Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitrissideris.wordpress.com
Πρωινός Λόγος, Τρίκαλα, 27 Φεβρουαρίου 2020
Είμαι ελεύθερος. Αποφάσισα να πάω σε μια συναυλία. Στο δρόμο συνάντησα ένα φίλο. Μου πρότεινε να πάμε μαζί στο ποδόσφαιρο. Ολυμπιακός Παναθηναϊκός! Είμαι ελεύθερος να αποφασίσω. Συναυλία ή ποδόσφαιρο; Ισχυρίζομαι: Ελεύθερος σημαίνει να κάνω αυτό που μου υπαγορεύει ο σκοπός που σχημάτισα μόνος μου μέσα μου και όχι η εξυπηρέτηση του σκοπού ενός άλλου. Πόση ελευθερία έχω λοιπόν;
Η ελευθερία μου εξαρτάται από τις δυνατότητές και τη βούλησή μου. Η βούλησή είναι δύο ειδών (Αριστοτέλης): Προαίρεση, που κατευθύνεται από τη σκέψη, το λογικό στοιχείο του νοητού Εγώ μου· και όρεξη, που λειτουργεί με αυτονομία, “φύσει” – και από κει κι έπειτα σταματά κάθε συζήτηση. Αυτό το “φύσει” προσπάθησαν να διερευνήσουν νεότεροι διανοητές. Μπορεί να είναι μια ακαθόριστη φυσική ζωτική ορμή, σαν αυτή που υποστήριξε ο H.L.Bergson. Ή να είναι πιο συγκεκριμένη, η απωθημένη ερωτική επιθυμία (S.Freud. H.Markuse). Ξεκινώντας από τον Αριστοτέλη, κατέληξαν οι G.W.F.Hegel και K.Marx να δουν την περιοδικότητα που υπάρχει στις ιστορικές αλλαγές. Και ο VanDerPol πριν από ένα αιώνα είδε αυτή την περιοδικότητα σα μια ασύμμετρη ταλάντωση (ταλάντωση χάλασης), που βοηθά να κατανοηθούν φυσικά, βιολογικά, ψυχολογικά και κοινωνικά φαινόμενα. Η όρεξη ακολουθεί τους νόμους των ταλαντωτών χάλασης. Έχει αυτονομία, όπως κάθε ταλαντωτής, όπως το ρολόι του τοίχου, αλλά και ανταποκρίνεται σε ερεθίσματα, επιτρέποντας να κατευθύνεται από το Λόγο μας. Πότε είμαστε λοιπόν ελεύθεροι; Όταν οδηγούμαστε από την όρεξη που πηγάζει από μέσα μας ή από την προαίρεσή που διαμορφώνεται από το περιβάλλον μας; Συνεχίζοντας την πορεία μου προς τη συναυλία ή ακολουθώντας το φίλο μου στο γήπεδο;
Αλλοτρίωση σημαίνει ότι υποτάσσω εκούσια τη βούλησή μου στη βούληση κάποιου άλλου. Πώς γίνεται αυτό;
Τόσο η ταλαντούμενη όρεξη όσο και ο Λόγος δέχονται επιδράσεις από το περιβάλλον. Η όρεξη δεν καταστέλλεται. Περιοδικά πεινάω, διψάω, αφοδεύω, κοιμάμαι, κάνω έρωτα. Η ερωτική διάθεση δεν εξαφανίζεται, θα ικανοποιηθεί με σύντροφο, αυτοϊκανοποίηση ή ονείρωξη. Άλλες ψυχολογικές ταλαντώσεις, αν δεν ικανοποιηθούν οδηγούν στο θάνατο. Ωστόσο, ελέγχονται, ως ένα βαθμό από το Λόγο. Ο λόγος δεν αφανίζει ούτε δημιουργεί· βάζει τάξη σε χρόνο και χώρο. Το 24ωρό μας διαιρείται σε τρία ωράρια, το αισθητό για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών μας, κυρίως στο σπίτι μας, το κοινωνικό, για την ικανοποίηση των κοινωνικών υποχρεώσεών μας στον τόπο της εργασίας μας και το νοητό, για την ικανοποίηση των προσωπικών σκοπών μας, με ουσιαστική συνιστώσα τη φαντασία, οπουδήποτε. Υπάρχουν όμως και παθολογικές ταλαντώσεις της βούλησης που σχηματίζονται με την ανάπτυξη εξαρτημένων αντανακλαστικών. Είναι οι χημικές εξαρτήσεις σαν της ηρωίνης και οι ψυχολογικές εξαρτήσεις σαν του τζόγου. Όλες σχετίζονται με την έκκριση των ορμονών της υπερδιέγερσης (στρες). Αν και η μη ικανοποίησή τους δεν οδηγεί στο θάνατο, ο έλεγχός τους από το Λόγο είναι εξαιρετικά δύσκολος. Από τη σκοπιά της όρεξης, λοιπόν, ελεύθερος δεν είμαι, όταν έχω αναπτύξει παθολογικές ταλαντώσεις, αλλά και όταν υπάρχει καταστολή των φυσιολογικών ταλαντώσεων, όταν μου απαγορεύεται η ικανοποίησή τους. Η όρεξη δεν επιδέχεται αφανισμό.
