ΗΔΟΝΗ ΚΑΙ ΟΔΥΝΗ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Πρωινός Λόγος, 6 Οκτωβρίου 2019

Ο ερεθισμός ενός αισθητηρίου με ικανή ένταση καταλήγει στη δημιουργία ενός αισθήματος. Πολλές φορές η διέγερση επιστρέφει στον αντικειμενικό, αισθητό από όλους, κόσμο με μια έκκριση ή μια κίνηση: Αντανακλαστικό τόξο. Μερικές φορές η απάντηση στο ερέθισμα επηρεάζει το ερέθισμα, άλλοτε εντείνοντας τη δράση του (θετική ανάδραση) και άλλοτε μειώνοντάς την (αρνητική ανάδραση). Η θετική ανάδραση συνοδεύεται από ένα ευχάριστο αίσθημα (ηδονή), η αρνητική από δυσάρεστο (οδύνη). Το άρωμα μιας γαρδένιας μου προκαλεί βαθύτερη εισπνοή, μια πικρή μπουκιά με κάνει να φτύσω ό,τι έχω στο στόμα μου. Από τα ποικίλα αντανακλαστικά υπάρχουν δύο ζεύγη αμοιβαίων αντανακλαστικών, χάρη στα οποία διατηρείται η ζωή πάνω στη γη. Αναφέρομαι στα θηλαστικά, αλλά παραλλαγές τους υπάρχουν σε όλα τα ζωντανά όντα. Ο ερεθισμός των βρεφικών χειλιών προκαλεί μυζητικές και καταποτικές κινήσεις. Ο ερεθισμός της θηλής του μητρικού μαστού συνεπάγεται αύξηση του όγκου και της σκληρίας της, καθώς και έκκριση γάλακτος. Καθώς το στόμα του βρέφους έχει ανατομική μορφή σαν εκμαγείο της θηλής, ταιριάζουν άριστα μεταξύ τους. Ο θηλασμός είναι ηδονικός τόσο για το βρέφος όσο και για τη μητέρα. Ανάλογες δραστηριότητες και αισθήματα δημιουργούνται στη σχέση μεταξύ του γυναικείου κόλπου και του ανδρικού πέους. Η διεγερσιμότητα των αισθητηρίων μας πολύ συχνά ταλαντώνεται. Η ταλάντωση αυτή (χάλασης, ονομάζεται) είναι ασύμμετρη. Η μέγιστη διεγερσιμότητα υποκειμενικά γίνεται αντιληπτή σαν “θέλω να” και ακολουθείται κανονικά από μια σωματική, αισθητή, πράξη (π.χ. τρώω, πίνω νερό, κάνω έρωτα κλπ) στη διάρκεια της οποίας υπάρχει θετική ανάδραση (“τρώγοντας έρχεται η όρεξη”). Καταλήγει στον κόρο (χόρτασα, ξεδίψασα, έφθασα στον οργασμό κλπ), που διακόπτει τη θετική ανάδραση και μεταπίπτει στην αρνητική ανάδραση (“θέλω να μη”). Σ΄ αυτή τη φάση οσοδήποτε ισχυρό ερέθισμα δεν προκαλεί σωματική ανταπόκριση (ανερέθιστη περίοδος). Βαθμιαία αυτή η φάση εξελίσσεται στη φάση “δεν θέλω να” στη διάρκεια της οποίας δεν γίνεται κανονικά μια αλλαγή, αλλά ένα κατάλληλο ερέθισμα, η θέα ενός νόστιμου εδέσματος ή ενός προκλητικού γυμνού κλπ, αυξάνει απότομα τη διεγερσιμότητα των αισθήσεων. Αλλά και χωρίς ερέθισμα, απλώς με την πάροδο του χρόνου (ταλάντωση), η διεγερσιμότητα των αισθητηρίων μας φθάνει σε μια κρίσιμη τιμή (ουδό=κατώφλι), στην οποία γίνεται αυτόματα μεταβολή από την αρνητική στη θετική ανάδραση.

Η πράξη του θηλασμού, όπως και της συνουσίας, συνδέεται με διπλή συναισθηματική ανταπόκριση. Από τη μια είναι αυτή που συνοδεύει τη διέγερση των αισθητηρίων, όπως αναφέρθηκε. Από την άλλη, υπάρχει η ταλάντωση της αντίστοιχης λειτουργίας. Στη φάση της αρνητικής ανάδρασης το στομάχι του βρέφους ηρεμεί, αλλά βαθμιαία αρχίζει να κάνει περισταλτικές κινήσεις (της πείνας), που όταν φθάσουν στον ουδό γίνονται οδυνηρές. Το βρέφος κλαίει! Αντίστοιχα, ο μαστός της μητέρας συμφορείται και όταν φθάσει στον ουδό γίνεται οδυνηρός. Ο θηλασμός τότε απαλλάσσει αμοιβαία από την οδύνη που συνοδεύει τέτοιες λειτουργίες. Παρόμοια γίνονται στην πράξη της συνουσίας, όπου η σπερματοδόχος κύστη του άνδρα γίνεται επώδυνη όταν υπερπληρώνεται και ανακουφίζεται με την εκσπερμάτιση, ενώ αντίστοιχα ικανοποιείται ο κόλπος με την υποδοχή του σπέρματος. Υπάρχει πλήθος φυσιολογικών λειτουργιών που ακολουθούν αυτές τις φάσεις, όπως η δίψα, η έπειξη για ούρηση ή αποπάτηση κλπ.

Υπάρχουν βέβαια και διεγέρσεις αισθητηρίων που δεν συνδέονται με ταλαντούμενη λειτουργία. Ένα αγκάθι τρυπάει το δέρμα μου, πονώ και κάνω κινήσεις για να απαλλαγώ. Οδύνη με το τρύπημα, ηδονή με την αφαίρεση του αγκαθιού. Η επιτέλεση της σωματικής φάσης μπορεί να είναι πολύπλοκη. Ένα ζώο πρέπει να κυνηγήσει για να βρει την τροφή του ή για να αποφύγει να γίνει τροφή κάποιου θηρευτή. Σε τέτοιες καταστάσεις υπάρχει υπερένταση (στρες). Διεγείρεται το συμπαθητικό νευρικό σύστημα και εκκρίνονται ορμόνες που αυξάνουν την ταχύτητα του μεταβολισμού μας και έτσι την απόδοση των λειτουργιών μας. Αν συνεχισθεί για πολύ αυτή η κατάσταση καταλήγει στον κάματο, όταν η ταχύτητα με την οποίαν απομακρύνονται τα τοξικά απόβλητα των επιταχυσμένων λειτουργιών μας είναι μικρότερη από την ταχύτητα της παραγωγής τους. Σ΄ αυτή τη διαδικασία γίνεται κάτι σημαντικό. Κάποιες ορμόνες που εκκρίνονται στην υπερένταση είναι οι ενδορφίνες, οι οποίες απαμβλύνουν τη διεγερσιμότητα του πόνου. Έτσι, μπορεί να παλέψει ή να τρέξει το άτομο χωρίς να αναστέλλεται από τον πόνο. Υπάρχουν χημικές ουσίες, όπως η μορφίνη, που έχουν δράση σαν των ενδορφινών. Η χρήση τους, καθώς καταστέλλει την οδύνη είναι ηδονική. Είναι ανεκτίμητη η χρησιμότητά τους σε οξείες καταστάσεις πόνου, όπως σε ένα κωλικό ή σε ένα κάταγμα. Ωστόσο, η συστηματική χρήση τους, επειδή συνεπάγονται ηδονή, είναι καταστρεπτική. Η παρουσία τους αναστέλλει την έκκριση των φυσιολογικών ενδορφινών, έτσι που, αν καθυστερήσει η λήψη της ηδονιστικής ουσίας, το άτομο υποφέρει αφάνταστα, καθώς δεν κυκλοφορούν μέσα του οι φυσιολογικές αναλγητικές ορμόνες. Ένας φαύλος κύκλος εγκαθίσταται, ο εθισμός και η εξάρτηση, που καταργούν την ελευθερία του θύματος, καθώς, αντί να νοιάζεται για το πώς θα ικανοποιήσει τις φυσιολογικές ανάγκες του, στρέφει την προσοχή του στο πώς θα λάβει το ηδονιστικό φάρμακο. Τον ίδιο ρόλο με τις ηδονιστικές ουσίες μπορεί να παίζει η κατάχρηση πέρα από τα φυσιολογικά όρια. Π.χ. τα γευστικά ερεθίσματα συνεχίζουν το φαγοπότι πέρα και από το σημείο του κόρου και τα πολλά γενετήσια ερεθίσματα επισπεύδουν τη γενετήσια ταλάντωση πριν από τη φυσιολογική, με το χρόνο, προσπέλαση του ουδού. Τα αποτελέσματα μπορούν να είναι παρόμοια με του εθισμού και της εξάρτησης (ασωτία).

