Όχι, δεν ήταν δυνατό. Αυτά μόνο στα παραμύθια μπορούν να συμβούν. Και στον κινηματογράφο. Τί ΄ταν αυτό το νέο που ήρθε να ταράξει έτσι βίαια τον αγώνα τόσων χρόνων, να δαμάσει τη φύση που την αναστάτωνε, να γαληνέψει. Να το πιστέψει; Όχι, δεν μπορούσε να είναι αληθινό. Είχε κάνει τα πάντα για να μάθει και οι πόρτες ήταν όλες κλειστές. Κανένας δεν ήξερε το παραμικρό. Και να τώρα που έτσι απροσδόκητα εμφανίσθηκε το γράμμα αυτό μπροστά της.
Πεινούσα και κρύωνα. Όλοι δηλαδή γύρω πεινούσαμε και κρυώναμε. Πολλά χρόνια αργότερα είδα στο Πολεμικό Μουσείο των Αθηνών το τηλεγράφημα που είχε στείλει τότε ο Δεσπότης στην Κυβέρνηση: «Αποστείλατε επειγόντως τρόφιμα ή φέρετρα!». Για την ώρα όμως το πρόβλημα είχε λυθεί τοπικά. Είχε επιταχθεί – ή αποκτηθεί τέλος πάντων, δεν ξέρω με ποιον άλλο τρόπο – ένα μεγάλο οικόπεδο, του Χαρτουλάρη, κοντά στο νεκροταφείο κι εκεί χώρεσαν να φιλοξενηθούν στη νέα και τελευταία πατρίδα τους οι τουμπανιασμένοι από την πείνα.
Κι ωστόσο, δε χάναμε το κέφι μας. Α, ναι, ξέχασα. Πεινούσα, κρύωνα κι αρρώσταινα. Ο χειμώνας ήταν πολύ κρύος. Πολλά τζάμια στο σπίτι σπασμένα, κολλημένα με χαρτιά. Και κάρβουνα δεν υπήρχαν για το μαγκάλι. Το αραντό με καλαμποκάλευρο, αλάδωτο, δε χόρταινε κι η φασκομηλιά, μυρωδάτη, αλλά χωρίς ψωμί και ζάχαρη για πρωινό, δε στύλωνε. Έτσι, άλλοτε πήγαινα σχολείο – μαθητής της 1ης τάξης παρακαλώ – κι άλλοτε όχι. Το κέφι μας όμως τόχαμε. Τραγουδούσαμε διάφορα άσματα, όπως εκείνο το νοσταλγικό και ηρωικό, για τη «Γλυκιά μας την Πατρίδα», που αργότερα πάψαμε να το λέμε ή το άλλο, το «Κορόιδο Μουσολίνι», που του αλλάζαμε τα λόγια στον ίδιο σκοπό «τραλαλά τραλαλά» όταν εμφανίζονταν Ιταλοί. Μας συνόδευαν τότε αυτοί στον ίδιο σκοπό, μ΄ άλλα λόγια όμως. Εμείς συνεχίζαμε μαζί τους και γελούσαμε, αφού αυτοί δεν ήξεραν πως από μέσα μας λέγαμε τα αληθινά λόγια για «την πατρίδα τους τη γελοία» κλπ. Κρυφά, πολύ κρυφά λέγαμε και το άλλο, το αυστηρά απαγορευμένο τραγούδι, για κείνη τη φοβερή γυναίκα, την Τσελόγκουε, που ήτανε του Τιμπερέρη και του Γκόου κι ύστερα του μικρούλη του Πικαντίλη:
«Η Τσελόγκουε του Τιμπερέρη/ Η Τσελέγκουε του Γκόου/ Η Τσελέγκουε του Πικαντίλη/ Τραλαλά λαλά, λαλά.»
Και μας έπιανε ενθουσιασμός που τραγουδούσαμε το αυστηρά απαγορευμένο.
Η Φραντζέσκα, οκτώ χρόνια μεγαλύτερή μου, μπουμπούκιαζε στο διπλανό μας χωραφάκι. Οι γείτονες είχαν ένα χωραφάκι και μια κατσίκα.
