Πώς κρίνω

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 11 Ιουλίου 2020

Κρίνω κάτι. Αυτό θα πει ότι το συγκρίνω με κάτι άλλο. Tο άλλο μπορεί να είναι “υποκειμενικό”, η εικόνα που έχω της βούλησής μου, του τι θέλω. Το κάτι ικανοποιεί τότε το θέλω μου.  Η κρίση είναι γνωστική λειτουργία. Πρέπει επομένως να ξέρω τι θέλω. Και, πιστέψτε με, δεν είναι εύκολο. Το θέλω μου προκύπτει από δύο πηγές. Είναι οι περιοδικές, σαν ταλαντώσεις, φυσιολογικές ανάγκες μου. Πεινώ και θέλω να φάω, διψώ και θέλω να πιω, θέλω να κάνω έρωτα κλπ. Η άλλη πηγή είναι τα ερεθίσματα που δέχομαι απέξω. Κάτι με πιέζει και θέλω να απαλλαγώ από την πίεση. Κάτι με ευχαριστεί και θέλω να αυξήσω την έντασή του. Συχνά τέτοια κρίση γίνεται υποσυνείδητα.

Βέβαια υπάρχει και η «αντικειμενική» κρίση. Έλλογη, συνειδητή. Συγκρίνω με κάποια άλλη, πρότυπη, οντότητα που διαφέρει ποσοτικά ή ποιοτικά από το συγκρινόμενο, όπως είναι τα σταθμά σε μια ζυγαριά ή ένα άλλο είδος σε ένα σύνολο. Η αντικειμενική σύγκριση μπορεί να ελεγχθεί, μια και είναι από όλους αισθητά το συγκρινόμενο και η μονάδα σύγκρισης. Η κρίση προϋποθέτει κάποιες σταθερές. Καθένας θα σκεφτόταν πως το σίδερο είναι βαρύτερο από το μπαμπάκι. Όμως ένα κιλό μπαμπάκι είναι πιο βαρύ από μισό κιλό σίδερο. Κάποιες νοητές σταθερές προϋπάρχουν πριν από την κρίση.  Όταν το κρινόμενο είναι μια ποιότητα, ο υποκειμενικός παράγοντας είναι εντονότερος. Πίσω από κάθε «αντικειμενική» σύγκριση και κρίση υποκρύπτεται υποκειμενισμός. Τα σταθμά, το μέτρο, το δευτερόλεπτο, οι βαθμοί Κελσίου, κλπ έχουν συμφωνηθεί από μια ομάδα επαϊόντων συμβατικά. Αποφασίζουν για κάθε είδους μέγεθος μια «μικρή» στοιχειώδη μονάδα. Κι αυτό πέρα από το φυσικό σφάλμα που ενέχει κάθε μέτρηση.

Η υποκειμενική κρίση, όπως το αν χορταίνω με το φαγητό που βρίσκω ή ικανοποιούμαι ερωτικά με τη σύντροφο που έχω, είναι άμεση, μοναδική, δεν διατίθεται για εκτίμηση από άλλους. Γι΄ αυτό το λόγο είναι απόλυτα σεβαστή. Για ένα σύνολο, επομένως, εκείνο που μπορεί να γίνει είναι να ληφθεί υπόψη ο αριθμός εκείνων που έχουν μια κοινή κρίση, μια κοινή προτίμηση. Αυτή θα επιβληθεί σε όλους που επιθυμούν να ανήκουν σε ένα σύνολο, με τον όρο ότι δεν εμποδίζει τους άλλους να επιδιώκουν την επίτευξη της δικής τους βούλησης. Η επιθυμία να ανήκουν στο σύνολο είναι τότε η δική τους υποκειμενική βάση.

Η πιο έγκυρη αντικειμενική κρίση είναι η επιστημονική που βρίσκεται εκεί όπου διασταυρώνονται η υπόθεση με την παρατήρηση, η θεωρία με την εμπειρία, το νοητό με το αισθητό. Το μεγαλείο τέτοιας κρίσης είναι ότι αναγνωρίζει το ενδεχόμενο σφάλματος. Η αλήθεια που προκύπτει από την κρίση περιβάλλεται από μια άλω σφάλματος, που όμως η επιστήμη αφενός το μετράει και αφετέρου διαρκώς προσπαθεί να το περιορίζει. Ακόμη κι έτσι όμως συχνά ξεχνιέται ότι και η επιστημονική κρίση στηρίζεται σε αυθαίρετες θέσεις, τις οποίες δέχεται αναπόδεικτα, σαν αξιώματα. Ο Ευκλείδης ανέπτυξε το υπέροχο οικοδόμημα της Γεωμετρίας στηριζόμενος στο αναπόδεικτο αξίωμα ότι από ένα σημείο εκτός ευθείας μόνο μία παράλληλος άγεται. Στεριώθηκε για χιλιάδες χρόνια η επιστήμη του, καθώς έλυνε σωρεία προβλημάτων που μπορούσαν να προβληθούν πάνω σε μια επιφάνεια τόσο επίπεδη όσο η επιφάνεια του νερού σε μια λεκάνη. Ώσπου αμφισβητήθηκε το αξίωμά του και σχηματίσθηκε άλλη Γεωμετρία, όπου από ένα σημείο άγονται άπειρες παράλληλοι. Θα ήταν απλή παραδοξολογία η μη Ευκλείδεια Γεωμετρία, αν δεν έλυνε άλλα πολύπλοκα προβλήματα όπως της ναυσιπλοΐας, όπου ένας καπετάνιος ξεκινά από το βόρειο πόλο, πορεύεται ανατολικά και φθάνει στο νότιο πόλο, ενώ ένας άλλος ξεκινά κι αυτός από το βόρειο πόλο, πορεύεται αντίθετα δυτικά και καταλήγει κι αυτός στο νότιο πόλο. Η νέα Γεωμετρία καθιερώθηκε καθώς λύνει προβλήματα που μπορούν να προβληθούν σε μια επιφάνεια καμπύλη, όπως η επιφάνεια των ωκεανών πάνω στη γη.