Ο Επίκουρος είναι ο πιο παρεξηγημένος φιλόσοφος. Δίδαξε το ευ ζην από τη φυσιολογική ικανοποίηση των αναγκών μας. Κατηγορήθηκε ως ηδονοθήρας (να φάμε και να πιούμε, αύριο πεθαίνομε!). Βέβαια δίδασκε πως άμα έχω ψωμί και νερό μπορώ να παραβγώ το Δία. Αν παρουσιασθεί μια ευκαιρία απόλαυσης, γιατί όχι; Όμως οφείλομε να είμαστε γαλήνιοι εθισμένοι στο να ικανοποιούμε τις φυσιολογικές ανάγκες μας. Η κατακραυγή εναντίον του είχε κίνητρο το ότι στην εποχή του είχε καταργηθεί η δημοκρατία και επικρατούσε η δεσποτεία. Οι εναλλακτικές φιλοσοφίες τότε, συχνά με μυθική ή υπερφυσική προέλευση δίδασκαν την ολιγάρκεια και αποχή, έτσι που να μην ενοχλούνται οι άρχοντες, που δεν ήταν πια ο λαός. Τα πολυάριθμα συγγράμματά του εξαφανίσθηκαν με μανία και ό,τι ξέρομε είναι κυρίως τι αναφέρουν οι άλλοι γι΄ αυτόν. Υπάρχει και κάτι παραπάνω. Όπως η αισθητηριακή ικανοποίηση μητέρας και βρέφους συνδέεται και με εσωτερική ηδονή, απαλλαγή από γαστρικό πόνο και συμφόρηση του μαστού, έτσι και η ικανοποίηση των αισθήσεων μπορεί να συνοδεύεται με ψυχική ικανοποίηση, ευδαιμονία.

 

 

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Πρωινός Λόγος, 4 Οκτωβρίου 2019.

Η δημοκρατία γεννήθηκε στην πατρίδα μας πριν από χιλιάδες χρόνια. Λίκνο που ανέθρεψε τον παγκόσμιο σύγχρονο πολιτισμό. Κι όταν λέω πολιτισμό, εννοώ την περισσότερο ισορροπημένη ανάπτυξη φυσικών, κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, με την παράλληλη εκπληκτική ανάπτυξη της αισθητικής και της ηθικής. Η δημοκρατία δεν γεννήθηκε ξαφνικά στο μυαλό κάποιου σοφού. Ήταν μια βαθμιαία μακρά διαδικασία που έφθασε στην ακμή της με τους νόμους του Κλεισθένη. Στα μυθολογικά χρόνια, ο βασιλιάς του Άργους βρέθηκε στο δίλημμα τι να κάνει με τις ικέτιδες που ήλθαν, ζητώντας προστασία, επειδή τις κυνηγούσαν επίδοξοι Αιγύπτιοι γαμπροί που ο γάμος μαζί τους θεωρούνταν αιμομικτικά ανίερος. Η προσφορά προστασίας θα σήμαινε κίνδυνο πολέμου με τους Αιγυπτίους. Κι ο βασιλιάς κατέφυγε στο δημοψήφισμα. Η δημοκρατία εξελίχθηκε με βαθμιαία εκχώρηση εξουσίας στο λαό. Ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Κι ούτε ποτέ πρόκειται να ολοκληρωθεί, διότι εξορισμού η δημοκρατία ενέχει τη διαρκή αλλαγή. Πέρασαν κάπου 2,5 χιλιάδες χρόνια. Έχει προχωρήσει έκτοτε η ανθρωπότητα; Η εξουσία στις αρχαίες Αθήνες είχε φθάσει να κατανέμεται ισότιμα σε όλους τους πολίτες. Αυτό το υπέροχο ιδανικό, ωστόσο, είχε σαθρά θεμέλια. Πολίτες ήταν μόνο περίπου 10% των κατοίκων της πόλης/κράτους. Από το ρόλο των πολιτών εξαιρούνταν παιδιά, γυναίκες, δούλοι και μέτοικοι. Πολλά άλλαξαν έκτοτε. Πρώτο, δουλεία. Η νόμιμη δουλεία καταργήθηκε σχετικά πρόσφατα και η Ελλάδα υπήρξε πρωτοπόρα σ΄ αυτό, απαγορεύοντάς την ήδη από το 1822. Συγκριτικά, στην Αγγλία καταργήθηκε το 1833 και στις ΗΠΑ το 1865. Φυσικά η παράνομη δουλεία συνεχίζεται για κάπου 25 εκατομμύρια ανθρώπους (παιδική επαιτεία, πορνεία κλπ) με κάποια τροποποίηση του ορισμού της. “Πλήρης εξουσία και έλεγχος ενός ανθρώπου επάνω σε κάποιον άλλο με στόχο κυρίως την οικονομική ή και άλλης μορφής εκμετάλλευσή του”. Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην αρχαία Ελλάδα η έννοια της δουλείας ήταν πολύ διαφορετική από εκείνην στη Ρωμαϊκή εποχή ή στις φυτείες των νότιων κυρίως ΗΠΑ. Στην αρχαία Ελλάδα ο δούλος ήταν μέρος της οικογένειας, όπου αντάλλασσε τη φυσική επιβίωσή του εργαζόμενος χειρωνακτικά με την (ακούσια βέβαια) εκχώρηση της βούλησής του στον κύριό του. Σήμερα υπάρχουν άτυπες μορφές νόμιμης, εκούσιας κατά κάποιον τρόπο, δουλείας. Στη θητεία του κάθε πολίτης εκχωρεί τη βούλησή του στην πολιτεία ολόκληρο το 24ωρο για όσον προκαθορισμένο χρόνο υπηρετεί ή, αν υπάρχει πόλεμος, απροσδιόριστο. Επίσης στο επαγγελματικό του ωράριο κάθε εργαζόμενος εκχωρεί τη βούλησή του στον εργοδότη του για όσην ώρα εργάζεται. Φυσικά υπάρχουν όρια. Ψήφος γυναικών. Άργησαν να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα οι γυναίκες. Αυτό έγινε κυρίως με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όταν οι άνδρες πολεμούσαν στο μέτωπο και οι αστικές λειτουργίες έπρεπε να διεξάγονται από γυναίκες. Στην Ευρώπη οι γυναίκες απόκτησαν δικαίωμα ψήφου πρώτα στη Φιλανδία (1906). ΗΠΑ 1920. Ελλάδα 1934 για δημοτικές εκλογές, 1956 για βουλευτικές. Ούτε οι φόβοι ούτε οι ελπίδες του κόσμου δικαιώθηκαν με την ψήφο των γυναικών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι από την κλασική Ελληνική εποχή ως πρόσφατα, η γυναίκα θεωρούνταν σαν από τη φύση της ένα είδος κατώτερου ανθρώπου. Πραγματικά, ως τις μέρες μας βλέπομε συχνά γυναίκες επιστήμονες, αλλά ελάχιστες ερευνήτριες· γυναίκες ηθοποιούς, αλλά ελάχιστες σκηνοθέτριες· γυναίκες εκτελέστριες μουσικών έργων, αλλά ελάχιστες συνθέτριες. Ως εάν οι γυναίκες να είναι από τη φύση τους λιγότερο ικανές από τους άνδρες για δημιουργική, αναλυτική και συνθετική πνευματική εργασία. Από τον καιρό του Αβραάμ και του Τρωικού πολέμου στην Ελλάδα, οι ανάγκες της βίας για το σφετερισμό ή την υπεράσπιση περιουσιών απαιτούσαν σωματική ρώμη και έτσι έκαναν τον άνδρα βιολογικά ισχυρότερο από τη γυναίκα, κοινωνικά καταλληλότερο για τους πολιτικούς ρόλους. Έτσι οι άνδρες υποδύονταν ατέλειωτη ποικιλία κοινωνικών ρόλων (π.χ. αγρότες, βοσκοί, ναυτικοί, τεχνίτες και επιστήμονες ατέλειωτων ποικιλιών, ιερείς, στρατιωτικοί κοκ) ενώ οι γυναίκες εκτελούσαν όλες μονότονα τις ίδιες περιορισμένες εργασίες συζύγου, μητέρας των παιδιών του ανδρός τους και εστιάδας, φύλακος του σπιτιού. Αυτό σημαίνει πως η αυτόματη παιδεία που λάβαινε κάθε αγόρι ήταν αυτή της μεγάλης ποικιλίας ασχολιών με την αναγκαία κριτική ικανότητα και ελευθερία, ενώ κάθε κορίτσι εκπαιδευόταν στις στενές επιλογές των περιορισμένων ρόλων των γυναικών. Μόλις στις τελευταίες γενιές βλέπομε κυρίαρχες γυναικείες προσωπικότητες, όπως η Μερκελ, η Λαγκάρντ, η Μέη κλπ. Μέτοικοι. Ήδη από την εποχή του Σόλωνα και του Κλεισθένη κάποιοι μέτοικοι γίνονταν πολίτες αν είχαν επιδείξει ιδιαίτερη δραστηριότητα συμφέρουσα στην πολιτεία. Ήταν όμως πάντοτε αυτό μια επιλογή ενός ουσιαστικά ανθρώπου, που την επικροτούσε δημοκρατικά ο δήμος. Τα τελευταία χρόνια, με κατά καιρούς αυξημένες μετακινήσεις λαών (νόμιμοι ή παράνομοι οικονομικοί μετανάστες ή πρόσφυγες) το πρόβλημα έχει προκύψει οξύ, επικρατεί όμως γενικά ότι πρέπει να λυθεί νομοθετικά και όχι αυθαίρετα από τα συμφέροντα κάποιου ηγήτορα. Εκτός από τα παραπάνω, η δημοκρατία προχώρησε στην αναγνώριση των ανθρώπινων δικαιωμάτων (ΟΗΕ, 1948). Με αυτά τίθεται ένας παγκόσμια πια αναγνωρισμένος φραγμός στις αυθαιρεσίες που μπορεί να φθάσει η δημοκρατία με το δικαίωμα απόφασης για το σύνολο από το 50%+1 των ψηφοφόρων. Τι θα γινόταν άραγε αν η πλειοψηφία αποφάσιζε την εκτέλεση όσων ανήκαν στη μειοψηφία; Διάβαζα πρόσφατα τις σκέψεις ενός υμνητή της χούντας που μόνο λάθος που έβρισκε στο δικτάτορα Παπαδόπουλο ήταν η επιείκειά του, αφού δεν εξουδετέρωσε το 26% του Ελληνικού λαού που υπολογιζόταν πως θα λάβαινε το αριστερό κόμμα αν γίνονταν εκλογές. Προχώρησε λοιπόν η δημοκρατία σ’ αυτά τα 2,5 χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από την επισημοποίησή της; Δυστυχώς δεν μπορώ να το δεχθώ. Όλα τα παραπάνω που ανέφερα ήταν σπουδαία γεγονότα, που έκαναν πολίτες το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Τα παιδιά δεχόμαστε πως βιολογικά δεν είναι ακόμη ώριμα να έχουν βούληση και να συναποφασίζουν για το σύνολο. Ωστόσο, το τίμημα για όλα αυτά υπήρξε ότι ναι μεν, όλοι οι βιολογικά ικανοί είναι πια πολίτες, αλλά από τους πολίτες αφαιρέθηκε η εξουσία. Θυμίζω τον ορισμό της δημοκρατίας: Λέγω δ’ οἷον δοκεῖ δημοκρατικὸν μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς, τὸ δ’ αἱρετὰς ὀλιγαρχικὸν (Αριστοτέλης). Στη δημοκρατία οι άρχοντες κληρώνονται, ενώ στην ολιγαρχία εκλέγονται. Έτσι τα δικαιώματα των πολιτών συρρικνώθηκαν σε μία μόνο στιγμή κάθε 4 χρόνια περίπου, τη στιγμή που ψηφίζουν. Επιπλέον αναστέλλεται η ωρίμανση των πολιτών, που μόνο μετέχοντας εκ περιτροπής στην εξουσία εκπαιδεύονται. Θα χρειασθούν χρόνια και αγώνες για την αποκατάσταση της δημοκρατίας και για την εξέλιξή της, όταν θα αρχίσει να επεκτείνεται και πέρα από τα σύνορα των κρατών.

