Τρίτη Άποψη. Βαν Γκογκ

56. Βαν Γκογκ.png

ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΗ έκθεση Βαν Γκογκ αυτές τις μέρες στο Μέγαρο Μουσικής. Είμαι πολύ λίγος για να μιλήσω γι’ αυτόν. Θα εκθέσω τις ασυνάρτητες σκέψεις που μου γέννησε.

Η επιδίωξη της αριστείας προϋποθέτει σαφή ορισμό της, κριτήρια και αξιολόγηση. Έτσι κρίνεται σε ποιο βαθμό κάποιος ή κάτι πληροί τα κριτήρια. Είναι η προϋπόθεση για λήψη έλλογης απόφασης. Λήψη απόφασης χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση σημαίνει φασισμό, δικτατορία (ενδεχομένως με διαφορετικό δικτάτορα). Αυτή η λογική, όμως, μεταθέτει την ευθύνη από τον αξιολογούντα σε αυτόν που ορίζει τα κριτήρια. Αν κριτήριο αριστείας είναι η καταγωγή, καταλήγουμε στην «αριστοκρατία». Η καταγωγή είναι ένα κριτήριο με ικανοποιητική σαφήνεια. Χρειάσθηκε να χυθεί πολύ αίμα, ιδιαίτερα στη Γαλλική επανάσταση, για να αρχίσει να καταργείται. Άλλο κριτήριο είναι οι προτιμήσεις του λαού σε άλλου είδους ολιγαρχία, όπως όταν εκλέγουμε κάποιους προεπιλεγμένους από τα κόμματα επαγγελματίες υπογράφοντάς τους ανά τετραετία λευκή επιταγή, όπως στη ρεπούμπλικα (ή φιλελεύθερη ή αστική ή κοινοβουλευτική ή όπως αλλιώς θέλετε λεγόμενη «δημοκρατία»). Επομένως, οι αντιτιθέμενοι στην αξιολόγηση θα είχαν κάποια δικαιολογία, αν μπορούσαν να προτείνουν διαφορετικά κριτήρια αντί να αντιτίθενται στην αξιολόγηση.

Καλύτερο κριτήριο θεωρείται η παιδεία, καθώς είναι επίκτητη και προϊόν μακράς επίπονης ατομικής προσπάθειας των κρινομένων. Μ’ αυτή την έννοια, πολίτες μπορούν να είναι μόνον όσοι έχουν υποβληθεί σε ορισμένη εκπαιδευτική διαδικασία. Τώρα, όμως, προκύπτει η ευθύνη της κατεύθυνσης που έχει η παιδεία. Όταν αποσκοπεί στη δημιουργία πολλαπλών επιλογών για κάθε πρόβλημα, αυτή είναι γνήσια. Αν, όμως, αποσκοπεί στη δημιουργία μίας μόνον επιλογής, πρόκειται για πλύση εγκεφάλου και «άριστος» είναι εκείνος που έχει υποστεί την καλύτερη πλύση εγκεφάλου. Συχνά παραπονιόμαστε για την παρακμή της παιδείας μας από αυτό που ήταν στις προηγούμενες γενιές. Ο παππούς μου ήταν δάσκαλος. Έχει διασωθεί ένα χειρόγραφο βιβλιαράκι που έγραψε το 1894 και περιγράφει ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά του δασκάλου. Γίνεται εκεί σαφές ότι με σωστές ψυχολογικές μεθόδους, όπως τις θεωρούμε σήμερα, στοχεύει στο να καθιερώσει την αυθεντία του δασκάλου και γενικότερα της ανώτερης δύναμης, του βασιλιά, του Θεού. Ύψιστες αρετές είναι η υπακοή και η θεοσέβεια. Εκείνη η «παιδεία» ήταν προφανώς συστηματική «πλύση εγκεφάλου». Οδηγεί στη μισαλλοδοξία. Όχι μόνον «Εγώ ειμί ο Κύριος ο Θεός σου», αλλά και « Ουκ έσονται σοι Θεοί έτεροι πλην εμού». Πόσο συνέβαλε στις συμφορές μας του 20ού αιώνα και στη σημερινή δεινή κατάστασή μας; Κι αυτό γίνεται φανερό, όταν έρχεται σε κρίσιμη αντίθεση με την πραγματικότητα. Ως αριστεία θεωρείται συνήθως σήμερα η επιτυχής συσσώρευση γνώσεων ή χρημάτων, μετρήσιμων δηλαδή κοινωνικών ανταμοιβών της προσπάθειας.