Οι κοινωνικές επιστήμες προσπαθούν να λύσουν τα σύγχρονα προβλήματα προϋποθέτοντας κάποια αξιώματα. Τέτοια είναι π.χ. κανένας δεν θέλει να πεθάνει. Καθένας θέλει να είναι ελεύθερος, να κάνει ό,τι θέλει. Καθένας θέλει να είναι ίσος με τους άλλους, τελικά στην πρόσβασή του στον κοινό κοινωνικό πλούτο κλπ. Ωστόσο, τέτοια αξιώματα έχουν όρια. Σε κρίσιμες καταστάσεις, μπορεί κάποιος να πρέπει να επιλέξει μεταξύ μιας βασανισμένης (π.χ. από πόνους) ζωής και ενός τέλους ανώδυνου, ανεπαίσχυντου, ειρηνικού. Η απόλυτη ελευθερία κάποιων στο νεοφιλελευθερισμό, αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας άλλων. Όλοι είναι εξίσου ελεύθεροι να στερούν την ελευθερία των άλλων. Η ισότητα όμως καταργείται. Και η επιβολή μιας απόλυτης ισότητας, σε κάποιο Σταλινικό σοσιαλισμό, καταργεί την ελευθερία και τελικά την ίδια την ισότητα (αφού κάποιοι γίνονται πιο ίσοι από τους άλλους!). Πώς κρίνω λοιπόν;

Αναγκάζομαι να υιοθετήσω κι εγώ ένα αξίωμα, το αξίωμα της Αριστοτελικής μεσότητας. Η ανδρεία, έλεγε, βρίσκεται στη μεσότητα μεταξύ του θράσους και της δειλίας. Το ίδιο ισχύει για κάθε αρετή. Η Αριστοτελική μεσότητα διευκρινίζεται ότι δεν είναι ούτε ο μεσαίος όρος ούτε ο στατιστικός μέσος όρος, αλλά κάτι, μάλλον ακαθόριστο, μεταξύ δύο άκρων. Μια εξέλιξη σ΄ αυτή τη θέση είναι ότι η Αριστοτελική μεσότητα ποικίλλει στο χρόνο, μεταξύ δύο ουδών (κατωφλιών). Δεν είναι ένα ακίνητο σημείο, αλλά ταλαντώνεται ακολουθώντας κάποιο σχήμα. Όσο κινείται μεταξύ των δύο άκρων, μια γενική αρνητική ανάδραση την αποκαθιστά μόλις πλησιάζει στον ένα ουδό. Αν όμως η εκτροπή είναι πολύ ισχυρή, αγγίζει τον ουδό και εκεί η ποσοτική μεταβολή μετατρέπεται σε ποιοτική. Η αρνητική ανάδραση μεταπίπτει σε θετική, δηλαδή σε φαύλο κύκλο.

Το αξίωμά μου απαιτεί, όσο βρίσκομαι στα επιτρεπτά όρια, να περιορίζομαι σ΄ αυτά. Τι γίνεται όμως όταν αυτά καθαυτά αποτελούν αυτοαναιρούμενο φαύλο κύκλο; Το 1ο άρθρο του Συντάγματός μας π.χ. ορίζει ότι: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Επομένως ο Λαός δεν έχει την εξουσία να αλλάξει το Σύνταγμα!  Στο διηνεκές. Αυτοαναίρεση του Συντάγματος. Όμως μπορεί να έλθουν σε σύγκρουση η Ηθική, η βούληση του Λαού, με το Δίκαιο, τη βούληση των Αρχόντων. Τέτοια σύγκρουση μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη, ανεξάρτητα από το ποιος ή πώς την άρχισε. Και τότε επικρατεί το Δίκαιο του ισχυροτέρου και του τυχαίου. Οσοδήποτε επιθυμητή ή αναγκαία είναι τέτοιου είδους αλλαγή, οφείλει να λάβει υπόψη της το ενδεχόμενο τέτοιων αξιωμάτων και να μην επιχειρηθεί αν δεν υπάρχει σαφές σχέδιο ευρέως αποδεκτό και σαφής δυνατότητα (ποτέ βεβαιότητα!) ότι είναι δυνατό να επιτύχει.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΟΥΤΟΠΙΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, dimitrissideris.wordpress.com

Φαντάζομαι ένα κράτος όπου με μαγικό τρόπο επικράτησε η δημοκρατία. Πολίτες είναι όλοι οι κάτοικοί του και από αυτούς κληρώνονται οι άρχοντές τους, που έχουν τη νόμιμη εξουσία να επιβάλλουν ακόμη και βίαια τη βούλησή τους. Υπάρχει επομένως ισοπολιτεία, η συμμετοχή στην εξουσία όλων εξίσου. Αυτοί είναι που παίρνουν τις αποφάσεις που αποτελούν το Νόμο. Η εκτέλεση του Νόμου απαιτεί γνώσεις και εμπειρία καθενός άρχοντα στον τομέα του. Έτσι, αναγκαστικά, η εκτελεστική εξουσία αποτελείται από “εκλεκτούς”, που έχουν τεκμηριωμένα γνώση και εμπειρία. Μεταξύ αυτών αποφασίζονται οι καταλληλότεροι, κατά την κρίση των πολιτών. Το αποτέλεσμα αξιολογείται από την τρίτη εξουσία, τη δικαστική, αν δηλαδή τελούνται όλα σύμφωνα με το Νόμο, με στόχο την ικανοποίηση και αρμονία των πολιτών. Μικτή εξουσία. Για την ποινική δικαιοσύνη κάποιος κρίνεται αν διέπραξε μια παράνομη πράξη. Γι΄ αυτό δεν χρειάζεται γνώση του Νόμου, πλην της τήρησης της διαδικασίας. Οι δικαστές λοιπόν κληρώνονται μεταξύ όλων των πολιτών (ένορκοι). Για τις αστικές και διοικητικές υποθέσεις όμως συγκρίνονται πράξεις, όποιος κι αν τις έκανε, με το Νόμο. Γι΄ αυτές τις αποφάσεις, απαιτείται γνώση των Νόμων. Δεδομένου ότι κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η δικαστική εμπειρία και γνώση των Νόμων, το ίδιο το δικαστικό σώμα παίζει κυρίαρχο ρόλο στην επιλογή τους.

Η φανταστική Ουτοπική Δημοκρατία συμβάλλει έτσι περισσότερο από κάθε άλλο σύστημα στο να διευκολύνει την ευόδωση των σκοπών που καθένας θέτει για τον εαυτό του, εφόσον δεν εμποδίζει την τέλεση των σκοπών των άλλων. Εξορισμού, αυτή είναι η ευδαιμονία! Κι αυτό σε αντιπαράθεση με την ευτυχία που σημαίνει ικανοποίηση των αναγκών του αισθητού Εγώ, πείνας, δίψας, υγείας, ένδυσης, υγείας κλπ και τη μακαριότητα, όπου καθένας περιορίζει τόσο τις επιθυμίες του, που καμιά έλλειψη δεν τον στενοχωρεί.