ΧΩΡΟΣ

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Ηπειρωτικός Αγών, 5 Οκτωβρίου 2019

Από πολύ παλιά οι σοφοί αγωνίζονται να κατανοήσουν την έννοια του χώρου. Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά δίνουν μια ερμηνεία. Το νεογνό κινεί τα μέλη του τυχαία προς όλες τις κατευθύνσεις, σαν να ταλαντώνονται. Έτσι έρχονται σε επαφή το ένα με το άλλο. Από κάθε σημείο της επαφής τους ξεκινούν πολλαπλά σήματα που άγονται στον εγκέφαλό μας. Είναι τα αισθήματα αφής των μελών που αγγίζουν το ένα το άλλο και τα αισθήματα της εντωβάθει αίσθησης που πληροφορούν το βαθμό σύσπασης των μυών που καθορίζουν τη θέση των μελών μας. Ακόμη, υπάρχουν οπτικά σήματα. Αν το βλέμμα μας τύχει να εστιάζεται στο συγκεκριμένο σημείο, τα μάτια μας βλέπουν σαν ενιαίο σημείο μόνον αυτό, ενώ όλα τα άλλα τα βλέπομε διπλά, ενώ έχομε γνώση της εντωθάθει αίσθησης των οφθαλμικών μυών. Σε κάθε μάτι σχηματίζεται λίγο διαφορετική εικόνα, καθώς το ένα βλέπει το σημείο λίγο από αριστερά, το άλλο λίγο από δεξιά. Όλα αυτά τα αισθήματα συνδυάζονται μεταξύ τους με δημιουργία εξαρτημένων αντανακλαστικών και η πρόκληση του ενός συνεπάγεται παράσταση όλων των άλλων. Η ακοή συμβάλλει, αν κάποιο σημείο εκπέμπει ήχο, π.χ. μια κουδουνίστρα στο χέρι του βρέφους, καθώς κάθε αφτί δέχεται από διαφορετική θέση τον ήχο, σε ελαφρά διαφορετική φάση του. Καθένα από τα άπειρα σημεία στην επιφάνεια του σώματός μας έτσι αποκτά μέσα μας μια εικόνα που γίνεται αντιληπτή με ποικιλία αισθήσεων που έχομε μάθει με τις επαναλήψεις τους να συνδυάζονται. Με παρόμοιο τρόπο, ακόμη και χωρίς αφή και εντωβάθει αίσθηση, μόνο με την όραση και την ακοή, τοποθετούμε στο νου μας και τα απεριόριστα σημεία του χώρου έξω από εμάς.

Ο νοητός Εγώ, άβατος για όλους τους άλλους εκτός από εμένα, ζω πάντοτε σε ένα μοναδικό σημείο, εδώ. Το εδώ είναι ένα σημείο που έχει τη μικρότερη δυνατή έκταση, αλλά όχι μηδενική, είναι δηλαδή υπαρκτό, απλώς δεν υπάρχει χώρος μικρότερος από το εδώ και μεγαλύτερος από το μηδέν. Χώρος γύρω μας τώρα είναι λοιπόν η έκταση ανάμεσα στο εδώ και στο άπειρο. Σ΄ αυτό το Χώρο αναγνωρίζομε τρεις διαστάσεις, καθώς καθεμιά έχει φυσιολογική σημασία για μας, διότι είναι ασύμμετρες, αλλά όχι μονόδρομες, όπως είναι ο χρόνος. Η πορεία από πάνω προς τα κάτω είναι ευκολότερη από την αντίθετη, λόγω της βαρύτητας. Η πορεία από πίσω προς τα εμπρός είναι ευκολότερη από την αντίθετη, διότι προς τα εμπρός βλέπομε, όχι όμως προς τα πίσω. Και η οριζόντια πορεία από δεξιά προς τα αριστερά ή αντιθέτως, είναι ευκολότερη, ανάλογα με το αν είναι κάποιος αριστερόχειρας ή δεξιόχειρας.

Ο χώρος αυτός, ανάμεσα στο εδώ και στο άπειρο είναι κενός, αλλά εκεί μέσα υπάρχει ό,τι έχομε. Ενώ ο νοητός Εγώ καταλαμβάνω χώρο ενός σημείου, ο αισθητός Εγώ καταλαμβάνω χώρο που είναι αντιληπτός από το συνολικό περιβάλλον μου. Είναι βέβαια ο χώρος που καταλαμβάνει το σώμα μου. Μέσα στο σώμα μου υπάρχουν όλα τα όργανά μου, αλλά και όργανα που δεν συνδέονται φυσιολογικά με το σώμα μου, όπως η τεχνητή οδοντοστοιχία μου, ο τεχνητός βηματοδότης στην καρδιά μου, κλπ. Και, παραπέρα, είναι το ξύλινο ποδάρι μου, επειδή είμαι ακρωτηριασμένος. Και ακόμη είναι ό,τι, αν το στερηθώ, εγώ ο νοητός υποφέρω. Εδώ ανήκουν το σπίτι μου, η περιουσία μου. Ο Sartre λέει “Είμαι ό,τι έχω”. Η πλήρης πρόταση θα ήταν “Εγώ ο αισθητός είμαι ό,τι Εγώ ο νοητός έχω”. Ο Sartre, αναλύοντας τη σημασία του “έχω”, θεωρεί ότι είμαι ο μόνος που μπορώ να καταστρέψω ό,τι έχω, ο μόνος που μπορώ να επιτρέψω να μου αφαιρεθεί ο προστάτης (έχω καρκίνο) ή το πόδι (έχω γάγγραινα) ή να γκρεμίσω το σπίτι μου.

Η υπόστασή μας όμως, εκτός από το αισθητό και το νοητό Εγώ περιλαμβάνει και το κοινωνικό Εγώ, σε σχέση με το έλλογο περιβάλλον μας στο οποίο κατά κάποιον τρόπο αποτυπώνεται. Τώρα, “Εγώ ο κοινωνικός είμαι ό,τι Εγώ θέλω”. Πραγματικά το σύνορό μου με τον κοινωνικό περίγυρό μου είναι εκεί όπου συναντώνται το δικό μου “θέλω” με το “θέλω” του κοινωνικού περιβάλλοντός μου που το προσλαμβάνω ως “πρέπει”. Με τις παραπάνω προδιαγραφές, ορίζονται τα όρια μιας υποδιαίρεσης του χώρου, ο τόπος μου. Τόπος μου είναι ο χώρος όπου υπάρχει ό,τι έχω και ισχύει ό,τι θέλω. Τόπος μου είναι π.χ. το σπίτι μου, η πατρίδα μου.

