Από τα αρχαία χρόνια έχει τεθεί το δίλημμα μεταξύ του νοητού και του αισθητού κόσμου, του πνεύματος και της ύλης, της ψυχής και του σώματος. Στα παρακάτω, ξεκινώντας από μια πολύ αδρή υπόθεση για το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, γίνεται προσπάθεια να ερμηνευθεί πώς έγινε η εξέλιξη και πώς έφθασε στο σημείο να επιτυγχάνεται η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, που ο εσωτερικός τους κόσμος είναι άβατος για κάθε άλλον εκτός από αυτόν τον ίδιο. Εξαρχής τονίζεται ότι αυτό το κείμενο ασχολείται με το πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος και όχι με το ποιος τον δημιούργησε.
Χάος και Δημιουργία
Άλλο το απίθανο και άλλο το αδύνατο. Είναι αδύνατο να βγάλω τον αριθμό 11 από ένα σακούλι που έχει μέσα τους αριθμούς από το 1 ως το 10. Από την άλλη είναι απίθανο να βγάλω τον αριθμό 11 τραβώντας ένα κλήρο από ένα σακούλι που έχει μέσα τους αριθμούς από το 1 ως το άπειρο (∞). Απίθανο, αλλά όχι αδύνατο. Κάποιος αριθμός θα κληρωθεί. Γιατί όχι ο 11; Μαθηματικά αυτά εκφράζονται ως: 0/x = 0, ενώ x/∞ → 0.
Η δημιουργία του κόσμου κανένας δεν ξέρει πότε άρχισε. Οι επιστήμονες, στα όρια των γνώσεών μας, ισχυρίζονται ότι έλαβε χώρα πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια με μια ασύλληπτη έκρηξη, το Big Bang. Ό,τι υπήρχε στο Σύμπαν, κινιόταν εντελώς τυχαία, έτσι που κανένα μόρφωμα δεν υπήρχε μέσα του. Με την τυχαία κίνηση των στοιχείων του Σύμπαντος, είναι κατανοητό πως κάποια σ΄ αυτό το αχανές διάστημα μπορούσαν να έλθουν σε επαφή μεταξύ τους σχηματίζοντας ένα μόρφωμα, μια φυσική οντότητα, με κάποια υποτυπώδη τάξη μέσα της, που την επόμενη στιγμή, προφανώς, με τη συνεχιζόμενη αέναη κίνηση των στοιχείων της, θα διαλυόταν. Όμως δεν γινόταν ακριβώς έτσι. Ένα μόρφωμα έχει τις ιδιότητες των στοιχείων που το αποτελούν, αλλά, επιπλέον, και άλλες ιδιότητες που οφείλονται στην τάξη του και δεν προβλέπονται από τα συστατικά του. Από τη στιγμή που εμφανιζόταν το «μόρφωμα», ενείχε αναγκαστικά μέσα του και μια δυνατότητα αυτοπροστασίας. Καθένα από τα στοιχεία του δεχόταν ίσες δυνάμεις από γύρω του κι αυτές αλληλεξουδετερώνονταν. Τα επιφανειακά στοιχεία του, όμως δέχονταν ασύμμετρα δυνάμεις από μέσα από το μόρφωμα, αλλά διαφορετικές απέξω του. Έτσι, δημιουργούσαν ένα είδος προστατευτικού τείχους που περιέβαλλε το μόρφωμα και το προστάτευε κάπως από την αποσύνθεσή του. Τέτοιο «τείχος» είναι η επιφανειακή τάση σε μια σταγόνα νερού, που την εμποδίζει να διασκορπισθεί. Είναι η τσίπα στην επιφάνεια του γάλακτος, η κόρα στο ψωμί, ο φλοιός στα φυτά και τα φρούτα, το όστρακο ή το δέρμα στα ζώα, η κυτταρική μεμβράνη που περιβάλλει τα κύτταρα. Η προστασία είναι προσωρινή βέβαια. Η διάλυση του μορφώματος, ο «θάνατός» του, μοιραία θα επέλθει. Καθυστερεί όμως λίγο και σ΄ αυτό το διάστημα κάτι σημαντικό μπορεί να συμβεί.
Υπάρχουν κάποιες περίεργες ουσίες, οι καταλύτες. Η παρουσία τους ευνοεί το σχηματισμό μορφωμάτων, χωρίς να μετέχουν στο τελικό αποτέλεσμα. Ο τρόπος που λειτουργούν απεικονίζεται στο ακόλουθο αραβικό παραμύθι:
Πέθανε ένας Άραβας καμηλιέρης και άφησε στους 3 γιους του 17 καμήλες. Ο πρώτος, έγραφε στη διαθήκη του, να πάρει τις μισές· ο δεύτερος το ένα τρίτο· και ο τρίτος το ένα ένατο. Πολύ μπερδεύτηκαν τα παιδιά στη μοιρασιά. Κάθονταν στην όαση και δεν ήξεραν πώς να διαιρέσουν το 17 διά του 2, διά του 3 και διά του 9, χωρίς μάλιστα να κομματιάσουν καμιά καμήλα. Εκείνη την ώρα πέρασε από εκεί ένας άλλος, σοφός, καμηλιέρης. Ρώτησε το πρόβλημά τους κι έπειτα τους πρόσφερε την καμήλα του για να βοηθηθούν στην εκτέλεση της διαθήκης του πατέρα. Δεκαεπτά οι καμήλες της διαθήκης και 1 του σοφού, κάνουν 18. Πήρε λοιπόν ο πρώτος γιος τις μισές από τις 18, δηλαδή 9· ο δεύτερος το ένα τρίτο, 6· πήρε κι ο τρίτος το ένα ένατο, 2. Όλες μαζί, 9+6+2, είναι 17. Περίσσεψε στο τέλος κι η καμήλα του σοφού καμηλιέρη που την πήρε κι έφυγε με τις ευχαριστίες των 3 αδελφών. Ο σοφός καμηλιέρης ήταν ο καταλύτης.
Τέτοιος καταλύτης είναι π.χ. ο λευκόχρυσος για το οξυγόνο και το υδρογόνο. Τα δυο αυτά αέρια έχουν έντονη τάση να ενωθούν μεταξύ τους σχηματίζοντας νερό. Ωστόσο, αν ανακατευθούν δεν ενώνονται χωρίς κατάλληλο έναυσμα, όπως είναι ένας σπινθήρας. Με την παρουσία λευκοχρύσου όμως ενώνονται χωρίς έναυσμα. Οι καταλύτες είναι αδύνατο να δημιουργήσουν μια ουσία παρά τους φυσικούς νόμους. Όμως αίρουν τα φυσικά προστατευτικά κωλύματα που εμποδίζουν την αντίδραση, που έτσι κι αλλιώς θα γινόταν, αν δινόταν απεριόριστος χρόνος στη διάθεση των στοιχείων που ενώνονται.
Κάποια από τα μορφώματα λοιπόν που σχηματίζονται τυχαία, μπορεί να έχουν καταλυτικές ιδιότητες. Από τη στιγμή που θα σχηματισθούν ευνοούν το σχηματισμό άλλων μορφωμάτων και η διαδικασία της Δημιουργίας αρχίζει να επιταχύνεται. Τυχαίνει κάποια από τις οντότητες που σχηματίζονται χάρη στην παρουσία του καταλύτη να έχουν κι αυτές καταλυτικές ιδιότητες. Και φθάνομε στο σημείο όπου ένας τέτοιος καταλύτης ευνοεί τη σύνθεση στοιχείων με τέτοιο τρόπο όπως είναι ο εαυτός του. Μιλάμε λοιπόν για αναπαραγωγή του εαυτού του. Τέτοιοι καταλύτες είναι οργανικές ενώσεις με πολύ μεγάλο μοριακό βάρος, που λέγονται δεσοξυ-ριβοζο-νουκλεϊνικά οξέα ή DNA. Αυτό το στάδιο είναι κρίσιμο για την εξέλιξη της δημιουργίας, που έχει αρχίσει να προχωρεί όχι πια εντελώς τυχαία, αλλά προγραμματισμένα, με αυτοδημιούργητο σχέδιο. Είναι η αρχή του φαινομένου της ζωής.
Ζωή
Κύρια ιδιότητα της ζωής είναι η ικανότητά της για αναπαραγωγή του εαυτού της. Τα μικρότερα κομματάκια με ζωή είναι τα κύτταρα. Έχουν την ικανότητα της αναπαραγωγής τους, μαζί με τη μοιραία ικανότητά τους να πεθαίνουν. Επιπλέον όμως έχουν άλλη μια εκπληκτική ικανότητα: να ανταποκρίνονται σε ερεθίσματα.
Ερέθισμα είναι η προσθήκη ή αφαίρεση μιας μικρής ποσότητας ενέργειας που μπορεί να διεγείρει μια ανταπόκριση. Το ερέθισμα είναι έναυσμα. Αν έχει αρκετή ένταση, θα διεγείρει πλήρη ανταπόκριση, ανεξάρτητα από την έντασή του. Αυτός είναι ο νόμος του όλου-ή-ουδενός. Η ελάχιστη ένταση που απαιτείται για να γίνει διέγερση ονομάζεται ουδός (=κατώφλι). Ωστόσο, μια οντότητα μπορεί να αποτελείται από πολλαπλά επιμέρους στοιχεία, που το καθένα τους μπορεί να έχει διαφορετικό ουδό. Σε τέτοια περίπτωση το ερέθισμα μπορεί να είναι υπο-ουδικό, οπότε δεν έχει καμιά επίδραση ή μπορεί να είναι ουδικό, οπότε, όσο ισχυρότερο είναι τόσο περισσότερα στοιχεία διεγείρει, ή και να είναι υπερουδικό, τόσο ισχυρό, που τα διεγείρει όλα μονομιάς και οσοδήποτε ισχυρότερο κι αν είναι από κει και πάνω, δεν έχει μεγαλύτερο αποτέλεσμα.
