000, εξαιρώντας δηλαδή, γυναίκες, δούλους και μετοίκους. Αν αφαιρέσουμε τα παιδιά, πολίτες θα ήταν οι μισοί περίπου κάτοικοι, οπότε η ήττα των Αθηνών στον Πελοποννησακό πόλεμο θα ήταν πιο δύσκολη.