Ωστόσο, στον ίδιο τόπο μπορεί να υπάρχουν και άλλα μέλη της οικογένειάς μου και στην ίδια πατρίδα υπάρχουν και άλλα άτομα, συμπατριώτες μου. Και φυσικά ενδέχεται να προκύψουν συγκρούσεις, καθώς τα όσα έχω, με το δικαίωμά μου να τα καταστρέψω, και τα όσα θέλω, που προσκρούουν στα θέλω των άλλων, απαιτούν συμφωνία μεταξύ όλων των μελών που έχουν τον ίδιο με εμένα τόπο. Απαιτείται λοιπόν σαφέστερη περιγραφή του ποιος είναι ο τόπος καθενός. Υπάρχουν ποικίλες απόψεις πάνω σ΄ αυτό το θέμα, χωρίς να αποκλείονται αμοιβαία. Η αντίληψη, που θα την ονομάσω αριστοκρατική, είναι ότι τόπος μου είναι εκεί όπου είναι θαμμένοι οι πρόγονοί μου. Υπάρχει κάποια δικαιολογία σ΄ αυτό. Πρώτοι οικιστές, επώνυμοι, σε μυθικούς χρόνους ήταν εκείνοι που πρώτοι, αντί να τρώνε τα θηράματα και τους καρπούς που συνέλεγαν, τα φύλαγαν ζωντανά για να πολλαπλασιάζονται γι΄ αυτούς. Οι υπόλοιποι, ανώνυμοι, εύρισκαν ευκολότερα τροφή υπηρετώντας τους παρά σαν θηρευτές, καρποσυλλέκτες. Υπήρχαν όμως και οι απόγονοί τους, επώνυμοι κι αυτοί, που, ως απόγονοί τους θεωρούσαν αυτονόητο να είναι τόπος τους ο συγκεκριμένος, με κριτήριο ότι εκεί ήταν θαμμένοι οι πρόγονοί τους. Όφειλαν να θυμούνται τα ονόματα αυτών των προγόνων και γι΄ αυτό ήταν επώνυμοι. Φυσικά υπήρχε και βίαιη κτήση ενός τόπου, όπως από τους φεουδάρχες, που επίσης οι απόγονοί τους εξασφάλιζαν την κυριότητα με βάση τους τάφους των προγόνων τους. Σε αντίθεση με αυτή την άποψη είναι η πληβεία, σύμφωνα με την οποία τόπος καθενός είναι το μέρος όπου γεννήθηκε. Και οι δύο απόψεις έχουν προβλήματα. Ο γιος μιας Τουρκάλας που γεννήθηκε στην Ελλάδα, είναι Ελληνόπουλο; Ο παππούς του Νικολά Διμιτρόφ, υπουργού εξωτερικών της Βόρειας Μακεδονίας ήταν παπάς με το ίδιο όνομα, Νικόλαος Παπα-δημητρίου. Το όνομά του είναι σκαλισμένο στον τάφο του στην Ελληνική (δεν υπάρχει πια άλλη) Μακεδονία. Η δημοκρατική, θα την ονόμαζα, άποψη είναι ότι τόπος κάποιου είναι εκεί όπου επιθυμεί, εφόσον γίνεται δεκτός από τα υπόλοιπα μέλη που είναι επίσης δικός τους ο τόπος.

 

ΤΗΣ ΚΙΟΥΡΑΣ ΤΟ ΛΙΜΙΑΡΙ

Με την ποιητική φαντασία της, έτσι μου διηγήθηκε η γρηά χωριάτισσα την ιστορία της κοπέλλας που χάθηκε κάποτε στης Κιουράς το λιμιάρι και που οι χωριάτες στήριξαν το χαμό της σε κάποιο γνωστό τους θρύλλο.

………………………………………….

Είναι καταραμένο γυιε μου της Κιουράς το λιμιάρι, έτσι, μα τη χάρι της που μας τιράζει κι α δε πιστεύεις ρώτησε και πιο πέρα να σου το διηγηθούνε. Είν΄ αγιασμένα τα νερά του και η Κιουρά μας η Αγιά τιμωράει βαρειά όποιονε θελήσει να τα θολώση με το αμαρτωλό κορμί του. Ρουφιάς και καταχανάς γίνεται σ΄ όποιον δροσιά γυρέψει στα μαύρα του νερά. Την είδες, δα και συ, εκεί κάτω, τη μικρούλαν αγκάλη ανάμεσα στα μαύρα βράχια π΄ ούτε μια κώχη δεν έχουνε σαν να είταν κομμένη με το μαχαίρι. Γύρω, γύρω δεν έχει αμμουδιά ούτε βούρλα και θαλασσινά ρείκια, μόνο οι μυρτιές και οι φυλλάδες της ρεματιάς φυτρώνουνε ως κει κάτω και σκεπάζουνε με τη μυρωδιά τους την αγριωσύνη του τόπου. Και πιο πάνω, στ΄ αψήλου, κει πέρα, τ΄ αετοβούνια με τις τρεις κορφές που είταν τα λημέρια, λέει, τριών αδελφών κουρσάρων, φοβερών κι άπιαστων σαν τ΄ αετοπούλια που τώρα πια λημεριάζουνε.

Μα κι αν είναι κακός κι ολέθριος ευτούνος ο τόπος σ΄ όποιονε το πατεί με το δίκηο του, γυιε μου, μια φορά κι αγιάστηκε δε πρέπει να μολεύεται.

Θα σου ΄στορήσω πρώτα σα δε βαρυέσαι το επεισόδιο της Αγιάς μας κι ύστερα θε να σου πω για τη κοπέλλα πούχασε τη ζωή της σε τούτα δω τα νερά. Έχουνε να πούνε πως το παληό καιρό που πλακώνανε οι Αγαρηνοί, κλέψανε λέει τ΄ Άγιο κόνισμα της Παναγιάς που βρίσκεται τώρα ασημωμένο και θαματουργό εκεί δα στο Προσκυνητάρι. Μεγάλη η χάρι της Κιουράς μας! Κει πάνω λιανίζανε οι άπιστοι το κρέας που θα τρώγανε. Σήμερα ακόμα α στρέψης την ανάποδη του κονισμάτου θα δης τις τσεκουριές βαθειές ως ένα δάχτυλο. Κι αφού λοιπόν φορτώσανε το καράβι τους με τα κλεμένα, ανοίξανε πανιά και βγήκανε στ΄ ανοιχτά, μα το καράβι στάθηκε στα ξαφνικά κι ούτε μπρος τραβούσε ούτε πίσω τραβιόταν. Δυο στροφές το τιμόνι και ακίνητο! Κάνανε επισκευές, περιμένουν καιρό, τίποτα, το καράβι καρφωμένο απόμενε πάνω στη θάλασσα. Κι όλοι αναρωτιότανε τι τάχα να συνέβαινε και ποιο αερικό, τελώνιο, κρατούσε το καράβι. Μα ένα μικρό μουτσόπουλο, αθώο ξεπεταρούδι ακόμα ξύπνησε ένα πρωί τρομαγμένο και είπε:

-Βρε παλληκάρια, άδικα χολοσκάτε, εδώ θα μείνωμε καρφωμένοι ως που βαστάμε σκλάβα στο καράβι μας τη ζωγραφισμένη τούτη Γκιαούρισσα Παναγιά. Τη νύχτα τούτη μ΄ ονείρεψε και μούπε πως αν δε της δώσωμε τη λευτεριά της, εδώ σε τούτο το μέρος θα σαπίσωμε και θα στοιχειώσωμε κολασμένοι να δερνούμαστε σ΄ αυτά εδώ τα ξένα.

Από ΄δω από κει τ΄ είχανε και τι χάσανε ρίχνουνε το κόνισμα στη θάλασσα – κι ω το θάμα σου Δέσποινά μου! – το καράβι έλυσε και ξεκίνησε σαν γλάρος που χάνεται βαθειά στον αγύριστο.

Και τότε η εικόνα έμεινε στον αφρό και ταξίδεψε κι ήρθε κι άραξε στο ακρογυάλι τούτο και θάμεινε πολλές μέρες εκεί γιατί σπάνια κατεβαίνουν άνθρωποι στα γκρεμά τούτα. Ένας τσοπάνος μια βραδυά που γύρευε ένα ξενερισμένο ζωντόβολο ροβόλησε κατά δώθε κι είδε, λέει, να φέγγουνε γύρω της χιλιάδες λαμπάδες αναμμένες. Θάμαξε και γονάτισε και με τρεμάμενα χέρια πήρε το κόνισμα, μα σα θέλησε να πάρη και τις λαμπάδες αυτές σβύσανε και χαθήκανε.

Κι έτσι λοιπόν αγιάστηκε ο τόπος. Και το πρεπούμενο είναι να σεβούμαστε τα ιερά και φοβούμαστε τη θεϊκιά κατάρα. Μα τι τα θέλεις πάντα υπάρχουνε και ψυχές που αψηφάνε την άγια οργή και χάνουνται μέσα στην άβυσσο της κόλασης βαρειά τιμωρημένοι.

Έτσι χάθηκεν ο γυιος μιας θειας μου. Τον εβρήκαμε μ΄ ένα μαχαίρι στην καρδιά τ΄ ανάσκελα πεσμένο και με τα μάτια τόσα δα ανοιχτά. Κει πέρα χάθηκε κι ένας ψαράς φερμένος από τ΄ άλλο νησί κι αυτουνού ούτε το κοκκαλάκι του δε φάνηκε.

Σ΄ αυτό το μέρος πνίγηκε και η πεντάμορφη του χωριού μας. Κόσμος και ντουνιάς την έκλαψε. Πάνω στο φούντωμα της νειότης της χάθηκε. Σαν τη βρήκανε τα μακρυά της μαλλιά σκεπάζανε το κορμί της και τα λιγερά της μπράτσα είχανε αγκαλιασμένον ένα βράχο σαν κάτι να γύρευε απ΄ αυτόν – μπορεί και τη σωτηρία της, ποιος ξαίρει…

Λες και τη βλέπω ακόμα να περνάη μπρος μου καμαρωτή καμαρωτή με τη λαΐνα της στον ώμο…

-Καλημέρα! Έλεγε και θαρρούσες πως αηδόνια γλυκοκελαϊδούσαν με τη φωνή της. Σαν αστέρι αποσπερίτης έλαμπε τη Κυριακή στην εκκλησιά με τη πλουμιστή φούστα της και η κορμοστασιά της σαν λουλούδι λύγιζε λεβέντικα. Τα καλλίτερα παλληκάρια του χωριού τήνε ζητούσανε να την κάνουν ταίρι τιμημένο κι αυτή πάντα αρνιότανε. Κι όλοι τη λέγανε περήφανη.