Το σύστημα ευημερεί. Ο λαός αποφασίζει πόση ελευθερία επιτρέπει στους πολίτες να εκτελούν έργα. Κι αυτό ανεξάρτητα από το αν κάποιοι έτσι πλουτίζουν και ανεξάρτητα από το αν κάποιοι βρίσκουν έτσι δουλειά. Σκοπός των έργων είναι να παράγουν αγαθά και παρέχουν υπηρεσίες, που χρειάζονται οι πολίτες και όχι να πλουτίζουν κάποιοι ή να βρίσκουν δουλειά  κάποιοι άλλοι. Για ένα τέτοιο σύστημα, η συντριπτική πλειοψηφία του λαού είναι έτοιμοι να δώσουν ακόμη και τη ζωή τους για να το υπερασπισθούν απέναντι σε εσωτερικούς ή εξωτερικούς κινδύνους, οργανωμένες ολιγαρχίες ή επίδοξους σφετεριστές του πλούτου του. Έτσι, το κράτος  είναι ισχυρό, αλλά όχι πανίσχυρο. Κάποιος άλλος με υπεροπλία μπορεί να το λιμπιστεί και να το νικήσει. Μπορεί να συμβάλει σ΄ αυτό και η μακάρια νωχέλεια που ενδέχεται να καταλάβει τους πολίτες του κράτους, καθώς βρίσκουν τα πάντα όπως τα επιθυμούν.

Κανένας τόπος δεν είναι αυτοδύναμος. Η ουτοπική δημοκρατία μας είναι υποχρεωμένη να συναλλάσσεται με άλλα κράτη. Η συναλλαγή μπορεί να είναι συγκρουσιακή, όπως αναφέρθηκε. Η έκβαση μιας σύγκρουσης δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη. Ή να είναι μιμητική, αντιγράφει το κράτος ό,τι βλέπει να κάνουν άλλοι. Έτσι, όμως η πολιτεία γίνεται εξαρτημένη από άλλες. Ή μπορεί να είναι συμπληρωματική, όπως με το εμπόριο, όπου αγαθά και γνώσεις που λείπουν από τη Δημοκρατική Ουτοπία ανταλλάσσονται με αντίστοιχα αγαθά και γνώσεις που παράγει η ίδια. Αυτή είναι, προφανώς, η πιο υγιής σχέση με τους άλλους. Από τέτοια συναλλαγή προκύπτει ένας εκπληκτικός πολιτισμός με ασύλληπτες συνέπειες στο χρόνο!

Αυτή η πολιτεία έχει τα εχέγγυα για ελάχιστη διαφθορά, αφού η εξουσία δεν μπορεί να εξαγοράζεται – κληρώνεται, είπαμε στο σημείο της λήψης αποφάσεων, ενώ η αξιολογήτρια δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη από τις άλλες δύο εξουσίες. Γιατί λοιπόν να καταρρεύσει μια τέτοια ιδανική πολιτεία, εκτός από την επιβολή μιας εχθρικής υπερισχύος;

Κάθε οντότητα στον κόσμο ενέχει μέσα της τα σπέρματα της αυτοκαταστροφής. Καθένας μας γεννιέται για να πεθάνει. Στην πολιτεία που περιγράψαμε, αυτά περιγράφονται καλύτερα ως Ύβρις. Οι πολίτες μιας τέτοιας πολιτείας νοιώθουν, δικαιολογημένα, περήφανοι για την πατρίδα τους. Και νοιώθουν ισχυροί. Οι ανάγκες τους κατά τη συμπληρωματική σχέση τους με άλλες πολιτειακές οντότητες μπορεί να γίνουν συγκρουσιακές. Εκμεταλλεύονται την υπεροχή τους, για να δίνουν λίγα και να παίρνουν πολλά. Κι εκεί αρχίζει η αντιπαράθεση με τους άλλους. Για να εξασφαλίζεται η επωφελής συναλλαγή με τους άλλους, η Πολιτεία μας επεμβαίνει. Υπάρχουν και εκεί δημοκρατικοί, αλλά η κρατούσα ολιγαρχία (αριστοκρατών, πλουσίων, στρατιωτικών, μορφωμένων, θρησκευτικών ηγητόρων κλπ) αντιδρά. Η εκεί δημοκρατική παράταξη ζητά τη συνδρομή της δικής μας Ουτοπικής Πολιτείας, ενώ οι αντίπαλοί της τη συνδρομή άλλων ολιγαρχιών. Επεμβαίνομε λοιπόν και μάλιστα νικάμε, επιβάλλομε και εκεί τη δημοκρατική παράταξη. Φυσικά, αυτό γίνεται με το αζημίωτο. Τους επιβάλλομε κάποιου είδους φόρο για να συνεχίσουμε να τους στηρίζουμε. Αρχίζουν οι παγίδες και οι φαύλοι κύκλοι. Η εξουσία μας πάνω σε αυτούς τους “συμμάχους” γίνεται ηγεμονική. Δηλαδή, δεν τους ενσωματώνομε με εμάς, ώστε μαζί να εκλέγουμε κοινούς άρχοντες, αλλά εμείς αποφασίζομε πώς θα ζουν αυτοί. Αργά ή γρήγορα, τους εκμεταλλευόμαστε, η αντίπαλη παράταξη εκεί αρχίζει να πείθει, η προστασία που προσφέρομε προκαλεί δυσφορία. Να φύγουμε; Θα μας βοηθήσει να μην αντιπαρατεθούμε με άλλες ισχυρές, ολιγαρχικές συνήθως, δυνάμεις που υποστηρίζουν την εκεί αντιπολίτευση. Όμως δεν μας αφήνουν οι προστατευόμενοί μας. Εξάλλου, θα φανούμε ασυνεπείς με τις υποχρεώσεις που έχομε αναλάβει απέναντί τους. Τέτοια ασυνέπεια μειώνει το διεθνές κύρος μας. Όλο και περισσότεροι από τους “συμμάχους” μας θα θελήσουν να απομακρυνθούν από εμάς. Όμως, το κόστος για τέτοια διεθνή επιχείρηση δεν αντέχεται. Για την κάλυψή του αυξάνομε τις απαιτήσεις από τους “συμμάχους” και παράλληλα έτσι τη δυσαρέσκεια όλο και περισσοτέρων από αυτούς. Έχει αρχίσει να κλιμακώνεται η παρακμή της Ουτοπικής Δημοκρατίας.

Ο αναγνώστης κατάλαβε, υποθέτω, πως δεν μιλώ για μια ουτοπική δημοκρατία, αλλά για πραγματική, την Αθηναϊκή, όπως μας την περιέγραψε ο Θουκυδίδης. Μήπως όμως περιγράφω κάποια από τις σύγχρονες “δημοκρατίες”; Η σοβιετική, δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιθετική, αλλά στις χώρες που “ελευθέρωσε” από τη ναζιστική βαρβαρότητα αντικατέστησε τους αντίπαλους δυνάστες με τη δική της ηγεμονία. Κατέρρευσε. Οι ΗΠΑ είναι ο αντίποδας. Δεν είναι και πολύ δημοκρατία, αλλά διατηρεί αρκετή ανεξαρτησία των τριών εξουσιών και κληρωμένη την απονομή ποινικής δικαιοσύνης. Είναι αυτή τη στιγμή το πιο επιθετικό κράτος στον πλανήτη διατηρώντας στρατιωτικές βάσεις σε όλες τις Ηπείρους, με τις οποίες άμεσα ή έμμεσα εξασφαλίζει κυβερνήσεις υποτακτικές, που ζητούν την παραμονή των Αμερικανών στη χώρα τους. Πόσο θα αντέξει; 4 Ιουλίου: Αμερικανική Ανεξαρτησία.

