(Διήγημα)
Αλεξανδρινή Τέχνη, 2, 1931. Αναδημοσίευση, Ναξιακά Χρονικά, Ιαν-Μάρτ, 2020, 66

Άγάντα παιδιά και τους φάγαµε. Άγάντα και κοντεύοµε να περάσωµε πρώτοι. Περιουσία είν’ αυτή, δεν είναι παίξε γέλασε … Κι’ έπειτα σμυρίγλι πρώτης σου λέει o αλλος. “Η Άµερικη βγάζει, λέει, τεχνικό και µας συναγωνίζεται. Για τη ζήση µας πασκίζοµε.” Αν δε παλέψωµε ολα πάνε χαµένα.
Άγάντα! φώναζε ο καπετάνιος της παρέας δίνοντας θάρρος στους δουλευτάδες και ή φωνή του αντιλαλουσε µακρυά µέσα στους θόλους της µπούκας*. Οι αξίνες βαροκοπούσαν και οι λιγόφωτοι λύχνοι-καντήλια τρεµόσβυστα – µόλις και µε βία οδηγούνε τον ανθρώπινο κόπο.
Χρόνια, µήνες, γεννιά προς γεννιά, σκάψανε κι ανοίξανε τα σπλάχνα της γης. Μοναδικός του χωριού πόρος. Απ΄ όλες τις µεριές του βουνού άλλο δε βλέπει κανένας απο στόµατα σκοτεινά ολάνοιχτα έτοιµα να ρουφήξουν, µα που πάντα ξερνούν.
Η ζωη θα ήταν πολύ δύσκολη για όλους αυτούς τους χωριάτες, πάνω στη γη, αν µέσα στα σκληρά σπλάχνα της δεν κινιόταν όλος αυτός ο κόσµος.
Εκατό; διακόσια µέτρα βαθειά ; …
Ποιός ξέρει … Κάποτε και περισσότερα.
Ώρες ολόκληρες μπορεί κανένας να πηγαίνει μές΄ το πυχτό σκοτάδι χωρίς να ξεχωρίζει από πού είχεν έρθει.
Ανοιχτοί διάδρομοι, λαβύρινθοι, πηγάδια που σαν δεν ξέρεις να τ’ αποφύγεις σε καταπίνουν και πας. Χανεσαι …
Μέσα, νύχτα τεχνικά φωτισμένη∙ έξω, χαρά θεού, μέρα ηλιόλουστη. Και σ΄ όλ΄ αυτά σκιές ζωντανές, σκοτεινές, πυκνές, ίδρωμένες, τσακισμένες στά δύο, μπράτσα π’ άνασηκώνονται και πάλι βαρειά ξαναπέφτουν. Ο μόχτος ζωντανεμένος σαν φίδι που σαλεύει μέσα στα έγκατα της γης.
Κρότοι ύποχθόνιοι που επαναλαμβάνoνται στα κούφια κενά σαν στεναγμοί μουγκοί του ναρκωμένου ασάλευτου αρρώστου που νοιώθει να του κόβουν κομμάτι σε κομμάτι
τη σάρκα του. Βογγάει και ή γη η ασάλευτη, που της πετσοκόβουν κομμάτι σε κομμάτι τη σάρκα της.
– Άγάντα, παιδία, να βγούμε πρώτοι!
Οι αξίνες βαρειά πέφτουν με την ελπίδα και την απαντοχή της νίκης. Από την άλλη μεριά του βουνού, μια άλλη παρόμοια σκηνή ξετυλίγεται, κι άλλος ένας μικρόκοσμος
παλεύει για να φτάσει πρώτος να προσπεράσει και να κερδίσει έδαφος.
‘Έτσι συμβαίνει κάποτε στα ορυχεία.
Ανοίγεται εδώ μια τρύπα «μια απόπειρα», κόβονται βράχια πελώρια, ψάχνουν μια δίοδο και περπατούν στα τυφλα χωρίς να ξέρουν που θα φτάσουν. Ποοχωρούν αργά,
με κόπο, κι ένα καλό πρωί ακούνε μπρός των.- πίσω από το πέτρινο τοίχωμα, άλλους θόρυβους όμοιους μ’ αυτούς που παράγουν αυτοί οί ίδιοι, και το ίδιο ρυθμικoύς. Και
τότε μέσα των ένας πόθος ορθώνεται να προσπεράσουν, να κερδίσουν, να πάνε βαθύτερα ακόμα γιατί έρχονται οι άλλοι αντίθετα να κόψουν το ψωμί, τη ζήση της οικογένειας.