-Για να παντρευτώ, κερά Μαριά, μούλεγε κάποτε, πρέπει ν΄ αγαπήσω, ν΄ αγαπήσω τόσο πολύ που να νοιώθω την αγάπη μου φωτιά να γίνεται και να με λυώνει σαν το κερί.

Και ζούσε ολημερίς μες΄ στις λαγκαδιές και στα ρέματα σαν μια ξωτικιά που περπατεί μια πεθαμή πάνω από τη γη κι όλο τα αιθέρια αγναντεύει. Δούλευε όσο κι ένας άντρας μα ο κόπος περνούσε πάνω της χωρίς να την αγγίζει και σαν το αίμα της πύρωνε από τη κίνηση θαρρείς πως χίλιοι ήλιοι γέρνανε πάνω στο ουράνιο πρόσωπό της και το ροδοβάφανε.

Άλλο να σου λέω κι άλλο να δης. Σπάνια γεννιούνται τέτοια πλάσματα στη γη. Κι αυτά δε ξαίρεις από πούθε έρχονται. Κι αν δεν είναι σποροβγαλήματα του διαβόλου, άγγελοι θάναι που χάσανε το δρόμο τους και ξενυχτήσανε έξω από το Παράδεισο και για τούτο πλανιόνται πάνω στη γη. Μα και πάλι μια μέρα ξαφνικά ξαναγυρνούνε εκεί που ήρθανε είτε στη κολασμένην άβυσσο του Σατανά είτε στου Παραδείσου τα περβόλια.

Είμαι γρηά πια εκατόχρονη γυιε μου, μα μονάχα αυτήν είδα να σέρνει το χορό με τόση χάρι. Σαν μια νεράιδα του λόγγου έμοιαζε. Γι  αυτήνε χαλούσε ο κόσμος στις γιορτές, Ε, Θε μου και ποτέ να μη φέξη! Λεφτά που πέφτανε! Και οι βιολιτζίδες τραγουδούσανε τα πάθηα και τη λαύρα π΄ άναβε στα στήθεια.

Σαν να είταν γύρω της κρυμένη η κακία, αλλοί μου, κι όλος ο φτόνος πούβγαινε από τ΄ άλλα κοριτσίστικα μάτια κατάρα λες και γίνηκε μα τήνε πνίξη.

Βλέπεις ψηλά, το πύργο κείνο που στέκεται ακόμα έτσι ολόισος κι αλύγιστος; Είναι το σπίτι που ξέρασε τη συφορά. Κει πέρα ήρθε και κατοίκησε ένας αφέντης από τα μακρυά φερμένος, πλούσιος σα βασιλιάς, κι όμορφος σα θεός. Ήταν δεκαπενταύγουστος και η Κιουρά μας γιόρταζε στο εκκλησάκι τούτο, καλή ώρα, σήμερα. Στο πανηγύρι μαζεύτηκαν απ΄ όλα τα χωριά ποιος γιατί τόχε τάμμα, ποιος για να ξεδώση και γλεντήση. Ξαίρεις δα ποια είναι τα εθίματά μας. Μόλις τέλειωσε ο αποσπερνός αρχίσανε το όργανα να προσκαλούνε στο χορό. Το γλέντι άναψε και κόρωσε, τα βιολιά και πεθαμένο αναστήνανε. Νειες και παλληκάρια σαν πεταλούδες γύρω από φλόγα μοιάζανε. Και ήρθε κι εκείνης η σειρά να τραβήξη στο χορό κι αμέσως λουλούδια γέμισεν ο τόπος και άστρα σπιθοβολούσανε στον αέρα, σαν σύννεφο της άνοιξης την τύλιγε η γαλάζια της φούντα και η μαντήλα της σαν νεραϊδομάντηλο ανέμιζε γύρω από το τριανταφυλλένιο της πρόσωπο. – Πάνε γυιε μου τα χρόνια κείνα μας τάφαγε ο πολιτισμός και η ξενιτειά τα κορίτσια μας, όσο πάμε και χάνομε τα πρώτα μας.

Εκεί που με καμάρι οι νέοι, με τα κρίνα κάτασπρα πουκάμισά τους, σιάζανε το γαρύφαλλο στ΄ αυτί και το κόκκινο φέσι πιο στραβά το γέρνανε, νά κι ο αφέντης πούφτασε σκίζοντας στα δυο το κόσμο κι απλώνει το μαντήλι του στη κοπελλιά. Κρύος ιδρώς έλουσε τα παλληκάρια κι άλλος σφίγγει τις γροθιές του κι άλλος αγγίζει τη πλατειά του ζώνη.

Εκείνη, μια να φύγη και μια να σηκωθή. Μα ο αφέντης είναι πλούσιος και σκορπάει λίρες, οι βιολιτζίδες τη θερμοπαρακαλούνε με τα μάτια κι αυτή χαμηλοβλέποντας πέρνει την άλλη άκρη του μαντηλιού. Τα βιολιά σαν δαιμονισμένα αναταράζονται, οι χορδές αυτούσια μουσική και το δοξάρι αέρας π΄ αντιλάλησε τη χάρι και τη λεβεντιά των χορευτάδων. Μάγια σκορπίζανε; Κι αυτοί οι άγιοι σαν να ξέφυγαν από την εκκλησιά κι ήρθαν ανάμεσα στο πλήθος να δούνε και να μαγευτούνε.

……………………………….

Έπειτα τι να συνέβηκε; Ο αφέντης έβγαινε συχνά κυνήγι και η νεια κατέβαινε στη μάντρα πότε για φαΐ να φέρη πότε το τυροκομειό να πάρη στο χωριό. Τα κακά στόματα λένε πως τους βλέπανε μαζύ ν΄ αργοπερπατούν κι αυτός σκυμμένος πάνω της να της λέει, να της λέει…

Μια μέρα κείθε πέρα στα ποτιστικά μαζύ ανοίξαμε το λογγό κι είταν κοντά το σούρουπο που σκεφτόμαστε πως θα μας πάρη τη νύχτα. Όταν, να και κατεβαίνει ο αφέντης ανάμεσα στα δυο σκυλιά του. Θυμούμαι πως μου φάνηκε σαν κάποιο αλλόκοτο πλάσμα κι όπως ο ήλιος τον κοκκίνιζε σαν να είταν κι αυτός από φλόγα φτιαγμένος.

-Σαν θεός είναι! Σκεφτόμουνα.

Εκείνη αμίλητη τον κυττούσε και σαν νάθελε να ξεφύγη έσκυψε κ΄ είδε τα γυμνά της πόδια και σαν νάθελε να τα σκεπάση, μα δε πρόφταξε γιατί ένα «Γεια χαρά σας» την έκανε να τιναχτή λες από βαθύ ύπνο.

-Με θέλετε για συντροφιά σας, έλεγε ο νειος, η νύχτα πλακώνει και σεις εδώ δε φοβάστε τ΄ αερικά; Αι, κυρούλα στη ζήση του είδες ποτέ νεράιδες; Κι εσύ αμίλητη;…Του λόγγου οι ξωθιές πήρανε τη μιλιά σου;

Εκείνη βουβή στεκόταν πάντα, κι έτσι μου φάνηκε σαν να είδα τα μαύρα της μάτια σαν πιο μαύρα και πιο υγρά από άλλοτε. Κρατούσε μια λιγιά κι ανατάραξε το νερό που θόλωνε κι έκοβε τη πράσινή του θωριά.

-Γέλασε λοιπόν, της φώναξε μια στιγμή μ΄ ανυπομονησία, γέλασε, μ΄ αρέσει να γελάς. Έχεις όμορφα δόντια, το ξαίρεις;…

…………………………….

Ήρθε ο χειμώνας και μια μέρα ο αφέντης έφυγε για τη πατρίδα του, χαιρέτησε όλους γύρω τους καλούς ανθρώπους, μα σαν έδωσε και σ΄ αυτήν το χέρι, σαν να τό έσφιξε πιο πολύ, σαν να το κράτησε πιότερο και το δικό της το σκληρό και δουλεμένο σαν νάτρεμε όπως ένα πουλί που κρατάς φυλακισμένο.

Πέρασαν μήνες η ζωή της κοπέλλας δεν άλλαξε κείνη όμως κάθε μέρα και αλλοιώτικη γινόταν με σβυσμένα χλωμά μάτια κατέβαινε στη μάντρα και τις άρεσε να τρέχη με τα κοπάδια πάνω στις ράχες, λες και της έλειπε ο αέρας. Σαν γλυκοηχούσαν τα βιολιά έσερνε πάλι τα χορό, μα είταν μ΄ ένα τέτοιο τρόπο σαν κάποιο κακό πνέμα να της έβανε μαύρα φτερούγια στους ώμους. Τα φέσια ανεβοκατέβαιναν στων παλληκαριών τα κεφάλια και η γαλάζια φούντα σαν χειμωνιάτικο σύννεφο γινότανε.

Μήνες κύλισαν ακόμα. Το καλοκαίρι ξαναγύρισε. Ήρθε το πανηγύρι της Αυγουστιανής Παναγιάς, ήρθε η ώρα του σπερ΄νού, ο παπάς μοίρασε την ευλογιά, όλοι οι πιστοί σκορπίστηκαν κάτι να φάνε κάτι να πιούνε και το χορό ν΄ αρχινούνε.