– «Φραντζέσκα! Πάγαινε, μωρή, ν΄ αρμέξεις την κατσίκα» – «Δεν μπορώ, μάνα. Πονάει η μέση μου!» – «Φραντζέσκα! Πάγαινε, μωρή, να ποτίσεις” – «Δεν μπορώ, μάνα. Πονάει το κεφάλι μου!» – «Φραντζέσκα! Έλα να σκουπίσεις και να σφουγγαρίσεις – «Δεν μπορώ, μάνα. Πονάει το στομάχι μου!» – «Ο κώλος σου πονεί;” -«Όχι!» – «Αχ, και νάσουν όλη ένας κώλος!»
Κυλούσε η ζωή χαρούμενα, ξένοιαστα, ήρεμα, όσο ήρεμα της επέτρεπαν τα 15 χρόνια της εφηβείας της. Χτίστης ο πατέρας της. Το χωραφάκι, την κατσικούλα και λίγες κοτούλες, έτσι για μια ντομάτα, λίγο γάλα και κανένα φρέσκο αυγό, τα φρόντιζε η μάνα της αυτά. Βοηθούσαν κι οι δυο κόρες, η Φραντζέσκα κι η μικρότερη αδελφή της. Και ξαφνικά ήρθε το κακό. Το μουλάρι τους επιτάχτηκε για τον πόλεμο. Στην αρχή οι ειδήσεις έρχονταν αναπάντεχα καλές για τις νίκες του στρατού μας. Τον πατέρα της, ευτυχώς, δεν τον είχαν πάρει στρατιώτη. Οι περισσότεροι όμως έλειπαν στο μέτωπο. Το νησί είχε ερημώσει από νέους άντρες. Έπειτα, όλα άλλαξαν. Ήρθε η κατάρρευση. Έγινε ο βομβαρδισμός και σείστηκε όλο το νησί. Και μετά έφτασε ο καταχτητής, ο νικημένος καταχτητής. Με τις φανταχτερές παρελάσεις, τα φτερά στο πηλίκιο και τις φτηνές κολόνιες. Ήταν χίλιοι πεντακόσιοι; Δυο χιλιάδες; Παραπάνω; Το νησί αποκλεισμένο. Καμιά επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Η παραγωγή στο βράχο σχεδόν ανύπαρκτη. Από τα εργοστάσια και τους υπαλληλικούς μισθούς ζούσαν οι κάτοικοι πριν από τον πόλεμο. Ελάχιστα τα πρώιμα φασολάκια και κολοκυθάκια. Τώρα ούτε εργοστάσια ούτε μισθοί. Η θάλασσα απαγορευμένη. Ούτε το ψάρεμα επιτρεπόταν. Τα ίχνη της παραγωγής τα έπαιρνε ο στρατός για τις δικές του ανάγκες. Ο πληθυσμός – ε, ποιος λογαριάζει τους αμάχους στον πόλεμο! Από τους 25 000 κατοίκους περίπου πέθαναν – κανένας δεν ξέρει πόσοι ακριβώς – λένε για το ένα τέταρτο ως ένα όγδοο του πληθυσμού. Ούτε τρόφιμα ούτε φέρετρα στάλθηκαν στο αίτημα του Δεσπότη.
Οι Ιταλοί προσπάθησαν να προσεταιρισθούν τους ντόπιους, ιδίως τους καθολικούς που αποτελούσαν σημαντική μειονότητα στο νησί. Τα περισσότερα επώνυμά τους είχαν ιταλική προέλευση. Δεν έλειψαν κι από τα δύο δόγματα οι λίγοι που επωφελήθηκαν. Όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις. Οι πολλοί όμως αρνήθηκαν τη συνεργασία και τη συναδέλφωση με τον καταχτητή. Η κατοχή τους, εντάξει, κατοχή ήταν, η αλήθεια είναι πάντως πως εκτελέσεις δεν έγιναν. Ούτε και αντίσταση υπήρχε βέβαια. Αν εξαιρέσουμε φυσικά εκείνον που κατάφερνε να πληροφορεί τους συμμάχους για τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι κι ίσως και κάποιους άλλους πιο αφανείς. Και αν εξαιρέσουμε τα «αντιστασιακά», τα απαγορευμένα τραγούδια. Και αν εξαιρέσουμε την πείνα. Το σπίτι της Φραντζέσκας πάντως έχασε την κατσίκα του. Κι οι κοτούλες, νηστικές κι αυτές, έπαψαν να γεννούν αυγά.