Ποια είναι όμως η πραγματική παιδεία; Τα κίνητρα του ανθρώπου μπορούν να ιεραρχηθούν σε τρεις κατηγορίες (σύνοψη των κριτηρίων τoυ Maslow) και αφορούν τις τρεις υποστάσεις της ύπαρξής μας, την αισθητή/σωματική, την κοινωνική και την πνευματική/νοητή. Τα κίνητρα του αισθητού Εγώ ικανοποιούνται εκπαιδευτικά με τη σωματική άσκηση, τη γυμναστική. Σχετίζονται τελικά με τις περιστασιακές και περιοδικές (ταλαντούμενες), σωματικές μας ανάγκες, πόνο, πείνα, δίψα, ερωτικό ίμερο κ.λπ. Τα κίνητρα του κοινωνικού Εγώ επιβάλλονται από την κοινωνία, η οποία άμεσα ή έμμεσα επιδοκιμάζει ή αποδοκιμάζει τις συμπεριφορές μας. Πάνω σ’ αυτά τα κίνητρα βασίζονται τα δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα ή, ακόμη χειρότερα (ή καλύτερα;), τα ιδιωτικά. Υπάρχουν όμως και τα κίνητρα του νοητού Εγώ, τα κίνητρα της αυτοπραγμάτωσής του. Κάθε μοναδικό πρόσωπο σχηματίζει το σκοπό του, βασισμένο στην απείρως ελεύθερη φαντασία του και τον επιδιώκει. Αυτή είναι η ελευθερία. Γιατί ελευθερία δεν είναι μόνο το να μην κάνεις κάτι επειδή στο επιβάλλουν οι άλλοι, ακόμη και αν «άλλοι» είναι ολόκληρη η κοινωνία, αλλά το να κάνεις αυτό που εσύ βούλεσαι (Αριστοτέλης, Kant). Και σωστή παιδεία δεν είναι, επομένως, αυτή που προσθέτει γνώσεις και/ή συμπεριφορές στον κάθε εκπαιδευόμενο. Δεν προσθέτει, αλλά αφαιρεί εμπόδια από την πραγμάτωση του σκοπού του.

Μια αρχή σαν την παραπάνω τονίζει την ιδιαιτερότητα κάθε μέλους της κοινωνίας ως μοναδικού προσώπου παραγνωρίζοντας τις κοινωνικές υποχρεώσεις του. Ο άνθρωπος, όμως, είναι κοινωνικό ζώο και δεν είναι δυνατό να αγνοεί την κοινωνική υπόστασή του, όπως δεν μπορεί να αγνοεί την αισθητή/σωματική υπόστασή του. Αν τις παραβλέψει, παύει να υπάρχει, πεθαίνει ή αποβάλλεται από την κοινωνία, οπότε πάλι αδυνατεί να επιβιώσει. Μόλις αρχίσει η προσπάθεια για υλοποίηση του σκοπού καθενός, αυτή γίνεται αισθητή και μπορεί να έλθει αντιμέτωπη με τους φυσικούς και κοινωνικούς νόμους, συμπεριλαμβάνοντας τις βουλήσεις των άλλων. Και αυτοί είναι αδυσώπητοι, δεν καταργούνται. Μπορούν, ωστόσο, να αντισταθμισθούν. Σ’ αυτό το σημείο είναι που παίζει πάλι ρόλο η προσωπική προσπάθεια του καθενός. Αν με τη φαντασία του και το λογικό έλεγχό της σκεφθεί τρόπο να αντισταθμίζει τους νόμους, προχωρεί. Ο τρόπος που ανακάλυψε, αυτή είναι η παράπλευρη κοινωνική ωφέλεια, καθώς μπορεί πια να μεταδοθεί σε άλλους που θα εφαρμόσουν παρόμοιους τρόπους. Έτσι, η διαδρομή για την επίτευξη του αυτοσκοπού αποκτά αξία ισοδύναμη ή και ανώτερη από τον ίδιο το σκοπό. Το ταξίδι για την Ιθάκη μπορεί να είναι τελικά πιο σημαντικό από το φθάσιμο στο νησί, που αυτός είναι ο προορισμός. Πρότυπο κριτήριο της Τέχνης είναι να συγκινεί το κοινό σε όσο γίνεται ευρύτερο χώρο και χρόνο: κλασική. Οι λόγιοι μελετούν τις ιδιότητες των κλασικών, τις εκφράζουν και, έκτοτε, καλό έργο είναι όποιο ικανοποιεί αυτές τις ιδιότητες. Αυτή η κρίση, αρκετά καλή, αποκλείει όμως την καινοτομία, την πρωτοτυπία, που, χάρη σ’ αυτήν, η ανθρωπότητα βαδίζει μπροστά. Η αντίληψη που παρουσιάζω, επιδίωξη ενός αυτοδημιουργούμενου σκοπού με ένα αυτοεπινοούμενο τρόπο που αντισταθμίζει, όχι αντιτίθεται στους, φυσικούς νόμους, οδηγεί στη μεγαλοφυΐα ή στην παραφροσύνη. Μπορεί μαζί και στα δύο. Βαν Γκογκ! Αυτοδίδακτος. Αυτό δε σημαίνει «άνευ διδασκάλου». Σημαίνει επιλεκτική μίμηση μεγάλου πλήθους επιλεγόμενων δασκάλων, συμπληρωμένη με προσωπική παρατήρηση του περιβάλλοντος και στοχευμένη αναζήτηση σ’ αυτό, σύμφωνα με ίδιο προδιαγραμμένο σχέδιο. Θάνατος στα 37 έτη.