Τα βιολιά τρελλά, γλυκά, προσκαλούσανε τις νειες κοπέλλες και τα λεβέντικα παιδιά, εκείνη όμως δε φαινόταν ακόμα.

Ώρες περνούν μια ανησυχία πλάκωσε όλους, έτσι όπως συμβαίνει σαν προμελετιέται το κακό. Τη ζητήσανε παντού. Όταν ξάφνου κάτω κει από χαμηλά μια φωνή ακούστηκε:

-Να το φουστάνι της, να και η μαντήλα της.

Ψάξανε γύρω, ψάξανε παντού, τη γύρεψαν στα νερά κι αυτά τους την εδώσανε σαν μια γοργόνα που ξενερίστηκε κι έχασε τη ζωή της.

………………………..

Είχε κατέβει να λουστή η ασυλλόιστη και η Κιουρά μας η Αγιά τη τιμώρησε.

Κι από τότε, γυιε μου, τ΄ αγιασμένο λιμιάρι μένει απάτητο κι όποιος διαβαίνει κατά κείθε κάνει το σταυρό του και προσκυνάει για να μη τόνε βρη η κατάρα της Κιουράς μας της Αγιάς.

 

Κατίνα Δ. Μπάιλα

Νάξος, Σεπτέμβριος, 1930

Ναξιακά Γράμματα, Απρίλιος-Ιούνιος 2019, 33

 

 

 

ΣΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Κατίνα Μπάιλα Σιδερή

Δημ. Α. Σιδερής, ομ. καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com

Η Κατίνα Μπάιλα-Σιδερή γεννήθηκε στη Σύρο. Ο Πατέρας της, ο Δημήτρης Μπάιλας, ήταν επίσης Συριανός. Είχε πεθάνει ο δικός του πατέρας, η μάνα του ξαναπαντρεύτηκε και ο πατριός του δεν του φερόταν καλά. Δεκαπέντε χρονών, έχοντας τελειώσει την 1η τάξη του σχολαρχείου, τόσκασε για την Αθήνα, όπου βρήκε δουλειά σα χτίστης. Προκομμένος, άρχισε να αποκτά φήμη καλού και γρήγορου δουλευτή. Σε λίγα χρόνια, άγνωστο πώς, η φήμη του έφθασε στην Τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Ένας πλούσιος έχτιζε μια βίλα κι εκεί βρήκε δουλειά. Ο εργολάβος είδε το παιδαρέλι, δεν του γέμισε το μάτι και τον έβαλε να χτίζει τους μεσότοιχους. Δεν το χώνεψε, διαμαρτυρήθηκε. Ο εργολάβος, για να ηρεμήσει ο νεαρός που του ήλθε συστημένος, τον έβαλε να χτίζει τον πίσω εξωτερικό τοίχο, με την ίδια τεχνοτροπία, αλλά όχι στην πρόσοψη. Ο Μαστροδημήτρης, ο νέος, άρχισε να πελεκάει τις πέτρες, να τους δώσει το σχήμα που ήθελε. Ήλθε ο ιδιοκτήτης με τον αρχιτέκτονα. Είδε πως η πίσω δουλειά δεν προχωρούσε γρήγορα, αλλά ήταν διαφορετική από την πρόσοψη. “Ποιο είναι το σωστό;” ρώτησε τον αρχιτέκτονα. “Το πίσω χτίσιμο”. “Διώξε τον εργολάβο και δώσε τη δουλειά στο παλικάρι!” Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη κι εκεί έγινε γνωστός σε Έλληνες, Τούρκους και Εβραίους για την καλή και έντιμη δουλειά του. Μια μέρα συνάντησε στο δρόμο ένα νέο που του ζήτησε βοήθεια. Φαινόταν σοβαρός. Ψάχτηκε κι είχε στο γιλέκο του μια λίρα. Του την έδωσε. Στο μεταξύ αρραβωνιάστηκε στη Σύρο. Μάζευε λεφτά για το γάμο, έφτασε σε ένα καλό κομπόδεμα, αλλά τον κατηγόρησαν στο μέλλοντα πεθερό ως άσωτο, ο αρραβώνας διαλύθηκε κι ο Μαστροδημήτρης, απαρηγόρητος, ξόδεψε το κομπόδεμα τώρα πια σε ασωτίες. Κι ήλθε ο πυρετός. Να ήταν θέρμες; Να ήταν ρευματισμοί; Όταν εγώ, φοιτητής, τον εξέτασα μισό αιώνα αργότερα, είχε σοβαρή ρευματική αορτοπάθεια. Για την ώρα, άρρωστος στη Θεσσαλονίκη, λεφτά δεν είχε πια ούτε κινίνο ν΄ αγοράσει. Καθόταν στην παραλία κι αγνάντευε το πέλαγος νοσταλγώντας την πατρίδα του. Κάποιο χέρι ακούμπησε στον ώμο του. “Τι σου συμβαίνει;” Είπε απελπισμένος την ιστορία του και την κατάντια του. Ο άλλος τον πήρε, τον περιποιήθηκε, του αγόρασε φάρμακα. Ήταν το παλικάρι που του είχε δώσει κάποτε τη λίρα. Ακολούθησαν πολλές περιπέτειες και κάποτε γύρισε στην πατρίδα. Εκεί έγινε το συνοικέσιο. Ο Δήμαρχος, στα χρόνια της νεότητάς μου, είχε αρχίσει να ξεχνάει κι όποτε μ΄ έβλεπε στην Πλατεία με σταματούσε να μου πει μια ιστορία του παππού μου, την ίδια πάντα. Ήταν το ΄22. Πρόσφυγες πολλοί στη Σύρο. Καμιά σαρανταριά είχαν στοιβαχτεί σε μια αποθήκη στο Νησάκι. Κάποιοι άκουσαν έναν ύποπτο θόρυβο τη νύχτα, σα να έτριζε το ταβάνι. Ο Δήμαρχος θορυβήθηκε, έφερε το μηχανικό, το είδε. “Δεν έχει ανάγκη”, αποφάνθηκε. Ο καλός Δήμαρχος δεν ησύχασε. Είδε στο δρόμο τον παππού. “Μαστροδημήτρη, έλα να ρίξεις και συ μια ματιά”. Πήγε ο παππούς και λέει στο Δήμαρχο: “Να τους βγάλεις από δω το γρηγορότερο”. Διαμαρτυρίες από κάτω, πού θα τους πάνε πάλι, ταλαιπωρημένοι καθώς ήταν, ο Δήμαρχος σκεφτόταν πού να βρει άλλο κατάλυμα. “Καλά, σκέψου όσο θέλεις, αλλά εγώ φεύγω, γιατί φοβάμαι μην πέσει το ταβάνι τώρα όσο είμαι εγώ μέσα!” είπε αποφασιστικά ο παππούς και βγήκε. Ο Δήμαρχος μετέφερε αυθημερόν αλλού τους πρόσφυγες. Το ίδιο βράδυ η οροφή κατέρρευσε. Όμως γυρίζομε στο συνοικέσιο.

Η γιαγιά η Κυριακή ήταν Κωμιακίτισσα, κόρη του Λαδοστάη. Καμιά δωδεκαριά αδέλφια, η γιαγιά δεν πήγε ούτε στην πρώτη δημοτικού, αλλά έβοσκε τα γιδοπρόβατα του πατέρα της. Φοβόταν δυο πράγματα: Τους λαφιάτες, τα μεγάλα, ως το μπόι του ανθρώπου φίδια, που έρχονταν και βύζαιναν τις κατσίκες, και τους αετούς που ορμούσαν από ψηλά κι άρπαζαν τα νεογέννητα ριφάκια. Αυτά η Κυριακή, στην Κωμιακή, 5 ώρες με το ΄άδαρο ως τη Χώρα, 7  ώρες από τη Χώρα με καΐκι ως τη Σύρο, 9 ώρες ως τον Πειραιά. Ο κόμης Ντελαροσφουκώ όμως στο Παρίσι, πώς τούρθε, ήθελε να μάθει ο γιος του Ελληνικά. Έγραψε στον πρόξενο στη Σύρο να του στείλει μια γκουβερνάντα και το μήνυμα, δεν ξέρω πώς, έφτασε στην Κυριακή. Πέντε ώρες Κωμιακή-Χώρα, 7 ώρες Χώρα-Σύρο, 9 ώρες Σύρο-Πειραιά, κάποιες μέρες Πειραιά-Μασσαλία, τρένο Μασαλία-Παρίσι κι η Κυριακή, από τα γιδοπρόβατα στην Κωμιακή, μεταφυτεύεται στο κέντρο της πολιτιστικής πρωτεύουσας του κόσμου. Έζησε εκεί 3 χρόνια. Δεν ξέρω αν ο μικρούλης υποκόμης έμαθε Ελληνικά – και τι Ελληνικά δηλαδή, εννοώ Κωμιακίτικα, παρεφθαρμένη Βυζαντινή γλώσσα, να λέμε τα σωστά – αλλά η Κυριακή έμαθε Γαλλικά. Στα τρία χρόνια επάνω, η κυρία κόμισσα έραψε ένα ωραίο φόρεμα, δεν της άρεσε και το χάρισε στη νεαρή, όμορφη, γκουβερνάντα. Εκείνη το ξήλωσε με τα χέρια της, το ξανάραψε να ταιριάζει στο σώμα της, την είδε η κόμισσα Ντελαροσφουκώ και ζήλεψε. Της τόσκισε και την έβρισε άγρια. “Όλες οι Ελληνίδες είστε putain!” Δεν άντεξε την εθνική προσβολή η Κυριακή. “Μα, κυρία, την Κυριακή προχθές σεις δε μου διαβάσατε στην εφημερίδα ότι πέρυσι στο Παρίσι γεννήθηκαν 3000 νόθα;” Ε, πολύ πήγαινε! Η Κυριακή μάζεψε τα μπογαλάκια της και αντίστροφη πορεία, Παρίσι, Μασσαλία, Πειραιά κι από κει με ατμόπλοιο, τη “Μαξουέλα”, στη Σύρο, όπου κοντοστάθηκε λίγες μέρες. Εκεί έγινε λοιπόν το συνοικέσιο.