Το γνωστικό στοιχείο του ανθρώπου είναι εκείνο που τον κάνει να διαφέρει από τα ζώα. Χάρη στην ικανότητά του να αναπτύσσει, μόνος αυτός, δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, στα πλαίσια μιας κοινωνίας, επικοινωνεί με τα λοιπά μέλη όχι μόνο συναισθηματικά, όπως τα άλλα ζώα, αλλά και λογικά, με λόγια. Αυτή η επικοινωνία οδηγεί στο σχηματισμό του νοητού Λόγου, που είναι σχεδόν κοινός για όλα τα μέλη της κοινωνίας. Λόγος δεν σχηματίζεται εκτός κοινωνίας. Η προαίρεση επομένως έχει έντονη κοινωνική συνιστώσα. Χάρη στα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, προσφέρει ευρείες επιλογές. Η διαμόρφωση του “θέλω” μας από την προαίρεση, αν υπερβαίνει τις αντοχές του αυτοματισμού των ταλαντώσεων της βούλησής μας μάς υποδουλώνει. Αν με κάποιο τρόπο στερηθώ το νερό, θα κάνω ό,τι μου ζητηθεί από άλλον για να πιω και να ξεδιψάσω. Είμαι υποχρεωμένος να ενεργώ στα πλαίσια που μου ορίζει ο κοινωνικός περίγυρός μου.
Η ένταξή μου σε μια κοινωνία μου στερεί επομένως ελευθερία. Από την άλλη, αν δεν ενταχθώ σε κοινωνία, δεν επιβιώνω, σαν άνθρωπος τουλάχιστον· είμαι θεός ή θηρίο (Αριστοτέλης). Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, είμαι αλλοτριωμένος στο επαγγελματικό ωράριό μου. Κάνω τότε όχι ό,τι θέλω, αλλά ό,τι θέλει κάποιος άλλος, που μπορεί να είναι και απρόσωπος. Ισχύει ακόμη και στο “ελεύθερο” επάγγελμα, οπότε ενεργώ όπως απαιτεί ο πελάτης. Σε εξαρτημένη εργασία επιπλέον, οι δραστηριότητές μου δεν είναι αρτιωμένες. Δεν εκτελώ ένα ακέραιο έργο, αλλά μέρος του, έτσι που δεν μπορώ να ξεκινήσω κάτι από την αρχή και να το δω τελειωμένο. Κάνω υποχρεωτικά μέρος μόνο της δουλειάς, στο οποίο έχω εξειδικευθεί, έτσι που το εκτελώ αυτοματικά και αποδοτικά. Άλλος κάνει άλλο, άλλος άλλο μέρος και τελικά, προϊόν είναι το ολοκληρωμένο έργο. Κανένας δεν εκτελεί ολόκληρη τη διαδικασία. Αυτό σε αντίθεση με τον ερασιτεχνισμό, όπου, από το σχηματισμό του νοητού σκοπού ως την αξιολόγηση του τελικού έργου γίνονται τα πάντα από εμένα τον ίδιο και μου προσφέρουν την ικανοποίηση της ευδαιμονίας. Αλλά η ερασιτεχνική εργασία γίνεται στο νοητό, όχι στο επαγγελματικό ωράριο. Στο επαγγελματικό ωράριό μας είμαστε αλλοτριωμένοι. Έτσι προοδεύει η κοινωνία. Χάρη σ΄ αυτή την αλλοτρίωση, μπορεί καθένας να ικανοποιεί τις ανάγκες της αισθητής και της νοητής όψης της ύπαρξής του.
Πρόβλεπε ο Αριστοτέλης ότι η δουλεία θα καταργηθεί όταν αρχίσουν οι δουλειές να γίνονται αυτόματα. Σήμερα βαδίζομε προς αυτή την κατεύθυνση. Ο δούλος ήταν ισόβια αλλοτριωμένος διαρκώς. Στην αρχή της βιομηχανικής επανάστασης ο εργαζόμενος ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται αλλοτριωμένα (επαγγελματικό ωράριο) για >14 ώρες. Ήδη εργαζόμαστε αδρά για 4-6 ώρες το 24ωρο. Επιπλέον, σκληροί αγώνες των εργαζομένων επέβαλαν στους εργοδότες πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας κι αυτοί είδαν ότι τέτοιες συνθήκες αύξαιναν την απόδοση της δουλειάς. Βαδίζομε τις τελευταίες δεκαετίες καλπάζοντας σε επέκταση του αυτοματισμού. Μπορώ να φαντασθώ στο εγγύς μέλλον 1 ώρα εργασίας στο 24ωρο. Με τέτοιες συνθήκες όμως, οι αγώνες των εργαζομένων γίνονται ανίσχυροι. Δεν πιέζεται ο εργοδότης αν ο εργαζόμενος δε δουλέψει τη 1 ώρα μόνο που κανονικά εργάζεται. Τέτοια προοπτική οδηγεί σε αλλοτρίωση πια και του ελεύθερου ωραρίου του καθενός. Διότι η ικανοποίησή του εξαρτάται από την απόδοση του επαγγελματικού ωραρίου. Η πολιτική θα μπορούσε να δώσει λύση, με εκπεριτροπής εναλλαγή όλων των πολιτών στους κοινωνικούς ρόλους των αρχόντων, που αποφασίζουν τα “πρέπει” και επιβάλλουν ποινές σε όσους τα παραβαίνουν.