Τα κύτταρά μας έχουν διεγερσιμότητα, ικανότητα δηλαδή να ανταποκρίνονται κατά κάποιον τρόπο στα ερεθίσματα. Το καίριο σημείο στη διέγερσή τους είναι η εκπόλωση της μεμβράνης τους. Η μεμβράνη που περιβάλλει τα κύτταρα είναι διαπερατή για κάποια στοιχεία, αλλά αδιαπέρατη για άλλα. Έτσι, με κατανάλωση ενέργειας, πολώνεται ηλεκτρικά, δηλαδή διατηρείται φορτισμένη, θετικά απέξω και αρνητικά από μέσα, σα να ήταν μπαταρία. Η διέγερση του κυττάρου συνεπάγεται κατάργηση ή και αντιστροφή της πόλωσης της μεμβράνης. Η εκπόλωση της μεμβράνης πυροδοτεί ποικίλες αντιδράσεις μέσα στο κύτταρο, που εκδηλώνονται με διάφορους τρόπους, όπως με κίνηση ή έκκριση ουσιών. Επιπλέον, τα κύτταρα έχουν κάποιου είδους περιοδικότητα σα να ήταν ταλαντωτές. Η πιο σημαντική ταλάντωσή τους αφορά την ίδια την ύπαρξή τους: Πολλαπλασιάζονται περιοδικά. Τρέφονται από στοιχεία που προσλαμβάνουν διαμέσου της μεμβράνης τους και τα αφομοιώνουν. Έτσι μεγαλώνουν. Όσο μεγαλώνουν, αυξάνεται ο όγκος τους με τον κύβο της ακτίνας τους, αλλά η επιφάνειά τους λιγότερο, με το τετράγωνο της ακτίνας τους. Φθάνουν σε ένα σημείο, που η μεμβράνη τους δεν επαρκεί για τις ανάγκες του σώματός τους και τότε διαιρούνται σε δύο πανομοιότυπα, αλλά μικρότερα, κύτταρα. Ταυτόχρονα πολλαπλασιασμός και θάνατος, χωρίς να αφήσουν πτώμα: δυναμική αθανασία. Κι ακόμη έχουν άλλη μια ιδιότητα: μαθαίνουν, αποθηκεύουν και συντηρούν «ικανότητες». Οι υπαρξιακές ιδιότητες των κυττάρων διατηρούνται στη δομή του DNA τους και μεταβιβάζονται από τα μητρικά στα θυγατρικά κύτταρα ακέραιες. Τα κύτταρα όμως μαθαίνουν στη διάρκεια της ζωής τους. Και ως ένα βαθμό – αλλά όχι πλήρως – αυτή η μάθηση μεταβιβάζεται.
Πειράματα έδειξαν ότι με τον πολλαπλασιασμό των πρωτοζώων δεν μεταδίδονται στα θυγατρικά κύτταρα ιδιότητες που απέκτησαν όσο ζούσαν. Ενώ στην αρχή ενσωμάτωναν ό,τι έβρισκαν γύρω τους, αν βρίσκονταν σε περιβάλλον με άχρηστα στοιχεία, βαθμιαία «μάθαιναν» να μην τα προσλαμβάνουν. Η «μάθηση» δεν μεταδιδόταν στους απογόνους, μολονότι είχαν το ίδιο σώμα με τα μητρικά. Όχι πλήρως όμως. Ένα ίχνος της επίκτητης «γνώσης» παραμένει. Τα θυγατρικά ξανάρχιζαν να προσλαμβάνουν τα άχρηστα, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό όπως όταν πρωτάρχισαν τα μητρικά κύτταρά τους1. Τα μικρόβια αποκτούν αντοχή στα αντιβιοτικά. Ίσως διότι ελάχιστα από αυτά τυχαίνει να έχουν αντίσταση στα αντιβιοτικά. Δεν σκοτώνονται και οι απόγονοί τους δημιουργούν τον πληθυσμό των ανθεκτικών μικροβίων. Αυτή είναι μια δαρβινική επιλογή, που δεν ξέρομε ως ποιο βαθμό ισχύει. Αλλιώς, «μαθαίνουν» να αντιστέκονται στα αντιβιοτικά αναπτύσσοντας κατάλληλες ουσίες (πλασμίδια)2, που η δομή τους είναι φορέας αυτής της «γνώσης» και μεταδίδονται όχι μόνο στους απογόνους, αλλά και από το ένα μικρόβιο στο άλλο.
Με την εξέλιξη τα κύτταρα άρχισαν να συνασπίζονται σε πολυκύτταρους οργανισμούς αποτελούμενους από ομοσπονδίες ή συνομοσπονδίες κυττάρων. Τα κύτταρα που αποτελούσαν τους νέους οργανισμούς εξειδικεύονταν. Ομάδες κυττάρων επιτελούσαν συγκεκριμένο έργο και όχι άλλο κι όλα μαζί εξυπηρετούσαν κοινό σκοπό. Μ΄ αυτό τον τρόπο οι νέοι πολυκύτταροι οργανισμοί κατάφερναν να επιβιώνουν καλύτερα απέναντι στις αντιξοότητες του περιβάλλοντος, στην ικανότητα να προσλαμβάνουν τροφή και να αμύνονται, αλλά το πλήρωσαν ακριβά. Εμφανίσθηκε ο θάνατος με εγκατάλειψη πτώματος. Τα γεννητικά κύτταρά τους εξακολουθούσαν να πολλαπλασιάζονται αφήνοντας απογόνους με την ίδια υπαρξιακή, γενετική, πληροφορία που είχαν τα ίδια – δυναμική αθανασία. Τα υπόλοιπα όμως σωματικά κύτταρα, όταν ερχόταν η ώρα τους, πέθαιναν κι ο πολυκύτταρος οργανισμός εγκατέλειπε πτώμα.
Η ομαδοποίηση των κυττάρων με διαφορετικό έργο για κάθε ομάδα έφθασε να δημιουργήσει εξαιρετικά διαφοροποιημένους, εξειδικευμένους ιστούς. Ήταν ο επιθηλιακός ή καλυπτήριος ιστός, ο ερειστικός ιστός που αποτελούσε το σκελετό του οργανισμού, ο μυϊκός ιστός, που εξασφάλιζε την κίνηση και ο νευρικός ιστός που επεξεργαζόταν και μεταβίβαζε σήματα, ερεθίσματα, σε όλο τον οργανισμό. Τα φυτά δεν ανέπτυξαν μυϊκό και νευρικό ιστό.
Η συμπεριφορά τώρα των ζώων γίνεται εξαιρετικά πολύπλοκη, καθώς εμπλέκεται ο νευρικός ιστός. Αυτός μεταδίδει τα σήματα κατά μήκος των κυττάρων του (νεύρων) σαν ηλεκτρικό κύμα και από το ένα κύτταρο στο άλλο με έκκριση ειδικών ουσιών, των νευροδιαβιβαστών, όπως η αδρεναλίνη, οι ενδορφίνες, η ακετυλοχολίνη, η σεροτονίνη και πολλές άλλες. Και τα σήματα διανέμονται με νευρικά δίκτυα, ενώ οι χημικές ουσίες διαχέονται τριγύρω. Η συμπεριφορά αυτών των οργανισμών είναι δύο ειδών. Αφενός αυτόματη, προϊόν κάποιας ταλάντωσης3 και αφετέρου απάντηση σε εξωτερικά ερεθίσματα.
Η ταλάντωση μπορεί να αφορά τα σπλάγχνα, συχνά χωρίς να το καταλαβαίνουμε, όπως διαστέλλεται και συστέλλεται η καρδιά4 και κάνουν περισταλτικές κινήσεις τα έντερά μας. Μπορεί όμως το κύκλωμα της ταλάντωσης να περιλαμβάνει και το κεντρικό νευρικό σύστημα, οπότε, η περιοδική μεταβολή γίνεται αντιληπτή σαν ταλάντωση της βούλησης. Για παράδειγμα, στο κύκλωμα της περιοδικής πλήρωσης-κένωσης του στομάχου περιλαμβάνεται η πείνα, της περιοδικής λήψης νερού η δίψα, της περιοδική αποπάτησης και ούρησης η αντίστοιχη έπειξη, της περιοδικής ερωτικής πράξης ο ίμερος για έρωτα κλπ. Ή μπορεί να αφορά κυρίως το κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως είναι η περιοδική εναλλαγή ύπνου-εγρήγορσης, όπου οι σωματικές παράμετροι τη συνοδεύουν σαν παράλληλες ενέργειες, χωρίς να παρεμβάλλονται ενεργά στο κύκλωμα.
Αντανακλαστικά
Αισθητήρες, κατάλληλα διαμορφωμένα νευρικά κύτταρα, είναι σκόρπιοι σε όλο το σώμα, ιδίως στην επιφάνειά του, όπου υπάρχουν τα αισθητήρια για τις πέντε κλασικές αισθήσεις μας, της αφής, γεύσης, όσφρησης, ακοής και όρασης. Η διέγερση των αισθητηρίων με την ανταπόκριση σε ερεθίσματα συνιστά το αντανακλαστικό τόξο. Έχουν ευαισθησία και ειδικότητα οι αισθητήρες μας. Καθένας τους είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος σε συγκεκριμένο τύπο ενέργειας και σχεδόν αποκλειστικά σ΄ αυτόν. Τα μάτια μας διεγείρονται από το φως στο φάσμα του ουράνιου τόξου, αλλά όχι από τα ακουστικά κύματα· αντίθετα τα αυτιά μας. Ένα πολύ ισχυρό ερέθισμα όμως, μια γροθιά ή ένα ηλεκτρικό πλήγμα, μπορεί να διεγείρει οποιοδήποτε αισθητήριό μας. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε υποκειμενικά δεν εξαρτάται άμεσα από το είδος της ενέργειας του ερεθίσματος, αλλά από το αισθητήριο που διεγέρθηκε. Και επειδή κάθε αισθητήριο αποτελείται από πλήθος κυττάρων, με διαφορετικό ουδό το καθένα, η ένταση του αισθήματος που νοιώθομε υποκειμενικά είναι, μέσα σε όρια, ανάλογη με την ένταση του ερεθίσματος.
Τα ερεθίσματα που παράγονται με τη διέγερση των αισθητηρίων μας καταλήγουν να διεγείρουν την αισθητική μοίρα του εγκεφάλου μας και τότε τα αντιλαμβανόμαστε υποκειμενικά ως αισθήματα. Έτσι, παίρνομε μια εικόνα, ένα είδωλο, του εξωτερικού κόσμου, ανάλογα με το αισθητήριο που διεγέρθηκε (που, λόγω της ειδικότητας και ευαισθησίας του σχετίζεται με το είδος της ενέργειας που το διήγειρε) και την ένταση των ερεθισμάτων. Ούτε τα αισθήματα, ούτε τις υπόλοιπες υποκειμενικές διεργασίες μας, είναι δυνατό να αποδείξουμε, αφού εξ ορισμού το νοητό Εγώ μας είναι άβατο και αυτές τις διεργασίες τις μελετά περιγραφικά η κλασική ψυχολογία. Μπορούμε όμως να εξετάσουμε την αντιστοιχία τους με τις φυσιολογικές, αισθητές, διεργασίες που λαμβάνουν χώρα και επομένως να συναγάγουμε βάσιμα (αλλά όχι αυστηρά αποδεικτικά) συμπεράσματα.