ΓΝΩΣΗ, ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, ΒΟΥΛΗΣΗ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 7 Ιουλίου 2020

Η νόησή μας έχει τρία στοιχεία (Πλάτων): Είσοδο, (γνώση, λόγο), έξοδο (βούληση, επιθυμητικό, διάθεση) και ενδιάμεσο ρυθμιστικό μηχανισμό (συναίσθημα, θυμοειδές, συγκίνηση, στάση). Εξαρχής έγινε προσπάθεια να ιεραρχηθούν τα τρία στοιχεία. Ο Πλάτων έθεσε επικεφαλής το λογιστικό. Είναι ο αμαξάς που κρατά τα χαλινάρια για να ελέγχει τα δυο ατίθασα άλογα, το συναίσθημα και τη βούληση. Από τότε πέρασαν πολλοί αιώνες και έμεινε στην πρωτοκαθεδρία ο λόγος ως τον Hegel. Υποθέτω, διότι λόγο έχομε μόνον οι άνθρωποι και αυτή θεωρείται η κύρια διαφορά μας από τα υπόλοιπα ζώα. Η στάση μας στηρίζεται βιολογικά στο γεγονός ότι είμαστε τα μόνα ζώα που μπορούμε να σχηματίζουμε δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά. Τα ζώα έχουν φυσικά αντανακλαστικά, τα ομοιόθερμα πουλιά και θηλαστικά σχηματίζουν και εξαρτημένα αντανακλαστικά, (μαθαίνουν στη βάση των φυσικών). Οι άνθρωποι επιπλέον δημιουργούμε και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά στη βάση προσχηματισμένων πρωτοβάθμιων. Δηλαδή μπορούμε να αναγνωρίζουμε λέξεις, να τις ανταλλάσσουμε με άλλους ανθρώπους, να αποκτούμε έτσι έννοιες, περίπου κοινές για όλους. Οι λέξεις είναι τα δομικά υλικά από τα οποία δομείται ο λόγος. Αρκεί αυτό όμως για να ιεραρχούμε τη γνώση πάνω από βούληση και συναίσθημα; Αυτή η στάση μας ενέχει κάποιο ανθρωποκεντρικό ρατσισμό. Ο Αριστοτέλης αναγνώρισε πως η βούληση μπορεί να λειτουργεί αυθύπαρκτα. Ενεργοποιείται από τη γνώση (προαίρεση), αλλά και μόνη της  (όρεξη).  Η όρεξη έχει περιοδικότητα με αυτοματισμό, σαν ταλαντωτής που ακολουθεί τους νόμους της ταλάντωσης VanDerPol. Είμαστε η κορωνίδα των ζώων, επομένως, και το στοιχείο που μας διακρίνει από αυτά είναι ανώτερο από τα λοιπά, που έχουν και τα άλλα ζωντανά.  Από αυστηρά επιστημονική, αντικειμενική, σκοπιά, όμως, αυτή η στάση μας είναι αυθαίρετη.

Ο Spinoza είχε επιφυλάξεις: “Η επιθυμία είναι η ίδια η ουσία του ανθρώπου”, γράφει. Και ο Schopenhauer προχώρησε στην απροκάλυπτη βουλησιαρχία. Ο Freud, αποκάλυψε την επικράτηση της βούλησης στο υποσυνείδητο, από το οποίο μας ενεργοποιεί εν αγνοία μας. Και εδώ υπάρχουν τάξη, νόμοι, κανόνες, που όμως ηχούν παράλογοι υπό το φώς της συνείδησης. Γνώση λοιπόν και βούληση. Και το συναίσθημα;

Το νεογνό δεν διαθέτει γνώση, πέρα από τους αυτοματισμούς των φυσικών αντανακλαστικών με τα οποία γεννήθηκε. Δεν καταλαβαίνει τι του λέμε. Ούτε βούληση διαθέτει, τίποτε δεν θέλει, τίποτε δεν μας λέει ότι θέλει. Έχει όμως συναίσθημα. Και το εκφράζει με κάθε τρόπο, με κλάμα, γέλιο, κινήσεις, εκκρίσεις. Η μάνα του το καταλαβαίνει και αυτόματα ανταποκρίνεται ανάλογα. Και τη συναισθηματική απάντηση της μητέρας την προσλαμβάνει το βρέφος. Αλλά και στα τέλη της ζωής μας, ιδίως στη βαθμιαία επιδείνωση της νόησής μας στην άνοια, έχει εξαφανισθεί η γνωστική ικανότητά, ενώ, ακόμη και η βούλησή δεν υφίσταται. Μπορεί το άτομο να υποφέρει, αλλά δεν ξέρει τι θέλει. Όπως το βρέφος που, όταν κλαίει, ή πονάει ή πεινάει, χωρίς να ξέρει το ίδιο και να εκφράζει τι από τα δύο ισχύει. Από καθαρά επιστημονική σκοπιά, επομένως, το συναίσθημα φαίνεται να έχει την πρωτοκαθεδρία, όπως το υπαινίσσεται ο Marcuse.

Έχει όμως σημασία η ιεράρχηση των τριών στοιχείων της νόησής μας; Οι ιεραρχήσεις αποκτούν νόημα μόνο στην κοινωνική όψη του Εγώ μας. Ο λόγος χαλιναγωγεί το συναίσθημα και τη βούλησή μας. Χάρη σ΄ αυτό τον περιοριστικό ρόλο του πέτυχε τη μοναδική για τον άνθρωπο εκούσια ανάπτυξη της κοινωνίας, του πολιτισμού. Ό,τι πετύχαμε είναι αποτέλεσμα των περιορισμών που έθεσε ο λόγος μας κυρίως στις διατροφικές και γενετήσιες επιθυμίες μας. Έτσι, όμως έγινε πηγή της δυστυχίας μας. Το συναίσθημα, ταλαντώνεται, από μια δυσάρεστη φάση της έλλειψης, σε μια ευχάριστη της ικανοποίησης που επιτυγχάνεται με την ενεργοποίηση της βούλησής μας. Η καταπίεση της επιθυμίας είναι δυστυχία. Υπάρχει εναλλακτικός πολιτισμός;