Εκεί που απέτυχε, ωστόσο, ο Άρης με τη βία, η Αφροδίτη, ιδίως μ΄ εκείνο τον παιχνιδιάρη το γιο της με το τόξο, είχε περισσότερες επιτυχίες.
Περνώντας ο Τζιοβάνη μπρος απ΄ το παράθυρό της, την είδε. Ήταν πια 17 χρονών. Προς το ξανθό τα μαλλιά της και γαλανά, ολόφωτα, τα μάτια της που δεν τολμούσε να τα σηκώσει φανερά σε κανέναν άντρα, πολύ περισσότερο στον όμορφο νέο με τη στολή που τριγύριζε και της έριχνε φλογερές ματιές πίσω απ΄ το μισόκλειστο παράθυρό της. Στητή η κορμοστασιά της, δεν είχε πια πόνους σ΄ όλο της το κορμί για να λέει όχι!
Εκείνος δε δίστασε. Πήγε ίσια στον πατέρα της. Κι εκείνος δεν είχε αντίρρηση. Κάτι περισσότερο, της άρεσε, της άρεσε πολύ. Καλός τεχνίτης εκείνος στη Νάπολη, μαραγκός, δούλευε με τον πατέρα του. Τι γύρευε από τη Νάπολη στη Σύρα, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Τώρα όμως ήξερε. Ήταν η μοίρα του για να γνωρίσει τη γυναίκα των ονείρων του. Η μάνα της δεν είχε αντιρρήσεις. Γιατί νάχε; Έτσι κι αλλιώς στις δουλειές δεν την βοηθούσε και πολύ! Ο πατέρας της όμως δίσταζε, δίσταζε πολύ. Δεν απάντησε αμέσως. Να συμβουλευθεί και το Δον Ντομένικο. Ο παπάς δεν είπε όχι. Απ΄ το ίδιο δόγμα ήταν άλλωστε. Μόνο προσοχή! Ο γάμος στους καθολικούς έχει ιδιαίτερα αυστηρούς κανόνες. Οι καιροί δεν ήταν οι σωστοί.
Κι ο πατέρας της αντέδρασε μετρημένα. Ναι, να παντρευτούν. Όχι ακόμη όμως. Ο πόλεμος συνεχιζόταν. Ποιος ξέρει πού και πώς θάβρισκε τον καθένα το τέλος του. Να αρραβωνιαστούν, ναι. Αφού άρεσαν ο ένας στον άλλο, κάτι παραπάνω, αφού αγαπιόνταν. Όμως οι συναντήσεις τους επιτρέπονταν αυστηρά μόνο μέσα στο πατρικό σπίτι, ποτέ δεν θάβγαιναν μόνοι τους οι δυο τους έξω.
Ο Τζιοβάνη σ΄ όλα ναι. Την αγαπούσε αληθινά. ΄Ετσι τουλάχιστον έλεγε. Κι έτσι έδειχνε. Πέρα από τις αγάπες, δεν έλειψε από την οικογένεια κι ένα μπουκαλάκι λάδι, καμιά σκατολέτα κρέας ή μια πανιότα.
Μια μέρα, ήταν προχωρημένη Άνοιξη, μέσα του Μάη. Η Φραντζέσκα ήταν στην πόλη να βρει να ψωνίσει κανένα ζαρζαβατικό. Πού να το βρει όμως! Περπατούσε εκεί στο Ανηφοράκι. Δηλαδή δεν περπατούσε, πετούσε. Τα αρώματα της Άνοιξης φλόγιζαν την παρθενική νεότητά της. Και τα τιτιβίσματα των πουλιών συνόδευαν με τη συναυλία τους την προσωπική της αναστάτωση. Ένιωθε ευτυχισμένη. Πεινούσε, αλλά η μαγεία που κυκλοφορούσε μέσα της κάλυπτε όλο της το είναι. Ήταν μεσημέρι. Περνούσε τώρα μπροστά από την Κοίμηση. Και ξαφνικά…τί ΄ταν ετούτο; Σαν τρελή στρίγγλιζε η σειρήνα. Οι λίγοι περαστικοί κοιτάχτηκαν ο ένας με τον άλλο χωρίς να καταλαβαίνουν. Κι αμέσως ακούστηκε το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών μαζί με τον ήχο του αεροπλάνου. Άρχισαν ξαφνικά να τρέχουν αλλόφρονες. Προς κάθε κατεύθυνση. Ένας συριγμός έπειτα.