Κάποτε ένα πάθος τους κυριεύει για όλους αυτούς που φθάνουν για να σπάσουν το δρόμο του κέρδους των.
– Άγάντα παιδιά, κουράγιο …
Ο καπετάνιος – έτσι λένε τον αρχηγό της όμάδας- σπρώχνει τα γερά παλληκάρια.
Νύχτα και μέρα μόχτησαν να προχωρήσουν. Μια βδομάδα τώρα κοιμόντανε με βάρδια, κι απόψε είναι η κρίσιμη στιγμή. Από το χωριό τους ήρθε μήνυμα να πάψουν
να δουλεύουν γιατί κάποια γυναίκα ονειρεύτηκε πως μέρα θλιβερή θα ξημερώσει για όλους.
Ένα μαύρο σύννεφο ερχότανε, λέει, από μακρυά και σκέπασε όλην εκείνη την πλαγιά κι’ αμέσως φλόγες ξεπετάχτηκαν από τη γη και βουή και αντάρα …
———–
(*) Μπούκα. ‘Ορυχείο κάτω από την επιφάνεια της γης.
– Κακό σημάδι και να μη δουλέψουν.
– Κουτοθήλυκα! αν άκουε ο θεός των κοράκων … Σημασία στα όνειρα μιας παλαβής… Να δούμε τί θα φάνε σαν αφήσωμε τους άλλους να μας φάνε το έχει μας.
Και οι αξίνες χτυπούνε με πιότερο ζήλο, πιο βαρειά, πιο βιαστικά. Λιγνό απομένει το τοίχωμα. Λίγο ακόμα και θ΄ακούγονται των άλλων οι ομιλίες γιατί κι αυτοί δε χάνουνε καιρό φυσικά.
– Κι έπειτα δεν πρέπει να πιαστούνε στα χέρια. Για το θεό! ‘Όχι θυμούς … Υπάρχουνε παιδιά, γυναίκες που περιμένουν … Τι, θα το κάνουνε σαν τους άλλους κείνους του Μαύρου Έγκρεμού που πιαστήκανε στα χέρια και τους βγάλανε μισοσκοτωμένους από κει μέσα;
Αν δεν ήταν η οικογένεια! Αίμα είναι αυτό, βράζει φιλότιμο … Γιατί οι άλλοι κι’ όχι αυτοί; όποιος προφτάσει. Μα τώρα το καλό και το δίκιο θα γυρέψουν, κι όλα θα πάνε καλά.
Είναι, βλέπεις κι ο Πέτρος, ο νιόπαντρος, πάνε δεν πάνε δυο βδομάδες πούβαλε μυριοπόθητο στεφάνι, και του Γιαννούλη που γέννησε η γυναίκα του προχτές ακόμα το
πρώτο της αγόρι ύστερα από τέσσερις κόρες; Και η μάννα τ’ Αντρίκου πούχασε τον άντρα της σε μια κατάρεψη, κι’ άπο τότε είναι καρδιακιά η έρμη. Ένα μοναχογυιό τόν
έχει και τρέμει απάνου του και τον βαγιοκλαδίζει. Σύρθηκε στα πόδια του να μη γίνει κι’ αυτος «μπουκαδόρος» μά, βλέπεις, το αίμα τραβάει, είναι σαν τους θαλασσινούς κι αυτοί, πάππου προς πάππου. Καθένας από κεί μέσα καποιον έχει να τον περιμένει το βράδυ στο κατώφλι με χτυποκάρδι κι’ ανυπομονησία γιατί είναι επίφοβη η άτιμη η
δουλειά. Δεν ξέρει κανένας τι μπορεί να συμβεί από τη μιαν ώρα ως την άλλη.· Δεν είναι συχνά τα δυστυχήματα γιατί ξέρουν καλά τη δουλειά τους και προσέχουν, μα όσο
νάναι δεν είναι και λίγοι όσοι έχουνε χαθεί. Σήμερα είναι ένας βράχος που ξεφεύγει, αύριο ένας σωρός χώμα, την άλλη ενα «ντεκωβίλ» που ξεγλύστρισε απότομα κι έπεσε
πάνω στο «διαλογέα» … Κι άλλα … Κι άλλα … Καταραμένη μοίρα που τους όρισε να παλεύουν μέσ΄ τα σκοτάδια μ’ ένα στοιχείο που σ’ ΄όλους είναι γενναιόδωρο και σ’ αυτούς που είναι από πάνω, και σ’ αυτούς που τα σπλάχνα του σκάβουνε, μα τούτοι δω οι τελευταίοι πάντα ακριβά πληρώνουν τα δώρα που τους δίνει. Όλοι μιας ίδιας οικογένειας κληρονόμοι, πού, μη κακό τους, αν πάθουνε κάτι ένα ολόκληρο σόϊ θα μαυροφορεθεί και θ’ αρφανέψει.
