Στολή

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, wordpress.com

Κοινή Γνώμη, 11 Φεβρουαρίου 2020

Θυμάμαι. Μαθητές. Πηλίκιο στο σχολείο, αλλά και έξω από αυτό. Ακάλυπτοι τιμωρούμαστε. Τα κορίτσια φορούσαν μαύρη ποδίτσα με λευκό γιακαδάκι. Ήταν ένα χάρμα να βλέπεις να σχολάει το Γυμνάσιο θηλέων και να ξεχύνονται στους δρόμους εκείνα τα εξαίσια νεαρά πλάσματα. Δυσφορούσαμε όμως. Να επιδεικνύουμε τη μαθητική ιδιότητά μας και μάλιστα με την απειλή ποινής; Καλά, στρατιωτάκια είμαστε; Δεν είμαστε ελεύθεροι να φοράμε ό,τι θέλαμε; Με τη στολή μας γινόμαστε εύκολα αντιληπτοί από τους καθηγητές μας, που έξω από το σχολείο γίνονταν παιδονόμοι. Με ανακούφιση είδα, ενήλικας πια (επέτειος!), να καταργούνται η ποδιά και το πηλίκιο, η αστυνομοκρατία. Βέβαια, υπήρχαν κάποιες (ψευτο;)δικαιολογίες υπέρ της στολής. Με το «ελεύθερο» ντύσιμο, τα παιδιά μπορούσαν να επιδεικνύουν την ταξική διαφορά τους. Τα πλούσια κορίτσια φορούσαν μεταξωτά, ενώ τα φτωχά τσίτι. Αλλά, μήπως και η ποδιά δεν μπορούσε να είναι ραμμένη με ακριβό ή φτηνό ύφασμα; Κάλυπτε την ποιότητά της το ομοιόμορφα μαύρο του υφάσματος;

Τώρα είμαι γέρος! Έχω αθροίσει μέσα μου συναισθήματα μιας ολόκληρης ζωής. Και είναι μοναδικά δικά μου.

Πάω λοιπόν σε καταστήματα. Χρειάζομαι τη βοήθεια υπαλλήλου. Ανακουφίζομαι που τον αναγνωρίζω εύκολα με τη στολή που φοράει. Το ίδιο, στο νοσοκομείο, ξεχωρίζω εύκολα γιατρούς, νοσοκόμες, καθαρίστριες και λοιπό οργανικό προσωπικό από τους λοιπούς εμάς, αρρώστους και επισκέπτες. Και σε μια δημόσια υπηρεσία ή τράπεζα, θάθελα να μπορώ να αναγνωρίζω τον υπάλληλο που, αντί να κάθεται στο γραφείο του για να με εξυπηρετήσει, κόβει βόλτες στο διάδρομο.

Η στολή λοιπόν είναι χρήσιμη. Διευκολύνει ελάχιστα μεν τη ζωή, αλλά μεγάλου πλήθους ανθρώπων. Η στολή, και μάλιστα επώνυμη, είναι το ενδεικτικό στοιχείο του ρόλου καθενός. Θυμίζω πως η κοινωνία αποτελείται από ένα σύνολο ρόλων που συναπαρτίζουν τη λειτουργία της. Το 24ωρο καθενός διαιρείται σε 3 ισοδύναμα ωράρια. Ένα είναι αφιερωμένο στην ικανοποίηση των αναγκών του αισθητού, σωματικού μας Εγώ. Είναι οι ώρες του ύπνου και των λοιπών βιολογικών αναγκών μας. Αναλώνεται κυρίως στο σπίτι μας. Σε ιδιαίτερες συνθήκες, όπως στην αρρώστια, στη νηπιακή ή γεροντική ηλικία, το ωράριο του αισθητού Εγώ μπορεί να επεκτείνεται ως το σύνολο της καθημερινότητάς μας. Ένα δεύτερο μέρος του 24ώρου είναι αφιερωμένο στις ανάγκες του κοινωνικού Εγώ. Είναι το κατεξοχήν επαγγελματικό μας ωράριο. Κάθε εργαζόμενος, δημόσιος ή ιδιώτης, υπηρετεί την κοινωνία, όπως κάνουν τα μυρμήγκια και οι μέλισσες διαρκώς, και αμείβεται για την υπηρεσία του, από την προϊστάμενη δημόσια ή ιδιωτική αρχή, έτσι που να μπορεί να απολαμβάνει τα άλλα δύο ωράριά του. Αναλώνεται στους χώρους εργασίας. Τείνει να μηδενίζεται στην παιδική ηλικία, στην αρρώστια, στα γεράματα. Το τρίτο μέρος του 24ώρου ανήκει στο νοητό Εγώ, στη διάρκεια του οποίου καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όπου θέλει, εφόσον δεν παρεμποδίζει τους άλλους να κάνουν ό,τι θέλουν όπου θέλουν. Παραδοσιακά ίσχυε το 24ωρο των τριών οκταώρων. Τα τελευταία χρόνια αυτή η συμφωνία έχει καταστρατηγηθεί με το ευφημιστικά λεγόμενο «ελαστικό» ωράριο. Φυσικά, το ωράριο πρέπει να έχει ελαστικότητα, καθοριζόμενη όμως από τις ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες (ηλικία, υγεία, ασφάλεια κλπ) και όχι από τα επιχειρηματικά συμφέροντα του εργοδότη.