– «Πέσε κάτω!» ακούστηκε μια ανδρική φωνή. Δυο άνδρες μπροστά της ξάπλωσαν μπρούμυτα στο έδαφος σύρριζα στον τοίχο του νοσοκομείου δίπλα στην εκκλησία. Τους μιμήθηκε χωρίς να ξέρει γιατί. Κι ακούστηκε τότε ο δαιμονισμένος κρότος. Σπασμένα τζάμια και σοβάδες από τον τοίχο την κάλυψαν. Λίγα λεπτά αργότερα το κακό είχε τελειώσει. Ακούστηκε πάλι η σειρήνα. Αυτή τη φορά σήμαινε τη λήξη του συναγερμού. Η Φραντζέσκα σηκώθηκε. Σηκώθηκαν κι όσοι ήταν ξαπλωμένοι στο δρόμο, κάτασπρα τα ρούχα τους από τα χώματα, τα γυαλιά και τα θραύσματα του τοίχου.
Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί των Άγγλων, μιας και άρχισαν, δεν έλεγαν να σταματήσουν. Κάθε μέρα, ιδίως τις νύχτες, ένα μικρό σμήνος από 3 αεροπλάνα έκανε την εμφάνισή του και η σκηνή της πρώτης εκείνης ανοιξιάτικης μέρας του Μαγιού επαναλαμβανόταν χωρίς πολλές παραλλαγές. Μόνο που οι αφέγγαρες νύχτες φωτίζονταν από τις φωτοβολίδες που έριχναν τα αεροπλάνα με τα αλεξίπτωτα για να μένουν αρκετά αιωρούμενες, από τους προβολείς που σπάθιζαν τον ουρανό κι απ΄ τα τροχιοδεικτικά. Ο ήχος όμως πάντοτε ο ίδιος. Στη σειρά οι σειρήνες, το κροτάλισμα των αντιαεροπορικών, ο βρόντος από τις βόμβες, η λήξη του συναγερμού. Την άλλη μέρα ο απολογισμός. Πόσοι για του Χαρτουλάρη και πόσοι για το νοσοκομείο, που είχε μεταφερθεί μακριά από το λιμάνι. Η πόλη άδειασε. Η Φραντζέσκα δεν ξανακατέβηκε. Ούτε οι γονείς της. Τώρα ο κόσμος πέθαινε όχι μόνον από την πείνα, αλλά και από τους βομβαρδισμούς των συμμάχων. Εμείς όμως το κέφι μας. Πιλότος ήταν πάντοτε ο ίδιος, ο Τζίμης. Μας φιλοδώριζε με βόμβες και με ελπίδες. Ερχόταν από τα Δυτικά, απ΄ τα βουνά, για να μην τον δουν νωρίς τα αντιαεροπορικά. Έριχνε λοιπόν τις βόμβες, που είτε έπεφταν βαθιά στο πέλαγος πετώντας πάνω από τις τορπιλάκατες που ήταν κολλημένες στην προκυμαία, ή πολύ κοντά, μέσα στην πόλη, γκρεμίζοντας σπίτια και σκορπώντας το θάνατο στους πεινασμένους. Όμως εμείς προσευχόμαστε για τον Τζίμη μην πάθει τίποτα κακό. Και τραγουδούσαμε άλλοτε με την κοροϊδευτική κι άλλοτε με την ακαταλαβίστικη επωδό:
«Έφτασε ο Τζίμης πάλι/ Μες στης Σύρας το λιμάνι/ Νταγλαμέντο Ντίνε/ Νταγλαμέντο Ντα»
Ή:
«Κατεβαίνει δέκα μέτρα/ Που το ρίχνεις με μια πέτρα /Και του ρίχονουνε/ Μα δεν το βρίσκουνε…»