Τέτοιος πολιτισμός θα στηριζόταν στους νόμους του συναισθήματος και της βούλησης εξίσου, όπως και της λογικής. Ο μόχθος δεν είναι καθαυτόν δυσάρεστος. Ταλαντώνεται από τη διέγερση στη χαλάρωση, κούραση, ξεκούραση. Υπηρετεί κάποιο σκοπό. Όταν ο σκοπός αυτός είναι δικός μας, ο μόχθος είναι ευχάριστος, όταν είναι κάποιου άλλου (δουλεία), είναι δυσάρεστος. Κουραζόμαστε όταν παίζουμε, αλλά αυτό είναι χαρά. Με το παιχνίδι μαθαίνομε. Το γατάκι, το σκυλάκι, παίζουν. Θα μπορούσε άραγε η εκπαίδευσή μας να χρησιμοποιεί σα μέσο το παιχνίδι; Το βίωσα σε κάποια εκπαιδευτικά σεμινάρια. Τα παιδιά μου έμαθαν να διαβάζουν πριν πάνε στο σχολείο παίζοντας παιχνίδια που επινοούσα γι΄ αυτά. Αυστηρά λογικές γνώσεις, όπως τα μαθηματικά, μπορούν να αποκτηθούν με παιχνίδι, όπως με μαθηματικούς γρίφους. Πιο ομαδικά, με ανάπτυξη άμιλλας μεταξύ των μαθητών, που μόνοι τους συζητούν μεταξύ τους τις γνώσεις που τους προσφέρονται να τις αναζητήσουν μόνοι τους. Παιχνίδι! Τα ομαδικά συναισθήματα εκδηλώνονται παίζοντας. Παίζοντας θέατρο, παίζοντας βιολί ή άλλο όργανο, γενικά, η Τέχνη είναι παιχνίδι. Αν τα συνδυάσουμε όλα αυτά, μήπως θα μπορούσε να δομηθεί ένας πολιτισμός βασισμένος σ΄ αυτά, δηλαδή στη φαντασία, που διέπει ευχάριστα το παιχνίδι; Πόσο πιο ευδαίμονες θα αισθανόμαστε τότε!

“Σοβαρό” έργο μπορεί να επιτελεσθεί με μόχθο είτε ερασιτεχνικά ή επαγγελματικά. Η διαφορά βρίσκεται στην ευχαρίστηση που απορρέει από το μόχθο καθαυτόν. Ο ερασιτέχνης χαίρεται εργαζόμενος, ο επαγγελματίας χαίρεται όχι από την εργασία του, αλλά από την αμοιβή που θα πάρει γι΄ αυτήν. Ο ερασιτέχνης μοχθεί για να ικανοποιήσει το δικό του σκοπό, που τον ολοκληρώνει από την αρχή ως το τέλος, ενώ ο επαγγελματίας έναν αλλότριο σκοπό και μάλιστα για να επιτελέσει ένα μέρος του όλου έργου, χωρίς την ικανοποίηση να δει το σκοπό ολοκληρωμένο. Η ερασιτεχνία γέννησε όλες οι επιστήμες. Πριν υπάρξουν αυτές, οι πρωτοπόροι δεν είχαν σπουδάσει την επιστήμη τους, αφού αυτή δεν προϋπήρχε. Πολλές φορές μάλιστα διώχθηκαν γι΄ αυτή τους την αποκοτιά.

Είναι όμως δυνατό να βασισθεί μια κοινωνία στον ερασιτεχνισμό, αντί του επαγγελματισμού; Ανεξέλεγκτη η ερασιτεχνία μπορεί να οδηγεί στον τσαρλατανισμό. Αλλά και δεν υπάρχει ποιοτική πρόοδος της κοινωνίας χωρίς φαντασία! Ας παίξουμε λοιπόν. Η ώρα πλησιάζει. Χάρη στην τεχνολογία, τείνομε προς τον αυτοματισμό, που θα απαιτεί πολύ λιγότερη προσπάθεια για την παραγωγή των αναγκαίων. Στον ελεύθερο χρόνο που δημιουργείται, οι άνθρωποι μπορούν να ασχολούνται ερασιτεχνικά με ό,τι επιθυμούν. Απαιτούνται βέβαια πολιτικές μετατροπές που δύσκολα γίνονται ανεκτές από τους κρατούντες: Να μειώνονται οι αναγκαίες ώρες εργασίας όχι με απολύσεις εργαζομένων, που διχοτομούν την κοινωνία σε μετέχοντες στην παραγωγή και παρίες, ζητιάνους, αλλά με ισότιμη μείωση του επαγγελματικού ωραρίου για όλους. Αυτό απαιτεί σύστημα γνήσια δημοκρατικό, όχι εξουσιοδοτημένους πληρεξουσίους.

ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΩΝ ΤΥΡΑΝΝΩΝ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας. dimitrissideris.wordpress.com