Η κοινωνία, όμως, δεν μπορεί να αποτελείται από μεγαλοφυείς πρωτοπόρους παράφρονες, όσο κορυφαίοι φάροι και αν είναι. Απαιτεί να πορεύεται με τουλάχιστον σκεπτόμενους ανθρώπους. Αλλά γιατί να σκέπτονται οι άνθρωποι; Εξ ορισμού (Αριστοτέλης) οι δούλοι δε σκέπτονται. Κάποιοι έτυχε να έχουν λάβει την κατάλληλη παιδεία που έτυχε να ταιριάζει στο γονιδίωμά τους. Όλοι οι άνθρωποι, όμως, αν δεν έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου, αναγκάζονται να γίνουν λιγότερο ή περισσότερο σκεπτόμενοι, όταν πιέζονται από την κοινωνία να μετέχουν στη λήψη αποφάσεων γι’ αυτήν, γι’ αυτούς.

*Ο κ. Δημήτριος Α. Σιδερής είναι ομ. καθηγητής Καρδιολογίας

2 thoughts on “Τρίτη Άποψη. Βαν Γκογκ

  1. ΑΝ ΘΕΛΟΜΕ ΓΙΑΤΡΟΥΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΙΣΤΗ ΔΥΝΑΤΗ ΚΡΙΣΗ, ΑΡΚΕΙ ΕΝΑΣ ΜΟΝΟΝ ΝΟΜΟΣ ΜΕ ΕΝΑ ΜΟΝΟΝ ΑΡΘΡΟ ΜΕ ΜΟΛΙΣ 11 ΛΕΞΕΙΣ. ΑΠΟΔΕΙΞΗ.

    Η αφορμή: “Αν, όμως, αποσκοπεί στη δημιουργία μίας μόνον επιλογής, πρόκειται για πλύση εγκεφάλου και «άριστος» είναι εκείνος που έχει υποστεί την καλύτερη πλύση εγκεφάλου.” (Δημήτρης Σιδερής. “Τρίτη Άποψη. Βαν Γκογκ”. https://dimitrissideris.wordpress.com/2017/12/14/τρίτη-άποψη-βαν-γκογκ/). Ωραία! Πώς η γενική αυτή αρχή εξειδικεύεται στα καθ’ ημάς;

    Ειδικεύομε τους πτυχιούχους ιατρικής για να τους μετατρέψομε σε ειδικούς με ανοιχτές όλες τις επιλογές. Δηλαδή, για να τους μετατρέψομε σε σκεπτόμενους καρδιολόγους, σε σκεπτόμενους νευρολόγους, σε σκεπτόμενους παιδιάτρους κτλ. Όσο πιο πολές επιλογές ανοιχτές, τόσο πιο πολύ σκεπτόμενους. Αν μόνον μία επιλογή ανοιχτή, μονοδιάστατα σκεπτόμενους (“πλύση εγκεφάλου”). Αν καμία επιλογή ανοιχτή, μη σκεπτόμενους. Δηλαδή, (θέλομε να τους μετατρέψομε) σε κριτικά σκεπτόμενους καρδιολόγους, σε κριτικά σκεπτόμενους νευρολόγους, σε κριτικά σκεπτόμενους παιδιάτρους: Όσο πιο πολές επιλογές ανοιχτές, τόσο πιο πολύ κριτικά σκεπτόμενους. Όσο πιο λίγες, τόσο πιο λίγο κριτικά σκεπτόμενους. Αν μόνον μία επιλογή ανοιχτή, μονοδιάστατα (άκριτα) σκεπτόμενους (“πλύση εγκεφάλου”). Αν καμία επιλογή ανοιχτή, μη σκεπτόμενους. Ωραία!