Πάνω στην άμαξα για την εκκλησία ο Μαστροδημήτρης σκέφτηκε πως έπρεπε να ζητήσει σε γάμο τη Γαλλοθρεμένη Κυριακή. “Μωρή, με θες;” ρώτησε. Εκείνη κοκκίνισε και δεν απάντησε. Ζήσανε μια καλή ζωή όσο επέτρεπαν οι συνθήκες της εποχής. Όμως όταν απόκτησαν την κορούλα τους, η Κυριακή απαίτησε το κορίτσι να πάει στο Γαλλικό Σχολείο, Σαιν Ζοζέφ νομίζω. Εκεί πήρε την καλλιέργειά της η Κατίνα.

Ο Νικηφόρος Μόντζος παντρεύτηκε στην Κόρωνο, συγγνώμη, στσι Βόθροι εννοώ, και με τη Μόντζαινα έκαναν 5 παιδιά. Και τότε ο Νικηφόρος πέθανε άδοξα σε κάποια επιδημία. Η Μόντζαινα, μόνη της με 5 παιδιά, ξαναπαντρεύτηκε το Μπούμπλη, κι αυτόν χήρο με άλλα 5 παιδιά. Θα πρέπει να ήταν σημαντικό πρόσωπο ο μακαρίτης ο Νικηφόρος και δυνατή προσωπικότητα η Μόντζαινα και άγιος άνθρωπος ο Μπούμπλης. Το λέω, γιατί το πρώτο τους παιδί, η Μόντζαινα επέμεινε κι ο Μπούμπλης το δέχθηκε, να βαφτιστεί Νικηφόρος στο όνομα του πεθαμένου πρώτου συζύγου της. Ζήσανε αρμονικά, υποθέτω χάρη προφανώς στην αγιότητα του αντρός, κι έκαναν άλλα 5 παιδιά νομίζω. Όταν ο πρώτος γιος της Μόντζαινας έγινε 16 χρονών, ο πατριός του τον φώναξε: “Μεγάλωσες, γιε μου, κι ήλθε η ώρα να παντρευτείς. Έχεις βάλει καμιά στο μάτι να τη ζητήσω από τον Αφέντη της;” “Την τάδε”, λέει το παιδί. Εντάξει. Φωνάζει και το δικό του πρώτο γιο, της ίδιας ηλικίας, ο Μπούμπλης.”Έχεις βάλει καμιά στο μάτι;” “Την τάδε”. Υπέδειξε την ίδια. “Αυτή τη διάλεξε πρώτος ο αδελφός σου. Πες άλλη.” Είπε άλλη, έγιναν τα συνοικέσια, συμφωνήθηκαν, ορίσθηκαν οι γάμοι την ιδια μέρα σε διαφορετική εκκλησία και τότε, για πρώτη και τελευταία φορά το ζευγάρι τσακώθηκε. Η Μόντζαινα είχε την απαίτηση να πάνε κι οι δύο στο γάμο του γιου της, ενώ εκείνος βέβαια ήθελε να παρευρίσκεται στο γάμο του δικού του γιου. Ήταν η μόνη και τελευταία φορά που εκείνος δεν υποχώρησε. Από το Νικηφόρο Μόντζο γεννήθηκε η Σταμάτα, αυτή παντρεύτηκε το Γιώργο Σιδερή από την Κεραμωτή, απ΄ αυτούς γεννήθηκαν ο Νικηφόρος κι ο Λευτέρης Σιδερής κι από το Νικηφόρο Σιδερή, το Σιδεράκη, που έγινε δάσκαλος, γεννήθηκαν καμιά δεκαριά παιδιά. Πέρασαν την παιδική ηλικία τα πέντε. Τα αγόρια του δασκάλου έπρεπε να σπουδάσουν. Για τα κορίτσια αρκούσε το Δημοτικό. Η μια, ανάπηρη από πολιομυελίτιδα δεν παντρεύτηκε. Η άλλη, η Αργέτα, παντρεύτηκε το Γιώργο Μανδηλαρά, το Σοράκη (επειδή είχε πάει στην Αμερική κι όταν γύρισε έλεγε ολοένα sorry) γέννησαν το μεγάλο ηγέτη της οικογένειας, το Νικηφόρο κι εκείνη πέθανε αιφνίδια στα 45 χρόνια της. Ο Νικηφόρος συνέχισε τις σπουδές του στο σπίτι του θείου του τού Αντώνη. Ο πρώτος γιος του Δασκάλου, ο Γιώργος, ηγετική προσωπικότητα, πήγε να γίνει αξιωματικός, αλλά αρρώστησε – η φυματίωση θέριζε εκείνο τον καιρό – και στράφηκε στην Πάντειο, όπου έγινε βοηθός του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Στα 38 του πέθανε φθισικός. Ο Νίκος, ο νεότερος, τέλειωσε τη Νομική και έγινε στέλεχος στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ο μεσαίος, ο Αντώνης, έγινε γιατρός. Φοιτητής ακόμη, πήγε στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας στην Κόρωνο. Ήταν και η Κατίνα Μπάιλα που είχε πάει από την Κωμιακή να βαφτίσει ένα παιδί. Εκεί, τότε, ο Αντώνης κι η Κατίνα αντάλλαξαν τα πρώτα βλέμματά τους.

Η Κατίνα, από νωρίς, με τη Γαλλική κουλτούρα που απόκτησε, ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία. Συμμαθήτρια και φίλη με τη Ρίτα Μπούμη, άρχισαν να εκδίδουν ένα λογοτεχνικό μηνιαίο περιοδικό, τις Κυκλάδες, που φιλοξένησε στις σελίδες του συνεργασίες από του πιο γνωστούς Έλληνες συγγραφείς. Η Κατίνα έγραφε, κυρίως θέατρο και διηγήματα, που δημοσιεύθηκαν σε όλο τον Ελληνόφωνο χώρο, από τα Τρίκαλα ως την Αλεξάνδρεια και μεταφράσεις. Αξιόλογο έργο της υπήρξε ένα είδος ημερολογίου, ντοκουμέντο του πολέμου και της κατοχής, το “Πολεμικό Τρίπτυχο μιας Γυναίκας” που εκδόθηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατό της. Έκανε δυο γιους, το Νικηφόρο, που έγινε μηχανικός και το Δημήτρη, που έγινε γιατρός. Η Κατίνα σε όλη της τη βραχεία ζωή – πέθανε στα 45 χρόνια της – πέρασε δύσκολα χρόνια, δικτατορία, πόλεμο, κατοχή. Πάντοτε προσπάθησε να αναδείξει τη θέση της γυναίκας. Οργάνωσε θεατρικές παραστάσεις στη Σύρο, φύλαξε τα πιάνα του Λυκείου Ελληνίδων που ήθελαν να τα πάρουν οι Γερμανοί, ενώ η παρουσία της σε συσσίτια ήταν εγγύηση ότι δεν θα γίνονταν ατασθαλίες. Από το συγγραφικό έργο της, λίγα μόνον έχουν δημοσιευθεί.

Πέθανε και πένθησε η Σύρος. Την αγαπούσε ο κόσμος, ιδίως οι γυναίκες, για τη ζωντάνια, την ομορφιά, την καλλιέργεια, την εντιμότητα, το θάρρος της, για ό,τι είχε δώσει στην κοινωνία της Σύρου. Τώρα δεν είναι παρά ένας δρόμος με το όνομά της πίσω από την Κοίμηση. Και η ανάμνησή της που έχει μείνει σε όσους τη γνώρισαν. Τα Ναξιακά Γράμματα θα φέρουν στην επιφάνεια ένα μέρος από το έργο που άφησε πίσω της.

 

 

Ναξιακά Γράμματα, Απρίλιος – Ιούνιος 2019, 41.

ΓΚΡΕΤΑ

  • Δημ. Α. Σιδερής, καθηγητής καρδιολογίας, dimitris.sideris@gmail.com
  • Κοινή Γνώμη, 1 Οκτωβρίου 2019

Ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν ήταν τόσο ευτυχισμένη. Σημαντική παράταση ζωής, μείωση λοιμών και λιμών, παιδικής θνησιμότητας, ελάττωση του αναλφαβητισμού κλπ. Όλα αυτά είναι αποτελέσματα της τεχνολογικής προόδου, που, με τη σειρά τους, είναι συνέπειες του καπιταλισμού, κατά τον Norberg.

Ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν βάδιζε με τόσο γοργά βήματα προς τον όλεθρο. Το λένε οι διεθνείς έρευνες για την κλιματική αλλαγή και έχει αρχίσει να ψιλοαγγίζει και τους πολιτικούς, π.χ. με τη συμφωνία των Παρισίων, από την οποίαν όμως αποχώρισε ο Πρόεδρος Τραμπ.