Ηπειρωτικός Αγών, 3 Ιουνίου 2020

Βλέπω συχνά, καθώς μάλιστα πλησιάζει ο πανηγυρισμός για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, τη φράση: “Για του Χριστού την πίστιν την αγίαν και της Πατρίδος την ελευθερίαν”. Ναι, γι΄ αυτούς τους δύο σκοπούς όμως τι κάνομε; Παιδί, θυμάμαι, τραγουδούσαμε με ενθουσιασμό στις παρελάσεις: “Για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία”. Κι έπειτα, “το αίμα των τυράννων χυτέ ποταμηδόν”. Για της πατρίδας την ελευθερία το καταλαβαίνω. Αναγνωρίζομε την ελευθερία διότι κρατά σπαθί. “Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή“. Όμως, η αγία πίστη του Χριστού κάπως δεν ταιριάζει. Θυμίζω λίγα: “Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτὸν“· “Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν“· “Εἰρήνη ὑμῖν“. Αυτές οι αρχές εφαρμόσθηκαν στην επανάσταση; Ο Κύριος, ωστόσο, δεν απέκρουσε τη βία. Τη χρησιμοποίησε ο ίδιος όταν με ένα μαστίγιο έδιωξε τους εμπόρους από το Ναό. Μόνο που, παραδόξως, δεν την κατευθύνει κατά των εχθρών, αλλά κατά των οικείων μας, όταν εμποδίζουν το άπλωμα της αγάπης αδιακρίτως  σε όλο τον κόσμο: “Μὴ  νομίσητε  ὃτι  ἦλθον  βαλεῖν  εἰρήνην  επί  τὴν  γῆν,  ἀλλά  μάχαιραν.  Ἦλθον  γὰρ  διχάσαι  ἂνθρωπον  κατὰ  τοῦ  πατρός  αὐτοῦ  καὶ  θυγατέρα  κατὰ  τῆς  μητρὸς  αὐτῆς  καὶ  νύμφην  κατὰ  τῆς  πενθερᾶς  αὐτῆς.  Καὶ  ἐχθροὶ  τοῦ  ανθρώπου  οἱ  οἰκιακοὶ  αὐτοῦ“. Δεν μπορώ να φαντασθώ ότι οι τύραννοι ήταν οικείοι μας. Δεν θα επιμείνω όμως στο βαθύτερο νόημα της πίστης μας. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μου φαίνεται πως ο ποταμός των αιμάτων Ελλήνων και Τούρκων στην επανάσταση, δεν μπορεί να χύθηκε για την πίστη του Χριστού, αλλά για άλλους λόγους. Η επίκληση της πίστης μας ήταν απλώς πολιτική πράξη για τις σκοπιμότητες της επανάστασης. Που ήταν ποιες; Ο Ρήγας δίνει μια διαφορετική διάσταση: “ Ὁ λαὸς, ἀπόγονος τῶν Ἑλλήνων, ὁποῦ κατοικεῖ τὴν Ρούμελην, τὴν Μικράν Ἀσίαν, τὰς Μεσογείους νήσους, τὴν Βλαχομπογδανίαν, καὶ ὃλοι ὃσοι στενάζουν ὑπό τὴν δυσφορωτάτην τυραννίαν τοῦ Οθωμανικοῦ βδελυρωτάτου δεσποτισμοῦ, ἤ ἐβιάσθησαν νὰ φύγουν εἰς ξένα βασίλεια, διὰ νὰ γλυτώσουν ἀπὸ τὸν δυσβάστακτον καὶ βαρὺν αὐτοῦ ζυγὸν, ὃλοι, λέγω, Χριστιανοὶ καὶ Τούρκοι, χωρὶς κανένα ξεχωρισμὸν θρησκείας (επειδή ὃλοι πλάσματα Θεοῦ εἶναι καὶ τέκνα τοῦ πρωτοπλάστου), στοχαζόμενοι ὃτι ὁ Τύραννος, ὀνομαζόμενος Σουλτάνος, … ἐλησμόνησε καὶ κατεφρόνησε τὴν ἀνθρωπότητα …“.

Ο εορτασμός μιας επετείου δεν είναι ασφαλώς μια στεγνή επιστημονική ανάλυση των συν και πλην, αλλά ο ενθουσιασμός, καθώς αυτός ήταν (πιστεύω!)  το προέχον συναίσθημα της συντριπτικής πλειονότητας όλων εκείνων που ξεσηκώθηκαν, με πολύ διαφορετικά κίνητρα καθένας, αλλά με κάποιο κοινό όραμα, που ακόμη σήμερα μένει να αποσαφηνισθεί. Έγιναν πολλά αρνητικά τότε, όπως σε όλες τις επαναστάσεις. Σφαγές χιλιάδων αμάχων Τούρκων με ευθύνη κυρίως του Κολοκοτρώνη στην άλωση της Τριπολιτσάς και αλλού. Πύργος από κεφάλια Τούρκων στην Αράχοβα από τον Καραϊσκάκη, εμφύλιοι πόλεμοι που παρά λίγο να οδηγήσουν την Επανάσταση στην αποτυχία, έτσι που τελικά πέτυχε, αλλά με την προστασία ξένων, μια προστασία που άλλοτε βαρύτερη, άλλοτε ελαφρότερη, παραμένει έκτοτε ως τις ημέρες μας. Έστω κολοβωμένη η επανάσταση, πέτυχε να ανοίξει σε μας το δρόμο για μια πιο νηφάλια ολοκλήρωσή της.

Την πανηγυρική διαδικασία τη φαντάζομαι σαν την ενθουσιώδη προβολή των υπέροχων πράξεων αγωνιστών που πάλεψαν για την ελευθερία, όσο διαφορετική και αν τη φανταζόταν ο καθένας. Για τις αρνητικές υπάρχουν άφθονες ευκαιρίες να τις πληροφορηθούμε – και πρέπει να τις πληροφορηθούμε. “Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές“(Σολωμός), αλλά οι εκδηλώσεις πανηγυρισμού δεν είναι ο κατάλληλος χρόνος και χώρος για την προβολή των μεμψιμοιριών. Ο εορτασμός έχει σκοπό να μας ενισχύσει να συνεχίσουμε στον αγώνα που δεν έχει τελειώσει – και ποτέ δεν θα τελειώσει – όχι να μας αναστείλει. Φυσικά, θα πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη και τις ενοχές του παρελθόντος. Ακούονται διαμαρτυρίες για τα παραπάνω, επειδή κάποιοι είδαν και προβάλλουν τα αρνητικά στοιχεία. Μαζί τους! Όμως, όταν οι διαμαρτυρίες δεν στρέφονται κατά των ενεργειών, των εκφράσεων, των άλλων, αλλά εναντίον του προσώπου τους, π.χ. χαρακτηρίζοντάς τους αντεθνικούς ή (είναι της μόδας ο όρος) εθνομηδενιστές, τότε αυτοί, οι διαμαρτυρόμενοι, διαπράττουν και αναπαράγουν το μεγαλύτερο σφάλμα που υπήρξε στον αγώνα: το διχασμό!

Τελικά, η κριτική για τον εορτασμό στρέφεται ασφαλώς στους οργανωτές του πανηγυρισμού και σ΄ αυτούς που τους εξέλεξαν και τους διόρισαν. Με ποια κριτήρια τους επέλεξαν; Ή μήπως η επιλογή τους ήταν αυθαίρετη; Και αυτοί που τους επέλεξαν εν ονόματι τίνος το έκαναν; Προφανώς υπολαμβάνεται πως η ψήφος που δίνεται σε ένα κόμμα να σχηματίζει κυβέρνηση είναι εξουσιοδότηση να κάνει τα πάντα, με μοναδικό περιορισμό εκείνον που του επιβάλλει ρητά το Σύνταγμα. Είναι όμως δυνατό να ισχύει τέτοια λευκή επιταγή; Τον πανηγυρισμό τον βλέπω σαν αφετηρία για να στρέψουμε το βλέμμα μας στο μέλλον. Ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή, το βλέπω απαραίτητο. Να ολοκληρωθεί της πατρίδος η ελευθερία! Το πρώτο (ίσως το πιο προοδευτικό) σύνταγμα που συντάχθηκε στον τόπο μας στην αρχή της επανάστασης το 1822 δεν έκανε διακρίσεις θρησκευτικές ή φυλετικές: “Όσοι έξωθεν ελθόντες, κατοικήσωσιν, ή παροικήσωσιν εις την επικράτειαν της Ελλάδος, εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των Νόμων. Η Διοίκησις θέλει φροντίσει να εκδώση προσεχώς Νόμον περί Πολιτογραφήσεως των ξένων, όσοι έχουσι την επιθυμίαν να γίνωσιν Έλληνες“. Έχει εκδώσει ως τώρα η Διοίκηση σαφή και επαρκή νόμο περί πολιτογραφήσεως των ξένων; Έχουν περάσει 200 χρόνια από τότε που αναλάβαμε ως έθνος τέτοια υποχρέωση.

