Δημήτρης Α. Σιδερής, ομ. Καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Ηπειρωτικός Αγών, 11 Ιουλίου 2020
Κρίνω κάτι. Αυτό θα πει ότι το συγκρίνω με κάτι άλλο. Tο άλλο μπορεί να είναι “υποκειμενικό”, η εικόνα που έχω της βούλησής μου, του τι θέλω. Το κάτι ικανοποιεί τότε το θέλω μου. Η κρίση είναι γνωστική λειτουργία. Πρέπει επομένως να ξέρω τι θέλω. Και, πιστέψτε με, δεν είναι εύκολο. Το θέλω μου προκύπτει από δύο πηγές. Είναι οι περιοδικές, σαν ταλαντώσεις, φυσιολογικές ανάγκες μου. Πεινώ και θέλω να φάω, διψώ και θέλω να πιω, θέλω να κάνω έρωτα κλπ. Η άλλη πηγή είναι τα ερεθίσματα που δέχομαι απέξω. Κάτι με πιέζει και θέλω να απαλλαγώ από την πίεση. Κάτι με ευχαριστεί και θέλω να αυξήσω την έντασή του. Συχνά τέτοια κρίση γίνεται υποσυνείδητα.
Βέβαια υπάρχει και η «αντικειμενική» κρίση. Έλλογη, συνειδητή. Συγκρίνω με κάποια άλλη, πρότυπη, οντότητα που διαφέρει ποσοτικά ή ποιοτικά από το συγκρινόμενο, όπως είναι τα σταθμά σε μια ζυγαριά ή ένα άλλο είδος σε ένα σύνολο. Η αντικειμενική σύγκριση μπορεί να ελεγχθεί, μια και είναι από όλους αισθητά το συγκρινόμενο και η μονάδα σύγκρισης. Η κρίση προϋποθέτει κάποιες σταθερές. Καθένας θα σκεφτόταν πως το σίδερο είναι βαρύτερο από το μπαμπάκι. Όμως ένα κιλό μπαμπάκι είναι πιο βαρύ από μισό κιλό σίδερο. Κάποιες νοητές σταθερές προϋπάρχουν πριν από την κρίση. Όταν το κρινόμενο είναι μια ποιότητα, ο υποκειμενικός παράγοντας είναι εντονότερος. Πίσω από κάθε «αντικειμενική» σύγκριση και κρίση υποκρύπτεται υποκειμενισμός. Τα σταθμά, το μέτρο, το δευτερόλεπτο, οι βαθμοί Κελσίου, κλπ έχουν συμφωνηθεί από μια ομάδα επαϊόντων συμβατικά. Αποφασίζουν για κάθε είδους μέγεθος μια «μικρή» στοιχειώδη μονάδα. Κι αυτό πέρα από το φυσικό σφάλμα που ενέχει κάθε μέτρηση.
Η υποκειμενική κρίση, όπως το αν χορταίνω με το φαγητό που βρίσκω ή ικανοποιούμαι ερωτικά με τη σύντροφο που έχω, είναι άμεση, μοναδική, δεν διατίθεται για εκτίμηση από άλλους. Γι΄ αυτό το λόγο είναι απόλυτα σεβαστή. Για ένα σύνολο, επομένως, εκείνο που μπορεί να γίνει είναι να ληφθεί υπόψη ο αριθμός εκείνων που έχουν μια κοινή κρίση, μια κοινή προτίμηση. Αυτή θα επιβληθεί σε όλους που επιθυμούν να ανήκουν σε ένα σύνολο, με τον όρο ότι δεν εμποδίζει τους άλλους να επιδιώκουν την επίτευξη της δικής τους βούλησης. Η επιθυμία να ανήκουν στο σύνολο είναι τότε η δική τους υποκειμενική βάση.
Η πιο έγκυρη αντικειμενική κρίση είναι η επιστημονική που βρίσκεται εκεί όπου διασταυρώνονται η υπόθεση με την παρατήρηση, η θεωρία με την εμπειρία, το νοητό με το αισθητό. Το μεγαλείο τέτοιας κρίσης είναι ότι αναγνωρίζει το ενδεχόμενο σφάλματος. Η αλήθεια που προκύπτει από την κρίση περιβάλλεται από μια άλω σφάλματος, που όμως η επιστήμη αφενός το μετράει και αφετέρου διαρκώς προσπαθεί να το περιορίζει. Ακόμη κι έτσι όμως συχνά ξεχνιέται ότι και η επιστημονική κρίση στηρίζεται σε αυθαίρετες θέσεις, τις οποίες δέχεται αναπόδεικτα, σαν αξιώματα. Ο Ευκλείδης ανέπτυξε το υπέροχο οικοδόμημα της Γεωμετρίας στηριζόμενος στο αναπόδεικτο αξίωμα ότι από ένα σημείο εκτός ευθείας μόνο μία παράλληλος άγεται. Στεριώθηκε για χιλιάδες χρόνια η επιστήμη του, καθώς έλυνε σωρεία προβλημάτων που μπορούσαν να προβληθούν πάνω σε μια επιφάνεια τόσο επίπεδη όσο η επιφάνεια του νερού σε μια λεκάνη. Ώσπου αμφισβητήθηκε το αξίωμά του και σχηματίσθηκε άλλη Γεωμετρία, όπου από ένα σημείο άγονται άπειρες παράλληλοι. Θα ήταν απλή παραδοξολογία η μη Ευκλείδεια Γεωμετρία, αν δεν έλυνε άλλα πολύπλοκα προβλήματα όπως της ναυσιπλοΐας, όπου ένας καπετάνιος ξεκινά από το βόρειο πόλο, πορεύεται ανατολικά και φθάνει στο νότιο πόλο, ενώ ένας άλλος ξεκινά κι αυτός από το βόρειο πόλο, πορεύεται αντίθετα δυτικά και καταλήγει κι αυτός στο νότιο πόλο. Η νέα Γεωμετρία καθιερώθηκε καθώς λύνει προβλήματα που μπορούν να προβληθούν σε μια επιφάνεια καμπύλη, όπως η επιφάνεια των ωκεανών πάνω στη γη.