Ήμουν περήφανος για το τραγουδάκι με τον όμορφο κοροϊδευτικό σκοπό. Ποιος ξέρει ποιος συνάδελφος του Μάρκου να τον έβγαλε, σκεφτόμουν. Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες, για ν΄ ακούσω από έναν απόφοιτο Ιταλικού Πανεπιστημίου τον ίδιο εκείνο σκοπό, με άλλα λόγια βέβαια στην ξένη γλώσσα, και με παραπλήσια επωδό, πάλι ακαταλαβίστικη για μένα, μια και Ιταλικά δεν ήξερα. Να, κάπως έτσι:
«Κάντε φίκε α λ’ οσπεντάλε/ Κάντε κάτσι α τριμπονάλε/ Νταμ΄λα με, μπιοντίνα/ Νταμ΄λα με, μπιοντά…»
Η Φραντζέσκα δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα. Ο νους της είχε αγκυροβολήσει στο Τζιοβάνη. Κι εκείνος, ήταν φανερή πια η ανησυχία του, ο φόβος για το εντελώς αβέβαιο αύριο. Σ΄ ένα μόνο δεν είχε αλλάξει: Στη στάση του προς την κοπέλα του. Πάντα τρυφερός, με έκδηλη την αγάπη, αλλά και με σεβασμό στο κορίτσι, την αρραβωνιαστικιά του.
Ύστερα ήλθε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας. Έφτασαν οι Γερμανοί. Λιγοστοί, αλλά σ΄ αυτούς παραδόθηκαν χωρίς μάχη το πλήθος των Ιταλών στρατιωτών. Οι Γερμανοί τους έθεσαν το δίλημμα. Όποιος ήθελε μπορούσε να μείνει μαζί τους. Θα φορούσε ένα κίτρινο περιβραχιόνιο, για να ξεχωρίζει από τους άλλους. Τους υπόλοιπους (κι αυτοί ήταν οι περισσότεροι) θα τους έστελναν πίσω στην πατρίδα τους. Ο Τζιοβάνη τόθελε, τόθελε πολύ να μείνει, να μην απομακρυνθεί από την αγαπημένη του. Σ΄ αυτό το σημείο όμως η Αφροδίτη της αγάπης έχασε. Ακόμη και για τη Φραντζέσκα, δεν άντεχε να μείνει με τους Γερμανούς. Περισσότερο κι από την ακατανόητη παρουσία του απ΄ τη Νάπολη στη Σύρα, η εκούσια συνταύτιση με τους Γερμανούς θα ήταν ακόμα πιο μεγάλη προδοσία στα όποια πιστεύω του. Όχι, δεν το άντεχε. Έφυγε μαζί με τους πολλούς.
Η Φραντζέσκα τώρα χωρίς τον αγαπημένο της. Νέα δεν έφθαναν, παρά με μεγάλη φειδώ στο απομονωμένο νησί. Για τον Τζιοβάνη όμως καμιά είδηση. Κάπου ακούστηκε – μπα, φήμη θα ήταν – πως, λέει, το πλοίο που τους μετέφερε στην Ιταλία τορπιλίστηκε από τους ίδιους τους Γερμανούς. Μα ήταν δυνατό;
Ο πόλεμος, ωστόσο, κάποτε τέλειωσε. Τώρα τραγουδούσαμε άλλα τραγούδια. Πάλι απαγορευμένα ωστόσο:
«Τόχουμε βάλει/ βαθιά μες΄ στην καρδιά μας/Λαοκρατία/ και όχι βασιλιά.»