Η λειτουργία του κοινωνικού ωραρίου διευκολύνεται, με την ύπαρξη διακριτικών. Αναπολώ τα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι στο δημοτικό, κάποια στιγμή, στο διάλειμμα, βλέπω κάποιον άντρα να έρχεται να με πιάνει από τα αυτιά να με σηκώνει ψηλά και να με γεμίζει χαστούκια. Δεν το είπα σε κανένα, ούτε στους δασκάλους ούτε γονείς μου. Ντρεπόμουν! Δεν τον ήξερα, αλλά άκουσα πως ήταν ο πατέρας ενός παιδιού με το οποίο είχαμε τσακωθεί στο παιχνίδι. Εγώ δεν το είπα, αλλά, καθώς έγινε δημόσια, το έμαθαν οι δάσκαλοι. Καλά, πώς βρέθηκε εκείνος μέσα στο σχολείο χωρίς να τον πάρουν είδηση; Μήπως θα ήταν ασφαλέστερα τα πράγματα, αν οι λειτουργοί του σχολείου, οι δάσκαλοι, φύλακες κλπ, είχαν κάποια «στολή» που να τους ξεχωρίζει από τυχόντες επισκέπτες, γονείς παιδιών, ή κακοποιά στοιχεία, διακινητές ναρκωτικών ή εκπορνευτές;

Και τώρα, γέρος, κατέληξα. Ναι, η στολή χρειάζεται στο σχολείο. Τόσο για τους μαθητές, όσο και, προπάντων, τους δασκάλους και καθηγητές τους. Χρειάζεται η στολή στο επαγγελματικό ωράριο του κοινωνικού Εγώ, στο χώρο της εργασίας όλων. Έξω από το χώρο της δουλειάς, οι πολίτες μπορούν να εμφανίζονται όπως νομίζουν και να κάνουν ό,τι θέλουν στο σπίτι τους (αισθητό Εγώ) ή οπουδήποτε αλλού (νοητό Εγώ). Και οι μαθητές αντίστοιχα έξω από τις ώρες του σχολείου μπορούν να εμφανίζονται και να κάνουν ό,τι θέλουν, κάτω από την εποπτεία (και ευθύνη) των γονιών τους. Κάθε εργαζόμενος όμως οφείλει να αναγνωρίζεται εμφανώς ότι εκτελεί το ρόλο του στο επαγγελματικό του ωράριο και χώρο με κάποιον τρόπο, παρουσιαζόμενος όπως θέλει στο λοιπό χρόνο του. Ακόμη κι ο πρωθυπουργός στις επίσημες συσκέψεις οφείλει να έχει τυποποιημένη εμφάνιση (είτε διεθνώς καθιερωμένη είτε και ως τοπική παράδοση). Η περιβολή οφείλει να είναι όπως πρέπει (“αξιο-πρεπής”), ανάλογα με το ρόλο που εκφράζει. Στην παραλία μαγιό, στο χώρο δουλειάς στολή (λευκή μπλούζα για το γιατρό, ράσο για τον ιερέα, κατάλληλη στολή για τον υπάλληλο κλπ), στις ελεύθερες ώρες κατά τις προτιμήσεις του χρήστη τους.

Αντίθετα από τη στολή στο κοινωνικό ωράριο καθενός, η στολή σε άλλες ώρες συμβάλλει στην ισοπεδωτική ομοιομορφία που ταιριάζει στα ολοκληρωτικά καθεστώτα. Θυμίζω τις στολές της ναζιστικής, φασιστικής, Μεταξικής νεολαίας, τους “άλκιμους” της επταετίας, τους Χρυσαυγίτες.

Η στολή του στρατιώτη, το ράσο του παπά, η μπλούζα του γιατρού, οι στολές των υπαλλήλων, χρειάζονται, καθώς είναι ενδεικτικές του κοινωνικού ρόλου που επιτελείται. Ο ένστολος είναι εντεταλμένος από την κοινωνία να την υπηρετεί ανάλογα. Αντίθετα, έξω από το κοινωνικό ωράριο του, αποτελεί μη επιτρεπτή διάκριση, είτε υπέρ αυτού είτε εναντίον του. Ο στρατιώτης στη διάρκεια της θητείας του έχει τεθεί απόλυτα στην υπηρεσία του έθνους. Άρα, φοράει τη στολή διαρκώς. Το κοινωνικό ωράριο του μαθητή είναι στο σχολείο του, άρα τότε μόνο πρέπει να φορά το όποιο διακριτικό, με το όνομά του, το ίδιο και οι δάσκαλοί του. Νέος μετεκπαιδευόμουν στην Αγγλία. Φορούσαμε όλοι άσπρη μπλούζα. Ακολουθούσαμε το διευθυντή που έφερε και μια κονκάρδα με το όνομά του. Οι υπόλοιποι δεν φορούσαμε κονκάρδα: «Είμαι ο μόνος άγνωστος στην παρέα και, γι΄ αυτό ο μόνος που χρειάζεται να εμφαίνει το όνομά του», παρατήρησε με το καυστικό, Αγγλικό χιούμορ του. Την επομένη είμαστε όλοι επώνυμοι.

 

Leave a comment