    Πώς τους ειδικεύομε; Σε ειδικά κέντρα που δίνουν πλήρη ή μερική ειδικότητα. Ερώτηση: Σε ποιον καρδιολόγο θα πάτε για να λύσετε ένα πρόβλημά σας; Σε έναν που τέλειωσε όλη την ειδικότητά του σε ένα κέντρο ειδίκευσης; (έστω το καλύτερο της χώρας) Ή σε έναν που πέρασε από τρία κέντρα μερικής ειδίκευσης; Αν είστε άρωστος βέβαια, ποσώς σαν ενδιαφέρει σε ποιο ή ποια κέντρα ειδικεύτηκε ο καρδιολόγος σας. Σας ενδιαφέρει να είναι ο καλύτερος καρδιολόγος. Και τι σημαίνει “καλύτερος καρδιολόγος”; Αυτός που έχει κριτική σκέψη; ή αυτός που έχει άκριτη σκέψη; Η απάντηση είναι προφανής, η ερώτηση εμπεριέχει την απάντηση, η ερώτηση είναι ρητορική. Τι σημαίνει άκριτη σκέψη; Πλύση εγκεφάλου του ειδικευόμενου, ο οποίος αποκρίνεται με τον μόνο τρόπο που μπορεί να αποκριθεί ο εγκέφαλος που υφίσταται πλύση: Μετατρέπεται σε αντίγραφο του πλύντη. Ωραία!

    Ποιος καρδιολόγος έχει κριτική σκέψη; Αυτός που τέλειωσε όλη την ειδικότητά του σε ένα κέντρο ειδίκευσης; (έστω το καλύτερο της χώρας) Ή αυτός που πέρασε από τρία κέντρα μερικής ειδίκευσης; (έστω όχι και τόσο καλά) Ποιος δηλαδή έχει καλύτερη ικανότητα επιλογής της άριστης μεταξύ των διαθέσιμων επιλογών; Ποιος έχει καλύτερη κριτική ικανότητα; Ποιος μπορεί να κάνει κρίσεις; Και ποιος δεν μπορεί να κάνει κρίσεις; Ή καλύτερα: Ποιος ΔΕΝ μπορεί να ΜΗΝ κάνει κρίσεις ακόμα και να θέλει; (Θεώρημα της διπλής άρνησης.) Και ποιος δεν μπορεί να κάνει κρίσεις ακόμα και να θέλει; Μπλέξαμε…

    Καθόλου! Και μάλιστα ξέρομε την απάντηση από απίστευτα μικρή ηλικία και από απίστευτα απροσδόκητο δάσκαλο. Από τη Γραματική του Δημοτικού, Ναι! καλά ακούσατε, του Δημοτικού. Από τότε που μαθαίναμε τους βαθμούς σύγκρισης: Θετικός, Συγκριτικός, Υπερθετικός. Ψηλός, ψηλότερος, ψηλότατος. Αστειεύεσαι, βέβαια… Τι σχέση έχει η Γραματική, και μάλιστα του Δημοτικού, με την ειδίκευση, και μάλιστα του καρδιολόγου;

    Καθόλου, πολύ καθόλου, πάρα πολύ καθόλου (δεν αστειεύομαι). Και σας ερωτώ: Ο κύριος Μ τι είναι; ψηλός; ψηλότερος; ή ψηλότατος; Αμέσως (αυτόματα) θα με ρωτήσετε: Ποιος είναι ο κ Μ; Απαντώ: ένας συμπολίτης σας που αυτή τη στιγμή περπατά στην πλατεία της πόλης σας, ο μέσος συμπολίτης σας. Αμέσως θα μου απαντήσετε: Ααα! ο Μ είναι ψηλότερος από τον χαμηλό συμπολίτη μου Χ και, ταυτόχρονα, χαμηλότερος από τον ψηλό συμπολίτη μου Ψ. Δηλαδή; δεν μπορείτε να μου απαντήσετε στην αρχική μου ερώτηση “Είναι ο κύριος Μ ψηλός, ψηλότερος, ή ψηλότατος;” Απάντηση: Σας είπα! ο κ Μ, από μόνος του, δεν είναι ούτε ψηλός ούτε κοντός. Είναι και ψηλός και κοντός ταυτόχρονα, εξαρτάται αν δίπλα του περπατάει ο Χ ή ο Ψ. Κι αν δίπλα του βρίσκονται ταυτόχρονα καί οι δυο; Τότε… είναι μεσαίος! (μέσος, μέσος όρος), Ωραία! Και λοιπόν;