Η αισθητή από όλους απάντηση στα ερεθίσματα είναι συνήθως κίνηση ή έκκριση, αλλά μπορεί να είναι και νευροφυτική, ακόμη και μεταβολή του μεταβολισμού, δηλαδή ο τύπος της δεν σχετίζεται άμεσα με το είδος του ερεθίσματος. Χτυπάει ο νευρολόγος το γόνατό μας και πετάγεται το πόδι μας· τοποθετείται μια μπουκιά φαγητό στο στόμα και τρέχουν τα σάλια μας. Με κατάλληλο ερέθισμα, αλλάζει η καρδιακή συχνότητα και η συχνότητα των αναπνοών ή η ηλεκτρική αντίσταση του δέρματος. Μπορεί και να μην περιλαμβάνεται άμεσα το νευρικό σύστημα. Μια ένεση ινσουλίνης προκαλεί υπογλυκαιμία. Παράλληλα με τη δημιουργία αισθημάτων από τη διέγερση των αισθητηρίων μας, λαβαίνομε αντίστοιχη γνώση και από το εκτελεστικό όργανο, που κινείται ή εκκρίνει και, λιγότερο ακριβή συνήθως, από τη νευροφυτική ή μεταβολική ανταπόκριση.
Τα αντανακλαστικά τόξα είναι προκατασκευασμένες νευρικές οδοί, που αρχίζουν από κάποιο αισθητήρα και, αφού περάσουν από το κεντρικό νευρικό σύστημα και διαμορφωθούν, καταλήγουν σε ένα κινητήρα, μυ, λείο ή γραμμωτό, ή αδένα. Μερικές φορές, η ανταπόκριση του κινητήρα μπορεί να επιδρά στο ερέθισμα, άλλοτε θετικά, άλλοτε αρνητικά. Μια ακτίνα φωτός συνεπάγεται συστολή της κόρης του ματιού, έτσι που, αν είναι ισχυρή, η κόρη μύεται (στενεύει) και περιορίζει το φως που εισέρχεται στο μάτι (αρνητική ανάδραση). Η διέγερση των γεννητικών οργάνων συνεπάγεται κινήσεις που επιτείνουν τη διέγερση (θετική ανάδραση). Η αρνητική ανάδραση γίνεται συνήθως υποκειμενικά αντιληπτή δυσάρεστα, ενώ η θετική ευχάριστα. Για παράδειγμα η οσμή μιας γαρδένιας μας κάνει να εισπνεύσουμε εντονότερα κι αυτό σημαίνει πως είναι ευχάριστη, ενώ η πικρή γεύση μας κάνει να φτύσουμε τη μπουκιά που έχομε στο στόμα, που σημαίνει πως είναι δυσάρεστη. Η νευροφυτική διέγερση συνοδεύεται συχνά υποκειμενικά, όχι μόνο από αντίστοιχο αίσθημα (π.χ. πόνο στο στομάχι), αλλά και συναισθηματικά (π.χ. αηδία, φόβο, ελπίδα κλπ).
Εξαρτημένα αντανακλαστικά
Εκτός από αυτά τα φυσικά αντανακλαστικά με τα οποία γεννιόμαστε και μεταφέρονται γενετικά διαμέσου του DNA, υπάρχουν και επίκτητα, που σχηματίζονται μετά τη γέννησή μας, τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Περιγράφηκαν από τον Ivan Pavlov το 19035 6.
Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά αποτέλεσαν μια επανάσταση, καθώς μπόρεσαν να ερμηνεύσουν μια ψυχολογική λειτουργία, τη μάθηση, με όρους φυσιολογίας, έτσι που να μπορεί να μετρηθεί αντικειμενικά και με ακρίβεια. Στα εξαρτημένα αντανακλαστικά στηρίζεται μια σχολή ψυχολογίας, ο μπηχαβιορισμός, που εξετάζει όχι τι αισθάνεται υποκειμενικά το άτομο, αλλά την αντικειμενικά αισθητή συμπεριφορά του. Έτσι, η ψυχολογία σήμερα ορίζεται ως η επιστήμη της συμπεριφοράς και των πνευματικών διεργασιών. Η θεραπευτική εφαρμογή των εξαρτημένων αντανακλαστικών φαίνεται να έχει ταχύτερα αποτελέσματα από ποικίλες ψυχοθεραπείας.
Για να εγκατασταθεί ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό χρειάζονται δύο ερεθίσματα. Το ένα (ανεξάρτητο) αποτελεί την απαρχή ενός φυσικού αντανακλαστικού, προκαλώντας μιαν (ανεξάρτητη) ανταπόκριση. Στο κλασικό πείραμα του Παβλόφ, ανεξάρτητο ερέθισμα ήταν ένα κομμάτι κρέας τοποθετούμενο στο στόμα του σκύλου και προκαλούσε σιελόρροια (ανταπόκριση), που ο Παβλόφ τη μετρούσε. Εξαρτημένο ερέθισμα ήταν ένα κουδούνισμα. Το κουδούνι ηχούσε πριν από, ή ταυτόχρονα με, την τοποθέτηση του κρέατος στο στόμα και την πρόκληση σιελόρροιας. Μετά από μερικές επαναλήψεις, το κουδούνισμα (εξαρτημένο ερέθισμα) προκαλούσε ανταπόκριση (σιελόρροια) χωρίς να τοποθετηθεί κρέας στο στόμα του σκύλου (ανεξάρτητο ερέθισμα). Σπάνια η σύνδεση των δύο ερεθισμάτων μπορεί να γίνει ήδη από την πρώτη φορά που συνδυάζονται. Η εξαρτημένη ανταπόκριση ενδέχεται μερικές φορές να έχει κάποιες μικροδιαφορές από την ανεξάρτητη.
Πολλές είναι οι ιδιότητες των εξαρτημένων αντανακλαστικών που χρησιμεύουν για την ερμηνεία των ψυχολογικών φαινομένων7. Μια πολύ σημαντική είναι ότι για να σχηματισθεί το εξαρτημένο αντανακλαστικό, πρέπει το εξαρτημένο ερέθισμα να είναι σύγχρονο ή να προηγείται λίγο από το ανεξάρτητο. Αν το εξαρτημένο ερέθισμα έπεται, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν δημιουργείται. Αν μάλιστα το εξαρτημένο ερέθισμα εφαρμοσθεί μετά το ανεξάρτητο, αλλά πριν λήξει η ανταπόκριση, σηματοδοτεί τη λήξη του, έτσι που το ερέθισμα μπορεί να δρα ανασταλτικά, να εμποδίζει, αντί να διεγείρει, την ανταπόκριση. Στη βάση αυτής της ιδιότητας των εξαρτημένων αντανακλαστικών στηρίζεται η δημιουργία μέσα μας της έννοιας του χρόνου, όπως θα δούμε.
Παρά την τεράστια σημασία των εξαρτημένων αντανακλαστικών, οι νευροχημικές διεργασίες που διέπουν το σχηματισμό τους δεν έχουν ερευνηθεί επαρκώς. Φαίνεται πως γίνεται μια σύνδεση των διεγέρσεων δύο αισθητηρίων, από δύο ερεθίσματα, το εξαρτημένο με το ανεξάρτητο, έτσι που η εμφάνιση του εξαρτημένου προαναγγέλλει την έλευση του ανεξάρτητου που αναμένεται να έλθει.
Εξαρτημένα αντανακλαστικά μπορούν να σχηματισθούν στη βάση κάθε είδους φυσικών αντανακλαστικών. Ο ήχος ενός μαστιγίου πριν από την ένεση ινσουλίνης κάνει το ζώο να «μαθαίνει» να εμφανίζει υπογλυκαιμία με τον ήχο του μαστιγίου, χωρίς να του χορηγηθεί ινσουλίνη8. Συναισθηματικές αντιδράσεις επίσης μπορεί να είναι αποτέλεσμα εξαρτημένων αντανακλαστικών. Για παράδειγμα, ένα φοβερό τροχαίο δυστύχημα μπροστά στα μάτια κάποιου, μπορεί να του αναπτύξει μια φοβία να οδηγεί. Ο ήχος του ανοίγματος μιας κονσέρβας που περιέχει το φαγητό ενός οικιακού ζώου μπορεί να του πυροδοτεί μια αναστάτωση, αν έχει συνηθίσει να τον ακούει πριν το ταΐσουν9. Όταν μια βλέννα ή μια ίνα κολλάνε στο στόμα μας ενώ προσπαθούμε να καταπιούμε, ερεθίζουν την υπερώα μας και μας προξενούν ναυτία ή και εμετό. Στη συνέχεια, η απλή θέα της βλέννας, ή αντικειμένων που μοιάζουν με ίνα (π.χ. η ουρά του ποντικού ή οι κεραίες της κατσαρίδας) μας προξενούν το συναίσθημα της αηδίας.
Συχνά παρατηρείται γενίκευση του ερεθίσματος7 8. Δηλαδή, όταν έχει δημιουργηθεί η συνήθεια της ανταπόκρισης με συγκεκριμένο τρόπο σε ένα εξαρτημένο ερέθισμα, παρατηρείται ανταπόκριση με ανάλογο τρόπο και σε ένα άλλο ερέθισμα που μοιάζει λίγ΄ ως πολύ με το αρχικό. Για παράδειγμα όταν ένα σκυλί έχει μάθει να ανταποκρίνεται με σιελόρροια σε ένα συγκεκριμένο κουδούνισμα, εμφανίζει σιελόρροια και όταν ακουσθεί ένα διαφορετικό κουδούνισμα, π.χ. σε άλλη ακουστική συχνότητα. Μ΄ αυτό τον τρόπο, διαφορετικά ερεθίσματα που έχουν κοινά γνωρίσματα ομαδοποιούνται ως προκαλούντα την ίδια ανταπόκριση. Στην ομαδοποίηση των ερεθισμάτων λόγω της διασταυρούμενης ανταπόκρισης αντιστοιχεί ο σχηματισμός εννοιών και παραπέρα του Λόγου.
Τα εξαρτημένα αντανακλαστικά μπορούν να παρατηρηθούν σε όλα τα ζώα με νευρικό σύστημα, ως και στο γυμνοσάλιαγκα, κατεξοχήν όμως στα θερμόαιμα σπονδυλωτά, πτηνά και θηλαστικά. Αυτά είναι τα ζώα που η συμπεριφορά τους διέπεται σημαντικά από μάθηση, ενώ σε κατώτερα ζώα η συμπεριφορά τους είναι κυρίως προδιαγεγραμμένη, ελάχιστα ευέλικτη.
Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ο άνθρωπος, έχει την ικανότητα να σχηματίζει και δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά που αυξάνουν σχεδόν απεριόριστα τις προσαρμοστικές του ικανότητες. Για το σχηματισμό των δευτεροβάθμιων εξαρτημένων αντανακλαστικών, ένα ουδέτερο (εξαρτημένο) ερέθισμα (π.χ. ένα κουδούνισμα) συνηθίζεται να προαναγγέλλει ένα ανεξάρτητο ερέθισμα (π.χ. τοποθέτηση τροφής στο στόμα του ζώου) και, επομένως, την ανταπόκριση σ΄ αυτό (σιελόρροια)9 10. Σε επόμενο στάδιο, ένα δεύτερο εξαρτημένο ερέθισμα (π.χ. μια λάμψη) συνηθίζεται να σηματοδοτεί το πρώτο εξαρτημένο αντανακλαστικό (κουδούνισμα). Όταν επιτευχθεί πια η δεύτερη σύνδεση, το δεύτερο εξαρτημένο ερέθισμα (λάμψη) προκαλεί την ανταπόκριση (σιελόρροια), χωρίς να εφαρμοσθεί ούτε το φυσικό, ανεξάρτητο, ερέθισμα, ούτε το πρώτο εξαρτημένο ερέθισμα. Η δυνατότητα του ανθρώπου να σχηματίζει εύκολα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά τού ανοίγει σχεδόν απεριόριστους ορίζοντες για μάθηση. Για παράδειγμα, όταν κάποιος έχει συνηθίσει να τρέχουν τα σάλια του βλέποντας ένα παϊδάκι που όταν εισαχθεί στο στόμα προκαλεί φυσικά σιελόρροια, μόνο το άκουσμα της λέξης «παϊδάκι» που έχει συνδεθεί με τον αντίστοιχο μεζέ, είναι αρκετό για να προκληθεί σιελόρροια. Το δεύτερο εξαρτημένο ερέθισμα μπορεί να είναι το άκουσμα μιας λέξης, που μαθαίνει το άτομο να συνδέει με κάποιο αντικείμενο ή πράξη, που γίνεται ο φυσικός ανεξάρτητος ή και ο εξαρτημένος πρόξενος μιας ανταπόκρισης. Χάρη στη διασταυρούμενη ανταπόκριση και τα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, μαθαίνεται κάθε λέξη να αντιστοιχεί περίπου σε μια έννοια. Έτσι ο άνθρωπος μαθαίνει να μιλάει.
Στη συνέχεια η μιλιά εσωτερικεύεται σε Λόγο. Τα ακουστά και κινητικά ερεθίσματα του στόματος όταν προφέρουμε κάποιους φθόγγους, (έχομε μάθει να) σημαίνουν το εξαρτημένο ερέθισμα ενός προσχηματισμένου εξαρτημένου αντανακλαστικού και όταν προφέρουμε μια λέξη, αυτή σημαίνει αντανακλαστικά μια έννοια. Δεν σημαίνουν όμως το ίδιο πράγμα για όλους τους ανθρώπους. Κι ούτε είναι δυνατό να γίνει άμεση σύγκριση, καθώς ό,τι υπάρχει μέσα μας, είναι απρόσιτο στους άλλους. Όμως οι άνθρωποι μέσα σε μια κοινωνία συνομιλούν μεταξύ τους. Μια έννοια του ενός εκφράζεται με κάποια λέξη. Την ακούει ο άλλος και σχηματίζει με εξαρτημένο αντανακλαστικό μιαν άλλη έννοια μέσα του, που κανένας δεν γνωρίζει αν είναι ίδια με, ή διαφορετική από, εκείνην του πρώτου ανθρώπου που μίλησε. Ο δεύτερος όμως ανταποκρίνεται κι αυτός μιλώντας, π.χ. απαντά σε ερώτηση. Η μιλιά του δεύτερου ακούγεται από τον πρώτον κι αυτός σχηματίζει μέσα του μιαν άλλη έννοια, που τώρα συνυπάρχει στο ίδιο πρόσωπο και μπορεί να συγκριθεί με εκείνην που είχε αυτό εξαρχής όταν μίλησε. Έτσι, οι έννοιες στα πλαίσια μιας (ομόγλωσσης) κοινωνίας αποκτούν σχεδόν κοινό πλάτος και βάθος σε όλα τα άτομα που την αποτελούν. Από το σχηματισμό πολλαπλών εννοιών χάρη στην ανάπτυξη δυτεροβάθμιων αντανακλαστικών διαμορφώνεται ο Λόγος, η λογική των νόμων που διέπουν τη συλλογιστική μας, που είναι περίπου κοινή μεταξύ όλων των ανθρώπων. Έτσι, η ανάπτυξη του Λόγου είναι δυνατή χάρη αφενός στη δυνατότητα του ανθρώπου να σχηματίζει δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά και αφετέρου στη διαβίωσή του μέσα σε μια κοινωνία.
Με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά, μαθαίνει ένα ζώο να διακρίνει δύο ερεθίσματα που μοιάζουν μεν, αλλά δεν είναι ακριβώς ίδια11. Αν το ένα ακολουθείται από ανεξάρτητο ερέθισμα που είναι αιτία κάποιας ανταπόκρισης, ενώ το άλλο δεν ακολουθείται από τέτοιο ερέθισμα, με το πρώτο σχηματίζεται εξαρτημένο αντανακλαστικό, ενώ με το άλλο δεν σχηματίζεται. Τώρα η διαφορά των δύο ερεθισμάτων γίνεται σημαντική για το ζώο, καθώς συνεπάγεται διαφορετική συμπεριφορά του.
Με το σχηματισμό πολλών εξαρτημένων αντανακλαστικών, το ζώο μαθαίνει να τα ξεχωρίζει και συνηθίζει στον κανόνα: Το ίδιο (εξαρτημένο) ερέθισμα σχηματίζει εξαρτημένο αντανακλαστικό, αν εφαρμόζεται πριν από το ανεξάρτητο, ενώ, αν εφαρμοσθεί μετά, εξαρτημένο αντανακλαστικό δεν δημιουργείται, δηλαδή δεν γίνεται σύνδεση του εξαρτημένου με το ανεξάρτητο ερέθισμα. Έτσι, μαθαίνει να διακρίνει την εφαρμογή του εξαρτημένου ερεθίσματος πριν επιδράσει το ανεξάρτητο από την εφαρμογή του μετά. Το πριν και το μετά αποκτούν σημασία για το ζώο, όπως αποκτά σημασία για το ζώο ένα φυσικά ουδέτερο, εξαρτημένο, ερέθισμα. Αλλά η διάκριση του πριν από το μετά είναι ακριβώς η έννοια του Χρόνου.
Η ύπαρξή του ανθρώπου είναι τρισυπόστατη, αποτελούμενη από το αισθητό Εγώ που γεννιέται με τη σύλληψη· το νοητό Εγώ που γεννιέται με τη γέννηση, όταν αρχίζουν για πρώτη φορά να δέχονται τα αισθητήριά του ερεθίσματα από το εσωτερικό του διαφορετικά από εκείνα που δέχονται από το περιβάλλον του· και το κοινωνικό Εγώ που γεννιέται με μια κοινωνική τελετή που εισάγει το άτομο στην κοινωνία του12. Εγώ, ο νοητός Εγώ, ζω τώρα. Και το τώρα είναι μια αδιάστατη στιγμή μεταξύ του πριν και του μετά. Οποτεδήποτε κι αν ζω Εγώ ο αισθητός, οποιοδήποτε έτος, μήνα, ημέρα, ώρα, εγώ πάντοτε ζω τώρα. Το τώρα, παρά το ότι είναι αδιάστατο, υπάρχει. Για να υπάρχει, σημαίνει ότι διαφέρει από ό,τι αυτό δεν είναι. Και αυτό που δεν είναι, είναι ο άπειρος, κενός, Χρόνος που το περιλαμβάνει.
Η έννοια του Χρόνου όμως είναι πιο σύνθετη. Αν χορηγείται τροφή σ΄ ένα ζώο ανά τακτά διαστήματα, το ζώο μαθαίνει να εμφανίζει σιελόρροια αμέσως πριν από τη χορήγηση της τροφής μόνο λόγω της ανά τακτά χρονικά διαστήματα χορήγησής της, με μοναδικό «ερέθισμα» το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη χορήγηση τροφής. Το ρόλο του εξαρτημένου ερεθίσματος δηλαδή παίζει το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο χορηγήσεων τροφής. Έτσι, το ζώο μαθαίνει την έννοια του χρονικού διαστήματος, που είναι σημαντικό συστατικό του Χρόνου7. Αντίθετα από το Χρόνο που είναι κενός, η διάρκεια, είναι ένα χρονικό διάστημα «γεμάτο», με πλήρη δραστηριότητα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, πολλές από τις λειτουργίες μας έχουν χαρακτήρα ταλάντωσης, επαναλαμβανόμενες ανά τακτά διαστήματα κι έτσι η περίοδός τους γίνεται το πρότυπο της μονάδας για τη μέτρηση της διάρκειας. Ο άνθρωπος όμως είναι κοινωνικό ζώο. Αντίστοιχα ο χρόνος του ανθρώπου έχει τρεις όψεις: είναι η νοητή, όταν αρχίζει να διακρίνει το πριν από το μετά, η αισθητή, όταν διέπεται από την περίοδο των λειτουργικών ταλαντώσεων ποικίλων οργάνων του και η κοινωνική που καθορίζει το χρόνο της εργασίας του ανάλογα με φυσικά ή κοινωνικά χρονικά διαστήματα, όπως είναι η περίοδος της περιστροφή της γης περί τον άξονά της και περί τον ήλιο, η περιστροφή της σελήνης περί τη γη και, με καθαρά κοινωνική σύμβαση, η εβδομάδα.