Ο πληροφοριοδότης των συμμάχων βρέθηκε στη φυλακή. Η αντίσταση στον εχθρό ήταν προδοσία. Τέλος πάντων. Όπου νάναι, πάντως, θα εμφανιζόταν ο Τζιοβάνη. Ή θα ερχόταν κάποια είδησή του. Κι όμως νέα του δεν έφθαναν. Έστειλαν γράμματα, επιστράτευσαν προξένους, παπάδες, άλλους που θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν με την πατρίδα του. Δεν ήταν δα αυτή η μόνη. Υπήρχαν άλλες από το νησί που είχαν παντρευτεί με Ιταλό. Τίποτε όμως… κανένας… το παραμικρό. Όχι, δεν είναι πως την είχε ξεχάσει ο Τζιοβάνη. Μόνο που είχε εξαφανισθεί. Ναι, ήταν δυνατό. Η πληροφορία για τον τορπιλισμό του πλοίου διασταυρώθηκε από πολλές μεριές. Τον Τζιοβάνη κανένας δεν τον είχε δει.
– «Φραντζέσκα, πάγαινε, μωρή, να ποτίσεις…»
Τώρα δεν πονούσε ούτε η μέση ούτε το κεφάλι ούτε το στομάχι της. Πήγαινε και πότιζε. Πονούσε όμως η σκέψη της. Πονούσε η ψυχή της. Τα φωτεινά, τα γαλανά σαν του πελάγου μάτια της είχαν μια μόνιμη σκοτεινιά. Είχαν για λίγο λάμψει σαν τον ήλιο κι ήταν τώρα, λες, βασιλεμένα. Κοίταζε και δεν έβλεπε. Άκουγε, ενεργούσε, μα δεν καταλάβαινε. Μιλούσε, μα δε σκεφτόταν. Στο τέλος την πήρε την απόφαση. Με βαριά καρδιά βοήθησε κι ο Δον Ντομένικος. Το φόρεσε το ράσο.
Πάλευε μέσα της. Να κρατηθεί στη ζωή, έστω στη σκοτεινή ζωή της καλόγριας. Αλλιώς, γιατί να ζει; Επαναστατούσε η φύση μέσα της. Ήταν τόσο νέα! Ζητούσε βοήθεια από τον ουρανό, από την πονεμένη Μάνα.
Ave Maria… Ora pro nobis…
Σιγά σιγά, σα να καταλάγιαζε μέσα της. Οι νεανικές ορμές της πνίγονταν, πολύ δύσκολα είν΄ αλήθεια, χάρη στην προσευχή. Κι αν πήγαιναν κάθε τόσο να ξεφύγουν, να ξεχειλίσουν, ερχόταν η εικόνα του Τζιοβάνη, να της θυμίσει πως αυτός ήταν ο μόνος που άξιζε γι΄ αυτήν στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εκείνος για τον οποίον κανένας… τίποτε… Ανύπαρκτος…
Και να που ήρθε ξαφνικά τ΄ αναπάντεχο… Ήταν Άνοιξη του 1950. Η Φραντζέσκα είχε βγει για δουλειές από το μοναστήρι και περπατούσε. Ανέβαινε τ΄ Ανηφοράκι. Περνώντας μπρος από την Κοίμηση άκουγε τη συναυλία των πουλιών και οι ανοιξιάτικες μυρωδιές την αναστάτωναν. Τώρα όμως τα βήματά της ήταν βαριά, πολύ βαριά. Ζητούσε συμπαράσταση από τον Ουρανό. Θυμόταν τον πρώτο βομβαρδισμό. Θυμόταν εκείνον που την έκανε τότε να πετά. Εκείνος…μα υπήρξε ποτέ εκείνος; Ή μήπως ήταν πλάσμα της φαντασίας της; Κι όμως την ίδια ώρα στο σπίτι της γινόταν άλλη αναστάτωση. Κι εκείνη δεν είχε ιδέα.
Η μάνα της, όχι Ιταλικά, μα ούτε Ελληνικά δεν ήξερε να διαβάσει. Ο πατέρας της σχεδόν τα ίδια. Στη Φραντζέσκα ούτε λέξη. Το πήγαν στο Δον Ντομένικο. Εκείνος άρχισε την ανάγνωση από μέσα του και τα χέρια του, που έτρεμαν λίγο από την ηλικία, δυσκολεύονταν τώρα να κρατήσουν ακίνητο το χαρτί. Όχι μόνο τα χέρια, μα κι η φωνή του έτρεμε. Τα μάτια του γέρου σα να έγιναν υγρά. Δυσκολευόταν τώρα και να διαβάσει. Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε με το μαντίλι του προσεκτικά. Η φωνή του έτρεμε.