Ανάθεμά την τέτοια ζήση. Γονατιστές οι γυναίκες θάπρεπε να παίρνουν τα λεφτά του αντρίκειου κόπου. Γιατί επί τέλους κι αυτοί οι άλλοι όταν μάθανε πως φτάνουνε
στα ξένα όρια δεν τράβηξαν άλλη γραμμή μόνο έρχονται καταπάνω τους.. .
Πείσμα εσύ, πείσμα εγώ. Να ιδούμε ποιος θα νικήσει, με μιαν ώρα, το πολύ σε δυό, τ’ αποτέλεσμα θάχει βγει.
– Άγάντα παιδιά, κουράγιο …
Σιωπηλά τώρα, ανεβοκατεβαίνουν τα μπράτσα και μόνο το αγκομαχητό του λάρυγγα που ξεραίνεται αντηχά σαν να βγαίνει από ένα μονάχα στόμα. ‘Ο ιδρώτας πηχτός, κόμπος, κόμπος, πέφτει στο σκληρό μέταλλο. Σπίθες ξεπετάγονται απ’ το ατσάλι. Ό ύπνος που όλη νύχτα έπαιξε με τα βαρειά βλέφαρα φεύγει τώρα μπρος στην αγωνία της βίας …
Και ξαφνικά.
Κοσμοχαλασιά. ‘Ένας βόγγος τιτάνιος. Γκρεμίσματα, χαλάσματα με σκόνη και καπνό ανάμικτα, που σκορπίζονται σ’ όλες τις διευθύνσεις και μαζύ, ενα “Ωχ!” πελώριο που φθάνει έξω στη φωτεινή και ήρεμη επιφάνεια με την τραγικότητα και τη φρίκη του κακού που συνέβηκε.
………
Μέσ’ το χωριο αλλαλαγμός.
– Σκοτώθηκαν πολλοί;
– ‘Όλοι;
– Πόσοι;
– Οι πέντε μείνανε στον τόπο, οι άλλοι βαρειοπληγωμένοι. Έξι φουρνέλα πάνω τους, κατάστηθα, σ’ απόσταση λίγων μέτρων …
‘Εδώ ένα πόδι, εκεί μυαλά κολλημένα, αλλού ένα δάχτυλο με το λαμπρό ακόμα χρυσό δαχτυλίδι κάτω από το σωρό τις πέτρες Κι αλλού ένα κεφάλι με το κορμί θαμμένο στα συντρίμια ένα σγουρόμαλλο μελαχροινό κεφάλι με το χαμόγελο ξαφνικά σκλαβωμένο στα χείλη.
Χαλασμός και πόνος!
– Ξεσπάστε στο θρήνο, γυναίκες και παιδιά, οι αφέντες δουλευτάδες σας δε θα τούς ξαναειδείτε … Εκδικήθηκεν η γη. Η κατάρα της έπεσε πάνω σ’ αυτούς που την αγγίξανε…
Μα τάχα είναι η κατάρα της γης, ή μήπως οι άνθρωποι στάθηκαν και δω πιο δυνατοί;
…………..
Η αυγή ρόδιζε γλυκά τυλίγοντας τον πάνω κόσµο µε τη δροσερή οµορφιά της, σαν να µην είχε τίποτε συµβεί, µόνο από την πλάγια του βουνού δυο συνοδείες κατεβαίνανε αργά. Η µια γοερή και θλιβερή πάει στο κοιµητήρι, η άλλη επιβλητική κι αθόρυβη βαδίζει για τη φυλακή.
Κανένας δεν επέρασε πρώτος, όλοι τον ίδιο δρόµο πάνε. Το µέρος εκείνο έρηµο θα µείνει. Κανένας δε θα το διεκδικήσει. Ποιός θα τολµούσε να ταράξει το θυµό που
απόµεινε κρυµµένος;
ΚΑΤΙΝΑ Δ. ΜΠΑΤΛΑ