Συναφής με την έννοια του χρόνου είναι και η έννοια της αιτίας. Η νοητή αιτία είναι ταυτόχρονη με το αποτέλεσμα. Εφόσον υπάρχει αιτία υπάρχει και αποτέλεσμα. Αν ένα επίπεδο σχήμα έχει τρεις γωνίες (τρίγωνο), το άθροισμα των γωνιών του ισούται με δύο ορθές. Η αισθητή (φυσική) και η κοινωνική αιτία όμως χρονικά προηγούνται και το αποτέλεσμα έπεται. Επειδή η αστραπή προηγείται πάντοτε από τη βροντή, πρώτο, μαθαίνομε με εξαρτημένο αντανακλαστικό να συνδυάζουμε τα δύο φαινόμενα και, δεύτερο, θεωρούμε ότι η αστραπή είναι η αιτία και αποτέλεσμα είναι η βροντή. Τα κίνητρα είναι πάντοτε μια αιτία που προηγείται από το αποτέλεσμα. Ειδικά ο άνθρωπος όμως μπορεί να έχει ως κίνητρο όχι μια αιτία, αλλά ένα σκοπό, που προβάλλεται στο μέλλον. Μπορεί όμως ο σκοπός να γίνει αιτία των ενεργειών μας, διότι η παράστασή του έχει σχηματισθεί μέσα μας και αυτή προηγείται και αποτελεί την αιτία των δραστηριοτήτων μας.
Ό,τι είναι για το νοητό Χρόνο η αισθητή Διάρκεια, είναι ο αισθητός Τόπος για το νοητό Χώρο. Εγώ βρίσκομαι Εδώ. Οπουδήποτε πάνω στη γη ή στο σύμπαν κι αν είμαι, εγώ βρίσκομαι Εδώ. Το Εδώ έχει μηδενικές διαστάσεις. Κι όμως υπάρχει. Όπως λέγαμε, για να υπάρχει κάτι, πρέπει να διαφέρει κατά κάποιον τρόπο από ό,τι αυτό δεν είναι, από το περιβάλλον του. Και το περιβάλλον τού Εδώ είναι ο Χώρος.
Την έννοια του Χώρου τη σχηματίζομε με τα εξαρτημένα αντανακλαστικά. Μόλις γεννηθεί το νεογνό, αρχίζει να κινεί τα μέλη του αυτόματα προς κάθε κατεύθυνση. Από κάθε σημείο όπου συναντώνται με τις αυτόματες κινήσεις δύο μέλη του, εκπέμπονται πολλαπλά ερεθίσματα. Καθώς είναι ταυτόχρονα, σχηματίζουν εξαρτημένα αντανακλαστικά. Π.χ. με τις τυχαίες, αέναες, κινήσεις που κάνει ένα νεογνό, κάποια στιγμή το χέρι του ακουμπά το γόνατό του. Το σημείο της επαφής τους δίνει τότε παράλληλα ταυτόχρονα ερεθίσματα από την εντωβάθει αίσθηση των μυών του χεριού, καθώς από τη σύσπασή τους εξαρτάται η θέση του χεριού και από την επιφανειακή αφή του γόνατου και του χεριού στο σημείο της επαφής τους. Με τις επαναλήψεις σχηματίζεται το εξαρτημένο αντανακλαστικό έτσι που η διέγερση του σημείου του γόνατου που άγγιξε το χέρι γεννά την παράσταση της σύσπασης του χεριού όταν το ακουμπούσε, χωρίς τώρα να το ακουμπά και αντιστρόφως. Με τις πολλαπλές επαναλήψεις, εμπλουτίζεται η αντίληψη κάθε σημείου του σώματός μας διαμέσου πολλαπλών απτικών (επιπολής και εντωβάθει) αισθημάτων. Πλουτίζεται και με οπτικά ερεθίσματα. Όταν, τυχαία, ακουμπά το χέρι του βρέφους στο γόνατό του και τυχαία στρέφονται τα μάτια του σ΄ αυτό το σημείο, γίνονται ταυτόχρονα τα εξής: Αν τύχει να διασταυρώνονται οι οπτικοί άξονες των ματιών του στο σημείο της επαφής χεριού και γόνατου, τότε, και μόνον τότε, στα μάτια του σχηματίζεται ένα ενιαίο είδωλο του σημείου. Αν δεν διασταυρώνονται στο σημείο αυτό, σχηματίζονται δύο είδωλα διαφορετικά, ανά ένα στον κάθε αμφιβληστροειδή. Το σημείο της επαφής τώρα δύο μελών του σώματός μας, π.χ. χεριού και γόνατου, είναι καλά αφορισμένο, καθώς, με εξαρτημένα αντανακλαστικά, συνδέονται: η αίσθηση από την επιπολής αφή στο δέρμα του γόνατου και του χεριού· από την εντωβάθει αίσθηση της σύσπασης των μυών του χεριού· από την εντωβάθει αίσθηση της σύσπασης των οφθαλμικών μυών όταν στρέφονται έτσι που να σχηματίζεται ένα μόνο είδωλο του σημείου· και από το διαφορετικό είδωλο του σημείου πάνω στον αμφιβληστροειδή, καθώς κάθε μάτι βλέπει το σημείο από διαφορετική γωνία.
Με ανάλογο τρόπο επισημαίνονται και σημεία του χώρου έξω από το σώμα μας. Αν τύχει μάλιστα τα σημεία αυτά να εκπέμπουν και κάποιον ήχο, όπως μια κουδουνίστρα, το σύστημα των εξαρτημένων αντανακλαστικών εδραιώνεται και με έναν άλλο, ανεξάρτητο, ακουστικό, τρόπο. Καθώς τα δύο αυτιά μας δεν βρίσκονται στο ίδιο σημείο, καθένα δέχεται το ίδιο ηχητικό κύμα σε ελαφρά διαφορετική φάση. Έτσι, από τη διαφορά φάσεων που έχει ο ίδιος ήχος όταν φθάνει στα δύο αυτιά μας, μάς επιτρέπεται να εικάσουμε την κατεύθυνση προέλευσης και την απόσταση του ηχηρού σημείου από εμάς. Τελικά, όταν είναι τόσο μακριά το σημείο, που οι οπτικές ακτίνες του είναι παράλληλες, είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε τη θέση και την απόστασή του από εμάς. Έτσι, π.χ. ένας πλανήτης στον ουράνιο θόλο μάς φαίνεται να βρίσκεται στην ίδια απόσταση από εμάς όπως ένας απλανής. Από κει κι έπειτα, η διαφορά στις αποστάσεις τους μπορεί να γίνει αντιληπτή με πολύπλοκη νοητική επεξεργασία, π.χ. από την παράλλαξη με τη δημιουργία έκλειψης ενός πλανήτη, όταν κρύβεται από ένα δορυφόρο του.
Από κάθε σημείο, του σώματός μας αρχικά, αλλά και του περιβάλλοντός μας στη συνέχεια, εκπέμπονται ταυτόχρονα ερεθίσματα, τα προσλαμβάνομε με την επιπολής και την εντωβάθει αίσθηση, την όραση, την ακοή κλπ, και τα αισθήματα που προκύπτουν συνδέονται με εξαρτημένα αντανακλαστικά μεταξύ τους επειδή είναι ταυτόχρονα. Κάθε σημείο του Χώρου γύρω μας, με οποιαδήποτε αίσθηση και αν το αντιληφθούμε, ανακαλεί μέσα μας αντανακλαστικά το σύνολο των αισθημάτων που μπορούν να εστιάζονται στο σημείο. Αν και το Εδώ είναι αδιάστατο, μια περιοχή του χώρου γύρω του απαρτίζεται από αισθητές οντότητες, από το σώμα μας, αλλά και από ποικίλα άψυχα, ζωντανά, και ανθρώπινα όντα. Αυτός είναι ο Τόπος μας. Είναι, για παράδειγμα, το σπιτικό μας. Επέκταση αυτού του Τόπου είναι η Πατρίδα μας. Είναι η περιοχή που επηρεάζομε και μας επηρεάζει πολύ πιο σημαντικά από όσο αλληλεπηρεαζόμαστε με ό,τι υπάρχει πέρα από αυτή. Και υπάρχει μια οριακή γραμμή, τα σύνορα, που την αφορίζουν από ό,τι δεν είναι Πατρίδα μας. Ζούμε μέσα σ΄ αυτήν. Αλληλεπηρεαζόμαστε ο ένας με τον άλλον. Αποκτούμε μια στοιχειωδώς κοινή νοοτροπία, που η απόκτησή της βοηθιέται από την κοινή παιδεία στην οποία όλοι μετέχομε. Και ζούμε συμπληρωματικά ο ένας με τον άλλον. Και διαφορετικά από το περιβάλλον μας. Μ΄ άλλα λόγια είναι ο Τόπος της κοινωνίας μας.
Υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ των φυσιολογικών εννοιών του Χρόνου και του Χώρου. Ο Χρόνος είναι μονόδρομος και μονοδιάστατος. Κινείται από το Πριν στο Μετά. Ο Χώρος, αντίθετα, είναι αμφίδρομος και τρισδιάστατος. Κινείται από πίσω προς τα εμπρός και αντιστρόφως. Κι αυτό σημαίνει μια «ευκολία» όταν κινούμαστε από το σημείο που βρισκόμαστε (Εδώ) προς όπου βλέπομε συγκριτικά με τη «δυσκολία» όταν κινούμαστε προς όπου δεν βλέπομε. Κινούμαστε από κάτω προς τα πάνω, δηλαδή από Εδώ προς το σημείο που δυσκολευόμαστε λόγω της βαρύτητας ή προς όπου πέφτουν τα πράγματα, από πάνω προς τα κάτω, χωρίς δική μας προσπάθεια, αν αφεθούμε χωρίς στήριγμα. Και κινούμαστε από δεξιά προς τα αριστερά, δηλαδή από την πλευρά που χειριζόμαστε ευκολότερα (για τους δεξιόχειρες) προς την αντίθετή της ή από τη λιγότερο επιδέξια πλευρά προς την περισσότερο επιδέξια (ή αντιστρόφως για τους αριστερόχειρες). Οι έννοιες των τριών αξόνων του χώρου, του ύψους (πάνω-κάτω), του πλάτους (δεξιά-αριστερά) και του μήκους (μπρός-πίσω) σχηματίζονται μέσα μας επειδή έχουν αποκτήσει, με εξαρτημένα αντανακλαστικά, φυσιολογική σημασία για μας. Η κίνηση προς τη μία κατεύθυνση σε καθένα από τους τρεις άξονες γίνεται πιο εύκολα, παρά προς την άλλη.