    Πρώτον: δεν υπάρχει κρίση εν κενώ. Αν δίπλα στον Μ είναι ο Χ, η κρίση σας είναι ότι ο Μ είναι ψηλός. Αν δίπλα στον Μ είναι ο Ψ, η κρίση σας είναι ότι ο Μ είναι χαμηλός. Αν είναι και οι δύο, τότε η κρίση σας είναι ότι ο Μ είναι μεσαίος. Αν δεν υπάρχει κανένας, αδυνατείτε να εκφέρετε οποιαδήποτε κρίση. Σωστά; Σωστότατα.- Ωραία! Απαραίτητος όρος για να μπορείτε να εκφέρετε κρίση είναι να υπάρχει ο “δεύτερος όρος της συγκρίσεως” που μαθαίναμε στη Γραματική (του Δημοτικού, παρακαλώ!). Αν δεν υπάρχει, τότε είναι αδύνατον να εκφέρετε κρίση. Σωστά; Σωστότατα.- Ωραία!

    Δεύτερον: αν υπάρχει ο δεύτερος όρος της συγκρίσεως, είναι δυνατή η μη κρίση; Λίγο πιο λιανά, παρακαλώ! Αν δίπλα στον Μ δεν υπάρχει κανένας, σας είναι αδύνατο να κάνετε κρίση για το ύψος του. Αλ’ αν υπάρχει ο Χ, σας είναι δυνατό να μην κάνετε κρίση; Τι; στραβός είμαι; δεν βλέπω; Όχι, δεν είστε στραβός. Υπάρχει περίπτωση να πείτε ότι ο Μ είναι χαμηλότερος από τον Χ; Με δουλεύεις; αφού ο Χ είναι χαμηλότερος από τον Μ, πώς θα πω ότι ο Μ είναι χαμηλότερος από τον Χ; το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο Μ είναι ψηλότερος από τον Χ. “Το μόνο που μπορείς να πεις” ή “σου είναι αδύνατο να μην πεις ότι ο Μ είναι ψηλότερος από τον Χ”; Με μπέρδεψες… Πο! (μισό λεπτό να το σκεφτώ.) Δικό σου! (το μισό λεπτό). Ενοείται ότι μιλούμε την ίδια γλώσα καί οι δυο; Ότι όταν εγώ λέω χαμηλότερος, εσύ καταλαβαίνεις χαμηλότερος, και όχι ψηλότερος; Την ίδια γλώσα. Ωραία! μού είναι αδύνατο να μην πω ότι ο Μ είναι ψηλότερος από τον Χ. Ωραία! άρα: αν υπάρχει ο δεύτερος όρος της συγκρίσεως είναι αδύνατη η μη κρίση. Ναι! είναι αδύνατο να μην κάνω κρίση. Είναι όμως δυνατό να κάνετε λαθεμένη κρίση… Όχι, είναι αδύνατη η μη ορθή κρίση. Εκτός αν άλα λέμε κι άλα καταλαβαίνομε, όμως είπαμε μιλάμε την ίδια γλώσα, τα ίδια λέμε και τα ίδια καταλαβαίνομε. Ώστε, αν υπάρχει ο δεύτερος όρος της συγκρίσεως δεν είναι δυνατή η μη κρίση. Λάθος! (η μισή αλήθεια): Δεν είναι δυνατή η μή ορθή κρίση· είναι αδύνατη η μη ορθή κρίση. Ωραία! Συμπέρασμα: αν υπάρχει ο δεύτερος όρος της συγκρίσεως, είναι αδύνατη η μη ορθή κρίση. Κι αν εγώ είμαι βλάκας κι εσύ έξυπνος; Δεν υπάρχει βλάκας και έξυπνος σε αυτό: και κοκούτσι μυαλό να έχεις, δεν είναι δυνατό να μην πεις ότι ο Μ είναι ψηλότερος από τον Χ.- (τελεία και παύλα) Εκτός αν δεν έχεις ούτε κουκούτσι, αλά τότε πάμε αλού. Εμείς γι αλού κινήσαμε κι αλού η ζωή μας πάει… Θυμάσαι, μήπως, ότι ψάχνω τον καλύτερο καρδιολόγο;