Ας πανηγυρίσουμε τα γενέθλια της κρατικής ύπαρξής μας. Εύχομαι να μη συνδεθούν με πράξεις (όχι πια λόγια) “εθνομηδενιστικές” και παραχωρήσεις χωρίς ανταλλάγματα. Η ευχή είναι να έχουμε ειρήνη. Μεγαλώσαμε με την αόριστη πίστη πως κάποια πράγματα είναι δικά μας. Όμως δεν έχω δει ακριβή χάρτη της Ελλάδας. Τον ζητούσε από τον Καραμανλή επιτακτικά και ψηφοθηρικά αντιπολιτευόμενος ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά δεν είδα να τον εκδίδει ως πρωθυπουργός. Επομένως πιστεύομε ότι κάποια εδαφικά προνόμια είναι δικά μας χωρίς να το διακηρύσσουμε ξεκάθαρα διαπρύσια. Το Χάρτη της Ελλάδας θα περίμενα ύψιστη εκδήλωση του εορτασμού. Τότε μόνο, με ξεκάθαρες θέσεις, αν έχουν κάποιοι διαφωνίες, μπορούμε να συζητήσουμε. Τι δίνουν, τι παίρνουν; Ή μήπως οι ιθύνοντες φοβούνται όχι τους άλλους, αλλά εμάς τους ίδιους, τους οικείους, ότι δεν θα τους ψηφίσουμε όταν έλθει η ώρα; Και γι΄ αυτό διατηρούν την ασάφεια; Σε βάρος του έθνους βέβαια.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com

Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 2 Ιουλίου 2020

“Τα Ελληνικά έχουν όλα τα πλεονεκτήματα: Δεν έχουν την τραχύτητα των Λατινικών, στα οποία τόσες πολλές λέξεις καταλήγουν σε um, ur, us. Έχουν όλη τη λαμπρότητα των Ισπανικών και όλη τη γλυκύτητα των Ιταλικών. Έχουν πάνω από όλες τις γλώσσες του κόσμου την έκφραση της μουσικής με μακρές και βραχείες συλλαβές και με τον αριθμό και την ποικιλία των τόνων της. Έτσι, παραμορφωμένα όπως είναι σήμερα στην Ελλάδα, μπορούν ακόμα να θεωρηθούν ως η ΟΜΟΡΦΟΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.” (Voltaire). Όποτε κρίνεται ένα έργο τέχνης, ιδιαίτερα μουσικό, χρησιμοποιούνται μεταφορικές εκφράσεις. Τα επίθετα που χρησιμοποιεί ο Γάλλος σοφός, είτε αρνητικά, όπως η “τραχύτητα” των Λατινικών είτε θετικά, όπως η “λαμπρότητα” των Ισπανικών και η “γλυκύτητα” των Ιταλικών, είναι μεταφορές. Η γλώσσα είναι ακουστή, ενώ η τραχύτητα απτική, η λαμπρότητα οπτική και η γλυκύτητα γευστική. Υπάρχουν αντικειμενικά στοιχεία στη γλώσσα μας που αντιστοιχούν σε τέτοια περιγραφή;

Σήμερα έχομε 25 κύριους φθόγγους (με τις ποικίλες ντοπιολαλιές, ο Μπαμπινιώτης λέει, ακριβέστερα, 37 φθόγγους). Οι φθόγγοι προφέρονται με τη συμμετοχή (ηχηρά) ή όχι (άηχα) του λάρυγγα. Τα  φωνήεντα (α,ε,η,ο,ου) και τα ημίφωνα σύμφωνα (λ,ρ,μ,ν) μπορούν να προφέρονται και άηχα και ηχηρά. Τα σύμφωνα είναι είτε ηχηρά (μπ,β,γκ,γ,ντ,δ,τζ,ζ) είτε άηχα (π,φ,κ,χ,τ,θ,τσ,σ). Αν, ενώ προφέρομε ένα άηχο σύμφωνο προσθέσουμε τη συμμετοχή του λάρυγγα, ακούεται το αντίστοιχο ηχηρό. Επιπλέον, αυτά τα σύμφωνα είναι είτε στιγμιαία (π,μπ,τ,ντ,κ,γκ,τσ,τζ), προφερόμενα τη στιγμή που ανοίγεται η έξοδος του αέρα από το στόμα, ή εξακολουθητικά βαστώντας όσο θέλομε τη φωνή μας (β,φ,δ,θ,γ,χ,ζ,σ). Γενικά, το απότομο, το στιγμιαίο διεγείρει, το συνεχές ηρεμεί. Αν επαναλαμβάνονται συχνά στιγμιαία σύμφωνα, διεγείρουν σαν το κροτάλισμα ενός πολυβόλου εκφράζοντας την οργή κάποιου. Λέει έξαλλος ο Οιδίπους στον Τειρεσία: “τυφλὸς τά τ’ τα τόν τε νοῦν τά τ ὄμματ εἶ“. Οι δυτικές γλώσσες υστερούν σε συνεχή σύμφωνα. Τα δ,θ,γ,χ δεν υπάρχουν στα Λατινικά και Ιταλικά, σπανίζουν στα Ισπανικά και Αγγλικά. Αντίθετα στις Σημιτικές γλώσσες επικρατούν τα συνεχή σύμφωνα. Λέξεις κοινές που έχουν στη γλώσσα μας ένα στιγμιαίο, έχουν αντίστοιχο συνεχές στην Εβραϊκή. Π.χ. “ΙαπετόςΙάφεθ, Παλαιστίνιοιιλισταίοι, Ιώσηπος-Ιωσήφ, ήταθ, κάπακάφ“. Μόνη η δική μας γλώσσα έχει ισορροπία, με ίσο αριθμό στιγμιαίων και συνεχών συμφώνων. Αυτή η ισορροπία είναι ένα από τα στοιχεία που καθιστούν εύηχη τη γλώσσα μας σε όποιον την ακούει χωρίς να κατανοεί τις λέξεις.