«Nihil in mente quod non prius in sensu» «Οὐδὲν ἐν τῇ νοήσει ὃ μὴ πρότερον ἐν τῇ αἰσθήσει». Ξεκίνησε από τον Αριστοτέλη, έγινε επεξεργασία από το Θωμά Ακινάτη και διαμορφώθηκε σαφέστερα από τον John Locke14. Ξεχωρίζει τον αισθητό κόσμο της Φυσικής με τη Χημεία και τη Βιολογία, από το νοητό των Μαθηματικών, της Γεωμετρίας, της Λογικής. Ο Kant δέχθηκε πως οι περισσότερες έννοιες, οι a posteriori, σχηματίζονται από αισθήματα που μπήκαν μέσα μας διαμέσου των αισθήσεών μας. Όχι όλες όμως. Προσπαθώντας εδώ να δούμε τη φυσιολογική αντιστοιχία του νοητού κόσμου, με το φυσικό, τείνομε να δεχθούμε, σε πρώτη ματιά, πως ο Kant έχει δίκιο να ξεχωρίζει τις a priori έννοιες από τις a posteriori. Πραγματικά, υπάρχουν έννοιες σαν του χρόνου, του χώρου κλπ, σαν τις «κατηγορίες» του Αριστοτέλη ή τις a priori του Καντ, που μοιάζει να τις αποκτήσαμε χωρίς να έχουν περάσει από τις αισθήσεις μας. Και δεν είναι δυνατό να έχουν περάσει από τις αισθήσεις μας, διότι δεν είναι μορφές ενέργειας και, επομένως, δεν είναι ερεθίσματα. Είναι πλαίσια μέσα στα οποία αναπτύσσονται και κατατάσσονται οι εμπειρικές, οι a posteriori, έννοιές μας. Ωστόσο, δείχθηκε εδώ πώς είναι δυνατό, με βάση τα δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά, να δημιουργηθούν οι a priori έννοιες του Kant και οι κατηγορίες του Αριστοτέλη στη βάση της δημιουργίας πολλαπλών εξαρτημένων αντανακλαστικών. Επανερχόμαστε, επομένως, στη θέση του Locke πως ό,τι υπάρχει στη νόησή μας έχει περάσει προηγουμένως από τις αισθήσεις μας.
Καθώς κάθε αντικείμενο εκπέμπει ταυτόχρονα πολλών ειδών ερεθίσματα, οπτικά, απτικά, οσφρητικά κλπ, αυτά συνδυάζονται με εξαρτημένα αντανακλαστικά, έτσι που τα πολλαπλά αισθήματα που συνεπάγονται δημιουργούν την αντίληψη. Από την αντίληψη και τη σύγκρισή της με άλλα αισθήματα που ανακαλούνται αντανακλαστικά (συνειρμικά) από τη μνήμη, μαζί και με την ταξινόμησή τους σε χρόνο, χώρο, αιτία κλπ συναρμολογείται τελικά η Γνώση. Όπως η διέγερση των αισθητηρίων οδηγεί διαμέσου του νευρικού συστήματος σε μια ανταπόκριση, π.χ. μυϊκή, εκκριτική, νευροφυτική κλπ, έτσι και η γνώση, μέσα στον άβατο χώρο της Νόησης οδηγεί τελικά στην έξοδο, που είναι η Βούληση διαμέσου της Στάσης ή συναισθήματος. Η στάση στρέφει την προσοχή προς, ή την αποστρέφει από, το αντικείμενο που εκάστοτε μας διεγείρει. Όπως η διέγερση της απόκρισης, κίνησης, έκκρισης κλπ μπορεί να γίνεται ως συνέπεια ενός ερεθίσματος ή του αυτοματισμού της σαν ταλάντωση, έτσι και η Βούλησή μας μπορεί να διεγείρεται είτε σαν αποτέλεσμα της Γνώσης ή και αυτόματα, χάρη σε μια λειτουργία της που ταλαντώνεται.
Αναφέρθηκε παραπάνω η συμμετοχή της βούλησης σε ταλαντώσεις, όπως της πείνας, της δίψας, της έπειξης κλπ. Αυτού του είδους η ταλάντωση (ταλάντωση χάλασης)3 4 είναι ασύμμετρη, αντίθετα από την κλασική αρμονική ημιτονοειδή ταλάντωση. Οι φάσεις της ταλάντωσης της βούλησης είναι από το «θέλω να» στο «θέλω να μη» και πάλι στο «θέλω να». Μεταξύ του «θέλω να» και του «θέλω να μη» παρεμβάλλεται μια σωματική φάση, π.χ. λήψη τροφής, λήψη νερού, ούρηση, ερωτική πράξη κλπ. Μεταξύ της φάσης «θέλω να μη» και της φάσης «θέλω να» παρεμβάλλεται η φάση «δεν θέλω να». Το «δεν θέλω να» διαφέρει από το «θέλω να μη» κατά τούτο: Στη φάση «θέλω να μη» κανένα ερέθισμα δεν μπορεί να διεγείρει τη βούλησή μου. Αντίθετα η φάση «δεν θέλω να» δεν οδηγεί μεν αυτόματα στη φάση «θέλω να», αλλά αυτό μπορεί να γίνει, αν υπάρξει κατάλληλο ερέθισμα. Για παράδειγμα, αμέσως μετά τον κόρο από ένα καλό φαγητό, κανένας μεζές δεν μπορεί να με κάνει να φάω άλλο (ανερέθιστη περίοδος ή θέλω να μη). Μετά από κάποια ώρα όμως, δεν έχω πεινάσει μεν, αλλά ένας νόστιμος μεζές μπορεί να μου ανοίξει την όρεξη οδηγώντας στο θέλω να φάω. Επίσης αμέσως μετά τον οργασμό δεν μπορώ να ξανακάνω έρωτα. Μετά από άλλοτε άλλο χρονικό διάστημα όμως, δεν έχω φθάσει να αναζητήσω τον έρωτα, η θέα όμως ενός προκλητικού γυμνού σώματος μπορεί να με διεγείρει να θέλω να κάνω έρωτα. Η φάση «δεν θέλω να» είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωγενή ερεθίσματα.
Ο άνθρωπος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έχει τη δυνατότητα να σχηματίζει δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά. Αντίστοιχα έχει την ικανότητα να αποκτά δευτεροβάθμια γνώση, στάση και βούληση. Η δευτεροβάθμια γνώση αντιστοιχεί στη συνείδηση της κλασικής Ψυχολογίας. Η δευτεροβάθμια στάση και βούληση, παρακάμπτοντας τη δευτεροβάθμια γνώση, αντιστοιχεί στο υποσυνείδητο της ψυχανάλυσης. Η δευτεροβάθμια γνώση σημαίνει ότι γνωρίζω ότι ξέρω ή δεν ξέρω κάτι. Γνωρίζω ακόμη τι θέλω και αν αισθάνομαι ευχάριστα ή δυσάρεστα. Όταν έλεγε ο Σωκράτης «ἓν οἶδα ὃτι οὐδέν οἶδα» το πρώτο οίδα ήταν δευτεροβάθμιο, ενώ το δεύτερο πρωτοβάθμιο. Επομένως, δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ τους. Η δευτεροβάθμια στάση σημαίνει ότι χαίρομαι επειδή χαίρομαι ή επειδή θλίβομαι. Όταν προβλέπω, σαν Κασσάνδρα, ότι θα έλθει η καταστροφή και η καταστροφή έρχεται, θλίβομαι γι΄ αυτό, αλλά συγχρόνως, παραδόξως, χαίρομαι που βγήκα αληθινός («εγώ τάλεγα!»). Και η δευτεροβάθμια βούληση σημαίνει πως μπορεί να θέλω ή να μη θέλω να θέλω κάτι. Θέλω να κόψω το κάπνισμα, αλλά θέλω αυτή τη στιγμή να καπνίσω. Κι ακόμη θέλω να γνωρίσω ή να μη γνωρίσω και θέλω να χαίρομαι ή να θλίβομαι. Η αντίθεση μεταξύ της δευτεροβάθμιας και πρωτοβάθμιας νόησης βρίσκεται στον πυρήνα των κυριότερων νευρώσεων. Η μεταφορά της σύγκρουσης από το χώρο του υποσυνειδήτου στη συνείδηση ανακουφίζει από τη νεύρωση.
Πολύ σημαντικά ψυχολογικά φαινόμενα που δεν ερμηνεύονται ικανοποιητικά μόνο στη βάση των εξαρτημένων αντανακλαστικών είναι η φαντασία και η έμπνευση.
Με τη φαντασία εννοούμε το σχηματισμό νέων παραστάσεων, που δεν προήλθαν από διέγερση κάποιων από τις αισθήσεις μας. Οι παραστάσεις μας έχουν ποικίλες πηγές. Η πιο προφανής είναι εκείνη που προκύπτει από εξωτερικά ερεθίσματα που εισάγονται στον εγκέφαλο διαμέσου των αισθητηρίων μας. Μπορεί να είναι τυχαία τα ερεθίσματα ή εστιασμένα, με στραμμένη την προσοχή μας από ένα σκοπό. Άλλη είναι εκείνη που ανακύπτει με ανάκληση από τη μνήμη, όπου έχει αποθηκευθεί από παλιότερες εμπειρίες. Πάλι τυχαία ή εστιασμένα από ένα σκοπό. Και σ΄ αυτή την περίπτωση ο ρόλος του έξω κόσμου, που εισήλθε μέσα μας και αποθηκεύθηκε στη μνήμη μας είναι σημαντικός. Σ΄ αυτή την κατηγορία μπορεί να ανήκουν παραστάσεις που έχουν αποθηκευθεί στη μνήμη μας χωρίς τη γνώση μας, δηλαδή έχουν μεταφερθεί εκεί από το υποσυνείδητο, από τη δευτεροβάθμια στάση και βούληση παρακάμπτοντας τη συνείδηση. Σ΄ ένα βαθμό αυτή η τελευταία κατηγορία ικανοποιεί τη συνθήκη του σχηματισμού «νέων» παραστάσεων, με την έννοια πως δεν έχομε επίγνωση της προέλευσής τους. Υπάρχει όμως και μια τρίτη πηγή, πραγματικά χωρίς είσοδο πληροφορίας από τον έξω κόσμο. Οι τελευταίες εικόνες γεννιόνται μέσα μας αυτόματα σαν από ταλάντωση. Τονίσθηκε παραπάνω η λειτουργία της βούλησης και της στάσης, σε ένα ταλαντούμενο κύκλωμα στο οποίο κάποιο σκέλος του είναι μια σωματική δραστηριότητα και κάποιο άλλο είναι μια ψυχολογική δραστηριότητα στο άβατο του νοητού Εγώ μας. Είναι όπως η ζυγαριά δείχνει κάποιο νούμερο όταν τοποθετούμε πάνω της ένα βάρος, ενώ το ρολόι δείχνει κάποιο νούμερο χωρίς να επενεργούμε πάνω του: η ζυγαριά μεταποιεί ερεθίσματα, ενώ το ρολόι τα γεννά. Το ρολόι είναι ταλαντωτής. Από στοιχεία όλων αυτών των πηγών που διαπλέκονται μεταξύ τους οικοδομούνται οι παραστάσεις της φαντασίας. Στα όνειρα έχομε την απόλυτη φαντασία χωρίς ουσιαστική πληροφόρηση από τις αισθήσεις μας. Στην εγρήγορση ελέγχονται οι παραστάσεις μας και από εξωτερικά ερεθίσματα. Παράδειγμα φαντασίας που προκύπτει από την ψυχολογική ταλάντωση του συναισθήματος και της βούλησής μας είναι το: «όποιος πεινά, ψωμιά θωρεί». Σ΄ αυτό δεν παρεμβαίνει ούτε η συνείδηση ούτε το υποσυνείδητο, μόνο η ταλάντωση της βούλησης.