    Μα, τον βρήκες! Τον βρήκες ήδη. Καλύτερος είναι εκείνος που του είναι αδύνατο να μην κάνει ορθή κρίση για το πρόβλημά σου. Προσοχή! προσοχή!! Όχι που του είναι δυνατό να κάνει ορθή κρίση (στον καθένα είναι δυνατό να κάνει ορθή κρίση): Που του είναι αδύνατο να μην κάνει ορθή κρίση (σε κανέναν δεν είναι δυνατό να μην κάνει ορθή κρίση). Δεν είναι το ίδιο. Ωραία! Ποιος από τους δύο καρδιολόγους είναι ο καρδιολόγος σου, λοιπόν; Μα, αυτός που, ως ειδικευόμενος, είχε δεύτερον όρο της συγκρίσεως, οπότε του ήταν αδύνατο να μην έχει αναπτύξει ορθή κρίση. Δηλαδή αυτός που πέρασε από δύο τουλάχιστον (διαφορετικά) κέντρα ειδίκευσης. Κι αν ο άλος πέρασε μεν από ένα, αλά από το καλύτερο της χώρας; Ας πέρασε! Διότι, εξορισμού, το ξέρομε εκ των προτέρων, το ξέρομε σίγουρα (100%), και δεν χρειάζεται κανένας να μας το επιβεβαιώσει και κανενός είδους εξετάσεις για να μας το τεκμηριώσουν: Οποιοσδήποτε πέρασε από μόνον ένα κέντρο το μόνο που είναι δυνατό να του έχει συμβεί είναι, ελείψει δευτέρου όρου της συγκρίσεως, να μην του είναι δυνατό να μπορεί να κάνει κρίσεις (όχι να μην του είναι δυνατό να μην μπορεί να κάνει κρίσεις). Στην καλύτερη περίπτωση, θα έχει γίνει πιστό αντίγραφο του κέντρου που πέρασε, πιστό αντίγραφο του διευθυντή. (Στη χειρότερη όχι και τόσο πιστό.) Πιστό αντίγραφο (του καλύτερου καρδιολόγου της χώρας, έστω) δεν σημαίνει ότι ο μόλις ειδικευμένος είναι ένας καρδιολόγος με κρίση. Ακόμα κι αν ο διευθυντής του ήταν καρδιολόγος με κρίση. Διότι η κρίση δεν αναπτύσεται κοντά σε έναν που έχει κρίση, αλά κοντά σε δεύτερον όρο της συγκρίσεως. Και δεύτερον όρο της συγκρίσεως “υπέστη” ο καρδιολόγος που ειδικεύτηκε σε τρία διαφορετικά κέντρα, ακόμα κι αν αυτά δεν ήταν πρώτης γραμής. Αυτουνού του καρδιολόγου δεν του είναι δυνατό να μην κάνει ορθές κρίσεις. Ενώ του καρδιολόγου που ειδικεύτηκε σε ένα κέντρο, ακόμα και το καλύτερο, δεν του είναι δυνατόν να κάνει ορθές κρίσεις, διότι δεν βίωσε δεύτερον όρο της συγκρίσεως. Ωραία; Χμ… Κι αν κάποιος πέρασε σε δύο κέντρα; Ε, αυτός βίωσε έναν δεύτερον όρο της συγκρίσεως. Από το τίποτα καλό είναι και το ένα. Κι αν δεν πέρασε τρία χρόνια στο ένα κέντρο και τρία στο άλο, αλά ένα μήνα στο ένα και έξι χρόνια παρά ένα μήνα στο άλο; Ώπα! Μια στιγμή…