Η ποίηση έχει μουσικότητα, ρυθμό. Ο ρυθμός εξασφαλίζεται με τακτική εναλλαγή μακρών με βραχείες συλλαβές στην αρχαία εκδοχή της γλώσσας μας ή τονιζόμενων με άτονες στη σύγχρονη. Οι τονιζόμενες στο τραγούδι είναι μακρές. Ο αριθμός των συλλαβών είναι γραμματικά ίσος με τον αριθμό των φωνηέντων. Στη στιχουργία όμως υπάρχουν μακρές και βραχείες συλλαβές “φύσει” και “θέσει”. Οι φύσει μακρές ή βραχείες οφείλονταν σε αντίστοιχη διάρκεια φωνηέντων, που δεν ισχύει πια· οι θέσει, στον αριθμό των συμφώνων μεταξύ των φωνηέντων. Προσέξτε στην Οδύσσεια: “Άνδρ-αοι, ένν-εε, μούαο, λύτρ-οον, ώςμ-αλλ-α, πόλλ-α“. Ο αριθμός των συμφώνων σε κάθε πρώτη από τις ομάδες των μετρικών συλλαβών είναι ίσος ή μεγαλύτερος από των υπολοίπων. Μεγαλύτερος αριθμός φθόγγων αναγκάζει σε μακρότερη διάρκεια εκφώνησης την πρώτη από τις υπόλοιπες συλλαβές. Οι θέσει μακρές και βραχείες συλλαβές διατηρούνται στη σύγχρονη στιχουργία. Ο στίχος που ακολουθεί έχει γραμματικά 9 συλλαβές, αλλά μετρικά έχει οκτώ, διότι δύο συλλαβές είναι βραχείες. “Σέ-γνω, ρί-ζωα, πό-την, κόψη…”.

Η μουσική είναι ακουστικό φαινόμενο. Μπορεί όμως να αναπαρασταθεί γραπτά με νότες στο πεντάγραμμο. Και η μουσικότητα της γλώσσας μπορεί να αποδοθεί γραπτά, εφόσον η γραφή είναι πιστή αναπαράσταση των φθόγγων, σαν τις νότες στο πεντάγραμμο, όπως ήταν στην κλασική αρχαία περίοδο (φωνητική γραφή). Από την Αλεξανδρινή εποχή έπαψε η διάκριση σε μακρά και βραχέα φωνήεντα. Κρίμα! Χωρίς ηχογράφηση, κανένας δεν ξέρει πώς ακριβώς ήταν η προφορά για να την ανασυστήσουμε και η Ερασμιακή προσπάθεια δεν πείθει. Η σύγχρονη γλώσσα διατηρεί μουσικότητα με εναλλαγή  τονιζόμενων και άτονων συλλαβών, ομοιοκαταληξία, φωνητική ομοιότητα εννοιολογικά αντίθετων εννοιών (π.χ. η χαρά εκλάμψει, η αρά εκλείψει) κλπ. Η ποίηση όμως έχει και νοητική ποιητικότητα, μεταχειριζόμενη νοητές αναλογίες με αντίστοιχες αισθητές έννοιες, όπως έκανε ο Βολταίρος μιλώντας για τη γλώσσα μας. Αφότου η δυνατότητα ανάγνωσης επεκτάθηκε στο σύνολο του πληθυσμού, υποβαθμίστηκαν βαθμιαία  τα μουσικά στοιχεία της ποίησης (ρυθμός, ομοιοκαταληξία κλπ), διατηρώντας κυρίως νοητά στοιχεία, όπως παρομοίωση, μεταφορά, προσωποποίηση, ασύνδετο κλπ.

Στα πλεονεκτήματα της γλώσσας μας περιλαμβάνεται και η ύπαρξη ποικιλίας καταλήξεων που επιτρέπουν την αλλαγή στη θέση των λέξεων σε μια πρόταση, χωρίς να αλλάζει το νόημα, αλλά τονίζοντας κάτι συναισθηματικά διαφορετικό. Η Αγγλική π.χ. δεσμεύεται να τοποθετεί το υποκείμενο πριν και το αντικείμενο ή το κατηγορούμενο μετά το ρήμα. Όχι η Ελληνική. “Ο Γιώργος έδωσε ένα βιβλίο στο Γιάννη ” τονίζει πως ο Γιώργος ήταν ο δοτήρας του βιβλίου. “Στο Γιάννη έδωσε ένα βιβλίο ο Γιώργος” τονίζει ότι το έδωσε στο Γιάννη (όχι σε άλλον). “Ένα βιβλίο έδωσε ο Γιώργος στο Γιάννη” επισημαίνει το είδος του δώρου.

Η εξέλιξη της γλώσσας, επειδή είναι ζωντανή, την έκανε να αλλάζει, χωρίς να διακοπεί η συνέχειά της. Στην κλασική περίοδο, η αλλαγή της γλώσσας συνδεόταν με αντίστοιχη αλλαγή της γραφής της, έτσι που πάντοτε υπήρχε αντιστοιχία ενός γραπτού συμβόλου για κάθε φθόγγο και ενός φθόγγου για κάθε γράμμα. Αυτή η αντιστοιχία έπαυσε στην Ελληνιστική περίοδο. Οι παλιοί, όταν το “ποιέομεν” άρχισαν να το προφέρουν “ποιούμεν” έγραψαν “ποιούμεν”. Οι νεότεροι, όταν το “αίμα” άρχισαν να το προφέρουν “έμα” συνέχισαν να το γράφουν “αίμα”, κλονίζοντας το στήριγμα της γλώσσας, τη μεγαλοφυή φωνητική γραφή. Η απώλεια αντιστοιχίας γλώσσας-γραφής επικράτησε.

“Τα ελληνικά σχολεία που στήθηκαν παντού σε πόλεις και χωριά (Μακεδονία αρχές 20ού αιώνα) δεν ήταν σε θέση να λειτουργήσουν αφομοιωτικά εξαιτίας ακριβώς της δύσκολης γραπτής γλώσσας, η οποία διαφέρει εντελώς από την διαδεδομένη λαϊκή γλώσσα. Αν η λαϊκή ελληνική ήταν και η γραπτή ελληνική, τότε θα γίνονταν η κοινή γλώσσα όλων των χριστιανικών λαών της Μακεδονίας” (G.Weigand).   

Η νεοελληνική είναι δυνητικά πλουσιότερη από την αρχαία. Διαφορετικές λέξεις με κοινή καταγωγή έχουν λεπτές συναισθηματικές ή και ταξικές παραλλαγές της ίδιας έννοιας. Από το “καλώ” έχομε την “κλήση” που μας δίνει ο τροχαίος και το “κάλεσμα” για γλέντι. Γραφή φωνητική της σύγχρονης γλώσσας, με δυνατότητα ανάγνωσης (όχι γραφής) της αρχαίας είναι, θεωρώ, μαζί, τα απαραίτητα για να ξαναπάρει η γλώσσα μας την υψηλή παραδοσιακή θέση της.