Η φαντασία δεν έχει όρια. Αποτελεί τον ορίζοντα του νοητού Εγώ που έτσι έχει απεριόριστη ελευθερία. Αντίθετα, το αισθητό Εγώ έχει όρια τους φυσικούς νόμους και το κοινωνικό Εγώ τους κοινωνικούς.
Η φαντασία σχετίζεται στενά με την πίστη και την έμπνευση. Στη φαντασία το άτομο αναγνωρίζει την αναντιστοιχία μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, ενώ στην πίστη δεν την αναγνωρίζει. Αντίθετα, η πίστη εκλαμβάνεται ως πραγματική αλήθεια και, επομένως, μπορεί να οδηγεί σε πράξη, σαν να επρόκειτο για γνώση. Φυσικά, τα όρια δεν είναι εντελώς σαφή. Στη σχιζοφρένεια, το άτομο αδυνατεί να ξεχωρίσει τις φανταστικές παραστάσεις του από εκείνες που προέρχονται από τον εξωτερικό κόσμο. Αλλά και σε ψυχολογικά υγιή άτομα είναι δυνατή η σύγχυση. Έτσι προκύπτουν η προκατάληψη, ο φανατισμός, με όλες τις συνέπειές τους. Παρόμοια καταστροφική μπορεί να είναι η φαντασία για επικείμενη ευνοϊκή εξέλιξη: φρούδα ελπίδα, που οδηγεί σε εξίσου παράλογες ενέργειες. Παρά ταύτα, σε ακραία δύσκολες συνθήκες, η πίστη και η ελπίδα αποτελούν τα έσχατα κίνητρα για την επιβίωση.
Από την επεξεργασία εξωτερικών ερεθισμάτων, αναμνήσεων και εικόνων από τις ψυχοσωματικές ταλαντώσεις μας προκύπτουν πρωτότυπες παραστάσεις που μπορούν να έχουν σημαντικές συνέπειες, τόσο στην τέχνη, όσο και στην επιστήμη. Αυτή είναι η έμπνευση.
Η έμπνευση, καλλιτεχνική ή επιστημονική, προκύπτει συνήθως όταν η συνιστώσα της φαντασίας είναι κατευθυνόμενη από κάποιο σκοπό. Ωστόσο, η φαντασία μπορεί να είναι μερικές φορές πιο σημαντική από τη γνώση, για τη δημιουργία, επισημαίνει ο Einstein.
Ο Φιλόστρατος έλεγε: «Θεοί μέν γάρ μελλόντων, ἂνθρωποι δέ γιγνομένων, σοφοί δέ προσιόντων αἰσθάνονται. Ο «σοφός» άνθρωπος δεν παρασύρεται από τη φαντασία του για να αντιμετωπίσει το μέλλον. Γνωρίζει ότι είναι αδύνατο να το προβλέψει, μπορεί όμως να αισθανθεί τα επερχόμενα, τα «προσιόντα». Κι αυτό γίνεται με προσεκτική μελέτη των γεγονότων. Γνωρίζει ότι αυτά είναι ατελή και ότι την πορεία τους δεν μπορεί να την προβλέψει με ασφάλεια. Ενώνει όμως νοερά τα σημεία όπου έχει γνώση από εμπειρία και σχηματίζει μια αδρή εικόνα της τροχιάς που ακολουθεί η τρέχουσα ιστορία. Επεκτείνει τώρα την τροχιά αυτή στο μέλλον. Είναι εξαιρετικά αβέβαιο πώς θα εξελιχθεί η ιστορία στο μέλλον, αλλά μπορούν να προβλεφθούν με σημαντικές πιθανότητες τα «προσιόντα».
Έμπνευση είναι η σύλληψη μιας ιδέας. Ο μεταφορικός όρος «σύλληψη» είναι πολύ πετυχημένος. Το σπερματοζωάριο και το ωάριο είναι τέλεια κύτταρα, φορείς σχεδίων, τα οποία όμως είναι ανίκανα να τα υλοποιήσουν. Η ένωση ενός σπερματοζωαρίου με ένα ωάριο ενώνει τα δύο σχέδιά τους που είναι συμπληρωματικά. Προκύπτει έτσι ένα γονιμοποιημένο ωό, που αφενός είναι φορέας ενός νέου, πρωτότυπου, μοναδικού, σχεδίου, που προήλθε από την ένωση του ωαρίου με το σπερματοζωάριο∙ αφετέρου, εφόσον υπάρχουν κατάλληλες περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως αυτές μέσα στη μήτρα, έχει την ικανότητα να υλοποιήσει αυτό το σχέδιο∙ αρχίζει να το υλοποιεί. Αυτή η ένωση λέγεται σύλληψη. Έμπνευση είναι η γονιμοποίηση μιας ιδέας με μιαν άλλη ιδέα, έτσι που η έμπνευση μπορεί να εξελιχθεί δημιουργικά. Η παράσταση μιας ιδέας είναι μια νοητή εικόνα, φορέας ενός σχεδίου, αποθηκευμένη στη μνήμη μας. Η ένωσή της με μιαν άλλη ιδέα, συμπληρωματική με την πρώτη, δημιουργεί μια καινούρια, γονιμοποιημένη ιδέα. Μπορεί να συμπληρωθεί από την παράσταση μιας ψυχοσωματικής ταλάντωσης. Η νέα ιδέα σε κατάλληλο νοητό περιβάλλον, έχει την ικανότητα να θέτει σ΄ εφαρμογή το σχέδιο που αυτή είναι φορέας του. Αυτή η ένωση λέγεται σύλληψη μιας νέας ιδέας. Είναι δημιουργία μιας νέας (πνευματικής) οντότητας. Αυτό είναι η έμπνευση.
Κατά τον Arthur Koestler13, η έμπνευση είναι μια φωτεινή στιγμή σαν το «εύρηκα» του Αρχιμήδη, και κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ανακάλυψη ενός κοινού στοιχείου μεταξύ ανεξάρτητων νοητών συστημάτων. Η άποψη που υποστηρίζεται εδώ είναι πως το ένα από τα ανεξάρτητα αυτά συστήματα είναι ο σκοπός. Η έμπνευση λοιπόν συνίσταται σχηματικά σε τούτο. Στο σημείο που έχει επιλεγεί από το σκοπό και έχει εστιασθεί η προσοχή διελαύνουν αδιάκοπα και ταχύτατα παραστάσεις που αποτελούνται από τυχαία αισθήματα, αναμνήσεις και ταλαντώσεις της βούλησης και του συναισθήματος ή και συνδυασμών από τις παραπάνω (φαντασία). Ταχύτατα συγκρίνονται αυτές οι παραστάσεις με τα κενά που έχουν μείνει στο ελλιπές σκίτσο της παράστασης που αποτελεί το σκοπό και δοκιμάζεται αν συμπληρώνουν αυτά τα κενά. Τη στιγμή που μια τέτοια παράσταση, προερχόμενη από τη μνήμη, τις αισθήσεις ή και τη φαντασία, ταιριάξει με τα κενά του σκοπού, νιώθομε σα να λάμπει ξαφνικά μια αστραπή. Αυτή είναι η έμπνευση.
Η έμπνευση είναι μια διαδικασία που στο τελικό στάδιο της ολοκλήρωσής της ακολουθεί το νόμο του «όλου-ή-ουδενός». Είναι σαν τη σύλληψη, την ένωση σπερματοζωαρίου με το ωάριο, είναι «σύλληψη» μιας ιδέας. Με μια μόνη κίνηση το άμορφο μετατρέπεται σε μορφή. Αυτό γίνεται με διαρκή επιλογή από την προσοχή «τυχαίων» παραστάσεων που προκύπτουν όπως λέγαμε παραπάνω. Πριν από την έμπνευση δεν υπάρχει τίποτε το νέο. Με την έμπνευση γεννιέται μια καινούργια παράσταση που δεν έχει ξαναϋπάρξει.
Η αστραπιαία, όπως αναφέρθηκε, σύλληψη της έμπνευσης κινητοποιεί όλες τις πνευματικές δυνάμεις: γνωστικές, αναζητώντας συγκεκριμένες συμπληρωματικές γνώσεις, βουλητικές, ξεκινώντας με τη διέγερση της κινητικής μοίρας του εγκεφάλου την υλοποίησή της και στάσεις, δημιουργώντας μιαν ανέκφραστη ευδαιμονία, έναν Πλατωνικό «ενθουσιασμό», σα να έγινε κάποιος «ένθεος», σα να μπήκε ο Θεός μέσα του. Η εκπαίδευση παίζει σημαντικό ρόλο σ΄ αυτή τη φάση του σχεδιασμού. Όταν έχει ολοκληρωθεί σε σημαντικό βαθμό αυτός ο προγραμματισμός, τότε δίνονται εντολές στην (πρωτοβάθμια) βούληση κι από κει και πέρα στην κινητική μοίρα του εγκεφάλου για να υλοποιηθεί ο σκοπός, με σωματικές δραστηριότητες πια.
Επανειλημμένα έγινε αναφορά παραπάνω στην προσοχή. Με την προσοχή μειώνεται η ευαισθησία όλων των αισθητηρίων μας με εξαίρεση ένα σημείο στο οποίο εστιάζεται η προσοχή μας. Η προσοχή είναι δύο ειδών. Είναι εκείνη που διεγείρεται από ένα απότομο ερέθισμα, όπως ένας κρότος ή μια λάμψη. Αυτή η προσοχή δεν κουράζεται. Αντίθετα, υπάρχει και η προσοχή που κατευθύνεται από ένα σκοπό. Αυτή κουράζεται σύντομα. Δεν είναι δυνατός ο αδιάλειπτος εστιασμός της για πάνω από λίγα δευτερόλεπτα ή, με διαλείμματα, για ως τρεις ώρες περίπου. Πρέπει να ακολουθήσει ανάπαυση, συχνά με ύπνο, για να ξεκινήσει πάλι. Η προσοχή έτσι ταλαντώνεται. Όσο εστιάζεται αυτοενισχύεται ως την κόπωσή της, οπότε γίνεται ανερέθιστη. Στη συνέχεια, κατά την ανάπαυσή της, βαθμιαία ανακτάται η διεγερσιμότητά της, έτσι που είτε, όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή επανεστιάζεται εκεί που στρέφεται ο σκοπός που την κινητοποιεί ή, πριν από αυτή τη στιγμή, αν υπάρξει κατάλληλο ερέθισμα.