    Χρειάζεσαι ένα κάποιο ελάχιστο χρονικό διάστημα κοντά σε ένα κέντρο, κοντά σε έναν διευθυντή, για να είναι δυνατό να πάρεις ό,τι μπορεί να σου δώσει. Σε έναν μήνα δεν θα έχεις μπορέσει ούτε καλά καλά να πάρεις μυρωδιά τι γίνεται στο κέντρο αυτό. Χρειάζεσαι ας πούμε έξι μήνες για να είσαι σε θέση να πιάνεις τα πουλιά που πετάνε στον αέρα του κέντρου αυτού. Αλά, αν ως το χρόνο δεν τα έχεις πιάσει όλα, μην περιμένεις από κει και πέρα να πιάσεις τίποτα: ό,τι ήταν δυνατό να πάρεις το έχεις πια πάρει. Από κει και πέρα όλο επαναλήψεις θα είσαι. Επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως! Βεβαίως! Μόνο που αν κάτι το έχεις μάθει στραβά θα το εμπεδώσεις για τα καλά. Τόσο που θα σου είναι αδύνατο να το ξεμάθεις (πολύ δύσκολο για την ακρίβεια). Καθώς το όρισε ο Όσκαρ Ουάιλντ, πείρα είναι να κάνεις τα ίδια λάθη με όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Και ο μόνος τρόπος για να μπορεί να δει κανείς τα λάθη του είναι να βρεθεί σε δεύτερον όρο της συγκρίσεως. Οπότε αναγκαστικά, “Ρε, σύ! Αυτό στο πρώτο κέντρο το κάναμε αλιώς, εδώ το κάνουν έτσι”, θα πει. Και αυτόματα θα αναδυθεί μέσα του το ερώτημα “Ποιο είναι το σωστό;” (Με τον καιρό θα αναδύεται το σοφότερο ερώτημα “ποιο είναι το σωστότερο;”) Κι απ’ τη στιγμή που θα τεθεί η αμφιβολία, ο δογματικός απόφοιτος του πρώτου κέντρου, ο βέβαιος για τον εαυτό του, ο απόλυτος κάτοχος της αλήθειας, θα μετατραπεί, θέλει δεν θέλει, δεν είναι στο χέρι του, σε κάτοχο της αλήθειας μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου. Από αλαζόνας θα κάθεται πια σε αναμένα κάρβουνα…

    Χαθήκαμε πάλι! Σε δύο ή σε τρία κέντρα ειδίκευσης; Σε τρία βέβαια! Το τρίτο θα θέσει σε αμφιβολία καί το δεύτερο που είχε θέσει σε αμφιβολία το πρώτο. Κι αν τέσσερα ακόμα καλύτερα. Κι αν πέντε το ίδιο. Όσο περισότερα τόσο καλύτερα. (360ο feedback κατά την τεχνική ορολογία.) Με την προϋπόθεση πως σε καθένα από αυτά έχει παραμείνει όχι λιγότερον από τον αναγκαίο χρόνο (για να πάρει ό,τι είχε να δώσει) και όχι περισότερον από τον επαρκή (για να μη φθείρεται σε άσκοπες πια επαναλήψεις [έχοντας η καμπύλη μάθησης κορεστεί, κατά την τεχνική ορολογία]). Πιθανότατα (μέχρις αποδείξεως του εναντίου), όχι λιγότερους από 6 μήνες και όχι περισότερους από 12. Που σημαίνει πως μια ειδικότητα 4 χρόνων θα πετύχαινε τα άριστα αν ο ειδικευόμενος ειδικεύονταν σε 4 διαφορετικά κέντρα, μια 5 χρόνων σε 5 κέντρα, μια 6 σε 6 κτλ.

    Επιπλέον! Μια ειδικότητα χ χρόνων, πχ 5, μπορεί να γίνει σε 1 κέντρο, σε 2, σε 3, σε 4, σε 5. Αν γίνει όλη σε ένα, τότε παίρνεις έναν κλώνο του κέντρου αυτού, εγκεφαλικό κλώνο, απόλυτα ανάλογον του γονιδιακού κλώνου των γενετιστών, μόνο που δεν κλωνοποιούνται οι πληροφορίες του γονιδιώματος, αλά οι πληροφορίες του εγκεφάλου. Στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να υπάρξει καμιά αλαγή, καμιά πρόοδος προς το καλύτερο (ούτε προς το χειρότερο βέβαια), καμιά εξέλιξη.
    Αν όλη η ειδικότητα γίνει σε δύο κέντρα, τότε υπάρχει ένας “δεύτερος όρος της συγκρίσεως” κι ο ειδικευόμενος καταλήγει (υποχρεωτικά) καρδιολόγος με κρίση. Αν σε τρία κέντρα τότε εκτίθεται σε δύο “δεύτερους όρους της συγκρίσεως” και γίνεται καρδιολόγος με ακόμα καλύτερη (διπλή) κρίση. Κι αν σε τέσσερα, με τριπλή κρίση. Κι αν σε πέντε, με τετραπλή. Όσο περισότερα κέντρα, τόσο καλύτερα. (Με την προϋπόθεση πως σε καθένα από αυτά παρέμεινε το άριστο χρονικό διάστημα: όχι λιγότερο από το αναγκαίο όχι περισότερο από το επαρκές, που μια καλή τιμή εκίνησης προσδιορίστηκε νωρίτερα στο ένα έτος). Άρα η βέλτιστη ειδίκευση σε μια ειδικότητα 5 χρόνων μπορεί να γίνει σε 5 διαφορετικά κέντρα (όσο διαφορετικότερα τόσο καλύτερα) και η χείριστη σε 1 και το αυτό από την αρχή μέχρι το τέλος (ακόμα κι αν είναι το καλύτερο της χώρας).