– «Είναι από εκείνον, από το Τζιοβάνη». Τώρα σχεδόν δεν ακουγόταν η φωνή του. «Σώθηκε από το ναυάγιο. Κάποιος πρέπει να τον έσωσε. Αυτός όμως ήταν βαριά τραυματισμένος, χτυπημένος στο κεφάλι. Ήταν σε κώμα. Δεν ξέρει τίποτε άλλο. Δεν θυμάται τίποτε. Και δεν υπήρχε κανένας να του πει κάτι. Βρέθηκε στο Κάιρο, στο νοσοκομείο, χωρίς να ξέρει ούτε αυτός ούτε άλλος κανένας ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί. Και ξαφνικά, πριν από λίγο, γύρισε πίσω η μνήμη του. Θυμήθηκε το όνομά του, θυμήθηκε την πατρίδα του, θυμήθηκε και τη Φραντζέσκα. Αν δεν είναι παντρεμένη, λέει στο γράμμα, κι αν ακόμα τον αγαπά, εκείνος πάντα θέλει να την παντρευτεί».
Αν τον αγαπά, λέει;
Άλλη μια φορά ο Δον Ντομένικος συμμάχησε με την αγάπη. Κι ας είχε δώσει τον όρκο της όταν φορούσε το ράσο. Τι θάλεγε ο Ιησούς; Την απάντηση στο ερώτημα την έδωσε ο Απόστολος: «Μείζον τούτων η Αγάπη».
Μας έλεγε την ιστορία η αδελφή της. Ο ήλιος έκαιγε κατακαλόκαιρα. Κάτω από την τέντα με τα καλάμια, τρώγαμε την αθερίνα στην ακρογιαλιά, πίναμε γουλιά γουλιά τη ρετσίνα, σιγομουρμουρίζαμε και κανένα τραγουδάκι, θυμόμαστε τα παλιά, καθένας είχε και μιαν ιστορία να διηγηθεί από την κατοχή – πάει πάνω από μισός αιώνας από τότε. Μου φαινόταν απίστευτη η ιστορία. Στην αρχή, είχαν δυσκολίες στο σχολείο τα παιδιά. Η δασκάλα δεν καταλάβαινε αρκετές από τις λέξεις που έλεγαν. Ανάκατα, Ιταλικά και Ελληνικά. Ύστερα έστρωσαν. Για τα εγγόνια ήταν πιο εύκολα. Επισκέπτονταν συχνά το νησί. Ο παππούς κι ο Δον Ντομένικος ήταν οι πρώτοι που έφυγαν. Ακολούθησε η γιαγιά. Η θεία, αδελφή της γιαγιάς, έμενε.
– «Φραντζέσκα, μην απομακρύνεσαι πολύ στη θάλασσα!»/ – «Όκι μπαμπίνα πια, τεία! Σα γιαγιά κάνει και συ!»
Η νεαρή κοπέλα, εγγονή της Φραντζέσκας, κολυμπούσε ξένοιαστα. Κάποιος Κώστας δίπλα της της πετούσε νερά. Φωνές, χάχανα, γέλια. Η ζωή συνεχιζόταν.
Ο κορμός της ιστορίας, ο έρωτας του Ιταλού με τη ντόπια, το ναυάγιο, το μοναστήρι, η αμνησία, το ευτυχές τέλος, είναι όλα αληθινά. Τα ονόματα έχουν αλλάξει. Τα υπόλοιπα είναι προσωπικές αναμνήσεις, που, αν και όχι πολύ σχετικές, πλαισιώνουν την κεντρική ιστορία.
Αναρτήθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση του περιοδικού «Σύνδεσμος Συριανών, τεύχος 83, 31 Δεκεμβρίου 2016.
Δημήτρη, Συγχαρητήρια, Καλή Χρονιά με Υγεία και Ευτυχία!
LikeLike
Tί ωραία, μα τί ωραία ιστορία!
LikeLike