Σύμφωνα με τα παραπάνω ευνοείται η εμφάνιση έμπνευσης από τρεις παράγοντες: έναν ακλόνητο σκοπό, που εστιάζει την ταλαντούμενη προσοχή σε ορισμένο σημείο, στο ίδιο πάντα· ένα καλό απόθεμα σχετικών γνώσεων στη μνήμη αλλά και τυχαία ερεθίσματα που συγκρίνονται με το ατελές σχέδιο του σκοπού· και κοινωνικές ανάγκες που ενισχύουν διαρκώς το σκοπό και την αποθήκευση σχετικών γνώσεων στη μνήμη με εστιασμένη μάθηση.
Καταλήγοντας, χωρίς να επιχειρείται απάντηση στο ερώτημα «ποιος δημιούργησε τον κόσμο;» εξετάσαμε πάρα πολύ αδρά πώς με βάση το νόμο της τυχαιότητας και την ύπαρξη καταλυτών είναι δυνατό να δημιουργήθηκε ο κόσμος και να εξελίχθηκε ως τη ζωή. Η ζωή συνεχίζει να εξελίσσεται και στις σχετικά ανώτερες μορφές της τα ζώα συμπεριφέρονται με δύο τρόπους: είτε ανταποκρινόμενα σε ερεθίσματα ή αυτόματα σα να ταλαντώνονται. Η ανταπόκριση σε ερεθίσματα είναι οργανωμένη στα ζώα με νευρικό σύστημα στη βάση των αντανακλαστικών με τα οποία γεννιόνται. Στα ανώτερα ζώα, κυρίως θερμόαιμα είναι δυνατή η δημιουργία εξαρτημένων αντανακλαστικών που αποτελούν τη βάση της μάθησης. Ιδίως στον άνθρωπο είναι δυνατή η δημιουργία και δευτεροβάθμιων εξαρτημένων αντανακλαστικών. Με αυτές τις λειτουργίες είναι δυνατή η δημιουργία του υποκειμενικού κόσμου που αποτελεί ένα ικανοποιητικό (αλλ΄ όχι απόλυτα ακριβές) είδωλο του αντικειμενικού κόσμου που είναι προσβάσιμος από όλους. Οι περισσότερες έννοιες σχηματίζονται από την ομαδοποίηση (με βάση τα εξαρτημένα αντανακλαστικά) πολλών ερεθισμάτων, δηλαδή μικρών ποσοτήτων ενέργειας που προστίθενται ή αφαιρούνται από τα αισθητήριά μας. Από το σχηματισμό πολλαπλών εξαρτημένων αντανακλαστικών, με τη δυνατότητα του ανθρώπου να σχηματίζει δευτεροβάθμια εξαρτημένα αντανακλαστικά καθίσταται δυνατή η δημιουργία εννοιών που δεν αντιστοιχούν σε ερεθίσματα. Τέτοιες είναι π.χ. οι έννοιες του Λόγου με τη δυνατότητα του ανθρώπου να μιλά, του Χρόνου, της Αιτίας, του Χώρου, όπως αναλύθηκε. Η δημιουργία της φαντασίας, της έμπνευσης και της πίστης δεν ερμηνεύονται ικανοποιητικά με βάση μόνον τα αντανακλαστικά, φυσικά και εξαρτημένα, ερμηνεύονται όμως ικανοποιητικά με τη δυνατότητα να λειτουργούν ποικίλα οργανικά συστήματά μας, ιδίως το νευρικό, σαν ταλαντωτές. Ο σκοπός, κίνητρο μοναδικά του ανθρώπου, λειτουργεί σε συνδυασμό με την προσοχή, η οποία επίσης ταλαντώνεται.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
- Metalnikov S. La Lutte contre la Mort. Gallimard, Paris, 1937
- Hayes, W (1969). “What are episomes and plasmids?”. In Gordon E. W. Wolstenholme; Maeve O’Connor. Bacterial Episomes and Plasmids (CIBA Foundation Symposium). pp.4–8. ISBN 978-0700014057.
- Van der Pol B and Van der Mark J. The heart beat considered as a relaxation oscillation, and an electrical model of the heart. Arch Neerl Phsyiol, 14, 418, 1929.
- Σιδερής ΔΑ: Συμβολή εις την Μελέτην των Καρδιακών Αρρυθμιών επί Ηλεκτρικού Αναλόγου. Διατριβή για Υφηγεσία, Αθήναι, 1975.
- The Nobel Prize in Physiology and Medicine 1904 Ivan Pavlov. Nobelmedia. Retrieved 2 February 2012.
- Pavlov IP. Selected Works. Translated by S. Belsky. Edited by J. Gibbons. Moskow.).
- Classical conditioning, Wikipedia, 26 Aug. 201Do Amaral JR, and Sabbatini, RME.
- What is the Conditioned Reflex. Boletim do Instituto de Saúde (Impresso) versão impressaISSN 1518-1812. 2010.
- Cherry K. What Is a Conditioned Response? Undergraduate Psychology Course Online With The University Of Derby. April 27, 2016.
- Jara, E., Vila, J., & Maldonado, A. (2006, August). Second-order conditioning of human causal learning. Learning and Motivation, 37(3), 230-246 . Retrieved from UTSC Library database.
- Shettleworth, S J.(2010) Cognition, Evolution, and Behavior (2nd edn) Oxford Univ. Press).
- Σιδερής ΔΑ: Να βρούμε την άκρη του κομμένου νήματος. Εκδόσεις Αγγελάκη, Αθήνα, 2016.
- Koestler Α. Η Πράξη της Δημιουργίας. Μετάφραση Ι.Δ.Χατζηνικολή. Εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή. Αθήνα, 1976.
- The Oxford Dictionary of Philosophy, Oxford University Press Copyright 2016.
12 Νοεμβρίου 2016
Αγαπητέ Κύριε Σιδερή,
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια και απολογούμαι γιατί η ομιλία μου αυτή
ήταν πράγματι πολύ πρόχειρη. Κατάλαβα ότι δεν υπήρχε “πελάτης” για το μήνα
αυτό –το κέντρο της Αθήνας έχει γίνει δυσπρόσιτο και επικίνδυνο– και γι’
αυτό δέχτηκα να ετοιμάσω ομιλία μέσα σε μια εβδομάδα, γιατί δεν
επαναλαμβάνομαι ποτέ.
Σας ευχαριστώ θερμά και για το εξαιρετικό και εμπνευσμένο άρθρο σας. Το
διάβασα προσεκτικά και η ερμηνεία σας με βρίσκει σύμφωνη, αλλά θα το
διαβάσω πιο ξεκούραστα μετά την αριστοτελική επέτειο, γιατί αυτούς τους
δυο τελευταίους μήνες έχουν συσσωρευτεί πολλές υποχρεώσεις διαλέξεων με
διαφορετικές θεματικές.
Σας έχω προσέξει στις διαλέξεις της Ε.Φ.Ε. και έχω εντυπωσιασθεί από τις
ερωτήσεις και τις επισημάνσεις σας.
Σας ευχαριστώ θερμά και πάλι και σας συγχαίρω για το σπουδαίο αυτό άρθρο
που συνδυάζει εντυπωσιακά την επιστήμη με τη φιλοσοφία.
Με εξαιρετική εκτίμηση
Μυρτώ Δραγώνα-Μονάχου
Αγαπητέ συνάδελφε Δημήτρη, συγχαρητήρια για την προσπάθεια αυτή. Κατάφερες σε σχετικά λίγες γραμμές να δώσεις μια πλήρη περιγραφή και σε αρκετό βάθος ανάλυση περίπλοκων εννοιών που αφορούν βασικές λειτουργίες βιολογικών οντοτήτων ιδιαίτερα τη συμπεριφορά του ανθρώπου. Το σπουδαιότερο είναι ότι η εκλαϊκευμένη παρουσίαση με πολλά και εύστοχα παραδείγματα την οποία επιχειρείς δίνει τη δυνατότητα στο μέσο άνθρωπο να κατανοήσει σε μεγάλο βαθμό αυτό που περιγράφεις. Θα ήταν μεγάλη βοήθεια για τους νέους ιδιαίτερα να μελετήσουν την παρουσίαση αυτή. Πολύ σημαντικό στην ανάλυση σου είναι η επιστημονική βάση που στηρίζεις όλη σου την προσπάθεια κάτι που μπορεί να βοηθήσει τις ανθρωπιστικές επιστήμες να ακολουθήσουν αυτό το παράδειγμα, ώστε η μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς να μη περιορίζεται μόνο σε ανάλυση δειγμάτων, αλλά και στα βαθύτερα αίτια που προκαλούν μια συγκεκριμένη συμπεριφορά. Από εκεί και πέρα υπάρχει απεριόριστο επιστημονικό βάθος που μπορεί να επεκταθεί κανείς, όπως είναι η μελέτη μιας ολοκληρωμένης πολυσύνθετης βιολογικής οντότητας σαν ένα σύστημα με επιμέρους υποσυστήματα των οποίων η λειτουργία ελέγχεται από εξειδικευμένο λογισμικό που βασίζεται σε νευρώνες και νευρωνικά δίκτυα και φυσικά ένα ολοκληρωμένο λογισμικό που διαθέτει ο εγκέφαλος, ο οποίος έχει και τη γενική εποπτεία.
Να είσαι καλά και πάντα μάχιμος,
Ι. Ν. Χατζόπουλος, Ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
LikeLike
Ευχαριστώ, Γιάννη. Τα σχόλιά σου είτε, συνήθως, επαινετικά, με τονώνουν
είτε, σπάνια, κριτικά, με βάζουν σε δεύτερες, εποικοδομητικές, σκέψεις.
Άλλη μια φορά σε ευχαριστώ και σου εύχομαι καλό φθινόπωρο.
Δημήτρης
2016-09-09 22:15 GMT+03:00 Δημήτρης Α. Σιδερής
:
>
LikeLike