Οι κοινωνικές επιστήμες προσπαθούν να λύσουν τα σύγχρονα προβλήματα προϋποθέτοντας κάποια αξιώματα. Τέτοια είναι π.χ. κανένας δεν θέλει να πεθάνει. Καθένας θέλει να είναι ελεύθερος, να κάνει ό,τι θέλει. Καθένας θέλει να είναι ίσος με τους άλλους, τελικά στην πρόσβασή του στον κοινό κοινωνικό πλούτο κλπ. Ωστόσο, τέτοια αξιώματα έχουν όρια. Σε κρίσιμες καταστάσεις, μπορεί κάποιος να πρέπει να επιλέξει μεταξύ μιας βασανισμένης (π.χ. από πόνους) ζωής και ενός τέλους ανώδυνου, ανεπαίσχυντου, ειρηνικού. Η απόλυτη ελευθερία κάποιων στο νεοφιλελευθερισμό, αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας άλλων. Όλοι είναι εξίσου ελεύθεροι να στερούν την ελευθερία των άλλων. Η ισότητα όμως καταργείται. Και η επιβολή μιας απόλυτης ισότητας, σε κάποιο Σταλινικό σοσιαλισμό, καταργεί την ελευθερία και τελικά την ίδια την ισότητα (αφού κάποιοι γίνονται πιο ίσοι από τους άλλους!). Πώς κρίνω λοιπόν;
Αναγκάζομαι να υιοθετήσω κι εγώ ένα αξίωμα, το αξίωμα της Αριστοτελικής μεσότητας. Η ανδρεία, έλεγε, βρίσκεται στη μεσότητα μεταξύ του θράσους και της δειλίας. Το ίδιο ισχύει για κάθε αρετή. Η Αριστοτελική μεσότητα διευκρινίζεται ότι δεν είναι ούτε ο μεσαίος όρος ούτε ο στατιστικός μέσος όρος, αλλά κάτι, μάλλον ακαθόριστο, μεταξύ δύο άκρων. Μια εξέλιξη σ΄ αυτή τη θέση είναι ότι η Αριστοτελική μεσότητα ποικίλλει στο χρόνο, μεταξύ δύο ουδών (κατωφλιών). Δεν είναι ένα ακίνητο σημείο, αλλά ταλαντώνεται ακολουθώντας κάποιο σχήμα. Όσο κινείται μεταξύ των δύο άκρων, μια γενική αρνητική ανάδραση την αποκαθιστά μόλις πλησιάζει στον ένα ουδό. Αν όμως η εκτροπή είναι πολύ ισχυρή, αγγίζει τον ουδό και εκεί η ποσοτική μεταβολή μετατρέπεται σε ποιοτική. Η αρνητική ανάδραση μεταπίπτει σε θετική, δηλαδή σε φαύλο κύκλο.
Το αξίωμά μου απαιτεί, όσο βρίσκομαι στα επιτρεπτά όρια, να περιορίζομαι σ΄ αυτά. Τι γίνεται όμως όταν αυτά καθαυτά αποτελούν αυτοαναιρούμενο φαύλο κύκλο; Το 1ο άρθρο του Συντάγματός μας π.χ. ορίζει ότι: «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα». Επομένως ο Λαός δεν έχει την εξουσία να αλλάξει το Σύνταγμα! Στο διηνεκές. Αυτοαναίρεση του Συντάγματος. Όμως μπορεί να έλθουν σε σύγκρουση η Ηθική, η βούληση του Λαού, με το Δίκαιο, τη βούληση των Αρχόντων. Τέτοια σύγκρουση μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη, ανεξάρτητα από το ποιος ή πώς την άρχισε. Και τότε επικρατεί το Δίκαιο του ισχυροτέρου και του τυχαίου. Οσοδήποτε επιθυμητή ή αναγκαία είναι τέτοιου είδους αλλαγή, οφείλει να λάβει υπόψη της το ενδεχόμενο τέτοιων αξιωμάτων και να μην επιχειρηθεί αν δεν υπάρχει σαφές σχέδιο ευρέως αποδεκτό και σαφής δυνατότητα (ποτέ βεβαιότητα!) ότι είναι δυνατό να επιτύχει.