    Και κάτι τελευταίο. Δεν είναι μόνο ότι η κυκλοφορία του ειδικευόμενου σε πέντε κέντρα θα τον κάνει άριστο καρδιολόγο (= με την μέγιστη δυνατή κρίση). Είναι που θα κάνει καλύτερα και τα 5 κέντρα. Και μάλιστα όλα τα κέντρα θα τείνουν να εξομοιωθούν προς τα πάνω. Αυτόματα, χωρίς να κουνήσουν το δαχτυλάκι τους, και με μηδέν κόστος. Σε κάθε κέντρο δεν φεύγουν μόνον όσοι ειδικευόμενοι συμπλήρωσαν το χρόνο τους: Έρχονται και όσοι συμπλήρωσαν αλού τον εκεί χρόνο τους. Και προσέρχονται στο νέο τους κέντρο με όλα τους τα εκεί βιώματα, κουβαλώντας δηλαδή, αυτόματα και χωρίς να κάνουν καμία προσπάθεια και θέλουν δεν θέλουν, όλους τους ήδη “δεύτερους όρους της συγκρίσεως”, με τους οποίους και μπολιάζουν το νέο τους κέντρο, θέλει δεν θέλει, θέλουν δεν θέλουν, αυτόματα, με μηδέν κόστος. Έτσι όλα τα κέντρα υπόκεινται στην ανελέητη σύγκριση η οποία αναγκαστικά θα τα σύρει προς τα πάνω, ποτέ προς τα κάτω (κι αν κάποιο δοκιμάσει να μην αλάξει ή ν’ αλάξει προς τα κάτω, πολύ σύντομα θα διαπιστώσει πως θα μείνει χωρίς ειδικευόμενους, αφού κανένας δεν θα το προτιμά: ο ειδικευόμενος δεν είναι μαζοχιστής να θέλει να χάσει το χρόνο του, να θέλει δηλαδή να χάσει τη ζωή του, ο χρόνος μας είναι η ζωή μας).

    Κοντός ψαλμός αλληλούια! Αν θέλομε γιατρούς με τη μέγιστη δυνατή κρίση, αρκεί ένας μόνον νόμος με μόνον ένα άρθρο με μόλις 11 λέξεις: “Ουδείς ειδικευόμενος παραμένει στην ίδια θέση ειδίκευσης παραπάνω από ένα έτος.” Όλα τα υπόλοιπα αφήνονται στην αόρατη χείρα του “δεύτερου όρου της συγκρίσεως”, που ξέρει καλύτερα από τον καθένα να βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Και με μηδενικό κόστος.

    Γιάνης Δημολιάτης
    Πεδινή, Πρωτοχρονιά 2018

    Liked by 1 person

  2. Σ΄ έχω ακούσει αρκετές φορές να λες πως είμαι ο μέντοράς σου. Αν είναι έτσι, μάλλον πρέπει να βρεις και έναν άλλο τουλάχιστον μέντορα, διότι από ότι διάβασα μοιάζεις να επαναλαμβάνεις τη σκέψη μου. (Κι εγώ βέβαια κολακεύομαι). Θυμάμαι όταν κρινόταν ένας υποψήφιος για καθηγητής στα Γιάννενα και υπήρξαν αρκετοί εναντίον του, εγώ είπα ότι στα περισσότερα θέματα έχει αντιλήψεις διαφορετικές από τις δικές μου και γι΄ αυτό τον ψηφίζω. Αν είχε αντιλήψεις ίδιες με τις δικές μου, η Σχολή δεν θα τον είχε ανάγκη! Καλή χρονιά με πάντα νέες δημιουργικές ιδέες.

    Like

Leave a Reply

Fill in your details below or click an icon to log in:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s