Και ξαφνικά εμφανίζεται ένα κοριτσάκι που μόλις έχει διαβεί από την παιδική στην εφηβική ηλικία και μας φωνάζει, σ΄ εμάς τους γέροντες: Σοβαρευτείτε και πάψτε να παίζετε! Θα μπορούσε να εκληφθεί ένα ασήμαντο αστείο, αλλά το αστείο άρχισε να παίρνει διαστάσεις. Και άρχισαν οι αντιδράσεις. Επιστρατεύονται επιχειρήματα, άλλοτε έγκυρα και άλλοτε άκυρα, αλλά – και αυτό δείχνει τον πανικό που έχει αρχίσει να δημιουργείται στους αντιπάλους των ιδεών της – προσωπικές δυσφημιστικές επιθέσεις. “Μην της δίνετε σημασία. Είναι παιδί με ιδιαίτερες ανάγκες” (που όμως τις ξεπέρασε). “Η Γκρέτα μας προτρέπει να ζούμε φυσικά καταργώντας δηλαδή τα εμβόλια, τα δίκτυα ύδρευσης και το καθαρό νερό, τα φάρμακα, τον ηλεκτρισμό, τα μέσα μεταφοράς κλπ”. Πρέπει να είμαι εντελώς ανενημέρωτος, αλλά δεν άκουσα ποτέ κανέναν οικολόγο, ούτε τη Γκρέτα βέβαια, να ζητά τέτοια πράγματα. Είναι γεγονός ότι πολύ συχνά οι οικολόγοι παίρνουν μια αρνητική στάση. Όχι, σε κάθε προσπάθεια ανάπτυξης, αντί να προβάλλουν οικολογικό τρόπο για την ανάπτυξη, αλλά άλλο αυτό και άλλο αυτά που προσάπτονται στο κορίτσι που έχει ξεσηκώσει τον κόσμο. Ένας οργανισμός χρησιμοποίησε το όνομά της για να κερδίσει χρήματα, αλλά η κοπέλα τερμάτισε αυτή τη χρήση, δηλώνοντας ότι δεν είναι μέρος οποιουδήποτε οργανισμού. Ταξίδεψε για την Αμερική, με πλοίο που δεν έκαιγε άνθρακα, αλλά κάποιοι ευχήθηκαν δημόσια έμμεσα να πάθει ατύχημα. Η Tanja Bueltmann, συνόψισε τις επιθέσεις εναντίον της καταλήγοντας ότι προέρχονται από μεσήλικες άνδρες στο πολιτικό φάσμα της δεξιάς. Αυτού του είδους οι επιθέσεις είναι συνήθεις στην πολιτική. Για παράδειγμα πολλοί αριστεροί κατηγορούνται ότι διάγουν πλούσια ζωή. Επομένως είναι ασυνεπείς με τον εαυτό τους. Μα το μοίρασμα της περιουσίας στους φτωχούς το κήρυξε ο Ιησούς, όχι ο κομμουνισμός. Ο κομμουνισμός διακήρυξε την κοινοκτημοσύνη του πλούτου που υπάρχει, όχι του δικού τους πλούτου. Δεν μου φαίνεται ασυνεπές να μοιράσω τον πλούτο μου σε όλους, εφόσον μου εξασφαλίζεται ότι μετέχω κι εγώ στον πλούτο όλων.

Η οικολογία και η Γκρέτα ποτέ δεν δήλωσαν ότι είναι αριστεροί. Ωστόσο, πας μη Έλλην βάρβαρος και πας μη δεξιός είναι αριστερός. Ξεχνώντας ότι, εκτός από το δεξιός-αριστερός, υπάρχει και το πάνω-κάτω και το μπρος-πίσω. Το ίδιο κάνει και η αριστερά στιγματίζοντας κάθε μη αριστερό ως φασίστα, αλλά στο ζήτημα της οικολογίας έχει πάρει μάλλον αμήχανη θέση.

Υπολογίζεται με ισχυρά επιστημονικά δεδομένα και με πιθανότητες βεβαιότητας πάνω από 99% ότι σε 100 χρόνια η θερμοκρασία του πλανήτη μας θα έχει ανέλθει περί τους 10ο C βαθμούς που είναι ασύμβατοι με τη ζωή, αν δεν πάρουμε αμέσως, σήμερα, κατάλληλα μέτρα. Οι αντίθετοι στην άποψη αυτή, όντας οι ίδιοι παραγωγοί των στοιχείων που επιβαρύνουν την ανθρωπότητα (ιδίως πετρελαίου και των παραγώγων του) προσπαθούν να αμφισβητήσουν τα δεδομένα, αλλά ήδη αυτά έχουν αρχίσει να γίνονται ορατά σε όλους, π.χ. με το λιώσιμο των πάγων στην Ανταρκτική και τις πρωτοφανείς πυρκαγιές στη Σιβηρία. Κι ακόμη οραματίζονται ότι η πρόοδος που οφείλεται στο πετρέλαιο και γενικότερα στο σύστημα που μας κυβερνά θα ανακαλύψει τρόπους να αποφύγουμε τον όλεθρο, όπως να απεξαρτηθούμε από τη γη που μας τρέφει, χάρη στη γνώση που μας ανεβάζει. Τεχνητές διατροφές, με τεχνητές πρωτεΐνες κλπ. Θα!

Το φαινόμενο Γκρέτα είναι πρωτοφανές. Οι ενήλικες αποτύχαμε να ανακόψουμε την πορεία της ανθρωπότητας προς τον όλεθρο δελεασμένοι από τα αγαθά που μας έχουν προσφερθεί, αλλά αδιαφορώντας για το κόστος τους. Οι οικολόγοι, με τη μεγάλη ποικιλία τους, πήραν αρνητική στάση και γι΄ αυτό δεν έχουν κατορθώσει να παρασύρουν τα πλήθη του κόσμου που θα μπορούσαν να επιφέρουν τη μεταβολή. Η στάση τους είναι συνήθως “Όχι σε όλα”. Επιπλέον είναι εύκολο να προσαφθεί σ΄ αυτούς ο στιγματισμός του ιδιοτελούς συμφέροντος. Μπορεί να τους χρηματοδοτεί υπογείως π.χ. κάποιος οικονομικός μεγιστάνας για να στρέφονται εναντίον ενός αντιπάλου του. Πού να ξέρω αν η προσπάθεια εναντίον του πετρελαίου δεν υποκινείται και χρηματοδοτείται από κατασκευαστές ανεμογεννητριών, φωτοβολταϊκών συστημάτων, πυρηνικής ενέργειας κλπ; Η Γκρέτα, όσο ακόμη είναι παιδί, αντέχει. Η ασυνήθιστη συμπεριφορά της μάλιστα, αυτή ακριβώς που την χαρακτήρισε ως προβληματικό παιδί, είναι για την ώρα η μεγάλη ασπίδα της. Ωστόσο, κανένας δεν περιμένει τη λύση των παγκόσμιων προβλημάτων από ένα παιδί που ακόμη δεν έχει τελειώσει το σχολείο. Η διατήρηση του πυρήνα των ωφελειών που έχουν επιτευχθεί από την τεχνολογία με ελαχιστοποίηση των αρνητικών συνεπειών τους είναι ένα βάρος που υπερβαίνει πολύ τους εφηβικούς της ώμους. Από την άλλη, αυτή η υπόθεση δεν είναι απλά επιστημονική, τεχνολογική. Η επιστήμη είναι ηθικά ουδέτερη. Τα επιτεύγματά της μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για καλό και για κακό. Η υπόθεση είναι πρώτιστα πολιτική. Αυτή βρίσκεται σε συνάρτηση με την Ηθική, τη βούληση της κοινωνίας. Και αυτή, τη βούληση της κοινωνίας, είναι που προπάντων φοβάται η παγκόσμια ολιγαρχική εξουσία που μας κυβερνά. Σ΄ αυτό το σημείο εμφανίσθηκε ως διάττων αστέρας η κοπελίτσα. Με την αγνότητα της παιδικότητάς της και την ορμή στρατηλάτη έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να κινητοποιήσει τον κόσμον όλο. Και, άλλη μια πρωτοτυπία, απευθύνεται στους συνομηλίκους της. Κι έχει δίκιο. Οι ολιγαρχίες που μας κυβερνούν παγκοσμίως, πέτυχαν ό,τι αγαθό αναπτύχθηκε παραπάνω, με σημαντική μείωση των διεθνών συρράξεων, χάρη στο ολιγαρχικά εκλεγμένο σύστημά τους. Ο σύγχρονος πολιτικός όμως, για να εκλεγεί και να άρχει, πρέπει να υπακούει στο κόμμα του (αλλιώς δεν ξαναείναι υποψήφιος), να υπηρετεί τα συμφέροντα των ψηφοφόρων του και των παραγόντων που ελέγχουν ψήφους (αλλιώς δεν ξαναψηφίζεται) και, προπάντων, να αποβλέπει σε ένα περιορισμένο χρονικό ορίζοντα, ως τις επόμενες εκλογές. Οι ανήλικοι, φυσικά αποκλείονται από την εξουσία, αφού δεν είναι ακόμη ούτε βιολογικά ώριμοι. Επομένως, όλοι οι πολιτικοί, συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι, μπορούν να παίρνουν άνετα, χωρίς αντίθεση, αποφάσεις που ωφελούν μεγάλες ομάδες του υπάρχοντος ώριμου πληθυσμού, χρεώνοντας το κόστος στις ερχόμενες γενιές.